Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ιστορικά θέματα |
---|
Μεσοποταμία αρχική σελίδα // Άλλες πόλεις και οικισμοί
Ουρ |
Πατρίδα τού Αβραάμ, και μία από τις κυριότερες πόλεις τού Μεσοποτάμιου πολιτισμού τής Μεσοποταμίας.
Το ζιγκουράτ τής Ουρ
Αρχαιολογικές αποστολές: Οι ανασκαφές άρχισαν από τη Βρετανία το 1.854, υπό την ηγεσία τού J.E. Taylor, που βρήκε την κορυφή τού Ζιγγουράτ. Συνέχισε η Μικτή Εξερευνητική Αποστολή τού Πανεπιστημιακού μουσείου τής Πενσυλβανίας και τού Βρετανικού Μουσείου με αρχηγό τον Dr Wooloey το 1929, στη βάση τών λόφων τής Ουρ, και κράτησε 12 χρόνια. Σημασία της: Πατρίδα τού Αβραάμ. Θρησκεία: Κεντρική θεότητα τής πόλης ήταν ο θεός τής Σελήνης Σιν-Ναννάρ. Ευρήματα: Πινακίδες από την Ουρ, που χρονολογικά φθάνουν ως το 3250 π.Χ., έχουν σκόρπια μερικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται σαν συλλαβές, για να δηλώσουν τις πτώσεις τών ονομάτων και διάφορους ρηματικούς τύπους. Τοποθεσία: 18 χιλιόμετρα από την παραδοσιακή τοποθεσία τού κήπου τής Εδέμ. Το 2.000 π.Χ., ήταν πιθανότατα κοντά στη θάλασσα, καθώς η ακτογραμμή τού περσικού κόλπου περνούσε δίπλα της. (Εγκυκλ. Καθημερ. Παγκ. Ιστορ. Άτλας σελ. 55). Από τον Γούλεϋ σκάφτηκε ένα πελώριο πηγάδι στους λόφους τού Βασιλικού Κοιμητηρίου, βαθύ 64 πόδια ως το τέλος του. Ουμπαϊντ Ι: Βρέθηκαν 3 προκατακλυσμιαία επίπεδα κατάληψης, πάχους 1 μέτρου. Κατακλυσμιαίο στρώμα: Πάνω από την Ουμπαϊντ Ι, υπήρχε η ιλύς τού Κατακλυσμού πάχους 3 σχεδόν μέτρων, χωρίς ανθρώπινα απομεινάρια, και μέσα σ’ αυτήν, στο πάνω μέρος της σκαμένοι τάφοι, που ανήκαν στις δύο επόμενες φάσεις (Ουμπαϊντ ΙΙ, και ΙΙΙ). Ουμπαϊντ ΙΙ, και ΙΙΙ: Εκτεινόταν από το 5,5 ως το 11ο μέτρο του πηγαδιού. Εκεί υπήρχαν οι εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου κεραμικών. Υπήρχε μια συμπαγής μάζα από σπασμένα αγγεία, τα οποία συνέχισαν για περίπου 19 πόδια, στα οποία σε διαφορετικά επίπεδα, υπήρχαν τα καμίνια στα οποία είχαν ψηθεί τα κεραμικά. Μία συσσώρευση 19 ποδών, από σπαταλημένα υλικά, σήμαινε ότι το εργοστάσιο ήταν σε λειτουργία για ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Εκεί κατασκευάστηκαν τα τελευταία μετακατακλυσμιαία αγγεία τής αλ’ Ουμπαϊντ, που κατείχαν ένα λεπτό στρώμα. Περίοδος Ουρούκ: Ύστερα αντικαταστάθηκαν από αγγεία τής περιόδου ΄΄Ουρούκ΄΄. Πάνω από το εργοστάσιο υπήρχαν 9 επίπεδα σπιτιών, το καθένα χτισμένο πάνω από τα ερείπια προηγουμένων εποχών. Ήταν τα πρώτα 20 πόδια τού πηγαδιού. Περίοδος Γιαμδάτ Νάσρ: Η περίοδος Γιαμδάτ Νάσρ ήταν μετά την περίοδο Ουρούκ. Μετρήθηκαν 3 επίπεδα κατοίκησης αυτής τής περιόδου στο σημείο εκείνο, και 4 αλλού. Ήταν τα 3 κατώτερα από τα 9 επίπεδα, πάνω από το εργοστάσιο κεραμικών. Πρώιμη Δυναστική περίοδος: Στην Πρώιμη Δυναστική περίοδο που ακολούθησε, τα σπίτια είχαν ξαναχτιστεί 3 φορές, πριν γίνει εκεί σκουπιδότοπος (για πολύ καιρό), και αργότερα Νεκροταφείο. Ήταν τόσο πλούσιο νεκροταφείο, που φαίνεται ότι ήταν βασιλικό. Χρονολογήθηκε πριν από την εποχή τού Μεσανιπαδά. Στα ανώτερα στρώματα, βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι, όπως τής Σουμπ-Αντ, περίπου από το 2.550 π.Χ. To βασιλικό νεκροταφείο τής Ουρ αντανακλά τον κολοφώνα, στον οποίο είχε φθάσει αυτή η ισχυρή Σουμεριακή πόλη κράτος κατά τη διάρκεια τού πρώτου ημίσεως τής 3ης χιλιετίας π.Χ. Από τα λαμπρά ευρήματά της, φαίνεται ότι η πυροτεχνολογία και η μεταλλοτεχνία έφθασε στη Σουμερία κατά την περίοδο αυτή σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τα αντικείμενα από χρυσό και ασήμι αφθονούν. Εκτός από κοσμήματα, σκεύη, όπλα, ακόμα και εργαλεία ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά. Οι Σουμέριοι χρυσοχόοι ήταν πια σε θέση να κατασκευάζουν σύρμα από πολύτιμα μέταλλα και μεταλλόκολα. Λεπτές αλυσίδες και περίτεχνα στολίδια επεξεργασμένα με κόκκους και σύρμα, χρυσά σκεύη και όπλα, συνιστούν μια πολυτέλεια και εκλέπτυνση, που εκτός από έναν άνευ προηγουμένου συσσωρευμένο πλούτο, υποδηλώνουν μια εξαιρετικά δυναμική τεχνολογική παράδοση. Πολυάριθμα είναι όμως και τα λίθινα αγγεία από αλάβαστρο, στεατίτη, διορίτη και ασβεστόλιθο, ενώ όστρεο, σεντέφι και κύανο διακοσμούν ως ένθετα πολλά έργα τέχνης. Συνολικά ανασκάφθηκαν 16 βασιλικοί τάφοι. Κατά την ανασκαφή βρέθηκαν τάφοι βασιλέων που δεν αναφέρονται στο βασιλικό κατάλογο, όπως ο Μεσκαλαμντούγκ, και ο Ακαλαμντούγκ. Οι απλοί τάφοι είναι λάκκοι σκαμένοι στο έδαφος, με το νεκρό τοποθετημένο σε στάση ύπνου, δηλαδή στο πλάι με τα πόδια συνήθως λυγισμένα, τυλιγμένος με ψάθα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μέσα σε ξύλινη ή πήλινη (ελειψοειδή) σαρκοφάγο. Σε μερικούς τάφους ανάμεσα σε άλλα κτερίσματα είχε τοποθετηθεί ομοίωμα πλοίου από άσφαλτο, φορτωμένο με αγγεία γεμάτα τροφές. Οι βασιλικοί τάφοι κτισμένοι με λίθους ή τούβλα βρίσκονταν στον πυθμένα ενός λάκκου (βάθους μέχρι και 9 μ.), στον οποίο οδηγούσε ένα πρανές. Οι οροφές αυτών τών τάφων είναι καμαρωτές με αψιδωτά άκρα, κτισμένες σε αρκετές περιπτώσεις με το εκφορικό σύστημα. Κατά τον Γούλεϋ, ήταν εκπληκτική η εξοικίωσή τους σ' αυτή την πρώιμη εποχή με τον κίονα, το τόξο και την καμάρα (Κόρπους Νο 5: σ. 47). Υπήρξαν εκεί τουλάχιστον 17 τάφοι, και οι 15 απ' αυτούς βρέθηκαν να έχουν μέσα μεταξύ 3ών και 74ων συνοδών, συνήθως θηλυκών, που θάφτηκαν μαζί με τον νεκρό. Πουθενά αλλού στη Μεσοποταμία δεν έχει βρεθεί να γίνονται ανθρωποθυσίες στους τάφους, και καμμία αναφορά σε οποιοδήποτε κείμενο, αλλά πρέπει να ήταν σημαντική ιεροτελεστία στην αρχαία Ουρ. Είναι μια πρακτική πιθανώς παρόμοια με τις αιγυπτιακές ιεροτελεστίες, όπου οι βασιλιάδες θεωρήθηκαν θεοί, ή τουλάχιστον γήινοι αντιπρόσωποί τους, και υπ' αυτή την ιδιότητα, είχαν το δικαίωμα να πάρουν συνοδούς μαζί τους. Όμως όχι μόνο στις άλλες πόλεις, αλλά ούτε στην 1η Δυναστεία δεν βρέθηκε αυτή η νοοτροπία. Δυναστείες: Τα ευρήματα συμφωνούν με τη σειρά τών καταλόγων τών Βασιλέων που βρέθηκαν στη Σουμερία. Οι Σουμέριοι χρονολογούσαν τον Κατακλυσμό, ότι ήρθε δύο ΄΄δυναστείες΄΄ πριν από την Πρώτη Δυναστεία τής Ουρ. Έτσι, αντιστοιχούν οι αρχαιολογικές περίοδοι τής Ουρούκ και τής Τζαμδάτ Νασρ με τις δύο αυτές δυναστείες, (τής Κις και τής Ερέχ), και η Πρώτη Δυναστεία τής Ουρ με την αρχαιολογική Πρώιμη Δυναστική Περίοδο τής οποίας είναι πράγματι η μεσουράνιση. "Δυναστεία 0" της Ουρ: Βρέθηκαν σφραγίδες κυλίνδρων από το "βασιλικό" νεκροταφείο τής Ουρ με τις επιγραφές "Μεσκαλαμπτούγκ ο βασιλιάς" και: "Ακαλαμπτούγκ βασιλιάς τής Ουρ". Είναι πιθανό (αλλά όχι σίγουρο), ότι προηγήθηκαν τού Μεσανιπαδά, καθώς οι σφραγίδες με το δικό του όνομα βρέθηκαν πάνω από αυτούς. Γι' αυτό ονομάστηκαν "Δυναστεία 0". Μεσκαλαμπτούγκ Ακαλαμντούγκ (περίπου 2.600 π.Χ). 1η Δυναστεία της Ουρ: (2.600 - 2.423 π.Χ. περίπου). Διήρκεσε 177 έτη. Πήρε την εξουσία τής περιοχής, νικώντας τη 2η Δυναστεία τής Κις. Στη διάρκεια τής διακυβέρνησης τών βασιλέων τής 1ης Δυναστείας τής Ουρ, η πόλη ήταν σε διαρκείς πολέμους με την Ουρούκ και την Κις, για τον έλεγχο τής Νιππούρ. Έτσι εξασθένισαν, και τελικά μια ξένη δυναστεία, τής Ελαμικής πόλης - κράτους Αβάν έθεσε τέλος στην 1η Δυναστεία τής Ουρ. Μετά το τέλος τής 1ης Δυναστείας, ακολούθησαν για την πόλη σκοτεινοί αιώνες ως την 3η Δυναστεία τής Ουρ. (Κόρπους Νο 5: σ. 49). Μες-Ανι-Παδά (περίπου 2.560-2.525 π.Χ.) Ήταν ο 1ος βασιλιάς της δυναστείας, (σύγχρονος τού Γκιλγκαμές τής Ουρούκ). Σύμφωνα με μια επιγραφή που βρέθηκε στη Μάρι, ήταν γιος τού Μεσκαλαμπτούγκ. Ο Μες-Ανι-Παδά, πολέμησε για τον έλεγχο τής Νιππούρ, (θρησκευτικού κέντρου τών Σουμερίων), ώσπου την κέρδισε. (Κόρπους Νο 5: σ. 46). Κατέλαβε την Ουρούκ, και νικησε τον Μεσλίμ τής Κις, βάζοντας τέλος στην κυριαρχία του, και κερδίζοντας τον τίτλο: "Βασιλιάς τής Κις". Ήταν πιθανόν ηλικιωμένος τον καιρό που κατέκτησε την Κις και τη Νιπούρ. Α-Ανί-Παδά (περίπου 2.525 - 2485 π.Χ.) Γιος τού Μες-Ανί-Παδά. Μεσκιαγκνούνα (περίπου 2485 - 2450 π.Χ.) Γιος και διάδοχος τού Μες-Ανι-Παδά, έχασε πάλι τη Νιππούρ από τον Γκιλγκαμές. Μια ταμπλέτα αφιέρωσης της συζύγου του είναι η παλαιότερη (Σημιτική) βασιλική επιγραφή Ακκαδίων τής Σουμερίας. Ελουλού (Ελιλί) (περίπου 2445 π.Χ.) Μερικές μεταφράσεις συλλαβίζουν το όνομα Ελιλί. Βαλουλού (Βαλιλί) (Περίπου 2440 π.Χ.) Μερικές μεταφράσεις συλλαβίζουν το όνομα Balili. Η ισχύς του βασίλειου του που θρυμματίστηκε με την κατάκτηση τών εδαφών τής Ουρούκ και τής Λαγκάς, και έπειτα νικήθηκε από το Ελαμικτικό κράτος-πόλη Αβάν. 2η Δυναστεία της Ουρ (2430 - 2340 π.Χ. περίπου): Δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή δύναμη. Kατά τη διάρκειά της βασίλευσαν 4 Σουμέριοι ηγεμόνες. (Κόρπους Νο 5: σ. 49). Όμως τα ονόματά τους είναι κατεστραμένα στην ταμπλέτα. Νικήθηκαν από τον Λουγκάλ-Ζαγγεζί τής Ουρούκ. Σε κάποιον πόλεμο, η Ουρ νίκησε τον Ουτου-Χεγκάλ τής Ουρούκ VI. Μάλλον κοντά και πριν τη δυναστεία Ουρ ΙΙΙ, βασίλευσε ο Δούγκι. Στο διάστημα από την Ουρ 2 ως την Ουρ 3, η Ουρ κυβερνήθηκε από τις άλλες Μεσοποτάμιες Δυναστείες, ειδικότερα από την Ακκαδική Αυτοκρατορία (2334-2193 π.Χ.) 3η Δυναστεία της Ουρ: Από το 2.113 - 2004 π.Χ. Η Ουρ ΙΙΙ, ήταν μία Σουμεριακή αυτοκρατορική δυναστεία με κέντρο την πόλη Ουρ, η οποία διέθετε ανεπτυγμένη γραφειοκρατία, και σταθερούς θεσμούς (2.113 - 2.004 π.Χ.). Είχε ως πυρήνα τις πόλεις κράτη της Νότιας Μεσοποταμίας και περιφέρεια τους πρόποδες των λόφων στα Ανατολικά. Οι δύο αυτές περιοχές είχαν διαφορετική διοίκηση και φορολογία Μπορούμε να διαιρέσουμε την αυτοκρατορία σε δύο τμήματα. Το πρώτο ήταν η κύρια αυτοκρατορία: κυβέρνησε τη Μεσοποταμία πλήρως, και επέβαλε την κρατική θέληση σε όλες τις πόλεις. Δεύτερο τμήμα θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τις εξαρτήσεις ή υποτελή έθνη: Τα ξένα εδάφη που κατακτήθηκαν, είτε από στρατιωτική κατάκτηση, είτε που υποχρεώθηκαν να στέλνουν το φόρο στο κράτος τής Ουρ ΙΙΙ. Με την Τρίτη Δυναστεία της Ουρ εγκαινιάστηκε μια χωρίς προηγούμενο περίοδος υλικής ευημερίας. Οι Γκούτι αναγκάστηκαν να αποτραβηχθούν στα ορεινά τον Ζάγρου, χωρίς πάντως να αφήσουν ανενόχλητες τις Σουμεριακές πολιτείες. Τείχη και ιερά επισκευάστηκαν, η δε πόλη Νιππούρ ξανάγινε το θρησκευτικό κέντρο των Σουμερίων. Ιδρυτής της Δυναστείας ήταν ο φωτισμένος ενσί Ουρ-Ναμμού (Ur Nammu). Ο Ουρ-Ναμμού (2113 - 2095 π.Χ.), Διορίστηκε στρατιωτικός κυβερνήτης τής Ουρ από τον Ουτουχενγκάλ. Με το θάνατο του βασιλιά τής Ουρούκ, ο Ουρ-Ναμού αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς τής Ουρ. Κατέλαβε την Ουρούκ, και επιτέθηκε και σκότωσε τον Ναμχανί, τον προδότη τής Λαγκάς. Κυβέρνησε όλη τη Σουμερία, και μεγάλο μέρος τής Ασσυρίας και τού Ελάμ. Η Συρία, συμπεριλαμβανομένης τής Έμπλα, πλήρωσε το φόρο, και μπόρεσε έτσι να γίνει μέρος τής αυτοκρατορίας. Ακόμα και η Φοινικική Βύβλος αναγκάστηκε να πληρώσει. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις στρατιωτικές και διοικητικές τον ικανότητες. Αποτέλεσμα της πλούσιας στρατιωτικής του δραστηριότητας ήταν, μετά από νίκες εις βάρος των πόλεων Λαγκάς, Ουρούκ, Λάρσα και Νιππούρ, να αναγνωριστεί ως αδιαφιλονίκητος βασιλιάς (lugal) όλης της Σουμερίας. Ο Ουρ-Ναμμού διακρίθηκε ωστόσο και για τα ειρηνικά του έργα. Η πρωτεύουσα Ουρ, “η πόλη τού θεού τής Σελήνης Νάννα”, πού στα χρόνια αυτά πρέπει να άγγιζε σε πληθυσμό τις 360.000 ψυχές (κατά τον L. Wooley) στολίστηκε με εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει (διατηρείται και σήμερα) το μεγάλο Ζιγκουράτ, συνολικού ύψους 20 μ. περίπου, πού έκτισε ο Ουρ-Ναμμού στο Ιερό Τέμενος της τειχισμένης πολιτείας. Στην κορυφή τού Ζιγκουράτ βρισκόταν o ναός τον θεού Νάννα, πολιούχου της Ουρ. Επίσης μερίμνησε για την επισκευή των διωρύγων και την κατασκευή νέων, και ενίσχυσε το εμπόριο και τις τέχνες.Ο Ουρ-Ναμού, ονομάστηκε "Βασιλιάς τής Ουρ, βασιλιάς Σουμέρ και Ακκάδ. Άρχισε πολλά προγράμματα οικοδόμησης και προήγαγε τον Σουμεριανό τρόπο ζωής. Ελευθέρωσε τη γη τους από τους κλέφτες, τους ληστές και τους επαναστάτες, αποκαθιστώντας την τάξη και την ειρήνη. Αυτός ενίσχυσε τις πόλεις για οποιοδήποτε μελλοντικό κίνδυνο. Παλιά πίστευαν ότι έγραψε τον παλαιότερο γνωστό κώδικα νόμου, αλλά πολλοί μελετητές τώρα πιστεύουν ότι το έκανε στην πραγματικότητα ο γιος του ο Σουλγκί. Πέθανε πολεμώντας τους Γκούτιους, οι οποίοι συνέχιζαν να παραμένουν πρόβλημα. Σουλγκί (2095 - 2047 π.Χ.), Γιος τού Ουρ-Ναμού. Βασίλεψε σε μια περίοδο ευημερίας. Ολοκλήρωσε τα οικοδομικά προγράμματα τού πατέρα του, και αναδιοργάνωσε τη διοικητική μέριμνα τού βασιλείου. Η αυτοκρατορία παρέμεινε κατά μεγάλο μέρος άθικτη, με το ξεκίνημα τής επαρχιακής κυβέρνησης τού Ενσί, αλλά χωρίς στρατιωτική ισχύ. Η τοπική φρουρά τέθηκε κάτω από τον έλεγχο των βασιλικά διορισμένων στρατιωτικών διοικητών ώστε να ελαττωθούν οι πιθανότητες επανάστασης. Επεξέτεινε την κυριαρχία του έως την Ασσούρ και τη χώρα Σουμπαρτού. Ο Σουλγκί, αν και επηρεασμένος από τη σημιτική παράδοση της ακκαδικής περιόδου (χρησιμοποιούσε λ.χ. τον ακκαδικό τίτλο “βασιλιάς των τεσσάρων μερών”), ήταν ωστόσο λάτρης τού σουμεριακού πολιτισμού. Αγαπούσε τη σουμεριακή λογοτεχνία, προστάτευσε τα σχολεία και την εκπαίδευση και υπερηφανευόταν για την παιδεία την οποία απέκτησε στο σχολείο εντούμπα (edubba) (Κόρπους Νο 5: σ. 51,52). Είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να υποτάξει τα εδάφη τής Ασσυρίας, με ετήσιες εκστρατείες που άρχισαν στο 24ο έτος τής βασιλείας του. Τελικά πέτυχε να κάνει επαρχία του τη βόρεια περιοχή, με τους Χουριτικούς, Σουμπαρτικούς και Ασσυριακούς πληθυσμούς το 2051, μετά από είκοσι έτη πολέμου. Οδήγησε επίσης τις σωφρονιστικές εκστρατίες ενάντια στους Αμορίτες. Οι Γκούτιοι πέρασαν το Ελάμ, προκαλώντας εκεί μια αναρχία μεγαλύτερη από ότι είχε υπάρξει πριν στη Σουμερία. Πάντρεψε τις κόρες του με τους κυβερνήτες τής Warshe kai Anshan, και μετά κατέλαβε τα Σούσα, και εγκατέστησε έναν Σουμέριο κυβερνήτη. Αργότερα κατέβαλλε μια επανάσταση στην Ανσάν. Οι Ελαμίτες στρατολογήθηκαν σ' έναν στρατό τύπου: "λεγεώνα τών ξένων". Περίπου στο 2055, οδήγησε έναν στρατό ξηράς στην Παλαιστίνη, για να τιμωρήσει τους ντόπιους για τη μη αποστολή φόρου. Μπορεί να προσπάθησε να μιμηθεί τον Ναράμ-Σιν, γιατί πήρε τον τίτλο τού "βασιλιά τών τεσσάρων τετάρτων". Ήταν μεγάλος προστάτης όλων τών Σουμερίων, ακόμα και αν παντρεύτηκε μια Σημίτισσα, την Αμπισιμτί. Επρόκειτο να παραμείνει Αυτή θα έμενε κληρονόμος μετά τους γιους της. Ο Σουλγκί είχε περισσότερα από 50 παιδιά. Μετά το θάνατο τού Σουλγκί έκανε την εμφάνισή του από τις ερήμους της Συρίας ένα σημιτικό φύλο, οι Αμορίτες, οι οποίοι άρχισαν να εισβάλλουv και να λεηλατούν τις σουμεριακές πόλεις. Aμάρ-Σιν (2047 - 2038 π.Χ.). Γιος τού Σουλγκί. Έκανε πολυάριθμες εκστρατείες ενάντια στους Αμοραίους. Ο χρόνος τής βασιλείας του, μοιράστηκε ανάμεσα στην οικοδόμηση προγραμμάτων, και στους πολέμους στην Ασσυρία, ενάντια στους Χουρίτες. Ίσως είχε χάσει τα υποτελή έθνη τής Συρίας και τού Ελάμ. Αυτοαποκάλεσε τον εαυτό του: "Ο θεός που δίνει ζωή στη χώρα", και "Ήλιος θεός (δηλαδή δικαστής) τής χώρας". Πέθανε με τρόπο ειρωνικό, από μια μόλυνση, δεδομένου ότι η ασθένεια φάνηκε ως σημάδι τής δυσαρέσκειας τών θεών. Σου-Σιν (2038 - 2029 π.Χ.). Αδελφός τού Αμάρ-Σιν. Και αυτός επίσης αυτοθεοποιήθηκε. Οι περισσότεροι πόλεμοί του ήταν με τους Αμορραίους. Έχασε την Ασσυρία, και δημιούργησε έναν τεράστιο τοίχο μεταξύ τού τίγρη και τού Ευφράτη, για να περιορίσει τους Αμορρίτες. Ο τοίχος ήταν 270 χιλιόμετρα μακρύς και παραβίασε τις όχθες και τών δύο ποταμών. Έκανε επίσης εκστρατεία στα Ζάγρος, και νίκησε έναν συνασπισμό τών Ιρανικών φυλλών. Είχε εκτενείς εμπορικές σχέσεις με τον πολιτισμό τής κοιλάδας τού Ινδού. Ιμπί-Σιν (2029 - 2004 π.Χ.). Γιος τού Σου-Σιν. Ήταν ο τελευταίος βασιλιάς τής Ουρ. Η κατάσταση έγινε πολύ επικίνδυνη κατά τα χρόνια της βασιλείας τού τελευταίου βασιλιά της Τρίτης Δυναστείας της Ουρ, όταν οι επιθέσεις Αμοριτών και Ελαμιτών αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τις Σουμεριακές πόλεις. Έχτισε νέα τείχη γύρω από την Ουρ και τη Νιπούρ. Όμως συνεχώς η δύναμή του μειωνόταν. Τα τελευταία χρόνια της χιλιετίας ο Ιμπί-Σιν δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίσει τους Ελαμίτες και αναγκάστηκε να οχυρωθεί στην Ουρ. Η Εσνούνα αποσπάστηκε το 2028, και το Ελάμ το επόμενο έτος. Η Ενσίς και οι περισσότερες πόλεις του τον εγκατέλειψαν, και αυτοπροστατεύονταν ενάντια στους Αμοραίους που ερήμωναν τη Σουμερία. Αυτός έβαλε έναν υπάληλο τον Ισμπί-Ερά, υπεύθυνο για τη Νιππούρ και την Ισίν. Ο Ισμπί-Ερά επέκτάθηκε αργότερα κατά μήκους τών ποταμών από το Hamazi στον Περσικό Κόλπο. Αυτός πήρε την Ενσίς τού φυλακισμένου Ιμπί-Σιν, και εγκαταστάθηκε ο ίδιος, ενώ ακόμα ο Ιμπί-Σιν ήταν ακόμα στο θρόνο. Ακολούθησαν μεγάλη πείνα και οικονομική κατάρρευση. Το τέλος δεν απεφεύχθη. Η Ουρ δέχθηκε τη χαριστική βολή από μια εισβολή Ελαμιτών από τα Σούσα. Καταστράφηκε, και ο βασιλιάς της μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Ελάμ, όπου και πέθανε. (Κόρπους Νο 5: σ. 51,52). Κατάλογος Βασιλέων τής Ουρ ΙΙΙ: Ουρ-Ναμού 2113 - 2095 π.Χ. Σουλγκί 2095 - 2047 π.Χ. Aμάρ-Σιν 2047 - 2038 π.Χ. Σου-Σιν 2038 - 2029 π.Χ. Iμπί-Σιν 2029 - 2004 π.Χ. Ο άρχοντας Ισμπί-Ερρά, ενσί της Ισίν, της πιο δυνατής πόλης κατά το διάστημα 2.000-1.900 π.Χ., κατέλαβε την Ουρ και αργότερα την ιερή πόλη Νιππούρ, επιχειρώντας να εξαπλώσει μια ισχυρή δυναστεία πάνω σε όλη τη Σουμερία. Κατόπιν κατελήφθει από τον Γκουνγκούνουμ ενσί τής Λάρσα. Γύρω στο 1750 π.Χ., ο Χαμμουραμπί νίκησε τον Ριμ-Σιν και ίδρυσε μια αυτοκρατορία, η οποία περιελάμβανε, εκτός από τη Σουμερία, το Ελάμ, το Μάρι και την Εσνούνα. Ετσι, η αυτοκρατορία του Χαμμουραμπί απλωνόταν από τον Περσικό Κόλπο έως Βόρεια από τη Νινευή και από τα όρη του Ελάμ μέχρι τα υψώματα της Συρίας. Οι Σουμέριοι ως λαός, εκσημιτισμένοι πια, έπαψαν να υπάρχουν. Ωστόσο, στη σφαίρα της τέχνης και τού πνεύματος ο πολιτισμός τους είχε επιδράσει βαθύτατα στη σκέψη των υπόλοιπων Μεσοποτάμιων λαών (Ακκαδίων, Βαβυλωνίων, Χαλδαίων, Ιρανών). Η κοινωνική οργάνωση, η μυθολογία και η θρησκεία των Σουμερίων υιοθετήθηκαν από όλους τους λαούς που τους διαδέχθηκαν, οι οποίοι διατήρησαν πάντοτε ζωντανό το αίσθημα της συνέχειας και της ενότητας με τον λαό αυτόν. Το Ζιγκουράτ τού Ουρ-Ναμμού εξακολούθησε επί αιώνες να ορθώνεται στον ουρανό, αποτελώντας για όλους τους μεταγενέστερους μονάρχες της Μεσοποταμίας διαρκή υπόμνηση ότι τους συνέδεε ένας κοινός, ενιαίος πολιτισμός, ο οποίος είχε τις ρίζες του στη Σουμερία. Τα σπίτια της Ούρ, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, ακολουθούν βασικά το ίδιο σχέδιο: γύρω από μια κεντρική αυλή ανοίγονταν τα δωμάτια τον ισογείου. ΄Ενα κλιμακοστάσιο οδηγούσε στα δωμάτια τού άνω ορόφου τα οποία έβλεπαν σε έναν ξύλινο εξώστη, στηριζόμενο σε τέσσερα κάθετα δοκάρια στις γωνίες της αυλής. Η ξύλινη στέγη είχε μια ελαφρά κλίση προς το εσωτερικό της αυλής, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένας οχετός ομβρίων υδάτων (Wooley, The Sumerians,1965 Δες Κόρπους Νο 5: σ. 53). Η πόλη Ουρ, (πόλη τού θεού της Σελήνης Νάννα), κατά τη διάρκεια τής 3ης Δυναστείας, ήταν κτισμένη πάνω σε ένα λόφο, δίπλα στις όχθες τον Ευφράτη, είχε σχήμα ακανόνιστης έλλειψης και περιβαλλόταν από ισχυρά τείχη ύψους περίπου 8 μ. Κατά μήκος τον δυτικού τείχους έραιε ο Ευφράτης ενώ κατά μήκος τού ανατολικού, μια ευρύχωρη διώρυγα οδηγούσε στον Ευφράτη. Ετσι η πόλη έμοιαζε με νησί. Ένα μικρότερο κανάλι ξεκινούσε από το Βόρειο Λιμάνι και διέσχιζε την πόλη με δυτική κατεύθυνση. Στη βοριεοδυτική γωνιά της πόλης βρισκόταν το Τέμενος τον θεού Νάννα, ένα πραγματικό ανακτορικό συγκρότημ, καθώς για τους Σουμέριους ο ναός αποτελούσε το κέντρο της πόλης Μέσα στον περίβολο τού Τεμένους υψωνόταν το Ζιγκουράτ, o βαθμιδωτός πύργος με τον ναό τον Νάννα στην κορυφή του. Δυτικά τού Τεμένους βρισκόταν το Δυτικό Λιμάνι. Όλη η υπόλοιπη έκταση τής πόλης ήταν πυκνά δομημένη από κατοικίες (Δες φωτογραφία ΤΙΜΕ LIFE, Παγκόσμια Ιστορία, ή Κόρπους Νο 5: σ. 52). Η συμφόρηση μέσα στα τείχη τής Ουρ ήταν εντυπωσιακή. Οι δρόμοι, χωρίς πλακόστρωτο, ήταν στενοί και γυριστοί, με μικρότερες αδιέξοδες παρόδους, οι οποίες οδηγούσαν στα σπίτια κρυμμένα στο εσωτερικό μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων. Τα περισσότερα σπίτια, κτισμένα άναρχα, ήταν διώροφα με επίπεδη στέγη (Wooley, Excavations at Ur. 1954. Δες Κόρπους Νο 5: σ. 53). Το Ζιγκουράτ του Ουρ-Ναμμού στην Ουρ (Τρίτη Δυναστεία, 2100-2000 π.Χ.), ήταν ένα μεγαλόπρεπο οικοδόμημα, σε μορφή τριώροφης κλιμακωτής πυραμίδας. Ήταν μια βάση η οποία φιλοξενούσε το ναό τού θεού Νάννα. Τα τοιχώματα της πυραμίδας, τη μονοτονία της οποίας διέκοπταν παραστάδες, ήταν κτισμένα με έντονη κλίση προς τα μέσα, δίνοντας έτσι την εντύπωση στιβαρότητας στο όλο οικοδόμημα. http://www.anthro.mankato.msus.edu/Sites/Middle%20East/Ur.htm http://www.geocities.com/garyweb65/mesopotamia.html Iστορία τής Μεσοποταμίας στα Αγγλικά, από την οποία συλλέξαμε πολλά στοιχεία. Εγκυκλ. Χάλεϋ, σελ. 82,97. Περισκόπιο Νο 105 σελ. 21 - 27. Ιστορία τής ανθρωπότητος Ουνέσκο τόμος 1, σελ. 328, 465. Άτλας Καθημερ. Νο 1 σελ. 7. Περιοδικό Κόρπους Νο 5: σ. 42-53 |
Δημιουργία αρχείου: 1998.
Τελευταία ενημέρωση: 15-10-2004.
ΕΠΑΝΩ |