Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή και Σύνοδοι

Πρέπει να δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή; * Τα βιβλία τής Αγίας Γραφής * "Πάσα γραφή Θεόπνευστος και ωφέλιμος" Μήπως περιορίζεται μόνο στην Αγία Γραφή; * ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή; * O κανόνας τής Αγίας Γραφής * Ευρύς ή στενός ο Κανόνας της Π.Δ.; * Διαβαθμίσεις των βιβλίων της Αγίας Γραφής * Η διάκριση Θείων και Θεοπνεύστων βιβλίων * Περί Θεοπνευστίας * Η Επιστολή του Αγ. Ιακώβου και η γνώμη του Λουθήρου γι' αυτήν * Περιληπτικά σχόλια για τον Κανόνα τής Συνόδου της Καρθαγένης

Εκτενής ανάλυση για τον κδ΄/λβ΄ Κανόνα τής Συνόδου τής Καρθαγένης

Πηγές κανονικότητας τής Αγίας Γραφής

3ο μέρος B: Αναλυτικά

Εδώ: Περιληπτική παρουσίαση τού κανόνα τής Αγίας Γραφής

 

Πηγή: Παναγιώτη Ι. Μπούμη, αν. καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, δ. Θ., "Οι κανόνες τής Εκκλησίας περί τού Κανόνος τής Αγ. Γραφής". Αθήνα 1986. Κεφάλαιο Γ΄ σελ. 105-122 σε μετάφραση στη Δημοτική. (Με χρήση Τ. Ν.: Chat GPT και Deep Seek).

 

Οι 6 αποδεκτοί κανόνες:

ΚΔ' /ΛΒ' Κανόνας Συνόδου Καρθαγένης

1. Εισαγωγική παρατήρηση

Αντί για άλλη εισαγωγική παρατήρηση, εδώ αρκεί να υπενθυμίσουμε όσα ειπώθηκαν στην εισαγωγή, ότι δηλαδή αυτός ο κανόνας της Συνόδου της Καρθαγένης (του 419 μ.Χ.) ή της Βίβλου Κανόνων της Εκκλησίας της Αφρικής (Codex canonum ecclesiae africanae) είναι ως επί το πλείστον επανάληψη ή επικύρωση του κανόνα της Συνόδου της Ιππώνας (του 393 μ.Χ.) και της Συνόδου της Καρχηδόνας (του 397 μ.Χ.), χωρίς όμως να μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για ταυτότητα μεταξύ τους[1]. Θα παραθέσουμε περισσότερα στα σχετικά ερμηνευτικά σχόλια που ακολουθούν, όπου κρίνονται απαραίτητα για τη σωστή τοποθέτηση των ζητημάτων και την εξαγωγή των αναγκαίων και ωφέλιμων συμπερασμάτων για την παρούσα έρευνα.

 

2. Κείμενο και μετάφραση

Κείμενο[2]. Μετάφραση

Ομοίως ήρεσεν, ίνα, εκτός των  κανονικών  Γραφων, μηδέν εν τη εκκλησία αναγινώσκηται επ’ ονόματι  θείων  Γραφών. Εισί δε οι κανονικαί Γραφαί αύται[3].

Γένεσις, Έξοδος, Λευϊτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον, Ιησούς ο του Ναυή, Κριταί, Ρούθ, των Βασιλειών βίβλοι τέσσαρες, των Παραλειπομένων βίβλοι δύο, Ιώβ, Ψαλτήριον, Σολομώντος βίβλοι πέντε, των Προφητών βίβλοι δώδεκα, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Τωβίας, Ιουδήθ, Εσθήρ, Έσδρα βίβλοι δύο.

Της Νέας Διαθήκης: Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων των Αποστόλων βίβλος μία, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρείς, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα Αποστόλου μία, Αποκαλύψεως Ιωάννου βίβλος μία.

Τούτο δε τω αδελφώ και συλλειτουργώ ημών Βονιφατίω, και τοις άλλοις των αυτών μερών επισκόποις, προς βεβαίωσιν του προκειμένου κανόνος γνωρισθή, επειδή παρά των Πατέρων εν τη εκκλησία ταύτα αναγνωστέα  παρελάβομεν.

Ομοίως ήρεσε (απεφασίσθη) να μη αναγινώσκεται τίποτε εις την εκκλησίαν επ’ ονόματι των θείων Γραφών, εκτός από τας κανονικάς Γραφάς. Είναι δε αι κανονικαί Γραφαί αι εξής:

Γένεσις, Έξοδος, Λευϊτικόν, Αριθμοί, Δευτερονόμιον, Ιησούς του Ναυή, Κριταί, Ρούθ, των Βασιλειών βιβλία τέσσαρα, των Παραλειπομένων βιβλία δύο, Ιώβ, Ψαλτήριον, Σολομώντος βιλία πέντε, των (μικρών) Προφητών βιβλία δώδεκα, Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Τωβίας, Ιουδήθ, Εσθήρ, Έσδρα βιβλία δύο.

Της Καινής Διαθήκης (είναι τα εξής): Ευαγγέλια τέσσαρα, Πράξεων των Αποστόλων βιβλίον έν, επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρες, Πέτρου του Αποστόλου δύο, Ιωάννου Αποστόλου τρείς, Ιακώβου Αποστόλου μία, Ιούδα του Αποστόλου μία, της Αποκαλύψεως του Ιωάννου βιβλίον έν.

Αυτό δε να γνωρισθή εις τον αδελφόν και συλλειτουργόν μας Βονιφάτιον, και εις τους άλλους επισκόπους των ιδίων μερών προς βεβαίωσιν (επικύρωσιν) του προκειμένου κανόνος, επειδή εκ μέρους των Πατέρων παρελάβομεν, ότι πρέπει να αναγινώσκονται αυτά εις την Εκκλησίαν.

 

3. Ερμηνευτικές παρατηρήσεις

1. Στον παρόντα κανόνα παρατηρούμε ότι καθιερώνεται συνοδικά και γίνεται επίσημος ο στενός σύνδεσμος των δύο χαρακτηρισμών «κανονικός» και «θείος» για τις Γραφές. «Εκτός από τις κανονικές Γραφές, τίποτε άλλο δεν μπορεί να διαβάζεται με το όνομα, με τον χαρακτηρισμό, θεία Γραφή», ορίζει ο κανόνας. Τον χαρακτηρισμό «θείος» μπορούν να φέρουν και να διεκδικούν μόνο τα κανονικά βιβλία, τα βιβλία που ανήκουν στον κανόνα της Αγίας Γραφής. Όπως επίσης, αντίστροφα, μόνο τα θεία βιβλία μπορούν να είναι κανονικά και αυθεντικά. Δηλαδή, μόνο αυτά μπορούν να διεκδικούν θέση στον κανόνα της Αγίας Γραφής.

2. Βέβαια όμως— και αυτό πρέπει να το προσθέσουμε —, για να ανήκει ένα βιβλίο ασφαλώς και αναμφισβήτητα στον κανόνα της Αγίας Γραφής, οφείλει να έχει συμπεριληφθεί σε αυτόν επισήμως και συνοδικά, κανονικά. Δηλαδή, βιβλία που ανήκουν στον κανόνα της Αγίας Γραφής (ή αλλιώς κανονικές Γραφές) είναι εκείνα που εισήχθησαν σε αυτόν από τους κανόνες της Εκκλησίας, (επαναλαμβάνουμε, υπενθυμίζουμε και τονίζουμε), της Εκκλησίας γενικά, δηλαδή εκείνα που έχουν επικύρωση Οικουμενικής Συνόδου.

3. Επίσης, εδώ είναι χρήσιμο —αν και όχι απαραίτητο— να παρατηρήσουμε ερμηνευτικά ότι στον υπό εξέταση κανόνα η έκφραση «επ’ ονόματι θείων Γραφών» σημαίνει «στο όνομα θείων Γραφών», «ως θεία Γραφή» και δεν δηλώνει ούτε στο ελάχιστο κάποια αμφιβολία για το αν οι κανονικές Γραφές είναι θείες Γραφές. Συγκρίνετε προς επιβεβαίωση της παραπάνω ερμηνείας και την έκφραση του νζ΄ (ξστ΄) κανόνα της ίδιας Συνόδου στην Καρθαγένη «τω ονόματι της αληθείας εναντιούμενά τινα»[4], που σημαίνει «αντίθετα στο όνομα της αλήθειας»[5], δηλαδή αντίθετα στην έννοια της αλήθειας, αντίθετα στην αλήθεια.

4. Για χάρη της ακριβείας και της αλήθειας, οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ και το εξής: Ότι ο παρών κανόνας συγκαταλέγει τη Σοφία Σολομώντος, τον Τωβίτ, την Ιουδήθ και την Εσθήρ στα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής και όχι στα κανονιζόμενα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας του «Πηδαλίου»[6]. Το ίδιο συμβαίνει και με το βιβλίο της Αποκάλυψης, για το οποίο ο συγγραφέας του «Πηδαλίου» λέει: «Όμως ως κανονιζόμενο βιβλίο αυτήν δέχεται η Σύνοδος της Καρθαγένης, Καν. λβ΄»[7]. Παρακάτω θα διαπιστώσουμε σε τι χρησιμεύει αυτή η διευκρίνιση.

5. Επίσης, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η επιθυμία-απόφαση των Πατέρων της Εκκλησίας, που εκφράζεται στον παρόντα κανόνα, να μη διαβάζεται κανένα βιβλίο εκτός από τα κανονικά στην Εκκλησία με τον χαρακτηρισμό θεία Γραφή. Κάποιος όμως θα μπορούσε να αναρωτηθεί: Με άλλο χαρακτηρισμό, π.χ. ως πατερικό ή ασκητικό έργο κ.λπ., είναι δυνατό να διαβάζεται ή να ανακοινώνεται στην Εκκλησία; Πιθανώς, ναι. Αν και αυτό είναι προβληματικό, διότι έχουμε τον νθ΄ κανόνα της Λαοδικείας[8], ο οποίος δεν επιτρέπει να διαβάζονται μη κανονικά βιβλία στην Εκκλησία, τουλάχιστον με κανονική ακρίβεια. Φαίνεται ότι η Εκκλησία είναι ο χώρος όπου οφείλει να επικρατεί η αυθεντία. Άλλωστε, με αυτόν τον τρόπο καθίσταται «στύλος και εδραίωμα της αλήθειας» (Α' Τιμ. 3,15).

6. Μετά τα παραπάνω, εδώ οφείλουμε να προσέξουμε ιδιαίτερα και το εξής: Ο παρών κανόνας, χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη έκφραση «εισί δε αι κανονικαί Γραφαί αύται», προσδιορίζει[9] και άρα περιορίζει τα κανονικά βιβλία της Αγίας Γραφής σε αυτά που αναφέρει. Και σε συνδυασμό μάλιστα, με την άλλη έκφραση που χρησιμοποιεί, «εκτός των κανονικών Γραφών, να μη διαβάζεται τίποτα άλλο στην Εκκλησία με το όνομα των θείων Γραφών», συμπεραίνουμε ότι πράγματι θέλει να περιορίσει τις θείες Γραφές στα βιβλία που αναφέρει. Άρα, κλείνει τον κανόνα της Αγίας Γραφής. Μόνο αν χρησιμοποιούσε αόριστη έκφραση, π.χ. «είναι δε κανονικές Γραφές, η Γένεση, κτλ.», (δηλαδή χωρίς το οριστικό άρθρο «αι» και την αντωνυμία «αυταί»), τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν κλείνει τον κανόνα, αλλά αφήνει περιθώριο να προστεθούν και άλλα βιβλία σε αυτόν.

7. Στη συνέχεια, είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρήσουμε στον κατάλογο αυτό των βιβλίων της Αγίας Γραφής και το εξής παράδοξο: Ότι ο παρών κανόνας, σύμφωνα με τις αντιλήψεις πολλών Πατέρων της (Δυτικής) Εκκλησίας εκείνων των χρόνων, αποδίδει στον Σολομώντα πέντε βιβλία, ενώ εμείς γνωρίζουμε συνήθως, ότι τρία[10] ή τέσσερα[11] βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης αποδίδονται σε αυτόν (οι Παροιμίες, ο Εκκλησιαστής, το Άσμα Ασμάτων και η Σοφία Σολομώντος). Βεβαίως, ο κανόνας δεν κατονομάζει ρητά ποια είναι αυτά τα βιβλία, οπότε αφήνει το έδαφος ελεύθερο σε διάφορες υποθέσεις και λύσεις.

8. Αφήνει το έδαφος ελεύθερο σε διάφορες υποθέσεις υπό ορισμένες όμως προϋποθέσεις, διότι πρέπει να λάβουμε υπόψη και τους άλλους σχετικούς κανόνες, οι οποίοι επικυρώθηκαν μαζί, από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι, οι κανόνες του πε' Αποστολικού Κανόνα, του Γρηγορίου Θεολόγου και του Αμφιλοχίου Ικονίου αποδίδουν στον Σολομώντα τα βιβλία των Παροιμιών, του Εκκλησιαστή και του Άσματος των Ασμάτων, ενώ ο κανόνας του Μεγάλου Αθανασίου αποδίδει και τη Σοφία Σολομώντος[12]. Οπότε μπορούμε να πούμε ότι αυτά τα τέσσερα βιβλία καταλαμβάνουν τις τέσσερις από τις πέντε θέσεις. Υπολείπεται μία θέση, για την οποία μπορούν να διατυπωθούν διάφορες υποθέσεις.

9. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι ως πέμπτο βιβλίο του Σολομώντα έχουμε τη δυνατότητα να υπονοήσουμε ότι είναι ένα τμήμα κάποιου από τα παραπάνω γνωστά βιβλία του ή να θεωρήσουμε ότι μάλλον ένα από τα παραπάνω βιβλία αποτελείται από δύο μέρη[13]. Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται να μη αποκλειστεί το συγκεκριμένο βιβλίο ή τμήμα του από την επικύρωση που έγινε, ενώ ταυτόχρονα προλαμβάνεται και αποφεύγεται οποιαδήποτε μελλοντική αμφιβολία σχετικά με την επικύρωσή του, σε περίπτωση που αυτό χωριστεί σε δύο βιβλία στο μέλλον.

10. Ίσως ακόμη οι Πατέρες της Συνόδου της Καρθαγένης να εννοούσαν τη Σοφία Σειράχ, επειδή κάποιοι[14] την απέδιδαν στον Σολομώντα. Εφόσον όμως ο παρών κανόνας δεν κατονομάζει το συγκεκριμένο βιβλίο και επιπλέον, ο κανόνας αυτός, σε αυτή τη μορφή του, επικυρώθηκε από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, τίποτα δεν μας υποχρεώνει να δεχτούμε ότι η Σοφία Σειράχ γράφτηκε από τον Σολομώντα[15] ή ότι εκφράζει τις απόψεις του[16]. Ταυτόχρονα, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι το βιβλίο αυτό συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μνημονευόμενα βιβλία της Αγίας Γραφής, εφόσον δεν είναι του Σολομώντα, αλλά ανήκει σε κάποιον άλλο[17].

11. Ίσως εδώ οφείλουμε να υπενθυμίσουμε και όσα λέγονται στην Εισαγωγή, σχετικά με τη βούληση του νόμου (κανόνα), εφόσον πρόκειται για θείο κείμενο. Σύμφωνα, λοιπόν, και με όσα αναφέρονται εκεί, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε την τυχόν εσφαλμένη ενδόμυχη σκέψη (τη θέληση) του συντάκτη του κανόνα (εδώ του κδ'/λβ' Καρθαγένης), αλλά τι ακριβώς λέει αυτός ο κανόνας, τι λέει το κείμενό του.

12. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να πούμε ότι με αυτή την αοριστία δεν μας περιορίζει ούτε μας δεσμεύει στο να αποδεχτούμε κάποια άλλη πιθανή εξέλιξη των πραγμάτων. Έχουμε, για παράδειγμα, τη δυνατότητα, αν κάποτε βρεθεί ένα χαμένο βιβλίο του Σολομώντα, να το αναγνωρίσουμε ως κανονικό βιβλίο της Αγίας Γραφής, εφόσον αποδειχθεί ότι είναι πράγματι δικό του και εφόσον αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με τις μαρτυρίες άλλων κανόνων. Πάντως, μέχρι τώρα και με τις μαρτυρίες των ήδη εξετασθέντων κανόνων, δεν υπάρχει αντίθεση, αφού τόσο ο πε’ Αποστολικός Κανόνας όσο και ο ξ’ Λαοδικείας δεν κλείνουν τον κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής.

13. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι μόνο σε αυτή την περίπτωση, όπου δηλαδή έχουμε τέτοια δυνατότητα περιθωρίου, αφού διαφορετικά κλείνεται ο κανόνας της Αγίας Γραφής από τον παρόντα κδ'/λβ' κανόνα, μπορεί να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του W. Michaelis, ο οποίος παρατηρεί: «Τι θα συνέβαινε, αν υποθέσουμε ότι βρισκόταν ένα μέχρι τώρα άγνωστο, αλλά αναμφίβολα γνήσιο βιβλίο αποστολικού χαρακτήρα; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν είναι καθόλου περιττό. Αυτό βασικά οδηγεί στο εξής: να μελετούμε καλά το πρόβλημα του κανόνα και ότι είναι πιθανό μια μέρα να καταστεί αυτό κρίσιμο»[18]. Επίσης, με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να κρίνουμε και το επιχείρημα που προβάλλει στη συνέχεια: «Το ότι δεν έγιναν αποδεκτά μεταγενέστερα (συμπληρωματικά) στην Καινή Διαθήκη αναμφισβήτητα γνήσια Άγραφα, δεν προδικάζει τίποτα, εφόσον ο κανόνας αποτελείται από τα πλήρη βιβλία κάθε φορά, και όχι από αποσπάσματα (σπαράγματα)»[19].

14. Στη συνέχεια, προχωρούμε σε ορισμένες ακόμη παρατηρήσεις, που επίσης κρίνονται απαραίτητες για τη σωστή τοποθέτηση των πραγμάτων. Ο κανόνας συγκεκριμένα λέει: «Των Προφητών (είναι κανονικά) δώδεκα βιβλία» και προσθέτει αμέσως μετά: «Ησαΐας, Ιερεμίας, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Τωβίας, Ιουδήθ, Εσθήρ…». Κάποιος θα νόμιζε εκ πρώτης όψεως ότι με την άμεση παράθεση αυτών των ονομάτων απαριθμεί τα δώδεκα βιβλία των Προφητών, οπότε δικαιολογημένα θα αναρωτιόταν για την ορθότητα του κανόνα, αφού αναφέρει μόνο τέσσερις προφήτες. Όμως, δεν κάνει αυτό. Προφανώς, αναφέρεται αρχικά στους δώδεκα λεγόμενους μικρούς προφήτες, στο Δωδεκαπρόφητο συνολικά, συνοπτικά, και στη συνέχεια κατονομάζει ξεχωριστά και ονομαστικά τους τέσσερις μεγάλους προφήτες, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι αμέσως μετά παραθέτει τον Τωβία, την Ιουδήθ κτλ.

15. Κατά τον ίδιο τρόπο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι αναφέρει γενικά τους προφήτες Ησαΐα, Ιερεμία, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη μνεία, π.χ., στα βιβλία Βαρούχ, Θρήνοι Ιερεμία, Επιστολή Ιερεμία κτλ. Και θα αναρωτιόταν κανείς ξανά εύλογα: Τι συμβαίνει λοιπόν; Τα απορρίπτει; Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι προηγουμένως αναφέρεται στους δώδεκα μικρούς προφήτες συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνο δεν τα απορρίπτει, αλλά μάλλον αφήνει χώρο να συμπεριληφθούν και αυτά, εφόσον επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές (από τους άλλους επικυρωμένους σχετικούς κανόνες)[20]. Μπορούμε, δηλαδή, να υποστηρίξουμε ότι παραθέτει γενικά τα ονόματα των τεσσάρων μεγάλων Προφητών, ώστε υπό την ονομασία, π.χ., Ιερεμίας, να μπορεί να εννοηθεί και η «Επιστολή» ή οι «Θρήνοι» του. Πρέπει μάλιστα να προστεθεί σε αυτά και το εξής φαινόμενο: δεν λέει «Ησαΐου ή Ιερεμίου βίβλος μία», όπως κάνει για άλλα βιβλία, όπου θα περιόριζε τα πράγματα, αλλά λέει αόριστα «Ησαΐας, Ιερεμίας κλπ.», οπότε μπορούν να νοηθούν δύο ή και περισσότερα βιβλία τους.

16. Οφείλουμε στη συνέχεια να προχωρήσουμε και σε άλλο σημείο: Το ελληνικό κείμενο του κανόνα δεν αναφέρει τα βιβλία των Μακκαβαίων, ενώ αντίθετα το Λατινικό κείμενο του κανόνα περιλαμβάνει δύο (τα πρώτα;) από αυτά[21]. Και τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Τι πρέπει να λάβουμε υπόψη και να δεχτούμε για τον σχηματισμό του καταλόγου των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, το ελληνικό ή το Λατινικό κείμενο; Ίσως κανείς θα απαντούσε αυθόρμητα ότι, αφού υπάρχουν στο Λατινικό κείμενο, το οποίο είναι προγενέστερο (το πρωτότυπο;), πρέπει να δεχτούμε ότι τα επικύρωσε η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος και άρα πρέπει να τα λάβουμε υπόψη μας στον σχηματισμό του Κανόνα της Αγίας Γραφής. Αλλά είναι άραγε, τα πράγματα τόσο απλά;

17. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με διάφορες ενδείξεις, η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος επικύρωσε τους κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου, βασισμένη στο ελληνικό κείμενο των κανόνων της[22]. Αυτό στηρίζεται στο γεγονός ότι η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, όταν επαναλαμβάνει κανόνες της εν Καρθαγένη τοπικής συνόδου, παραθέτει το κείμενο των κανόνων αυτών στην ελληνική γλώσσα «ρητά»[23]. Παράβαλε τον λζ/μδ’ κανόνα της Καρθαγένης προς τον λβ’ κανόνα της Πενθέκτης, καθώς και τον μα’/μη’ της πρώτης προς τον κθ’ της δεύτερης[24].

18. Αυτό ήταν άλλωστε και φυσικό. Εφόσον η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στην Ανατολή και συγκροτήθηκε κυρίως από Επισκόπους της Ανατολικής Εκκλησίας, δηλαδή ελληνοφώνους, ήταν αναμενόμενο ότι τα κείμενα που χρησιμοποιούνταν, ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Ίσως μάλιστα να είχε γίνει παράδοση η χρήση ελληνικών χειρογράφων, και φαίνεται ότι ανέκαθεν αποδιδόταν ιδιαίτερη αξία και αυθεντία στα κείμενα που ήταν γραμμένα ελληνικά[25]. Είναι, λοιπόν, δυνατόν μετά από αυτό να δεχτούμε αναντίρρητα ότι οι Πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου επικύρωσαν το Λατινικό κείμενο των κανόνων της Καρθαγένης (και του παρόντος κδ’/λβ’ κανόνα);

19. Παρ’ όλα αυτά, η απάντηση δεν μπορεί να είναι εντελώς αρνητική και η πρόταση ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το Λατινικό κείμενο δεν μπορεί να απορριφθεί ως εντελώς αβάσιμη, διότι μπορεί να προταθεί το εξής: Η Πενθέκτη επικύρωσε τους κανόνες που θέσπισε και άφησε η Καρθαγένη, όπως τους θέσπισε αυτή, με το περιεχόμενο δηλαδή, με το οποίο τους παρέδωσε αυτή, εκτός και αν έχουμε κάποια σχετική μαρτυρία περί του αντιθέτου. Αλλά επί του θέματος του κανόνα του καταλόγου της Αγίας Γραφής (δηλαδή του κδ’/λβ’ κανόνα) δεν έχουμε —τουλάχιστον ρητή— διόρθωση. Το θέμα, λοιπόν, (μπορεί να επιμείνει κάποιος που αντιλέει), είναι να βρούμε τι έλεγε αρχικά η Καρθαγένη.

20. Παρά την ορθότητα της ανωτέρω ανασχετικής παρατήρησης αυτής καθ’ εαυτής, είναι δυνατόν να επιμείνει και αυτός που ακολουθεί το ελληνικό κείμενο και να πει ότι έχουμε έμμεση διόρθωση του λατινικού κειμένου της απόφασης της Καρθαγένης, εάν δεχτούμε ότι η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος κοιτούσε το ελληνικό κείμενό της[26]. Εάν μάλιστα γίνουν δεκτά και ισχύουν τα ανωτέρω λεγόμενα του καθηγητή Βασ. Βέλλα, ότι οι προσθήκες, οι οποίες βρίσκονται στα ιερά κείμενα, εφόσον «δεν αντιτίθενται προς το βιβλίο, στο οποίο βρίσκονται, και γενικότερα προς το πνεύμα της Αγίας Γραφής, μπορούν να περιβληθούν με ανάλογο εκκλησιαστικό κύρος»[27], τότε πρέπει να ληφθεί υπόψη το ελληνικό κείμενο, διότι, αν για την Αγία Γραφή ισχύουν οι προσθήκες, για τους κανόνες των τοπικών συνόδων ισχύουν και οι διορθώσεις και οι αφαιρέσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται από Οικουμενικές Συνόδους[28].

21. Αυτά βέβαια, τα οποία λέγονται και από τις δύο πλευρές ως προς τη μορφή και τη γλώσσα (και κατά συνέπεια το περιεχόμενο) του κειμένου, που τελικά επικυρώθηκε από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο, δημιουργούν προφανώς κάποια σύγχυση και αμφιβολία. Αλλά το πρόβλημα δεν σταματά εκεί, γιατί δυστυχώς η αμφιβολία επεκτείνεται και αλλού και έτσι η σχετική σύγχυση επιτείνεται. Ήδη και ως προς το θέμα της αρχικής μορφής και αυτού του λατινικού κειμένου τα πράγματα δεν είναι καθόλου σαφή, ούτε απλά. Πρώτα από όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για την πραγματική ή αρχική μορφή ούτε των κανόνων των συνόδων της Ιππώνος (393 μ.Χ.) και της Καρθαγένης (του 397 μ.Χ.), οι οποίοι υπήρξαν πρόδρομοι του κανόνα της παρούσας συνόδου του 419, αλλά ούτε και για τον ίδιο τον κανόνα[29]. Επιπλέον, δεν είναι άσχετο και το γεγονός ότι τα βιβλία των Μακκαβαίων απουσιάζουν και από πολλά χειρόγραφα του λατινικού κειμένου, και μάλιστα αξιόλογα και αρχέτυπα[30].

22. Από την άλλη, εδώ ίσως πρέπει να λάβουμε υπόψη και ορισμένες παρατηρήσεις του W. Michaelis, οι οποίες δίνουν αφορμή για τη διατύπωση βάσιμων υποθέσεων σχετικών και με τα βιβλία των Μακκαβαίων. Αυτός λέει ότι «οι σύνοδοι της Βόρειας Αφρικής της Ιππώνος (Hippo - Regius) του 393 και της Καρθαγένης του 397 ακολούθησαν τον κανόνα της σύνοδου που συνεκλήθη στη Ρώμη το 382 επί πάπα Δαμάσου Α' (366-384), όχι χωρίς βέβαια κάποια ανεξαρτησία στη διατύπωση και κατά τα φαινόμενα όχι χωρίς αντιστάσεις, γιατί η Σύνοδος της Καρθαγένης του 419 έπρεπε να επικυρώσει για άλλη μια φορά τις προηγούμενες αποφάσεις. Ο Αυγουστίνος, ο οποίος είχε ήδη λάβει μέρος στη σύνοδο της Ιππώνος ως Πρεσβύτερος, χρησιμοποίησε όλη την επιρροή του υπέρ του ρωμαϊκού κανόνος»[31].

23. Πρώτα από όλα, αυτές οι παρατηρήσεις μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί οι κανόνες αυτών των συνόδων, τουλάχιστον της Ιππώνος του 393 και της Καρθαγένης του 397, πιθανότατα περιελάμβαναν και τα δύο βιβλία των Μακκαβαίων. Αυτό ήταν επόμενο, αφού και η σύνοδος της Ρώμης (382) και ο Αυγουστίνος τα συμπεριελάμβαναν στους κανόνες τους. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντιδράσεις των αφρικανών Επισκόπων, για τις οποίες μιλά ο W. Michaelis, δεν αποκλείεται να αναφέρονται και στη συμπερίληψη των μακκαβαϊκών βιβλίων, ίσως υπό την επίδραση και του κανόνα της Ανατολής.

24. Αν μάλιστα θέλαμε να προχωρήσουμε παραπέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η επανεξέταση του κανόνα της Αγίας Γραφής από τη Σύνοδο της Καρθαγένης του 419 και η εκ νέου επικύρωση, όπως παρατηρεί ο W. Michaelis, γι' αυτό χρειάστηκε και έγινε για να εξομαλυνθούν και αυτές οι αντιθέσεις. Και τίθεται το ερώτημα: Μήπως για να το πετύχει αυτό η Σύνοδος αναγκάστηκε να αναθεωρήσει τον κανόνα των προηγούμενων συνόδων; Μήπως δηλαδή τελικά, αντί να επικυρώσει τον κανόνα των προηγούμενων συνόδων (Ιππώνος του 393 και Καρθαγένης του 397), έκλινε υπέρ του Κανόνα, όπως αυτός περιέχεται στο ελληνικό κείμενο και αυτόν θέσπισε;

25. Υπέρ αυτής της εκδοχής συνηγορούν και τα εξής γεγονότα: Πρώτον, ότι ο Αυγουστίνος, ο οποίος έλαβε μέρος και στη Σύνοδο της Καρθαγένης του 419 ως Επίσκοπος μάλιστα[32], προς το τέλος της ζωής του, αναθεωρώντας παλιότερες απόψεις του, έκλινε μάλλον υπέρ του στενού κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή υπέρ του εβραϊκού κανόνα, σύμφωνα και με τις «μοντέρνες» τάσεις της εποχής εκείνης[33]. Άλλωστε, δεν ήταν δυνατόν να αγνοείται πλέον ο Ιερώνυμος[34], ο οποίος ακολουθούσε τη σειρά του εβραϊκού κανόνος. Δεύτερο γεγονός είναι η διαφορά, η οποία, όπως ειπώθηκε παραπάνω, παρατηρείται ανάμεσα στα διάφορα χειρόγραφα, ιδιαίτερα μεταξύ του λατινικού και του ελληνικού κειμένου, αλλά και ανάμεσα στο ίδιο το λατινικό κείμενο.

26. Αυτά μας οδηγούν αβίαστα στις εξής σκέψεις και ερωτήματα: α) Μήπως στις αποφάσεις, μήπως στα πρωτότυπα κείμενα των αποφάσεων της Καρθαγένης δεν υπήρχαν τα βιβλία των Μακκαβαίων, και γι' αυτό λείπουν και από τις ελληνικές μεταφράσεις που βασίζονται σ' αυτά; Και β) Μήπως μόνο σε μερικά χειρόγραφα του λατινικού κειμένου προστέθηκαν αργότερα από τους αντιγραφείς τα βιβλία των Μακκαβαίων, υπό την επίδραση του επικρατούντος στη Δύση παλαιότερου πνεύματος που υποστήριζε τον ευρύτερο κανόνα;[35] Σε αυτό ίσως συνέβαλε και το γεγονός ότι στη σύνοδο του 419 παρευρισκόταν και ο Αυγουστίνος, εξαιτίας του οποίου -κατά την άποψη των αντιγραφέων- θα επιβλήθηκε ο ρωμαϊκός κανόνας που αρχικά ακολουθούσε ο Αυγουστίνος.

27. Έτσι όμως το ελληνικό κείμενο του κανόνα φαίνεται πιο αυθεντικό από τα λατινικά κείμενα. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι δύσκολο να ισχυριστούμε ότι στο αρχικό κείμενο του κανόνα της Καρθαγένης περιλαμβάνονταν τα βιβλία των Μακκαβαίων. Και σε μια τέτοια περίπτωση, πώς μπορούμε να δεχθούμε οποιαδήποτε επικύρωσή τους από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο; Ή μήπως ακριβώς λόγω αυτής της σοβαρής αμφιβολίας για τη μορφή του αρχικού κειμένου, αναγκαστήκαμε να δεχθούμε ως επικυρωμένο το ελληνικό κείμενο, που προφανώς γνώριζαν οι Πατέρες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου;

28. Εμείς, μετά από αυτά, ταπεινά πιστεύουμε ότι πρέπει να δεχθούμε τον κδ΄/λβ΄ κανόνα της Καρθαγένης όπως είναι στο ελληνικό κείμενο, δηλαδή χωρίς τα βιβλία των Μακκαβαίων, για τον καθορισμό του κανόνα της Αγίας Γραφής. Ή τουλάχιστον, ως μετριοπαθέστερη λύση, μπορούμε να δεχθούμε τα δύο (τα πρώτα;)[36] βιβλία των Μακκαβαίων σε αυτόν τον κανόνα (και στον κανόνα των θείων βιβλίων της Αγίας Γραφής), αλλά με πολλές επιφυλάξεις. Εκτός κι αν αποδειχθούν ως τέτοια, από άλλες πηγές. Σίγουρα όμως για το Γ' βιβλίο των Μακκαβαίων δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμπερίληψη στον κανόνα των θεϊκών βιβλίων της Αγίας Γραφής με βάση τα δεδομένα του παρόντος κανόνα της Καρθαγένης.[37]

29. Μετά τις παραπάνω παρατηρήσεις, φτάνουμε στο τέλος του παρόντος κανόνα, όπου αναφέρεται και το εξής απόσπασμα: «Αυτό να γνωρισθεί στον αδελφό και συλλειτουργό μας Βονιφάτιο, και στους άλλους επισκόπους των ίδιων περιοχών, για επιβεβαίωση του παρόντος κανόνα», το οποίο όμως παραλείπεται από τον συγγραφέα του «Πηδαλίου». Μέσω αυτής της πρότασης προφανώς οι Πατέρες της συνόδου της Καρθαγένης ήθελαν να επιτύχουν ένα είδος επαλήθευσης, επικύρωσης και αποδοχής αυτού του κανόνα από τον πάπα της Ρώμης Βονιφάτιο Α' (418-423) και τους άλλους γειτονικούς επισκόπους.

30. Για τον λόγο αυτό πιθανώς, επειδή οι Πατέρες της συνόδου της Καρθαγένης απευθύνονταν στον πάπα της Ρώμης, ο συγγραφέας του «Πηδαλίου» δεν συμπεριέλαβε αυτό το τμήμα στο κείμενο του κανόνα. Αλλά το πιο πιθανό είναι ότι το έκανε και για τον λόγο ότι αυτός ο κανόνας είχε ήδη επικυρωθεί από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο και δεν χρειαζόταν πλέον επικύρωση από τον πάπα της Ρώμης και τους άλλους γειτονικούς επισκόπους. Επομένως, αυτό το τμήμα του κανόνος δεν είχε πλέον πρακτική κανονική σημασία για τον συγγραφέα του «Πηδαλίου». Ήταν περιττό κατά την άποψή του. Επιπλέον, ο συγγραφέας του «Πηδαλίου» προβαίνει και σε άλλες περικοπές ή τροποποιήσεις των κειμένων της συνόδου της Καρθαγένης, τα οποία δεν θεωρεί, όπως φαίνεται, κανόνες, και για τα οποία έχει μάλλον δίκιο, γιατί πρέπει να καταλαμβάνουν τη θέση «πρακτικών» ή άλλων εγγράφων της συνόδου.[38]

31. Αν όμως αυτό το τμήμα του κανόνα δεν έχει άμεση πρακτική - κανονική σπουδαιότητα, έχει ίσως ιστορική αξία. Σίγουρα μας δίνει αφορμή για ορισμένες υποθέσεις και ερωτήματα που σχετίζονται με όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τη μορφή του κειμένου και την επικύρωσή του. Έτσι τίθεται το ερώτημα: Μήπως το γεγονός ότι οι Πατέρες της Συνόδου της Καρθαγένης (του 419) ζητούν την επιβεβαίωση του Βονιφατίου και των άλλων γειτονικών επισκόπων, δείχνει ότι ο δικός τους κανόνας δεν ήταν απλή επικύρωση των κανόνων των συνόδων της Ιππώνος (393) και της Καρθαγένης (397), αλλά κάτι περισσότερο, ίσως και μια αναθεώρησή τους;

32. Αυτή την υπόθεση, την ενισχύει αναμφίβολα και η τελική πρόταση του κανόνα, που λέει: «Επειδή από τους Πατέρες στην Εκκλησία αυτά ως αναγνωστέα τα παρελάβαμε». Εδώ προκύπτει το εξής ερώτημα: Γιατί τοποθετήθηκε αυτή η πρόταση; Μήπως υπονοείται μια αντιπαράθεση αυτού του κανόνα (που δημιουργήθηκε με βάση την παράδοση των Πατέρων) έναντι εκείνων των κανόνων των συνόδων της Ιππώνος και της Καρθαγένης, που θεσπίστηκαν με βάση τον ρωμαϊκό κανόνα; Αν συμβαίνει αυτό, αποτελεί έναν ακόμη λόγο που ενισχύει την ήδη διατυπωμένη άποψη ότι το αρχικό κείμενο δεν περιελάμβανε τα βιβλία των Μακκαβαίων.

33. Επίσης, από αυτό το τελικό τμήμα του κανόνα διαπιστώνουμε ότι και οι Πατέρες της Συνόδου της Καρθαγένης (θέλουν να) ακολουθούν την πάγια αρχή που επικρατεί στην Εκκλησία: παραδίδουν και ορίζουν ό,τι κι αυτοί παρέλαβαν από τους προγενέστερους αγίους Πατέρες.

34. Στο ερώτημα ποιους Πατέρες υπονοεί, δεν μπορούμε να δώσουμε συγκεκριμένη απάντηση (ονομαστικό κατάλογο). Ίσως και από τους Πατέρες που πριν από αυτούς σε σύνοδο (π.χ. στη Λαοδίκεια) όρισαν κάτι για τον Κανόνα της Αγίας Γραφής, ίσως όμως και από τους Πατέρες που ατομικά έγραψαν κάτι για τον Κανόνα της Αγίας Γραφής. Σίγουρα όμως όχι μόνο από τους Πατέρες των συνόδων της Ιππώνος και της Καρθαγένης, γιατί λέει γενικά «από τους Πατέρες στην Εκκλησία» και όχι «από τους προηγούμενους Πατέρες» ή «στην Εκκλησία τής εποχής μας».

35. Ίσως κάποιος να αναρωτηθεί γιατί ο κανόνας λέει ότι αυτά τα βιβλία τα παρέλαβαν ως «αναγνωστέα» (=ότι πρέπει να διαβάζονται), ενώ άλλοι κανόνες, και συγκεκριμένα ο προηγούμενος ξ΄ της Λαοδικείας, που αναφέρει ποια βιβλία πρέπει να διαβάζονται («τα οποία πρέπει να αναγινώσκονται»), δεν ορίζει τα ίδια με αυτά του παρόντος κανόνα, αλλά λιγότερα[39]. Αυτό δεν αποτελεί μια αντίφαση μεταξύ των κανόνων; Η απάντηση είναι αρνητική. Αν ερευνήσουμε ιστορικά τα πράγματα και δώσουμε προσοχή στη διατύπωση των κανόνων, θα πειστούμε για την ορθότητα της απάντησης. Ο παρών κδ΄ κανόνας της Καρθαγένης λέει ποια βιβλία παρέλαβαν («παρελάβομεν») οι Πατέρες της το 419. Δεν είναι όμως καθόλου παράξενο ο ξ΄ κανόνας της Λαοδικείας, που γράφτηκε νωρίτερα (το 360 μ.Χ.), να περιλαμβάνει λιγότερα βιβλία. Είναι δηλαδή δυνατόν στο μεταξύ να προστέθηκαν και άλλα, που δέχεται ο κανόνας της Καρθαγένης.

36. Αυτή τη δυνατότητα δεν την αποκλείει και η διατύπωση τού ξ΄ κανόνα της Λαοδικείας, όπως το έχουμε ήδη αναφέρει. Για το θέμα μας βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε το γεγονός ότι ο ξ΄ κανόνας της Λαοδικείας μιλά μάλλον αόριστα και μετριοπαθώς, λέγοντας: «Όσα (βιβλία) πρέπει να αναγινώσκονται». Έτσι, αναφερόμενος στη στιγμή της σύνταξης του κανόνα, και επειδή δεν τον κλείνει, δεν αποκλείει τη δυνατότητα να προστεθούν αργότερα και άλλα βιβλία (συγκρίνετε και την παρατήρηση 3 και εξής). Επομένως, ο εν λόγω κανόνας δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τον ξ΄ κανόνα της Λαοδικείας.

37. Επίσης πρέπει να παρατηρηθεί ότι και αυτός ο κανόνας συνδέει στενά τον χαρακτηρισμό «θεία» και «κανονικά» βιβλία με τον χαρακτηρισμό «αναγνωστέα» («δει αναγινώσκεσθαι») στην Εκκλησία. Και ταυτόχρονα, μόνο τα βιβλία που αναφέρει ορίζει να διαβάζονται στην Εκκλησία, τίποτα άλλο. Και αυτή η κατακλείδα του κανόνα, όπως και η έκφραση στην αρχή του κανόνα, για την οποία είπαμε παραπάνω (4) όσα χρειάζονται, ορίζει και περιορίζει, «κλείνει»[40] τον κανόνα της Αγίας Γραφής.

38. Για το λόγο αυτό και για την επίτευξη της επιδιωκόμενης στην επιστήμη ακρίβειας, προς αποφυγή και των ανεπιθύμητων συγχύσεων, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι δεν έχει δίκιο ο Ζωναράς, όταν λέει, ερμηνεύοντας τον παρόντα κανόνα: «Για το ποια βιβλία πρέπει να διαβάζονται στην Εκκλησία, ορίζει ο τελευταίος των Αποστολικών κανόνων, και ο νθ΄ κανόνας της συνόδου της Λαοδικείας, και ο μέγας Αθανάσιος απαριθμεί ποια βιβλία πρέπει να διαβάζονται, και ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος, και ο άγιος Αμφιλόχιος»[41]. Και δεν έχει δίκιο, γιατί κάθε ένας από τους παραπάνω κανόνες, όπως είδαμε ή όπως θα δούμε, μιλάει διαφορετικά. Δεν επαναλαμβάνουν τα ίδια, και επομένως δεν είναι δυνατόν να ληφθούν και να παρατεθούν χωρίς διάκριση όλοι μαζί.

39. Ευτυχώς, ο Βαλσαμών, που όπως γνωρίζουμε συχνά ακολουθεί τον Ζωναρά στις ερμηνείες του, στην προκειμένη περίπτωση αποφεύγει επιδέξια αυτό το γλωσσικό ολίσθημα (lapsus linguae) και αντί του καθοριστικού ρήματος «διαλαμβάνει», χρησιμοποιεί το ουδέτερο και ανώδυνο ρήμα «ζήτει», λέγοντας: «Για το ποια βιβλία πρέπει να διαβάζονται στην Εκκλησία, ζήτα τον ξ΄ και πε΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων, τον ξ΄ κανόνα της συνόδου της Λαοδικείας...» και τους άλλους[42].

40. Ακολουθώντας λοιπόν την προτροπή του πατριάρχη Βαλσαμώνα, ας «ζητήσουμε», ας ερευνήσουμε και ας μελετήσουμε και εμείς και τους υπόλοιπους κανόνες των Αγίων Πατέρων, παρά το γεγονός ότι με τον παρόντα κανόνα κλείνει ο κανόνας της Αγίας Γραφής. Αυτό οφείλουμε να το κάνουμε και για τον εξής λόγο[43], εκτός από τον προηγούμενο: Για να διευκρινίσουμε ορισμένες εκφράσεις των προηγούμενων κανόνων και για να διαφωτίσουμε επιπλέον ορισμένα σημεία του θέματος του κανόνα της Αγίας Γραφής, ώστε να απομακρυνθούν και οι τυχόν υπόλοιπες σχετικές επιφυλάξεις που απομένουν και να διαπιστωθεί, όσο εξαρτάται από εμάς, και η συμφωνία των Ιερών Κανόνων.

 

4. Τελικό συμπέρασμα του κδ'/λβ' κανόνα Καρθαγένης

Κανονικά - Θεία - Αναγνωστέα:

Παλαιά Διαθήκη

Γένεσις

Έξοδος

Λευϊτικόν

Αριθμοί

Δευτερονόμιον

Ιησούς Ναυή

Κριταί

Ρουθ

Α' Βασιλειών

Β΄ »

Γ' »

Δ' »

Α' Παραλειπομένων

Β΄ ))

Ιώβ

Ψαλτήριον

Σολομώντος βίβλοι πέντε:

[Παροιμίαι

Εκκλησιαστής

Άσμα Ασμάτων

Σοφία Σολομώντος

;]

Προφητών βίβλοι δώδεκα:

[Ωσηέ

Αμώς

Μιχαίας

Ιωήλ

Οβδιού

Ιωνάς

Ναούμ

Αββακούμ

Σοφονίας

Άγγαίος

Ζαχαρίας

Μαλαχίας]

Ησαΐας

Ιερεμίας

Ιεζεκιήλ

Δανιήλ

Τωβίας

Ιουδήθ

Εσθήρ

Α' Έσδρα

Β΄ » - [Νεεμίας]

(Μακκαβαίων Α' Β΄· Λατινικό Κείμενο);

 

Καινή Διαθήκη

Κατά Ματθαίον

Κατά Μάρκον

Κατά Λουκάν

Κατά Ιωάννην

Πράξεις των Αποστόλων

Παύλου επιστολαί δεκατέσσαρες:

[Προς Ρωμαίους

Α' Κορινθίους

Β΄ »

Γαλατάς

Εφεσίους

Φιλιππησίους

Κολοσσαείς

Α' Θεσσαλονικείς

Β΄ »

Α' Τιμόθεον

Β΄ »

Τίτον

Φιλήμονα

Εβραίους]

Α΄ Πέτρου

Β΄ »

Α΄ Ιωάννου

Β΄ »

Γ΄ »

Ιακώβου

Ιούδα

Αποκάλυψις Ιωάννου.

 

Σημειώσεις


1. Σύγκρινε και Μητροπολίτη Σουηδίας Παύλου, "Η εν Καρθαγένη Σύνοδος το 419", στο «Aksum Thyateira», Αφιέρωμα στον Αρχιεπίσκοπο Μεθόδιο, Λονδίνο 1985, σελ. 257 και ειδική υποσημείωση 2.

2. Ράλλη - Ποτλή, τόμος Γ', σελ. 368-369.

3. ή "τουτέστι:"

4. Ράλλη - Ποτλή, τόμος Γ', σελ. 459.

5. «Πηδάλιον», σελ. 496.

6. «Πηδάλιον», σελ. 112.

7. «Πηδάλιον», σελ. 114.

8. Δες την προηγούμενη παράγραφο.

9. Και στο λατινικό κείμενο υπάρχει η προσδιοριστική φράση «Sunt autem canonicae scripturae, id est, Genesis...», η οποία έχει μεταφερθεί και σε κάποια ελληνικά χειρόγραφα κατά λέξη ως: «Είναι δε αι κανονικαί γραφαί, τουτέστι, Γένεσις...» (βλ. Mansi 3, 723-724B και P. P. Joannou, Discipline, τόμος 1, 2, σελ. 239).

10. Σε ελάχιστα ελληνικά χειρόγραφα αναφέρονται «βίβλοι τρεις». Σύγκρινε Ρ. P. Joannou, Discipline, τόμος 1, 2, σελ. 239.

11. Ο συγγραφέας του «Πηδαλίου» (σελ. 480) μόνο (σύγκρινε Ράλλη - Ποτλή, Τόμος Γ', σελ. 368, υποσημείωση 1) αντικαθιστά το «πέντε» με το «δ» (=τέσσερα).

12. Σε αυτό το βιβλίο «εμφανίζεται να μιλάει ο Σολομώντας (Σοφία Σολομώντος ζ' 1 και εξής, η' 10 και εξής, θ' 7 και εξής)», γι' αυτό και «η επικρατούσα άποψη στην αρχαία Εκκλησία και κατά τους μέσους χρόνους, ακόμα και μεταξύ των Ιουδαίων λογίων, ήταν ότι ο Σολομώντας είναι ο συγγραφέας του» (Παν. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή, σελ. 346).

13. Ίσως ως ένα βιβλίο να υπολογίζει και τα πέντε τελευταία κεφάλαια των Παροιμιών, τα οποία φέρουν ως τίτλο το χωρίο: «Αύται αι παιδείαι (=παροιμίες) Σαλωμώντος, αι αδιάκριτοι (= ασύλλεκτες ή ανάμεικτες), άς εξεγράψαντο οι φίλοι Εζεκίου τού βασιλέως της Ιουδαίας» (Παροιμίες 25, 1). Σύγκρινε Παν. Μπρατσιώτη, Εισαγωγή, σελ. 314. Είναι δηλαδή «οι παροιμίες που δεν είχαν συλλεγεί μέχρι εκείνη την ημέρα», τις οποίες συγκέντρωσαν για πρώτη φορά οι φίλοι του Εζεκία «και συνέταξαν μια άλλη συλλογή, την οποία πρόσθεσαν στην παλιά» (Στ. Σάκκου, Ο κατάλογος του Muratori, σελ. 42).

14. Σύγκρινε Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 257, υποσημείωση 1 και Παν. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή, σελ. 353. Ο συγγραφέας του «Πηδαλίου» λέει ότι «βρίσκεται και στον λόγο για την προσευχή του Αγίου Χρυσοστόμου το όνομα του Σολομώντα, σε ένα ρητό που ανήκει στον Σοφό Σειράχ (ιθ' 30)» («Πηδάλιον», σελ. 114, υποσημείωση).

15. Αντίθετα, αυτό το βιβλίο (Ο τίτλος και το χωρίο 50, 27) μαρτυρεί ότι συγγραφέας του είναι «Ιησούς γιος του Σειράχ». Σύγκρινε Αθανασίου Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 468.

16. Αυτό το χωρίο Σοφία Σειράχ 50, 27 αποκλείει μια τέτοια εκδοχή, επειδή λέει: «Παιδείαν συνέσεως και επιστήμης εχάραξα εν τω βιβλίω τούτω, Ιησούς υιός Σειράχ Ιεροσολυμίτης, ος ανώμβρησε σοφίαν από καρδίας αυτού» («Διδασκαλία σοφίας και γνώσης έγραψα σε αυτό το βιβλίο, εγώ Ιησούς γιος του Σειράχ από την Ιερουσαλήμ, που ανέδυσα σοφία από την καρδιά μου»).

17. Τα ίδια ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση που κάποιος θα ισχυριζόταν ότι εννοεί τις «Ωδές του Σολομώντα» ή κάποιο άλλο απόκρυφο βιβλίο με το όνομά του.

18. W. Michaelis, Einleitung, σελ. 341-342.

19. W. Michaelis, Einleitung, σελ. 342.

20. Σύγκρινε κανόνας ξ΄ Λαοδικείας και Μεγάλου Αθανασίου.

21. Σύγκρινε Mansi 3, 723-724BC και P. - P. Joannou, Discipline, τόμος 1, 2, σελ. 240.

22. Και πρέπει να σημειωθεί ότι υπήρχε η μετάφραση του ελληνικού κειμένου ήδη πριν συγκληθεί η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος. Ο Th. Zahn (Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 251, υποσημείωση 1) τοποθετεί αυτή τη μετάφραση γύρω στο 600 μ.Χ. και σε κάθε περίπτωση την θεωρεί παλαιότερη από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο εν Τρούλλω (691-692 μ.Χ.). Σύγκρινε και Μητροπολίτη Σουηδίας Παύλου, Η εν Καρθαγένη Σύνοδος, σελ. 257.

23. Σύγκρινε λβ΄ κανόνας της Πενθέκτης: «Και οι εν Καρθαγένη συναχθέντες όσιοι πατέρες, ούτω ρητώς επεμνήσθησαν» (Ράλλη - Ποτλή, τόμος Β', σελ. 374).

24. Σύγκρινε και «Πηδάλιον», σελ. 221, υποσημείωση 1. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διορθώσεις των κανόνων της Καρθαγένης από την Πενθέκτη (σύγκρινε εκεί). Τέτοιες διορθώσεις καθώς και κάποιες άλλες προϋποθέσεις θα θέλαμε, αν θέλει ο Θεός, να συμπεριλάβουμε σε μια μελλοντική έκδοση των θείων και ιερών κανόνων, ώστε να έχουμε μια πληρέστερη έκδοσή τους.

25. Αυτό ενισχύεται επιπλέον από το γεγονός ότι ήδη από τους πρώτους αιώνες και οι ίδιοι οι Επίσκοποι της Αφρικής (και τής Συνόδου της Καρθαγένης) ιδιαίτερη βαρύτητα και αυθεντικότητα απέδιδαν στα ελληνικά διατυπωμένα κείμενα των Ιερών Κανόνων. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η επιστολή των ανωτέρω Επισκόπων προς τον πάπα της Ρώμης Βονιφάτιο, όπου λέγεται: «Όμως, επειδή ενταύθα εις ουδέν βιβλίον Γραικόν ταύτα ευρείν ηδυνήθημεν, εκ των ανατολικών Εκκλησιών, ένθα λέγονται τα αυτά ψηφίσματα δύνασθαι τα αυθεντικά έτι μην ευρεθήναι, ημίν προσενεχθήναι ταύτα μάλλον ποθούμεν. Διό και την σην σεβασμιότητα δυσωπούμεν, ίνα γράψαι και αυτός έτι μην καταξιώσεις προς τους εκείνων των μερών Ιερείς, τουτέστι της εν Αντιοχεία Εκκλησίας, και της Αλεξανδρέων, και της εν Κωνσταντινουπόλει, και άλλοις δε, εάν παραστή τη ση αγιωσύνη, όπως εκείθεν προς ημάς οι εν Νικαία παρά των Αγίων Πατέρων ορισθέντες έλθωσι κανόνες, σού κατ' εξαίρετον την ευεργεσίαν ταύτην πάσαις ταις δυτικαίς Εκκλησίαις τη του Κυρίου βοήθεια συνεισάγοντος. Τις γαρ αμφιβάλλει τα ίσα αληθέστατα είναι εν Γραικοίς της εν Νικαία συναθροισθείσης συνόδου, άτινα από ούτω διαφόρων τόπων και επισήμων Γραικών Εκκλησιών προσενεχθέντα και συγκριθέντα ομονοούσιν;» («Όμως, επειδή εδώ σε κανένα ελληνικό βιβλίο δεν μπορέσαμε να τα βρούμε αυτά, ποθούμε περισσότερο να μας προσφερθούν από τις ανατολικές Εκκλησίες, όπου λέγεται ότι τα ίδια ψηφίσματα μπορούν ακόμα να βρεθούν αυθεντικά. Γι’ αυτό και παρακαλούμε τη σεβασμιότητά σου, να αξιώσεις να γράψεις και εσύ προς τους ιερείς εκείνων των τόπων, δηλαδή της Εκκλησίας της Αντιόχειας, της Αλεξανδρείας, της Κωνσταντινούπολης, και σε άλλους, αν φανεί χρήσιμο στην αγιότητά σου, ώστε να μας αποσταλούν από εκεί οι κανόνες που ορίστηκαν από τους Αγίους Πατέρες στη Νίκαια. Με αυτή σου την εξαιρετική ευεργεσία, με τη βοήθεια του Κυρίου, θα συμβάλεις στην εισαγωγή τους σε όλες τις δυτικές Εκκλησίες. Γιατί ποιος μπορεί να αμφιβάλλει ότι τα ίδια είναι τα πιο αληθινά στα ελληνικά, αφού προέρχονται από τη σύνοδο που συγκλήθηκε στη Νίκαια, και αφού προσφέρθηκαν από τόσο διαφορετικούς τόπους και επιφανείς ελληνικές Εκκλησίες και συγκρίθηκαν με ομοφωνία;»). (Ράλλη - Ποτλή, τόμος Γ', σελ. 612).

26. Σύγκρινε Μητροπολίτη Σουηδίας Παύλο, Η εν Καρθαγένη Σύνοδος, σελ. 258.

27. Βασ. Βέλλα, Κριτική της Βίβλου, σελ. 9.

28. Πράγμα που και έγινε. Σύγκρινε «Πηδάλιον», σελ. 221, υποσημείωση 1.

29. Σύγκρινε Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 249: «Auch die Acten des karthagischen Concils von 419 geben nicht die erwünschte Sicherheit» («Ούτε τα πρακτικά της συνόδου της Καρθαγένης του 419 δεν δίνουν την επιθυμητή βεβαιότητα»).

30. Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 252, υποσημείωση 2. Σύγκρινε και Mansi 3, 723-724, υποσημείωση 8.

31. W. Michaelis, Einleitung, σελ. 340-341.

32. Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 250.

33. Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 254, υποσημείωση (τέλος), 256, υποσημείωση και 257-258, υποσημείωση.

34. Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 256, υποσημείωση.

35. Σύγκρινε Th. Zahn, Geschichte, τόμος 2, 1, σελ. 254, υποσημείωση, 256, υποσημείωση και 257-258, υποσημείωση.

36. Τα δύο πρώτα (Α' και Β') ή τα δύο δεύτερα (Β' και Γ'), ή το Α' και Γ'; Εμείς προτείνουμε τα δύο πρώτα, επειδή το Γ' Μακκαβαίων «καταχρηστικά» ονομάζεται έτσι λόγω κάποιας ομοιότητας του περιεχομένου του με αυτό των δύο πρώτων Μακκαβαίων (Παν. Μπρατσιώτου, Εισαγωγή, σελ. 260-261). Σύγκρινε και Αθ. Χαστούπη, Εισαγωγή, σελ. 447. Άλλωστε «τα περιεχόμενα του Γ' Μακκαβαίων ως επί το πλείστον δεν είναι ιστορικά και ψυχολογικά πιθανά» (εκεί, σελ. 448). Και αυτή πάντως η σχετική αβεβαιότητα ή επιφύλαξη σχετικά με την επιλογή των δύο από τα τρία βιβλία των Μακκαβαίων δεν ενισχύει την άποψη για τη συμπερίληψη αυτών των βιβλίων στον κανόνα των θείων βιβλίων της Αγίας Γραφής. Μιλάμε για τρία βιβλία των Μακκαβαίων, επειδή τόσα μας παραδίδει ο πε΄ Αποστολικός Κανόνας.

37. Βέβαια, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για το Δ' Μακκαβαίων, το οποίο ούτε στα «άγια και σεβάσμια» του πε΄ Αποστολικού Κανόνος περιλαμβάνεται.

38. Αλλά και γι' αυτά θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα σε μια μελλοντική έκδοση των κανόνων της Εκκλησίας.

39. Για παράδειγμα λείπει η Αποκάλυψη του Ιωάννη.

40. Και το λατινικό κείμενο έχει την προσδιοριστική και περιοριστική έκφραση: «Quia a patribus ista accepimus in Ecclesia legenda» («Διότι τα παραλάβαμε από τους Πατέρες για να αναγιγνώσκονται στην Εκκλησία») (Mansi 3, 723 C και P. P. Joannou, Discipline, τόμος 1, 2, σελ. 240).

41. Ράλλη - Ποτλή, τόμος Γ', σελ. 369.

42. Ράλλη - Ποτλή, τόμος Γ', σελ. 369.

43. Εξάλλου και ο Κύριος λέει: «Ζητείτε και θα βρείτε... γιατί όποιος... ζητά βρίσκει» (Ματθαίος 7, 7-8).

Δημιουργία αρχείου: 2-4-2025.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-4-2025.

ΕΠΑΝΩ