Την
επιστολή αυτή, έστειλε ο Μεγ.
Αθανάσιος ως πατριάρχης
Αλεξανδρείας το έτος 367.
Στην επιστολή αυτή ο Μεγ.
Αθανάσιος εκτός της ημέρας
εορτασμού του Πάσχα κάνει λόγο
και περί του κανόνος των
βιβλίων της Αγ. Γραφής. Και η
επιστολή – κανών αυτή,
εντάσσεται στον αγώνα του
Αθανασίου υπέρ της Ορθοδόξου
πίστεως και εναντίον των
αιρετικών. Τον κανόνα αυτόν, ο
οποίος επεκυρώθη υπό της
Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου (β΄
καν.), τον παρέλαβε η Εκκλησία
στην συλλογή των Ιερών κανόνων
της και τον περιέβαλε ιδιάζον
κύρος.
Κείμενο1 |
Μετάφραση |
Αλλ’
επειδή περί μεν των
αιρετικών εμνήσθημεν, ως
νεκρών, περί δε ημών, ως
εχόντων προς σωτηρίαν τας
θείας Γραφάς, και φοβούμαι
μήπως, ως έγραψε
Κορινθίοις Παύλος, τινές2
των ακεραίων από της
απλότητος και της
αγνότητος πλανηθώσιν από
της πανουργίας των
ανθρώπων, και λοιπόν
εντυγχάνειν ετέροις
άρξωνται, τοις λεγομένοις
αποκρύφοις, απατώμενοι τη
ομωνυμία των αληθών
βιβλίων, παρακαλώ
ανέχεσθαι, ει περί ών
επίστασθε, περί τούτων
καγώ μνημονεύων γράφω, διά
τε την ανάγκην και το
χρήσιμον της εκκλησίας. Μέλλων
δε τούτων μνημονεύειν,
χρήσομαι προς σύστασιν της
εμαυτού τόλμης, τω τύπω του
Ευαγγελιστού Λουκά, λέγων
και αυτός. Επειδή περ τινές
επεχείρησαν ανατάξασθαι
εαυτοίς τα λεγόμενα
απόκρυφα, και επιμίξαι
ταύτα τη θεοπνεύστω Γραφή,
περί ής επληροφορήθημεν,
καθώς παρέδωσαν τοις
Πατράσιν οι απ’ αρχής
αυτόπται και υπηρέται
γενόμενοι του λόγου, έδοξε
καμοί προτραπέντι παρά
γνησίων αδελφών, και
μαθόντι άνωθεν, εξής
εκθέσαι τα κανονιζόμενα
και παραδοθέντα,
πιστευθέντα τα θεία είναι
βιβλία, ίνα έκαστος, ει μέν
ηπατήθη, καταγνώ των
πλανησάντων, ο δε καθαρός
διαμείνας, χαίρη πάλιν
υπομιμνησκόμενος.
Έστι τοίνυν της
μεν Παλαιάς Διαθήκης
βιβλία τω αριθμώ τα πάντα
εικοσιδύο. τοσαύτα γαρ, ως
ήκουσα, και τα στοιχεία τα
παρ’ Εβραίοις είναι
παραδέδοται, τη δε τάξει
και τω ονόματι έστιν
έκαστον ούτω.
Πρώτη Γένεσις.
Είτα Έξοδος. είτα
Λευϊτικόν. και μετά τούτο
Αριθμοί. και λοιπόν, το
Δευτερονόμιον. εξής δε
τούτοις εστίν Ιησούς ο του
Ναυή. και Κριταί. και μετά
τούτο Ρούθ. και αύθις εξής,
Βασιλειών βιβλία τέσσαρα.
και τούτων το μεν πρώτον
και δεύτερον εις έν
βιβλίον αριθμείται. το δε
τρίτον και τέταρτον ομοίως
εις έν. μετά δε ταύτα,
Παραλειπομένων πρώτον και
δεύτερον, ομοίως εις έν
βιβλίον πάλιν αριθμούμενα.
είτα Έσδρα πρώτον και
δεύτερον, ομοίως εις έν.
μετά δε ταύτα βίβλος
Ψαλμών, και εξής
Παροιμοίαι. είτα
Εκκλησιαστής, και Άσμα
ασμάτων. προς τούτοις έστι
και Ιώβ. και λοιπόν
Προφήται, οι μέν δώδεκα εις
έν βιβλίον αριθμούμενοι.
είτα Ησαΐας, Ιερεμίας, και
συν αυτώ Βαρούχ. Θρήνοι,
και επιστολή, και μετ’
αυτούς Ιεζεκιήλ, και
Δανιήλ.
Άχρι τούτων τα
της Παλαιάς Διαθήκης
ίσταται. Τα δε της Καινής
πάλιν ουκ οκνητέον ειπείν.
έστι δε ταύτα. Ευαγγέλια
τέσσαρα, κατά Ματθαίον,
κατά Μάρκον, κατά Λουκάν,
και κατά Ιωάννην. είτα μετά
ταύτα Πράξεις Αποστόλων,
και επιστολαί καθολικαί
καλούμεναι των Αποστλων
επτά, ούτως. Ιακώβου μεν
μία, Πέτρου δε δύο, είτα
Ιωάννου τρείς, και μετά
ταύτας Ιούδα μία. προς
τούτοις Παύλου Αποστόλου
εισίν επιστολαί
δεκατέσσαρες, τη τάξει
γραφόμεναι ούτω. Πρώτη
προς Ρωμαίους, είτα προς
Κορινθίους δύο, και μετά
ταύτας προς Γαλάτας, και
εξής προς Εφεσίους, είτα
προς Φιλιππησίους, και
προς Κολοσσαείς, και3
προς Θεσσαλονικείς δύο,
και η προς Εβραίους. και
εξής4 προς μεν
Τιμόθεον δύο, προς δε Τίτον
μία, και τελευταία η προς
Φιλήμονα μία. και πάλιν
Ιωάννου Αποκάλυψις.
Ταύτα πηγαί του
σωτηρίου, ώστε τον διψώντα,
εμφορείσθαι των εν τούτοις
λογίων. εν τούτοις μόνοις
το της ευσεβείας
διδασκαλείον
ευαγγελίζεται. μηδείς
τούτοις επιβαλλέτω, μηδέ
τούτων αφαιρείσθω τι. Περί
δε τούτων ο Κύριος
Σαδδουκαίους εδυσώπει,
λέγων. Πλανάσθε μή ειδότες
τας Γραφάς, μηδέ τας
δυνάμεις5 αυτών. τοις
δε Ιουδαίοις παρήνει.
Ερευνάτε τας Γραφάς, ότι
αυταί εισίν αι μαρτυρούσαι
περί εμού.
Αλλ’ ένεκα γε
πλείονος ακριβείας
προστίθημι και τούτο
γράφων αναγκαίως, ως6
έστι και έτερα βιβλία
τούτων έξωθεν, ου
κανονιζόμενα μεν,
τετυπωμένα δε παρά των
Πατέρων αναγινώσκεσθαι
τοις άρτι προσερχομένοις
και βουλομένοις
κατηχείσθαι τον της
ευσεβείας λόγον. Σοφία
Σολομώντος. Σοφία Σειράχ,
και Εσθήρ, και Ιουδήθ, και
Τωβίας, και Διδαχή
καλουμένη των Αποστόλων,
και ο Ποιμήν.
Και όμως,
αγαπητοί, κακείνων
κανονιζομένων, και τούτων
αναγινωσκομένων, ουδαμού
των αποκρύφων μνήμη. αλλά
αιρετικών εστιν επίνοια,
γραφόντων μεν ότε θέλουσιν
αυτά, χαριζομένων δε και
προστιθέντων αυτοίς
χρόνους, ίνα ως παλαιά
προφέροντες, πρόφασιν
έχωσι απατάν εκ τούτων
τους ακεραίους.
__________
1. Ρ ά λ λ η – Π ο
τ λ ή , τόμ. Δ΄, σελ. 78-70.
2. Ή, ολίγοι.
3. μετά ταύτα
4. Ή, ευθύς.
5. Ή, την
δύναμιν.
6. Ή, ως ότι.
|
Αλλ’
επειδή εκάναμεν μνείαν
(λόγον) δια μεν τους
αιρετικούς ωσάν νεκρούς,
δι’ ημάς δε ως έχοντας
προς σωτηρίαν τας θείας
Γραφάς, και (επειδή)
φοβούμαι μήπως, όπως
έγραψεν εις τους
Κορινθίους ο Παύλος,
μερικοί από τους ακεραίους
ένεκα της απλότητος και
της αγνότητός (των)
πλανηθούν από την
πανουργίαν των ανθρώπων
και αρχίσουν εις το εξής να
καταφεύγουν (να μελετούν)
άλλα (βιβλία), τα λεγόμενα
απόκρυφα, εξαπατώμενοι από
την ομωνυμίαν με τα
αληθινά (γνήσια) βιβλία,
παρακαλώ να δείξετε
ανοχήν, εάν δι’ εκείνα τα
οποία γνωρίζετε καλά, δι’
αυτά και εγώ κάμνω λόγον
εγγράφως και ένεκα της
ανάγκης και προς όφελος
της Εκκλησίας. Προκειμένου
δε να αναφέρω αυτά, θα
χρησιμοποιήσω προς
παρουσίασιν της ιδικής μου
τόλμης τον τύπον του
Ευαγγελιστού Λουκά, λέγων
και εγώ ο ίδιος: Επειδή
ακριβώς μερικιοί
επριχείρησαν να
(συντάξουν) ανακατατάξουν
δια τους εαυτούς των τα
λεγόμενα απόκρυφα (βιβλία)
και να αναμείξουν αυτά με
την θεόπνευστο Γραφήν, δια
την οποίαν (ελάβομεν)
έχομεν πληροφορίας, όπως
ακριβώς παρέδωσαν εις τους
Πατέρας (της Εκκλησίας)
εκείνοι, οι οποίοι εξ αρχής
έγιναν αυτόπται και
υπηρέται του λόγου, εφάνη
καλόν και εις εμέ, αφού με
προέτρεψαν γνήσιοι
αδελφοί, και αφού έμαθα από
τους ως άνω, να εκθέσω
κατωτέρω τα κανονιζόμενα
και παραδοθέντα (βιβλία),
τα οποία (επίσης) και
επιστεύθη, ότι είναι θεία
βιβλία, ούτως ώστε κάθε
ένας, (έκαστος), εάν μεν
ηπατήθη, να γνωρίση καλώς
εκείνους, οι οποίοι τον
παρεπλάνησαν, εκείνος δε ο
οποίος παρέμεινε καθαρός
(και δεν παρεπλανήθη) να
χαίρη πάλιν με το να του τα
υπενθυμίζωμεν.
Υπάρχουν, λοιπόν, της μεν
Παλαιάς Διαθήκης κατά τον
αριθμόν όλα όλα εικοσιδύο
βιβλία. Τόσα δε, όπως
ήκουσα, είναι κατά την
παράδοσιν και τα στοιχεία,
τα υπάρχοντα εις τους
Εβραίους, κατά δε την τάξιν
(σειράν) και το όνομα (τον
τίτλον) έχουν ως εξής:
Πρώτη η Γένεσις. έπειτα η
Έξοδος. κατόπιν το
Λευϊτικόν και μετά απ’
αυτό οι Αριθμοί. και κατ’
ακολουθίαν το
Δευτερονόμιον. μετά δε από
αυτά είναι ο Ιησούς του
Ναυή. και οι Κριταί. και
μετά τούτο η Ρούθ. και
πάλιν αμέσως, τέσσαρα
βιβλία των Βασιλειών. και
τούτων το μεν πρώτον και το
δεύτερον αριθμούνται εις
έν βιβλίον. το δε τρίτον
και τέταρτον ομοίως
(υπολογίζονται) ως έν
(βιβλίον). μετά δε απ’ αυτά,
των Παραλειπομένων πρώτον
και δεύτερον, ομοίως ως έν
βιβλίον πάλιν
υπολογιζόμενα. έπειτα του
Έσδρα πρώτον και δεύτερον,
ομοίως εις έν. μετά δε απ’
αυτά το βιβλίον των Ψαλμών,
και ακολούθως αι
Παροιμίαι. έπειτα ο
Εκκλησιαστής, και το Άσμα
ασμάτων. εκτός απ’ αυτά
είναι και ο Ιώβ. και
ακολούθως οι Προφήται, οι
μεν δώδεκα εις έν βιβλίον
υπολογιζόμενοι. έπειτα ο
Ησαΐας, ο Ιερεμίας, και
μαζί μ’ αυτόν ο Βαρούχ, οι
Θρήνοι, και η Επιστολή, και
μετά απ’ αυτούς ο
Ιεζεκιήλ, και ο Δανιήλ.
Μέχρις αυτά «στέκονται»
(φθανουν) τα (θεόπνευστα
βιβλία) της Παλαιάς
Διαθήκης.
Τα (βιβλία) δε της Καινής
(Διαθήκης) πάλιν δεν πρέπει
να διστάσω (παραμελήσω) να
ονομάσω. Είναι δε αυτά. τα
τέσσαρα Ευαγγέλια, το κατά
Ματθαίον, το κατά Μάρκον,
το κατά Λουκάν και το κατά
Ιωάννην. εν συνεχεία μετά
από αυτά, αι Πράξεις των
Αποστόλων, και αι επτά
καλούμεναι καθολικαί
επιστολαί των Αποστόλων,
ως εξής (υπολογιζόμεναι).
Ιακώβου μεν μία, του Πέτρου
δε δύο, έπειτα τρείς του
Ιωάννου, και μετά από αυτάς
μία του Ιούδα. εκτός τούτων
είναι δεκατέσσαρες
επιστολαί του Αποστόλου
Παύλου, αι οποίαι
(καταγράφονται)
επιγράφονται κατά σειράν
ώς εξής. Πρώτη προς
Ρωμαίους, έπειτα προς
Κορινθίους δύο, και ύστερα
από αυτάς η προς Γαλάτας,
και ακολούθως η προς
Εφεσίους, έπειτα η προς
Φιλιππησίους και η προς
Κολοσσαείς, και προς
Θεσσαλονικείς δύο, και η
προς Εβραίους. και εν
συνεχεία προς Τιμόθεον μεν
δύο, προς δε τον Τίτον μία,
και μία τελευταία η προς
Φιλήμονα. και πάλιν του
Ιωάννου η Αποκάλυψις.
Αυτά είναι αι πηγαί του
σωτηρίου (κηρύγματος), (της
σωτηριόδους αληθείας),
ώστε εκείνος ο οποίος διψά,
να εμποτίζεται (πληρούται)
με τα λόγια τα ευρισκόμενα
εις αυτά. εις αυτά (δι’
αυτών) μόνον το
διδασκαλείον της
ευσεβείας (η Εκκλησία)
ευαγγελίζεται. κανείς εις
αυτά να μη προσθέση, και
τίποτε να μη αφαιρεθή από
αυτά. Περί αυτών δε ο
Κύριος εταλάνιζε τους
Σαδδουκαίους, λέγων.
Πλανάσθε, με το να μη
γνωρίζετε τας Γραφάς, ούτε
τας δυνάμεις αυτών. τους
Ιουδαίους δε παρώτρυνε
(λέγων). Ερευνάτε τας
Γραφάς, διότι αυταί είναι
εκείναι, αι οποίαι
μαρτυρούν περί εμού.
Αλλά βεβαίως δια
μεγαλυτέραν ακρίβειαν
προσθέτω και τούτο γράφων
καθ’ υποχρέωσιν (κατ’
ανάγκην), ότι υπάρχουν και
άλλα βιβλία εκτός απ’
αυτά, τα οποία δεν ανήκουν
μεν εις τα κανονιζόμενα,
πλήν όμως έχουν εγκριθή
από τους Πατέρας να
αναγινώσκωνται εις (από)
εκείνους, οι οποίοι νεωστί
προσέρχονται και θέλουν να
κατηχηθούν τον λόγον της
ευσεβείας. (Τουτέστι) η
Σοφία Σολομώντος. η Σοφία
Σειράχ, και η Εσθήρ, και η
Ιουδήθ, και ο Τωβίας, και η
καλουμένη Διδαχή των
Αποστόλων, και ο Ποιμήν.
Και όμως, αγαπητοί,
παρότι και εκείνα (τα
πρώτα) θεωρούνται
κανονιζόμενα και αυτά (τα
τελευταία) θεωρούται
αναγινωσκόμενα, (όμως)
πουθενά δεν μνημονεύονται
τα απόκρυφα. Αλλά είναι
επινόησις των αιρετικών,
οι οποίοι γράφουν μεν αυτά,
όποτε θέλουν, χαρίζουν
όμως και προσθέτουν εις
αυτά χρόνους, ώστε,
παρουσιάζοντες (αυτά) ως
παλαιά, να έχουν προσχημα
(στήριγμα), δια να
εξαπατούν δι’ αυτών τους
ακεραίους.
|
Σχόλια για το
παραπάνω κείμενο
Προτού
αναλύσουμε τα προηγούμενα,
θέλω να σταθώ σε αυτό τον
τελευταίο κατάλογο, όπου
υπάρχουν τα βιβλία αυτά που
υποτίθεται ότι δεν έχει
κατονομάσει ο άγιος Αθανάσιος (και
όχι μόνο αυτά). Απλώς τα έβαλε
σε ξεχωριστό κατάλογο. Και αυτό
δεν σημαίνει ότι είναι δήθεν: «δευτεροκανονικά».
(Άλλωστε ανάμεσά τους υπάρχει
και η Εσθήρ, την οποία και οι Προτεστάντες θεωρούν «κανονικό» βιβλίο).
Τον αληθινό λόγο θα τον
αναλύσουμε στη συνέχεια.
1. Ο
άγιος Αθανάσιος έγραψε τον
κανόνα αυτό, το 367,
δηλαδή λίγο μετά από τη Σύνοδο της
Λαοδικείας, (που όπως
αναλύουμε στο σχετικό αρχείο,
είχε αφήσει τον κανόνα ανοικτό,
και επιπλέον ήταν τοπική
Σύνοδος, σε άλλη περιοχή από
τον άγιο Αθανάσιο), και μισό
αιώνα πριν από τη Σύνοδο
της Καρθαγένης που όπως
είδαμε έκλεισε τον κανόνα των «Θείων
και Αναγινωσκομένων» βιβλίων. Αυτό
σημαίνει ότι είχε υπ' όψιν του,
πως στην εποχή του ο κανόνας
ακόμα δεν είχε κλείσει, αλλά
βρισκόταν σε πορεία
κανονικοποίησης. Γι αυτό ΔΕΝ
ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ,
αλλά για «ΚΑΝΟΝΙΖΟΜΕΝΑ». Ο
συνεχόμενος ενεστωτικός
χρόνος που χρησιμοποιεί,
δείχνει ότι δεν κλείνει ο ίδιος
τον κανόνα, αλλά απλώς
συμβάλλει στη δημιουργία του. Σε
αντίθεση, η Σύνοδος της
Καρθαγένης μιλούσε για
ΚΑΝΟΝΙΚΑ βιβλία, και όχι για «κανονιζόμενα»,
μια και η διαδικασία της
κανονικοποίησης είχε
τελειώσει.
2. Το
ότι μιλάει για «θεία» βιβλία,
και έχει λιγότερα από τα βιβλία
της Συνόδου της Καρθαγένης, δεν
αποτελεί αντίφαση, καθώς
συμφωνούν. Και εφόσον ο Άγιος
Αθανάσιος έγραψε τον κανόνα
του πριν από τη Σύνοδο αυτή,
είναι φυσικό να έχει λιγότερα
βιβλία ως «θεία», μια και τα
υπόλοιπα θεία βιβλία δεν είχαν
ακόμα κανονικοποιηθεί. Αν η
Σύνοδος της Καρθαγένης είχε
λιγότερα θεία βιβλία στον
κανόνα της, τότε θα υπήρχε
πρόβλημα. Αφού όμως έχει
περισσότερα, δεν υφίσταται
πρόβλημα.
3.
Ομοίως δεν υφίσταται πρόβλημα
και για τη διαφορά των βιβλίων
από την άλλη τοπική σύνοδο της
Λαοδικείας, εφόσον ούτε εκείνη
είχε κλείσει τον κανόνα της.
4.
Σχετικά τώρα με τα «αναγινωσκόμενα
από κατηχουμένους» βιβλία, που
δίνει ο άγιος Αθανάσιος στον
δεύτερο κανόνα του, έχουμε να
παρατηρήσουμε ότι μέσα σε
αυτόν, υπάρχουν τα υπόλοιπα
βιβλία που βρίσκονται και στον
κανόνα της Καρθαγένης, και στον
κανόνα της Λαοδικείας. Απλώς
επειδή στην εποχή του και στην
περιοχή του, υπήρχε ακόμα
κάποια αμφιβολία για το αν
ανήκουν στα «θεία» βιβλία, ο
άγιος θέλησε να τα κατατάξει σε
μια διαφορετική κατηγορία, των
«αναγινωσκομένων από
κατηχουμένους». Το ότι κάποια
από αυτά τελικά επιβεβαιώθηκαν
από τη Σύνοδο της Καρθαγένης ως
«κανονικά» και «θεία», δεν
έρχεται σε αντίθεση με το ότι
τότε ήταν ακόμα «κανονιζόμενα»
τα βιβλία του κανόνος. Και
κάποια από αυτά, παρέμειναν
απλώς «αναγινωσκόμενα από
κατηχουμένους», και ποτέ δεν
συμπεριελήφθησαν στα θεία και
κανονικά βιβλία.
5. Η
κατάταξη του αγίου Αθανασίου,
δεν έχει καμία σχέση με τον
Εβραϊκό κανόνα όπως γράφουν
μερικοί Προτεστάντες, ότι
δήθεν τον αντέγραψε. Και αυτό
είναι εμφανές στα λόγια του,
καθώς λέει σαφώς: «τοσαύτα
γαρ, ως ήκουσα και τα στοιχεία
τα παρ’ Εβραίοις είναι
παραδέδοται». Δεν
αναφέρει σαφώς ότι ο Εβραϊκός
κανόνας έχει 22 βιβλία, αλλά
λέει ότι «έτσι άκουσε», κάτι
που δείχνει την αβεβαιότητά
του για το θέμα αυτό. Και εφόσον
είναι αβέβαιος, δεν είναι
δυνατόν να στηρίζει τον κανόνα
του σε αβεβαιότητες. Πολύ
περισσότερο, όταν ο αριθμός 22
προκύπτει τεχνικά, από
συμπτύξεις βιβλίων, όπως το «Δωδεκαπρόφητον»
(«…οι μεν δώδεκα εις εν
βιβλίον αριθμούμενοι»
γράφει). Μάλιστα ενωρίτερα
έγραψε σαφώς την πηγή των
επιλογών του: «…εκθέσθαι
τα κανονιζόμενα και
παραδοθέντα, πιστευθέντα τε
θεία είναι βιβλία». Και η
πηγή των επιλογών του, γράφει
καθαρά ότι είναι η Χριστιανική
παράδοση, και όχι το τι άκουσε
για τα βιβλία των Εβραίων.
Συμπέρασμα:
Ο
άγιος Αθανάσιος χρησιμοποιεί
στους δύο καταλόγους του, πάλι
τα ίδια βιβλία με τις δύο
τοπικές συνόδους, αλλά τα
μοιράζει σε δύο καταλόγους,
γιατί τα χωρίζει σε δύο
κατηγορίες. Τα «κανονιζόμενα»
(και όχι κανονικά, γιατί ακόμα ο
κανόνας δεν είχε κλείσει), και
στα «αναγνωστέα από
κατηχουμένους» (και όχι «δευτεροκανονικά»),
όπου κατέταξε όσα δεν ήταν
σίγουρος ότι ανήκουν στα «θεία»,
κάτι που τελικά το ξεκαθάρισε
μετά από 50 χρόνια η σύνοδος της
Καρθαγένης.
Τα
παραπάνω σημαίνουν ότι για τον
καταρτισμό του κανόνος της
Αγίας Γραφής, υπήρχε ως τον 4ο
αιώνα μια ζύμωση, ένα
ξεδιάλεγμα των βιβλίων, που
ολοκληρώθηκε τότε με την
Σύνοδο της Καρθαγένης, και
επικυρώθηκε αργότερα στην
Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο.
Απομένει
το ερώτημα: Αφού οι
Προτεστάντες δεν δέχονται την
παράδοση της Εκκλησίας για τα
βιβλία της Αγίας Γραφής, ποια
παράδοση δέχονται; Με ποια βάση
κρίνουν ή απορρίπτουν ένα
βιβλίο της Αγίας Γραφής;
Τα
στοιχεία λήφθηκαν από το
εξαιρετικό βιβλίο τού αν.
καθηγητού Πανεπιστημίου
Αθηνών Παναγιώτη Ι.
Μπούμη, δ. Θ., με τίτλο:
"Οι κανόνες τής
Εκκλησίας περί τού Κανόνος τής
Αγ. Γραφής". Αθήνα
1986.
|