Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Αγία Γραφή |
Η Παράδοση του Κειμένου της Αγίας Γραφής Βιβλίο // Η Εκκλησία ως εγγυήτρια τής Αγίας Γραφής Οι εκδόσεις του αρχαίου κειμένου της Παλαιάς και της Καινής διαθήκης που αποδέχεται επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία και σχόλια για μεταφράσεις που κυκλοφορούν σήμερα // Οι διαβαθμίσεις των βιβλίων της Αγίας Γραφής // Ευρετήριο των αρχαιοτέρων χειρογράφων της Καινής Διαθήκης σε κανονική διάταξη // 1ο Μέρος: Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Γενικά Εισαγωγικά // 2ο Μέρος: Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Τα Χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης
Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Γ. Η Κριτική τού Κειμένου Γεωργίου Γαλίτη ομ. Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Περιοδικό Θεολογία Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 20 - 29. |
1. Αντικείμενο και βασικοί κανόνες της κριτικής του κειμένου Στην αλυσίδα των αντιγραφών του ενός κειμένου από κάποιο άλλο, είναι δυνατόν να παρεισφρήσουν λάθη αντιγραφής. Όταν ο γραφέας αντιγράφει πολλές ώρες, είναι φυσικό να οδηγηθεί ενίοτε από την κόπωση σε λάθος ανάγνωση, σε παράλειψη μιας λέξης ή φράσης, σε αντιμετάθεση ή σε άλλα παρόμοια αβλεπτήματα. Μπορεί επίσης κάποιος αντιγραφέας να θελήσει να διορθώσει αυτοβούλως το κείμενο, νομίζοντας άτι ο προηγούμενος γραφέας του κειμένου το οποίο αντιγράφει είχε κάνει λάθος, και άτι αυτή να είναι η αιτία που το κείμενο στο σημείο αυτό είναι δυσνόητο ενώ μπορεί το δυσνόητο να προέρχεται φυσικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Εξ άλλου, δεδομένου ότι πολλές φορές η αντιγραφή γινόταν καθ’ υπαγόρευσιν ενός αναγνώστου προς περισσότερους αντιγραφείς, είναι δυνατόν να άκουσε κάποιος λανθασμένα μια φράση ή λέξη και να έγραψε ό,τι φαντάστηκε ότι είναι το ορθό. Και φθάνουμε στην τυπογραφία. Αν θέλουμε να τυπώσουμε ένα αρχαίο κείμενο, ποιο αντίγραφο θα επιλέξουμε; Μια φυσική πρώτη απάντηση θα ήταν, το αρχαιότερο. Αν όμως υπάρχει ένας νεώτερος κώδικας, που έχει αντιγράφει από ένα πιο παλιό αντίγραφο (που δεν υπάρχει πια), από εκείνο που αντέγραψε το παλαιότερο σωζόμενο χειρόγραφο; Κι αν, για τους λόγους που παραπάνω αναφέραμε, ένας παλαιότερος κώδικας έχει περισσότερα λάθη από έναν νεώτερο; πώς θα το γνωρίζουμε αυτό; Άρα, πρέπει να κάνουμε σύγκριση. Και πώς θα βρούμε ποιο είναι το πλησιέστερο προς τα αρχικό κείμενο χειρόγραφο; Ποια μέθοδο θα ακολουθήσουμε, πώς θα εργασθούμε, για να φθάσουμε στο αρχικό χειρόγραφο, πώς θα βρούμε πως ήταν το κείμενο, ει δυνατόν όπως ακριβώς βγήκε από τη γραφίδα του συγγραφέα; Αυτή η εργασία της αποκατάστασης ενός κειμένου είναι το αντικείμενο της επιστήμης που λέγεται κριτική του κειμένου. Μπορούμε να συλλάβουμε τι εργασία εναπόκειται στην κριτική του κειμένου της Κ. Διαθήκης, όταν σκεφτούμε τις πολλές χιλιάδες των κωδίκων με τους οποίους πρέπει κανείς να εργασθεί. Η αποκατάσταση ενός οιουδήποτε κειμένου, που είναι ο σκοπός της κριτικής του κειμένου, έστω και αν το κείμενο αυτό παραδίδεται σε μερικούς μόνον κώδικες, όπως συμβαίνει συνήθως με τους αρχαίους συγγραφείς είναι μια πολύ δύσκολη εργασία. Πολλαπλασίως δύσκολη γίνεται η εργασία με το κείμενο της Κ. Διαθήκης, όπου το πλήθος των κωδίκων προϋποθέτει πλήθος αντιγραφών και συνεπώς και λαθών. Και αν μεν πρόκειται για λάθη οφθαλμοφανή, η εργασία είναι εύκολη. Πολλές φορές όμως βρισκόμαστε σ’ ένα αδιέξοδο ως προς την προτιμητέα γραφή, οπότε πρέπει να βρούμε ορισμένους κανόνες, βάσει των οποίων θα εργασθούμε. Οι βασικοί κανόνες της κριτικής του κειμένου, όπως διατυπώθηκαν από τον πατριάρχη της κριτικής του κειμένου Kurt Aland1, είναι εν περιλήψει οι εξής: 1. Εάν σε ένα σημείο υπάρχουν πολλές γραφές, μόνον μία μπορεί να είναι η ορθή. 2. Η ορθή γραφή είναι μόνον εκείνη, στην οποία συμφωνούν επαρκώς τα εξωτερικά και τα εσωτερικά κριτήρια. 3. Η εργασία της κριτικής του κειμένου αρχίζει πάντοτε με τα ευρήματα στη χειρόγραφη παράδοση, και μόνον τότε λαμβάνουμε μετά υπ’ όψιν τα εσωτερικά κριτήρια. 4. Μόνα τους τα εσωτερικά κριτήρια (συνάφεια του κειμένου, ύφος και γλωσσικός θησαυρός, θεολογικές παραστάσεις του συγγραφέα κ.λπ.) δεν μπορούν να στηρίξουν μιαν επιλογή στην κριτική του κειμένου. Αυτό ισχύει προ παντός, όταν τα εσωτερικά κριτήρια βρίσκονται σε αντίθεση με τα εξωτερικά. 5. Την Ελληνική παράδοση που βρίσκουμε στις διαφορετικές γραφές και στους πατέρες της Εκκλησίας τη χρησιμοποιούμε μόνον προς συμπλήρωσιν και έλεγχο. Στην κριτική του κειμένου το βάρος της απόφασής μας θα πέσει σ' αυτήν, ιδιαιτέρως όταν το υπ’ όψιν Ελληνικό κείμενο δεν μπορεί να αποκατασταθεί με απόλυτη βεβαιότητα. 6. Κάθε χειρόγραφο έχει τις ειδικές ιδιομορφίες του, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν. Όσο κι αν εκτιμούμε τους αρχαίους παπύρους και ορισμένους μεγαλογράμματους και μικρογράμματους κώδικες, δεν υπάρχει κανένα μοναδικό χειρόγραφο και καμία ομάδα χειρογράφων, που θα μπορούσε κανείς να ακολουθήσει μηχανικώς, έστω και αν ορισμένοι συνδυασμοί μαρτύρων αξίζουν εκ των προτέρων περισσότερη εμπιστοσύνη. Πολύ περισσότερο πρέπει η επιλογή της σωστής γραφής να γίνεται κάθε φορά κατά περίπτωσιν (τοπική αρχή). 7. Η άποψη, ότι σε κάθε χειρόγραφο ή σε κάθε μετάφραση, ακόμη κι αν αυτά βρίσκονται μόνα ή σχεδόν μόνα, είναι δυνατή η εύρεση της αρχικής γραφής, είναι σωστή μόνο στην απλή θεωρία. Ένας εκλεκτικισμός, που εργάζεται μ’ αυτή την προϋπόθεση, δεν θα φθάσει στο αρχικό κείμενο της Κ. Διαθήκης, αλλά μόνο σε μια επιβεβαίωση της απόψεως περί του κειμένου, από το οποίο προήλθε. 8. Η κατασκευή ενός γενεαλογικού δένδρου των διαφόρων γραφών σε κάθε περίπτωση (γενεαλογική αρχή) είναι ένα εξαιρετικά σπουδαίο βοηθητικό μέσον, επειδή η γραφή, από την οποία φαίνεται να εξηγείται αβίαστα η προέλευση των άλλων, είναι με μέγιστη πιθανότητα η αρχική. 9. Παραλλαγές δεν πρέπει να εξετάζονται μεμονωμένα, αλλά πάντοτε να λαμβάνεται υπ’ όψιν η συνάφεια του παραδεδομένου κειμένου, γιατί αλλιώς υπάρχει πολύ μεγάλος κίνδυνος να κατασκευάσουμε ένα «κείμενο από απόσταξη», το οποίο ουδέποτε και ουδαμού υπήρχε πραγματικά. 10. Η lectio difficilior (δυσκολότερη γραφή) είναι η lectio potior (κρείττων γραφή). Βεβαίως αυτή η αρχή δεν πρέπει να εφαρμόζεται μηχανικά, εις τρόπον ώστε η lectio difficillima (δυσκολοτάτη γραφή η δυσκολότερη όλων) να επιλεγεί ως η αρχική, μόνον εξ αιτίας του βαθμού δυσκολίας της. 11. Η αρχή: η lectio brevior (βραχύτερη γραφή) είναι lectio potior (η καλύτερη) είναι σε πολλές περιπτώσεις σωστή, αλλά επίσης δεν πρέπει να εφαρμόζεται μηχανικά. Χάνει οπωσδήποτε το βάρος της σε μάρτυρες, των οποίων το κείμενο δεν μένει στο πλαίσιο των αποδεκτών νόμων της παραδόσεως του κειμένου, αλλά μονίμως αποκλίνει αυθαίρετα από αυτούς, λόγω των πολλαπλών συντμήσεων ή ευρύνσεων του επεξεργαστή (π.χ. στον κώδικα Βέζα [D], Αλλά και ο γενικώς ισχύων κανόνας, ότι, παραλλαγές που προέρχονται από παράλληλα κείμενα ή ταιριάζουν με ένα χωρίο της Π. Διαθήκης, είναι δευτερευούσης σημασίας, δεν πρέπει να εφαρμόζεται καθαρά μηχανικά. Το να κατασκευάζουμε συνέπειες είναι εδώ εξ ίσου επικίνδυνο, όπως και στους βασικούς κανόνες 10 (lectio difficilior) και 11 (lectio brevior). 12. Η διαρκώς ανανεούμενη εμπειρία από την επαφή με τη χειρόγραφη παράδοση είναι ο καλύτερος διδάσκαλος της κριτικής του κειμένου. Όποιος θέλει να μετάσχει σ' αυτήν παραγωγικά, θα πρέπει προηγουμένως να έχει πλήρως παραβάλει συγκριτικά τουλάχιστον έναν μεγάλο πρώιμο πάπυρο, έναν σημαντικό μεγαλογράμματο και έναν σπουδαίο μικρογράμματο. Οι καθαρά θεωρητικοί έχουν συχνά προκαλέσει στην κριτική του κειμένου περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια.
2. Μεθοδολογία Αν θέλουμε να εξαγάγουμε από τους κανόνες αυτούς τη μεθοδολογία της κριτικής εργασίας στη χειρόγραφη παράδοση ενός κειμένου, θα μπορούσαμε να πούμε προς διασάφησιν ορισμένων σημείων των ως άνω γενικών κανόνων, που προϋποθέτουν γνώση του αντικειμένου, τα εξής: Κατ’ αρχήν και θεωρητικά, η γραφή ενός αρχαιοτέρου κώδικα είναι σωστότερη (lectio potior) από μια άλλη ενός νεοτέρου, ως πιο κοντά ευρισκομένη στο αρχικό κείμενο (lectio antiquior =αρχαιότερη γραφή, στην εύρεση της οποίας είναι χρήσιμη η γενεαλογική αρχή του ως άνω κανόνος 8). Είναι φυσικό, ένα λάθος που υπεισήλθε σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, να μην υπάρχει σε έναν παλαιότερο κώδικα. Ένας κώδικας του 9ου αιώνος είναι νεώτερος από έναν του 7ου, άρα θεωρητικά ο του 7ου είναι πιο αξιόπιστος. Αν όμως ο του 9ου αντέγραψε από έναν, ας πούμε, του 5ου; Ουδείς κανών λοιπόν μπορεί να μας αποδείξει κάτι μόνος του. Πρέπει να βρούμε κι άλλους κανόνες, που να στηρίζουν την αρχική μας υπόθεση. Δεύτερος κανόνας λοιπόν: έχουμε δύο γραφές, η μία με σύνταξη ανώμαλη, η άλλη εξομαλισμένη. Τι είναι πιο πιθανό: το σωστό να είναι το ομαλό και κάποιος να το έγραψε ανώμαλα γιατί; ή το πρωτότυπο να είναι στριφνό και κάποιος να το εξομάλυνε; Προφανώς το δεύτερο. Αυτό είναι η lectio difficilior (κανών 10 του Κ. Aland). Τρίτη περίπτωση: μια γραφή είναι βραχεία, μια άλλη λέγει τα ίδια πράγματα λίγο πιο αναλυτικά. Φυσικά, το πιο πιθανό είναι ότι ο γραφέας, που κάτι δεν του πήγαινε σωστά, έκανε την ανάπτυξη. Εξ άλλου μερικές φορές, μια επεξήγηση που γράφτηκε αρχικά στο περιθώριο («επί της ώας»), κάποιος, νομίζοντας ότι η διασάφηση ανήκει στο κείμενο, ή ωθούμενος από υπερβάλλοντα ζήλο, τη μετέφερε μέσα στο κείμενο2. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ισχύει η lectio brevior (κανών 11).
3. Εκδόσεις κριτικών κειμένων Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διευκρίνιση: όταν μιλάμε για λάθη, δεν εννοούμε φυσικά αλλοιώσεις του νοήματος τον κειμένου. Στην ερώτηση, προς τι τότε όλος ο κόπος, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε, ότι ο σεβασμός προς τη σκέψη του συγγραφέως ενός κειμένου, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τα ιερά κείμενα της Αγίας Γραφής, απαιτεί να επιστρατεύσουμε όλα τα επιστημονικά μέσα, προκειμένου να αποκαταστήσουμε το κείμενο στην αρχική του μορφή. Αν στην έκδοση του κειμένου που έχει αποκατασταθεί παραθέσουμε και τις άλλες γραφές, έστω κι αν απορρίφθηκαν, για να μπορέσει ο ερευνητής επιστήμονας να συγκρίνει και μόνος του τα κείμενα, τότε μιλάμε για κριτικό κείμενο. Τέτοιο κείμενο της Κ. Διαθήκης περιέχεται στην κλασική πλέον έκδοση των Nestle Aland, που πρωτοεξεδόθη το 1898 από τον Eberhard Nestle. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις και συνεχείς προσθήκες, διαφορετικών γραφών από νέα χειρόγραφα. Από την 13η έκδοση του 1927 ανέλαβε ο Υιός Nestle, ο Erwin, από δε την 21η το 1952 ο καθηγητής Kurt Aland, στον οποίο ανήκουν οι κανόνες που αναφέραμε παραπάνω. Ο Aland προσέφερε πολλά στην επιστήμη της κριτικής του κειμένου, ως ερευνητής και ως διευθυντής του Ινστιτούτου Ερεύνης του Κειμένου της Κ. Διαθήκης (Institut für Neutestamentliche Textforschung) στο Münster της Γερμανίας, σε συνεργασία με τη σύζυγό του Barbara Aland, η οποία τον διεδέχθη μετά τον θάνατό του στη διεύθυνση του Ινστιτούτου. Σήμερα κυκλοφορεί η 28η έκδοση από το 2012. Ο «Nestle», όπως λέγεται μονολεκτικά, παραθέτει ένα κείμενο, που κατά τους εκδότες είναι το πιο αξιόπιστο, ενώ πληθώρα σημαδιών μέσα στο ίδιο το κείμενο παραπέμπει σε υποσημειώσεις, στο apparatus criticus (κριτικός μηχανισμός), όπου παρατίθενται αναλυτικά οι διαφορετικές γραφές και οι κώδικες που τις έχουν. Τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίσθηκε μια παραλλαγή του Nestle. Πρόκειται για το The Greek New Testament, των Ηνωμένων Βιβλικών Εταιρειών (UBS), που κυκλοφορεί τώρα σε 5η έκδοση από το 2014. Η έκδοση αυτή χρησιμοποιεί εσχάτως το κείμενο του Nestle, στο apparatus όμως αναφέρονται μόνον οι σπουδαιότερες γραφές, από περισσοτέρους όμως κώδικες απ' ό,τι ο Nestle. Εδώ πρέπει να εξαρθεί η ανεκτίμητη συμβολή των επιστημόνων που στελεχώνουν το ως άνω Ινστιτούτο Ερεύνης του Κειμένου της Κ. Διαθήκης, καθώς και των δύο ομάδων (Nestle και The Greek New Testament των UBS) των καθηγητών που έχουν την τελική ευθύνη της καταρτίσεως του προς έκδοσιν τελικού κειμένου και του σχετικού apparatus. Στις ομάδες αυτές από Ελληνικής πλευράς συνεργάστηκε και ο καθηγ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος, τον οποίον διεδέχθη ο καθηγ. Χρήστος Καρακόλης. Το επίπονο, δυσχερέστατο και λίαν χρονοβόρο έργο της εκδόσεως ενός κειμένου, στο apparatus του οποίου θα παρατίθενται όλες οι διαθέσιμες γραφές, ανέλαβε το ως άνω Ινστιτούτο του Münster, με την έκδοση της πολύτομης Editio Critica Major (μείζων κριτική έκδοση). Στην έκδοση αυτή παρατίθενται όλες οι διαφορετικές γραφές που έχουν αποθησαυρισθεί στη βάση δεδομένων του Ινστιτούτου. Το 1997 κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος με τις Καθολικές επιστολές. Τώρα ετοιμάζονται οι Πράξεις και, σε συνεργασία με το International Greek New Testament Project, το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο. Το ως άνω πρόγραμμα (project) υποστηρίζεται από την Ένωση Γερμανικών Ακαδημιών Επιστημών. Το έργο υπολογίζεται να ολοκληρωθεί το 2030. Κριτική έκδοση του υστέρου Βυζαντινού κειμένου (ίδ. κατωτ.) του κατά Ιωάννην ευαγγελίου εκυκλοφόρησε το 2007 το Ινστιτούτο Κριτικής του Κειμένου της Κ. Διαθήκης (Institute for Textual Scholarship and Electronic Editing) του Πανεπιστημίου του Birmingham, υπό την εποπτεία του David C. Parker3 μαζί με τους Roderic Mullen και Simon Grisp. Στην ερευνητική ομάδα συνεργάστηκε και ο καθηγ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος. Παρ’ όλες τις κριτικές αυτές προσπάθειες, πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ο επιστήμων, άτι το εκδιδόμενο κριτικό κείμενο (που βέβαια δεν είναι για χρήση των συνήθων αναγνωστών της Βίβλου, αλλά απευθύνεται στους επιστήμονες) δεν αντιπροσωπεύει τελικά κανένα κώδικα. Δεν υπάρχει ένα χειρόγραφο, του οποίου αντίγραφο να είναι το κυκλοφορούν κριτικό κείμενο, για τον απλούστατο λόγο, άτι το κριτικό κείμενο παραθέτει την κατά τη γνώμη των εκδοτών καλύτερη γραφή σε κάθε χωρίο, ενώ δεν υπάρχει κώδικας, του οποίου όλες οι λέξεις, χωρίς καμία εξαίρεση, να μπορούν να θεωρηθούν αποδεκτές από πλευράς κριτικής του κειμένου.
4. Το «στέμμα» Πώς σχηματίζεται το κριτικό κείμενο; Φυσικά, για τους συγγραφείς των οποίων το έργο σώζεται σε ένα μόνον χειρόγραφο, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αντιγράφουμε τον κώδικα και κάθε τυχόν προβληματισμός ως προς τη σχέση του με το πρωτότυπο δεν σχετίζεται με την χειρόγραφη παράδοση. Σε περίπτωση όμως υπάρξεως περισσοτέρων κωδίκων, σε κάθε παραλλαγή πρέπει να ρωτάμε, ποιος αντέγραψε από ποιόν. Βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων κριτηρίων, μπορούμε να καταρτίσουμε ένα «γενεαλογικό δένδρο» των κωδίκων, που λέγεται στην επιστημονική γλώσσα «στέμμα» («γενεαλογική αρχή» του κανόνος 8 του Κ. Aland). Το πρώτο βήμα που έχει να κάνει οποίος καταρτίζει το στέμμα, είναι να ερευνήσει αν ο συγκεκριμένος κώδικας που εξετάζεται, ο «μάρτυρας», όπως λέγεται στη γλώσσα της κριτικής του κειμένου, εξαρτάται από κάποιον άλλον ή είναι ανεξάρτητος. Σε περίπτωση αλληλοεξαρτήσεως, ερευνάται η εξάρτηση των δύο σε σχέση με κάποιον τρίτο. Καταρτίζουμε έτσι ένα γενεαλογικό δένδρο των κωδίκων, το στέμμα. Στην περίπτωση των εξωβιβλικών κειμένων, αυτό έχει λίγες ή πολλές δυσκολίες. Τι γίνεται όμως με τις χιλιάδες χειρογράφων της Κ. Διαθήκης; Ο μόνος τρόπος να δαμάσουμε το συντριπτικό πλήθος των μαρτύρων, είναι η ομαδοποίηση.
5. Ομάδες χειρογράφων και τύποι κειμένου Κατά βάσιν διακρίνουμε τέσσερις τύπους κειμένου της Κ. Διαθήκης, που αντιστοιχούν σε τέσσερις ομάδες χειρογράφων. 1. Το αλεξανδρινό ή ησυχιακό ή αιγυπτιακό ή ουδέτερο κείμενο. Σ’ αυτό ανήκουν οι σπουδαιότεροι κώδικες, όπως ο Σιναϊτικός, ο Αλεξανδρινός, ο Βατικανός, ο του Εφραΐμ του Σύρου, καθώς και οι αρχαιότατοι πάπυροι, P46 του 200 μ.Χ. περίπου και ο σχεδόν σύγχρονός του P75 των αρχών του 3ου αιώνα. Αλεξανδρινό ή αιγυπτιακό ονομάσθηκε γιατί αυτό το κείμενο χρησιμοποιούσαν οι μεγάλοι αλεξανδρινοί πατέρες ησυχιανό, γιατί συνδέθηκε από τον Ιερώνυμο, τον μεταφραστή της λατινικής Vulgata, με τον Επίσκοπο Ησύχιο ουδέτερο, γιατί θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει ένα κείμενο που δεν υπέστη αναθεώρηση. 2. Το δυτικό κείμενο. Μαρτυρείται σε χειρόγραφα της Δυτικής Μεσογείου και αντιπροσωπεύεται κυρίως από τους κώδικες D, F (010 = Παύλος), G (012 = Παύλος). Εξ άλλου αυτός ο τύπος κείται ως βάση των παλαιών μεταφράσεων στη λατινική. Χαρακτηριστικό του, η τάση του να παραφράζει ένα κείμενο. 3. Το Κοινό ή βυζαντινό κείμενο. Αντιπροσωπεύεται από τον Αλεξανδρινό κώδικα (μόνο στα ευαγγέλια), τους κώδικες E, F (09 = ευαγγέλια), G (011 = ευαγγέλια), Η (013 =ευαγγέλια) και τη συντριπτική πλειονότητα των μικρογραμμάτων. Ο τύπος αυτός επικρατεί από τον 4° αιώνα σε όλη την Ανατολή και πολύ πιθανώς ανάγεται σε μια προηγούμενη επεξεργασία διορθώσεως γραμματικών και συντακτικών ανωμαλιών, που ενοχλούσαν τον Έλληνα αναγνώστη. 4. Το κείμενο της Καισαρείας. Ονομάστηκε έτσι, διότι υπετέθη, ότι αυτό το κείμενο χρησιμοποίησε ο Ωριγένης μετά την μετοίκησή του από την Αλεξάνδρεια στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Νεότερες έρευνες, ιδίως συγκρίνοντας τους παπύρους P37 του 3ου - 4ου αι. Και P45 του 3ου αι., έδειξαν ότι ο Ωριγένης πρέπει να χρησιμοποίησε το κείμενο αυτό παράλληλα με το αλεξανδρινό, τόσο στην Αλεξάνδρεια, όσο και στην Καισάρεια. Αντιπροσωπεύεται από τους κώδικες Θ, W, μερικά μικρογράμματα χειρόγραφα και τις οικογένειες μικρογραμμάτων 1 και 13. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι εκτός από τους τύπους χειρογράφων, διακρίνουμε και οικογένειες, μικρότερες δηλαδή υποδιαιρέσεις, που χαρακτηρίζονται με αριθμούς ή με γράμματα πεζά. Σ’ αυτούς όμως, δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε περισσότερο. Επίσης πρέπει να προσθέσουμε, ότι πολλοί ερευνητές αρνούνται την ύπαρξη των τύπων Δυτικού και Καισαρείας, και δέχονται μόνον τον Αλεξανδρινό και τον Βυζαντινό. Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε, ότι οι ως άνω τύποι διαμορφώθηκαν κατά τον 3° - 4° αιώνα.
6. Παραθέσεις των πατέρων και αρχαίες μεταφράσεις Από τα λεχθέντα συμπεραίνεται, ότι για να καταρτισθεί το κριτικό κείμενο της Κ. Διαθήκης βασικός παράγων είναι η συγκριτική μελέτη της χειρογράφου παραδόσεως. Θα ήταν όμως η έρευνα ελλιπής, αν δεν ελαμβάνοντο επικουρικώς υπ’ όψιν και άλλοι δύο παράγοντες. Αυτοί είναι: Ι. Οι παραθέσεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Ανάλογη με την αρχαιότητα τού καθενός είναι και η σημασία των παραθέσεων, γιατί μας οδηγούν στο κείμενο που χρησιμοποίησαν. Και ΙI. Οι αρχαίες μεταφράσεις, οι οποίες μας δείχνουν πώς ήταν το κείμενο, το οποίο χρησιμοποίησαν οι αρχαίοι μεταφραστές. Οι παλιές λατινικές μεταφράσεις, ήδη από τον 2° αιώνα, ονομάζονται συλλήβδην Itala ή Vetus Latina, ενώ η εκπονηθείσα από τον Ιερώνυμο τον 4° αιώνα καλείται Vulgata. Από τον 2° αιώνα είναι επίσης και οι αρχαιότερες συριακές μεταφράσεις. Ήδη ο Τατιανός το β ' ήμισυ του 2ου αιώνα μετέφρασε μία σύνθεση των τεσσάρων ευαγγελίων, το «Διατεσσάρων», που όμως χάθηκε και γνωρίζουμε γι' αυτό από πληροφορία του Ευσεβίου (Εκκλ. Ιστορ. Α΄ 29,6) και από το υπόμνημα σ’ αυτό του Εφραΐμ του Σύρου. Το υπόμνημα αυτό σώζεται μερικώς στα συριακά και ολόκληρο σε αρμενική μετάφραση. Την ίδια εποχή γίνεται και άλλη μετάφραση στη συριακή γλώσσα, των τεσσάρων ευαγγελίων χωριστά αυτή τη φορά, που ονομάζεται Vetus Syra. Αυτή η μετάφραση σώζεται σε δύο αντίγραφα: 1) Η Κουρετώνειος Συριακή, απ' το όνομα του W. Cureton, που την ανακάλυψε το 1842 και που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, και 2) η Σιναϊτική Συριακή, από τη Μονή Σινά, όπου βρέθηκε το 1892. Άλλες συριακές μεταφράσεις είναι η Πεσσίτα ή Πεσσιτώ (=απλή ή κοινή), από τις αρχές του 5ου αιώνα. Στην ουσία πρόκειται για αναθεώρηση της Vetus Syra. Αναθεώρηση της Πεσσιτώ αποτελεί η Φιλοξένειος μετάφραση, από το όνομα του ιακωβίτη Επισκόπου Ιεραπόλεως Φιλόξενου, ο οποίος το 508 ανέθεσε στον Χωρεπίσκοπό του Πολύκαρπο την αναθεώρηση της Πεσσιτώ βάσει των Ελληνικών χειρογράφων4. Η Ηρακλειανή μετάφραση, αποτελεί αναθεώρηση της Φιλοξενείου μεταφράσεως, που έγινε το 616 από τον Επίσκοπο Ηρακλείας Θωμά. Τέλος, η Συρο-παλαιστινή ή Χριστιανική Παλαιστινή Αραμαϊκή μετάφραση του 4ου ή 5ου αιώνα στην Αραμαϊκή διάλεκτο της Παλαιστίνης, γραμμένη σε γραφή όμοια με τη συριακή, κατατάσσεται στις συριακές μεταφράσεις5. Κόπτικες μεταφράσεις έχουμε από τον 3° αιώνα και εξής, πρώτα στη σαχιδική διάλεκτο, και αργότερα στην βοχαϊρική, τη φαγιουμική και άλλες διαλέκτους. Βάση όλων των κοπτικών μεταφράσεων είναι το αλεξανδρινό κείμενο. Άλλες μεταφράσεις είναι η γοτθική του Ουλφίλα από το 380 και η σχεδόν σύγχρονή της αρμενική. Αρχαίες είναι ομοίως οι μεταφράσεις στην γεωργιανή, αιθιοπική, Αραβική, νουβιακή, περσική, σογδιανική, μέχρι την παλαιοσλαβική του 9ου αιώνα.
Επιλεγόμενα Όσα εγράφησαν παραπάνω συντείνουν, κατά την ταπεινή μας γνώμη, στην κατανόηση της σπουδαιότητας που έχει η γνώση των θεμάτων που σχετίζονται με τη χειρόγραφη παράδοση των κειμένων και με την κριτική του κειμένου της Κ. Διαθήκης. Η γνώση αυτή είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για τον ερμηνευτή της Κ. Διαθήκης, που προσπαθεί να διεισδύσει στα νοήματά της με κάθε λεπτομέρεια. Φυσικά, όπως προείπαμε, οι διάφορες γραφές των χειρογράφων, έστω και αν παρουσιάζουν προβλήματα στην επί μέρους ερμηνεία ενός χωρίου, δεν αλλοιώνουν το βαθύτερο νόημα και, τελικά, το μήνυμα των κειμένων, γιατί πρόκειται για λεπτομερειακές και επιφανειακές διαφορές. Το ότι όμως η επιστήμη προσπαθεί να προστατεύσει το κείμενο από κάθε παραφθορά και να αποκαταστήσει και την ελάχιστη βλάβη σ’ αυτό, δείχνει τον σεβασμό που πρέπει να έχει ο επιστήμων στο κείμενο, ο κάθε επιστήμων στο κάθε κείμενο, ειδικά όταν πρόκειται για το ιερό κείμενο της πίστεως.
Σημειώσεις 1. Aland Kurt, Der Text des Neuen Testaments-Einfürung in die wissenschaftlichen Ausgaben und in die Theorie wie Praxis der modernen Textkritik, Stuttgart: Deutsche Bibelgesellschaft, 21989. 2. Έχουμε και περιπτώσεις, όπου κάποιος διορθώνει τον αντιγραφέα, που κακώς επενέβη διορθωτικά στο κείμενο. Έτσι, στον Βατικανό κώδικα, που κάποιος αντιγραφέας διόρθωσε στην προς Εβραίους επιστολή 1,3 τη μετοχή «φανερών» σε «φέρων», σημειώνει στο περιθώριο: «αμαθέστατε και κακέ, άφες το παλαιόν μη μεταποιεί». 3. The Gospel according to John in the Byzantine Tradition, Deutsche Bibelgesellschaft, Stuttgart 2007. 4. Βλέπε Καραβιδόπουλου Ιω. Δ., Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 21998, σελ. 53. 5. Βλέπε Καραβιδόπουλου Ιω. Δ., όπου πριν.
|
Δημιουργία αρχείου: 16-4-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 16-4-2015.