Η Παράδοση του Κειμένου της Αγίας Γραφής Βιβλίο * Η Εκκλησία ως εγγυήτρια τής Αγίας Γραφής * Προτεσταντικές δολοπλοκίες για τη μετάφραση τής Καινής Διαθήκης στην Νεοελληνική γλώσσα * Οι εκδόσεις του αρχαίου κειμένου της Παλαιάς και της Καινής διαθήκης που αποδέχεται επίσημα η Ορθόδοξη Εκκλησία και σχόλια για μεταφράσεις που κυκλοφορούν σήμερα * Οι διαβαθμίσεις των βιβλίων της Αγίας Γραφής * Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης 2ο Μέρος: Τα Χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης * Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης 3ο Μέρος: Η Κριτική τού Κειμένου
Η χειρόγραφη παράδοση του κειμένου της Καινής Διαθήκης Α. Γενικά Εισαγωγικά Γεωργίου Γαλίτη ομ. Καθηγητή τής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Περιοδικό Θεολογία Τόμος 85, Τεύχος 4. Οκτώβριος έως Δεκέμβριος 2014. Σελίδες 7 - 13. |
1. Φιλολογικά και μη φιλολογικά κείμενα Όταν μιλάμε για χειρόγραφη παράδοση ενός αρχαίου κειμένου γενικώς, εννοούμε το σύνολο των χειρογράφων αυτού του κειμένου που έχουν διασωθεί και φθάσει μέχρι την εποχή μας.
Τα αρχαία κείμενα, που έχουν διασωθεί σε χειρόγραφα, μπορούμε να τα διακρίνουμε, ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σε φιλολογικά και μη φιλολογικά κείμενα. Φιλολογικά λέγονται κείμενα γραμμένα στον έντεχνο λόγο και απευθυνόμενα στο πολύ κοινό, όπως π.χ. λόγοι, πραγματείες, επιστολιμαίες διατριβές, ιστορικές αφηγήσεις, τραγωδίες, έπη κ.λ.π. Μη φιλολογικά είναι τα ιδιωτικής φύσεως κείμενα, που αφορούν στις σχέσεις των ανθρώπων, και που μπορεί να είναι προσωπικές (επιστολές, προσκλήσεις κ.λπ.) ή αστικές (διαθήκες, συμβόλαια, συμφωνητικά, αποδείξεις κ.λπ.). Κάπου ενδιάμεσα πρέπει να ενταχθούν οι επιγραφές σε μνημεία, αναμνηστικές ή αναθηματικές στήλες κ.λπ, που αφορούν σε γεγονότα που γνωστοποιούνται μ’ αυτόν τον τρόπο ή απλώς αναγράφουν κάτι προς γνώσιν ή υπόμνησιν. Τα βιβλικά κείμενα, στα οποία αναφέρεται το θέμα μας, ανήκουν κατά ταύτα στα φιλολογικά κείμενα, εφ' όσον ομιλούμε για χειρόγραφη παράδοση. Στα μη φιλολογικά κείμενα δεν αρμόζει ο όρος παράδοση, γιατί αυτά γράφτηκαν για έναν ή περισσοτέρους συγκεκριμένους αναγνώστες για έναν συγκεκριμένο σκοπό και για μια ορισμένη χρονική συγκυρία και μετά, ως αχρείαστα, κατέληξαν στον κάδο των απορριμάτων. Αντίθετα, τα φιλολογικά κείμενα συνεγράφησαν για να διαβαστούν από πολλούς και να διατηρηθούν δια της συνεχούς αντιγραφής, εφ' όσον η άξια τους είναι διαχρονική, και γι' αυτό παραδίδονται αντιγραφόμενα στους μεταγενεστέρους, για να διαβαστούν από ένα ευρύ κοινό και σε βάθος χρόνου. Αυτό δεν σημαίνει, ότι τα μη φιλολογικά κείμενα είναι άχρηστα. Απ' εναντίας, είναι πηγή πληροφοριών παντοίων για τη γλώσσα, την κοινωνική δομή, την καθημερινότητα, την ιστορία, τη θρησκεία και γενικά τη ζωή της εποχής, που γράφτηκαν τα κείμενα, όπως συμβαίνει π.χ. με τις πολλές δεκάδες χιλιάδων παπύρων της Ελληνιστικής εποχής, που ανακαλύφθηκαν κυρίως περί τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα στην Αίγυπτο. Όμως, αυτά εγράφησαν εφ' άπαξ και δεν αντεγράφησαν, μέχρι να ανακαλυφθούν και να γίνουν αντικείμενο ειδικής ενδελεχούς μελέτης και έρευνας.
2. Υλικά, όργανα, υγρά γραφής Το υλικό επί του οποίου οι άνθρωποι έγραφαν κείμενα από των αρχαιοτάτων χρόνων, μπορεί να είναι σκληρό ή μαλακό. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει το μάρμαρο, ο λίθος, το μέταλλο, το όστρακο (θραύσμα πήλινου αγγείου ή κεράμου, σπανιότερα ασβεστόλιθος). Τα κείμενα που χαράσσονταν σε σκληρή ύλη ήταν συνήθως επιγραφές. Εδώ μπορούν να καταταχθούν και οι οπτές πλίνθοι, όπου γράφονταν κείμενα με «τύπους» όταν ακόμη αυτές είναι νωπές, π.χ. στη σφηνοειδή γραφή. Ειδικότερα επιγραφές που χαράσσουν άτεχνα με αιχμηρό όργανο διάφοροι επισκέπτες σε αρχαία μνημεία ή σε τοίχους και άλλες επιφάνειες και που περιέχουν συνήθως το όνομά τους, ημερομηνίες, επικλήσεις και λοιπά ιστορικά στοιχεία, πολύτιμα στην ιστορική έρευνα, λέγονται χαράγματα ή graffiti. Ειδική κατηγορία γραπτών και απεικονίσεων σε μεταλλική ύλη, εκτύπων σε πολλά αντίτυπα για χρήση των πολιτών μιας περιοχής στις συναλλαγές τους, αποτελούν τα νομίσματα. Όμοια στην εμφάνιση με τα νομίσματα είναι τα μετάλλια, που όμως δεν προορίζονται για τις συναλλαγές, άλλα έχουν άλλο σκοπό, π.χ. την ανάμνηση ενός γεγονότος ή τη βράβευση κάποιου προσώπου. Δεύτερη κατηγορία επιφάνειας την οποία χρησιμοποιούσαν για γραφή οι άνθρωποι, είναι η μαλακή ύλη. Ό,τι είναι γραμμένο σε μαλακή ύλη (διφθέρα, πάπυρος, περγαμηνή, χάρτης), στην οποία έγραφαν με κάλαμο ή πτερό (λατ. penna, πέννα), ανήκει στην κατηγορία των χειρογράφων. Το χειρόγραφο ήταν, μέχρι την εφεύρεση της τυπογραφίας, ο μοναδικός τρόπος δημοσίευσης και κυκλοφορίας συγγραμμάτων, μετά δε από αυτήν άρχισε να φθίνει με γοργούς ρυθμούς έως ότου εξέλειπε τελείως1. Το όργανο γραφής ήταν, για τα σκληρά υλικά ή σμίλη για τη σμίλευση, ή αιχμή για τη χάραξη και η σφραγίδα για την εκτύπωση σε πλίνθους. Στα μαλακά υλικά (διφθέρα, πάπυρος, περγαμηνή, χάρτης) τα γράμματα εσχηματίζοντο από υγρό, που ετίθετο στην επιφάνεια με την γραφίδα. Η γραφίδα ήταν κατασκευασμένη, είτε από καλάμι (κάλαμος, παράβαλλε το ψαλμικό: «η γλώσσα μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου… » ή το λεγόμενο για τους λογίους νέους της επαναστάσεως, οι οποίοι «έθραυσαν τον κάλαμον και έλαβον το ξίφος»), είτε από πτερό (λατιν. penna, πέννα) συνήθως χήνας. Το υγρό ήταν συνήθως μέλανος χρώματος, από αιθάλη, καλούμενο «μέλαν». Μπορούσε να είναι και πορφυρού χρώματος (κιννάβαρις) ειλημμένου από ένα είδος κογχυλίου, το χρώμα όμως αυτό ήταν πολύ ακριβό και κατέληξε να χρησιμοποιείται κυρίως από τον αυτοκράτορα, υπογράφοντα επίσημα έγγραφα. Το 485 μ.Χ. έδωσε ο αυτοκράτορας Ζήνων το δικαίωμα να υπογράφει με κιννάβαρι στον αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο οποίος διατηρεί το προνόμιο αυτό μέχρι σήμερα. Με πορφυρούν χρώμα μπορούσε να βάφει και η μεμβράνη, οπότε το χειρόγραφο που εγράφετο σε τέτοιες περγαμηνές ελέγετο πορφυρούς κώδιξ, Λατινικά codex purpureus. Αν το υγρό γραφής περιείχε σκόνη χρυσού ή αργύρου, τα γράμματα έπαιρναν το αντίστοιχο χρώμα και τα χειρόγραφα το αντίστοιχο όνομα (χρυσούς ή αργυρούς), λατινιστί codex aureus ή codex argenteus. Το υγρό της γραφής, η μελάνη, εφυλάσσετο κατ’ αρχήν σε ένα τμήμα καλάμου, που ήταν κλειστό από κάτω και ανοιχτό από πάνω. Αυτό ονομάζετο καλαμάριον, καλαμάριν στη βυζαντινή και καλαμάρι μέχρι την πρόσφατη εποχή. Για να μη χύνεται το υγρό, έθεταν μέσα στο καλαμάρι ένα είδος σπόγγου φυτικής προελεύσεως, την ίσκα. Φυσικά, το καλαμάρι εξελίχθηκε δίνοντας τη θέση του σε μεταλλικά καλαμάρια, διαφόρων σχημάτων. Το καλαμάρι το έφεραν επάνω τους, συνήθως στη ζώνη, οι «γραμματισμένοι», που γι' αυτό απεκαλούντο στη βυζαντινή εποχή «καλαμαράδες». Οι έχοντες δύο καλαμάρια διαφορετικού χρώματος ήταν «διπλοκαλαμαράτοι», δεν έλειπαν δε και οι «τριπλοκαλαμαράτοι».
3. Διφθέρες, πάπυρος, περγαμηνή, χάρτης Ήδη πολλούς αιώνες προ Χριστού επεκράτησαν τα μαλακά υλικά γραφής. Το αρχαιότερο από τα υλικά αυτά είναι η διφθέρα, δέρμα ζώου ατελώς κατεργασμένο για να χρησιμοποιηθεί ως γραφική ύλη, διαστελλόμενο από την δέρριν, που σήμαινε το ακατέργαστο δέρμα που έφερε και το τρίχωμά του. Τη χρήση της διφθέρας αναφέρει ήδη ο Ηρόδοτος. Παράλληλα με αυτό εχρησιμοποιείτο ο πάπυρος, κατασκευασμένος από λεπτές ίνες της εντεριώνης που εμπεριείχετο στο στέλεχος του ομωνύμου φυτού, ύψους 2-4,50 μέτρων. Οι ίνες ετοποθετούντο παραλλήλως σε λωρίδες, ώστε να σχηματισθεί ένα τετράγωνο. Πάνω στις λωρίδες αυτές ετίθετο δεύτερη σειρά λωρίδων καθέτως προς τις πρώτες. Αυτές εκολλούντο και εσχηματίζετο ένα φύλλο η σελίς ή κόλλα. Τα φύλλα, συνήθως ανά είκοσι ή και περισσότερα, εκολλούντο, ώστε να σχηματισθεί ταινία συνήθως 9-10 μέτρων, εσφυροκοπούντο, ελειαίνοντο με ελεφαντοστούν και αλείφοντο με κόλλα, που τους προσέδιδε στιλπνότητα. Ακολούθως η ταινία ετυλίγετο γύρω από έναν ξύλινο κοντό, ώστε να αποτελέσει έναν κύλινδρο, από το ρήμα κυλίνδω, μεταγενέστερα κυλίω. Η αντίστοιχη λέξη «ρόλος» είναι μεταφορά στην Ελληνική του γαλλικού rôle, απ' όπου το πήραν και άλλες γλώσσες. Το rôle προέρχεται από το λατινικό rotulus ή rotula, υποκοριστικό του rota=ρόδα. Ειδικά οι μεταγενέστεροι κύλινδροι που περιείχαν τη θεία λειτουργία λέγονται ειλητάρια. Η λέξη είναι υποκοριστικό του «ειλητόν», από το ρ. ειλέω-ειλώ=τυλίγω, περιστρέφω, εξ ου και ο ειλεός, αλλά και ο ίλιγγος. Ο κύλινδρος που διετίθετο προς πώλησιν ελέγετο χάρτης, ο δε γραμμένος χάρτης ονομάζετο αρχικά βύβλος και αργότερα βίβλος ή βιβλίον. Στο «βιβλίον» η πρώτη κόλλα, που περιείχε τον τίτλο, τον συγγραφέα και τα λοιπά στοιχεία του συγγράμματος, εκαλείτο πρωτόκολλον, η τελευταία εσχτόκολλον. Το φυτό του παπύρου φύεται στην Αίγυπτο, η οποία είχε και το παγκόσμιο μονοπώλιο στον αρχαίο κόσμο. Στην Αθήνα εισήχθη τον 6° αι. π. Χ. η διφθέρα ήταν ακριβότερη, πιο δύσχρηστη, ως παχύτερη από τον πάπυρο και επί πλέον ευπρόσβλητη από τους σκώληκες. Αλλά και ο πάπυρος είχε το μειονέκτημα να είναι εύθραυστος και να επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες μιας χώρας. Η ευπάθεια αυτή του παπύρου, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που συνόδευαν τη μονοπωλιακή διάθεση του προϊόντος, οδήγησαν μοιραία την αγορά της εποχής σε αναζήτηση εναλλακτικής λύσης. Η έρευνα εστράφη στην κατεργασία της διφθέρας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα νέο είδος υλικού γραφής, από δέρμα κυρίως αντιλόπης, άλλα και συγγενών ζώων, όπως το δέρμα της αιγός και του προβάτου, χωρίς να αποκλείεται και ο μόσχος. Η νέα αυτή τεχνική εμφανίσθηκε στην Πέργαμο της Μ. Ασίας, γι' αυτό και το νέο, βελτιωμένο υλικό, ονομάστηκε περγαμηνή. Η επεξεργασία της περγαμηνής εξελίχθηκε, μέχρι του σημείου να χρησιμοποιείται και δέρμα εμβρύων ζώων. Για ένα χειρόγραφο όλης της Αγίας Γραφής (Παλαιός και Καινής Διαθήκης) υπολογίζεται ότι χρειαζόταν το δέρμα από 400 αντιλόπες ή 170 μόσχους. Ως αφορμή για τη στροφή προς την περγαμηνή αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος2 το εξής γεγονός: Ο βασιλεύς της Περγάμου ευμενής, πιθανώς ο Β΄ (197-159 π. Χ.), αποφάσισε να ανταγωνισθεί την Αίγυπτο, ιδρύοντας μια βιβλιοθήκη ισάξια της αλαξανδρινής. Ο βασιλεύς όμως της Αίγυπτου Πτολεμαίος, πιθανώς ο Ε' ο Επιφανής (205-182 π. Χ.), θέλοντας να εμποδίσει την πραγματοποίηση του έργου, απαγόρευσε την εξαγωγή παπύρου. Τότε, ο ευμενής εστράφη προς την τελειοποίηση της κατεργασίας της διφθέρας, από την οποία προήλθε η περγαμηνή. Δεν μπορεί να ελεγχθεί η ακρίβεια της πληροφορίας του Πλίνιου, τουλάχιστον όμως ως προς τα βασικά της στοιχεία πρέπει να είναι αληθινή. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν την περγαμηνή membrana από το membrum=μέλος, εν προκειμένη) ζώου. Το membrana εξελληνίστηκε σε μεμβράνη, λέξη που εχρησιμοποιείτο παράλληλα με το περγαμηνή, όπως επίσης παρέμεινε και η χρήση της λέξεως διφθέρα, που τώρα εσήμαινε κάθε υλικό γραφής3. Η περγαμηνή ανταγωνίστηκε επιτυχώς τον πάπυρο. Τον 4° αιώνα μ. Χ. Σχεδόν όλα τα κείμενα, ιδίως της Κ. Διαθήκης, εγράφοντο σε περγαμηνή. Παρά ταύτα, η χρήση του παπύρου συνεχίστηκε έως τον 7° αιώνα, αν και ελάχιστα, έστω, κείμενα, εγράφοντο ακόμη σε πάπυρο έως και τον 8°-9° αιώνα μ. Χ. Τότε, εμφανίσθηκε ένας ανταγωνιστής της περγαμηνής, ο χάρτης, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι από αρχαιοτάτων χρόνων. Το νέο υλικό εξετόπισε πλήρως τον πάπυρο και περιόρισε τη χρήση της περγαμηνής, η οποία για μερικούς αιώνες συνυπήρχε με τον χάρτη. Οι κώδικες από χαρτί λέγονται χαρτώοι. Για την κατασκευή του χάρτου, αντί να λαμβάνονται ίνες από το φυτό της Αίγυπτου, τον πάπυρο, χρησιμοποιούνται άλλα, φυτικής πάντως προελεύσεως, υλικά. Το πρώτο τέτοιο υλικό ήταν το βαμβάκι, και οι κώδικες που γράφτηκαν σε χαρτί με πρώτη ύλη το βαμβάκι, οι αρχαιότεροι συνεπώς χαρτώοι, λέγονται βομβύκινοι. Το χαρακτηριστικό του βομβύκινου χαρτιού είναι, ότι οι άκρες του φύλλου δεν είναι κομμένες, όπως οι του συνηθισμένου χαρτιού που γνωρίζουμε, άλλα εξέχουν οι ίνες του βάμβακος, λόγω μη δυνατότητας τέλειας κοπής της βομβύκινης επιφάνειας.
4. Είδη γραφής, κύλινδροι και κώδικες Οι αρχαίοι δεν είχαν διάκριση κεφαλαίων και πεζών γραμμάτων, όπως εμείς σήμερα. Η αρχαία γραφή των γραμμάτων ήταν τα κεφαλαία μέχρι τον 9° αιώνα μ.Χ. Η γραφή αυτή λέγεται μεγαλογράμματη. Εξέλιξη της μεγαλογράμματης γραφής είναι η μικρογράμματη. Έτσι τα χειρόγραφα χωρίζονται σε μεγαλογράμματα και μικρογράμματα. Οι λέξεις στα μεγαλογράμματα χειρόγραφα είναι ενωμένες, απουσιάζουν τα σημεία στίξεως και τονισμού, και από τα πνεύματα χρησιμοποιείται μόνον η δασεία, γιατί ακόμη και σε ένα ατονικό σύστημα, η δασεία κρίνεται αναγκαία για τους γνωστούς λόγους, που έχουν σχέση με τη δάσυνση των συμφώνων. Το κείμενο στον κύλινδρο εγράφετο κατά στήλες παράλληλες προς τον κοντό, δηλαδή η κάθε γραμμή της στήλης ήταν κάθετη προς τον κοντό. Όποιος διάβαζε, ξετύλιγε τον κύλινδρο, κι όταν τελείωνε τη στήλη ξετύλιγε την επόμενη, τυλίγοντας την προηγούμενη. Συνήθως οι παπύρινοι κύλινδροι ήταν γραμμένοι από τη μία πλευρά, αυτή που οι ίνες είναι οριζόντιες. Για οικονομικούς λόγους, μπορούσε να γραφεί και η άλλη πλευρά, έστω και αν παρείχαν δυσκολίες οι κάθετες ίνες. Σ' αυτή την περίπτωση, ο αναγνώστης, που είχε με το ένα του χέρι ξετυλίξει τον πάπυρο και με το άλλο είχε τυλίξει το αναγνωσμένο μέρος, μόλις τελείωνε την ανάγνωση της τελευταίας κόλλας, αντέστρεφε τον κύλινδρο, και συνέχιζε την ανάγνωση, ξετυλίγοντας και τυλίγοντας πάλι κατά την αντίστροφη φορά. Εξέλιξη του κυλίνδρου αποτελεί ο κώδιξ. Ο αγοραστής ενός κυλίνδρου αγόραζε τόσο μήκος υλικού, όσο του ήταν αναγκαίο. Μπορούσε, αν του χρειαζόταν μεγαλύτερο μήκος από αυτό ενός κυλίνδρου, να ζητήσει να του κολλήσει ο πωλητής πρόσθετα φύλλα, πράγμα ούτε πολύ εύκολο, ούτε πολύ ταιριαστό στην αισθητική εμφάνιση του κυλίνδρου. Αν ήθελε μικρότερο μήκος, περίσσευαν τμήματα του κυλίνδρου, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως συμπλήρωμα σε άλλους κυλίνδρους ή, τοποθετούμενα το ένα επάνω στο άλλο και διπλωμένα στη μέση, να πωλούνται ως τεύχη. Τα τεύχη αυτά, φθηνότερα οπωσδήποτε, απεδείχθη και ότι ήταν πολύ πιο εύχρηστα από τους κυλίνδρους. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού συνετέλεσε στην παραμέριση των κυλίνδρων και στην καθιέρωση αυτής της μορφής χειρογράφων, διότι τώρα αυξήθηκε αλματωδώς ο αριθμός εκείνων, που επιθυμούσαν να έχουν ένα βιβλίο, ειδικά τώρα ένα αντίτυπο της Βίβλου, η καθημερινή ανάγνωση της οποίας απαιτούσε ευκολία στην εύρεση των επιθυμητών αναγνωσμάτων. Στην τελική φάση της διαμορφώσεως αυτής της μορφής χειρογράφων, κάθε τεύχος απετελείτο από ισομεγέθη φύλλα παπύρου, ή περγαμηνής (και αργότερα χάρτου), τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο και διπλωμένα στη μέση. Το τεύχος ονομάζεται τετράδιο, αν τα φύλλα είναι ως συνήθως τέσσερα, τριάδιο αν είναι τρία, πεντάδιο αν είναι πέντε κ.ο.κ. Πολλά τεύχη, το ένα πάνω στο άλλο, αποτελούν έναν κώδικα (από το λατινικό codex ή caudex =συγγραφή, βιβλίο), που είχε τη μορφή του σημερινού βιβλίου. Ο κώδιξ συνήθως έχει κάλυμμα στις δύο πλευρές του, από ξύλο συνήθως επενδεδυμένο με δέρμα. Το κάλυμμα στερεώνεται στο βιβλίο με ένα χονδρό νήμα, τον στάχυ, με τον οποίο είναι ραμμένα και τα τεύχη μεταξύ τους. Ο κώδιξ αυτός λέγεται εσταχωμένος. Τα δύο καλύμματα μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους, όταν είναι κλειστός ο κώδιξ, με μία πόρπη. Διαλελυμμένοι κώδικες σώζονται με την μορφή των φύλλων. Μεμονωμένα φύλλα γενικώς ή τμήματά τους, που περιέχουν μέρος ενός μεγαλυτέρου κειμένου, λέγονται σπαράγματα, λατινιστί fragmenta (=θραύσματα, από το frango =θραύω). Μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας τα χειρόγραφα προχωρούν τη θέση τους στα έντυπα. Τα έντυπα των πρώτων χρόνων (έως το 1500) από την εφεύρεση της τυπογραφίας λέγονται αρχέτυπα (λατιν. incunabula, από το in cunabula=oro λίκνο, ενν. τής τυπογραφικής τέχνης), ενώ όσα είναι παλαιότερα των εκατό ετών από εμάς λέγονται παλαίτυπα. Ως προς το περιεχόμενο τώρα, τα χειρόγραφα μπορεί να περιέχουν τα βιβλία της Κ. Διαθήκης σε συνεχές κείμενο, ή να περιέχουν τις ευαγγελικές και Αποστολικές περικοπές που αναγινώσκονται στην Εκκλησία. Στη δεύτερη περίπτωση ονομάζονται εκλογάδια, ευαγγελιστάρια ή λεξιονάρια, από το λατινικό lectio που σημαίνει ανάγνωσμα. Αν περιέχουν το κείμενο των Αποστολικών περικοπών ειδικότερα, λέγονται πραξαπόστολοι (Πράξεις των Αποστόλων και Αποστολικές περικοπές). Σημειωτέον ότι, σχεδόν όλα τα εκλογάδια είναι μικρογράμματα.
Σημειώσεις 1. Στη σύγχρονη εποχή έχουμε αναβίωση των παλαιών αυτών πρακτικών με την παράνομη κυκλοφορία και διακίνηση απαγορευμένων κειμένων (samizdat) στη Σοβιετική Ένωση για λόγους κοινωνικής ανάγκης. 2. Historia naturalis 13, 68 κ. ε. 3. «Τας βίβλους διφθέρας καλέουσιν από του παλαιού οι Ίωνες», Ηρόδ. 5,58.
|
Δημιουργία αρχείου: 8-4-2015.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-1-2022.