Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Επιστήμη

Η ανυπαρξία αποδείξεων για οτιδήποτε * Αποδείξεις και εμπειρίες * Η (αυτο-)αναίρεση τού Θετικισμού (Positivismus) * Το αναπόδεικτο του Θεού * Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός της Μέρος 1ο

Μέρος Β'

Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα

Παραγωγική λογική, επαγωγική λογική και διαψευσιμότητα

Στέφανος Βαμβάκος

 

Αναδημοσίευση από: https://www.kathimerinifysiki.gr

Στο προηγούμενο γράμμα (Η Επιστήμη δεν αποδεικνύει τίποτα | Μέρος Α) πιάσαμε το θέμα των «αποδείξεων» και πώς αυτές αντιμετωπίζονται μέσα στην επιστήμη. Μιλήσαμε για την παραγωγική λογική, για το «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» του Ντεκάρτ και για το πώς δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ πραγματικά σίγουροι ότι δεν είμαστε απλώς εγκέφαλοι στο κενό που ονειρεύονται ότι είναι άνθρωποι.

Ακόμα όμως και αν μπορούσαμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, και πάλι δεν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την επιστήμη για να αποδείξουμε οτιδήποτε. Ένας από τους βασικούς λόγους γι' αυτό είναι οι τύποι λογικής που χρησιμοποιούμε για να κάνουμε επιστήμη, οι οποίοι αναφέρθηκαν και στο προηγούμενο γράμμα: Η παραγωγική και η επαγωγική λογική. Η πρώτη χρησιμοποιείται κυρίως σε πειράματα για τον έλεγχο υποθέσεων και η δεύτερη για να διατυπώσουμε γενικά συμπεράσματα, υποθέσεις και θεωρίες.

 

Εξάγοντας συμπεράσματα

Οι παραγωγικοί συλλογισμοί ξεκινούν από κάτι γενικό και, μέσω αληθινών προκειμένων, καταλήγουν σε κάτι επίσης αληθινό. Το συμπέρασμα αποτελεί υποπερίπτωση ή εξειδίκευση μιας αρχικής θέσης που τίθεται ως γενικός κανόνας. Το παράδειγμα με το τρίγωνο στο προηγούμενο γράμμα ήταν ένας τέτοιος παραγωγικός συλλογισμός. Άλλο ένα παράδειγμα είναι το παρακάτω.

Προκείμενη 1: Ο Προκόπης είναι άνθρωπος.

Προκείμενη 2: Οι άνθρωποι είναι θνητοί.

Συμπέρασμα: Ο Προκόπης είναι θνητός.

 

Στην παραγωγική λογική, αν οι προκείμενες είναι αληθείς και δεν υπάρχει κάποιο λογικό σφάλμα, το συμπέρασμα είναι αληθές. Σε αντιδιαστολή, οι επαγωγικοί συλλογισμοί ξεκινούν από κάτι ειδικό και επιδιώκουν (με κυμαινόμενη επιτυχία) να το γενικεύσουν.

Προκείμενη 1: Ο Προκόπης είναι θηλαστικό.

Προκείμενη 2: Οι γάτες είναι θηλαστικά.

Συμπέρασμα: Ο Προκόπης είναι γάτος.

Ο Προκόπης θα μπορούσε να είναι γάτος. Θα μπορούσε όμως να είναι και άνθρωπος ή πίθηκος ή κάποιο από τα υπόλοιπα χιλιάδες άλλα θηλαστικά που υπάρχουν.

Όπως είναι προφανές, η διαφορά των συμπερασμάτων μέσω της παραγωγικής και της επαγωγικής συλλογιστικής είναι ποιοτική. Η πρώτη καταλήγει σε συμπεράσματα που είναι αληθή. Η δεύτερη, σε συμπεράσματα που είναι πιθανώς αληθή. Οι προκείμενες στο παράδειγμα με τα θηλαστικά υποστηρίζουν το συμπέρασμα αλλά δεν το κατοχυρώνουν.

Ένα από τα πράγματα που κάνει συχνά η επιστήμη είναι οι γενικεύσεις μέσω της επαγωγικής λογικής. Αυτό συμβαίνει γιατί ένα συμπέρασμα που ισχύει μόνο για το πείραμα που το παρήγαγε δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο. Θέλουμε να ξετρυπώσουμε τις θεμελιώδεις ιδιότητες της φύσης και του σύμπαντος και, πάνω σ' αυτές, να χτίσουμε ένα γνωσιακό οικοδόμημα κατανόησης της πραγματικότητας. Έτσι, η επιστήμη βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην επαγωγική λογική για να διατυπώσει θεωρίες και υποθέσεις, για να αναγνωρίσει μοτίβα και να παρέχει εξηγήσεις σε ένα ανώτερο επίπεδο από αυτό του μεμονωμένου πειράματος.

Για παράδειγμα. Έστω ότι κάνουμε την υπόθεση πως η ύλη αποτελείται από επιμέρους δομικούς λίθους. Αυτοί οι δομικοί λίθοι θα μπορούσαν να είναι μοναδικοί για κάθε αντικείμενο - για παράδειγμα, εγώ, ο Στέφανος, θα μπορούσα να αποτελούμαι από εξωτικά σωματίδια που δε συναντώνται πουθενά αλλού στη φύση πέρα από το ίδιο μου το σώμα και θα ονομάσω στεφάνι-α. Η καρέκλα θα μπορούσε να αποτελείται από καρεκλόνι-α και το λάπτοπ από λαπτόπι-α. Όμως, στην επιστήμη συνήθως αναζητούμε την απλότητα - τον κοινό παρονομαστή που μπορεί να εξηγήσει τον μεγαλύτερο αριθμό φαινομένων. Το καλό με την προηγούμενη υπόθεση (και με όλες τις επιστημονικές υποθέσεις) είναι πως είναι ελέγξιμη, μπορούμε, δηλαδή, να τη βάλουμε κάτω απ' το μικροσκόπιο. Εξετάζοντας ένα μεγάλο δείγμα αντικειμένων που δίνουν με συνέπεια τα ίδια αποτελέσματα (η ύλη δεν αποτελείται από εξωτικά στεφάνι-α και καρεκλόνι-α και λαπτόπι-α αλλά από άτομα, που με τη σειρά τους αποτελούνται από πανομοιότυπα ηλεκτρόνια, πρωτόνια και νετρόνια), μπορούμε με ασφάλεια να διαμορφώσουμε την υπόθεση πως οι δομικοί λίθοι της ύλης (τουλάχιστον της ύλης που συναντάμε στην καθημερινότητά μας γιατί μπορούν να υπάρξουν κι άλλες μορφές σε ακραίες συνθήκες - λυπάμαι, ποτέ, τίποτα δεν είναι τόσο απλό στη φύση) είναι τα άτομα. Αυτός είναι ένας επαγωγικός συλλογισμός καθώς πηγαίνουμε από το ειδικό «η ύλη που εξετάσαμε αποτελείται από άτομα» στο γενικό «όλη η ύλη, ακόμη και αυτή που δεν έχουμε εξετάσει, αποτελείται από άτομα».

Αφού έχουμε την υπόθεση, μπορούμε στη συνέχεια να την ελέγξουμε μέσω της παραγωγικής λογικής. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πάρουμε ένα τυχαίο κομμάτι ύλης και να κάνουμε ένα πείραμα συγκεκριμένων προδιαγραφών που θα μας φανερώσει αν το κομμάτι αποτελείται όντως από άτομα. Στη συνέχεια, βλέπουμε τι άλλο προβλέπει μια τέτοια υπόθεση, τι προεκτάσεις έχει. Αν οι παρατηρήσεις συμφωνούν με τις προβλέψεις της υπόθεσης, τότε αρχίζει να χτίζεται μια θεωρία: Η ατομική θεωρία της ύλης. Η επιστήμη, έτσι, περιλαμβάνει μια απρόσκοπτη μετάβαση από την επαγωγική στην παραγωγική λογική και αντίστροφα, αλλά λόγω των επαγωγικών βημάτων τα γενικότερα συμπεράσματα έχουν πάντα έναν βαθμό αβεβαιότητας.

 

Η επιστήμη δεν αποδεικνύει τίποτα, μπορεί όμως να διαψεύσει πράγματα

Η ιδέα της διαψευσιμότητας προέρχεται από το έργο του Καρλ Πόπερ, ενός από τους επιδραστικότερους σύγχρονους φιλοσόφους της επιστήμης, και έχει να κάνει συγκεκριμένα με τις επιστημονικές θεωρίες και υποθέσεις. Ο Πόπερ ήταν βαθιά προβληματισμένος ως προς τη φύση των επιστημονικών θεωριών και κατά πόσο υπάρχει οποιοσδήποτε τρόπος να επιβεβαιωθεί ένα επαγωγικό συμπέρασμα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, ξανά, την ατομική θεωρία. Θα αρκούσε ένα πείραμα που επιβεβαιώνει ότι ένα τυχαίο αντικείμενο αποτελείται από άτομα, για να επιβεβαιώσει το γενικευμένο συμπέρασμα πως όλη η ύλη αποτελείται από άτομα; Φυσικά και όχι. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένας τρόπος κάτι τέτοιο να μπορεί να ελεγχθεί με απόλυτη βεβαιότητα - πέρα από το να εξετάζαμε ίσως όλα τα αντικείμενα στο σύμπαν, ένα προς ένα.

Όμως! Ένα τέτοιο πείραμα, ενώ δεν μπορεί να επιβεβαιώσει πέραν πάσης αμφιβολίας την ατομική θεωρία της ύλης, μπορεί μάλλον να τη διαψεύσει. Η διάψευση είναι, σχετικά, εύκολη - αρκεί να βρούμε μόλις ένα αντικείμενο που μοιάζει με ύλη και συμπεριφέρεται σαν ύλη αλλά δεν αποτελείται από άτομα. Το θέτω κατ' αυτόν τον τρόπο («μοιάζει με ύλη, συμπεριφέρεται σαν ύλη») γιατί εδώ κάποιος θα μπορούσε να παίξει με τους ορισμούς. Θα μπορούσε να πει, αν ένα αντικείμενο δεν αποτελείται από άτομα τότε εξ ορισμού δεν είναι ύλη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ίσως η σκοτεινή ύλη, καθώς συμπεριφέρεται, εν μέρει, σαν ύλη (αλληλεπιδρά βαρυτικά με την υπόλοιπη «κανονική» ύλη) αλλά δε μοιάζει με αυτή και (μάλλον) δεν αποτελείται από τα γνωστά υποατομικά σωματίδια που συγκροτούν τα άτομα. Ο ισχυρισμός «η ύλη αποτελείται από άτομα, αλλά ό,τι δεν αποτελείται από άτομα δεν είναι ύλη» είναι μάλλον κάποια ταυτολογία και για να την αποφύγουμε πρέπει να ορίσουμε την ύλη ανεξάρτητα από τη θεωρία μας, γιατί σε διαφορετική περίπτωση δε θα μπορούσε να διαψευστεί ποτέ. Ύλη, λοιπόν, είναι οτιδήποτε έχει μάζα και καταλαμβάνει χώρο.

Ο Πόπερ υποστήριξε σθεναρά (και, σε μεγάλο βαθμό, σωστά) πως η διαψευσιμότητα πρέπει να είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επιστήμης. Μια επιστημονική θεωρία ή υπόθεση δεν μπορεί να θεωρείται επιστημονική, είπε, αν δεν υπάρχει τρόπος να διαψευσθεί. Η αστρολογία, η ομοιοπαθητική και άλλες παρόμοιες ψευδοεπιστημονικές πρακτικές είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πολλοί αστρολόγοι διατείνονται ότι κάνουν επιστήμη, όμως ποτέ, κανένας τους, δεν έχει προτείνει ένα πείραμα που θα μπορούσε να διαψεύσει την αστρολογία.

Το θέμα της διαψευσιμότητας έχει από μόνο του μεγάλο ενδιαφέρον, ειδικά από τη στιγμή που υπάρχουν φωνές μέσα στην επιστημονική κοινότητα που θεωρούν πως η ιδέα είναι πια ξεπερασμένη, αλλά και διαφορετικές προσεγγίσεις στη φιλοσοφία της επιστήμης, όπως αυτή του Τόμας Κουν. Όμως, όπως είμαι σίγουρος ότι μαντεύετε ήδη, όλα αυτά είναι μια ιστορία για κάποια άλλη στιγμή.

 

Δεν είναι μειονέκτημα, είναι πλεονέκτημα

Η επιστήμη είναι μια εγγενώς σκεπτικιστική διαδικασία. Οι επιστήμονες εκπαιδεύονται ώστε να αναγνωρίζουν τους περιορισμούς στα πειράματα και τα συμπεράσματά τους και αυτό τους αναγκάζει να παραμένουν (όσο περισσότερο γίνεται) ανοιχτόμυαλοι. Ακόμα όμως και αν οι ίδιοι οι επιστήμονες, ως άτομα, δεν είναι ιδιαίτερα ανοιχτόμυαλοι, η επιστήμη δεν είναι οι επιστήμονες, αλλά αυτό που αναδύεται από τη συλλογική προσπάθεια εκατομμυρίων ανθρώπων από διαφορετικά σημεία του πλανήτη και από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα. Εφόσον η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα τόσο ιερό στην επιστήμη που να μην μπορεί να αμφισβητηθεί - χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οποιαδήποτε παλαβή ιδέα είναι εξίσου σημαντική ή χρήσιμη με καλώς θεμελιωμένες θεωρίες. Ο Κάρλ Σέιγκαν έλεγε «Οι εντυπωσιακοί ισχυρισμοί απαιτούν εντυπωσιακά τεκμήρια» και είχε δίκιο: Αν θέλεις να υποστηρίξεις πως η ύλη δεν αποτελείται από άτομα, πως η Γη δεν περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο και πως η εξέλιξη δε συμβαίνει στη φύση, τότε καλά θα κάνεις να προσκομίσεις πολύ ισχυρές και εξαιρετικές ενδείξεις που πλαισιώνουν τον ισχυρισμό σου, ακριβώς όπως κάνουν οι ήδη καθιερωμένες θεωρίες.

Αντιθέτως, κάθε θρησκεία που έχει ποτέ υπάρξει, παρέχει ένα σύνολο βασικών αρχών που είναι υπεράνω κάθε αμφισβήτησης και οι πιστοί της είναι απολύτως πεπεισμένοι πως οι αρχές αυτές είναι ολοκληρωτικά αληθείς - κάτι που βέβαια δεν μπορεί να ισχύει για όλους τους πιστούς, όλων των θρησκειών, αφού η κάθε θρησκεία υποστηρίζει πως αυτή και μόνο αυτή κατέχει την Αλήθεια και όλοι οι υπόλοιποι, πιστοί ή μη, είναι παραπλανημένοι. Αυτού του είδους η δογματική και αδιαμφισβήτητη σκέψη είναι που η επιστήμη αποφεύγει με το να μην αποδεικνύει ποτέ τίποτα. Αν παραδεχτείς ότι τίποτα δεν μπορεί να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα, τότε μόλις παραδέχτηκες ότι μπορεί να κάνεις λάθος για τα πάντα. Μόλις το αποδεχτείς αυτό, συνειδητοποιείς ότι πρέπει να είσαι ανοιχτόμυαλη απέναντι σε κάθε νέο στοιχείο. Και το να είσαι ανοιχτόμυαλη δε σημαίνει πως είσαι πρόθυμη να δεχτείς οτιδήποτε χωρίς ενδείξεις. Σημαίνει πως είσαι πρόθυμη να δεχτείς να εξετάσεις τις νέες ενδείξεις όταν, και αν, αυτές προκύψουν, μέσα από την επιστημονική διαδικασία.

Δημιουργία αρχείου: 1-4-2024.

Τελευταία μορφοποίηση: 1-4-2024.

ΕΠΑΝΩ