Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ελληνικότητα, Ιστορικά θέματα και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Λόγοι άρνησης Ελληνικότητας Ρωμαίων και Χριστιανών * Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία * Η Ελληνική καταγωγή τής Ρώμης * Η "Βυζαντινή" συνείδηση τών απελευθερωμένων Ελλήνων * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Ρήγας, Φιλικοί, 1821 και εθνική ταυτότητα ή… ‘φούνταις σμερδαλέαις’. Μέρος 3o: οι Απάτες (β) * Η καταγωγή του Ευγένιου Βούλγαρη, η δήθεν «εφεύρεση» της Εικονομαχίας και άλλες … ‘φούνταις σμερδαλέαις’ * Δέκα μικροί μύθοι για το 1821: μια απάντηση σε όσους ταλαιπωρούν την ελληνική ιστορία * Η συμφωνία ‘ητικής’ και ‘ημικής’ αντίληψης ότι τα ‘ρωμαϊκά’ στοιχεία του Βυζαντίου έχουν γραικικά/ελληνικά χαρακτηριστικά

Η ταυτότητα των βυζαντινών:

απαντήσεις σε διαστρεβλώσεις (β΄)

Μέρος 12o

Papyrus 52

 

Περιεχόμενα

 

 Συνεχίζουμε τα κείμενα για το ζήτημα της ταυτότητας των Βυζαντινών με απαντήσεις σε συγκεκριμένα εθνομηδενιστικά επιχειρήματα ή με προσθήκες σε προηγούμενα άρθρα μας.

 

1. Ονόμασε την Κων/πολη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος χαράν πάντων «των Ελλήνων»;

Στην πρώτη ενότητα, θα ασχοληθούμε με ένα απόσπασμα από την τελευταία ομιλία του Κων/νου Παλαιολόγου, του «Μαρμαρωμένου βασιλιά», η οποία εκφωνήθηκε «την μοιραίαν παραμονήν της καταστροφής»[1], δηλ. στις 28 Μαΐου 1453, μία ημέρα πριν την Άλωση της Πόλης.

Στην παρακάτω εικόνα βλέπουμε το επίμαχο τμήμα της ομιλίας, έτσι όπως την παραδίδει το λεγόμενο «Μέγα Χρονικό» (Chronicon Majus) του ψευδο-Σφραντζή[2]:

 

[ CSHB 39 (ed. Bekker), Bonn 1828, σελ. 271,276 ]

 

Για ποιον λόγο όμως αμφισβητείται από κάποιους η αυθεντικότητα της φράσης «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων» και ιδιαίτερα η χρήση του εθνωνυμίου «Έλληνες» για τους Βυζαντινούς;

Σε πρώτο επίπεδο, η αντίθεση σχετίζεται με την επιστημονική έρευνα η οποία σχεδόν ομόφωνα αποδέχεται ότι το «Μέγα Χρονικόν» (Chronicon Majus) δεν είναι δημιούργημα του ίδιου προσώπου (Γεωργίου Σφραντζή) που έγραψε το «Μικρό Χρονικό» (Chronicon Minus). Η «θεμελιώδης μελέτη, δι’ ής αμφισβητείται η πατρότης του Majus»[3] δημοσιεύτηκε στα 1935[4] και από τότε έως σήμερα το θέμα της γνησιότητας έχει επιλυθεί σε βαθμό που αποτελεί πλέον εγκυκλοπαιδική γνώση[5].

Στο ζήτημα της νοθείας του «Μεγάλου Χρονικού» εμπλέκεται ασφαλώς το όνομα του Μακαρίου Μελισσηνού, για τον οποίο οφείλουμε να πούμε ότι στις σχετικές συζητήσεις καταγράφεται μόνο ως πλαστογράφος και αδικείται (ως ένα βαθμό βεβαίως) η συνολική δράση του, καθώς ήταν και ένα σημαίνoν πρόσωπο στον πρώιμο επαναστατικό αναβρασμό της υπόδουλης Ελλάδας.

Καθώς το 1571, «η νίκη της Ναυπάκτου αναστατώνει τις ψυχές των Ελλήνων» και τους γεμίζει ελπίδες απελευθέρωσης[6], ο Μακάριος Μελισσηνός (γόνος αρχοντικής οικογένειας και τότε επίσκοπος Μονεμβασίας), μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ξεσηκώνουν τους Πελοποννησίους σε επανάσταση, οι ενέργειες τους όμως προδόθηκαν στους Τούρκους και το εγχείρημα είχε τραγικό τέλος[7]. Τότε, ένα μέρος του πληθυσμού κλείνεται στη Μάνη και τα δύο αδέλφια συντηρούν με δικά τους έξοδα ένα ισχυρό στρατιωτικό σώμα για άμυνα[8], περιμένοντας την εξωτερική βοήθεια ώστε να συνεχίσουν τον αγώνα. Μάταια όμως, διότι ο ξένος στόλος αντιμετώπισε προβλήματα, δεν έφτασε ποτέ η βοήθεια και οι Μανιάτες διασκορπίσθηκαν για να σωθούν.

Τότε οι Μελισσηνοί διέφυγαν στο εξωτερικό. Εκεί, πλαστογράφησαν διάφορα κείμενα για ν’ αποδείξουν στους δυτικούς ηγεμόνες την δήθεν ένδοξη καταγωγή τους, γεγονός που τους εξασφάλισε μια άνετη διαβίωση εκτός Ελλάδας[9] (αρχικά στην Ισπανία και κατόπιν στην Ιταλία). Ένα από τα νοθευμένα αυτά κείμενα, ήταν και το «Χρονικό» του Σφραντζή.

 

Όμως, κλείνοντας την παρένθεση για τους Μελισσηνούς, ας κρατήσουμε στη σκέψη μας το εξής που γράφει ο καθ. Νικόλαος Τωμαδάκης για το «Μέγα Χρονικόν»:

«Εγράφη υπό διαφόρων χειρών και εις διαφόρους αιώνας, ώστε ούτε η γλώσσα, ούτε η σύνταξίς του είναι ενιαίαι»[10].

Για τον λόγο αυτό, είναι λάθος να απαξιώνουμε ολόκληρο το «Μέγα Χρονικό» ή να το συνδέουμε αποκλειστικά με τον 16ο αιώνα και τον Μελισσηνό. Σύμφωνα με τον Herbert Hunger οι περιγραφές που σχετίζονται με την Άλωση δίνουν την εντύπωση καταγραφής από αυτόπτη:

 

 

[ Hunger Herbert, «Βυζαντινή Λογοτεχνία», τόμ. Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σελ. 354 ]

 

Σε κάθε περίπτωση, όπως γράφει ο Νικ. Τωμαδάκης δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούμε στην πλήρη απόρριψη του «Μεγάλου Χρονικού», διότι οι πληροφορίες που δεν δικαιολογούν σκόπιμη πλαστογράφηση, θα μπορούσαν να προέρχονται από αξιόλογες πηγές:

 

[ Τωμαδάκης Νικόλαος, «Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453)», ανατύπωση 2ης έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993 (c1953), σελ. 163 ]

 

Κατά συνέπεια, ως προς το τρίτο βιβλίο που μας ενδιαφέρει εδώ, δεν είναι δυνατόν να απορρίψουμε συλλήβδην τις πληροφορίες του ως πλαστογραφίες:

 

[ Τσιόπας Ζήσης, «Η Βυζαντινή Πελοπόννησος υπό τους παλαιολόγους» (μεταπτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 29 ]

 

Δεν πρέπει λοιπόν να αδικούμε κάποιον που χρησιμοποιεί ως αυθεντική τη φράση «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων» αφού όπως βλέπουμε στα παρακάτω τεκμήρια, καλοί ιστορικοί την επικαλούνται στα έργα τους[11].

Ένα παράδειγμα είναι ο Νίκος Σβορώνος ο οποίος μάλιστα πλαισιώνει την αναφορά με άλλες μαρτυρίες της εποχής που δείχνουν ότι το «Έλλην» αποτελούσε ένα αποδεκτό εθνωνύμιο για τους Βυζαντινούς:

 

[ Σβορώνος Νίκος, «Το Ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού»,
Πόλις, Αθήνα 2004, σελ. 77
]

Επίσης βλέπουμε τη φράση από τη Χρύσα Μαλτέζου στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτικής Αθηνών):

 

[ ΙΕΕ Θ΄, σελ. 282 ]

 

Την οποία παραθέτει και ο Κων/νος Άμαντος:

 

[ Άμαντος Κωνσταντίνος, «Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων από του ενδεκάτου αιώνος μέχρι του 1821», Τόμ. Α΄ (1071-1571), Αθήναι 1955, σελ. 114 ]

 

Όπως και ο Κ.Θ. Δημαράς:

 

[ Δημαράς Θ. Κ., «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 7η έκδ., Ερμής, Αθήνα 1998, σελ. 83 ]

 

 Για να μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε κάποια συμπεράσματα ως προς την αυθεντικότητα της φράσης του ψευδο-Σφραντζή, θα πρέπει καταρχάς να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν τρία κείμενα που μνημονεύουν την τελευταία ομιλία του Κων/νου Παλαιολόγου:

1) Του Λατίνου αρχιεπισκόπου Λεονάρδου του Χίου που παραθέτει την ομιλία σε σύντομη μορφή στα λατινικά[12] (βλ. και PG 159,938D-939D), με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1453. Η μαρτυρία του θεωρείται αξιόπιστη[13].

 

2) Η δεύτερη διατύπωση της ομιλίας[14], με αρκετά σημεία μεταφρασμένα κατά γράμμα από το λατινικό κείμενο του Λεονάρδου, περιέχεται στο λεγόμενο «Χρονικό περί των Τούρκων Σουλτάνων», αγνώστου συγγραφέα, το οποίο χρονολογείται στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα και βρίσκεται στον υπ. αριθ. 111 Βαρβερινό ελληνικό κώδικα της βιβλιοθήκης του Βατικανού.

 

3) Τέλος, σε εκτενέστερη και λυρικότερη μορφή παραθέτει την ομιλία ο ψευδο-Σφραντζής[15] (βλ. και CSHB 39 [1828], σελ. 271-276) στο «Μέγα Χρονικόν», το οποίο υπέστη επεξεργασία γύρω στα 1573-1575 από τον Μακάριο Μελισσηνό[16].

 

Ας επικεντρωθούμε τώρα στις πηγές που θα μας βοηθήσουν να βρούμε τη γνήσια διατύπωση του Κων/νου Παλαιολόγου, ξεκινώντας με το κείμενο του Λεονάρδου. Βλέπουμε εδώ τα αποσπάσματα του λατινικού κειμένου, μαζί με μια αγγλική μετάφραση και μια απόδοση στα ελληνικά των κυριότερων σημείων:

Παρακάτω βλέπουμε τα παράλληλα αποσπάσματα όπως έχουν παρατεθεί στον ψευδο-Σφραντζή και στο «Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων»:

Ποιο ήταν λοιπόν το εθνωνύμιο που πιθανότερα χρησιμοποίησε για τους Βυζαντινούς ο Παλαιολόγος στην τελευταία του ομιλία και το οποίο ο Λεονάρδος μετέφρασε ως «Graecorum»; Ήταν το «Ελλήνων» που μας λέει ο ψευδο-Σφραντζής ή το «Ρωμαίων» που γράφει το «Χρονικό των Σουλτάνων»;

Καταρχάς ο αναγνώστης εύκολα παρατηρεί ότι:

- Ο Λεονάρδος που χρησιμοποιεί το «Graecorum», παραθέτει και την διήγηση με το ιππικό των Ρωμαίων.
- Ο ψευδο-Σφαντζής που χρησιμοποιεί το εθνωνύμιο «Ελλήνων», επίσης καταγράφει την αναφορά στους ηττημένους «Ρωμαίους».
- Αντιθέτως, ο συγγραφέας του Χρονικού που χρησιμοποιεί το όνομα «Ρωμαίων», είναι ο μόνος που χρειάστηκε να αφαιρέσει εντελώς το παράδειγμα με τους «τρομαγμένους Ρωμαίους» (το οποίο θα έπρεπε να βρίσκεται στο κόκκινο διακεκομμένο πλαίσιο που επισημαίνουμε στην εικόνα).

 

Με λίγα λόγια λοιπόν, ως προς το ζήτημα που εξετάζουμε, ο ανώνυμος του Χρονικού των Σουλτάνων είναι ο λιγότερο αξιόπιστος όλων διότι γνωρίζουμε ότι σε πολλά αποσπάσματα μεταφέρει πιστά το κείμενο του Λεονάρδου, αλλά όχι στο συγκεκριμένο.

Υπάρχει μια εύλογη αιτία για την αφαίρεση του επεισοδίου: επειδή προτιμά για τους Βυζαντινούς το όνομα «Ρωμαίοι», παρεμβαίνει και αλλάζει το εθνωνύμιο «Έλληνες/Γραικοί» που βλέπει στον Λεονάρδο. Όμως, εξαιτίας του ομόηχου, δημιουργείται ένα οξύμωρο σχήμα ανάμεσα στα «δύναμη των Ρωμαίων» και «μην μιμηθείτε τους τρομοκρατημένους Ρωμαίους» της προηγούμενης παραγράφου, και αυτό οδηγεί τον συγγραφέα σε δεύτερη αλλοίωση του κειμένου του Λεονάρδου.

Να προσθέσουμε εδώ ότι η φράση «μην μιμηθείτε τους Ρωμαίους που άφησαν να τρομοκρατηθεί το ιππικό τους από τους Καρχηδονίους» φανερώνει την ειλικρίνεια του Λεονάρδου, διότι είναι μια ενοχλητική διατύπωση για τους Λατίνους που θα διαβάσουν τη διήγηση, αφού θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των λατινο-Ρωμαίων. Αυτό μας βεβαιώνει ακόμα περισσότερο ότι ο Λεονάρδος κατέγραψε αξιόπιστα την ομιλία διότι δεν αφαίρεσε τα «αρνητικά» από τη μετάφραση του.

Από εκεί και πέρα, ως προς το «Graecorum» της μετάφρασης θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι ο Παλαιολόγος μίλησε για «Γραικούς», όμως για τον αιώνα αυτόν είναι πιο απίθανο: στον 14ο και 15ο αιώνα το ‘ημικό’ εθνωνύμιο «Έλληνες» εμφανίζεται συχνά ενώ το «Γραικός» όχι τόσο, επειδή χρησιμοποιείται κυρίως από τους Λατίνους ως ‘ητικό’ ενάντια στους Βυζαντινούς. Άλλωστε, έχουμε και ένα τεκμήριο του 1449 που δείχνει ότι ο Παλαιολόγος αποδέχεται το εθνωνύμιο «Έλληνες», αλλιώς ο Μιχαήλ Αποστόλης δεν θα το ανέφερε σε ομιλία ενώπιον του Αυτοκράτορα:

 

Ας δούμε τώρα και την εκδοχή, ο Παλαιολόγος να είπε «Ρωμαίοι» και ο Λεονάρδος να το άλλαξε σε «Graecorum» με την υποτιμητική έννοια του Γραικοί=αιρετικοί που χρησιμοποιούσαν οι Λατίνοι.

Θεωρούμε πως αυτό είναι το πλέον απίθανο διότι διαβάζοντας ολόκληρη την ομιλία βλέπουμε πως ο Λεονάρδος δεν παρεμβάλλει καμία υποτιμητική χροιά στο κείμενο. Άλλωστε, η λατινική μετάφραση βάζει στα χείλη του Παλαιολόγου τέσσερις φορές τον όρο «Χριστιανοί» με τη μορφή ‘Christianissimi’, ‘Christanos’ ή ‘Christianorum’ οπότε αν ο Λεονάρδος ήθελε να υποτιμήσει τους βυζαντινούς, θα είχε πολλές ευκαιρίες να χρησιμοποιήσει πλάγιο λόγο και να μετατρέψει τα «Χριστιανός» του Παλαιολόγου σε «Γραικός» ώστε  οι βυζαντινοί να δηλώνονται ως «αιρετικοί» και όχι ως ισότιμοι Χριστιανοί με τους Λατίνους.

Επιπλέον, για το γεγονός ότι το «Graecorum» έχει τη θέση εθνωνυμίου και όχι τη σημασία του «αιρετικοί χριστιανοί», μας βεβαιώνει και η επίμαχη φράση:

«[Η Κων/πολη] η καταφυγή όλων των Χριστιανών [‘Christianorum’] και η προστάτιδα όλων των Ελλήνων/Γραικών [‘Graecorum’]».

 

Όπως βλέπουμε, θα ήταν αδύνατον στην αρχή της φράσης οι βυζαντινοί ν’ αναφέρονται ως ισότιμοι με τους Λατίνους Χριστιανοί [‘Christianorum’] και μετά από… πέντε λέξεις να υβρίζονται ως «αιρετικοί» [‘Graecorum’].

Αυτά επιβεβαιώνουν πως το ‘Christianorum’ σημαίνει Χριστιανοί και το μοναδικόGraecorum’ που εμφανίζεται στην πηγή είναι το εθνωνύμιο «Έλληνες» που χρησιμοποίησε ο Παλαιολόγος για τους Βυζαντινούς, το οποίο ο συγγραφέας του Χρονικού των Σουλτάνων το άλλαξε σε «Ρωμαίους».

Έτσι, στην δραματικότερη στιγμή της ιστορίας του Βυζαντίου, το «Έλληνες» αποτέλεσε το υπερήφανο όνομα με το οποίο καλούνταν άρχοντες, κλήρος, λαός και στρατός να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων για την πατρίδα τους.

 

2. Η ελληνορωμαϊκή ταυτότητα στον Ιωάννη Καμινιάτη (10ος αι.)

Ο Ιωάννης Καμινιάτης ήταν ένας Θεσσαλονικιός κληρικός που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στην Άλωση της πόλης από τους Σαρακηνούς το έτος 904. Το έργο του «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης» πηγάζει από προσωπική γνώση των γεγονότων και θεωρείται μια αξιόπιστη πηγή[17].

Ως προς το ζήτημα της βυζαντινής ταυτότητας οι πληροφορίες δεν είναι πολλές στις περιγραφές του Καμινιάτη, όμως είναι χαρακτηριστικές. Παρά ταύτα, οι παρεξηγήσεις σχετικά με τα γραφόμενα του είναι ακόμα πιο… εντυπωσιακές διότι ψάχνοντας στη βιβλιογραφία για το έργο του, διαπιστώσαμε ότι κάθε συγγραφέας φιλτράρει με έναν δικό του τρόπο ακόμα και τα προφανή:

 

Ο Καμινιάτης, πράγματι, στο χωρίο 11.3-5 επιτίθεται στους ψευδείς μύθους και τις «ανόητες δεισιδαιμονίες» της ελληνικής γραμματείας. Ταυτόχρονα όμως, κάποιος που θα διαβάσει ολόκληρο το έργο και θα δει την υπερηφάνεια που νιώθει ο Καμινιάτης για το υψηλό επίπεδο της παιδείας στη Θεσσαλονίκη, είναι αδύνατον να θεωρήσει ότι ο συγγραφέας καταδικάζει την αρχαία ελληνική γραμματεία! Όταν γράφαμε για τα χαμηλού επιπέδου σχόλια του Καλδέλλη περί «ντεκαφεϊνέ» ελληνιστών Πατέρων, είχαμε δείξει ότι ο Μ. Βασίλειος έκανε για τον Όμηρο παρόμοια σχόλια με τον… Πλάτωνα ενώ χειρότερα όλων ήταν τα σχόλια του Ηράκλειτου. Μήπως ο Πλάτωνας και ο Ηράκλειτος καταδίκαζαν την αρχαία ελληνική γραμματεία; Ο Καμινιάτης γνωρίζει ότι μία μόνο παιδεία υπήρχε στο Βυζάντιο, η ελληνική παιδεία. Αυτήν εγκωμίασε ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αυτή σπούδασαν οι τρεις Ιεράρχες ή οι τρεις Καππαδόκες, αυτή σπούδασαν οι μεγαλύτεροι Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν η άρνηση του Καμινιάτη προς την ειδωλολατρία να παρουσιάζεται ως «καταδίκη» της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ειδικά μετά από όσα γράφει στο χωρίο 10.1-3.

 

Ως προς την ταυτότητα γενικότερα, η μελέτη του έργου του Καμινιάτη δείχνει ότι προτιμά το όνομα «ρωμαίος» και οπωσδήποτε το Χριστιανός. Είναι όμως σίγουρο ότι γνωρίζει τη σχέση της πατρίδας του με τον ελληνισμό:

α) Δηλώνει υπερήφανος που έχει ως πατρίδα του τη Θεσσαλονίκη την οποία ονομάζει «πρώτη των Μακεδόνων» (3,2) και βεβαίως εννοεί των αρχαίων Μακεδόνων διότι η πόλη ανήκει στο Θέμα Θεσσαλονίκης[18], και όχι στο Θέμα Μακεδονίας, άρα το «μακεδόνων» δεν αφορά Θεματικό πληθυσμό (για να προλάβουμε τα εθνομηδενιστικά τεχνάσματα που παρουσιάσαμε στο προηγούμενο άρθρο…). Και βεβαίως είχαμε δείξει ότι οι Βυζαντινοί γνώριζαν καλά πως το όνομα Μακεδόνας/Μακεδονία αφορά περιοχές και λαό που ήταν ελληνικά και σχετίζονταν με τον Μ. Αλέξανδρο (βλ. ΕΔΩ, όπου στη συνέχεια απαντάμε στον Στουραΐτη για τα περί Μ. Αλεξάνδρου).

β) Είναι επίσης σημαντικό ότι ο Καμινιάτης τοποθετεί στο παρελθόν της πόλης, κατοίκους που ήταν εθνοτικά Έλληνες οι οποίοι μάλιστα είναι θαμμένοι εκεί (17,6). Επιπλέον όμως γνωρίζει και την εξέλιξη της ιστορίας: η Θεσσαλονίκη ήταν πόλη ειδωλολατρική που σταδιακά εγκατέλειψε την αρχαία πίστη για χάρη της Ορθοδοξίας (3,5) όμως η ελληνική καταγωγή (πόλη ‘των Μακεδόνων’) εξακολουθεί να είναι παράγοντας υπερηφάνειας και στο παρόν.

 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει και μια μυθική παραλλαγή της εισβολής των Περσών στην Αρχαία Ελλάδα, την οποία παρεμβάλλει ο Καμινιάτης στο χωρίο 8,4 αναφερόμενος σε «παλιά φήμη», σύμφωνα με την οποία ο Ρωμαίος αυτοκράτορας(!) για να προστατέψει τη Θεσ/νίκη από την επίθεση των πλοίων του… Ξέρξη(!) περιέφραξε πρόχειρα το λιμάνι.

Τα δεδομένα που προκύπτουν απ’ αυτή την παραδοξολογία είναι τα εξής:

Η φήμη αναφέρεται σε προστασία της Θεσσαλονίκης με αφορμή την επίθεση του Ξέρξη «κατά της Ελλάδος». Για να δημιουργηθεί μια ιστορία που να είναι πειστική ως προς τον κίνδυνο που διέτρεχε η Θεσσαλονίκη, θα πρέπει η πόλη να εντάσσεται μέσα στο γεωγραφικό εύρος της επίθεσης. Από τη στιγμή όμως που η πόλη είναι εκτός Θέματος Ελλάδος αυτό σημαίνει ότι η διήγηση, με τη φράση «κατά της Ελλάδος», αναφέρεται στην Αρχαία Ελλάδα. Μάλιστα η ένταξη της Θεσσαλονίκης στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας ταιριάζει απόλυτα με τη μαρτυρία του Καμινιάτη για Έλληνες κατοίκους της πόλης αυτής των «Μακεδόνων».

Κατά συνέπεια, ο μύθος για τον υποτιθέμενο Ρωμαίο αυτοκράτορα που έδωσε τη διαταγή για προστασία από τον Ξέρξη, δείχνει απλώς μια εσφαλμένη αντίληψη ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η Θεσσαλονίκη υπήρχαν από τότε. Δεν έχουμε εδώ κάποια ένδειξη «ελληνικής αμνησίας» αλλά μια πεποίθηση ότι η ρωμαϊκή εξουσία είχε κατακτήσει από τότε την Αρχαία Ελλάδα και έτσι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας φρόντιζε για την άμυνα των Ελλήνων υπηκόων του απέναντι στην «περσική εισβολή».

 Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν, βλέπουμε ένα ελληνορωμαϊκό σχήμα στον Καμινιάτη με την εξής μορφή:

 

Όπως είπαμε ο Καμινιάτης δείχνει να προτιμά το όνομα «ρωμαίος», υποδηλώνει όμως έναν άξονα ταυτότητας που θα την λέγαμε γραικική (παρόμοια δηλ. με τις μαρτυρίες περί γραικών του 8ου, 9ου, 10ου αιώνα) λόγω της μνήμης και της υπερηφάνειας που εκφράζει για τα στοιχεία ελληνικής καταγωγής, ιστορίας και πολιτισμού της Θεσσαλονίκης.

 

3. Σχόλια σε ρητορικές αναφορές βυζαντινών λογίων για δήθεν «εκβαρβάρωση» των Αθηνών

Είναι αλήθεια ότι στη βυζαντινή γραμματεία, συναντάμε κάποιες ρητορικές αναφορές περί «εκβαρβάρωσης» της βυζαντινής Αθήνας και συχνά οι εθνομηδενιστές στηρίζουν εκεί τη θεωρία τους περί «απώλειας» της ελληνικής ταυτότητας στα ελλαδικά εδάφη (την οποία βεβαίως έχουμε διαψεύσει).

Τέτοιες αναφορές συναντάμε στον Ιωάννη Γεωμέτρη (10ος αι., PG 106,922B), στον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αι.) ή στον Μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη (12ος αι.).

Ασφαλώς, αυτή η «εκβαρβάρωση» δεν αφορά ούτε αλλαγή στην πληθυσμιακή σύνθεση, ούτε κάποια «εξαφάνιση των Ελλήνων» από τη «σλαβική εισβολή» του 7ου αιώνα όπως θεώρησαν κάποιοι (η διάψευση ΕΔΩ). Αντιθέτως, όπως γνωρίζουμε από άλλες πηγές και όπως έχει αναλύσει ο καθ. Νικόλαος Τωμαδάκης, τέτοιες αναφορές από λογίους οφείλονταν στο γεγονός ότι δεν συναντούσαν γύρω τους την «λόγιαν αττικήν διάλεκτον»[19]. Ο Μιχαήλ Χωνιάτης έλεγε για τους Αθηναίους, οι πάλαι αττικισταί νυν βαρβαρισταί’ επειδή χρησιμοποιούσαν την δημώδη γλώσσα (και αναφέρει τύπους όπως ‘προβατύλλια’, ‘παιδύλλια’ κ.ά.) αλλά όπως σημειώνει ο Ν. Τωμαδάκης, «τι είναι μή ελληνικόν εξ όσων παραθέτει; Είχε την αξίωσιν να ομιλούν οι επαγγελματίαι των Αθηνών ως λόγιοι του Ε΄ αιώνα;»[20].

Ασφαλώς, η μεσαιωνική Αθήνα δεν είχε καμία σχέση με τη λάμψη της Κλασικής εποχής, ούτε μπορούσε να συγκριθεί με την Κων/πολη ή άλλα μεγάλα κέντρα των γραμμάτων. Όμως, αυτό δεν σημαίνει «εκβαρβάρωση» και υπάρχουν αρκετές ενδείξεις για το αντίθετο:

1) Όπως σημειώνει ο Νικ. Τωμαδάκης, η δύσκολη γλώσσα και το ύφος της κατηχήσεως που χρησιμοποιούσε ο Χωνιάτης στα κηρύγματα του, δείχνουν πως εφόσον οι Αθηναίοι τα κατανοούσαν, «τότε βεβαίως εννοούν ως οι Πανέλληνες την Ελληνικήν γλώσσαν την αττικίζουσαν, την λόγιαν, την εκκλησιαστικήν»[21].

2) Πέραν όμως της «γλωσσικής και υφολογικής δυσκολίας»[22] υπήρχε και το ζήτημα των στοιχείων από την ελληνική μυθολογία που παρενέβαλλε στα κηρύγματα αυτά ο Χωνιάτης το οποίο δείχνει ότι οι ακροατές του «θα εννόουν περί τίνος επρόκειτο»[23].

3) Επίσης, οι Αθηναίοι μετά από τόσους αιώνες συνέχιζαν τη χρήση των «αρχαίων ονομάτων» και «εχρησιμοποίουν αρχαία τοπωνυμία»[24] μαρτυρώντας τη συνέχεια της αρχαιοελληνικής μνήμης. Κατ’ επανάληψη έχουμε αναφέρει ότι τα αρχαία μνημεία αποτελούσαν για Ελλάδα, Μικρασία και Κύπρο ένα καθημερινό σχολείο ιστορίας και υπενθύμισης της προγονικής και εθνοτικής ταυτότητας. Το γεγονός ότι ακόμα και ο Καλδέλλης υποχωρεί μπροστά στην επιρροή των αρχαίων μνημείων, έχει τη σημασία του.

4) Επιπλέον γνωρίζουμε ότι από την Αθήνα κατάγονταν «σοφοί άνδρες» όπως ο Γεώργιος Βαρδάνης ή ο Ιωάννης Χρύσανθος ενώ έζησαν εκεί «ευπαίδευτοι» κληρικοί όπως ο αρχιμανδρίτης Νεόφυτος τον οποίο «αποθανόντα ενεκωμίασεν» ο Χωνιάτης[25].

5) Εκτός των παραπάνω, με αφορμή τη φράση του Μιχαήλ Χωνιάτη «βιβλία […] εν Αθήναις προσεκτησάμην»[26] και βασισμένοι στις παλαιότερες έρευνες του Σπυρίδωνα Λάμπρου για τους Αθηναίους βιβλιογράφους του Μεσαίωνα[27], μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπήρχε στην πόλη ένας αριθμός μορφωμένων ανθρώπων.

 

Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι για τις αντίστοιχες διατυπώσεις του Ψελλού περί «εκβαρβάρωσης», έχουμε την καλύτερη διάψευση από τον… ίδιο (έχουμε ξαναδεί τον Ψελλό να διαψεύδει τις δικές του ρητορικές υπερβολές): αναγνωρίζει ότι, ακόμα κι αν δεν είναι αντάξιοι των πατέρων τους, εντούτοις στα ελλαδικά και μικρασιατικά εδάφη του 11ου αιώνα ζουν οι «γνήσιοι κληρονόμοι» της αρχαίας ελληνικής σοφίας. Αυτό αποτελεί μία ακόμη μαρτυρία για τη μνήμη της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων που θα πρέπει να προστεθεί σε αυτές του 11ου αιώνα.

Επίσης, τα περί «εκβαρβάρωσης» των Αθηναίων που αναφέρουν ο Ιωάννης Γεωμέτρης, ο Ψελλός ή ο Μιχαήλ Χωνιάτης, τα διαψεύδει και ο Νικήτας Χωνιάτης (αδελφός του Μιχαήλ) ο οποίος αποδίδοντας στους κατοίκους το όνομα «ρωμαίοι» μας βεβαιώνει ότι τίποτα το «βάρβαρο» δεν έβλεπαν στη σύνθεση του πληθυσμού:

 

 

4. Τα ελληνικά ήθη των Βυζαντινών στον Ψελλό και τον Γεώργιο Τορνίκη

Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε επικεντρωθεί στη διάψευση των ισχυρισμών ότι οι βυζαντινοί ονόμαζαν μόνο «ρωμαϊκά» τα πολιτισμικά στοιχεία τους. Είχαμε δώσει σαφή δείγματα ότι οι βυζαντινοί διατηρούσαν ταυτόχρονα τη μνήμη προέλευσης και των δύο παραδόσεων της ταυτότητας τους, οι οποίες περιελάμβαναν στοιχεία ρωμαϊκά (κυρίως πολιτειακά) και άλλα στοιχεία (κυρίως πολιτισμικά) για τα οποία χρησιμοποιούσαν και αποδέχονταν το ισοδύναμο όνομα «ελληνικά/γραικικά» όπως γραικών γλώσσα, ελληνογλώσσοις, Ελλήνων παιδεία, γραικών γράμματα, Ελλήνων ήθη, Γραικία, Γραικοί, Έλληνες τω γένει, Ελλήνων παίδες και πολλά άλλα:

 

Όπως βλέπουμε -και τα παραδείγματα είναι πολλά ακόμη- δεν υπάρχει κανένα χαρακτηριστικό της πολιτισμικής ταυτότητας των βυζαντινών για το οποίο να μην είναι αποδεκτό και το όνομα «ελληνικό/γραικικό».

Ως προς αυτό λοιπόν θα προσθέσουμε δύο ακόμη μαρτυρίες που αφορούν τα βυζαντινά ήθη με την ευρύτερη σημασία του όρου, συμπεριλαμβανομένων της νοοτροπίας, της συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης:

 

 

Στα παραπάνω παρατηρούμε μία ακόμα αυτοαναίρεση του Ψελλού η οποία μας βεβαιώνει για την αγάπη που είχε στα πομπώδη ρητορικά σχήματα: στη μαρτυρία της προηγούμενης ενότητας, προκειμένου να εγκωμιάσει τον Ιωάννη Ιταλό έφτασε στο σημείο να μιλήσει για δήθεν «ελληνίζοντες βαρβάρους» ενώ τώρα ξεκάθαρα διαχωρίζει τα ελληνικά/ελληνότροπα ήθη που επικρατούν σε όλα τα εδάφη του Βυζαντίου -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- από τα βαρβαρικά ήθη που επικρατούν στις περιοχές εκτός Βυζαντίου! Όπως βλέπουμε, τα βυζαντινά ήθη έχουν «σεμνόν όνομα» το οποίο δεν είναι «ρωμαϊκά» αλλά «ελληνικά»…

Όσο για τον Γεώργιο Τορνίκη, διακρίνει τους βάρβαρους -ανάμεσα στους οποίους και οι Λατίνοι- από τους βυζαντινούς τους οποίους καλεί με το εθνωνύμιο «Έλληνες». Εκτός όμως αυτού, προσδιορίζει ως ελληνική ακόμα και τη «γνώμην» τους (δηλ. τη σκέψη και τη συμπεριφορά τους) καθώς σε αντίθεση με τους βάρβαρους, οι βυζαντινοί αγαπούν την ειρήνη, είναι εκ φύσεως ελεύθεροι και εραστές των τεχνών.

Πρόκειται για δύο ακόμα μαρτυρίες που αναιρούν τις φαντασιώσεις περί «ρωμαϊκής ταυτότητας άνευ ελληνισμού».

 

 

5. Μια εξωφρενική απάτη: οι εθνομηδενιστές «ανακάλυψαν» υπεράσπιση του… «παπικού πρωτείου» στη βυζαντινή νομοθεσία του 9ου αιώνα!

Κλείνουμε το σημερινό μας άρθρο με μια απίστευτη… κοτσάνα που έγραψε πριν λίγες ημέρες ο σμερδιάκωφ την οποία διαβάσαμε και δεν πιστεύαμε στα μάτια μας:

 

Μα υπάρχει άνθρωπος που πιστεύει ότι στη βυζαντινή νομοθεσία υπάρχει νομοθετική διάταξη που επικυρώνει το… «παπικό πρωτείο»;!

Πρέπει όμως να ξεκινήσουμε από τα βασικά: όταν κάποιος χρησιμοποιεί παγιωμένες εκφράσεις όπως «Ανατολικό ζήτημα», «Ψυχρός Πόλεμος» κ.λπ., δεν μπορεί να τις ερμηνεύει κατά βούληση αλλά οφείλει να γνωρίζει την κοινώς αποδεκτή σημασία τους για να υπάρχει κοινός τόπος συνεννόησης. Όταν μιλάμε για το μεγάλο αγκάθι στις σχέσεις των Εκκλησιών που έχει το όνομα «παπικό πρωτείο» αναφερόμαστε στην επιδίωξη, εκ μέρους των Λατίνων, άσκησης απόλυτης διοικητικής εξουσίας επί όλων των Εκκλησιών της οικουμένης, κάτι που για την Ορθόδοξη Εκκλησία είχε απορριφθεί από Πατέρες και Οικουμενικές Συνόδους πέρα από  κάθε αμφισβήτηση. Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, από τη στιγμή που η ίδια η Ρώμη δέχεται ότι το πρωτείο εξουσίας που διεκδικεί, βασίζεται στον Απόστολο Πέτρο, τα πράγματα είναι απλά: «ο Πέτρος είχε μεν ιδιάζουσαν και εξαιρετικήν θέσιν μεταξύ των αποστόλων, αλλ’ η θέσις των άλλων αποστόλων προς αυτόν δεν ήτο θέσις υποταγής ή διοικητικής ή άλλης εξαρτήσεως»[28] (βλ. και ΕΔΩ μια σειρά απαντήσεων επί του όλου θέματος).

Αυτό ακριβώς ίσχυε και για τις Εκκλησίες και το διδακτικό και ηθικό κύρος που αναγνωριζόταν στην Εκκλησία της Ρώμης ουδέποτε έγινε αποδεκτό ως πρωτείο εξουσίας, όσο κι αν το ήθελαν οι Λατίνοι. Νομικά όργανα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν και παρέμειναν οι Σύνοδοι, προπάντων οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Με βάση αυτό, είναι εύκολο για τον καθένα να διαπιστώσει πως ουδέποτε υπήρξε αποδοχή κάποιου πρωτείου εξουσίας κι ας το ονειρεύονταν οι Ρωμαιοκαθολικοί:

α) Καταρχάς, αν το Βυζάντιο και η Εκκλησία αναγνώριζαν διοικητικό πρωτείο εξουσίας, θα έπρεπε να είχε προεδρεύσει ο Πάπας ή αντιπρόσωπός του στις επτά Οικουμενικές Συνόδους το οποίο όμως δεν συνέβη.

β) Επίσης δεν ήταν δυνατόν να ισχύει καθεστώς «πρωτείου εξουσίας» τη στιγμή που ο Πάπας και ολόκληρη η Δύση έλαβαν το Ιερό Σύμβολο της Πίστεως από την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στην Κων/πολη στην οποία συμμετείχαν 150 ανατολικοί επίσκοποι και ούτε ένας από τη Δύση.

 γ) Και βεβαίως, επειδή το παπικό πρωτείο εξουσίας είναι συνδεδεμένο με το παπικό Αλάθητο, θυμίζουμε ότι η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος (680/1) καταδίκασε τον Πάπα Ονώριο ως αιρετικό και επικύρωση της καταδίκης καταγράφτηκε στον α΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691/2) ενώ ο αναθεματισμός κατά του Πάπα Ονωρίου επαναλήφθηκε και στον Όρο Πίστεως της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλ. και ΕΔΩ για τη σχετική βιβλιογραφία και τις πηγές).

 

Για την Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν, η ορολογία που συναντάμε στα προ του Σχίσματος κείμενα αφορά αποκλειστικά και μόνο το λεγόμενο «πρωτείο τιμής» το οποίο είναι μια παράδοση που κρατά από την εποχή που η Εκκλησία της Ρώμης βρισκόταν στην πρωτεύουσα του κράτους. Γι’ αυτό άλλωστε μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη οι ισορροπίες άλλαξαν και ο 28ος Κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου ανέτρεψε και επίσημα τις φαντασιώσεις του επισκόπου Ρώμης, επιβεβαιώνοντας την Ιερά Παράδοση που απέρριπτε κάθε πρωτείο εξουσίας:

Στην παραπάνω εικόνα βλέπουμε τα εξής:

α) Το κείμενο των Βασιλικών το πετσόκοψε ο σμερδιάκωφ διότι στο 5.3.2 και στην αρχή του 5.3.3. φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται απλώς για μια πολιτειακή νομοθεσία, αλλά για ρύθμιση που βασίζεται στους Κανόνες των επτά Οικουμενικών Συνόδων! Ακριβώς δίπλα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται τα ίδια στην παλαιότερη Νεαρά του Ιουστινιανού μόνο που τότε είχαν πραγματοποιηθεί τέσσερις Οικουμενικές Σύνοδοι. Όμως, και οι δύο διατάξεις έχουν γραφτεί μετά την επικύρωση του 28ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που μας ενδιαφέρει εδώ. Γι’ αυτό λοιπόν ο σμερδιάκωφ δεν παρέθεσε πλήρη τα κείμενα, διότι θα φαινόταν πως η νομοθεσία βασίζεται στις Οικουμενικές Συνόδους κι έτσι όλοι θα αντιλαμβάνονταν ότι είναι κωμικό να ισχυριστεί κάποιος ότι το συνοδικό σύστημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας επικυρώνει το… παπικό πρωτείο εξουσίας.

β) Επιπλέον, τα «ίσα πρεσβεία» που αναφέρει ο 28ος Κανόνας αυτομάτως μας βεβαιώνουν ότι το εδάφιο 5.3.3 των Βασιλικών αναφέρεται στο λεγόμενο «πρωτείο τιμής» το οποίο ουδέποτε αρνήθηκε η Ορθόδοξη Εκκλησία στην περίοδο προ του Σχίσματος. Οι δύο παραπομπές στους ιστορικούς Ιωάννη Αναστασίου[29] και Βλάσιο Φειδά[30] επιβεβαιώνουν όσα προείπαμε.

 

Σημειώσεις


[1] Ζώρας Γεώργιος, «Αι Τελευταίαι προ της Αλώσεως Δημηγορίαι Κων/νου του Παλαιολόγου και Μωάμεθ του Πορθητού», ΕΕΦΣΑ 9 (1958-1959), σελ. 516.

[2] «Η μορφή του ονόματος του ιστορικού ‘Φραντζής’, που ήταν πολύ διαδεδομένη, προέρχεται από τη δυτική παράδοση. Η σωστή εκδοχή όμως, όπως παραδίδεται στα χειρόγραφα, είναι Σφραντζής» (βλ. Hunger Herbert, «Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η Λόγια Κοσμική Γραμματεία των Βυζαντινών», τόμ. Β', ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σελ. 351, σημ. 246).

[3] Τωμαδάκης Νικόλαος, «Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453)», ανατύπωση 2ης έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993 (c1953), σελ. 138, σημ. 1.

[4] Πρόκειται για το άρθρο: Jean B. Falier-Papadopoulos, «Phrantzes est-il reellement l'auteur de la grande chronique qui porte son nom?», στο «Actes du IVe Congres International des Etudes Byzantines», Sofia 1935 I, σελ. 177-189.

[5] Βλ. π.χ. λήμμα «Σφραντζής Γεώργιος» στο «Εικονογραφημένο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πάπυρος-Larousse», εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2003, σελ. 1679β: «Η ονομασία ‘Φραντζής’, με την οποία ήταν παλαιότερα γνωστός, είναι εσφαλμένη, όπως και η απόδοση τού Χρονικού στον ίδιο».

[6] Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τόμ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 1968, σελ. 256.

[7] Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία …», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 257.

[8] Κόκκινος Διονύσιος, «Η Ελληνική Επανάστασις», τόμ. Α΄, 6η έκδ., Μέλισσα, Αθήνα 1974, σελ. 50α.

[9] Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία …», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 264.

[10] Τωμαδάκης Νικόλαος, «Περί Αλώσεως …», ό.π.

[11] Ο καθ. Ιω. Καραγιαννόπουλος, γράφει: «Και τα δύο χρονικά [Minus και Majus] αξιόπιστοι και σημαντικαί πηγαί διά τους 13ον, 14ον και ιδία 15ον αιώνας» (‘Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας’, 5η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 435).

[12] Βλ. Ζώρας Γεώργιος, «Αι Τελευταίαι προ της Αλωσεως Δημηγορίαι…», ΕΕΦΣΑ 9 (1958-1959), σελ. 518-520. Βλ. και αγγλική μετάφραση στο: Nicol M. Donald, «The Immortal Emperor, The Life and Legend of Constantine Palaiologos, Last Emperor of the Romans», Cambridge University Press, UK 1992, σελ. 67-68.

[13] Nicol M. Donald, «The Immortal Emperor… », ό.π., σελ. 67.

[14] Βλ. Ζώρας, ό.π., σελ. 524-525.

[15] Βλ. Ζώρας, στο ίδιο, σελ. 520-523.

[16] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 435.

[17] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας», 5η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 250.

[18] Βλ. Σταυρίδου-Ζαφράκα Αλκμήνη, «Τα θέματα του μακεδονικού χώρου. Το Θέμα Θεσσαλονίκης ως τις αρχές του 10ου αι.», Βυζαντινά 19 (1998), σελ. 165.

[19] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι αι Αθήναι επί Μιχαήλ Χωνιάτου;», ΕΕΦΣΠΑ Ζ΄ (1956), σελ. 99.

[20] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», ό.π., σελ. 97.

[21] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», ό.π., σελ. 99.

[22] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», ό.π., σελ. 97.

[23] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», ό.π., σελ. 98.

[24] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», ό.π., σελ. 99.

[25] Ν.Β. Τωμαδάκη, «Ήσαν βάρβαροι…;», στο ίδιο.

[26] Foteini Kolovou (ed.), «Michaelis Choniatae epistulae», CFHB 41, W. de Gruyter, Berlin 2001, σελ. 238.

[27] Βλ. α) Λάμπρος Σπυρίδων, «Αθηναίοι βιβλιογράφοι και κτήτορες κωδίκων κατά τους μέσους αιώνας και επί Τουρκοκρατίας», Παρνασσός 6 (1902), σελ. 159-218 και β) Λάμπρος Σπυρίδων, «Συμπληρώματα εις τους Αθηναίους βιβλιογράφους και κτήτορας κωδίκων κατά τους μέσους αιώνας και επί Τουρκοκρατίας», Παρνασσός 8 (1904), σελ. 49-62.

[28] Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, «Αι Εκκλησιολογικαί θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως Δογματικόν πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου», εν Αθήναις 1969, σελ. 53.

[29] Αναστασίου Ιωάννης, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α΄, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 333-334.

[30] Φειδάς Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία», τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 839.

Δημιουργία αρχείου: 21-5-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 21-5-2018.

ΕΠΑΝΩ