Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και οι Πράξεις των Αποστόλων υπό το φως της αρχαιολογικής έρευνας * Ερμηνεία Αγίας Γραφής * Αποδείξεις αξιοπιστίας * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα * Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η «Πηγή των Λογίων» (ή αλλιώς, πηγή «Q») * Η χρονολόγηση και η επιβεβαίωση τών κειμένων τής Καινής Διαθήκης * Ο επίλογος του κατά Μάρκον Ευαγγελίου * Εισαγωγή στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο. Μαρτυρίες, χρόνος, έρευνες * Τεκμηρίωση ότι ο Λουκάς έγραψε πράγματι το ευαγγέλιό του και τις Πράξεις
Η Γέννηση του Χριστού στους αποστόλους Παύλο και Ιωάννη Ο «ιστορικός Ιησούς» στα κείμενα του αποστόλου Παύλου Θ. Ι. Ρ. |
Μία από τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί τα νεότερα χρόνια, μέσα στη γενικότερη προσπάθεια ιστορικής διερεύνησης των αρχών του χριστιανισμού, είναι ότι οι απόστολοι Παύλος και Ιωάννης, οι πολυγραφότεροι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, αγνοούσαν την άποψη ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε «εκ Παρθένου» ή τη γνώριζαν, αλλά την απέρριπταν, και συνεπώς η ιδέα αυτή είναι «επινόηση» των ευαγγελιστών Ματθαίου και Λουκά.
Η άποψη αυτή, κατά τη γνώμη μας, είναι αστήρικτη, γιατί προϋποθέτει ότι στον αρχέγονο χριστιανισμό υπήρχαν διαφορετικές αποστολικές παραδόσεις, που αγνοούσαν ή απέρριπταν η μία την άλλη, οι οποίες ωστόσο αιφνιδίως συνέκλιναν και εναρμονίστηκαν τόσο, χωρίς καμία αντίδραση από τους οπαδούς τους, ώστε οι πρώτοι μετά από τους αποστόλουςχριστιανοί συγγραφείς να τις γνωρίζουν και να τις αποδέχονται όλες ως μία ενιαία παράδοση. Έτσι βλέπουμε π.χ. τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας να αναφέρεται στην εκ Παρθένου σύλληψη και γέννηση του Κυρίουκαι στο αστέρι από το κατά Ματθαίον (Ιγνατίου, προς Εφεσίους, κεφ. 9, 2 – 10[*]), ενώ παραθέτει συχνά και από τον Παύλο (π.χ. αμέσως πριν, Εφεσίους 9, 1, από Α΄ Κορινθ. 1, 18-24) και από το κατά Ιωάννην, π.χ. προς Μαγνησιείς 6, 1 και 8, 2, Φιλαδελφείς 7, 1 κ.α.· βλέπουμε τον άγιο Πολύκαρπο, μαθητή του Ιωάννη, στις επιστολή του προς Φιλιππησίους να παραπέμπει συχνά στις επιστολές του Παύλου, τον άγιο Κλήμεντα Ρώμης να παραπέμπει και στον Παύλο και στα ευαγγέλια και τον Παπία Ιεραπόλεως, μαθητή του Ιωάννη, να αποδέχεται το κατά Ματθαίον και να ιστορεί τα της συγγραφής του (και του κατά Μάρκον). Συν τοις άλλοις, από τους υποστηρικτές της άποψης των πολλών αντίθετων παραδόσεων υποτίθεται ότι ο απόστολος Παύλος αποδέχεται παράδοση, που διαφοροποιείται και διαφωνεί με του φίλου και συνεργάτη του (Κολοσσαείς 4, 14, Β΄ Τιμόθεον 4, 11, Φιλήμονα στ. 23), του Λουκά. Σημειωτέον ότι η εκ Παρθένου γέννηση του Μεσσία δεν ήταν κάποιος καινοφανής μύθος των χριστιανών, αλλά προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε στο άρθρο Γιατί οι Εβραίοι δεν πιστεύουν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Μεσσίας και ιδιαίτερα από το κεφάλαιο "Η Παλαιά Διαθήκη κάνει ισχυρή αναφορά ότι ο Μεσσίας θα είναι υιός του Θεού". Συνεπώς, πρέπει να θεωρήσουμε αυτονόητο ότι όλοι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης (και γενικά οι απόστολοι) συμφωνούν στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως συμφωνούν και οι μεταποστολικοί συγγραφείς, που έχουν ωστόσο στο υπόβαθρό τους τις ευαγγελικές διηγήσεις. Εκτός αυτού όμως, συγκεκριμένα στα κείμενα των αποστόλων Παύλου και Ιωάννη υπάρχουν σημεία, που πιθανόν αποτελούν νύξεις ή αναφορές στα γεγονότα της γέννησης του Χριστού ή πάντως προδίδουν γνώση τους.
[*] «…ο γαρ θεός ημών Ιησούς ο Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ ̓ οικονομίαν θεού εκ σπέρματος μεν Δαυείδ, πνεύματος δε αγίου· ος εγεννήθη και εβαπτίσθη, ίνα τω πάθει το ύδωρ καθαρίση. Και έλαθεν τον άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας και ο τοκετός αυτής, ομοίως και ο θάνατος του κυρίου· τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία θεού επράχθη. πώς ουν εφανερώθη τοις αιώσιν; αστήρ εν ουρανώ έλαμψεν υπέρ πάντας τους αστέρας, και το φώς αυτού ανεκλάλητον ην και ξενισμόν παρείχεν η καινότης αυτού, τα δε λοιπά πάντα άστρα άμα ηλίω και σελήνη χορός εγένετο τω αστέρι, αυτός δε ην υπερβάλλων το φως αυτού υπέρ πάντα· ταραχή τε ην, πόθεν η καινότης η ανόμοιος αυτοίς. όθεν ελύετο πάσα μαγεία και πας δεσμός ηφανίζετο κακίας· άγνοια καθῃρείτο, παλαιά βασιλεία διεφθείρετο θεού ανθρωπίνως φανερουμένου εις καινότητα αϊδίου ζωής· αρχήν δε ελάμβανεν το παρά θεώ απηρτισμένον. ένθεν τα πάντα συνεκινείτο διά το μελετάσθαι θανάτου κατάλυσιν» (Ιγνατίου, προς Εφεσίους, κεφ. 9, 2 – 10, από εδώ: https://el.orthodoxwiki.org).
Ο απόστολος Παύλος Στον απόστολο Παύλο, αν και δεν έχουμε ξεκάθαρη αναφορά και όσα γράψουμε κινούνται περισσότερο στα πλαίσια της υπόθεσης, επισημαίνουμε δύο τέτοια σημεία. α) Προς Γαλάτας, κεφ. 4, στίχοι 4-5: «ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν». Για πολύ καιρό θεωρούσα ότι η φράση «γενόμενον εκ γυναικός» δεν είναι παρά εβραϊκός ιδιωματισμός, που χρησιμοποιείται και από τον Κύριο, όταν λέει «αμήν λέγω υμίν, ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του βαπτιστού· ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία των ουρανών μείζων αυτού εστίν» (Ματθ. 11, 11) ή «λέγω γαρ υμίν, μείζων εν γεννητοίς γυναικών προφήτης Ιωάννου του βαπτιστού ουδείς εστιν· ο δε μικρότερος εν τη βασιλεία του Θεού μείζων αυτού εστί» (Λουκ. 7, 28).Στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε τον ίδιο ιδιωματισμό: Ιώβ κεφ. 11, στίχοι 2 και 12, κεφ. 14, 1, κεφ. 15, 14, («τις γαρ ων βροτός, ότι έσται άμεμπτος, ή ως εσόμενος δίκαιος γεννητός γυναικός;»), κεφ. 25, 4, Σοφία Σειράχ 10,18, («ουκ έκτισται ανθρώποις υπερηφανία, ουδέ οργή θυμού γεννήμασι γυναικών»)· παραθέσαμε δύο από τους στίχους δειγματοληπτικά. Παρατηρούμε όμως ότι σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις γίνεται αναφορά σε «γεννητούς» γυναικός, ενώ ο Παύλος γράφει «γενόμενον», όχι «γεννώμενον», δηλ. ότι «έγινε» άνθρωπος εκ γυναικός ο Χριστός, όχι απλώς ότι «εγεννήθη» ή «ετέχθη». Γι’ αυτό το λόγο, θεωρώ πλέον τον συγκεκριμένο στίχο σαφή αναφορά στην εκ Παρθένου γέννηση του Κυρίου. β) Α΄ Κορινθίους 11, 8-12: «ου γαρ εστίν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός· και γαρ ουκ εκτίσθη ανήρ διά την γυναίκα, αλλά γυνή διά τον άνδρα. (…) πλην ούτε ανήρ χωρίς γυναικός ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω· ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ διά της γυναικός, τα δε πάντα εκ του Θεού». Το πρώτο μέρος αυτών των λόγων αναφέρεται σαφώς στη διήγηση της Γενέσεως για τη δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ (διήγηση που φανερώνει την ισοτιμία των δύο φύλων, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, αφού η Εύα δεν πλάστηκε από την κεφαλή ή τα πόδια του Αδάμ, ώστε να είναι ανώτερη ή κατώτερη, αλλά από την πλευρά του). Πού αναφέρεται όμως το δεύτερο μέρος; Πού αναφέρονται δηλαδή οι στίχοι 11-12, «πλην ούτε ανήρ χωρίς γυναικός ούτε γυνή χωρίς ανδρός εν Κυρίω· ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός, ούτω και ο ανήρ διά της γυναικός, τα δε πάντα εκ του Θεού»; Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να αναφέρεται στη φυσική γέννηση κάθε ανθρώπου από πατέρα και μητέρα, γιατί χρησιμοποιεί τη φράση «εν Κυρίω», συνεπώς αναφέρεται σε κάτι που αφορά αποκλειστικά στην καινούργια σχέση Θεού και ανθρώπων, που εγκαινιάστηκε με την ενανθρώπηση του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό, θεωρώ βέβαιον ότι αντιπαραβάλλει τη δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ προς τη σύλληψη και γέννηση του Χριστού διά της Θεοτόκου: «ώσπερ γαρ η γυνή εκ του ανδρός» (εδώ συνεχίζει να αναφέρεται στη δημιουργία της Εύας από την πλευρά του Αδάμ), «ούτω και ο ανήρ διά της γυναικός» (ο Ιησούς Χριστός «εκ των αιμάτων» της Θεοτόκου), «τα δε πάντα εκ του Θεού». Ως μάρτυρες υπερασπίσεως του ισχυρισμού μου επικαλούμαι τον χαρακτηρισμό από τον απόστολο Παύλο του Ιησού Χριστού ως «έσχατου Αδάμ» (στην ίδια επιστολή, Α΄ Κορινθίους 15, 45) και την αντιπαραβολή της σημασίας αυτών των δύο για την απώλεια και τη σωτηρία των ανθρώπων (Ρωμαίους 5, 12-21, Α΄ Κορινθίους 15, 22). Η αντιπαραβολή της δημιουργίας της Εύας εκ του Αδάμ και της σύλληψης και γέννησης του Χριστού διά της Θεοτόκου δεν είναι μεμονωμένος «μετεωρίτης», αλλά αξιοποιείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως επιχείρημα υπέρ της ισοτιμίας των δύο φύλων: «Κατά τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο με τη γέννηση του Νέου Αδάμ από τη Νέα Εύα έκλεισε ο κύκλος της δημιουργίας του ανθρώπου και θεμελιώθηκε θεολογικά η ισότητα των δύο φύλων, ώστε να μην αυταπατάται το ανδρικό (“ίνα μη μέγα φρονήση ο Αδάμ”) ότι το γυναικείο γένος “του χρωστάει κάτι” [Εις το γενέθλιον του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, λόγος 2, έκδ. σειρά “Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας” (ΕΠΕ), εκδ. “Γρηγόριος ο Παλαμάς”, Θεσσαλονίκη 1984, τ. 35, σελ. 474-476]» (από το αφιέρωμά μας Η θέση της γυναίκας στον Xριστιανισμό Μέρος 2ο, κεφάλαιο Από την Εύα στην 4η Οικουμενική Σύνοδο). γ) Πρέπει εδώ να προσθέσουμε και τις αναφορές του αποστόλου Παύλου στον «αγενεαλόγητο Μελχισεδέκ» ως τύπο του Χριστού (Εβραίους, κεφ. 5 – 7), καθώς και στον Ψαλμό 2, 7,«υιός μου ει συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Εβρ. 1, 5 και 5, 5) – πρβ. τη χρήση του και στις Πράξεις των αποστόλων 13, 33, πάλι σε ομιλία του Παύλου (εδώ, όπως αντιλαμβάνεστε, υποστηρίζω την παύλεια προέλευση της προς Εβραίους, αν όχι καθ’ υπαγόρευσιν, τουλάχιστον κατά το περιεχόμενο). Ο Μελχισεδέκ, όπως αναφέρεται στη Γένεση, φαίνεται «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών μήτε ζωής τέλος έχων» (Εβρ. 7, 3) και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η σύνδεσή του με τον Ιησού Χριστό, παρότι ο Παύλος χρησιμοποιεί αυτή τη σύνδεση για τη θεμελίωση του αρχιερατικού αξιώματος του Χριστού και όχι με αναφορά στη γέννησή του. Επίσης, ο Ψαλμός 2, 7, υποδηλώνει την εκ Παρθένου γέννηση, επειδή εκεί ο Θεός τονίζει ότι ο Μεσσίας θα είναι δικός Του γιος, δηλ. όχι γιος κάποιου άνδρα. Παρόμοιο νόημα έχει και η χρήση του Β΄ Βασιλειών 7, 14,και Α΄ Παραλειπομένων 17, 13, «εγώ έσομαι αυτώ εις πατέρα, και αυτός έσται μοι εις υιόν» στον ίδιο στίχο της προς Εβραίους 1, 5.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι ο άνθρωπος που έζησε κοντά στη Θεοτόκο μετά τη σταύρωση του Χριστού. Άρα, αν υπήρξε κάτι ασυνήθιστο σχετικά με τη γέννησή Του, είναι και ανθρωπίνως λογικό ότι θα το είχε πληροφορηθεί. Φαίνεται όμως, έστω και αμυδρά, στα κείμενά του να γνώριζε κάτι τέτοιο; Κατ’ αρχάς, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί για την ενανθρώπηση του Χριστού τις φράσεις «σαρξ εγένετο» (Ιω. 1, 14) και «Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα» (Α΄ επιστολή Ιωάννου 4, 2-3), που πολύ απέχουν από το να ταιριάζουν σε κάτι αντίστοιχο με τη φυσική σύλληψη και γέννηση των κοινών ανθρώπων. Εκτός αυτού, γράφει ότι οι χριστιανοί, που γίνονται «τέκνα Θεού», «ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιω. 1, 13). Το τελευταίο πιθανόν να μην έχει σχέση με τη γέννηση του Χριστού, αλλά πιθανότερο ακόμη να έχει σχέση, γιατί ο Χριστός γεννήθηκε μεν «εξ αιμάτων» (έλαβε σάρκα από τη Θεοτόκο, όπως αναφέρεται και την υμνογραφία της Εκκλησίας), αλλά όχι «εκ θελήματος σαρκός, ουδέ εκ θελήματος ανδρός». Η πνευματική γέννηση λοιπόν των χριστιανών έχει ως πρότυπο τη γέννηση του αρχηγού τους, με τον οποίο ενώνονται· εκείνος έγινε υιός ανθρώπου και εκείνοι γίνονται τέκνα Θεού. Μάλιστα η εν σαρκί γέννηση του Χριστού είναι η δεύτερη γέννησή Του, μετά την εκ Πατρός προαιώνια και αΐδια γέννησή Του ως μονογενούς Υιού του Θεού· ομοίως και η πνευματική γέννηση των χριστιανών ως τέκνων Θεού είναι γι’ αυτούς η δεύτερη γέννηση. Το πιο αξιοσημείωτο ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ο Ιωάννης, ενώ αναφέρει ότι ο Ιησούς προέρχεται από τη Ναζαρέτ (Ιω. 1, 46-47), όμως γνωρίζει τη γέννησή του στη Βηθλεέμ και προϋποθέτει ότι και οι αναγνώστες του τη γνωρίζουν: στο κατά Ιωάννην7, 41-43, αναφέρεται ότι κάποιοι από τους ακροατές του Ιησού αναρωτιούνταν «μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται; ουχί η γραφή είπεν ότι εκ του σπέρματος Δαυΐδ και από Βηθλεέμ της κώμης, όπου ην Δαυΐδ, ο Χριστός έρχεται; σχίσμα ουν εν τω όχλω εγένετο δι' αυτόν». Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά τον Ιωάννη, ήταν γνωστή στους αναγνώστες του, αλλιώς προφανώς δεν θα άφηνε ασχολίαστη αυτή τη σοβαρή ένσταση ενάντια στη μεσσιανικότητα του Ιησού. Προϋποθέτει λοιπόν ότι ο Ιησούς γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, εν κρυπτώ, και στη συνέχεια μεγάλωσε στη Ναζαρέτ, ακριβώς όπως γράφουν τα δύο συνοπτικά ευαγγέλια. Πώς όμως γνώριζαν οι αναγνώστες του κατά Ιωάννην αυτό που αγνοούσαν κάποτε οι ακροατές του Ιησού; Είτε από τις διηγήσεις των κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν (με τις οποίες το κατά Ιωάννην φαίνεται να συμφωνεί), είτε επειδή γενικά ήταν κάτι γνωστό στους χριστιανούς, ακόμη και χωρίς τις γραπτές διηγήσεις των ευαγγελίων. Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο πρέπει να προσθέσουμε την αναφορά της Αποκάλυψης του Ιωάννη, κεφ. 12, στη «γυναίκα την περιβεβλημένη τον ήλιο», η οποία φαίνεται να ταυτίζεται με τη Θεοτόκο, όπως παράλληλα και με την Εκκλησία, και η οποία εξυπακούεται ότι παραπέμπει στην εκ Παρθένου σύλληψη και γέννηση του υιού της, αφού σε όλη αυτή τη διήγηση παρατηρείται πλήρης απουσία πατρός. Για το θέμα αυτό, περισσότερα στις αναρτήσεις: Η Παναγία ως "γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιο" της Αποκάλυψης 12/ιβ Η γυναίκα του Αποκάλυψις 12/ιβ, κατά την ερμηνεία των 8 πρώτων αιώνων «Γυνή περιβεβλημένη τον ήλιον»: Η Παναγία ως παράλληλο τής Εκκλησίας στην όραση Από την πρώτη ανάρτηση (κείμενο του καθηγητή Στέργιου Σάκκου) ένα απόσπασμα: «Διαβάζοντας το κεφάλαιο αναγνωρίζω κυρίως τα εξής βιβλικά θέματα, όσον αφορά στην παρουσίασι της Γυναίκας. Πρώτο, βέβαια, δεσπόζει στο κείμενο και καθοδηγεί την ερμηνεία, όπως ήδη ανέφερα, το μεσσιακό χωρίο από το 2ο Ψαλμό για το αρσενικό παιδί, που θα κυβέρνηση όλα τα έθνη με σιδερένιο ραβδί. Δεύτερο, η εικόνα του δράκοντα που εχθρεύεται τη Γυναίκα και το Τέκνο της, αλλά και τα υπόλοιπα τέκνα της, και ζητά να τους αφανίση, χωρίς να το κατορθώση, ανακαλεί στη σκέψι τον προφητικό λόγο του Δημιουργού προς το φίδι-σατανά, όταν οι πρωτόπλαστοι έφευγαν ντροπιασμένοι από τον παράδεισο, το λεγόμενο «πρωτευαγγέλιο»: «Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γέν. 3,15). Τρίτο, η καραδοκία του δράκοντα να καταφάη το Τέκνο της Γυναίκας, μόλις γεννηθή, παραπέμπει στη σπουδή και στη βία του Ηρώδου να σκοτώση το παιδίον Ιησούς αμέσως μετά τη γέννησί του (Μτθ. 2,3-8. 16). Τέταρτο, η φυγή στην έρημο, όπου η Γυναίκα ασφαλίζεται για ωρισμένο χρονικό διάστημα, ενώ πίσω της ξερνά ο δράκοντας ένα ποτάμι νερό για να την πνίξη, θυμίζει, τέλος, τη φυγή της Παναγίας στην Αίγυπτο, όπου ασφαλίσθηκε ο Ιησούς, ενώ πίσω ο Ηρώδης έχυνε ποτάμι το αίμα των νηπίων της Βηθλεέμ, για να τον θανάτωση. Είναι φανερό ότι όλα αυτά τα θέματα συγκλίνουν και μας δείχνουν μία μορφή για το πρόσωπο της Γυναίκας του κεφαλαίου: τη μορφή της Παρθένου Μαρίας. Δεν εξαιρείται σαφώς ούτε και το θέμα του «πρωτευαγγελίου», όπου πρωταγωνιστεί η Εύα, διότι και εκεί, στην οσφύ της Εύας, υπάρχει η Παρθένος, προς την οποία εξ άλλου εφαρμόζεται η προφητεία του Θεού, εφ' όσον το δικό της κυριολεκτικά σπέρμα, ο Μεσσίας, θα σύντριψη τον διάβολο και εφ' όσον προς τον Μεσσία και τους δικούς του υφίσταται η μεγάλη έχθρα του διαβόλου».
Ο «ιστορικός Ιησούς» στα κείμενα του αποστόλου Παύλου Με την ευκαιρία, ας αναφέρουμε ότι έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο απόστολος Παύλος παρουσιάζει τον Ιησού Χριστό σαν ένα υπερβατικό, ανιστορικό πρόσωπο, δεν ενδιαφέρεται για την επίγεια ζωή του και πιθανόν να την αγνοεί εντελώς. Αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Στις επιστολές του αποστόλου βλέπουμε πολλές αναφορές στην επίγεια ζωή του Χριστού. Εκτός από τις προαναφερθείσες, για τη γέννησή Του, ας σταχυολογήσουμε μερικές: Η καταγωγή του εκ σπέρματος Δαβίδ:«περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυΐδ κατά σάρκα» (Ρωμ. 1, 3). «Μνημόνευε Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών, εκ σπέρματος Δαυΐδ, κατά το ευαγγέλιόν μου» (Β΄ Τιμόθεον 2, 8). Η σταύρωσή του (ενδεικτικά):«ου γαρ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον. (…)ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν» (Α΄ Κορινθ. 2, στ. 2 και 8). Η σύλληψή του νύχτα, με προδοσία («παρεδίδετο», πρβ. Ματθ. 10, 4, και κεφ. 26),και η παράδοση της θείας κοινωνίας: «εγώ γαρ παρέλαβον από του Κυρίου ό και παρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρεδίδοτο έλαβεν άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και είπε· λάβετε φάγετε· τούτο μου εστί το σώμα το υπέρ υμών κλώμενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. ωσαύτως και το ποτήριον μετά το δειπνήσαι λέγων· τούτο το ποτήριον η καινή διαθήκη εστίν εν τω εμώ αίματι· τούτο ποιείτε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήναν άμνησιν (στο ίδιο, 11, 23-25). Η σταύρωση, η ταφή, η ανάσταση και οι εμφανίσεις Του: «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς, και ότι ετάφη, και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις αποστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί. (…) ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών. ευρισκόμεθα δε και ψευδομάρτυρες του Θεού ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν» (στο ίδιο, 15, 3-8, 14-15). Η ανάληψη κ.λ.π.: «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄ Τιμόθεον 3, 16). Ολοκληρώνουμε παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την ανάρτηση Ο Σιναϊτικός Κώδικας και τα παραποιημένα αθεο-παγανιστικά κείμενα (κεφ. 5, παράθεση αρ. 11): «Όσο για τον Ιησού, ο ίδιος ο Παύλος λέει ότι γνωρίζει για την επίγεια παρουσία Του (‘’εγνώκαμεν κατά σάρκα Χριστόν’’, Β΄ Κορ. 5,16). Και αυτό είναι λογικό, αφού όπως ο ίδιος ομολογεί, πριν από τη μεταστροφή του ήταν διώκτης των Χριστιανών (Γαλ. 1,13, Α΄ Κορ. 15,9, Φιλιπ. 3:6)! Είναι λοιπόν προφανές ότι θα ήταν και υποχρεωμένος να μάθει τα πάντα για τους «αιρετικούς» και τον Αρχηγό τους ώστε να τους αντιμετωπίζει και να αποδίδει κατηγορίες. Επιπλέον, στις επιστολές του βλέπουμε ότι γνωρίζει πως ο «Ιησούς Χριστός» είναι «υιός Θεού» (Β΄ Κορ. 1,19) και «γυναικός» (Γαλ. 4,4). Γνωρίζει ότι ο Ιησούς ήρθε ως ταπεινός και έζησε ανάλογα (Β΄ Κορ. 8,9) και μάλιστα «ουχ εαυτώ ήρεσεν» (Ρωμ. 15,3). Γνωρίζει τον χαρακτήρα του Χριστού, ότι ήταν πράος και επιεικής (Β΄ Κορ. 10,1) και ότι ποτέ δεν έπραξε το κακό (Β΄ Κορ. 5,21) αλλά αντίθετα, υπέμεινε «ονειδισμούς» (Ρωμ. 15,3). Γνωρίζει επίσης συγκεκριμένες εντολές που άφησε ο Ιησούς προς τους μαθητές Του (Α΄ Κορ. 9,14) και ξέρει πως τη νύχτα πριν παραδοθεί, τέλεσε ένα τελευταίο δείπνο με αυτούς (Α΄ Κορ. 11,23-25). Μάλιστα, ο Παύλος αποδεικνύει ότι είχε φροντίσει να μάθει πολλά για τον ιστορικό Ιησού, αφού μας παραδίδει και ένα Λόγιο Του που δεν το γνωρίζουμε από πουθενά αλλού: «μακάριόν εστιν μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πράξ. 20,35). Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι γνώριζε τα πάντα για τον Ιησού. Άλλωστε πώς θα ήταν δυνατόν να μιλάει διαρκώς για τον Χριστό, να γνωρίζει την οικογένεια Του (Α΄ Κορ. 9,5. Γαλ. 1,19) και να μην έχει ενδιαφερθεί να μάθει κάθε λεπτομέρεια για τη ζωή Του; Θα ήταν εντελώς παράλογο…». ***** Συνεπώς, δεν ισχύει ότι ο απόστολος Παύλος δεν ενδιαφέρθηκε για τον «ιστορικό Ιησού». Αντίθετα, βάσισε τη διδασκαλία του στα ιστορικά γεγονότα του θανάτου και της ανάστασής του, και στα μετά την ανάσταση. Ωστόσο δεν αφηγήθηκε αναλυτικά τη ζωή του Χριστού, γιατί έγραψε τις επιστολές του με σκοπό να δώσει απαντήσεις σε συγκεκριμένα ζητήματα, σε ανθρώπους που ήδη γνώριζαν τα γεγονότα. Το ίδιο ισχύει και για τις επιστολές των λοιπών αποστόλων. Η διδασκαλία του Ιησού Χριστού επίσης είναι γνωστή στον απόστολο Παύλο, εκτός φυσικά αν θεωρήσουμε ότι η περί αγάπης, συγχώρησης, ταπεινότητας κ.λ.π. διδασκαλία του αποστόλου είναι δική του επινόηση και συμπτωματικά ταυτίζεται με όσα φέρεται στα ευαγγέλια να δίδαξε ο Ιησούς. Εντελώς ενδεικτικά: «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε. χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων. το αυτό εις αλλήλους φρονούντες. μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι» (Ρωμ. 12, 14-16 – πρβ. Ματθ. 5, 44, «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς», Λουκ. 14, 11, «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται»). «μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους. ο γαρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε· το γαρ ου μοιχεύσεις, ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ουκ επιθυμήσεις, και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται· πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη.» (Ρωμ. 13, 8-10 – πρβ. Ματθ. 22, 36-40, «διδάσκαλε, ποία εντολή μεγάλη εν τω νόμω; ο δε Ιησούς έφη αυτώ· αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή. δευτέρα δε ομοία αυτη· αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν. εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται»).
Ως επίλογο του παρόντος άρθρου θα ήθελα να επισημάνω ότι, όσο πιο προσεκτικά μελετούμε την Καινή Διαθήκη, αλλά και τους πρώτους μεταποστολικούς συγγραφείς, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει ενότητα σε όσα παρέδωσαν όλοι οι απόστολοι. Οι δήθεν αποστολικές παραδόσεις των γνωστικών, που αποτυπώνονται στα απόκρυφα ευαγγέλια (υπό το όνομα διαφόρων αποστόλων, π.χ. κατά Φίλιππον ευαγγέλιον, κατά Θωμάν κ.λ.π.), ουδέποτε υπήρξαν πραγματικά χριστιανικές, γι’ αυτό και ποτέ δεν έγιναν μέρος της χριστιανικής παράδοσης, όπως ποτέ δεν παρατηρήθηκε σύγκρουση στην πρόσληψη όλων των αποστολικών παραδόσεων που συναντήθηκαν στην Καινή Διαθήκη, παρά τις επουσιώδεις διαφορές (που συχνά είναι συμπληρωματικές) στις λεπτομέρειες κάποιων διηγήσεων. Για το θέμα αυτό παραπέμπουμε στο άρθρο Γιατί εμπιστεύομαι εμπειρικά την αξιοπιστία τής Καινής Διαθήκης, με το οποίο και κλείνουμε το παρόν. Καλή ανάγνωση. |
Δημιουργία αρχείου: 20-1-2021.
Τελευταία μορφοποίηση: 20-1-2021.