Εισαγωγή // Kεφάλαιο 2ο // Περιεχόμενα

 

Παράδοση και Παραδόσεις

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

Η Εκκλησία χωρίς την Αγία Γραφή


Ας δούμε κατ' αρχήν την σχέση Αγίας Γραφής και Εκκλησίας.

Πριν ξεκινήσωμε όμως αξίζει να ακούσωμε μια τοποθέτηση, που κάνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχετικά με την γραπτή παράδοση, και η οποία θα ενδιέφερε και τους προτεστάντες - για διαφορε­τικούς βέβαια λόγους.

2. Λέγει ο Χρυσορρήμων Πατήρ ερμηνεύοντας το κατά Ματθαίον (P.G. 57, 13-15):

Θα έπρεπε να μην εχωμε ανάγκη από την βοήθεια των γραπτών κειμένων, αλλά να εμφανίζωμε τόσο καθαρό βίο, ώστε να ενεργή κατ' ευθείαν στις καρδιές μας η χάρη τον αγίου Πνεύματος. Και όπως τα βιβλία είναι γραμμένα με μελάνι, έτσι θα έπρεπε οι καρδιές μας να είναι γραμμένες με το Πνεύμα. Επειδή όμως απομακρύναμε από εμάς αυτή την χάρη, ας δεχθούμε με χαρά αυτή την δεύτερη πορεία.

Το ότι η προηγούμενη κατάσταση ήταν καλύτερη, φαίνεται και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Στην μεν Παλαιά, ο Θεός δεν απευθυνόταν στους πατριάρχες και στους προφήτες με γραπτά κείμενα, αλλά κατ’ ευθείαν ο ίδιος προσωπικά, γιατί εύρισκε την καρδιά τους καθαρή. Αλλά επειδή οι Εβραίοι έπεσαν σε βυθό κακίας, χρειάστηκαν τα γραπτά κείμενα και τις πλάκες.

Το ίδιο συνέβη και στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Ούτε στους αποστόλους έδωσε κάτι γραπτό ο Θεός, αλλά υποσχέθηκε να τους δώσει αντί για κείμενο την χάρη του αγίου Πνεύματος: «Εκείνος - δηλαδή ο Παράκλητος - διδάξει υμάς πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α ειπον υμίν» (Ιω. 14, 26). Ο Παύλος, επίσης, έλεγε ότι έχω πάρει νόμον «ουκ εν πλαξί λιθίναις, αλλ' εν πλαξί καρδίαις σαρκίναις» (Β΄ Κορ. 3, 3). Επειδή όμως και πάλι οι άνθρωποι παρεσύροντο στο κακό, χρειάστηκε η υπενθύμιση με τα γραπτά κείμενα.

Εννόησε λοιπόν, πόσο μεγάλο κακό είναι, ακόμη και τώρα να μη χρησιμοποιούμε όπως πρέπει το δεύτερο αυτό φάρμακο - ποιοί; εμείς, που οφείλαμε να έχωμε τόσο καθαρή ζωή ώστε να μην έχωμε ανάγκη γραπτών κειμένων.

Αυτά λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Φάρμακο, λοιπόν, για άρρωστους είναι (κατά τον άγιο Ιωάννη) η γραπτή Παράδοση του θείου θελήματος. Και όπως κάθε φάρμακο, έτσι κι αυτό πρέπει να δίνεται με συνταγή ειδικού ιατρού". Με όσα ακολουθούν θα προσπαθήσωμε να αναγνωρίσωμε την ταυτότητα του θεράποντος ιατρού και να μάθωμε από αυτόν τις οδηγίες χρήσεως του φαρμάκου.

Κατ' αρχήν: Tι είναι η Αγία Γραφή; Μήπως είναι ένα βιβλίο, σαν όλα τα άλλα, που θεωρείται φυσικό ότι ο τυχαίος αναγνώστης μπορεί να συλλάβει αμέσως το νόημα του; Μάλλον όχι. Πρόκειται για ένα ιερό βιβλίο, που απευθύνεται πρωτίστως σε πιστούς. Μπορεί βέβαια ο οποιοσδήποτε να το διάβασει σαν ένα λογοτεχνικό έργο. Αλλά είναι αμφίβολο (έως απίθανο) να καταλάβει το σωστό μήνυμά του. Και είναι προφανές ότι η Αγία Γραφή λαμβανομένη ως σύνολο, ως ένα βιβλίο, έχει ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Ο άγιος Ιλάριος λέγει με έμφαση: «Το μήνυμα της Αγίας Γραφής, δεν βρίσκεται στην ξερή ανάγνωσή της αλλά στην κατανόηση της» (non in legendo sed in intelligendo).

Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα βιβλίο, λίγο-πολύ «κλειδωμένο». Ποιος όμως κρατάει το κλειδί; Ποιος μπορεί να το ξεκλειδώσει;

2. Για να δώσωμε απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να ανιχνεύσωμε μαζί με τον Φλωρόφσκι την προέλευση των κειμένων που περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή:

«Είναι προφανές», παρατηρεί ο π. Γεώργιος, «ότι η Γραφή είναι δημιούργημα μιας κοινότητας, τόσο στην παλαιά οικονομία, όσο και στην Χριστιανική Εκκλησία» (Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, έκδ. Πουρναρά, σελ. 9 - 13). Που φαίνεται αυτό;

Απλούστατα φαίνεται στο ότι «η Αγία Γραφή δεν είναι ΣΥΛΛΟΓΗ όλων των διασωθέντων κειμένων, που μιλούν για την αποκάλυψη του Θεού, αλλά ΕΠΙΛΟΓΗ μόνο μερικών εξ αυτών. Ποιών; Αυτών που εγκρίθηκαν και αναγνωρίσθηκαν ως αυθεντικά από την χρήση τους (και μάλιστα την λειτουργική χρήση τους) μέσα σε μια κοινότητα. Σε ποια κοινότητα; Σε μια κοινότητα με συγκεκριμένα στοιχεία ταυτότητας: με ιστορία, με ιεραρχία, με ορατά και επαληθεύσιμα κριτήρια αδιάσπαστης συνέχειας και ενότητας.

Και με ποιο κριτήριο η συγκεκριμένη κοινότητα έκανε την επιλογή των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Προφανώς με το κριτήριο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο  υιός του Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού». Ας θυμηθούμε ότι αυτό το κριτήριο χρησιμοποίησε και ο Ιωάννης, για να κάνει κι αυτός μια αναγκαία επιλογή: «Πολλά μεν ουν και αλλά σημεία εποίησεν ο Ιησούς ενώπιον τών μαθητών αυτού, α ουκ εστί γεγραμμένα εν τω βιβλίω τούτω- ταύτα δε γέγραπται ίνα πιστεύσητε ότι Ιησούς εστίν ο Χριστός ο υιός τού Θεού, και ίνα πιστεύοντες ζωήν έχητε εν τω ονόματι αυτού» (Ιω. 20, 30-31). Υπήρχε επομένως συγκεκριμένος σκοπός που υπαγόρευε αυτήν την επιλογή. Και το ίδιο ισχύει κατά το μάλλον η ήττον για ολόκληρη την Αγία Γραφή.

Άρα, δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο το γεγονός, ότι μια ποικίλη ανθολογία κειμένων διαφορετικών συγγραφέων, διαφόρων εποχών απετέλεσε ενιαίο βιβλίο. Με σκοπό την παράδοση του ενός μηνύματος της μιας αληθείας. Αυτή η ταυτότης του μηνύματος προσδίδει στα διάφορα κείμενα την πραγματική τους ενότητα παρά την ποικιλία την μορφής. Δεν είναι άραγε αξιοπρόσεκτο, ότι παρ' όλο που περιελήφθησαν διάφορες παραδόσεις - π. χ. στα Ευαγγέλια -, η Εκκλησία αντέστη σε όλες τις απόπειρες υποκαταστάσεως των τεσσάρων Ευαγγελίων με ένα σύνθετο Ευαγγέλιο ή μετατροπής των Ευαγγελίων σε ένα «Διατεσσάρων»; Και όλα αυτά, παρ' όλες τις (εντός η εκτός εισαγωγικών) διαφορές των Ευαγγελιστών, με τις οποίες πάλεψε αρκετά για να βγάλει άκρη και ο Αυγουστίνος.

Έγινε λοιπόν επιλογή ορισμένων κειμένων, που εν συνεχεία παραδόθηκαν στους πιστούς, σαν μια εγκεκριμένη ενιαία έκδοση του θείου μηνύματος. Το μήνυμα είναι θείο. Έρχεται από τον Θεό. Αλλά η συγκεκριμένη πιστή κοινότητα είναι εκείνη, που αναγνωρίζει τον κηρυττόμενο λόγο και μαρτυρεί περί της αληθείας του.

4. Αφού λοιπόν η Αγία Γραφή, ως βιβλίο, συνετάγη εντός της κοινότητος της Εκκλησίας και πρωταρχικός της σκοπός ήταν η διδα­σκαλία αυτής της κοινότητος, φυσικό συμπέρασμα είναι ότι: δεν εγέννησε η Αγία Γραφή την Εκκλησία αλλά η Εκκλησία εγέννησε την Αγία Γραφή. Η Εκκλησία είναι η μητέρα και η Αγία Γραφή είναι θυγατέρα της. Γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να διαχωρισθή το βιβλίο αυτό από την 'Εκκλησία.

Να, γιατί είχε απόλυτο δίκιο ο Τερτυλλιανός, όταν δεν ήταν διατεθειμένος να συζητή αμφισβητούμενα θέματα της πίστεως με τους αιρετικούς επί βιβλικής βάσεως. Αφού η Γραφή ανήκει στην Εκκλησία, η προσφυγή των αιρετικών σ' αυτήν είναι παράνομη. Δεν έχουν κα­νένα δικαίωμα πάνω σε ξένη περιουσία. Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημά του στην περίφημη πραγματεία του De praescriptione haereticorum. Όποιος δεν αναγνωρίζει την μητέρα δεν μπορεί να απλώσει τα χέρια του στην θυγατέρα της.

Στο πνεύμα αυτής της προβληματικής κινούμενος και ο αείμνηστος ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος έγραφε: «Ας μας απαντήσουν οι προτεστάντες, σε ποιο μέρος της Καινής Διαθήκης λέγεται ότι τα βιβλία της είναι 27; Ασφαλώς πουθενά! Ποιος λοιπόν σας το είπε; Ασφαλώς η παράδοση της Εκκλησίας, την οποία απορρίπτετε. Ώστε έχετε κόρην άνευ μητρός; Με ποια λογική κρατάτε την θυγατέρα, την Καινή Διαθήκη, και απορρίπτετε την μητέρα της, την Παράδοση και αυθεντία της Εκκλησίας;»  (Αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί, σελ. 26).

Και κάπου άλλου αναφερόμενος στους προτεστάντες έλεγε: «Αφού βγήκαν από τα σπλάχνα της Δυτικής Εκκλησίας τελείως γυμνοί, με μόνη την Καινή Διαθήκη στα χέρια, μοιάζουν με γυιό που ήλθε σε ρήξη με τον πατέρα του και έφυγε νύχτα από το πατρικό σπίτι γυμνός, παίρνοντας κρυφά ένα πολύτιμο αντικείμενο. Και όταν τον ρωτάνε που το βρήκε, αποφεύγει να απαντήσει!»  (Αντιευαγγελικοί οι Ευαγγελικοί, σελ. 24).

Και ίσως είναι προτιμότερο να αποφεύγουν να απαντήσουν! Γιατί είναι, πράγματι τραγελαφικό να απαντούν και να παραδέχονται ότι ο κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής πήρε την τελική του μορφή από Συνόδους της Εκκλησίας του Δ΄ αιώνα, και συγχρόνως να θεωρούν την Εκκλησία αυτής της εποχής «αποστάτισσα». Πώς είναι δυνατό μια Εκκλησία που βρίσκεται σε αποστασία να αποφαίνεται σωστά σχετικά με ένα τόσο κρίσιμο θέμα, όπως είναι η «χαρτογράφηση» του - όπως τον αποκαλούν - αλάνθαστου Χάρτη του Χριστιανισμού, δηλαδή η τελική επιλογή των έγκυρων βιβλίων της Αγίας Γραφής; Και πώς μπορεί μια Εκκλησία «αποστάτισσα» να δίνει το νέφος τών μαρτύρων και τών απολογητών; Με ποιο κριτήριο η «χρυσή εποχή» της Εκκλησίας χαρακτηρίζεται περίοδος αποστασίας;

5. Ο πρώην προτεστάντης Frank Schaeffer, έχοντας ξεφύγει από αυτή την σχιζοφρένεια, θεωρεί την ιστορία τού Κανόνα της Καινής Διαθήκης πολύ γοητευτικό θέμα, και πολύ κρίσιμο για την κατανόηση -τόσο της Γραφής όσο και της Εκκλησίας. «Για σκεφθήτε», λέει: «Για περισσότερα από 200 χρόνια, ένας αριθμός βιβλίων, τα όποια τώρα θεωρούμε ότι εξ ορισμού αποτελούν μέρος της Καινής Διαθήκης, συζητήθηκαν πολύ, πριν συμπεριληφθούν σ’  αυτήν. Και πολλά αλλά βιβλία που θεωρούνταν ότι έπρεπε να συμπεριληφθούν, τελικά αποκλείστηκαν»  (Frank  Schaeffer,  Χορεύοντας  μόνος , σελ. 291).

Ο αρχαιότερος πλήρης κατάλογος τών 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν υπήρχε μέχρι το 367 μ.Χ., τότε που μας τον χάρισε ο Μέγας Αθανάσιος. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος πλήρης κατάλογος τών βιβλίων της Καινής Διαθήκης, όπως τον έχομε σήμερα, δεν είχε εμφανισθεί, παρά 300 και περισσότερα χρόνια μετά την έναρξη συγγραφής τών πρώτων Ευαγγελίων... Με άλλα λόγια: Αν η Καινή Διαθήκη άρχιζε να γράφεται ταυτόχρονα με το Σύνταγμα τών Η.Π.Α., εμείς δεν θα βλέπαμε ένα τελικό κείμενο πριν το έτος 2087!...

Σε μια μακρόχρονη διαδικασία η Εκκλησία διέκρινε ποια κείμε­να ήσαν γνήσια αποστολικά και ποια όχι. Μέρος αυτής της διαδικασίας αποτέλεσαν και οι Εκκλησιαστικές Σύνοδοι. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν δύο:

α. Η Σύνοδος της Λαοδικείας, το 363 μ.Χ. διακήρυξε ότι μόνο τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης πρέπει να χρησιμοποιούνται στην λατρεία. Απαρίθμησε τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, όπως τα έχομε σήμερα, με εξαίρεση την Αποκάλυψη του Ιωάννου.

 

β. Η τρίτη Σύνοδος της Καρθαγένης, το 397 μ.Χ. Αυτή η Σύνο­δος την οποία παρακολούθησε και ο ιερός Αυγουστίνος έδωσε ένα πλήρη κατάλογο τών κανονικών βιβλίων όπως τα έχομε σήμερα. Και αυτή η Σύνοδος δέχθηκε ότι μόνο αυτά τα βιβλία πρέπει να διαβάζονται στην Εκκλησία ως θεία Γραφή.

Έχει δίκιο λοιπόν ο Schaeffer, όταν θεωρεί «γοητευτική» την ιστορία του Κανόνα της Αγίας Γραφής. Γιατί μέσα από αυτή την ιστορία φαίνεται καθαρά ότι η Μητέρα (η Εκκλησία) με την θυγατέρα (την Αγία Γραφή) έχουν διαφορά ηλικίας τουλάχιστον... 300 χρόνια! 'Η - κατά ηπιοτέραν έκφρασιν - η μητέρα κυοφορούσε την θυγατέρα τουλάχιστον... 300 χρόνια! Αυτό είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός. Ακόμη και οι προτεστάντες μπορούν ίσως να το παρασιωπήσουν ή να το αγνοήσουν δεν μπορούν όμως να το αμφισβητήσουν.

Αν λοιπόν - κατά τους προτεστάντες - η Αγία Γραφή είναι αυτάρκης και αυταπόδεικτος, αν προηγείται και είναι υπεράνω της Εκκλησίας, αν η Γραφή ζωογονεί, συγκροτεί και ερμηνεύει την Εκκλησία και όχι η Εκκλησία την Γραφή, τότε οδηγούμεθα στο - από ιατρικής τουλάχιστον πλευράς - τερατώδες: ένα μη εσχηματισμένον έμβρυον να τρέφει και να συντηρεί την επί 300 και πλέον έτη κυοφορούσαν αυτό μητέρα του!!!

 

Εισαγωγή // Kεφάλαιο 2ο // Περιεχόμενα

Δημιουργία αρχείου: 7-1-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 8-1-2005.

Πάνω