Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία και Συναξαριστής

Kεφάλαιο 5ο * Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 7ο

Εργασία στον βίο και ειδικότερα στο "κίνημα" τού οσίου μοναχού Χριστοφόρου εκ Καλαβρύτων (1770/80 - 1861),

τού επικαλουμένου "Παπουλάκου"

Κυριάκος Καμπάνης απόφοιτος του Τμήματος Θεολογίας

 

 

6ο Κεφάλαιο:

H αποκορύφωση του «κινήματος» και η σύλληψη

6.1 Αποστολή στρατιωτικής δύναμης και οι απόπειρες σύλληψης

Προς καταστολή του «κινήματος» του Παπουλάκου απεστάλη στην Λακωνία στρατιωτική δύναμη περίπου δύο χιλιάδων ανδρών. Επικεφαλής αυτών τέθηκε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, υιός του γνωστού αγωνιστή της επαναστάσεως. Είχε μάλιστα την εξουσιοδότηση να επιστρατεύσει πολίτες ανάλογα με τις ανάγκες που θα προέκυπταν.

Στρατολόγησε περί τους τετρακόσιους εθνοφύλακες. Προς τούτο ο Παπουλάκος εξέδωσε ανακοίνωση, προκειμένου να αποτρέψει την στρατολόγηση πολιτών εναντίον του. Για την μεταφορά της στρατιωτικής δύναμης χρησιμοποιήθηκαν η κορβέτα «Αμαλία» και η γολέττα «Σκύλλα», ενώ η πολεμική γολέττα «Ματθίλδη» περιπολούσε τα Λακωνικά παράλια. Καταρτίστηκε και ειδική ταχυδρομική υπηρεσία για να πληροφορείται αμέσως η κυβέρνηση τα τεκταινόμενα.

Κατά την αναχώρηση των πλοίων στην μικρή πρωτεύουσα άρχισε να διαδίδεται το προπαγανδιστικό άσμα:

«Ναυπλία μου, Ναυπλία,

Ναυπλία, ποθητή,

Αι σάλπιγγες φωνάζουν:

Στη Μάνη οι στρατοί!

Αγύρτη Παπουλάκη,

Ανίσως και πιασθής.

Στον τρίγκο της Ματθίλδης,

Εύθυς θα κρεμασθής».92

Απόπειρες για την σύλληψή του είχαν γίνει και στο παρελθόν αλλά χωρίς επιτυχία. Ειδικότερα, όταν ο Παπουλάκος συνοδευόταν από τον επίσκοπο Ασήνης, κλήρο και λαό, που ανέρχονταν περίπου στους δύο χιλιάδες, μικρό απόσπασμα τεσσάρων ή πέντε χωροφυλάκων επιχείρησε να τον συλλάβει, αλλά βέβαια ανεπιτυχώς και μόλις μετά βίας κατόρθωσαν να γλιτώσουν οι χωροφύλακες σώοι από το οργισμένο πλήθος.

Ο έπαρχος Οιτύλου, ύστερα από διαταγή της νομαρχίας, με υπομοίραρχο και δώδεκα χωροφύλακες προσπάθησε να τον συλλάβει στο δήμο Μέσης, αλλά γύρισε άπρακτος εφόσον τον περιστοίχιζαν τέσσερις χιλιάδες Λακωνικού λαού. Οι αρχές του Γυθείου, όταν πληροφορήθηκαν ότι ο Παπουλάκος επρόκειτο να πραγματοποιήσει γενική συνάθροιση στην Αγία Παρασκευή, κατέφυγαν σε παραπειστικά μέσα και με διάφορες απειλές, συνεπικουρούμενοι από προκρίτους της περιοχής, κατόρθωσαν να αποτρέψουν την συνάθροιση. Τότε και ο επίσκοπος Ασήνης, με τις παραινέσεις του βουλευτού Λακωνίας Λεωνίδα Πετρουλάκη, μεταπείσθηκε και έπαψε να στηρίζει τον Παπουλάκο.

Μετά τα δραστικά μέτρα της κυβέρνησης, ο διοικητής της μοίρας χωροφυλακής Λακωνίας Κουτσογιαννόπουλος, στις 15 Μαΐου 1852, παραλαβών απόσπασμα χωροφυλακής μετά πολλών αξιωματικών εκστράτευσε για να συλλάβει τον Παπουλάκο, ο οποίος διέμενε στο χωριό Φλωμοχώρι του δήμου Κολοκυνθίου. Νόμιζε ότι η ισχυρή δύναμη θα πτοούσε τους πιστούς ακολούθους του, αλλά μόλις έγινε αντιληπτή η άφιξη της δημόσιας δύναμης, διά καμπανοκρουσιών συνάχθηκε όλο το χωριό, περίπου τρεις χιλιάδες λαού, μετά πολλών ενόπλων, και παρήγγειλαν στον Κουτσογιαννόπουλο να αποχωρήσει. Με την βοήθεια τελικά δύο λόχων του πέμπτου τάγματος πεζικού, που είχαν προσέλθει προς επικουρία, υποχώρησαν χωρίς να γίνει η απειλούμενη και από τα δύο στρατόπεδα αιματηρή σύγκρουση.

Στις 17 Μαΐου 1852, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης απέστειλε μήνυμα στον Παπουλάκο με τον αντισυνταγματάρχη Γερμανό Μαυρομιχάλη, ο οποίος άνηκε στην γνωστή μεγάλη μανιάτικη αρχοντική οικογένεια των Μαυρομιχαλέων, ζητώντας να παραδοθεί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αποτυχία είχε και η προσπάθεια συλλήψεως που έγινε στο δήμο Λεύκτρου στις 19 Μαΐου 1852 με δύναμη του στρατού, συνοδευόμενη από τον Γερμανό Μαυρομιχάλη. Σε αυτήν την απόπειρα συλλήψεως τραυματίστηκαν ο έπαρχος Οιτύλου, ένας υπομοίραρχος και διάφοροι άλλοι της συνοδείας τους. Ο λαός που τον ακολουθούσε αψήφησε τόσο τον στρατό όσο και τον Γερμανό Μαυρομιχάλη, η οικογένεια του οποίου είχε μεγάλη επιρροή στην περιοχή.

 

6.2 Η «εκστρατεία» στην Καλαμάτα και η μεταστροφή του κόσμου

Περί τις 20 Μαΐου 1852, βλέποντας τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, αποφασίζει να κατέβει στην Καλαμάτα, προκειμένου να κριθεί σε δημόσια δίκη ενώπιον του λαού που θα συγκεντρώνονταν προς τούτο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με επιστολή που φέρεται στο όνομά του, παρακινούσε τους πιστούς ως ακολούθως:

«Χριστιανοί χαίρετε

Εγώ απεφάσισα ν' απεράσω εις τας Καλάμας με την δύναμιν του Χριστού και της Παναγίας και πάντων των αγίων, διά τούτο σας λέγω όσοι αγαπάτε τον Χριστόν να έλθητε μαζί μου, ν' ακούτε όπου θα κριθώ με τους κριτάς· αν φταίγω εγώ, όλοι να με ρίχτε εις μια φωτιά να με κάφτε, να ησυχάση ο κόσμος, ει δε και φταίνε οι κριταί, να τους πήτε να κηρύττω τον λόγον του Θεου· ο λόγος του Χριστού δεν δένεται. Και να έχω απάντησίν σας σήμερον και πού θα μαζωχθήτε, σε ποίον τόπον θα μαζωχθητε να μου ειπήτε, διότι εγώ δεν κινάω, διότι με σκοτώνουν, μοναχός μου δεν κινάω. Και όσοι αγαπάτε τον Χριστόν και την Παναγίαν, μικροί και μεγάλοι να έλθετε· και όσοι είνε με τον Διάβολον ας κάτσουν. Πάρετε και ψωμί κοντά σας διά τρεις ημέρας. Θα μείνωμεν εις την χώραν των Καλαμών.

Χριστοφόρος Κήρυκας».93

 

Στο χωριό Πηγάδια άρχισαν να συγκεντρώνονται Μανιάτες και, παρ' όλες τις προσπάθειες της δημόσιας δύναμης, δεν κατορθώθηκε να αποτραπεί η «εκστρατεία» περίπου δύο χιλιάδων χωρικών, εκ των οποίων οι πεντακόσιοι ήταν ένοπλοι.94 Στην ουσία η «εκστρατεία» ήταν μία ενθουσιώδης λιτανεία με εικόνες και διάφορους ψαλμούς. Παραταύτα, λόγω του πλήθους και των ενόπλων, ο Νομάρχης Μεσσηνίας Γ. Ροντόπουλος καθώς και άλλοι κρατικοί λειτουργοί εκμεταλλεύτηκαν τα χρόνια μίση και τις διαφορές που υπήρχαν με τους Μανιάτες, ώστε να δημιουργήσουν πανικό στην πόλη της Καλαμάτας ετοιμάζοντάς την για πολιορκία.95

Στο χωριό Γιάννιτσα, έξω από την Καλαμάτα, δίπλα στο οποίο στρατοπέδευσαν τα στίφη των Μανιατών, ο Παπουλάκος δεν έγινε αποδεκτός. Το γεγονός αυτό τον επηρέασε, αλλά συνέχισε την προσπάθειά του. Από την Καλαμάτα αποφασίστηκε να αποσταλεί επιτροπή προς συνάντησή του, ώστε να του διαμηνύσουν ότι δεν τον δέχονται και εν ανάγκη θα τον απέκρουαν με βία. Ο Παπουλάκος τελικά πείστηκε από την επιτροπή και υποσχέθηκε ότι δεν θα εισέλθει στην Καλαμάτα. Πράγματι, αποσύρθηκε στην περιοχή Σελιτσιάνικα Καλύβια και μετ' ολίγον στον δήμο Αβίας. Όμως, ορισμένοι Μανιάτες, που όπως φαίνεται δεν ελέγχονταν απόλυτα από τον Παπουλάκο, κινήθηκαν προς την Καλαμάτα, αλλά η έγκαιρη κινητοποίηση του στρατού και της χωροφυλακής τους ανάγκασε να διαλυθούν. Έκτοτε η επιρροή του στον κόσμο άρχισε να περιορίζεται.

Γυρνώντας στο χωριό Γαϊτσούς στην Λακωνία, οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν ψυχρά λόγω των ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων και για αυτό αποσύρθηκε γρήγορα. Συνέχισε τις διδαχές του και βεβαίωνε ότι όποιος πέθαινε υπέρ των ιδεών που δίδασκε θα εθεωρείτο μάρτυρας.96 Διαδόθηκε, επίσης, ότι εξέδωσε ανάθεμα σε όποιον δε φονεύσει βασιλικό στρατιώτη, αυτό όμως, λαμβάνοντας υπόψη την προσωπικότητα και τις ευαγγελικές αντιλήψεις του, εκτιμάται βάσιμα ότι ήταν προπαγάνδα παραπληροφόρησης των διωκτών του.

Η μεταστροφή του κόσμου είχε ήδη αρχίσει και ορισμένοι από αυτούς που τον υποστήριζαν έσπευδαν να εκφράσουν την αφοσίωσή τους στον θρόνο και την κρατική εξουσία. Οι αρχές μάλιστα, λίγο πριν την «εκστρατεία» του στην Καλαμάτα, είχαν καταφέρει, όπως προαναφέραμε, να ματαιώσουν προγραμματισμένη ομιλία του στην Αγία Παρασκευή και ο Βουλευτής Λακωνίας Λεωνίδας Πετροπουλάκης, ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, μετέπεισε τον επίσκοπο Ασήνης, με αποτέλεσμα ο Μακάριος να αποστείλει στο ποίμνιό του την από 23 Μαΐου 1852 εγκύκλιό του αναθεματίζοντας τις διδαχές του Παπουλάκου.

Επίσης, η Ιερά Σύνοδος στις 26 Μαΐου 1852 εξέδωσε νέα εγκύκλιο, προσπαθώντας να καταστήσει σαφές ότι η ορθόδοξη πίστη και η Εκκλησία στην Ελλάδα, παρά τα αντιθέτως διαδιδόμενα από τους λαοπλάνους ή τους εξ απλότητος πεπλανημένους, ουδένα διέτρεχε κίνδυνο.97 Άλλη μία εγκύκλιος εξεδόθη στις 9 Ιουνίου 1852 για να κατευνάσει τους πανικόβλητους κατοίκους της Αίγινας, επειδή μία γυναίκα από την Κυνουρία διέδιδε ότι ο Παπουλάκος είχε προφητεύσει επικείμενο μεγάλο σεισμό που θα καταστρέψει ένα νησί.98 Αποτέλεσμα του πανικού ήταν να γίνονται όλο λιτανείες και αγρυπνίες προς αποτροπή του μεγάλου κακού.

Οι εγκύκλιοι δεν είχαν τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν οι Ιεράρχες. Πάντως από τις 30 Μαΐου 1852 ο Παπουλάκος κατέφυγε στα βουνά του Ταΰγετου, όπου μάλιστα λέγεται από τους είρωνες διώκτες του ότι έβγαλε το ράσο και φόρεσε φουστανέλα προκειμένου να διαφύγει αποσπάσματος που τον καταδίωκε.99 Πρέπει να σημειωθεί ότι το κλίμα ήταν έκρυθμο και οι άνθρωποι που ήθελαν να γίνονται αρεστοί στην κοσμική εξουσία, καθώς έβλεπαν ότι είχε αρχίσει να συρρικνώνεται η επιρροή του λαϊκού κήρυκα στον κόσμο, αναθάρρησαν και τον συκοφαντούσαν συνεχώς με διαφόρους τρόπους.

 

6.3 Η προδοσία και η σύλληψη

Το όλο σκηνικό της προδοσίας και της σύλληψής του100 παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτό του Ιησού Χριστού. Από ό,τι φαίνεται, μάλλον προγνώριζε την σύλληψή του. Ειδικότερα, ό,τι δεν κατάφεραν τα όπλα και η στρατιωτική επιβολή, το κατάφεραν «τα παντοδύναμα χρήματα». Ένας από τους περισσότερο πιστούς ακολούθους του Παπουλάκου, ο ιερέας Παπαβασίλαρος από το χωριό Λαγκάδια του δήμου Λεύκτρου, υπέκυψε στο πάθος της πλεονεξίας και δέχτηκε προσφορά έξι χιλιάδων δραχμών για να τον καταδώσει.

Το κρησφύγετό του στον Ταΰγετο ήταν άγνωστο και η σύλληψή του σε μέρη που τον προστάτευαν οι χωρικοί εξαιρετικά δύσκολη. Έτσι, κατόπιν διαπραγματεύσεων που έγιναν από τον έπαρχο και τον υπομοίραρχο της χωροφυλακής Οιτύλου, εξ ονόματος του νομάρχου και του γενικού αρχηγού των στρατιωτικών δυνάμεων Γενναίου Κολοκοτρώνη, ο πλεονέκτης ιερέας συμφώνησε να τον παραδώσει με ειδικό σχέδιο που καταστρώθηκε προς τούτο. Παρέλαβε ένα χωροφύλακα μεταμφιεσμένο σε Λάκωνα και μετέβησαν στην Ιερά Μονή Βοϊδονίτσης, όπου κρυβόταν. Τις νύχτες δε εξήρχετο της Μονής για προσευχή και επέστρεφε τις πρωινές ώρες, χωρίς να ξέρει κανένας που ήταν.

Ο «ανύποπτος» Παπουλάκος, εν τω μεταξύ, επειδή έβλεπε τον κλοιό να σφίγγει γύρω του, αποκάλυψε στους συντρόφους του ότι σκεφτόταν δήθεν να αποδράσει στην Κρήτη. Όταν είδε τον Παπαβασίλαρο, από μόνος του, του ζήτησε να μεταβή στον δήμο Κολοκυνθίου, όπου έμπιστοι άνθρωποί του έπρεπε να ετοιμάσουν συνοδευτική φρουρά για να διαφύγει με ασφάλεια. Παρήγγειλε επίσης, να λάβει από τον επίσκοπο Ασήνης έγγραφο που να παρακινεί τους κατοίκους για να τον συνδράμουν στην διαφυγή του. Ο Παπαβασίλαρος ανήγγειλε την ανατεθείσα σε αυτόν αποστολή στον έπαρχο και στον υπομοίραρχο. Αυτοί αμέσως του έδωσαν έξι χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σε Λάκωνες και τον εφοδίασαν με πλαστό έγγραφο δήθεν του επισκόπου Ασήνης, που τον παρακινούσε να συνεχίσει τις διδαχές του και να κηρύξει στο χωριό Κολοκύνθιον.

Το τέχνασμα πέτυχε και ο Παπουλάκος, πεισθείς ή μάλλον καλύτερα γνωρίζοντας τι επρόκειτο να συμβεί, ακολούθησε την «φρουρά» του Παπαβασίλαρου. Την 23η Ιουνίου 1952 αναχώρησε από την Ιερά Μονή Βοϊδονίτσης. Την επομένη, 24 Ιουνίου, φτάνοντας στην Μονή του Τζέγκου, του δήμου Οιτύλου, τον συνέλαβαν χωρίς να προβάλει καμία αντίσταση. Τους ακολούθησε, μάλιστα, ήρεμα κατά την μεταγωγή του, από εξαιρετικά δύσβατα μέρη, προκειμένου να αποφύγουν την συνάντησή τους με κατοίκους της περιοχής. Από τα παράλια της Καρδαμύλης τον επιβίβασαν σε λέμβο και τον μετέφεραν στην κανονιοφόρο «Κανάρην». Έπειτα και αφού αφήχθη στην γολέττα «Ματθίλδη». Από εκεί στο ατμόπλοιο «Όθων», όπου παρέμενε έγκλειστος. Οι συνθήκες κράτησής του ήταν άθλιες. Μεταφέρθηκε στο Γύθειο και αργότερα, στις 27 Ιουνίου 1852, το ατμόπλοιο προσόρμισε στον Πειραιά.

Όταν κατέπλευσε το ατμόπλοιο στον λιμένα του Γυθείου, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης και μερικοί αξιωματικοί πήγαν να τον δουν. Ένας αξιωματικός τον ρώτησε περιπαικτικά: «Πώς σου φαίνεται, παπούλη, η καρότσα του διαβόλου»; Ο Παπουλάκος όμως δεν μίλησε. Μετά από επανειλημμένες παρόμοιες ειρωνείες των στρατιωτικών, είπε μεγαλοφώνως ότι και ο Ιησούς Χριστός χλευάσθηκε μετά την σύλληψή του από τους Ρωμαίους στρατιώτες και τους Ιουδαίους. Τότε οργίσθηκε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, που από ό,τι φαίνεται υπολειπόταν κατά πολύ των αρετών του πατέρα του, και έλεγξε δριμύτατα τον ηλικιωμένο μοναχό.

Έτσι έλαβε τέλος η έντονη και ελεύθερη κηρυκτική δράση του Παπουλάκου, η οποία είχε ως συνέπεια όλα τα προαναφερθέντα σημαντικά για την εποχή γεγονότα, που ο τότε τύπος τα τιτλοφόρησε ως τα «Χριστοφορικά». Η θλίψη διαδέχτηκε το άγγελμα της συλλήψεώς του, η παρουσία όμως των ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων και οι μαζικές συλλήψεις που είχαν γίνει δημιούργησαν κλίμα τρομοκρατίας και εμπόδιζαν τις εκδηλώσεις συμπαθείας του λαού.

Το μένος των Μανιατών για την σύλληψη στράφηκε εναντίον του καταδότη ιερέα, ο οποίος, φοβούμενος για την ζωή του, έφυγε στην Αθήνα για να παραλάβει την αμοιβή του. Προτάθηκε δε να γίνει στρατιωτικός ιερέας για να απομακρυνθεί μόνιμα από την εξημμένη εναντίον του περιοχή. Μεταφέρθηκε στις Σπέτσες αλλά, όταν μαθεύτηκε ότι έφτασε το πλοίο που τον μετέφερε, συγκεντρώθηκε πλήθος με άγριες διαθέσεις. Μόλις και μετά βίας σώθηκε από στρατιωτική φρουρά. Τελικά, λίγο αργότερα φονεύτηκε από ένα νέο, ο οποίος, σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, εκδικείτο την οικογενειακή του τιμή, διότι ο Παπαβασίλαρος βίασε την αδελφή του. Οι εφημερίδες έγραψαν, επίσης, ότι ο πατέρας του ιερέα, μόλις έμαθε τον θάνατο του υιού του, άμειψε σπαρτιάτικα με δύο τάλιρα τον κομιστή της «ευχάριστης» είδησης!101

 

6.4 Το κόστος καταστολής του «κινήματος»

Τα έξοδα της εκστρατείας εναντίον του «κινήματος» του Παπουλάκου, σύμφωνα με υπολογισμούς της κυβέρνησης, ανήλθαν στο μεγάλο για την εποχή ποσό των 36.043,78 δραχμών. Σεβαστό ποσό, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία ήταν σχεδόν υπό κατάρρευση. Αναλυτικότερα:

Σε μισθοδοσία των στρατολογηθέντων 393 εθνοφυλάκων: 17.525,75 δραχμές.

Σε συσσίτια των προσελθόντων αυθορμήτως υπό τον ταγματάρχη Ματάλα (στην Καλαμάτα): 1.542,28 δραχμές.

Σε αμοιβή του Παπαβασίλαρου: 6.000 δραχμές.

Σε αμοιβή των χωροφυλάκων και στρατιωτικών που συνετέλεσαν στην επικίνδυνη σύλληψη του Παπουλάκου στην Μονή Τζέγκου: 7.416 δραχμές.

Σε έκτακτα έξοδα των αρχών: 3.559,75 δραχμές.

Σύνολο: 36.043,78 δραχμές.102

Επίσης, με το από 13 Αυγούστου 1852 Βασιλικό Διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε στο 33ο φύλλο της εφημερίδας της κυβέρνησης, απολύθηκαν πολλοί δήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι, αστυνομικά όργανα και κρατικοί λειτουργοί ως υποστηρικτές του Παπουλάκου, ενώ απενεμήθησαν ηθικές αμοιβές σε νομάρχες, βουλευτές, δημοτικούς άρχοντες, υπαλλήλους, εγκρίτους ιδιώτες και προς όλους του κατοίκους της Καλαμάτας, διότι έδειξαν αφοσίωση και σύνεση προς το θρόνο και το καθεστώς.103 Άραγε όμως, το «κίνημα» πράγματι κατεστάλη, όπως νόμιζαν οι ιθύνοντες της κυβέρνησης;

 

Σημειώσεις


92. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 451.

93. Ό.π., σ. 455.

94. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α. Χρ., Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Α', Αθήναι 1920, σ. 390.

95. ΠΕΤΤΑ Ν. Ν. αρχιμ., Χριστοφόρος Παπουλάκος, ο σύγχρονος απόστολος της Πίστεως και του Γένους, εκδ. Ορθοδόξου Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 24.

96. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ.461. Σημειώνεται όμως, ότι το συγκεκριμένο περιστατικό παρατίθεται με επιφύλαξη ως έχει. Το νόημα των λόγων του Παπουλάκου πρέπει να είναι ελαφρώς αλλοιωμένο σε αυτήν την πηγή, διότι αφενός μεν η εν λόγω ενέργεια δεν συνάδει με την όλη προσωπικότητά του, αφετέρου δε ο συγγραφέας είναι εμφανέστατα προκατειλημμένος εναντίον του.

97. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ., Παπουλακος (Χριστοφόρος ο Μοναχός), εν Θ.Η.Ε., τομ. 10, Αθήναι 1966, σ. 17.

98. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Α. Χρ., Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τομ. Α', Αθήναι 1920, σ. 390.

99. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 462.

100. Γενικά οι περισσότερες πληροφορίες λίγο πριν, κατά την διάρκεια και αμέσως μετά την σύλληψη του Παπουλάκου λήφθηκαν από του ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 464 κ.ε..

101. ΓΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Τ., Παπουλάκος (Χριστοφόρος ο Μοναχός), εν Θ.Η.Ε., τομ. 10, Αθήναι 1966, σ. 18.

102. ΑΝΝΙΝΟΥ Μπ., Ιστορικά Σημειώματα, Αθήναι 1925, σ. 469.

103. ΝΑΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Α. Α., Ο Αληθινός Παπουλάκος, Αθήνα 1984, σ. 74.

 


Kεφάλαιο 5ο * Περιεχόμενα * Kεφάλαιο 7ο


Δημιουργία αρχείου: 19-1-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-1-2019.

ΕΠΑΝΩ