Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Σωτηριολογικά θέματα

Ο θάνατος τών νηπίων και η σωτηρία τους * Σκιά, εικόνα, δούλοι και τέκνα * Το "κατ' εικόνα" ως κοινή κληρονομιά τής ανθρωπότητας * Πορεία απελευθέρωσης * Η οδός τής Σωτηρίας * Είναι ο Θεός δίκαιος; * Πώς θα αλλάξουν τα αναστημένα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία; * Όραμα της μέλλουσας κρίσης

Τα θανόντα νήπια στην εκκλησιαστική οπτική

Τι γίνονται τα αβάπτιστα;

Θεοδώρα Παραγυιού

 

Πηγή: Περιοδικό "Σύναξη" τ. 145, σελ. 15-24.

 

Ω, τις μη στενάξη, τεκνον μου, και μη βοήση κλαυθμώ. Την πολλήν σου ευπρέπειαν και την ωραιότητα της αγνής πολιτείας σου; Ώσπερ γαρ ναύς τις, ίχνος ουκ έχουσα, ούτως υπέδυς εξ οφθαλμών μου ταχύ»1.

«Πες μου, πώς να μη θρηνήσει κανείς, παιδί μου, και πώς να μη φωνάξει με κλάμα, για τους καλούς τρόπους και την ομορφιά της αγνής ζωής σου! Γιατί σαν καράβι που ξεμακραίνει χωρίς να αφήνει ίχνος, έτσι χάθηκες κι εσύ γρήγορα από τα μάτια μου».

Το παραπάνω τροπάριο ψάλλεται στη νεκρώσιμη ακολουθία «εις νήπια τελευτήσαντα» και είναι ένα από αυτά με τα οποία η εκκλησιαστική κοινότητα αποχαιρετά το μικρό παιδί που έφυγε από τη ζωή. Οι άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η Εκκλησία όταν αντιμετωπίζει τον θάνατο του παιδιού είναι το πένθος και η προοπτική του παραδείσου, ενώ η αθωότητα αξιοποιείται ως σημαντικός, όχι όμως και μοναδικός, γνώμονας της οπτικής της. Δύο παράγοντες, που επίσης αξιολογούνται ως προς τη σχέση του παιδιού με τον Θεό, είναι το ενδεχόμενο βάπτισμα και ο ενδεχόμενος μαρτυρικός θάνατος.

Το νήπιο που πεθαίνει ενώ ήδη έχει βαπτισθεί, θεωρείται σωσμένο, σε αντίθεση με το αβάπτιστο, του οποίου η σωτηρία αντιμετωπίζεται ως μία εκ των «αμφιβόλων γενικώς καταστάσεων».2 Διάκριση γίνεται επίσης ανάμεσα στο θανόν νήπιο και στον θανόντα νηπιομάρτυρα. Το νήπιο που θανατώνεται βίαια, και προφανώς ακούσια, στο όνομα του Χριστού, συναριθμείται στους μάρτυρες και στους Αγίους της Εκκλησίας, παρότι δεν το οδήγησε στον θάνατο η συνειδητότητα, η οποία ορίζει την περί μαρτυρίου θεολογία.

Στο κείμενο που ακολουθεί3 θα πραγματευθούμε το τι εκπροσωπούν οι νηπιομάρτυρες τού Χριστιανισμού, γιατί διακρίνεται το βαπτισμένο παιδί από το αβάπτιστο και τέλος τι είδους σχέση μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στον Θεό και στο νήπιο, σε ένα πρόσωπο δηλαδή άκακο, χωρίς όμως διαμορφωμένη ταυτότητα.

 

Η «αδούλευτη» αρετή του νηπίου

«Η βασιλεία του Θεού [… ], εκείνη η θέα του Θεού, η ένωση με τον Χριστό είναι επιβράβευση της θελήσεως. Γι' αυτό μπορούν να τα απολαύσουν μόνο όσοι τα θέλησαν, τα αγάπησαν και τα πόθησαν. Πώς μπορεί κανείς να απολαμβάνει και να χαίρεται αυτά που δεν πόθησε όταν έλειπαν;»4

«Δύο είναι αυτά που συγκροτούν τον άνθρωπο, ο νους και η θέληση. Αυτός που θα είναι εξ ολοκλήρου μακάριος, πρέπει να ενωθεί και να συναφθεί με τον Θεό και με τα δύο αυτά. Με τον νου για να τον θεωρεί καθαρά και με τη θέληση για να τον αγαπά τέλεια»5.

Προτάξαμε το κείμενο του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα (1322-1392), το οποίο αναφέρεται στη σχέση προαίρεσης και πνευματικότητας, προκειμένου να εισαγάγουμε το ερώτημα: Πώς τα παραπάνω μπορούν να εφαρμοσθούν στην περίπτωση των θανόντων νηπίων; Πώς δηλαδή μπορούν να εφαρμοσθούν σε πρόσωπα που διαθέτουν αδούλευτη αρετή, που βρίσκονται «φυσικά» σε κατάσταση αθωότητας, η οποία δεν έχει προκόψει ως συνέπεια της προαίρεσης και της προσωπικής άσκησης;

Απάντηση επιχείρησε να δώσει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-395) με το δοκίμιο «Περί των νηπίων των προ ώρας αφαρπαζομένων»6, στο οποίο και θα αναφερθούμε.

Ο άγιος Γρηγόριος θεωρεί ότι η σωτηρία του ανθρώπου είναι η απόλαυση του Θεού και η γνωριμία μαζί του. Ονομάζει την κατάσταση αυτή ζωή της ψυχής, μετουσία και γνώση τού Θεού. «Η ζωή της ψυχής είναι η μετουσία του Θεού και η μετουσία είναι γνώση, στο βαθμό που τη χωρά η ψυχή».7 Η παραπάνω πορεία επηρεάζεται από δύο στοιχεία: από τη φυσική κατάσταση στην οποία βρίσκεται το πρόσωπο, και από την άσκηση της αρετής.

Εφαρμόζοντας και τα δύο στοιχεία στο νήπιο, ο Νύσσης διαπιστώνει ότι αυτό ζει την κατά τη φύση ζωή, την απόλαυση του Θεού, δεδομένου ότι η λιγοστή του εμπειρία δεν έχει μετατραπεί σε ύλη κακίας. Για τον λόγο αυτό, το νήπιο ούτε έχει κληρονομήσει ούτε βιώνει τη νόσο της αγνοίας τον Θεού. «Το νήπιο όμως, το άπειρο από το κακό, που δεν το εμποδίζει καμία νόσος των ματιών της ψυχής στη μετουσία του φωτός, ζει μέσα στο κατά φύση και δεν χρειάζεται την υγεία από κάθαρση, επειδή ούτε δέχθηκε κατ’ αρχήν τη νόσο στην ψυχή».8

Σύμφωνα με την παραπάνω πρωτότυπη τοποθέτηση, επειδή ο άνθρωπος είναι γεννημένος καλός, το κάθε θανόν νήπιο, το οποίο και δεν επιβαρύνεται αρνητικά από κάτι, απολαμβάνει όπως και οι δίκαιοι τη μετουσία του Θεού. Ο διαχωρισμός των νηπίων σε βαπτισμένα και αβάπτιστα και η αρνητική σκιά του προπατορικού αμαρτήματος είναι δύο στοιχεία που δεν χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Γρηγόριο σε κανένα σημείο της ανάλυσής του. Η φυσική κατάσταση του νηπίου επηρεάζεται καθοριστικά από τη μη εμπειρία του στην κακία.

Η έλλειψη» αυτής της εμπειρίας αξιοποιείται από τον άγιο πατέρα και σε ένα δεύτερο επίπεδο, το οποίο δεν αφορά την κακία, αλλά την αρετή. Ο Νύσσης, στου οποίου τη σκέψη λαμβάνει ιδιαίτερο χώρο η αξία της προαίρεσης, δεν θεωρεί ύψιστο αγαθό την «αδούλευτη» αρετή που διαθέτει το νήπιο. Δίνει προτεραιότητα στην πράξη και στην αρετή η οποία έχει αποκτηθεί με κόπους. Θεωρεί μάλιστα «αλογία», παραλογισμό, για την «κρίση του Θεού να πρωτεύει η κατάσταση έλλειψης λόγου»9 στην οποία βρίσκονται τα βρέφη και τα μικρά παιδιά.

Ο άγιος Γρηγόριος επεξεργάζεται τα παραπάνω κριτήρια προκειμένου να καταλήξει σε συμπεράσματα για την ποιότητα της ιδιότυπης σχέσης Θεού και νηπίου. Το ότι όλα τα νήπια απολαμβάνουν αυτοδίκαια την επαφή τους με τον Θεό είναι κάτι αδιαπραγμάτευτο που θεωρείται φυσικά δεδομένο. Το ότι το νήπιο δεν έχει επιζητήσει συνειδητά τον Θεό θεωρείται παράγοντας που προσδιορίζει μόνον την ένταση της σχέσης μαζί Του.

Γράφει χαρακτηριστικά: «Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να πούμε ότι είναι όμοιοι ο άντρας και το νήπιο, ακόμα και αν δεν αποδίδουμε στον ένα ή στον άλλο καμιά αρρώστια […] η ικανοποίηση από τις απολαύσεις δεν λειτουργεί όμοια σ’ αυτούς».10 «Του νηπίου όμως η ευχαρίστηση είναι το γάλα και η αγκαλιά της παραμάνας και το ήρεμο λίκνισμα που φέρνει γλυκά τον ύπνο, γιατί ευχαρίστηση πέρα από αυτή δεν έχει δυνατότητα να δοκιμάσει η μη ώριμη ηλικία. Με τον ίδιο τρόπο όσοι ανάθρεψαν τις ψυχές τους με τις αρετές […] θα απολαύσουν τη θεία τρυφή, ανάλογα με την ενυπάρχουσα σε αυτούς έξη και δύναμη».11 «Το πρόωρο τέλος των νηπίων δεν αφήνει να σκεφθούμε ούτε ότι αυτός που διέκοψε με τέτοιο τρόπο τη ζωή του βρίσκεται σε αλγεινή κατάσταση, ούτε ότι εξισώνεται με εκείνους που στη ζωή αυτή έχουν καθαρθεί μέσω κάθε αρετής»12

Ο Νύσσης τοποθετεί ανεξαιρέτως όλα τα θανόντα νήπια σε μια παραδείσια κατάσταση, κατά την οποία σχετίζονται με τον Θεό προοδευτικά και με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα που αντιστοιχεί στην ηλικία τους. Το ιδιαίτερο στοιχείο της ανάλυσής του -που δεν συναντάται σε άλλα κείμενα- είναι ότι αυτή η σχέση δεν αποτελεί συνάρτηση ούτε του προπατορικού αμαρτήματος, ούτε της ύπαρξης ή της απουσίας βαπτίσματος.

 

Το βαπτισμένο και το αβάπτιστο νήπιο

Η διάκριση του βαπτισμένου παιδιού από το αβάπτιστο είναι συνήθης στα εκκλησιαστικά κείμενα, με την προτεραιότητα να δίνεται σαφώς στο πρώτο, το οποίο θεωρείται μέλος της Εκκλησίας και πλέον μη φορέας του προπατορικού αμαρτήματος. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ακόμα και η εκκλησιαστική κήδευση του αβάπτιστου παιδιού αντιμετωπίζεται από τον Ορθόδοξο κόσμο ως ένα ιδιαίτερο ζήτημα, ενώ στην Ελλάδα επετράπη μόλις το έτος 200113

Θα αναφέρουμε τρεις σχετικές Πατερικές τοποθετήσεις καθώς και τη νεώτερη επεξεργασία του θέματος.

α) Η κρατούσα πεποίθηση για τη θέση των θανόντων αβάπτιστων παιδιών εκφράζεται από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο (329-390), ο οποίος τα τοποθετεί σε μια μέση κατάσταση, αξιολογώντας την αθωότητά τους αλλά και το γεγονός ότι δεν έχουν δεχθεί τη σφραγίδα του βαπτίσματος. Το κείμενο έχει ως εξής: «Οι δε ουδέ εισιν εν δυνάμει του δέξασθαι, ή δια νηπιότητα τυχόν, ή τινα τελέως ακούσιον περιπέτειαν, […] και ηγούμαι, […] μήτε δοξασθήσεσθαι, μήτε κολασθήσεσθαι παρά του δικαίου κριτού, ως ασφραγίστους μεν, απονήρους δε, αλλά παθόντας μάλλον την ζημίαν, ή δράσαντας. Ου γαρ όστις ου κολάσεως άξιος, ήδη και τιμής· ώσπερ ουδέ όστις ου τιμής, ήδη και κολάσεως»14

β) Στο αμφιβαλλόμενο έργο του Αγίου Αθανασίου «Διδασκαλία προς Αντίοχον Δούκαν» εφαρμόζεται μόνο για τα βαπτισμένα η διαβεβαίωση του Χριστού ότι η βασιλεία των ουρανών ανήκει στα παιδιά15. Για τα αβάπτιστα και για τα παιδιά των μη Χριστιανών υιοθετείται η συνήθης άποψη περί της μέσης κατάστασης· «τα δε αβάπτιστα και τα εθνικά ούτε εις βασιλείαν εισέρχονται, αλλ' ούτε πάλιν εις κόλασιν· αμαρτίαν γαρ ουκ έπραξαν».16

γ) Ο πατριάρχης Αντιοχείας άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης (6ος αι.) στο έργο του "Ερωτήσεις και Αποκρίσεις" θέτει την 81η ερώτηση: «Πού λέγομεν, απέρχεσθαι τα παιδία τα άκακα, πενταετή ή τετραετή, Ιουδαίων, και αβαπτίστων, εις κρίσιν ή παράδεισον;»17. Καταλήγει ότι τα αβάπτιστα των μη Χριστιανών δεν πηγαίνουν στην κόλαση, χωρίς βεβαίως να διερωτάται για το αν μπορεί να πηγαίνουν στον Παράδεισο. Βασίζει τη θέση του τόσο στην αθωότητα, όσο και στη σημασία της ατομικής ευθύνης, η οποία επειδή δεν υπάρχει στα παιδιά που δεν επέλεξαν να πεθάνουν αβάπτιστα, δεν είναι δίκαιο να τα καθορίζει σε κανένα επίπεδο. Το πνεύμα του αγίου Αναστασίου, αλλά και της εκκλησιαστικής σκέψης γενικότερα, διαπνέεται από την ομολογία της αδυναμίας του ανθρώπου να προδικάσει την κρίση του Θεού, στον οποίο ανήκει η τελική απόφαση για τα αβάπτιστα παιδιά.

Επεξεργασία του ζητήματος επιχειρήθηκε και στα νεώτερα χρόνια, με μια όμως ομολογουμένως μετατόπιση της επιχειρηματολογίας. Η απόρριψη των αβάπτιστων παιδιών από τον παράδεισο θεωρείται δεδομένη, με έμφαση στην αιτία της απόρριψης. Ως αίτια ορίζεται ο ρύπος του προπατορικού αμαρτήματος, που δεν ξεπλύθηκε με το βάπτισμα.

Η θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλου Στ' (1769- 1821) και της περί αυτόν συνόδου του 1815 είναι ενδεικτική. Τα θανόντα αβάπτιστα νήπια «καίτοι ου κολάζονται, ως προαιρετικής αμαρτίας καθαρεύοντα, της γε μην ουρανίου βασιλείας ουκ αξιούνται, ως μη καθαρθέντα δια του θείου λουτρού από του ρύπου της προπατορικής αμαρτίας και μη τυχόντα της πνευματικής αναγεννήσεως».18

Ο Χρήστος Ανδρούτσος (1869-1935) στην Δογματική του -όπως και ο Παναγιώτης Τρεμπέλας (1886-1977) που τον επαναλαμβάνει19 - υιοθετεί την παραπάνω αντίληψη και σημειώνει ότι τα αβάπτιστα νήπια «αποκλείονται της ουρανίου βασιλείας ως ένοχα του προπατορικού αμαρτήματος, δεν τιμωρούνται δε και δια θετικών ποινών, ή τιμωρούνται εν ελαχίστω μέτρω»20.

Θα επιχειρήσουμε ένα σύντομο σχολιασμό στις προϋποθέσεις που δημιουργούν την αμφιβολία για τη σωτηρία του αβάπτιστου παιδιού, οι οποίες μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής:

Κατ' αρχάς υιοθετείται η αντίληψη τού προπατορικού αμαρτήματος ως ρύπου που ξεπλένεται αυτόματα με το βάπτισμα, και δεύτερον εκφράζεται η εκκλησιολογική πεποίθηση ότι μόνον μέσα στα κανονικά όρια τής Εκκλησίας, η οποία χορηγεί το μυστήριο τού βαπτίσματος, είναι εφικτός ο ασφαλής λόγος για τη σωτηρία τού κάθε ανθρώπου, οπότε και τού νηπίου.

Αναφορικά με το προπατορικό αμάρτημα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η πατερική θεολογία δεν το αντιμετωπίζει ως ενοχή και ρύπο που ξεπλένεται ακούσια, αλλά ως νόσο21 και απομάκρυνση τού ανθρώπου από τον Θεό.

Επίσης η πατερική επεξεργασία τού θέματος τονίζει τη λειτουργία, αλλά και την αξία τού αυτεξουσίου τού ανθρώπου. Ο Αδάμ αμάρτησε για τί χρησιμοποίησε το αυτεξούσιο, την ελευθερία δηλαδή να επιλέγει ακόμα και το να ζει χωρίς τον Δημιουργό του. Το αυτεξούσιο μάλιστα, που επέτρεψε στον Αδάμ να αμαρτήσει, θεωρείται προτέρημα και όχι Μειονέκτημα, αφού αποτελεί στοιχείο της κατ' εικόνα Θεού δημιουργίας του. Η αξία του αυτεξουσίου, που προβάλλεται ιδιαιτέρως και στον περί βαπτίσματος λόγο της Εκκλησίας, είναι αυτή που θέτει εν αμφιβάλω θέσεις για ακούσιους μολυσμούς του παιδιού, οι οποίοι καθαίρονται ομοίως ακούσια και αυτόματα μέσω των μυστηρίων.

Το δεύτερο επίπεδο του ζητήματος είναι αμιγώς εκκλησιολογικό. Ο αποκλεισμός από τη βασιλεία του Θεού αβάπτιστων παιδιών στοχεύει στο να καταδείξει την Εκκλησία ως τον ασφαλή και μοναδικό τόπο άσκησης της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Ο τονισμός αυτής της αποκλειστικότητας εκφράζει μια εκκλησιολογία που εισηγείται ότι εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, όπως είχε επισημάνει -σε άλλη βέβαια συνάφεια - ο άγιος Κυπριανός Καρθαγένης (210-258).

Η παραπάνω εκκλησιολογική προσέγγιση δεν είναι η μοναδική που έχει διατυπωθεί στον ορθόδοξο χώρο·22 Μέσω μιας ευρύτερης εκκλησιολογίας, όπου τα θεσμικά και τα μυστικά όρια τής Εκκλησίας δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά, η αμφιβολία για το δυνατόν τής σχέσης όλων τών παιδιών με τον Δημιουργό τους δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Τελειώνοντας τον σύντομο σχολιασμό μας υπογραμμίζουμε τα εξής:

Αν η αμφιβολία, και όχι ο αποκλεισμός, για τα αβάπτιστα παιδιά στοχεύει στο να τονίσει τον ρόλο της θείας χάριτος που εισβάλλει στην κτίση μέσα από τις θυρίδες των μυστηρίων, αλλά και τον ρόλο της Εκκλησίας ως της κοινότητας στις δομές της οποίας αποκαλύπτεται και βιώνεται η πίστη στον Θεό, τότε η σχετική συζήτηση μπορεί να είναι δημιουργική. Αν όμως ο αποκλεισμός βασίζεται στην απαίτηση διαχείρισης της σχέσης Θεού και ανθρώπου και στον ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος που θεωρείται ότι φέρει το νήπιο, ο οποίος δεν ξεπλύθηκε μέσω βαπτίσματος, τότε η συζήτηση αποκλίνει σαφώς από τις προϋποθέσεις της Ορθόδοξης θεολογίας.

 

Το νήπιο ως μάρτυρας

Η Εκκλησία κατέταξε στα αγιολόγιά της παιδιά μέχρι έξι ετών που θανατώθηκαν από εχθρούς του Χριστού. Στην ομάδα αυτή ανήκουν βρέφη, με τη συνειδητότητά τους στο μαρτύριο να είναι μηδενική, αλλά και νήπια τα οποία είχαν μεν αντίληψη των γεγονότων, χωρίς όμως αυτό να εξισώνεται με τη συνειδητή αποδοχή του μαρτυρικού τους θανάτου.

Ειδικότερα, η Εκκλησία έχει αναγγείλει την αγιότητα των νηπίων της Βηθλεέμ (εορτάζουν στις 29 Δεκεμβρίου) και δέκα ακόμα νηπίων που βασανίσθηκαν και θανατώθηκαν, τις περισσότερες φορές μαζί με τους Χριστιανούς γονείς τους, κατά την περίοδο των διωγμών. Τα δέκα αυτά νήπια είναι τα εξής: Οι άγιοι Κυριακός και Χριστιανός (εορτάζουν στις 24 Μαΐου), Κλαύδιος, Υπάτιος, Διονύσιος και Παύλος (εορτάζουν στις 3 Ιουνίου), ο άγιος Κήρυκος (εορτάζει στις 15 Ιουλίου μαζί με τη μητέρα του, την αγία Ιουλίττα), η άγια γυναίκα και το βρέφος της στη Ν. Αραβία (εορτάζει στις 24 Οκτωβρίου), ο άγιος Θωμάς το νήπιο (εορτάζει την 1η Νοεμβρίου), ανώνυμο νήπιο (εορτάζει στις 18 Νοεμβρίου).

Στα παραπάνω νήπια μπορεί κάποιος να διακρίνει ως κοινά χαρακτηριστικά την αθωότητα, τον θάνατο για λόγο που σχετίζεται με τον Χριστό, και τέλος την ελλειμματικότητα στη συνειδητή αποδοχή του μαρτυρίου.

Στο ερώτημα εάν η παιδική αθωότητα καθαυτήν είναι αρκετή για τη διακήρυξη των νηπίων ως Αγίων, η απάντηση που δίνεται είναι αρνητική. Αν λάβει κάποιος υπόψη του ότι μόνο παιδιά που θανατώθηκαν από εχθρούς του Χριστού θεωρούνται Άγιοι και όχι παιδιά που πέθαναν από άλλη αιτία, συμπεραίνει ότι η αθωότητα του παιδιού, για να συσχετισθεί από την Εκκλησία με την αγιότητα, συνδέθηκε σε κάθε περίπτωση με το υπέρ Χριστού μαρτύριο.

Η σύνδεση αθωότητας και μαρτυρίου δεν είναι τυχαία. Η περίπτωση των νηπίων της Βηθλεέμ, των βρεφών που θανάτωσε ο Ηρώδης, είναι ενδεικτική. Τα νήπια της Βηθλεέμ θεωρούνται μάρτυρες, παρόλο που ούτε τα ίδια ούτε ο γονείς τους είχαν γνωρίσει τον Χριστό. Ο αριθμός τους ως 14.000 είναι συμβολικός και όχι πραγματικός. Αξιοποιείται συσχετιζόμενος με τους 144.000 μάρτυρες τής Αποκάλυψης και ως πολλαπλάσιο τού 7, ενός ιερού αριθμού που δηλώνει την πληρότητα. Επιλέχθηκε για να δείξει το βασικό στίγμα τής συνοδείας τού Χριστού από την πρώτη στιγμή τής γέννησής του μέχρι την τελική κρίση. Φανερώνει ότι αυτή η συνοδεία θα αποτελείται από μάρτυρες και μάλιστα αθώους,23 όπως τα αθώα παιδιά τής Βηθλεέμ.

Το μαρτύριο των αθώων καταδεικνύει γενικότερα τη λειτουργία τού μαρτυρίου στη ζωή της Χριστιανικής Εκκλησίας, ως στοιχείου της ιδιοπροσωπίας της. Το μαρτύριο έχει Χριστολογικό χαρακτήρα και θεωρείται μίμηση του πρώτου αθώου μάρτυρα, του Ιησού Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός είχε διαβεβαιώσει για αυτή τη «μοίρα» τους μαθητές του, όταν τους είπε: «ει εμέ έδιωξαν, και υμάς διώξουσιν»24. Ο διωγμός για τον Χριστό μάλιστα θεωρήθηκε από την πρώτη Εκκλησία σημείο χαράς και μακαρισμού.25

Επόμενο κοινό στοιχείο των νηπίων είναι η μη συνειδητότητα του μαρτυρίου. Το ότι κυρίως τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά θα είχαν αντιληφθεί πως ο λόγος που διώκονται ήταν η Χριστιανική ιδιότητα της οικογένειάς τους, δεν σημαίνει ότι η αποδοχή του δικού τους θανάτου μπορεί να συγκριθεί με αυτήν ενός ενηλίκου. Από τους νηπιομάρτυρες δηλαδή ελλείπει ένα βασικό χαρακτηριστικό της θεολογίας του μαρτυρίου και αυτό είναι η διαμορφωμένη ταυτότητα, η προαίρεση και η συνειδητή εν ζωή, αλλά και μέχρι θανάτου, έκφραση της αγάπης για τον Χριστό.

Η υμνολογία της Εκκλησίας, βέβαια, περιγράφοντας τα νήπια ως μάρτυρες δημιουργεί διαφορετική εντύπωση, αφού αποδίδει σε αυτά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να έχουν μόνον ενήλικα πρόσωπα. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι ο μόλις τριών ετών άγιος Κήρυκος. Στο στιχηρό προσόμοιο του εσπερινού της εορτής του ψάλλεται: «Νηπιόφρονα τύραννον, εν τελείω φρονήματι, ατελεί τε σώματι, μάρτυς Κήρυκε, ανδρειοφρόνως κατήσχυνας». Παρά την ποιητική διάθεση του ύμνου είναι εμφανής η αντίληψη για το ατρόμητο τού μάρτυρα, ακόμα και ενός τρίχρονου παιδιού που -κατά τον ύμνο- ήταν νήπιο μόνο στο σώμα όχι όμως και στο φρόνημα. Γενικότερα στην υμνογραφία τα νήπια περιγράφονται ότι αντιμετώπισαν τον θάνατο συνειδητά, με ανδρεία και όχι με φόβο και αγωνία, όπως θα αντιστοιχούσε στην ηλικία τους.

Ο υπερτονισμός μιας τέτοιας ασύμβατης συμπεριφοράς δεν στοχεύει στο να πείσει για την ακρίβεια της διήγησης, αλλά υπηρετεί βασικούς στόχους. Ο υπερτονισμός της ασυμβατότητας του να βαδίζει ένα παιδί συνειδητά, θαρραλέα, ακόμα και με χαρά προς τον θάνατο, προβάλλει την προαίρεση ως ένα εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο του μαρτυρίου και της Χριστιανικής βιοτής. Επίσης θέλει να τονίσει την απόλυτη αξία της ζωής κοντά στο Χριστό, αλλά και τη δύναμη του ίδιου του Χριστού ο οποίος μπορεί να εμπνέει και να δυναμώνει όχι μόνο ενηλίκους, αλλά μέχρι και νήπια. Ο υπερτονισμός όμως αυτής της δυναμικής θεωρούμε ότι δεν είναι άμοιρος κινδύνων. Σημαντικός κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η υποτίμηση του ανθρώπινου συναισθήματος του φόβου, η υποτίμηση τελικά της ανθρωπότητας του ανθρώπου.

Το μαρτύριο των νηπίων, η εγκληματική πράξη εναντίον ανυποψίαστων παιδιών δεν αποκτά Χριστιανική διάσταση μόνον γιατί μέσω αυτών διώκεται η Χριστιανική πίστη. Η θανάτωση παιδιών είναι Χριστιανικό μαρτύριο, γιατί αφορά διωγμό αθώων και «ελάχιστων» αδελφών. Ο ίδιος ο Χριστός στην παραβολή της Κρίσεως όρισε ότι «εφ' όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελάχιστων εμοί εποιήσατε».26 Ο Χριστός δηλαδή θεώρησε διωγμό εναντίον του τη μη στήριξη, πόσο μάλλον τον διωγμό κατά του ελάχιστου αδελφού.

Το παράδειγμα των Αγίων νηπίων, η ιδιότυπη αυτή Χριστοκτονία όπως την περιγράψαμε παραπάνω- παιδιών που ενώ δεν γνώριζαν τον Χριστό θεωρούνται από την Εκκλησία μάρτυρες, μπορεί μέσα από μια προοπτική που απηχεί τη «θεολογία της απελευθέρωσης» να συσχετισθεί με το ιδιαίτερο μαρτύριο της βούλησης του Χριστού. Οι μάρτυρες της βούλησης του Χριστού είναι άνθρωποι που διώκονται από όσους στρέφονται κατά του μηνύματός Του, άνθρωποι που ίσως και να αγνοούν το όνομά Του, όπως συνέβη με τα νήπια. Οι μάρτυρες της βούλησης είναι αυτοί που θυσιάζονται στο όνομα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της στήριξης του αδύναμου. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπηρετούν την καθολική αγάπη που δίδαξε ο Χριστός, ακόμα και αν μόνοι τους ομολογούν «Κύριε, πότε σε είδομεν;»27

Το ζήτημα της θέσης των νηπίων στη βασιλεία του Θεού, αν και φαίνεται απλό, εντούτοις αποκαλύπτει πολλά. Δείχνει κατ’ αρχάς την τοποθέτηση της Εκκλησίας έναντι των αποκλεισμών. Πραγματεύεται το μπόλιασμα της βούλησης στη θεία χάρη και αναδεικνύει τη σημασία της Εκκλησίας ως κοινότητας. Φανερώνει τέλος ότι στις ρίζες της βρίσκεται η αθωότητα και το μαρτύριο μαζί, ενωμένα ασυγχύτως και αδιαιρέτως, ως σημεία των ανθρώπων της, ως στοιχεία του σταυρωμένου και αναστημένου Θεού της.

Αναφορικά με το ποια θέση λαμβάνουν τα νήπια στην αγκαλιά του Θεού «η “κρίσις” έχει δοθεί στον Υιό. Κανείς δεν διορίσθηκε για να προλαμβάνει την κρίση Του».28

 

Σημειώσεις


1. Ευχολόγιον το Μέγα (σπουδή και επιστασία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Ζερβού). Φοίνιξ, Βενετία 18693, «Κανών αναπαύσιμος εις νήπια τελευτήσαντα, σ. 480. Η μετάφραση είναι δική μας.

2. Εγκύκλιος της Διαρκούς Ιεράς Συνοδού υπ. αρ. 2716/3-7-2001, Περί ταφής αβαπτίστου τέκνου: http://www.ecclesia.gr (ανάκτηση: 13-12-2017).

3. Το κείμενο βασίζεται στη Διπλωματική Εργασία μου με τίτλο: "Η Χριστιανική εννόηση τής σχέσης τών θανόντων νηπίων με τον Θεό", η οποία εκπονήθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, με την επίβλεψη τού καθηγητή κ. Θανάση Ν. Παπαθανασίου, και εγκρίθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2017 με β΄ κριτή τον καθηγητή κ. Γεώργιο Φίλια.

4. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί τής εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Β΄. PG 150, 541D. Η μετάφραση τών κειμένων είναι από το βιβλίο Καβάσιλας Νικόλαος, Περί τής εν Χριστώ ζωής Λόγοι επτά, σε μετάφραση, Ιερό Ησυχαστήριο Ευαγγελιστή Ιωάννη τού Θεολόγου, Σουρωτή 1990, σ. 63.

5. Νικόλαος Καβάσιλας, Περί τής εν Χριστώ Ζωής, Λόγος Ζ΄. PG 150, 724Α, σ. 251.

6. Γρηγόριος Νύσσης, Περί τών νηπίων τών προ ώρας αφαρπαζομένων. Προς Ιέριον, PG 46, 161-192. Οι μεταφράσεις είναι τού Ιγνατίου Σακαλή από τη σειρά Έλληνες Πατέρες τής Εκκλησίας, τόμ. 8. Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 438-479.

7. Γρηγόριος Νύσσης, Περί τών νηπίων, ΕΠΕ, σ. 457, και PG 46, 176Β.

8. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων, ΕΠΕ, σ. 461, και PG 46. 177D.

9. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων, ΕΠΕ, σ. 450, και PG 46, 169C.

10. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων, ΕΠΕ, σ. 463, και PG 46, 180Β.

11. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων, ΕΠΕ, σ. 463, και PG 46 180C.

12. Γρηγόριος Νύσσης, Περί των νηπίων, ΕΠΕ, σ. 479, και PG 46 192ΑΒ.

13. Βλέπε την ως άνω εγκύκλιο της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

14. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος Μ΄, Εις το άγιον βάπτισμα, ΚΓ, PG 36, 389.

15. Αθανάσιος ο μέγας, Διδασκαλία προς Αντίοχον Δούκαν, PG 28, 679Α: "ως άσπιλα και πιστά εις την βασιλείαν εισέρχονται τα τών πιστών βεβαπτισμένα νήπια".

16. Αθανάσιος ο μέγας. Διδασκαλία προς Αντίοχον Δούκαν. PG 28, 679Α.

17. Αναστάσιος Σιναΐτης, Ερωτήσεις και αποκρίσεις, PG 89, 320C.

18. Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κατήχησις, Θέμιδος, Αθήνησι 1868, σσ. 14-15.

19. Π. Τρεμπέλας, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Γ'. Σωτήρ, Αθήναι 19792, σ. 114.

20. X. Ανδρούτσος, Δογματική της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας, Αστήρ, Αθήναι 19924, σ. 328.

21. Ενδεικτικά: Κύριλλος Αλεξανδρείας, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, PG 74, 788-789. Βλ. για το θέμα, Ιωάννης Ρωμανίδης, Το προπατορικόν αμάρτημα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 19892.

22. Η συζήτηση είναι μεγάλη και ξεφεύγει από το στόχο τής μελέτης μας. Παραθέτουμε όμως για την εποπτεία τού ζητήματος ένα χαρακτηριστικό κείμενο τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ (1893-1979), που εκφράζει μιαν ευρύτερη εκκλησιολογία: «"Extra ecclesiam nulla salus". Όλη η κατηγορηματική ισχύς και αιχμή τού αφορισμού αυτού κείται εις την ταυτότητα τών δύο όρων. Έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία, επειδή σωτηρία είναι η αποκάλυψη τού δρόμου για κάθε έναν που πιστεύει στο όνομα τού Χριστού». «Πολλάκις τα κανονικά όρια δεικνύουν ωσαύτως και τα χαρισματικά όρια. Πολλάκις αλλ' όχι πάντοτε». Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Άρτος Ζωής, Αθήνα: 1973, σσ. 191-192 και σ. 220.

23. Παράβαλλε Γ. Πατρώνος, Η Ιστορική πορεία τού Ιησού. Από τη φάτνη ως τον κενό τάφο. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 163, και Σ. Αγουρίδης, Η αποκάλυψη του Ιωάννη. Εισαγωγικά-Ερμηνεία-Παραρτήματα επί ειδικών θεμάτων, Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 229.

24. Ιω. 15: 20.

25. Παράβαλλε Αικ. Τσαλαμπούνη, «"Μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι..." (Ματθ. 5,11). Οι λόγοι του Ιησού για τους διωγμούς»: https://www.academia.edu/30817528/ (ανάκτηση: 31/5/2017).

26. Ματθ. 25:40.

27. Για το ίδιο θέμα παράβαλλε Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Η ευχαριστιακή και κοινωνική διάσταση του μαρτυρίου “Σίτος ειμί Θεού" (άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας)», Σύναξη 142 (2017), σσ. 67-80, και Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, «Η Εκκλησία ως αποστολή, ένα κριτικό ξανακοίταγμα της λειτουργικής θεολογίας του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν», Θεολογία 80. 1 (2009), σσ. 102-107.

28. Γ. Φλωρόφσκυ, Θέματα, σ. 22.

Δημιουργία αρχείου: 4-12-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-12-2018.

ΕΠΑΝΩ