Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Προφητεύεται στην Αγία Γραφή ο Μωάμεθ; ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο. Η΄. Ο Δοξασμένος (Χίμντα)
Τού Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη
|
Με μπλε θα είναι τα λόγια του Μουσουλμάνου και με μαύρο τού Σχολιαστή Ο Δοξασμένος (Χίμντα) Ο δοξασμένος όλων των εθνών θα έρθει “Και ο Δοξασμένος όλων των εθνών θα έρθει” (Αγγαίος, 2:7). Περίπου δύο αιώνες ύστερα από τη διάλυση του βασιλείου του Ισραήλ και από τη μεταφορά των δέκα Εβραϊκών φυλών στην Ασσυρία, ο Ναός του Σουλεϊμάν (Σολομώντα (αλέϊχι σαλάμ)) γκρεμίστηκε από τους Ασσυρο-Χαλδαίους και οι φυλές του Ιούδα και του Βενιαμίν μεταφέρθηκαν στη Βαβυλωνία. Μετά από αιχμαλωσία 70 ετών, επιτράπηκε στους Εβραίους να ξαναγυρίσουν στην Παλαιστίνη και να ξαναχτίσουν τον κατεστραμμένο τους Ναό. Τότε ένας ενθουσιασμός κυρίευσε τους Εβραίους αλλά όσοι είχαν δει τον παλιό μεγαλοπρεπή ναό, έκλαιγαν. Τότε ο Θεός έστειλε τον προφήτη Αγγαίο για να μεταδώσει στην κοινότητα του ένα σπουδαίο μήνυμα: “«Και θα σηκώσω όλα τα έθνη και ο Δοξασμένος όλων των εθνών θα έρθει και θα γεμίσω αυτόν τον οίκο με δόξα» λέει ο Κύριος των Κυρίων. «Δικό Μου είναι το ασήμι, δικός Μου είναι ο χρυσός» λέει ο Κύριος των Κυρίων, «η δόξα του τελευταίου οίκου Μου θα είναι μεγαλύτερη από αυτή του πρώτου» λέει ο Κύριος των Κυρίων, «και σ’ αυτό το μέρος θα δώσω τη σαλόμ» λέει ο Κύριος των Κυρίων” (Αγγαίος, 2:7-9). Το παραπάνω είναι μια καθαρή μεσσιανική (χριστολογική) προφητεία, δηλ. αναφερόμενη στο Χριστό. Δεν θα μπορούσε δε καν να αναφέρεται στο Μωάμεθ, στα χρόνια του οποίου ο ναός είχε κατεδαφιστεί! Η προφητεία αυτή αναφέρεται:
Εκτός αυτών, ο δοξασμένος όλων των εθνών, καθώς και ο επιθυμητός τους, δεν είναι παρά ένας: ο Θεός. Επιπλέον, κάθε αληθινός προφήτης δεν αποδέχεται να είναι «δοξασμένος» από τους ανθρώπους, αλλά αποδίδει όλη τη δόξα στο μόνο Ένδοξο Κύριο, το Θεό. Για τον ίδιο λόγο, ο Μωάμεθ, άσχετα αν είναι αληθινός προφήτης ή (όπως ισχυρίζομαι) ψευδοπροφήτης, δεν μπορεί να είναι δοξασμένος. Αντιθέτως, ο Χριστός είναι δοξασμένος, επειδή είναι Θεός, και επιθυμητός, επειδή είναι σωτήρας, και μάλιστα πανανθρώπινος –και όχι απλά προφήτης. Τα έθνη προσδοκούσαν τη σωτηρία. Και ο σωτήρας ήρθε, στο πρόσωπο του Μεσσία Ιησού. Για τον τρόπο που ο Χριστός έσωσε την ανθρωπότητα διά του θανάτου και της αναστάσεώς Του μιλήσαμε νωρίτερα, σε άλλη ενότητα. Για το «όλων των εθνών» βλ. Ματθ. 25, 31-46, σε συνδυασμό και με την προφητεία του αγίου προφήτη Ιωήλ, 4, 11-12, σύμφωνα με την οποία ο Θεός αυτοπροσώπως θα καθίσει και θα κρίνει «πάντα τα έθνη» στην Κοιλάδα του Ιωσαφάτ, δηλ. ακριβώς ό,τι θα κάνει ο Ιησούς στο Ματθ. 25, 31-46, γιατί Εκείνος, και όχι ο Πατήρ, είναι ο κρίνων Θεός: «ο Πατήρ δεν κρίνει κανένα, αλλά όλη την κρίση έδωσε στον Υιό» (Ιω. 5, 22 και 25) – «εξουσίαν έδωκεν αυτω και κρίσιν ποιεί, ότι υιός ανθρώπου εστί» (Ιω. 5, 27). Αναφερθήκαμε σ’ αυτό στην ενότητα περί του Υιού του Ανθρώπου (Μπαρ Νάσα).
Η εβραϊκή λοιπόν λέξη «Χίμντα» μεταφράζεται ως «Δοξασμένος» ή «Επιθυμητός» και η λέξη «σαλόμ» μεταφράζεται ως «ειρήνη». Οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί έχουν δώσει μεγάλη σημασία στην προφητεία αυτή και της έχουν δώσει μια Μεσσιανική ερμηνεία. Αν μεταφράσουμε τις λέξεις «Χίμντα» και «σαλόμ» επ’ ακριβώς ως «Επιθυμητός» και «ειρήνη» τότε η προφητεία αυτή παραμένει μία ανόητη φιλοδοξία αλλά αν με το «Χίμντα» αντιληφθούμε ένα πρόσωπο πραγματικό και με το «σαλόμ» αντιληφθούμε όχι απλά μια κατάσταση αλλά μία ζωντανή δύναμη και μία τελική θρησκεία, τότε η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε με τον ερχομό του προφήτη Άχμεντ (μία άλλη μορφή του ονόματος «Μουχάμμεντ» (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ)) και με τη διάδοση του Ισλάμ. Ακριβώς επειδή οι λέξεις «Χίμντα» και «σαλόμ» έχουν την ίδια σημασία όπως τα «Άχμεντ» και «Ισλάμ». Η «ανόητη φιλοδοξία» είναι ότι «τελική θρησκεία» είναι η ιδρυθείσα από το Μωάμεθ, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παλινδρόμηση από την αληθινή τελική θρησκεία (το χριστιανισμό, την Καινή Διαθήκη) στη νηπιακή προγενέστερη κατάσταση της ανθρωπότητας, την Παλαιά Διαθήκη. Η προαναγγελθείσα ειρήνη δεν είναι ανόητη φιλοδοξία, ούτε και αναφέρεται σε μια «τελική θρησκεία», διότι: α) πρόκειται για την ειρήνη που έχουν στην καρδιά τους οι άγιοι, ως ενωμένοι με την αληθινή ειρήνη του Θεού, που είναι ο Χριστός, β) θα υπάρξει μια τελευταία περίοδος στην ιστορία, μετά την ήττα του Αντιχρίστου και πριν τη δευτέρα παρουσία, που θα είναι περίοδος ειρήνης και προαναγγέλλεται κι από άλλες προφητείες, όπως Ησαΐα 2, 1-4 («θα σφυρηλατήσουν τα μαχαίρια τους σε υνιά και τις λόγχες τους σε δρεπάνια, δε θα σηκωθεί έθνος κατά έθνους» κ.τ.λ.), συνδυασμένη μάλιστα με το Ιωήλ, 4, 9-11, όπου μιλάει γι’ αυτό τον πόλεμο (με τον Αντίχριστο, δηλ. τον «πόλεμο του Γωγ») και καλεί τους ανθρώπους να μετατρέψουν τα υνιά σε μαχαίρια και τα δρεπάνια σε λόγχες! (Για το διάστημα της ειρήνης μεταξύ του τέλους του Αντιχρίστου και της ανάστασης των νεκρών, δηλ. της δευτέρας παρουσίας. Και κάτι ακόμη, που το τονίσαμε και αλλού: οι χριστιανοί δεν έχουμε δει το «ειρηνικό πρόσωπο» του Ισλάμ, παρά μόνο αιώνες σκληρής κατάκτησης. Έχουμε δει καλούς μουσουλμάνους, απλούς ανθρώπους, που τους συμπαθούμε επειδή το ήθος τους μοιάζει με το χριστιανικό ήθος. Αν όμως το σκληρό –κυριολεκτικά αιμοσταγές– πρόσωπο του Ισλάμ είναι αντίθετο με την ουσία της ισλαμικής θρησκείας, η οποία υποτίθεται ως είναι «θρησκεία ειρήνης», πού είναι έστω μία καταδίκη αυτού του σκληρού προσώπου από τους πνευματικούς ηγέτες του Ισλάμ; Αντιθέτως, πολλές φορές χριστιανοί άγιοι διδάσκαλοι καταδίκασαν τις αιματηρές ενέργειες χριστιανών ηγετών, που γίνονταν κατά παράβασιν της χριστιανικής διδασκαλίας. Ο άγιος Αμβρόσιος του Μιλάνου π.χ., το 390 μ.Χ., αρνήθηκε να κοινωνήσει τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, υποχρεώνοντάς τον να ζητήσει συγνώμη από το λαό για τη σφαγή χιλιάδων αντιφρονούντων στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρουσία του αυτοκράτορα και όλης της αριστοκρατίας της Κ/Πολης, εκφώνησε δριμύτατο λόγο υπέρ των γυναικών, στον οποίο διακήρυξε ότι «δεν αναγνωρίζει το νόμο, που είναι κατά των γυναικών, ο οποίος τις αδικεί επειδή είναι γραμμένος από άντρες». Ο άγιος Φίλιππος της Μόσχας έλεγξε δημόσια, μέσα στο ναό, τον αιμοσταγή τσάρο Ιβάν τον Τρομερό, με συνέπεια να συλληφθεί και να στραγγαλιστεί στις φυλακές από τους ανθρώπους του τσάρου. Ίσως οι αδελφοί μας μουσουλμάνοι ή ακόμη και ο ίδιος ο πρώην ρωμαιοκαθολικός συγγραφέας του παρόντος γνωρίζουν το χριστιανισμό μόνο από τις σταυροφορίες και τις άλλες αιματηρές αμαρτίες που διαπράχθηκαν στην αιρετική δύση, όμως τους υπενθυμίζω ότι θύματα των δυτικών έχουμε πέσει κι εμείς, οι ορθόδοξοι, που είμαστε η ιστορική συνέχεια της αρχαίας αδιαίρετης Εκκλησίας. Ο χριστιανισμός δεν εκφράζεται από αυτές τις πράξεις, αλλά από πράξεις όπως του αγίου Ακάκιου, επισκόπου Αμίδας, που το 422 μ.Χ. πούλησε τα πολύτιμα σκεύη των ναών της επισκοπής του και εξαγόρασε την ελευθερία 7000 Περσών αιχμαλώτων (Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία, Patrologia Graeca, τόμ. 67, στ. 781B-784A), την προσπάθεια του αγίου Μαρτίνου της Τουρ να σώσει τη ζωή του αιρετικού Πρισκιλλιανού ή την αντίδραση του αγίου Θεόδωρου του Στουδίτη στο θέμα της πιθανής απέλασης των Βουλγάρων προσφύγων στον Κρούμο, κατά τη διάρκεια βουλγαρο-βυζαντινού πολέμου, «πράγμα που γι’ αυτούς θα σήμαινε βέβαιο θάνατο»… Οι γλωσσολογικές παρατηρήσεις, που κάνει ο συγγραφέας παρακάτω, είναι τουλάχιστον αστείες, καθώς δεν έχουν καμιά αποδεικτική αξία για τίποτε. Η αλήθεια δεν είναι φιλολογικό θέμα – αλλιώς κάθε θρησκεία, ακόμη και δολοφονικές σέκτες, μπορούν να βρουν τέτοια ερείσματα στα γραπτά τους και στα ονόματα και τους τίτλους των ιδρυτών τους και να «αποδείξουν» ότι οι προφητείες εκπληρώνονται σ’ αυτές!…
Εδώ θα ήθελα να εξηγήσω την ετυμολογία αυτών των δύο λέξεων. «Χίμντα». Στο αυθεντικό εβραϊκό κείμενο διαβάζουμε: “βε γιάβου Χίμνταθ κολ χαγκκόγιμ” το οποίο όπως είπα σημαίνει: “και θα έρθει ο Χίμντα όλων των εθνών”. Το τελευταίο εβραϊκό γράμμα «χι» όπως και στα αραβικά, έγινε «θ». Η λέξη «Χίμντα» προέρχεται από μία αρχαϊκή εβραϊκή ή αραμαϊκή ρίζα «χμντ» (που μπορεί να διαβαστεί ως χέμεντ). Στα εβραϊκά το «χέμεντ» χρησιμοποιείται με την έννοια: «επιθυμητός, όρεξη, σφοδρή επιθυμία» κ.α. Η ένατη εντολή του Δεκάλογου είναι: “λο τάχμοντ ισς ρέϊχχα” (δεν θα επιθυμήσεις τη σύζυγο του γείτονα σου). Στα αραβικά το ρήμα «χέμιντα», προερχόμενο από την ίδια ρίζα «χμντ» σημαίνει «Επιθυμώ, εγκωμιάζω» κ.τ.λ. Τι είναι πιο δοξασμένο από αυτό που είναι πιο επιθυμητό και ποθητό? Οποιοδήποτε και από τις δύο ερμηνείες και αν δώσουμε, το σίγουρο είναι ότι το «Άχμεντ» είναι η αραβική εκδοχή του «Χίμντα». Στο Ιερό Κοράνι ο Ίσα (Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ)) προφητεύει στους Ισραηλίτες τον ερχομό ενός προφήτη που το όνομα του είναι «Άχμεντ»: “Και όταν ο Ίσα ο γιος της Μάριαμ (Μαρία) είπε: «Ω παιδιά του Ισραήλ, έχω σταλθεί σε σας από τον ΑΛΛΑΧ για να επικυρώσω την Ταουράτ (Πεντάτευχος) που ήρθε πριν από μένα και να δώσω την είδηση ενός προφήτη που θα έρθει μετά από μένα και που το όνομα του είναι Άχμεντ». Όταν λοιπόν ήρθε σ’ αυτούς με καθαρές αποδείξεις, είπαν: «Αυτό είναι καθαρή μαγεία»” (Κοράνι, 61:6). Δεν είπε τέτοιο πράγμα ο Ιησούς. Το Κοράνι εδώ δεν μπορεί να λέει αλήθεια, γιατί έρχεται σε ευθεία αντίθεση όχι μόνο με τα ευαγγέλια (όπου ο Χριστός λέει ξεκάθαρα ότι είναι ο μοναδικός σωτήρας του κόσμου, τον οποίο και μόνο πρέπει να ακολουθούν οι άνθρωποι –π.χ. Ματθ. 23, 8-11, Ιω. 6, 53-58. 10, 1-21– αρνούμενοι να δώσουν πίστη στα λόγια οποιουδήποτε άλλου που θα εμφανιστεί ως προφήτης ή σωτήρας – π.χ. Ματθ. 24, 4-5 και 23-25), αλλά και με τη δισχιλιετή εμπειρία της Εκκλησίας από την ένωση των χριστιανών με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ.
Ο Παράκλητος Στο «Ευαγγέλιο» του Ιωάννη… Ούτε καν ανέχεται πια ο συγγραφέας να αναφερθεί στο ευαγγέλιο χωρίς υποτιμητικά και περιφρονητικά εισαγωγικά, λες και είναι ο ίδιος σε θέση να το αξιολογήσει… … χρησιμοποιείται η λέξη «Παράκλητος», μία βαρβαρική μορφή σχεδόν άγνωστη στην κλασσική ελληνική λογοτεχνία αλλά η λέξη «Περικλητός» η οποία σημαίνει ακριβώς ότι και το «Άχμεντ» (δοξασμένος, αυτός που περικλείει τη δόξα κ.τ.λ.), πρέπει να είναι η μετάφραση στα ελληνικά του «Χίμντα» ή πιθανόν του «Χέμιντα» στην αραμαϊκή του μορφή, την οποία μιλούσε ο Χριστός (αλέϊχι σαλάμ). Παρόλα αυτά δεν υπάρχει κανένα Ευαγγέλιο γραμμένο σήμερα στη μητρική γλώσσα του Ιησού (αλέϊχι σαλάμ). Ο Ιησούς πιθανότατα μιλούσε ελληνικά, γλώσσα συνηθέστατη στη Γαλιλαία, απ’ όπου κατάγονταν και ο Ίδιος, ως άνθρωπος, και οι μαθητές Του. Ο Ιωάννης γράφει «Παράκλητος», που σημαίνει «Παρηγορητής», και όχι «περικλητός» ή κάτι άλλο. Επομένως, ό,τι κι αν είπε ο Ιησούς, σε όποια γλώσσα κι αν μίλησε, η ελληνική μετάφραση του λόγου Του προφανώς είναι «Παράκλητος». Αν όμως ο συγγραφέας νομίζει ότι ο Ιησούς μίλησε εβραϊκά ή αραμαϊκά, τότε από πού κι ως πού αναζητά μια λέξη παρεμφερή με το (κατ’ αυτόν «αυθαίρετο») Παράκλητος; Έχει νόημα να αναζητά μια λέξη που να μοιάζει με το «Παράκλητος», μόνο αν δεχτεί ότι μια τέτοια λέξη χρησιμοποίησε ο Ιησούς και ότι ο Ιωάννης την αντικατέστησε με μια παραπλήσια. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια τη βραδιά που συνελήφθη και δικάστηκε, ενώ την επόμενη μέρα σταυρώθηκε για να αναστηθεί τρεις ημέρες μετά. Αν ο συγγραφέας δεν πιστεύει ότι συνέβησαν αληθινά η σταύρωση και η ανάσταση, τότε πώς πιστεύει ότι ειπώθηκαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού; Επίσης, αν ένας μουσουλμάνος αδελφός μας κάνει τον κόπο να διαβάσει ολόκληρη την ομιλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στους μαθητές και αποστόλους Του το βράδυ της σύλληψής Του, δηλ. ολόκληρα τα κεφάλαια 13-17 του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, θα δει ότι εκεί ο Ιησούς μιλάει σαφέστατα ως ο Υιός του Θεού Πατρός, που οι άνθρωποι πρέπει να είναι ενωμένοι μαζί Του, όπως τα κλήματα με το αμπέλι, ώστε διά του Υιού να είναι ενωμένοι και με τον Πατέρα. Εκεί δίνει τη «δική Του εντολή», την εντολή της αγάπης, εμφανίζοντας τον εαυτό Του ως ισότιμο με το Θεό, το δότη των 10 εντολών προς το Μωυσή. Πώς ο συγγραφέας αγνοεί όλα τα υπόλοιπα και απομονώνει ένα μικρό κομμάτι της τελευταίας ομιλίας του Ιησού, για να το παρερμηνεύσει και να το χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του; Ας σημειωθεί και ότι, αν και ο άγιος ευαγγελιστής Ιωάννης το παραβλέπει, οι άλλοι τρεις άγιοι ευαγγελιστές και ο άγιος απόστολος Παύλος αναφέρουν ομόφωνα ότι το ίδιο βράδυ ο Ιησούς κοινώνησε τους αποστόλους Του το Σώμα και το Αίμα Του και τους ζήτησε να συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο (βλ. Ματθ. 26, 26-28, Μάρκ. 14, 22-24, Λουκ. 22, 19-20, Α΄ Κορινθ. 11, 23-26), δηλαδή ίδρυσε την ιερή λειτουργία που άρχισαν αμέσως να τελούν οι πρώτοι χριστιανοί και συνεχίζουμε να τελούμε οι ορθόδοξοι χριστιανοί (τους τελευταίους 15 αιώνες έχει τη σημερινή της μορφή, όμως με μάλλον απλούστερη μορφή μαρτυρείται σαφέστατα από τον άγιο Ιουστίνο γύρω στο 150 μ.Χ., ενώ ως πράξη αναφέρεται ήδη στις Πράξεις των Αποστόλων, 13, 2: «λειτουργούντων αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων»). Πιστεύει ο συγγραφέας ότι το έκανε και το είπε αυτό ο Ιησούς; Ότι δηλαδή κοινώνησε τους μαθητές Του και άφησε για όλους τους ανθρώπους την εντολή να μεταλαβαίνουν το άγιο Σώμα και Αίμα Του; Αν ναι, τότε θα πρέπει να επιστρέψει στο χριστιανισμό (τον ορθόδοξο, από τον οποίο αποχωρίστηκε ο καθολικισμός τον 11ο αι. μ.Χ.). Αν όχι, τότε πώς αναφέρεται σε λόγια που είπε ο Ιησούς εκείνο το βράδυ; Ο Ιησούς εξάλλου ανέφερε ότι ο Παράκλητος είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μάλιστα θα στείλει ο Πατέρας «εν τω ονόματι του Ιησού»: «ο δε παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον ό πέμψει ο πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν» (Ιω. 14, 26). Με αυτό μπορεί να κλείσει η συζήτηση. Ο Παράκλητος είναι το Άγιο Πνεύμα. Εξάλλου, ο Παράκλητος επρόκειτο να σταλεί από τον Πατέρα «εν τω ονόματι του Χριστού». Ο Μωάμεθ όμως δεν ήρθε εν τω ονόματι του Χριστού, αλλά (όπως ισχυρίστηκε) «εν τω ονόματι του Θεού», τον δε Ιησού απλώς συμπεριέλαβε στον κατάλογο των προφητών ως κοινό άνθρωπο. Κανείς προφήτης δεν έρχεται εν τω ονόματι ενός άλλου προφήτη. Επίσης ο Ιησούς τόνισε ότι ο Παράκλητος είναι «το Πνεύμα της Αληθείας», το οποίο «παρά του Πατρός εκπορεύεται», και όχι κάποιος «προφήτης» (βλ. Ιω. 14, 16-17. 14, 26. 15, 26, και 16, 13). Η σχετική διήγηση του Κορανίου 61, 6, είναι καθαρά φανταστική. Εκτός των άλλων, ο Παράκλητος ήρθε ξεκάθαρα την ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία οι άγιοι απόστολοι και μαθητές του Χριστού άρχισαν το κήρυγμά τους (το οποίο ακούστηκε θαυματουργικά σε πάρα πολλές γλώσσες, όσες και οι παριστάμενοι) και τα θαύματά τους. Στα γεγονότα αυτά αναφέρονται λεπτομερώς τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου Πράξεις των αποστόλων (από το κεφ. 2 και μετά), εντός της Καινής Διαθήκης, γραμμένο από τον άγιο και θεόπνευστο ευαγγελιστή Λουκά. Ο Λουκάς δεν λέει ψέματα, εκτός των άλλων, διότι το βιβλίο του γράφτηκε ενώ συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση στην πρώτη χριστιανική Εκκλησία (πριν το 65 μ.Χ.). Την ημέρα εκείνη άρχισε να εκπληρώνεται και η προφητεία του αγίου προφήτη Ιωήλ: «εκχεώ από του πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα και προφητεύσουσιν οι υιοί υμών και αι θυγατέρες υμών…» κ.λ.π. (Ιωήλ, 3, 1-2, βλ. και Πράξεις, 2, 16-21). Αυτό συνέβη με τους χριστιανούς, στους οποίους τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δόθηκαν πλουσιοπάροχα (λόγω της αγιότητάς τους – δες ένα δείγμα στις Πράξ. 5, 12-16, και στην Α΄ Κορινθ., κεφάλαια 13-15), η δε εκπλήρωση της προφητείας θα ολοκληρωθεί στον έσχατο πόλεμο, γι’ αυτό συνεχίζει με αιματηρά γεγονότα και τρομακτικά «σημεία εξ ουρανού». Αυτό το Πανάγιο Πνεύμα ανέπτυξε κατόπιν καθημερινή δράση στην Εκκλησία, όπως μαρτυρεί το βιβλίο των Πράξεων των αποστόλων (θα δώσω παραπομπές σε λίγο), δράση που συνεχίζεται αμείωτη σε όλους τους αιώνες και φυσικά και σήμερα. Η φιλολογική ανάλυση του συγγραφέα είναι αδιάφορη και άσχετη με το μέγα και αιώνιο αγιοπνευματικό χριστιανικό (ορθόδοξο) βίωμα, από το οποίο προφανώς είναι άγευστος… Αλλά, αν και δικαιολογείται να είναι άγευστος (ήταν ρωμαιοκαθολικός εξάλλου), είναι αδικαιολόγητος να αγνοεί τη διδασκαλία των χριστιανών αγίων, που έχουν γευτεί σε όλο το μεγαλείο τους τις φοβερές αγιοπνευματικές δωρεές. Ας υπενθυμίσω ότι όλοι αυτοί οι θεόπνευστοι και ιεροί πρώτοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού (οι απόστολοι και οι άμεσοι μαθητές τους), που στήριξαν το κήρυγμά τους ακριβώς στη σχέση τους με το Άγιο Πνεύμα, καθώς και οι περισσότεροι από τους επιγόνους τους, έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη τους, εμμένοντας στο κήρυγμά τους.
Το «ευαγγέλιο του Βαρνάβα» Στο σημείο αυτό, κάποιοι μουσουλμάνοι απολογητές προβάλλουν ως τεκμήριο των ισχυρισμών τους το απόκρυφο «Ευαγγέλιο του Βαρνάβα», που, όπως θα γνωρίζετε, προωθεί τη μουσουλμανική θεωρία περί του Χριστού: ότι «προανάγγειλε έναν προφήτη, τον Άχμεντ», είπε ότι θα έρθει ο «Περικλυτός» αντί «ο Παράκλητος» κ.τ.λ. Γράφει επίσης ότι δε σταυρώθηκε αλλά «μεταφέρθηκε στον ουρανό», ενώ αντί γι’ Αυτόν σταυρώθηκε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης. Το κείμενο αυτό ωστόσο δεν είναι αρχαίο. Αναφορές για κάποιο «κατά Βαρνάβα ευαγγέλιο» μαρτυρούνται πρώτη φορά τον 6ο και 7ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή ήδη πολύ αργά, και πιθανόν δεν αναφέρονται στο ομότιτλο κείμενο που έχουμε σήμερα. Το σημερινό «ευ. του Βαρνάβα» φαίνεται να έχει γραφτεί το νωρίτερο κατά το μεσαίωνα, αφού το λεξιλόγιο και το ύφος του προδίδει δάνεια από την ποίηση του Δάντη (1265-1321). Τα αρχαιότερα χειρόγραφά του είναι του 16ου αιώνα και είναι δύο, ένα στα ισπανικά και ένα στα ιταλικά. Για να καταλάβετε ότι είναι αδύνατο να αποδώσουμε το ευαγγέλιο στον ίδιο τον άγιο απόστολο Βαρνάβα (γιατί αυτό είναι το θέμα), ας αναφέρουμε μια σειρά από εμφανείς αναχρονισμούς και ιστορικές ανακρίβειες που περιέχει:
Τα παραπάνω τα αντλώ από εδώ, όπου υπάρχουν και γενικότερες λεπτομέρειες. Ας συνεχίσουμε τώρα το σχολιασμό του βιβλίου που μας απασχολεί.
Το ταξίδι με τον Μπουράκ Έπειτα, όσον αφορά την ετυμολογία των λέξεων «σαλόμ», «σλάμα» και των αραβικών «σαλάμ» και «Ισλάμ», κάθε γνώστης και ερευνητής σημιτικών γλωσσών ξέρει ότι τα «σαλόμ» και «Ισλάμ» προέρχονται από τη μία και ίδια ρίζα και έχουν το ίδιο νόημα: «ειρήνη», «υποταγή» κ.α. Για να γίνει περισσότερο κατανοητή η προφητεία αυτή του Αγκαίου, θα δείξω μία άλλη προφητεία από το τελευταίο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Μαλαχάϊ» ή «Μαλλάχι» ή «Μαλαχία»: “Θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο Μου για να προετοιμάσει τον δρόμο Μου, ξαφνικά θα έρθει στον ναό του. Είναι ο Αδονάϊ που επιθυμείτε και ο απεσταλμένος της διαθήκης με τον οποίο ευαρεστείστε. Έρχεται, λέει ο Κύριος του σύμπαντος” (Μαλαχίας, 3:1). Μάλιστα. Την προφητεία του αγίου προφήτη Μαλαχία τη σχολιάσαμε εκτενώς σε προηγούμενο κεφάλαιο. Εδώ να επισημάνω απλώς ότι «Αδονάι» είναι όνομα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη και η προφητεία λέει ότι «ξαφνικά θα έρθει στον ναό Του ο Αδονάϊ που επιθυμείτε», δηλαδή αυτοπροσώπως ο Θεός, δηλαδή ο Χριστός. Επίσης έχουμε σχολιάσει το ταξίδι του Μωάμεθ με τον αινιγματικό Μπούρακ στο χώρο όπου ήταν παλιά ο ναός. Τώρα ο συγγραφέας προσθέτει (αμέσως παρακάτω) ότι ο Μωάμεθ εκεί συμπροσευχήθηκε με το Μωυσή και τον Ιησού – αντιγράφεται προφανώς η Μεταμόρφωση του Ιησού, όπου έδειξε μικρό δείγμα της θεϊκής μορφής Του στους μαθητές Του, κατά την οποία παρέστησαν δίπλα Του οι άγιοι προφήτες Μωυσής και Ηλίας (βλ. Ματθ. 17, 1-13, Μάρκ. 9, 2-13, Λουκ. 9, 28-36, αλλά και Β΄ επιστολή Πέτρου, 1, 16-21). Η υποτιθέμενη συνάντηση του Μωάμεθ με το Μωυσή και τον Ιησού δεν ευσταθεί. Προφανώς ήταν κακά πνεύματα που είχαν πάρει τη μορφή τους, όπως σε πολλές περιπτώσεις πλανημένων πιστών όλων των εποχών. Ας αναφερθούμε π.χ. στη χαρακτηριστική περίπτωση του αγίου Ισαάκ του Κιέβου. Ο άγιος Ισαάκ είναι ένας από τους πρώτους Ρώσους αγίους ασκητές και μόνασε τον 11ο αιώνα μ.Χ. στη λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου. Η ιερή αυτή μονή ιδρύθηκε από τον άγιο Αντώνιο του Κιέβου και αναδείχθηκε τα επόμενα χίλια χρόνια σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της ορθόδοξης πνευματικότητας, κυριολεκτικά φυτώριο αγίων, φυλάσσει δε στα σπλάχνα της πολλά λείψανα άφθαρτα και μυροβλύζοντα, χωρίς φυσικά να είναι ταριχευμένα. Ο Ισαάκ ήταν πλούσιος έμπορος που, μαθαίνοντας για τον άγιο Αντώνιο του Κιέβου, ένιωσε θείο ζήλο, «ξεφορτώθηκε» την περιουσία του μοιράζοντάς την στους φτωχούς και ήρθε να συναντήσει τον άγιο, με πρόθεση να μονάσει. Ο άγιος τον δέχτηκε και ο Ισαάκ επιδόθηκε σε υπεύθυνο και σοβαρό ασκητικό αγώνα, μέσω του οποίου ανέπτυξε λαμπρές αρετές. Στη συνέχεια όμως θέλησε να προχωρήσει σε ένα δυσκολότερο στάδιο: να απομονωθεί σε ένα σπήλαιο, στην απόκρημνη όχθη του Δνείπερου. Πήρε την ευλογία του πνευματικού του και έζησε στη μόνωση του σπηλαίου για εφτά χρόνια, φορώντας, αντί για το κοινό τρίχινο μοναχικό ένδυμα, το δέρμα μιας κατσίκας, που το φόρεσε νωπό και το άφησε να στεγνώσει πάνω του. Όμως ακόμη και με τόση πείρα, αποκτηθείσα με πολυετείς αγώνες, μια στιγμή εγωιστικής αδυναμίας ήταν αρκετή για μια σχεδόν ανεπανόρθωτη πτώση: κάποια νύχτα τον επισκέφτηκαν δύο λευκοφορεμένοι νέοι, που τον κάλεσαν να βγει έξω να προσκυνήσει το Χριστό, που τον επισκεπτόταν αυτοπροσώπως, γιατί ευαρεστήθηκε από τον αγώνα του. Ο πολύπειρος ερημίτης ενέδωσε και προσκύνησε χωρίς ενδοιασμό το τρίτο πρόσωπο, που ακολουθούσε βαδίζοντας μέσα στη νύχτα. Αίφνης το όραμα άλλαξε μορφή: οι τρεις επισκέπτες έγιναν δαίμονες, που τον παρέσυραν σε αλλόφρονα χορό και, τρομοκρατώντας και απειλώντας τον με τη βεβαίωση ότι ήταν πια δικός τους, τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο. Σε οικτρή κατάσταση τον ανακάλυψε την άλλη μέρα ο ίδιος ο άγιος Αντώνιος και τον μετέφερε στο μοναστήρι, όπου χρειάστηκε δυόμισι χρόνια φροντίδας και προσευχής για να συνέλθει. Μετά από τη δοκιμασία αυτή, η συμπεριφορά του αγίου για όλη του τη ζωή ήταν αλλοπρόσαλλη. Είναι σίγουρο ότι, από ένα σημείο και έπειτα, η πνευματική του διαύγεια είχε αποκατασταθεί πλήρως και ζούσε σε μια κατάσταση προσποιητής τρέλας, ως «διά Χριστόν σαλός». Η σαλότητα αυτή ήταν μια δικλείδα ασφαλείας, μια θωράκιση εναντίον της υπερηφάνειας, που τον βοήθησε να αναλάβει και να φτάσει σε μεγάλο ύψος αγιότητας. Κοιμήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1090 μ.Χ. και ενταφιάστηκε στο σπήλαιό του. Αν ένας έμπειρος ασκητής στάθηκε δυνατόν να ξεγελαστεί τόσο φρικτά, πόσο μάλλον μπορούσε να ξεγελαστεί ένας άνθρωπος που οδηγούνταν χρόνια σε πλανημένες προφητείες από πονηρά πνεύματα, όπως (ας μου επιτραπεί να το πω ευθέως) ο Μωάμεθ.
Τότε συγκρίνετε την παραπάνω προφητεία με τη σοφία αυτή που αποκαλύπτεται στο Ιερό Κοράνι: “Δόξα (στον ΑΛΛΑΧ) που πήρε τον δούλο Του για νυχτερινό ταξίδι απ’ το Ιερό Τέμενος (της Μέκκας) στο Μακρινό Τέμενος που τον περίβολο του έχουμε αγιάσει, για να δείξουμε μερικά από τα Σημεία Μας. Βέβαια Αυτός (ο ΑΛΛΑΧ) είναι ο Μοναδικός που ακούει και βλέπει (τα πάντα)” (Κοράνι, 17:1). Ένα βράδυ (πριν τη Χίτζρα / μετανάστευση στη Μεδίνα) εμφανίστηκε ο Μπουράκ (ένα είδος φτερωτού αλόγου), δόθηκε στον προφήτη Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) εκεί που κοιμόταν στην Κάαμπα και τον πήρε από τη Μέκκα και πήγανε στην Ιερουσαλήμ, στο μέρος όπου σήμερα λέγεται «Αλ-Χαράμ αλ-Σαρίφ» και όπου βρίσκεται το τέμενος «Αλ-Ακσά» και το τέμενος του «βράχου» (εκεί όπου βρισκόταν ο ναός του Σολομόντα). Εκεί ο προφήτης είδε τον Ιμπραήμ (Αβραάμ (αλέϊχι σαλάμ)), τον Μούσα (Μωυσή (αλέϊχι σαλάμ)) και τον Ίσα (Ιησού (αλέϊχι σαλάμ)) όπου προσευχήθηκαν όλοι μαζί και ήταν ο ιμάμης (οδηγός) τους στην προσευχή. Εκεί, προσφέρθηκαν στον προφήτη τρεις γαβάθες γεμάτες η μία γεμάτη με νερό, η άλλη γεμάτη με κρασί και η άλλη γεμάτη με γάλα. Ο προφήτης είχε πει: “Όταν μου προσφέρθηκαν αυτές οι τρεις γαβάθες, μια φωνή ακούστηκε και μου είπε: «Αν διαλέξεις τη γαβάθα με το νερό, εσύ και το έθνος σου θα βουλιάξετε. Αν διαλέξεις τη γαβάθα με το κρασί, εσύ και το έθνος σου θα διασωθείτε. Αν διαλέξεις τη γαβάθα με το γάλα, εσύ και το έθνος σου θα καθοδηγηθείτε». Τότε εγώ διάλεξα και ήπια το γάλα και ο Γαβριήλ μου είπε: «Έκανες το σωστό, εσύ και το έθνος σου θα καθοδηγηθείτε»” (πηγή: “The prophet’s biography” by Ibn Hisham). Το πρόσωπο λοιπόν που επρόκειτο να έρθει ξαφνικά στον ναό του Θεού και ήρθε, είναι ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) και όχι ο Χριστός (αλέϊχι σαλάμ) επειδή: Πρώτων, η σχέση ανάμεσα στα δύο τετραγράμματα (στα εβραϊκά) «Χίμντα» και «Αχμντ» και η ρίζα «χμντ» απ’ την οποία προέρχονται και οι δύο λέξεις και το εδάφιο «και ο Χίμντα όλων των εθνών θα έρθει», δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο προφήτης ο οποίος εδώ προφητεύεται είναι ο Άχμεντ ή Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ), δεύτερον, ακόμα και αν αρνηθεί κάποιος ότι το τετραγράμματο «χμντ» (Χίμντα) είναι ουσιαστικό που σημαίνει «επιθυμητός, δόξα, δοξασμένος, ποθητός» κ.τ.λ, τότε και πάλι ετυμολογικά η λέξη αυτή είναι ακριβώς η ίδια με το αραβικό «Άχμεντ». τρίτον, ο ναός του Ζοροβάβελ επρόκειτο να είναι μεγαλύτερος σε δόξα απ’ ότι ο ναός του προφήτη Σουλεϊμάν (Σολομώντα (αλέϊχι σαλάμ)), επειδή όπως προφήτευσε ο Μαλαχίας (αλέϊχι σαλάμ), ο Αδονάϊ (Κύριος) των προφητών (στα αραβικά «σεϊγίντ ουλ μουρσελίν») επρόκειτο να τον (τον ναό) επισκεφτεί ξαφνικά, όπως ακριβώς έγινε όταν ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) επισκέφτηκε το μέρος όπου βρισκόταν ο ναός, κατά τη διάρκεια της νύχτας που έμεινε γνωστή ως «λέϊλατ ουλ-Μιράτζ» ή «αλ-Ισρά ουάλ-Μιράτζ». Ο ναός του Ζοροβάβελ επισκευάσθηκε από τον Ηρώδη τον Μέγα και ο Ίσα (Ιησούς (αλέϊχι σαλάμ)) τον επισκεπτότανε τακτικά, χωρίς να εκπληρώνει την προφητεία του Αγγαίου (2:7-9) και του Μαλαχία (3:1). Όχι, αδελφέ μου. Ο Ιησούς εκπλήρωσε την προφητεία επισκεπτόμενος το Ναό. Αυτό το απέδειξε η συνέχεια –η σταύρωση και η ανάσταση του Χριστού, η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος στους αποστόλους και η θαυμαστή πορεία όλων των αγίων του χριστιανισμού, μέχρι και σήμερα. Ο Ναός συγκλονίστηκε από το θάνατο του Ιησού στο σταυρό, γι’ αυτό και, τη στιγμή που πέθανε, «το καταπέτασμα του Ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν και τα μνημεία ανεώχθησαν και πολλά σώματα των κεκοιμημένων αγίων ηγέρθη» (βλ. Ματθ. 27, 50-54, και αντίστοιχα στα άλλα ευαγγέλια). Δεν αναμένουμε λοιπόν άλλη εκπλήρωση της προφητείας. Εξάλλου ο ναός καταστράφηκε για τελευταία φορά το 70 μ.Χ., αφού δε χρειαζόταν πια: ο Θεός δεν θα λατρευόταν πια με αιματηρές θυσίες, αλλά με την αναίμακτη θυσία της θείας Μετάληψης (χριστιανική λειτουργία) στην αγία Τράπεζα (το καθαγιασμένο τραπέζι, που βρίσκεται στο «ιερό», στην καρδιά των χριστιανικών ναών).
Ο Άχμεντ (που είναι μια άλλη μορφή του ονόματος «Μουχάμμεντ») κατά τη διάρκεια του νυχτερινού του ταξιδιού με τον άγγελο Τζεμπραήλ (Γαβριήλ (αλέϊχι σαλάμ)) επισκέπτηκε την περιοχή όπου βρίσκονταν τα ερείπια του ναού, όπως δηλώνεται στο Ιερό Κοράνι και τότε προσευχήθηκε στον ΑΛΛΑΧ Σουμπχάνα ουά Ταάλα με την παρουσία όλων των προφητών και ήταν με αυτή Την ξαφνική παρουσία του προφήτη Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ) στον ναό (Μαλαχίας, 3:1) που ο ναός δοξάστηκε (Αγγαίος, 2:7-9). Αυτά είναι όχι μόνον αυθαίρετα, αλλά και πολύ εγωιστικά. Η επίσκεψη ενός προφήτη στο Ναό του Θεού του σύμπαντος δεν αρκεί για να «δοξαστεί» ο Ναός. Ο Ναός δοξάζεται με την επίσκεψη του Ίδιου του Θεού, ο Οποίος λατρεύεται σ’ αυτόν. Γι’ αυτό η επίσκεψη του Ιησού σ’ αυτόν είναι η δόξα του Ναού. Επίσης, ο Μωάμεθ δεν επισκέφτηκε το Ναό αλλά «τα ερείπια του ναού» – κοντολογίς, ο Μωάμεθ ποτέ δεν επισκέφτηκε το Ναό, επομένως κάθε αναφορά της προφητείας σ’ αυτόν είναι βασισμένη σε μια ακροβατική υπόθεση.
Όταν ο προφήτης γεννήθηκε, η μητέρα του η Αμίνα τον ονόμασε «Μουχάμμεντ» (μία μορφή του «Άχμεντ») ύστερα από ένα όραμα που είδε, παρόλο που τότε αυτό ήταν ένα ασυνήθιστο όνομα. Ο δεύτερος χαλίφης Όμαρ ιμπν αλ-Χαττάμπ (ραντιγιαλλάχου άνχου) ξανάχτισε τον ναό και το τέμενος αυτό («Κούμπατ ους-σάχρα» ή «Θόλος του βράχου») παραμένει ως ένα σημάδι της διαθήκης που ο Θεός είχε κάνει με τον Ιμπραήμ (Αβραάμ (αλέϊχι σαλάμ)) και τον Ισμαήλ (αλέϊχι σαλάμ), των οποίων απόγονος είναι ο προφήτης Μουχάμμεντ (σαλλαλλάχου αλέϊχι ουά σαλάμ). Ένα ισλαμικό τέμενος δεν είναι ο Ναός του Θεού. Παρόλα αυτά, για να μην προσβάλω τους αδελφούς μας μουσουλμάνους, που θεωρούν ότι σ’ αυτό το χώρο λατρεύουν τον Ίδιο Θεό που λάτρευε ο Μωυσής, ο Σολομώντας, ακόμη και ο Ιησούς, δε θα σχολιάσω περισσότερο αυτό το ζήτημα. Τώρα, Θεού θέλοντος, θα προσπαθήσω να αναφερθώ στο ζήτημα του Παρακλήτου, δηλαδή του Τρίτου Προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Αγίου Πνεύματος.
Το Άγιο Πνεύμα Νομίζω ότι το Άγιο Πνεύμα είναι το πιο μυστηριώδες από τα Τρία Πρόσωπα που εμφανίζονται στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Αυτό συμβαίνει, γιατί το κυριότερο από τα ονόματά Του είναι ουδετέρου γένους, ενώ τα πρόσωπα, όπως τα ξέρουμε από την ανθρώπινη εμπειρία μας, είναι πάντα είτε αρσενικά είτε θηλυκά. Το παράδοξο αυτό όμως θεραπεύεται από το γεγονός ότι ο Κύριος ονομάζει το Άγιο Πνεύμα με ένα όνομα αρσενικού γένους. Είναι ο «Παράκλητος», τον Οποίο θα στείλει ο Πατήρ μετά τη σωματική αποχώρηση του Ιησού (Ιω. 14, 16-17 και 26. 15, 26. 16, 7 και 13-14). «Παράκλητος» σημαίνει «παρηγορητής» (στα αρχαία ελληνικά, παρακαλώ = παρηγορώ): οι απόστολοι θα χρειάζονταν παρηγοριά, μετά τη σωματική αποχώρηση του Κυρίου από κοντά τους. Οι αντιτριαδικές αιρέσεις, όπως το Ισλάμ, υποστηρίζουν ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Πρόσωπο, αλλά «η δύναμη του Θεού». Ένα επιχείρημα, νομίζω, έχουν γι’ αυτό: ότι το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται να μπαίνει μέσα στους ανθρώπους και μάλιστα σε πολλούς μαζί, οπότε πώς είναι δυνατόν να είναι «ένα Πρόσωπο»; Το επιχείρημα αυτό όμως δεν είναι καθόλου ισχυρό. Πολλές φορές στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι και ο Πατήρ και ο Υιός «μπαίνουν μέσα» στους πιστούς. Και φυσικά, επειδή πάντα υπάρχουν συγχρόνως στον κόσμο πολλοί πιστοί, προφανώς βρίσκονται μέσα σε όλους ταυτόχρονα. Η πιο χαρακτηριστική ίσως από τις αναφορές αυτές είναι στο Ιω. 14, 23 (το «μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν» [θα κατοικήσουμε κοντά του] δε μπορεί παρά να σημαίνει «μέσα του», για την ακρίβεια «στην καρδιά του», αλλιώς πώς θα καθαγιαστεί ο άνθρωπος;). Άλλες παρόμοιες αναφορές είναι τα Ιω. 1, 11-12 και 14, Ιω. 15, 4-10, Εφεσ. 3, 17, Γαλάτας, 2, 20 κ.λ.π. Ακόμη και ο διάβολος, κατά την Αγία Γραφή, μπαίνει μέσα στους ανθρώπους, όπως στον Ιούδα και τον Ανανία (Λουκ. 22, 3, Πράξ. 5, 3). Φυσικά, όταν λέμε ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα σε κάποιον άνθρωπο, δεν εννοούμε την ουσία του Θεού, αλλά τις άκτιστες θείες ενέργειες, τη θεία χάρη (το ότι και ο Χριστός έχει «χάρη» είναι μία από της αποδείξεις της θεότητάς Του). Το ίδιο κι όταν λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται μέσα του, ότι «γέμισε από Άγιο Πνεύμα», ότι «βαπτίζεται με Άγιο Πνεύμα» ή δι’ Αγίου Πνεύματος κ.λ.π. (έτσι ερμηνεύεται και το Ιω. 20, 22, αλλιώς θα πρέπει να δεχτούμε ότι αντιφάσκει με την υπόσχεση του Ιησού ότι ο Πατήρ θα στείλει το Άγιο Πνεύμα μετά τη δική Του αποχώρηση). Ακόμη όμως κι αν θεωρήσουμε ότι «ο Θεός ο Ίδιος» μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, καμιά δυσκολία δεν υπάρχει. Ο Θεός είναι πνεύμα και γι’ αυτό μπορεί να μπει στους ανθρώπους. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα μπορεί να βρίσκεται σε πολλούς ταυτόχρονα, γιατί ως Θεός είναι πανταχού παρών. Ο διάβολος ομοίως, παρόλο που δεν είναι πανταχού παρών, γιατί δεν είναι ένας, αλλά πολλοί (Μάρκ. 5, 9). Η Αγία Γραφή δεν αναφέρει πουθενά ότι το Άγιο Πνεύμα είναι «η δύναμη του Θεού» ή κάτι παραπλήσιο. Αντίθετα, κάτι τέτοιο γράφει για τον Υιό. Ο Υιός είναι «Θεού Δύναμις και Θεού Σοφία» (Α΄ Κορινθίους, 1, 24), αλλά και Λόγος (=λογική) του Θεού (Ιω. 1, 1, Αποκάλυψη, 19, 13, Ιεζ. κεφ. 32-36). Κι όμως ο Υιός είναι πρόσωπο. Αντίστοιχα, το Άγιο Πνεύμα δεν είναι «η δύναμη» του Θεού (αυτό, όπως είπαμε, είναι ο Υιός) αλλά το Πνεύμα (πνοή ή «ψυχή») του Θεού. Όπως ο Λόγος, η Δύναμις και η Σοφία του Θεού είναι Ένα Πρόσωπο (ο Υιός), έτσι και το Πνεύμα Του είναι λογικά Ένα Πρόσωπο (ο Παράκλητος). Γι’ αυτό και στο Α΄ Κορινθίους, 2, 10-11 παρομοιάζεται με το πνεύμα του ανθρώπου (δηλαδή το νοήμον τμήμα του) και όχι με τη «δύναμη» του ανθρώπου: το Άγιο Πνεύμα «ερευνά» και «γνωρίζει» τα «βάθη του Θεού», όπως το (νοήμον) πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα βάθη του ανθρώπου. Φυσικά, είναι και «Πνεύμα του Υιού» (Γαλάτας, 4, 6), λόγω της ενότητας της Αγίας Τριάδας. Αν, επομένως, ήταν η δύναμη του Θεού, τότε θα ήταν και η δύναμη του Χριστού, οπότε Πατήρ και Υιός θα είχαν μία δύναμη, κοινή και για τους Δυο, και θα είχαμε άλλη μια ισχυρή απόδειξη της θεότητας του Χριστού. Γι’ αυτό το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως άνθρωπος (στον Αβραάμ, όπως είδαμε) και στην Καινή Διαθήκη ως ζωντανό πλάσμα (περιστέρι). Επίσης ως Πρόσωπο χωριστό από «τον Κύριο» εμφανίζεται το Πνεύμα στο Ησαΐα, 48, 16 («Κύριος απέστειλέ με και το πνεύμα αυτού»), στο Ιεζ. 11, 5 κ.α. Άλλωστε υπάρχουν σημεία όπου αναφέρονται παράλληλα και το Άγιο Πνεύμα και η δύναμις του Θεού, π.χ. Λουκ. 1, 35, Β΄ Κορινθ. 6, 4-7, Ρωμαίους, 15, 19 (όπου αναφέρεται και «δύναμις» του Αγίου Πνεύματος, και φυσικά δε μπορεί να έχουμε «δύναμη της δυνάμεως»). Ο Ιησούς χαρακτηρίζει το Άγιο Πνεύμα «άλλον Παράκλητο» (Ιω. 14, 16), ενώ ο πρώτος Παράκλητος είναι ο Ιησούς (ονομάζεται κι Εκείνος «παράκλητος», Α΄ Ιω. 2, 1).
Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην πρώτη Εκκλησία Κατά τον απόστολο Παύλο, το Άγιο Πνεύμα «συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών» (ενεργεί μαζί με μας και βοηθάει στις αδυναμίες μας) και «υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις» (μεσιτεύει υπέρ ημών με ανέκφραστους στεναγμούς), Ρωμαίους, 8, 26-27. Επίσης, όταν αμαρτάνουμε, «λυπούμε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού», προς Εφεσίους, 4, 30. Στις Πράξεις των Αποστόλων το Άγιο Πνεύμα πρωταγωνιστεί και αναφέρεται χαρακτηριστικά ως Πρόσωπο εν τη Θεότητι. Αναντίρρητες αναφορές είναι ιδίως εκείνες, όπου το Πνεύμα φαίνεται ότι μιλάει και τότε δεν μπορεί να έχουμε συμβολική προσωποποίηση ούτε και να μιλάει ο Πατήρ (θα δηλωνόταν ρητά). Το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ο Πατήρ, ούτε ο Υιός, ούτε μια απρόσωπη «θεία δύναμη» (εκτός αν είναι ομιλούσα δύναμις), είναι Κάποιος Άλλος. Κάποιος που αναφέρεται με το όνομα «το Πνεύμα» [γι’ αυτό αναφέρεται παράλληλα προς τον Πατέρα και τον Υιό, όχι μόνο στο Ματθ. 28, 19, αλλά και σε εδάφια όπως το Β΄ Κορινθίους, 13, 13 και πολλά όμοια]. Έτσι, στο Πράξ. 8, 29 «είπε το Πνεύμα τω Φιλίππω: πρόσελθε και κολλήθητι τω άρματι τούτω» (είπε το Άγιο Πνεύμα στο Φίλιππο: πήγαινε και προσκολλήσου σε αυτό το αμάξι). Στο Πράξ. 10, 19-20, το Πνεύμα ειδοποίησε τον απόστολο Πέτρο για τους απεσταλμένους του Κορνήλιου, δηλώνοντας μάλιστα «εγώ απέσταλκα αυτούς». Στο Πράξ. 13, 2-3, «λειτουργούντων αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπεν το Πνεύμα το Άγιον: αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς» (ενώ λειτουργούσαν για το Θεό και νήστευαν, είπε το Πνεύμα το Άγιο: ξεχωρίστε μου το Βαρνάβα και το Σαύλο στο έργο, για το οποίο τους προσκάλεσα). Στο Πράξ. 15, 28, οι απόστολοι δηλώνουν ότι «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (φάνηκε σωστό στο Άγιο Πνεύμα και σε μας). Κατά το Εβρ. 3, 7-11, ο Θεός που μιλάει στον ψαλμ. 95, 7-11 [Ο΄: ψαλμ. 94, 8-11] είναι το Άγιο Πνεύμα, το Οποίο εκεί αναφέρεται σ’ Έναν Άλλο Θεό («εάν της φωνής αυτού ακούσητε»), αν και λέει «εμένα έβαλαν σε δοκιμασία οι πατέρες σας στην έρημο». Στο Πράξ. 21, 11 ο προφήτης Άγαβος μεταφέρει λόγο Θεού που αρχίζει: «Τάδε (=τα εξής) λέγει το Πνεύμα το Άγιον», φράση που ισοδυναμεί με το «Τάδε λέγει Κύριος» των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Στο Ιεζ. 11, 5 επίσης μιλάει το Άγιο Πνεύμα, όπως είπαμε νωρίτερα, ενώ το Πνεύμα μιλάει και στην Αποκάλυψη, 14, 13 και 22, 17 (το τελευταίο όμως μπορεί να μη θεωρηθεί πολύ ισχυρό, λόγω της προσωποποιημένης Νύμφης δίπλα Του –αν και για μας είναι πολύ ισχυρό, η δε Νύμφη οράται ως πρόσωπο, γιατί κατά κάποιο τρόπο «είναι» πρόσωπο: η Εκκλησία). Ομοίως, το Άγιο Πνεύμα δηλώνεται ρητά ως «ο Κύριος» στο Β΄ Κορινθίους, 3, 16-18. Άλλο το «ο Θεός είναι πνεύμα» (Ιω. 4, 24) και άλλο το «ο Θεός είναι το Πνεύμα» (=το Άγιο Πνεύμα, Β΄ Κορινθίους, 3, 17). Επομένως, το Άγιο Πνεύμα, εκτός από «Πνεύμα Κυρίου» (Β΄ Κορινθίους, 3, 17), είναι και ο Κύριος. Μετά από αυτή τη σαφή δήλωση, πώς γίνεται το Άγιο Πνεύμα να μην είναι Θεός; Και τώρα ερωτώ: είναι δυνατόν να μην ήξεραν οι άγιοι χριστιανοί που ζούσαν μέσα στη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ποιος ήταν ο Παράκλητος, και να ξέρει καλύτερα οποιοσδήποτε σύγχρονος «ερμηνευτής», «ερμηνεύοντας» φιλολογικά τα κείμενα της Βίβλου; Όχι, αγαπητέ μου. Εκείνοι γνώριζαν προσωπικά τον Παράκλητο, όπως Τον γνωρίζουν όλοι οι χριστιανοί άγιοι όλων των εποχών, και της δικής μας. Οπωσδήποτε η τριαδικότητα του Θεού και η ενότητα των Τριών Προσώπων είναι μέγα μυστήριο και σκάνδαλο για την ανθρώπινη λογική. Πώς γίνεται ο Πατήρ να γεννά; Τι σημαίνει «εκπορεύει» το Άγιο Πνεύμα (Ιω. 15, 26); Πώς το Πνεύμα «ερευνά τα βάθη του Θεού»; Πώς ο Υιός βρίσκεται «εν τω Πατρί» (μέσα στον Πατέρα); Πώς γίνεται Τρία Πρόσωπα να αποτελούν Έναν Θεό, Έναν Κύριο; Όμως, αν μπορούσαμε να συζητήσουμε λογικά και να κατανοήσουμε πλήρως όλα τα σημεία της χριστιανικής διδασκαλίας για το Θεό, δε θα είχαν νόημα λόγοι όπως τα Λουκ. 10, 21, Α΄ Κορινθίους, 1, 18-25, που μιλούν για το ακατανόητο των Μυστηρίων του Θεού. |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 12-8-2015.
Τελευταία μορφοποίηση: 24-9-2015.