Αρχαίοι διωγμοί και Μάρτυρες Ιστορικά στοιχεία για τους αρχαίους διωγμούς κατά των χριστιανών και τους μάρτυρες της Εκκλησίας Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης
|
Εισαγωγή: Προβληματισμοί σχετικά με την αμφισβήτηση των διωγμών Μετά την αμφισβήτηση της εγκυρότητας των αφηγήσεων της Καινής Διαθήκης, τα τελευταία χρόνια εντείνεται η αμφισβήτηση της ιστορικότητας των αρχαίων διωγμών των χριστιανών εκ μέρους του ρωμαϊκού κράτους. Η αμφισβήτηση αυτή έχει δύο σκέλη. Κατ’ αρχάς, αμφισβητείται η ένταση και το μέγεθος των διωγμών, ενώ οι πληροφορίες που έχουμε γι’ αυτούς χαρακτηρίζονται υπερβολικές, που διογκώθηκαν από τους χριστιανούς ιστορικούς (κυρίως τον Ευσέβιο και το Λακτάντιο τον 4ο αιώνα μ.Χ.) για λόγους εντυπωσιασμού. Αλλά ακόμη και οι μαρτυρίες εθνικών ιστορικών, όπως του Τάκιτου, απορρίπτονται, γιατί θεωρούνται νοθευμένες από χριστιανικό χέρι. Έτσι, όλες οι ιστορικές πηγές τίθενται εκτός μάχης με συνοπτικές διαδικασίες. Δεύτερον, τα μαρτυρολόγια και οι βιογραφίες των επώνυμων μαρτύρων της Εκκλησίας, ιδιαίτερα των διασημότερων, που τιμώνται από τους χριστιανούς ως μεγαλομάρτυρες και θαυματουργοί, χαρακτηρίζονται εντελώς πλαστά, σε βαθμό ώστε οι περισσότεροι άγιοι μάρτυρες να θεωρούνται μυθικά και όχι ιστορικά πρόσωπα. Εξυπακούεται ότι η διαφύλαξη των ιερών λειψάνων των αγίων, η διάσωση στη μνήμη της τοποθεσίας του τάφου τους ή του γεγονότος της ανακομιδής τους και – πολύ περισσότερο – οι διαχρονικές μαρτυρίες για τα θαύματα και τις εμφανίσεις τους καμιά αποδεικτική εγκυρότητα δεν έχουν, σύμφωνα με αυτή την άποψη, αλλά αντίθετα προκαλούν μόνον ειρωνικό μειδίαμα και συμπάθεια ορθολογιστικής βεβαιότητας συνδυασμένης με συναίσθημα ανωτερότητας. Φυσικά, η αμφισβήτηση είναι πάντοτε θεμιτή και αποτελεί την αφορμή κάθε έρευνας. Και συχνά οδηγεί σε ανατροπή παγιωμένων αντιλήψεων ή ανακάλυψη πρόσθετων στοιχείων. Αρκεί να μην υποτάσσεται σε προκαταλήψεις, που παραβλέπουν τα στοιχεία ή τα υποβαθμίζουν για ιδεολογικούς λόγους, πράγμα που φυσικά μπορεί να συμβεί σε όλες τις πλευρές, και στην πλευρά της «πίστης» και στην πλευρά της «απιστίας». Θα επιχειρήσουμε εδώ λοιπόν να ιχνηλατήσουμε τους αρχαίους διωγμούς μέσα από πηγές, που κατά κανόνα δεν αποτελούν ιστοριογραφικά έργα, αλλά εσωτερικές μαρτυρίες των χριστιανών, σύγχρονες ή περίπου σύγχρονες με τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται. Προηγουμένως όμως ας μας επιτραπεί ένα σχόλιο: Είναι γεγονός ότι ήδη από τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ. και οπωσδήποτε από τον 2ο διάφοροι χριστιανοί έγραψαν διηγήσεις αμφίβολης αξιοπιστίας για ιερά πρόσωπα του αρχέγονου χριστιανισμού: τον Ιησού Χριστό, την Παναγία και διάφορους αποστόλους – όλα αυτά που ονομάζονται σήμερα «απόκρυφη γραμματεία», αν και τα πραγματικά απόκρυφα (των γνωστικών, που δεν ήταν χριστιανοί, αλλά απλώς χριστιανίζοντες) δεν μας αφορούν στην παρούσα συνάφεια. Υπάρχουν όμως και άφθονα πρωτοχριστιανικά κείμενα, ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα, που διηγούνται ιστορίες για τα πρόσωπα που προαναφέραμε, κάποια από τα οποία διαβάστηκαν αρκετά, όμως η Εκκλησία δεν τα αποδέχτηκε. Σε ορισμένα αναγνώρισε πραγματικό ιστορικό πυρήνα, όπως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου ή οι Πράξεις διαφόρων αποστόλων, ενώ άλλα τα απέρριψε εντελώς, όπως το λεγόμενο Ευαγγέλιο της Παιδικής Ηλικίας του Χριστού, το Χαμένο Ευαγγέλιο του Πέτρου, το Ευαγγέλιο του Νικοδήμου, τις Αποκαλύψεις Πέτρου, Παύλου κ.τ.λ. και πολλά άλλα. Και με μεγάλη προσοχή από τα μέσα του 2ου αιώνα οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, άρχισαν να καταρτίζουν τους καταλόγους με τα βιβλία που όντως είχαν παραδοθεί στους χριστιανούς από τους αποστόλους και τα οποία αποτέλεσαν και αποτελούν την Καινή Διαθήκη. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία δεν χαρακτηρίζεται από άκριτη ευπιστία, ούτε είναι αυτό που προάγει στους χριστιανούς. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην ενότητά μας Απόκρυφα. Όσο για την άποψη ότι οι επώνυμοι άγιοι (δηλ. εκείνοι, των οποίων διασώζεται το όνομα και η ιστορία τους) είναι δημιουργημένοι από την αχαλίνωτη φαντασία μυθοπλαστών, κάτι τέτοιο με τη σειρά του σημαίνει πως οι χριστιανοί – ήδη από την εποχή που συνεχίζονταν οι διωγμοί – έπλαθαν ασύστολα και ανενδοίαστα ανύπαρκτους ήρωες και μάρτυρες, με φανταστικά βιογραφικά, τους απέδιδαν φανταστικά κατορθώματα και στη συνέχεια αυτές οι διηγήσεις διαδίδονταν ανεξέλεγκτα και γίνονταν πιστευτές, τα συγκεκριμένα πρόσωπα θεωρούνταν ιστορικά ακόμη και από τους χριστιανούς που ζούσαν στα μέρη, όπου υποτίθεται ότι είχαν αγωνιστεί οι μάρτυρες, οριζόταν ημέρα μνήμης γι’ αυτούς, παρουσιάζονταν ψεύτικοι τάφοι τους και πλαστά οστά τους και φυσικά ψεύτικες διηγήσεις για θαύματα και εμφανίσεις τους, οι οποίες μάλιστα συνεχίζονται όλους τους αιώνες και τις εποχές μέχρι σήμερα. Η άποψη αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι αδιανόητη και φανερώνει απλώς ότι, σύμφωνα με αυτήν, οι χριστιανοί δεν είμαστε (ή έστω δεν ήμασταν στα αρχαία χρόνια) παρά ένας συρφετός εύπιστων, φαντασιόπληκτων, ονειροπαρμένων και αφελών, μέσα στον οποίο ξεχώριζαν μόνον οι ψευδολόγοι και οι χαλκευτές δήθεν ηρωικών ιστοριών. Και, επειδή είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Εκκλησία στους κόλπους της περιελάμβανε και ανθρώπους ευρέως μορφωμένους και ευφυέστατους (όπως οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας), έπεται ότι αυτοί ήταν ψεύτες και απατεώνες, που ανενδοίαστα υιοθετούσαν και διέδιδαν εν γνώσει τους τα περί μαρτύρων ψεύδη, για να μπορούν, βασισμένοι σ’ αυτά, να κατηχούν τους αφελείς πιστούς. Το πρόβλημα είναι ότι η ζωή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μάλλον φανερώνει όχι μόνον εντιμότητα και ειλικρίνεια, αλλά και σεβασμό προς τον άνθρωπο (τοποθετήσεις και δράσεις υπέρ των φτωχών, υπέρ των δούλων, κατά της κοινωνικής αδικίας, ομιλίες για το ότι ο Χριστός με το αίμα Του απελευθέρωσε τους ανθρώπους και ότι κάθε άνθρωπος ανεξαιρέτως είναι προσκεκλημένος ως συμβασιλιάς του Χριστού στη βασιλεία των ουρανών κ.λ.π.), όχι διάθεση να εξαπατήσουν και να ξεγελάσουν το λαό, για τον οποίο ένιωθαν υπεύθυνοι. Ακόμη και οι ίδιες οι εορτές της μνήμης των μαρτύρων φανερώνουν σεβασμό προς τον άνθρωπο, αφού ανάμεσά τους βρίσκουμε και δούλους, γυναίκες, παιδιά, εφήβους, φτωχούς, βοσκούς, ακόμη και μετανοημένους δημίους και βασανιστές άλλων μαρτύρων, που η τιμή προς αυτούς περνά το μήνυμα ότι όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως κοινωνικής τάξης, καταγωγής, μόρφωσης και οικονομικού επιπέδου, ακόμη και άσχετα με τον πρότερο ηθικό ή ανήθικο βίο τους, είναι καλεσμένοι ως υποψήφιοι άγιοι στη βασιλεία των ουρανών. Όμως, αν όλοι αυτοί είναι φανταστικά πρόσωπα, πού είναι οι πραγματικοί μάρτυρες; Δεν είναι λογικό ότι πράγματι υπήρξαν μάρτυρες και μάλιστα από όλες αυτές τις ομάδες ανθρώπων; Ποιος ο λόγος να κατασκευάζονται ψευδείς μάρτυρες (γεωγραφικά προσδιορισμένοι, με γνωστούς τους τάφους τους και φανερά τα λείψανά τους – όλα πλαστά!) και προφανώς να αγνοούνται και να πέφτουν στη λήθη οι πραγματικοί, αφού ήδη η Εκκλησία θα είχε ήρωες να τιμήσει και να εμπνευστεί από το παράδειγμά τους; Θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι οι ιστορίες που ακούμε για τον θανάσιμο λιμό κατά τη ναζιστική Κατοχή της πατρίδας μας και για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης είναι ψέματα; Ότι ο διωγμός και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων δεν συνέβη καθόλου; Ότι ο δόκτωρ Μέγκελε ήταν φανταστικό πρόσωπο ή ένας άγγελος της αγάπης; Ότι οι διώξεις των Ελλήνων κομουνιστών από τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις αποτελούν μύθο; Βέβαια αυτά μπορεί να τα ισχυριστεί όποιος θέλει, αλλά οι άνθρωποι που έζησαν τις καταστάσεις ήταν οι μάρτυρες της αλήθειας και αυτήν την αλήθεια κληρονόμησαν, σε χρόνο ανύποπτο, και τα παιδιά τους. Ώστε αλλού και άλλοτε μπορεί κάποιος να πει ό,τι θέλει, όχι όμως στην ίδια την κοινωνία όπου συνέβησαν τα γεγονότα και μάλιστα λίγα χρόνια μετά από αυτά. Μια ένσταση που ίσως προβάλουν οι διαφωνούντες με τα παραπάνω είναι ότι και οι ήρωες των αρχαίων μυθολογιών θεωρούνταν υπαρκτά πρόσωπα από τους ανθρώπους της αρχαιότητας. Η απάντηση σ’ αυτή την αιτίαση είναι ότι (α) οι ήρωες τοποθετούνταν στο μακρινό παρελθόν, ενώ πάρα πολλοί άγιοι είναι σύγχρονοι ή σχεδόν σύγχρονοι με τις μαρτυρίες για τη ζωή τους – και οι βιογράφοι εκείνων των αγίων, για τους οποίους δεν έχουμε πρώιμα στοιχεία, συχνά επίσης επικαλούνται πηγές, που απλώς δεν σώζονται σήμερα· (β) και οι μυθικοί ήρωες δεν είναι βέβαιο ότι είναι φανταστικά πρόσωπα ή έστω εξ ολοκλήρου φανταστικά· οι διηγήσεις γι’ αυτούς κατά πάσα πιθανότητα περιέχουν ιστορικό πυρήνα, ενδεχομένως πολύ κοντινό στις περιπέτειές τους όπως διασώθηκαν στους μύθους. Τέλος (γ) οι ιστορίες των μυθικών ηρώων σε πολλές περιπτώσεις προέρχονται από εποχές όπου δεν υπήρχε γραφή· διαμορφώθηκαν αρχικά με βάση αποκλειστικά την προφορική παράδοση, πράγμα ρευστό και επισφαλές, που δεν ισχύει καθόλου για την εποχή των αγίων εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Έπειτα από αυτές τις σκέψεις, ας δούμε τι λένε τα κείμενα της αρχαίας εποχής για το πώς οι χριστιανοί είχαν βιώσει τους διωγμούς εναντίον τους, απευθυνόμενοι στους ανθρώπους της εποχής τους και όχι σ’ εκείνους που θα διάβαζαν τα γραπτά τους αιώνες αργότερα. |
Δημιουργία αρχείου: 1-3-2021
Τελευταία μορφοποίηση: 1-3-2021