Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς Θυγατρικός ιστότοπος τής |
Ενότητες Βιβλία και Ευσεβισμός |
Ένα βιβλίο για τους Μάρτυρες τού Ιεχωβά τού Νικολάου Μαυρομάγουλου
|
Ακούστε την ανάγνωση αυτού τού κεφαλαίου σε ηχητικό αρχείο
Κεφάλαιο 6ο Στη φωλιά της αράχνης ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Οι μήνες περνούσαν, και εγώ αύξανα καθημερινά τις γνώσεις μου για την πίστη τών "Μαρτύρων". Είναι αστείο, αλλά εγώ που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να ψάξω για την πίστη στην οποία γεννήθηκα, βρέθηκα πλέον να ερευνώ με ζήλο μία ξένη θρησκεία, για την οποία μέχρι πριν λίγο δεν γνώριζα τίποτα. Και ενώ για την έρευνα τής Ορθοδοξίας δεν είχα αφιερώσει ούτε μια ώρα, για μία ξένη θρησκεία αφιέρωνα ήδη ώρες αμέτρητες! Είχα παρατηρήσει, πως κάποια βράδια τη βδομάδα, ο Νίκος έφευγε από το σχολείο τις 2 τελευταίες ώρες. Ήταν τα ίδια πάντοτε βράδια, και τα ίδια πάντοτε μαθήματα. Δεν φοβόταν τις απουσίες, επειδή ο απουσιολόγος ήταν φίλος του, και δεν του τις έγραφε. Μια μέρα, δεν άντεξα, και τον ρώτησα. Μου είπε, πως τις ώρες εκείνες που έφευγε, πήγαινε στη "συνάθροιση", δηλαδή στην "εκκλησία" τών "Μαρτύρων". Μου πρότεινε λοιπόν, αν ήθελα, να πάω κάποια φορά μαζί του, για να δω τι κάνουν εκεί. Στην πραγματικότητα φοβόμουν, αλλά η περιέργεια ήταν ισχυρότερη. Έτσι, την ίδια κιόλας βραδιά, αφού συνεννοηθήκαμε με τον απουσιολόγο, μαζέψαμε τα βιβλία μας και ξεκινήσαμε. Περπατήσαμε για λίγα λεπτά, συζητώντας όπως πάντα για διάφορα θρησκευτικά θέματα. Εγώ όμως, αν και δεν το έδειχνα, είχα πολλή αγωνία, και άγχος. Ντρεπόμουν, επειδή δεν ήξερα τι θα συναντήσω εκεί, και ακόμα, αισθανόμουν "λίγο προδότης" τής θρησκείας μου, για την οποία αυτοί οι άνθρωποι ήταν αιρετικοί. Φθάσαμε σε ένα κτίριο, που στο κάτω μέρος του υπήρχε κάποιο εργοστάσιο, χωμένο σε αραδιασμένα αντικείμενα, τα οποία δεν διακρίνονταν καλά στο σκοτάδι. Ακριβώς από πάνω, υπήρχε ένα μπαλκόνι, και μέσα στο μπαλκόνι μία τζαμαρία με κλειστές κόκκινες κουρτίνες. Ανεβαίνοντας την τσιμεντένια εξωτερική σκάλα, παρατήρησα στο βαμμένο τζάμι τής εξώπορτας, ένα ξύσιμο στη μπογιά, και από μέσα, να μας κοιτάει ένα μάτι. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, καθώς μπαίναμε από την μισάνοιχτη εξώπορτα, σ’ ένα μικρό χώρο υποδοχής. Ο κάτοχος τού ματιού, μας περίμενε εκεί, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Ήταν ένα συμπαθέστατο παλικάρι, μ’ ένα φαρδύ μουστάκι. Έσπευσε αμέσως να μας χαιρετήσει με μια δυνατή εγκάρδια χειραψία. Συστηθήκαμε, και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τη στριφτή τσιμεντένια σκάλα. Φρόντισα να ανεβαίνω όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, στα στρωμένα με αυτοκόλλητο πλαστικό σκαλοπάτια, αν και η γνωριμία αυτού τού συμπαθέστατου θυρωρού, μου είχε διώξει λίγο την αγωνία. Στο τέλος τής σκάλας, μέσα από την ανοικτή πόρτα, κάθονταν στις τακτοποιημένες σε σειρές καρέκλες, περίπου 20-30 άνθρωποι, καλοντυμένοι (όπως και ο Γιάννης ο θυρωρός). Κοίταξα το πάτωμα, και είδα πως ήταν στρωμένο με μία πλαστική απομίμηση ξύλου. Αμέσως, σκέφτηκα όσα είχα ακούσει για τις συναθροίσεις τών "Μαρτύρων", και έσκυψα δήθεν αστεία στο αυτί τού Νίκου. -Δεν πιστεύω να υπάρχουν εικόνες κάτω από το πάτωμα;! Τού είπα ψιθυριστά. Εκείνος ξέσπασε σε γέλια, και με άφησε εκεί έξω από την πόρτα, τρέχοντας μέσα. Είπε κάτι σε κάποιον, και μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, είδα το Νίκο μαζί με 2-3 άλλους, να ανασηκώνουν το πλαστικό πάτωμα (όσο μπορούσαν), για να δω αν υπήρχαν εικόνες από κάτω. Παρά τη ντροπή που αισθάνθηκα για όλη αυτή τη φασαρία που προκάλεσα, κοίταξα λοξά, διαπιστώνοντας ότι όλες οι κατηγορίες που είχα ακούσει, ήταν ψέματα. Μετά από αυτό, όλοι οι παρευρισκόμενοι, ήρθαν να μου συστηθούν και να με γνωρίσουν γελώντας. Με καθησύχασε το ότι δεν είχαν πειραχτεί από το ξήλωμα τού πατώματος, αλλά μάλλον το διασκέδαζαν. Ανάμεσά τους, υπήρχαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, από ηλικιωμένους μέχρι παιδιά. Υπήρχαν άνδρες και γυναίκες, μορφωμένοι και αγράμματοι. -Αν πατούσαμε τις εικόνες, θα τους δίναμε αξία! Για εμάς, οι εικόνες, δεν έχουν την παραμικρή αξία, ώστε να ασχοληθούμε μαζί τους! Είπε κάποιος. Κάθισα σε μια καρέκλα, και σε μερικά λεπτά, άρχισε η διδασκαλία. Το συμπαθητικό παλικάρι τής εισόδου, εκτελούσε χρέη δασκάλου. Έγινε μια προσευχή, και όλοι άνοιξαν από ένα βιβλίο. Ήταν ένα κόκκινο βιβλίο, που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Λεγόταν: "Μπορείτε να ζείτε για πάντα στον παράδεισο στη γη", και οι "Μάρτυρες" το έλεγαν τότε: "κόκκινη βόμβα". Ήταν ένα βιβλίο με πολύχρωμες εικόνες, που είχε συμπτυγμένη ολόκληρη τη βασική διδασκαλία τών "Μαρτύρων". Καθώς κάποιος αναγνώστης διάβαζε τις παραγράφους, εγώ περιεργαζόμουν το χώρο. Οι καρέκλες, ήταν τοποθετημένες σε σειρές, και η αίθουσα χωρούσε περίπου 70 άτομα. Μπροστά, υπήρχε ένα υψωμένο ξύλινο βάθρο ντυμένο με μοκέτα, και πάνω, ένα αναλόγιο με μικρόφωνο. Πίσω από το αναλόγιο, υπήρχε μία μεγάλη κόκκινη κουρτίνα, και από πάνω μία ταμπέλα μ’ ένα εδάφιο τής Αγίας Γραφής. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη άκρη τής αίθουσας, υπήρχαν οι ίδιες κουρτίνες, και κατάλαβα πως ήταν αυτές που είχα δει απ’ έξω μπαίνοντας. Στα δύο πλάγια τής αίθουσας, υπήρχαν 4 ανεμιστήρες στερεωμένοι σε ράφια, και σε διάφορα σημεία τών τοίχων, κάδρα με ζωγραφικούς πίνακες που απεικόνιζαν γεγονότα τής Αγίας Γραφής, και χειροτεχνίες με "το τετραγράμματο ΓΧΒΧ", ή τον πύργο τής Σκοπιάς. Ξαφνικά, τελειώνοντας η ανάγνωση, ο Γιάννης άρχισε να κάνει ερωτήσεις, και οι υπόλοιποι σήκωσαν τα χέρια ν’ απαντήσουν. Εγώ, έσκυψα λίγο τρομαγμένος, και είπα στο αυτί τού Νίκου: "Αν με ρωτήσει τι θα πω;" -Δε σε ρωτάει, αν δε σηκώσεις το χέρι σου! Μου απάντησε γελώντας. Τότε, μου έδειξε τις ερωτήσεις στο κάτω μέρος τού βιβλίου, και με έμαθε πώς να βρίσκω τις καθορισμένες από την οργάνωση απαντήσεις, στο αντίστοιχο τμήμα τού βιβλίου. -Αν θέλεις, μπορείς κι εσύ να απαντήσεις. Μου είπε. Δεν είχα όμως το θάρρος, ως το τέλος τής μιας ώρας που μελετούσαμε. Έτσι, στην τελευταία παράγραφο, σήκωσα κι εγώ το χέρι μου, και με αγωνία έδωσα μία σύντομη απάντηση. Αφού τελειώσαμε με μία ακόμα αυτοσχέδια προσευχή από κάποιον παρευρισκόμενο, μείναμε για μία ακόμη ώρα, για να γνωριστούμε καλύτερα, και τους έκανα συνεχώς ερωτήσεις. Το θέμα περιστράφηκε γύρω από τις εικόνες, τις παραδόσεις και τους παπάδες. Με "πληροφόρησαν" πως η προσκύνηση τών εικόνων είναι λατρεία, και πως οι εικόνες είναι " είδωλα". Μου έδειξαν μάλιστα και εδάφια τής Αγίας Γραφής, εναντίον τών "ειδώλων". Μου έδειξαν επίσης, πως ο Ιησούς Χριστός είχε επικρίνει τις Ιουδαϊκές παραδόσεις, και "συνεπώς", πρέπει να δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή. Φυσικά, δεν γνώριζα τότε "τη διαφορά ανάμεσα σε λατρεία και προσκύνηση", ούτε "τη διαφορά ανάμεσα σε εικόνες και είδωλα". Δε γνώριζα καν "τη διαφορά ανάμεσα Ιουδαϊκή και Χριστιανική παράδοση". Έτσι, δέχθηκα αδιαμαρτύρητα όλες εκείνες τις ανακρίβειες που μου έλεγαν. Κι εγώ όμως, παρασυρμένος από εκείνο το επικριτικό αντι-Ορθόδοξο πνεύμα που επικρατούσε, άρχισα να κατηγορώ τους παπάδες για χίλια δυο σκάνδαλα, και για ένα σωρό διαδόσεις που είχα ακούσει, χωρίς εγώ να έχω άμεση εμπειρία τών όσων έλεγα. Λέγοντας αυτά τα τελευταία, βρισκόμουν στο επίκεντρο τής προσοχής, και όλοι με άκουγαν ικανοποιημένοι, κουνώντας τα κεφάλια τους. Ένοιωθα πολύ όμορφα, επειδή είχα γύρω μου ανθρώπους που ήταν πρόθυμοι ν’ ακούσουν, να συζητήσουν, και να συμμεριστούν τις απόψεις μου. Έτσι, στην επιστροφή, είχα την πεποίθηση πως αυτές οι συναθροίσεις είναι πολύ "εποικοδομητικές". |
Τελευταία μορφοποίηση: 2-11-2018.