Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Η Εγκατάλειψη των αρχαίων ναών * Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής των αρχαίων ναών * Καταστροφές μνημείων από αρχαίους Έλληνες * Μύθος η καταστροφή αρχαίων μνημείων από τους Χριστιανούς * Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ρώμης στην πράξη * Η αθωότητα του Θεοδόσιου για τους υποτιθέμενους διωγμούς * Ο δήθεν "διωγμός" του Λιβάνιου * Το αντιχριστιανικό κείμενο-απάτη, «Περί ορθοδόξου και βυζαντινής Ιεράς Εξετάσεως» * Διέπραξε ο άγιος Κωνσταντίνος οικογενειακά εγκλήματα; * Ομιλία: ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Κατηγορίες και Αλήθεια * Ομιλία: Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια * Νομοθεσίες του Μεγάλου Κωνσταντίνου * Η μετάνοια και η αγιοκατάταξη του αγίου Κωνσταντίνου * Κωνσταντίνος ο Μέγας και η ιστορική αλήθεια
Τα διατάγματα τού Μ. Κωνσταντίνου περί θρησκείας Τι δείχνει η ιστορική μελέτη για τους νόμους αυτούς Τού Σπύρου Ν. Τρωϊανού ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: Το παρακάτω άρθρο, είναι απόσπασμα που δημοσιεύθηκε στα "Ιστορικά" της Ελευθεροτυπίας Νο 135, στις 23 Μαΐου 2002 σελ. 43 – 49. Είναι άρθρο του Σπύρου Ν. Τρωϊανού ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με εξειδίκευση στη Ρωμαϊκή νομοθεσία, και αναδημοσιεύουμε το παρακάτω τμήμα του με την ευγενική άδεια τού κου Τρωϊανού. |
Οι Νεοειδωλολάτρες για να δικαιολογήσουν την εγκατάλειψη τής ειδωλολατρικής θρησκείας από τους αρχαίους προγόνους μας, προσπαθούν απεγνωσμένα να την αποδώσουν σε διώξεις που δήθεν υπέστησαν από τους Χριστιανούς αυτοκράτορες, ώστε να μη φανεί ότι εγκαταλείφθηκε λόγω τής κατωτερότητάς της και τής βαρβαρότητάς της. Όμως η σύγχρονη ιστορική έρευνα, ρίχνει άπλετο φως στην εποχή εκείνη, και αποδεικνύει το δόλο και τη διαστρέβλωση που επιχειρείται από τις Νεοειδωλολατρικές πηγές.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλαβε μια σειρά από μέτρα τα οποία ευνόησαν την Εκκλησία. Όταν γίνεται λόγος για τα μέτρα αυτά, η σκέψη όλων πηγαίνει στην κατάπαυση των διωγμών ύστερα από τη γνωστή συμφωνία (που δεν φαίνεται να περιβλήθηκε την τυπική μορφή του «Διατάγματος» όπως διδασκόταν στο παρελθόν) για την καθιέρωση ανεξιθρησκίας το 313 μ.Χ. στο Μεδιόλανον (σήμερα Μιλάνο), που δεν έτυχε ωστόσο γενικής εφαρμογής, γιατί οι διωγμοί τερματίσθηκαν οριστικά μόλις το 324, όταν ο Κωνσταντίνος, αφού κατέβαλε και τον Λικίνιο στη μάχη της Χρυσούπολης, έμεινε μονοκράτορας. Ιδιαίτερη σημασία είχε για την Εκκλησία η απόδοση στις Χριστιανικές κοινότητες της περιουσίας που στο παρελθόν είχε δημευθεί, καθώς και η θέσπιση της νομικής δυνατότητας για επαύξηση αυτής της περιουσίας από ελευθεριότητες με διατάξεις τελευταίας βουλήσεως. Η ενίσχυση της θέσης του κλήρου, όχι μόνον από υλική, αλλά και ηθική άποψη, υπήρξε επίσης σημαντική. Στην υλική ενίσχυση ανήκει, για παράδειγμα, η απαλλαγή των κληρικών από διάφορα δημόσια βάρη και στην ηθική η λεγόμενη «επισκοπική δικαιοδοσία», δηλαδή η παροχή στους επισκόπους του δικαιώματος να επιλύουν – μάλλον διαιτητικώς – ιδιωτικές διαφορές, επειδή οι άνθρωποι έτρεφαν γενικώς μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην αμεροληψία των Χριστιανών ποιμένων, παρά των πολιτειακών δικαστών. Δεν πρέπει να λησμονηθεί ακόμη η προσαρμογή της νομοθεσίας σε πολλά θέματα του ιδιωτικού δικαίου προς τις αρχές που διείπαν τη Χριστιανική διδασκαλία, μολονότι αυτό όχι σπάνια οδήγησε σε λύσεις ανεπιεικείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκει ένας νόμος, με τον οποίο απαγορεύθηκε η νομιμοποίηση νόθων τέκνων υψηλών αξιωματούχων ακόμη και με πράξη του αυτοκράτορα (Ιους. Κώδ. 5.27.1). Λόγω των σοβαρών ανισοτήτων που έτσι προκαλούνταν, καταργήθηκε ο νόμος αυτός το 539 με τη Νεαρά 89 του Ιουστινιανού. Τους πρώτους μήνες μετά τον Κωνσταντίνο, λόγω της ανάμιξης θρύλου και πραγματικότητας, επικράτησε – και μάλιστα στην Ανατολή – αρκετή σύγχυση ως προς τα μέτρα που έλαβε. Χαρακτηριστικό είναι το περιεχόμενο της «Συρορωμαϊκής Νομοβίβλου», μιας διακαιικής συλλογής που συντάχθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας στο δεύτερο μισό του Ε΄ αιώνα. Τα οικεία κεφάλαια της συλλογής μας πληροφορούν ότι ο Κωνσταντίνος απάλλαξε τους κληρικούς από κάθε φορολογική υποχρέωση, με μνεία συγκεκριμένων φόρων, καθώς και από την υπεξουσιότητα. Αυτά όμως δεν επιβεβαιώνονται από καμία άλλη πηγή. Μερικά μάλιστα από τα προνόμια αυτά παρασχέθηκαν αποδεδειμένως πολύ αργότερα από άλλους αυτοκράτορες. Αντιθέτως, εντάσσονται μέτρα του Κωνσταντίνου στη νομοθεσία του επομένου αιώνα. Παρά το προσωπικό
ενδιαφέρον που επέδειξε ο
Κωνσταντίνος για τη διατήρηση
της Εκκλησιαστικής ειρήνης και
για την άρση των δογματικών
αντιθέσεων με πειθώ
(παράδειγμα αποτελούν οι
σύνοδοι για τους Δονατιστές
και η Σύνοδος της Νίκαιας), δεν
απέβαλε την ιδιότητα του pontifex maximus
της θρησκείας των Ρωμαίων και
για αρκετά χρόνια δεν
εξαφανίζονται τα εθνικά
σύμβολα από τα νομίσματα. Έτσι
όσες διηγήσεις περιγράφουν
γενικά μέτρα στρεφόμενα κατά
των ειδωλολατρών, όπως η
καταστροφή των εθνικών ναών,
δεν αποδεικνύονται ιστορικώς. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτέλεσε ίσως το κλείσιμο λατρευτικών κέντρων με άσεμνες τελετές, γιατί ο Χριστιανισμός βρέθηκε αντιμέτωπος με τις εθνικές θρησκείες και στο θέμα της λατρείας. Επί δεσποτείας, περισσότερο παρά σε οποιαδήποτε άλλη παλαιότερη περίοδο της ιστορίας της Ρώμης, προκαλούσε καχυποψία η προσπάθεια προσέγγισης των υπερφυσικών δυνάμεων. Έτσι όπως μας πληροφορούν αποσπάσματα στον Πανδέκτη (48.8.1, 3 και 13) από τα έργα του Μαρκιανού και του Μοδεστίνου, είχε αρκετά νωρίς ποινικοποιηθεί η μαγεία στη Ρώμη με επίκεντρο κυρίως δύο πράξεις που προέβλεπε ο Κορνήλιος νόμος περί φονέων): την άσκηση λατρείας μη ανεκτής από την έννομη τάξη και την οποιαδήποτε σχέση με δηλητηριώδεις ουσίες, επειδή η επίδρασή τους αποδιδόταν στην ενέργεια υπερφυσικών δυνάμεων. Τα μέτρα έγιναν πολύ δραστικότερα επί του Μ. Κωνσταντίνου. Το 319 εξέδωσε νόμο, με τον οποίο απαγόρευσε στους θυοσκόπους, στους ιερείς και σε όσους άλλους τελούσαν θυσίες με αντικειμενικό σκοπό την πρόβλεψη του μέλλοντος (από τα σπλάχνα των θυμάτων στις θυσίες), να διαβαίνουν το κατώφλι κατοικιών, έστω κι αν συνδέονταν φιλικά με τους ενοίκους. Κατά των παραβατών
απειλούνταν σκληρές ποινές:
για μεν τους θυοσκόπους και
τους ιερείς θάνατος επί της
πυράς, για όσους δε
προσκαλούσαν τα πρόσωπα αυτά
στα σπίτια τους γενική δήμευση
και εξορία με κάθειρξη σε νησί.
Για να καταστήσει μάλιστα
αποτελεσματικότερη τη δίωξη
των πράξεων αυτών, τόνισε ο
νομοθέτης ότι όσοι τις
καταγγέλλουν δεν θα θεωρούνται
καταδότες, αλλά άξιοι επαίνου
και αμοιβής. Ρητώς όμως
προέβλεπε ο νόμος πως η δημόσια
άσκηση της λατρείας δεν
κωλυόταν (Θεοδ. Κώδ. 9.16.1). Από
το συνδυασμό των διατάξεων
αυτών προκύπτει ότι εκείνο που
απαγορευόταν ήταν οι ιδιωτικές
και/ή νυκτερινές, επομένως οι
μυστικές και ανεπίδεκτες
ελέγχου λατρευτικές πράξεις με
τέλεση θυσιών. Οι δημόσιες,
και συνεπώς φανερές,
επιτρέπονταν. Η στάση αυτή του
Κωνσταντίνου είναι απόλυτα
κατανοητή. Δεν ήταν δυνατό να
απαγορεύσει το λατρευτικό
τυπικό της θρησκείας εκείνης,
της οποίας εξακολουθούσε να
είναι ο «ύπατος λειτουργός». Τον επόμενο χρόνο (320/321) έκανε ο Μ. Κωνσταντίνος μία ακόμη μεγαλύτερη παραχώρηση στην παράδοση. Στο κείμενο άλλου νόμου (Θεοδ. Κώδ. 16.10.1) ομολογεί ότι και αυτός ενδέχεται να προσφύγει στις υπηρεσίες των θυοσκόπων: Αν πέσει στο παλάτι ή σε άλλο δημόσιο κτίριο κεραυνός, θα τους καλέσει για να του δώσουν επίσημη ερμηνεία του φαινομένου. Αφήνει μάλιστα να νοηθεί ότι μία τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε συμμόρφωση σε αρχαίο έθιμο. Η ύπαρξη αυτού του
νόμου, του οποίου δεν
αμφισβητείται η γνησιότητα,
εξουδετερώνει ένα φάντασμα που
πλανάται επάνω από τη
νομοθεσία των χρόνων εκείνων.
Συγκεκριμένα, σε νόμο του 341 ο
Κωνστάντιος, γιος του Μ.
Κωνσταντίνου, αναφέρεται σε
νόμο του πατέρα του, με τον
οποίο απαγορεύθηκαν –
υποτίθεται – χωρίς καμία
εξαίρεση όλες οι θυσίες
(Θεοδ. Κώδ. 16.10.2). Νόμος ωστόσο με
τέτοιο περιεχόμενο δεν
εντοπίσθηκε μέχρι τώρα, παρά
τις εντατικές προσπάθειες των
ιστορικών του Δικαίου προς την
κατεύθυνση αυτή. Η λογική
λοιπόν επεξεργασία της
δεύτερης έκδοσης του
Ιουστιανιάνειου Κώδικα σε
συνδυασμό με τον παραπάνω νόμο
του 320/321 επιτρέπει το
συμπέρασμα ότι ο Μ.
Κωνσταντίνος δεν φαίνεται να
εξέδωσε ποτέ γενικό νόμο, ο
οποίος απαγόρευε την τέλεση
θυσιών. Πιθανώς κάτω από την επίδραση μιας διαδεδομένης πρακτικής και ίσως κάποιας αμφιθυμίας ως προς τη γενική αποδοκιμασία των artes magicae, προχώρησε περίπου την ίδια εποχή (μεταξύ 321 και 324) ο αυτοκράτορας στην έκδοση ενός νόμου, με τον οποίο καθιερώθηκε νέο κριτήριο στην ποινική αξιολόγηση των μαγικών πράξεων: «Πρέπει να τιμωρείται και δικαίως να διώκεται με αυστηρότατους νόμους η γνώση εκείνων, που εξοπλισμένοι με μαγικές τέχνες αποκαλύπτονται, είτε ότι έχουν επιβουλευθεί τη σωτηρία των ανθρώπων είτε ότι έχουν διαστρέψει σώφρονες ψυχές προς την ηδονή. Δεν θα κατακρίνονται όμως τα θεραπευτικά μέσα που έχουν επινοηθεί για χάρη των ανθρώπινων σωμάτων ή οι λέξεις που με αθώο τρόπο απαγγέλθηκαν στους αγρούς, για να μην απειλήσουν οι βροχές τους ώριμους καρπούς στ αμπέλια ή να τους καταστρέψει το χαλάζι σαν λιθοβολισμός. Με αυτά κανενός η σωτηρία ή η υπόληψη δεν βλάπτεται. Αντιθέτως μάλιστα συμβάλλουν στο να μην εκμηδενίζονται τα θεία δώρα και ο ανθρώπινος κάματος» (Θεοδ. Κώδ. 9.16.3). Έτσι διακρίθηκε η μαγεία σε «καλή» και «κακή» (σε «λευκή» και «μαύρη» μαγεία θα λέγαμε σήμερα), κάτι που δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από την Εκκλησία, για την οποία οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία με υπερφυσικές δυνάμεις ξένες προς τη Χριστιανική πίστη αποτελούσε αποστασία. Η διάκριση αυτή, που τελικά αποδοκιμάσθηκε και καταργήθηκε από τον Λέοντα τον Σοφό, είχε – παρά την υποτιθέμενη κατάργηση της εξαίρεσης – σοβαρές επιπτώσεις σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο. Εκδήλωση του σεβασμού του προς τις αρχές του Χριστιανισμού αποτέλεσε νόμος του 321, με τον οποίο ο Μ. Κωνσταντίνος καθιέρωσε ουσιαστικά την αργία της Κυριακής, αλλά και αυτήν με κάποιους περιορισμούς. Ιδού το κείμενο του νόμου σε ελληνική απόδοση: «Όλοι οι δικαστές, οι κάτοικοι των πόλεων και οι τεχνίτες να αργούν κατά τη σεπτή ημέρα του Ηλίου (= χρησιμοποιήθηκε και αυτή η ονομασία στους πρώτους αιώνες για τη δήλωση της Κυριακής). Μόνον δε στους γεωργούς επιτρέπεται να εργάζονται κατ αυτήν, επειδή συχνά συμβαίνει να τύχει να είναι αυτή η ημέρα καταλληλότερη για όργωμα ή για την περιποίηση των αμπελώνων και δεν είναι σωστό να χάσουν την ευκαιρία που τους προσφέρει η ουράνια πρόνοια» (Ιουστ. Κώδ. 3.12.2). Παρατηρούμε ότι και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην προηγούμενη της επιτρεπόμενης μαγείας, οι εξαιρέσεις εισάγονται προς το κοινό συμφέρον με έμμεση αναγωγή στη θεία πρόνοια. Και αυτός ο νόμος προκάλεσε την αντίδραση του Λέοντος του Σοφού, που επισήμανε ότι έτσι παραβιάζεται ο «νόμος των κορυφαίων μαθητών», υπονοώντας τις λεγόμενες «Αποστολικές διαταγές», όπου επιβάλλεται απαρέγκλιτη τήρηση της Κυριακής αργίας, ώστε να εκπληρώνουν οι πιστοί απερίσπαστοι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Η έντονη αποδοκιμασία των δύο νόμων του Μ. Κωνσταντίνου που εισήγαν εξαιρέσεις, πρώτον στην απαγόρευση άσκησης των μαγικών τεχνών και δεύτερον στην απόλυτη τήρηση της αργίας της Κυριακής, δεν εμπόδισε ωστόσο τη συντακτική επιτροπή της κωδικοποίησης του Θ΄ αιώνα από το να περιλάβει στα «Βασιλικά» (60.39.25 και 7.17.19) και τις δύο αυτές διατάξεις. Αντιφάσεις διαπιστώνει η έρευνα και στη θρησκευτική πολιτική του αυτοκράτορα στη νέα πρωτεύουσα – αντιφάσεις κατά την εξιστόρηση των γεγονότων στις πηγές, καμιά φορά και μέσα στην ίδια πηγή από τη μία σελίδα στην άλλη. Σύγχρονός μας ιστορικός παρατηρεί ότι εμφανίζεται ο Κωνσταντίνος να καταλύει την ειδωλολατρία (συνεχίζοντας το έργο του Σεπτιμίου Σεβήρου) και να ενισχύει τη Χριστιανική λατρεία, με την οικοδόμηση ναών, όπως, για παράδειγμα, του αγίου Μωκίου, του πρώτου μάρτυρα από την περιοχή της νέας πρωτεύουσας, που θανατώθηκε επί Διοκλητιανού. Συγχρόνως όμως βεβαιώνεται ότι ίδρυσε και ειδωλολατρικούς ναούς. Η αντεγκληματική πολιτική, όπως αποδεικνύει η ιστορική της διαδρομή, συχνά επηρεάστηκε από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τη συναφή πολιτική του εκάστοτε νομοθέτη. Νεότεροι ερευνητές έχουν επισημάνει σημαντική επίταση της αυστηρότητας κατά την ποινική μεταχείριση των εγκληματιών στους νόμους του Μ. Κωνσταντίνου, αντίθετης – τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως – προς την επιείκεια και τη φιλανθρωπία που διδάσκει ο Χριστιανισμός. Για λόγους ευνόητους καταργήθηκε η (όχι σπάνια στο Ρωμαϊκό δίκαιο) ποινή της σταύρωσης. Κατά τα λοιπά όμως θεσπίστηκαν φρικιαστικές ποινές. Περιορίζομαι στην παράθεση (σε ελληνική απόδοση) νόμου του 318/319 (Θεοδ. Κώδ. 9.15.1): «Όποιος φονεύσει (με πρόθεση) τον γονέα, ή το παιδί ή γενικώς συγγενή του, αδιάφορο αν ο φόνος διαπράχθηκε κρυφά ή φανερά, υπόκειται στην ποινή της πατροκτονίας. Δεν θα εκτελείται όμως με ξίφος, ή με το να ριχθεί στην πυρά ή με οποιονδήποτε άλλο συνηθισμένο τρόπο, αλλά θα εγκλείεται σε δερμάτινο σάκο μαζί, όσο το επιτρέπει ο στενός χώρος, με φίδια. Αφού δε ραφτεί ο σάκος θα ρίχνεται, ανάλογα προς τη διαμόρφωση του τόπου, είτε στη γειτονική θάλασσα είτε σε ποταμό, ώστε ο κατάδικος να αρχίσει στη διάρκεια της ζωής του να στερείται διαδοχικά όλα τα στοιχεία: Πρώτα τον αέρα, ενόσω ακόμα ζει, και τη γη μετά το θάνατό του (υπονοείται εδώ ότι δεν θα ταφεί)». Έχω τη γνώμη ότι η σκλήρυνση στη στάση του Μ. Κωνσταντίνου οφείλεται σε επηρεασμό από Χριστιανούς συγγραφείς των πρώτων αιώνων, οι οποίοι θεωρούσαν τους νόμους των ανθρώπων περιττούς και μη αποτελεσματικούς, εφόσον η συμπεριφορά των πιστών ρυθμιζόταν από το «Νόμο» που είχε κηρύξει ο Χριστός.* Επομένως, ορισμένες εγκληματικές πράξεις, όπως οι στρεφόμενες κατά της ζωής που είναι θείο δώρο, κατ’ εξοχήν δε εναντίον στενών συγγενών, αξιολογήθηκαν από τον αυτοκράτορα ως προσβολή του «Θεού Νόμου» και η ποινή δηλώνει την ιδιαίτερη ηθική απαξία της πράξης. Η Εκκλησία κατέταξε τον Κωνσταντίνο (μαζί με τη μητέρα του Ελένη) μεταξύ των αγίων της, δίνοντάς του μάλιστα ξεχωριστή θέση. Δεν επικρατεί όμως ομοφωνία ως προς το χρόνο, στον οποίο πρέπει να τοποθετηθεί η γενική αναγνώριση της αγιότητάς του στη συνείδηση των πιστών. Οι ειδικοί ερευνητές ταλαντεύονται μεταξύ του Δ΄ αιώνα, με αρκετούς δισταγμούς, και του Η΄ , περισσότερο κατηγορηματικά. Ίσως κάπου στη μέση να βρίσκεται η πιο πιθανή εκδοχή. Ενταφιάσθηκε στο προετοιμασμένο γι αυτόν και την οικογένειά του μνημείο δίπλα στα κενοτάφια των Δώδεκα Αποστόλων στο ναό της Βασιλεύουσας, που ο ίδιος είχε οικοδομήσει. Άλλωστε αποκλήθηκε «ισαπόστολος» και ανάλογα τιμήθηκε. Μόνο στην Κωνσταντινούπολη και τα προάστιά της μαρτυρείται η ύπαρξη περίπου μιας δεκάδας ναών αφιερωμένων στη μνήμη του. Ο Άγιος Κωνσταντίνος εορτάζεται την 21η Μαϊου, ημέρα του θανάτου του κατά το έτος 337. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως «άπρακτος», δηλαδή ως ημέρα πλήρους αργίας των δικαστηρίων, μόλις το 1166 με Νεαρά του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού. Σε αντίστοιχα κείμενα προγενεστέρων χρόνων δεν γίνεται μνεία της εορτής. Επειδή φρονώ ότι η υμνογραφία αντλεί από την παράδοση και την αναπαράγει, παραθέτω το βασικό ύμνο από την ακολουθία για κάθε άγιο, δηλαδή το απολυτίκιο, του Αγίου Κωνσταντίνου για να φανούν τα στοιχεία που κατά την παράδοση υπήρξαν άξια εξάρσεως. «Του Σταυρού σου τον τύπον εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος, ο εν βασιλεύσιν απόστολός σου, Κύριε, βασιλεύουσαν πόλιν τη χειρί σου παρέθετο. Ην περίσωζε δια παντός εν ειρήνη, πρεσβείαις της Θεοτόκου, μόνε φιλάνθρωπε». Επομένως το βάρος πέφτει στο όραμα πριν από τη μάχη στη Μιλβία γέφυρα, στην κλήση χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση (όπως στην περίπτωση του αποστόλου «των εθνών», ως ερμηνείας κατά κάποιον τρόπο του τίτλου του «ισαποστόλου») και στην ίδρυση μιας Χριστιανικής πρωτεύουσας, που ιδεατά εικονίζεται να προσφέρει ο Κωνσταντίνος ως κτίτορας στον Χριστό. Η γέννηση αυτής της πόλης σφράγισε ολόκληρο το μήνα Μάιο και τον μετάβαλε σε μια περίοδο συνεχών εορταστικών εκδηλώσεων, τόσο εκκλησιαστικών όσο και κοσμικών, με επίκεντρο τη Βασιλεύους. Την 1η Μαϊου εορτάζονταν τα εγκαίνια της Νέας Εκκλησίας που είχε οικοδομηθεί από τον Βασίλειο Α΄, ακολουθούσαν εορτές προς τιμήν διαφόρων τοπικών αγίων, για να κορυφωθούν οι εορτασμοί στις 11 του μηνός, επέτειο της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης, και να ολοκληρωθούν στις 21, ημέρα της μνήμης του ιδρυτή. Σε άλλα κείμενα δεν παραλείπει ο υμνογράφος να τονίσει – κατά χρονολογική, υποτίθεται, τάξη ** – το βάπτισμα του αυτοκράτορα από τον πάπα Σιλβέστρο (314 – 335), την επικράτησή του στην εξουσία, και, πάλι, την ίδρυση της Νέας Ρώμης: «(…) άναξ κράτιστε, Κωνσταντίνε μέγιστε, (…) καταυγασθείς γαρ ακτίσι του παναγίου Πνεύματος υπό Σιλβέστρου ιερέως δια του βαπτίσματος, εν βασιλεύσιν ώφθης αήττητος, την οικουμένην ως προίκα προικοδοτήσας τω Κτίστη σου και πόλιν βασιλεύουσαν θεοσεβή», ενώ σε άλλο σημείο διευρύνει τους ιδεολογικούς του στόχους: «ιερεύς τε χρισθείς και βασιλεύς ελαίω, εστήριξας την εκκλησίαν του Θεού, ορθοδόξων βασιλέων πατήρ, (…)***». Εδώ προβάλλεται ως η ιδεώδης μορφή του Χριστιανού ηγεμόνα, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το όνομα Κωνσταντίνος στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Τα παραπάνω υμνογραφικά κείμενα αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο, μια επιτομή της εκκλησιαστικής παράδοσης, η οποία – και αυτή – ταλαντεύεται ανάμεσα στην ιστορικότητα και στο θρύλο. (Απόσπασμα) ΒιβλιογραφίαΕπειδή οι μελέτες που αναφέρονται στην κωνσταντίνεια εποχή είναι αναρίθμητες, κρίνω σκόπιμο να επισημάνω μόνο ένα πρόσφατο συλλογικό έργο, στο οποίο γίνεται ανασκόπηση της μέχρι τώρα έρευνας με τις αναγκαίες παραπομπές: Die konstantinische Wende, με επιμέλεια Ε. Muhlenberg, Gutersloh 1998 (εκδ. οίκος Chr. Kaiser), που περιέχει συμβολές των Κ. Μ. Girardet, F. Winkelmann, H.G. Thummel και K. Nowak. Πέρα από αυτό πρέπει να επισημάνω το βασικό έργο του G. Dargon, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας, σε πρόσφατη μετάφραση από τη Μ. Λουκάκη, Αθήνα (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) 2000, με πλούσιο υλικό για τον Μ. Κωνσταντίνο και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης. Σημειώσεις του αντιγραφέα του άρθρου: * Θεωρώ εσφαλμένη τη γνώμη του αρθρογράφου, ότι δήθεν η αυστηρότερη νομοθεσία του Κωσταντίνου προήλθε από επιρροές των πρωτοχριστιανικών κειμένων περί «Νόμων» του Χριστού και ιερότητας της ζωής, για τους εξής λόγους: 1. Η ιερότητα της ζωής, θα τον ωθούσε να γίνει περισσότερο επιεικής, ως ακόμα και την κατάργηση των εκτελέσεων, όπως άλλωστε θεωρεί η Εκκλησία ως δόκιμο. 2. Η μη αποτελεσματικότητα των νόμων κατά τη Χριστιανική αντίληψη, θα τον ωθούσε σε λιγότερο αυστηρές ποινές. 3. Η Χριστιανική πίστη, δεν μιλάει για «Νόμο» του Χριστού, αλλά για ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ του νόμου, και κατά συνείδησιν ζωή. Άρα θα ήταν αντιφατικό το να επηρεασθεί από την Χριστιανική διδασκαλία για κατάργηση του Νόμου, για να κάνει αυστηρότερους νόμους. Η μόνη περίπτωση να έχει κάποιο δίκιο ο συγγραφέας του άρθρου στο ζήτημα αυτό, είναι το να μην είχε κατανοήσει ο Κωνσταντίνος (ως εθνικός που ήταν) τη Χριστιανική πίστη. ** Στην υμνογραφία της Εκκλησίας, δεν έχει νόημα η χρονική κατάταξη των γεγονότων, όπως υποθέτει ο συγγραφέας του άρθρου. Στην Εκκλησία υπάρχει ο λεγόμενος «λειτουργικός» ή «σταυρικός» χρόνος, όπου ο γραμμικός χρόνος καταργείται, και οι άγιοι εμφανίζονται μέσα από αυτή την κατάλυση του χρόνου, σε ένα αιώνιο παρόν, κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει καμία σημασία η σειρά με την οποία εμφανίζονται τα γεγονότα. Πέραν αυτού, όσον αφορά τα λεγόμενα στην υμνολογία του αγίου Κωνσταντίνου περί του βαπτίσματός του, δεν αφορούν κατ ανάγκην την επίγεια «αήττητη» βασιλεία του, αλλά εκεί τονίζεται ότι καταστάθηκε αήττητος όταν καταυγάσθηκε από το Άγιο Πνεύμα εν τω βαπτίσματι. *** Τα περί «ιερέως και βασιλέως», και «ορθοδόξων βασιλέων πατρός», δεν δείχνουν την «ιδανική» εικόνα του ηγεμόνα, αλλά τονίζουν αφ ενός το ότι ήταν Ο ΠΡΩΤΟΣ (δηλαδή ο πατέρας) των Ορθοδόξων ηγεμόνων της αυτοκρατορίας, και αφ ετέρου γίνεται παραλληλισμός με τους «χρισμένους» βασιλείς των αρχαίων Ισραηλιτών, οι οποίοι λάμβαναν το Άγιο Πνεύμα ως καθήμενοι «εις τόπον Θεού». Το ότι λοιπόν ο Κωνσταντίνος βαπτίσθηκε (έστω και στο τέλος της ζωής του), δείχνει ότι ήταν κάτι παράλληλο με τους αρχαίους πιστούς βασιλείς της Π.Δ., ανεξαρτήτως χρόνου βαπτίσματος, κάτι που όπως είπαμε καταλύεται στην Ορθόδοξη υμνολογία. Μεταγραφή Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 15-4-2004.
Τελευταία μορφοποίηση: 19-11-2018.