Ελληνικός Παρατηρητής τής Σκοπιάς

Φραγμός στην εκμετάλλευση της απειρίας των άλλων

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ιστορικά ντοκουμέντα

Η Σκοπιά έγινε μέλος του ΟΗΕ * Το Ναζιστικό παρελθόν τής Σκοπιάς * Οι επενδύσεις τής Σκοπιάς στις πολεμικές βιομηχανίες τών ΗΠΑ * Η κατάχρηση τής Αποκοπής * Υποκρισία για την ελευθερία αλλαγής θρησκείας

Οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά

και οι σχέσεις τους με τον κόσμο

Του Τζέιμς Πέντον

 

Πηγή: Αυτοτελές κεφάλαιο από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη καθυστέρησε"

 

1. Η στάση απέναντι στις άλλες θρησκείες

2. Θρησκευτικός Διωγμός

3. Η Φύση της προπαγάνδας κατά των Μαρτύρων

4. Αντίθεση στο Κήρυγμα

5. Η Στρατιωτική Υπηρεσία

6. Πατριωτικές Τελετές και Πολιτική Ουδετερότητα

7. Μαρξιστικός Διωγμός

8. Συμβιβασμοί των Μαρτύρων με τον Κόσμο

9. Η γενική κοινωνική στάση

10. Οι Μεταγγίσεις Αίματος

11. Διαχωρισμός από τον κόσμο και τα κοινωνικά ενδιαφέροντα

 

Όταν κάποιος διαβάζει για τους διωγμούς που έχουν υποστεί οι Μάρτυρες τού Ιεχωβά παγκόσμια κατά τον 20ό αιώνα, δυσκολεύεται να διακρίνει στο πρόσωπό τους, τους διαβολικούς διώκτες που έχουν γίνει σήμερα, ενάντια στα πρώην μέλη τους. Σε κάποιους ανθρώπους, η βασανιστική ιστορία τους, δεν τους γίνεται ποτέ μάθημα, ώστε να μάθουν να αγαπούν την ελευθερία και να σέβονται τις συνειδήσεις τών άλλων. Το ακόλουθο μεταφρασμένο κείμενο τού Τζέιμς Πέντον, είναι κυρίως η ιστορία τών διωγμών που υπέστη αυτή η θρησκεία σε όλο τον κόσμο, πριν γίνει αυτή η ίδια, διώκτης τής αλήθειας και της ελευθερίας τών άλλων.

 

Μολονότι οι σχέσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά με τον κόσμο αποτελούν μόνο μια πτυχή της ιστορίας τους, είναι τόσο σημαντικές ώστε αξίζουν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Με εξαίρεση την Αποκαλυπτική θεωρία τους τίποτε άλλο δεν έχει συμβάλλει στη διαμόρφωση της φύσης της κοινότητάς τους όσο η διαρκής σύγκρουση με τον υπόλοιπο κόσμο από τη μια πλευρά, και οι περιστασιακοί συμβιβασμοί μ’ αυτόν από την άλλη. Επίσης, μια εξέταση αυτών των σχέσεων μας αποκαλύπτει πολλά για τη γενική στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά.

 

 

1. Η στάση απέναντι στις άλλες θρησκείες

Μια από τις πιο κοινές επικρίσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά  στο πέρασμα των ετών έχει σχέση με την απερίφραστη καταδίκη των άλλων Δογμάτων, των θρησκευτικών ηγετών και των κληρικών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πάστορας Ρώσσελ, μόνο σταδιακά ανέπτυξε αρνητική στάση προς τις εκκλησίες, τους πάστορες και τους ιερείς. Τα πρώτα του έργα δείχνουν ότι συχνά συναναστρεφόταν με κληρικούς διαφόρων δοξασιών και δανείστηκε απ’  τις διδασκαλίες τους. Ακόμη και μετά την ίδρυση της Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιά της Σιών, είναι προφανές ότι εξακολούθησε να θεωρεί άτομα που ανήκαν στην Αντβεντιστική παράδοση ως αδελφούς εν Χριστώ. Επίσης, συμπαθούσε πολύ τους Ιουδαίους και το Σιωνιστικό κίνημα. Εντούτοις, καθώς περνούσε ο καιρός γινόταν όλο και πιο επικριτικός για τις περισσότερες θρησκείες τις οποίες όπως έκαναν παραδοσιακά  ο Τζώρτζ Στορς και πολλοί παλιοί Αντβεντιστές, θεωρούσε ως την Βαβυλώνα τη Μεγάλη, την μητέρα των πορνών. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έγινε ιδιαίτερα καυστικός στις δηλώσεις του σχετικά με εκείνους από τον κλήρο που υποστήριζαν τις πολεμικές προσπάθειες του έθνους, αλλά ήταν πράος συγκρινόμενος με τον Δικαστή Ρόδερφορδ και άλλους Σπουδαστές των Γραφών τα μεταγενέστερα χρόνια του Πολέμου, ή κατά την περίοδο που ακολούθησε.

 

Όταν ο Ρόδερφορδ και οι συνεργάτες του διευθυντές της Σκοπιάς ελευθερώθηκαν το 1919 από τη φυλακή, άρχισαν μια μεγάλη εκστρατεία καταδίκης του κόσμου στην οποία το ‘εμπόριο, η ‘πολιτική’ και ‘η θρησκεία’ στιγματίζονταν ως τα κύρια όργανα του Σατανά. Αν και ο δικαστής ‘έγδερνε’ τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς, για τους κληρικούς επιφύλασσε την πλέον αυστηρή γλώσσα. Ο αυξανόμενος διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων έφερε ακόμα πιο πικρές επικρίσεις από τους Μάρτυρες. Όταν το 1932 εγκατέλειψαν την παλιά πεποίθηση του Ρώσσελ ότι οι Ιουδαίοι κατείχαν μια ειδική σχέση με τον Θεό Ιεχωβά, αισθάνθηκαν ότι πλέον μόνον αυτοί ήταν ο εκλεκτός λαός του. Συνεπώς υποστήριζαν ότι ο κλήρος και όλες οι θρησκείες είχαν συνταχθεί με την πλευρά του Σατανά, ανθιστάμενοι στον Κύριο, τον Χριστό του και τους Χριστιανούς Μάρτυρές του. Ο Δικαστής Ρόδερφορδ το κατέστησε αυτό σαφές με τους πιο δυναμικούς όρους στο βιβλίο του «Εχθροί» που εκδόθηκε το 1938 σε σχέση με τον κλήρο της εκκλησίας της Ρώμης: «Η Βασιλεία του Θεού υπό τον Χριστόν, όπως εξαγγέλεται από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι το μόνο πράγμα που αληθινά φοβάται τώρα η Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία. Η παλαιά ‘πόρνη’ είναι τώρα πολύ επιμελής στο να κρύβει από τον λαό το μακρύ αιματηρό υπόμνημα της Ιεράς Εξετάσεως και τα πολλά εγκλήματα που έχει διαπράξει, και όταν η δράση της και το ακάθαρτο υπόμνημά της, όπως καταγράφεται στην ιστορία, μνημονεύεται και η αλήθεια του Λόγου του Θεού γι’ αυτήν εκτίθεται, αυτή κρύβεται και με κροκοδείλια δάκρυα λέει: Αυτή η γλώσσα συγκλονίζει τις θρησκευτικές ευαισθησίες μας’».

 

Τον Προτεσταντικό και Ιουδαϊκό κλήρο τον έβλεπαν λίγο καλύτερο. Στο ίδιο βιβλίο ο δικαστής παρατηρούσε: Σήμερα, οι αποκαλούμενοι ‘Προτεστάντες’ και ο Εβραϊκός κλήρος συνεργάζονται και είναι  παιχνίδια μέσα στα χέρια της Ρωμαιο-Καθολικής Ιεραρχίας, σαν ανόητα  κορόϊδα, βοηθώντας έτσι την Ιεραρχία να διεκπεραιώνει το εμπόριό της, τις θρησκευτικές της συναλλαγές, και την αύξηση των εσόδων της. Η Εμπορευματοποιημένη θρησκεία είναι το εμπόρευμα που εκμεταλλεύονται οι μεγαλέμποροι. Η Ιεραρχία ηγείται και τα κορόϊδα ακολουθούν. Η Ιεραρχία τώρα αναλαμβάνει την ηγεσία στον υποχρεωτικό χαιρετισμό της σημαίας και την κατασκευή εικόνων ή μνημείων, σαν αυτά που διαφημίζονται ευρέως ότι θα ανεγερθούν στην Ουάσινγτον D.C. και ο κλήρος των αποκαλούμενων ‘Προτεσταντών’ και οι Εβραϊκές οργανώσεις ευθυγραμμίζονται και κάνουν ό,τι τους πει, και όταν το ‘τρομπόνι’ ηχεί πέφτουν κάτω και προσκυνούν.(Δαν. 3: 5) Φτωχά  κορόϊδα!

 

Για μερικά χρόνια η Εταιρία Σκοπιά έγινε τόσο αρνητική απέναντι σε όλες τις θρησκείες ώστε αρνήθηκε να κατατάξει τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως θρησκεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, οργανώθηκαν μεγάλες πορείες σ’ ολόκληρο τον Αγγλόφωνο κόσμο στις οποίες οι Μάρτυρες έφεραν πλακάτ με συνθήματα όπως, ‘Η θρησκεία είναι Παγίδα και Απάτη’ και ‘Υπηρετείστε τον Θεό και τον Χριστό τον Βασιλιά’. Σε μια από αυτές τις ‘πληροφοριακές πορείες’ που έλαβε χώρα στο Λονδίνο της Αγγλίας, το 1938, μια πορεία μήκους έξη μιλίων παρήλασε στα πιο πολυσύχναστα τμήματα της πόλης φέροντας πλακάτ και λάβαρα, και πετώντας προκηρύξεις, αναμφίβολα προς μεγάλη δυσαρέσκεια πολλών αφιερωμένων Προτεσταντών, Καθολικών και Ιουδαίων.

 

Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά η γλώσσα προς το κοινό έχει γενικά μετριαστεί, και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά προ πολλού θεωρούν εαυτούς ως μια θρησκεία με τη λεξικογραφική έννοια της λέξεως. Αλλά παραμένουν εχθρικοί απέναντι και στον Χριστιανικό κόσμο και στις θρησκείες του μη-Χριστιανικού κόσμου, και  αρνούνται  οποιαδήποτε συνεργασία σε οικουμενικές δραστηριότητες. Περιστασιακά, επίσης, η Εταιρία Σκοπιά παρήγαγε βιβλία και άρθρα που απηχούν τα συναισθήματα που εκφράζονταν στο βιβλίο «Εχθροί». Όπως επισημάνθηκε στο κεφάλαιο 3, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 διανεμήθηκε μια ‘απόφαση’ σ’ όλο τον κόσμο που περιέγραφε τον κλήρο, ως τάξη, σαν τους πιο αξιοκατάκριτους εχθρούς του Θεού. Περίπου τον ίδιο καιρό, καθώς οι Μάρτυρες άρχισαν να αναπτύσσουν νέες κοινότητες σε μη Χριστιανικές χώρες, άρχισαν να επικρίνουν επίσης το Βουδδισμό, τον Ινδουϊσμό και το Ισλάμ, καθώς και άλλες μεγάλες θρησκείες της Ανατολής.

 

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν κατηγορηθεί για τη σκληρή τους στάση έναντι του κλήρου και των άλλων δογματικών συστημάτων, και κανένα λογικό άτομο δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μεγάλο μέρος της γλώσσας που χρησιμοποιείται και των πραγμάτων που λέγονται ή γράφονται από τους εκπροσώπους της Σκοπιάς, είναι ακραία σχεδόν με όλα τα κριτήρια. Το περιοδικό Χρυσούς Αιών όχι μόνον επιτίθετο συχνά στον κλήρο αλλά προέβαινε και σε αδικαιολόγητη προσωπική δυσφήμησή τους. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Ρόδερφορδ, τα βιβλία και τα βιβλιάρια, ακόμη και το περιοδικό Σκοπιά συχνά ήταν γεμάτα δηλητηριώδη γλώσσα. Φυσικά, όλα αυτά αποκαλύπτουν πολλά για την προσωπικότητα των ανδρών όπως του Ρόδερφορδ, του Βαν Άμπουργκ, του Γούντγουορθ, και αργότερα του Νορ, του Κάβινγτον και του Φρέντερικ Φραντς. Η πολεμική που χρησιμοποιούσαν οι Μάρτυρες πρέπει να κατανοηθεί εν μέρει ως απάντηση στις επιθέσεις κατά του Ρώσσελ, των  αξιωματούχων της Σκοπιάς, και των Σπουδαστών της Γραφής ή Μαρτύρων του Ιεχωβά γενικότερα. Αυτό που σπάνια αναγνωρίζεται από τους επικριτές της πολεμικής των Μαρτύρων είναι η φύση της θρησκευτικής αντιπάθειας προς αυτούς κατά τον τελευταίο αιώνα. Ο Κεν Τζάμπερ (Ken Jubber),αναφέρει:«Ο διωγμός κατά της Εταιρίας Σκοπιά και των μελών της από εθνικές κυβερνήσεις και  αξιωματούχους τους, υπήρξε μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία της Εταιρίας από τότε που ιδρύθηκε έναν αιώνα πριν. Από παγκόσμια άποψη, αυτός ο διωγμός υπήρξε τόσο επίμονος και τέτοιας έντασης ώστε δεν θα ήταν ανακριβές  να  θεωρούνται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά η πιο κατατρεγμένη ομάδα «Χριστιανών» του εικοστού αιώνα». Σύμφωνα με τη Σκοπιά 1ης Μαίου 1976, σελ, 281 (στην Αγγλική), οι Μάρτυρες του Ιεχωβά βίωσαν κάποιο είδος επίσημου διωγμού σε περισσότερες από 40 χώρες από τις 210 στις οποίες οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν δραστήριοι στη διάρκεια του 1975. Ενώ μέρος του διωγμού δεν είχε προκληθεί από θρησκευτικό μίσος, το μεγαλύτερο μέρος είχε αιτία αυτό.

 

 

2. Θρησκευτικός Διωγμός

Το υπόμνημα είναι ξεκάθαρο. Αν παρατηρήσει κάποιος τη φύση των επιθέσεων εναντίον του Πάστορα Ρώσσελ, είναι φανερό ότι αυτές ξεπερνούσαν τα όρια του είδους της διαμάχης στην οποία ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει προσωπικά. Κατ’  επαναλήψη, εκατηγορήθη  ως  μοιχός τσαρλατάνος, επίορκος, και ότι δεν είχε το δικαίωμα να φέρει τον τίτλο του ‘Πάστορος’. Ακόμη και σήμερα μπορεί κάποιος να πάει σε Ευαγγελικά βιβλιοπωλεία ή Βιβλικές Εταιρίες και να βρει βιβλία και φυλλάδια που παρήχθησαν από Φονταμενταλιστές κληρικούς, οι οποίοι συνεχίζουν ξεδιάντροπα να επαναλαμβάνουν άκριτα αυτά τα αντι-Ρωσσελικά ψεύδη και, συχνά, εντελώς ανέντιμα. Θα είχε ενδιαφέρον να εξεταστεί η γενική επίδραση αυτών των εντύπων μίσους από ιστορική άποψη, για να ανακαλυφθεί ποια ακριβώς ήταν η επίδραση που είχαν στον Τύπο και στους κυβερνητικούς επισήμους. Στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι αυτά τα έντυπα ήταν υπεύθυνα για τον τρομερό διωγμό εναντίον των Σπουδαστών της Γραφής στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και των Μαρτύρων του Ιεχωβά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου.

Μολονότι ο Ρώσσελ, ο Ρόδερφορδ, και οι Σπουδαστές της Γραφής θεωρούνταν αντιπατριώτες εξαιτίας της ανοιχτής εχθρότητάς τους προς τον Πόλεμο της περιόδου 1914-1918, υπάρχουν αποδείξεις ότι η απαγόρευση των εντύπων της Σκοπιάς στον Καναδά το 1918, επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα των διαβημάτων του κλήρου προς την Καναδική κυβέρνηση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κατάσταση ήταν παρόμοια. Εμπνευσμένη από αυτά που συνέβησαν στον Καναδά, η δίωξη κατά του Ρόδερφορδ και των συγκατηγορουμένων του από την Αμερικανική κυβέρνηση ενθαρρύνθηκε από Προτεστάντες και Καθολικούς (Σημ. ΟΟΔΕ: Εννοεί «Παπικούς») ιερείς.

 

Στην περίοδο μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ο θρησκευτικός διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά έγινε πιο εμφανής. Στη  διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, αξιωματούχοι στην επαρχία του Κεμπέκ συνέλαβαν Μάρτυρες του Ιεχωβά εκατοντάδες φορές, κυρίως κατ’ εντολήν Καθολικών ιερέων και ιεραρχών. Αν και τις περισσότερες φορές κατηγορούνταν ότι πουλούσαν έντυπα χωρίς άδεια μικροπωλητού, διώκονταν επίσης με τις κατηγορίες της βλασφημίας, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της εξέγερσης. Η πίεση του κλήρου ήταν, επίσης, ο  κύριος  παράγοντας  για  την  απαγόρευση τεσσάρων ραδιοφωνικών σταθμών του Διεθνούς Συλλόγου των Σπουδαστών της Γραφής στον Καναδά το 1928. Στις Ηνωμένες Πολιτείες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, οχλοκρατικές βιαιότητες εναντίον των Μαρτύρων συχνά υποκινούνταν απευθείας από κληρικούς. Το πιο σημαντικό, οι ακόλουθοι του Πατέρα Τσάρλς Ε. Γκούγκλιν, με έδρα το Ντητρόϊτ, εξαπέλυσαν οχλοκρατική επίθεση σε μια Συνέλευση της Σκοπιάς που διεξαγόταν στην πόλη της Νέας Υόρκης, στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν, το 1938. Λίγο νωρίτερα, μια Καθολική εκστρατεία μποϊκοτάζ εναντίον του Πολυκαταστήματος των Αδελφών Τζίμπελ (Gimbel) εξανάγκασε την εταιρία να διακόψει τη χορηγία των ραδιοφωνικών σταθμών του Ρόδερφορδ. Στη Βρετανία, την Αφρική, και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου, κληρικοί διαδραμάτισαν παρόμοιους ρόλους παρενοχλώντας τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά τα χειρότερα παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων έλαβαν χώρα στη Ναζιστική Γερμανία.

 

Υπό τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οι Σπουδαστές της Γραφής, γνωστοί στη Γερμανία ως ‘Ernste Bibelforcher’ (Ένθερμοι Ερευνητές της Βίβλου) αναπτύσσονταν ταχύτερα από ό,τι σε άλλα μέρη του κόσμου. Αυτό, όμως, δεν επιτυγχάνετο χωρίς μεγάλη εναντίωση, και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, συλλαμβάνονταν επανειλημμένα. Όταν οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία το 1933, οι Μάρτυρες ήταν μεταξύ των πρώτων ομάδων που υπέστησαν καταπίεση. Μεγάλο μέρος της εχθρότητας των Ναζί εις βάρος τους είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα, παρά θρησκευτικά, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι Καθολικοί κληρικοί για μια ακόμη φορά ενθάρρυναν την καταδίωξή τους. Σε πολλές περιπτώσεις, ενοριακοί ιερείς ενεργούσαν για λογαριασμό της Γκεστάπο για να συλλαμβάνονται οικογένειες Μαρτύρων και να στέλνονται στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως όπου χιλιάδες απ’ αυτούς αφανίσθηκαν.

 

Οι Μάρτυρες δεν πέρασαν καλά ούτε στις δυτικές δημοκρατίες κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άρνησή τους να υποστηρίξουν τις εθνικές πολεμικές  προσπάθειες ήταν ένας βασικός παράγοντας, αλλά για μια ακόμη φορά ο θρησκευτικός διωγμός ήταν ένα σημαντικό στοιχείο. Συχνά κατηγορούνταν για υπόθαλψη του  Κομμουνισμού, ένα πολύ σοβαρό ζήτημα τη περίοδο μεταξύ της υπογραφής του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, τον Αύγουστο του 1939, και της εισβολής του Χίτλερ στη Ρωσία, τον Ιούνιο του 1941. Η κατηγορία παρουσίαζε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ότι ήταν μια αντιπατριωτική Πέμπτη φάλαγγα. Τμήματα του Καθολικού τύπου, συνεπώς, τόνιζαν ότι οι Μάρτυρες αρνούνταν το χαιρετισμό της σημαίας, δεν έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο και πατριωτικά εμβατήρια, και  δεν  απέδιδαν τιμές στους πολιτικούς ηγέτες. Ως αποτέλεσμα, η Καναδική κυβέρνηση επέβαλε  καθολική απαγόρευση στους Μάρτυρες τον Ιούλιο του 1940, την οποίαν ακολούθησαν εκατοντάδες συλλήψεις, πρόστιμα και φυλακίσεις. Τίποτε παρόμοιο δεν συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τη Μεγάλη Βρετανία, αν και συνέβη στην Αυστραλία, στη Βρετανική Αφρική και σε μερικά άλλα μέρη. Μολονότι ο άμεσος διωγμός δεν ήταν έντονος, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ετέθησαν εκτός νόμου σ’ εκείνες τις χώρες επίσης. Όσον αφορά τον Καναδά, ο κλήρος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταπίεσή τους.

 

Μετά τον Πόλεμο διάφορες κυβερνήσεις διεξήγαν θρησκευτικές σταυροφορίες εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά σε ένα αριθμό χωρών. Στο Κεμπέκ, μερικές εκατοντάδες Μάρτυρες υπήρξαν θύματα οχλοκρατικής βίας, χτυπήθηκαν, αποβλήθηκαν από σχολεία, εκδιώχθηκαν από κοινότητες και αντιμετώπισαν 1.800 περίπου συλλήψεις σε πέντε χρόνια από το 1945 έως το 1950. Η Ισπανία και η Δομινικανή Δημοκρατία τους υπέβαλαν σε σκληρό διωγμό και πάλι κυρίως για θρησκευτικούς λόγους. Ίσως η πιο σκληρή θρησκευτική επίθεση όλα αυτά τα χρόνια προήλθε από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία καθ’ όλη την περίοδο από το 1945 έως το 1973. Όχι μόνο έγινε η αιτία να υποφέρουν οι Έλληνες Μάρτυρες πολυάριθμες πράξεις βίας και οι νεαροί τους  αντιμετώπισαν την απειλή του εκτελεστικού αποσπάσματος για την άρνησή τους να εκτελέσουν στρατιωτική υπηρεσία [δύο νεαρά άτομα εκτελέστηκαν τότε] αλλά για μια περίοδο μερικών ετών οι γάμοι τους κηρύχθηκαν παράνομοι και τα παιδιά τους νόθα!

 

(Σημείωση της ΟΟΔΕ: Εδώ ο συγγραφέας απλώς επαναλαμβάνει άκριτα τους ισχυρισμούς της εταιρίας Σκοπιά, για δήθεν ευθύνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ως Εκκλησίας, για πράγματα που στην πραγματικότητα έκαναν οι πολιτικοί. Οι ισχυρισμοί αυτοί, είναι εν μέρει μόνο, αληθείς. Σχετικά με την Ελλάδα στην περίοδο αυτή, η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε η Ορθόδοξη Εκκλησία, (ως Εκκλησία), δίωξε τους ΜτΙ όπως υποστηρίζεται. Αλλά είναι αλήθεια ότι μεμονωμένοι κληρικοί πράγματι κακομεταχειρίσθηκαν ΜτΙ σε συνεργασία με τις αρχές, με προσωπική τους ευθύνη, είτε επειδή τους συνελάμβαναν να κηρύττουν σε μια εποχή που αυτό ήταν παράνομο, είτε στρατιωτικοί ιερείς, επειδή αρνούνταν τη στρατιωτική θητεία. Για παράδειγμα, το μέλος της ΟΟΔΕ Νικόλαος Μαυρομάγουλος, πρώην ΜτΙ, μας διηγείται ότι μια φορά ένας στρατιωτικός ιερέας χαστούκισε τον πατέρα του, όταν εκείνος ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο επειδή αρνήθηκε να δεχθεί οπλισμό στο στρατό, (αλλά ο κληρικός δεν είχε καμία ευθύνη για τα βασανιστήρια που υπέστη από στρατιωτικούς στην περίοδο εκείνη), ενώ κατ’ επανάληψιν η μητέρα του και η γιαγιά του συνελήφθησαν από αστυνομικούς, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν από ιερείς, επειδή κήρυτταν στις πόρτες. Είναι οι εποχές που οι Ορθόδοξες κατηχήσεις και θεολογικές σχολές στην Ελλάδα δίδασκαν Προτεσταντισμό μάλλον παρά Ορθοδοξία, με όλα τα συνακόλουθα δικανικών και ανελεύθερων μεθόδων που μας έρχονταν από τη Δύση. Όμως η ευθύνη των συγκεκριμένων ιερέων της Εκκλησίας, σταματούσε εδώ, σε μια εποχή που δεν φημιζόταν για τις δημοκρατικές ευαισθησίες της, με διαδοχικές εποχές δικτατορικών καθεστώτων, εμφυλίων και πολιτικών ταραχών. Η δε απαγόρευση των γάμων των ΜτΙ, έγινε στην περίοδο της Δικτατορίας, η οποία εκτός από τους ΜτΙ είχε πλήξει και την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία, θέτοντας στη θέση Ορθοδόξων Επισκόπων δικούς της ανθρώπους, για να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Για τους λόγους αυτούς, η ευθύνη των διώξεων αυτών, δεν βαρύνει την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά τους πολιτικούς εκείνους που και την ίδια την Εκκλησία ταλαιπώρησαν στις ανώμαλες εκείνες εποχές).

 

Ενώ σίγουρα η πρόκληση διωγμού εξαιτίας της θρησκευτικής έχθρας έχει μειωθεί στο Χριστιανικό κόσμο, ειδικά μετά τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει κιόλας. Η Εταιρία Σκοπιά πιστεύει ότι η απαγόρευση που έλαβε χώρα στην Αργεντινή κάτω από την τελευταία στρατιωτική κυβέρνηση μερικά χρόνια πριν, ήταν θρησκευτικής έμπνευσης. Ωστόσο, ακόμα σοβαρότερα σήμερα είναι τα συναισθήματα εναντίον των Μαρτύρων μεταξύ των μη-Χριστιανών. Πολλές Ισλαμικές χώρες τους έχουν θέσει υπό απαγόρευση και μερικές έχουν επιβάλλει σκληρό διωγμό. Ορισμένες Ιουδαϊκές κοινότητες στο Ισραήλ και την Νέα Υόρκη έχουν εκδηλώσει φανερή εχθρότητα στις προσπάθειες των Μαρτύρων να κάνουν προσηλυτισμό ανάμεσά τους και έχουν αντιδράσει βίαια.

 

 

3. Η φύση της προπαγάνδας κατά των Μαρτύρων

Οι θρησκευτικές επιθέσεις κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχουν ακολουθήσει ορισμένα πρότυπα. Ενώ Προτεστάντες και Καθολικοί συχνά επέκριναν τις πεποιθήσεις των Μαρτύρων από δογματική άποψη – ένα πλήρως κατανοητό φαινόμενο – έχουν επιτεθεί σ’ αυτούς και με δυο ακόμη τρόπους. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο πρώτος υπήρξε η δυσφήμηση των ηγετών των Μαρτύρων, ιδιαίτερα του Πάστορα Καρόλου Τ. Ρώσσελ, ενίοτε μέσω δίκαιης κριτικής, αλλά συχνά και άδικης προσωπικής δυσφήμησης και υπανιγμών. Ο δεύτερος ήταν η προσπάθεια να αποδείξουν, σ’ αυτή την περίπτωση, ότι οι Μάρτυρες είναι επικίνδυνοι για την κοινωνία και, συχνά, τα όργανα κάποιας άγνωστης ιδεολογίας ή κινήματος.

 

Επιθετικά δημοσιεύματα για τον Ρώσσελ και, σε μικρότερη έκταση, εναντίον άλλων ηγετών των Σπουδαστών της Γραφής – ή Μαρτύρων ήταν σημαντικά. Και τούτο διότι, περιγράφοντάς τους ως απεχθείς  και πονηρές προσωπικότητες, ήταν εύκολο να απεικονίσουν τους Μάρτυρες ως μέλη μιας μη-Χριστιανικής ή μισο-Χριστιανικής επικίνδυνης αίρεσης, η οποία από τη φύση της είναι μια άμεση απειλή για την ‘ειρήνη’, την τάξη και την καλή διακυβέρνηση. Δεν αποτελεί έκπληξη, ότι μέρος αυτής της πολεμικής φιλολογίας μέσω εντύπων—που παρήχθη από κληρικούς διαφόρων δογμάτων—έχει χρησιμοποιηθεί ως βάση του ισχυρισμού ότι οι Μάρτυρες είναι στασιαστικοί. Τα ίδια ζητήματα έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά.

 

Σημειώστε τα ακόλουθα: Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η συνήθης κατηγορία εναντίον των ηγετών των Σπουδαστών της Γραφής στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά ήταν ότι ήσαν Γερμανόφιλοι. Μετά τον Πόλεμο κατηγορήθηκαν ότι ήσαν συμπαθούντες τον Κομμουνισμό! Τη δεκαετία του 1930,μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, ο Δικ. Ρόδερφορδ  και  οι  Μάρτυρες  του  Ιεχωβά  περιγράφηκαν  ως  ‘πρωτοπόροι για μια Ιουδαϊκή παγκόσμια Βασιλεία και ως θύματα του Εβραίου Καρόλου Μάρξ’. Τότε, τον Οκτώβριο του 1939, ο Καναδικός ‘Αγγελιοφόρος της Ιερής Καρδιάς’, μια Ιησουϊτική έκδοση με έδρα το Τορόντο, Οντάριο, δημοσίευσε  ένα άρθρο με τίτλο, ‘Δόγματα και Πρακτικές των Μαρτύρων του Ιεχωβά’.

 

Αφού γινόταν λεπτομερής αναφορά στις παλιές επιθέσεις εναντίον του Ρώσσελ και του Ρόδερφορδ, και αρνείτο ότι η Καθολική εκκλησία εδίωκε τους Μάρτυρες, ανέφερε: ‘Ό,τι  και να διακηρύττουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν υπάρχει περιθώριο για καμιά αμφιβολία ότι το πρακτικό αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους είναι να διεγείρουν τον Κομμουνισμό για να μην πούμε την αναρχία, και να υπονομεύουν κάθε σεβασμό προς την εξουσία. Δεν είναι μόνο ότι δυσφημίζονται οι εκκλησίες, αλλά κάθε υφιστάμενο είδος πολιτικών κυβερνήσεων επικρίνεται και γελοιοποιείται’. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί Καθολικοί και Προτεστάντες, επανέλαβαν τα παραπάνω εκτιθέμενα επιχειρήματα στον ‘Αγγελιοφόρο της Ιερής Καρδιάς’. Το 1947, ο Ντάμιεν Τζάσμιν (Damien Jasmin) με την υποστήριξη του  Rodrique Cardinal Villeneuve, αρχιεπισκόπου του Κεμπέκ, και ο επίσκοπος  Joseph Charbonneau του Μόντρεαλ, δημοσίευσαν το έργο: Les Temoins de Jehova: Fauteurs de seditions, ennemis acharnes de la religion (Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά: Υποκινητές Στασιασμών και Πικροί Εχθροί της Θρησκείας). Σ’ αυτό το έργο ρωτούσε ρητορικά: «Μήπως το Ιεχωβίτικο δόγμα παντρεύτηκε τις αντιθρησκευτικές διδασκαλίες του Μπολσεβικισμού;» Και μετά, απαντούσε ο ίδιος στο ερώτημά του αναφέροντας ότι  υπήρξε μια  πραγματική  προσέγγιση  μεταξύ  του  άθεου Κομμουνισμού και των    Μαρτύρων του Ιεχωβά.

 

Είναι εντυπωσιακό ότι το ζήτημα του στασιασμού το παρέλαβαν οι Βορειο-Αμερικανοί καπιταλιστές, οι Ναζί, οι Μαρξιστές, διάφορες θρησκείες έξω από το Χριστιανικό κόσμο, και πολλές κυβερνήσεις από τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο. Για παράδειγμα, το 1927, ο Έκτωρ Τσάρλεσγουόρθ (Hector Charlesworth), εκδότης του Καναδικού περιοδικού Saturday Night’, έγραψε ένα άρθρο εναντίον του Ρόδερφορδ για την άποψή του ότι υπήρχε ένας νόμος για τους φτωχούς και ένας άλλος νόμος για τους πλούσιους. Ο Τσάρλεσγουόρθ, όχι μόνο κατηγόρησε τους Σπουδαστές της Γραφής ότι ‘είχαν πουληθεί στο Bernstoff ‘ και ότι διένειμαν φιλο-Γερμανική προπαγάνδα σε Καναδικές πόλεις και χωριά στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά προχώρησε να πει για τον Ρόδερφορδ: «Όταν ο Δικαστής ψέλνει τον εξάψαλμο στον καπιταλισμό και τους καπιταλιστές θεωρώντας τους δυνάστες του απλού λαού, δεν προκαλεί μόνο την περιέργεια για το ύψος του προσωπικού του τραπεζικού λογαριασμού, αλλά εκστομίζει και επικίνδυνα ψεύδη». Αργότερα ο Τσάρλεσγουόρθ, ως Πρόεδρος της Καναδικής Επιτροπής Ραδιοφώνου, ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την απαγόρευση των ραδιοφωνικών σταθμών του Ρόδερφορδ στον Καναδά. Σύντομα μετά απ’ αυτό, οι Ναζί οι οποίοι – σύμφωνα με τον καθηγητή Τζων Σ. Κότγουέϊ (John S. Cotway) – φοβούνταν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ως πιθανό αντίπαλο πολιτικό κίνημα, άρχισαν να τους καταδιώκουν. Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το ζήτημα του στασιασμού το παρέλαβε ο Ελληνικός Ορθόδοξος κλήρος όπως έκαναν και οι πρώτιστοι εχθροί του, οι Μουσουλμάνοι  Μουλάδες της Τουρκίας και οι  Μαρξιστές της Σοβιετικής Ένωσης. Παραδόξως μάλλον, οι Μάρτυρες που επί χρόνια στιγματίζονταν ως φίλα προσκείμενοι στον Κομμουνισμό, είχαν περιγραφεί ως όργανα-προβοκάτορες του δυτικού καπιταλισμού. Γράφοντας στο Sovremennyi Iegovizm’ (Ο Σύγχρονος Ιεχωβιτισμός), o A.T. Mosalenko, αναφέρει:

 

Ο Ιεχωβιτισμός εμφανίζεται ως μια από τις μοντέρνες παραλλαγές των σύγχρονων Προτεσταντικών Εκκλησιών, ένα προϊόν αστικών κοινωνικών σχέσεων της εποχής του ιμπεριαλισμού. Το διακριτικό χαρακτηριστικό αυτής της οργάνωσης είναι ότι, δεν κηρύττει μόνο μια ακριβέστερη ‘εξαγνισμένη’ θρησκεία, αλλά χρησιμοποιεί επίσης την παράλογη θρησκευτικότητα των μαζών για να επεκτείνει τους πολιτικούς στόχους των αντιδραστικών κύκλων της ιμπεριαλιστικής μπουρζουαζίας (της αστικής μεσαίας τάξης). Η Αμερικανική αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι μια τυπικά αστική οργάνωση που επιδιώκει όχι μόνον εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς σκοπούς, και πρώτα απ’ όλα, διενεργεί ανατρεπτικό έργο στις σοσιαλιστικές και άλλες ειρηνόφιλες χώρες του κόσμου. Από κοινού με τις επίσημες εκκλησίες και τα πολιτικά κόμματα της αντιδραστικής μπουρζουαζίας, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εργάζονται για τη διαιώνιση ενός καπιταλισμού ο οποίος έχει ξεπεράσει τη χρησιμότητά του.

 

Αν υπάρχει τόσος πολύ καπνός, μπορεί να μην υπάρχει φωτιά; Με άλλα λόγια, αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν κατηγορηθεί για στασιασμό από τόσο πολλές διαφορετικές ομάδες, δεν είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μπορεί να είναι πράγματι στασιαστικοί; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί να βασιστεί πάνω σε δυο πράγματα. Στον ορισμό του στασιασμού και στην άποψη που έχουν οι Μάρτυρες για τη σχέση τους με το κοσμικό κράτος.

 

Ο στασιασμός είναι κοινωνικό έγκλημα. Το Νέο Κολλεγιακό Λεξικό του Ουέμπστερ (1977), τον ορίζει ως «υποκίνηση σε αντίσταση ή εξέγερση εναντίον της νόμιμης εξουσίας». Αλλά πολλές κοινωνίες προχωρούν περισσότερο. Ακόμη και ο Βρετανικός νόμος, όπως εφαρμόζεται όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία αλλά και στις υπερπόντιες επικράτειές της, διακρατούσε την άποψη ότι ακόμη και η πρόκληση κακοβουλίας ή έχθρας ανάμεσα στους υπηκόους της επικράτειας ήταν στασιαστική πράξη. Ωστόσο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υποστηρίζουν αδιάκοπα ότι δεν είναι  και  ποτέ  δεν  υπήρξαν  ένοχοι  γι’ αυτό  το έγκλημα  με οποιονδήποτε λογικό ορισμό του όρου, και έχουν πολλές σημαντικές αυθεντίες έξω από το χώρο τους που τους υποστηρίζουν σ’ αυτή τη διένεξη.

 

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Δικαστής Ρόδερφορδ και οι σύντροφοί του διευθυντές της Σκοπιάς αθωώθηκαν από Αμερικανικό Δικαστήριο που ανέτρεψε την προηγούμενη καταδίκη τους. Η Αμερικανική κυβέρνηση αναγνώρισε ότι δεν υπήρχε ικανοποιητική βάση ώστε να κατηγορηθούν για κατασκοπευτική δράση. Κατόπιν, στη διάρκεια των σκοτεινών ημερών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεγάλη Βρετανία αρνήθηκε να τους θέσει εκτός νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ανέφερε συγκεκριμένα ότι οι Μάρτυρες δεν ήταν στασιαστικοί, και, το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστραλίας  υποστήριξε ότι μια απαγόρευση εναντίον τους σε εκείνη τη χώρα θα ήταν παράνομη. Ο Τζάστις Ουίλλιαμς (Justice Williams), μιλώντας για λογαριασμό του τελευταίου Δικαστηρίου αναφέρθηκε στις εντελώς αθώες αρχές και δόγματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά και έκρινε ότι «καθώς η θρησκεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά είναι μια Χριστιανική θρησκεία, η διακήρυξη ότι ο Σύλλογος είναι ένα παράνομο σώμα έχει ως αποτέλεσμα να καθιστά την υποστήριξη των αρχών και των δογμάτων της Χριστιανικής θρησκείας παράνομη και κάθε εκκλησιαστική λειτουργία που τελείται από τους πιστούς στη γέννηση του Χριστού μια παράνομη σύναξη». Σύντομα μετά από αυτό, η απαγόρευση των Μαρτύρων στον Καναδά άρθηκε όταν μια επίλεκτη διακομματική επιτροπή της Βουλής των Κοινοτήτων ψήφισε ομόφωνα ότι δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να συνεχιστεί η καταστολή. Το 1950, το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά απεφάσισε ότι ήσαν αθώοι της κατηγορίας του στασιασμού στην περίφημη υπόθεση Boucher v.King (Μπούτσερ εναντίον Βασιλέως).

 

Πρέπει να αναγνωρισθεί ότι και άλλοι εκτός από τα  Δικαστήρια έχουν μιλήσει υπέρ των Μαρτύρων και έχουν αρνηθεί με έμφαση ότι καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυτοί είναι στασιαστικοί. Στη διάρκεια μιας περιόδου ακραίας οχλοκρατικής βίας  εναντίον τους στις Ηνωμένες Πολιτείες λίγο πριν η Αμερική εισέλθει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλοί φιλελεύθεροι Αμερικανοί έσπευσαν προς βοήθειάν τους. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της βίας που κατευθυνόταν εναντίον τους υποδαυλίσθηκε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Minersville School District εναντίον Gobitis, η οποία υποστήριζε ότι τα παιδιά των Μαρτύρων μπορούσαν να εξαναγκασθούν να χαιρετήσουν την Αμερικανική σημαία ή να αντιμετωπίσουν αποβολή από τα δημόσια σχολεία, τα ζητήματα του στασιασμού και της ανυπακοής φαίνονταν πραγματικά. Αλλά η Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών, μεγάλο επίσης τμήμα του Αμερικανικού Τύπου και πολλοί εξέχοντες κληρικοί υποστήριξαν την άποψη ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν μια νομοταγής ομάδα.

 

Ένα πολύ σημαντικό σημείο που χρειάζεται να τονιστεί – σημείο που συχνά αγνοείται από την Εταιρία Σκοπιά και τους Μάρτυρες συγγραφείς – είναι ότι, ενώ μεγάλο μέρος του διωγμού επισωρεύθηκε εναντίον τους από θρησκευτικούς αντιπάλους, υπήρχαν επίσης πολλοί Προτεστάντες, Καθολικοί και Ιουδαίοι υπερασπιστές τους. Πολλές Καθολικές νομικές σχολές είχαν συγκλονιστεί τόσο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Gobitis όσο και οι άλλοι, και το δήλωσαν. Το ίδιο έκανε επίσης, τμήμα του θρησκευτικού Τύπου όπως κάλλιστα αντιπροσωπεύεται από το Προτεσταντικό περιοδικό Christian Century (Χριστιανικός Αιώνας) Τελικά, δέκα κληρικοί, Προτεστάντες, Καθολικοί και Ιουδαίοι, περιλαμβανομένων των Dr Harry Emerson Fosdick, Rabbi Edward L.Israel, Bishop Francis J. McConnell, και Dr Reinhold Niebuhr, συνέταξαν μια εισηγητική δήλωση σε ένα φυλλάδιο που εκδόθηκε από την Αμερικανική Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών με τίτλο, ‘Ο Διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά’. Αυτή ανέφερε εν μέρει: «Οι υπογεγραμμένοι πιστεύουν  ότι τα ζητήματα που εγείρονται από τις επιθέσεις εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά αποτελούν πρόκληση για την Αμερικανική Δημοκρατία και τη θρησκευτική ανοχή. Δεν υπάρχει τίποτε στις πεποιθήσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά που να δικαιολογούν τις κατηγορίες της έλλειψης πατριωτισμού που τους προσάπτονται. Η για θρησκευτικούς λόγους άρνησή τους να χαιρετήσουν τη σημαία στηρίζεται σε μια Γραφική εντολή την οποίαν εκλαμβάνουν ως κατά γράμμα. Στο δίλημμα της οσιότητας προς τον Θεό και της οσιότητας προς το κράτος, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τηρούν την παραδοσιακή στάση να θέτουν την οσιότητα προς τον Θεό σε πρώτη θέση». Έτσι, λοιπόν, αυτοί οι ανεκτικοί θρησκευτικοί ηγέτες επιβεβαίωσαν σ’ αυτή τη σύντομη δήλωση, την κύρια δογματική βάση πάνω στην οποίαν οι Σπουδαστές της Γραφής και Μάρτυρες του Ιεχωβά αξιούν ότι ενεργούν. Οι απόψεις των Μαρτύρων για την κατάλληλη σχέση των Χριστιανών προς το κοσμικό κράτος, ωστόσο, αξίζει κάποιας ανάλυσης, διότι αυτές έχουν υποστεί ορισμένες αλλαγές με την πάροδο των ετών.

 

Ο Πάστορας Ρώσσελ πίστευε ότι οι παρούσες κοσμικές κυβερνήσεις αυτού του κόσμου επρόκειτο να καταστραφούν από τον Χριστό στον Αρμαγεδδώνα. Αυτές βρίσκονταν αναμφίβολα έξω από την εύνοια του Ιεχωβά Θεού. Στην πραγματικότητα, βρίσκονταν κάτω από τη διακυβέρνηση του Σατανά και ήταν άγριες, καταστροφικές, κτηνώδεις και ιδιοτελείς. Συνεπώς, οι Χριστιανοί έπρεπε να αποβλέπουν στην έλευση της Βασιλείας του Χριστού και να κρατούν εαυτούς ‘χωρισμένους από τον κόσμο’. Αυτό εσήμαινε συγκεκριμένα ότι οι Σπουδαστές της Γραφής έπρεπε να αποφεύγουν να ψηφίζουν, να κατέχουν δημόσια αξιώματα, ή να κατατάσσονται για στρατιωτική υπηρεσία. Τα μέλη της Νέας Κτίσεως (η εκκλησία), έπρεπε να θεωρούν τους εαυτούς των ‘ξένους προσκυνητές εδώ’, και σε κάποιο βαθμό ‘επισκέπτες παρεπίδημους’.

 

Ο Ρώσσελ πίστευε ότι «η φαινομενική επιδίωξη όλων των κυβερνήσεων που είχαν οργανωθεί από ανθρώπους, υπήρξε η προώθηση της δικαιοσύνης και της ευημερίας όλων των ανθρώπων». Έτσι, ενόσω οι ακόλουθοί του ανέμεναν, σαν τον Χριστό, την επανίδρυση της Βασιλείας του Θεού επί της γης, όφειλαν να υπακούν στις κοσμικές κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό. Η λογική πίσω από αυτή τη συμβουλή ήταν ότι ο Πάστορας πίστευε σταθερά πως ο Θεός είχε δώσει στα έθνη το προσωρινό δικαίωμα να κυβερνούν και ότι οι ‘υπερέχουσες εξουσίες’ της προς Ρωμαίους κεφάλαιο 13 – στις οποίες οι Χριστιανοί έπρεπε να υποτάσσονται ως ‘εντεταλμένων από τον Θεό’ – ήταν οι κοσμικές κυβερνήσεις.

 

Αυτή η ερμηνεία οδήγησε σε κάποια αμφισημία από πλευράς του Ρώσσελ όσον αφορά τα καθήκοντα του Χριστιανού προς το κράτος. Για παράδειγμα, μολονότι πίστευε ότι κάτω από ορισμένες περιστάσεις η ψήφος στις δημοκρατικές εκλογές ήταν λάθος, ανέφερε: «Προτάθηκε ένας νόμος που ανάγκαζε όλους τους ανθρώπους να ψηφίζουν. Όποτε κι αν περνούσε ένας τέτοιος νόμος, η Νέα Κτίσις (οι Σπουδαστές της Γραφής), υποτασσόμενοι σ’ αυτόν έπρεπε να υπακούσουν, και μάλιστα χωρίς ψιθύρους». Μάλιστα, συμβούλευε τους συντρόφους του να δέχονται τη στρατιωτική επιστράτευση ως μη μάχιμοι αν ήταν αναγκαίο, και να υπηρετούν στις τάξεις του, και ‘να πυροβολούμε με τα όπλα μας’ αν είμαστε υποχρεωμένοι. Αλλά κάτω από αυτές τις περιστάσεις ανέφερε ότι οι Χριστιανοί  ‘δεν έπρεπε να αισθάνονται υποχρεωμένοι να πυροβολήσουν έναν συνάνθρωπο’, στην πράξη μια πολύ δύσκολη πρόταση.

 

Αυτές οι διδασκαλίες, που διαμορφώθηκαν σε ένα καιρό που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανική Αυτοκρατορία βρίσκονταν σε ειρήνη, ενώ δεν υπήρχαν νόμοι για αναγκαστική ψήφο ούτε νόμος για στρατιωτική επιστράτευση, δημιουργούσαν ελάχιστα προβλήματα στους Σπουδαστές της Γραφής. Με την έλευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρώσσελ υιοθέτησε σταθερότερη αντιπολεμική στάση και οι Σπουδαστές της Γραφής αρνήθηκαν με ομοιόμορφο τρόπο τη μάχιμη στρατιωτική υπηρεσία.  Μολαταύτα, το δόγμα για τις ‘υπερέχουσες εξουσίες’ προκάλεσε αρκετά προβλήματα ανάμεσά τους, ιδιαιτέρως μετά το θάνατο του Ρώσσελ. Πολύ συχνά οι Σπουδαστές της Γραφής ήταν διασπασμένοι ως προς το σε ποιο βαθμό θα έπρεπε να υπακούν στις κοσμικές εξουσίες.

 

Υπό την Προεδρία του Δικαστή Ρόδερφορδ στην Εταιρία Σκοπιά, η στάση των Σπουδαστών της Γραφής ή Μαρτύρων σκλήρυνε. Όλο και περισσότερο τόνιζαν την αποστολική εντολή ότι οφείλουν να υπακούν στον Θεό μάλλον παρά στους ανθρώπους. Εντούτοις, η άποψη του Ρώσσελ για τις ‘υπερέχουσες εξουσίες’ ήταν ζήτημα μεγάλου ενδιαφέροντος ανάμεσά τους μέχρι το 1929. Τότε, ο Δικαστής Ρόδερφορδ υιοθέτησε μια νέα δογματική στάση όπως περιγράφεται στα τεύχη της Σκοπιάς 1 και 15 Ιουνίου εκείνου του έτους. Εκεί ανέπτυξε μια νέα θέση ως προς τις ‘υπερέχουσες εξουσίες’ της προς Ρωμαίους κεφάλαιο 13. Σύμφωνα μ’ αυτήν, δεν έπρεπε να κατανοείται πλέον ότι ήταν οι κοσμικοί κυβερνήτες, αλλά μάλλον, ο Ιεχωβά και ο Χριστός Ιησούς. Συνεπώς, θεωρήθηκε ότι οι κυβερνήσεις δεν κατείχαν έγκυρη θεία εξουσία και έπρεπε να τις βλέπουν σαν δαιμονικές. Οι Χριστιανοί θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους για τις υπηρεσίες που ελάμβαναν, αλλά δεν ήταν ανάγκη να υπακούν σε κανένα νόμο εκτός κι αν αυτός ήταν σε αρμονία με το θέλημα του Θεού.

 

Αυτό το δόγμα ήταν μεγάλης αξίας για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έγινε η αιτία να λάβουν μιαν ανυποχώρητη στάση εναντίον του Ναζισμού και του εθνικισμού. Δεν υπήρχαν διαιρέσεις μεταξύ των σε ζητήματα οσιότητας όπως υπήρχαν στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μολαταύτα, το δόγμα του 1929 δημιούργησε νέες δυσκολίες.

 

Ο Δικαστής Ρόδερφορδ και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν ήταν συνεπείς στις θέσεις τους όσον αφορά την κοσμική εξουσία. Ο Δικαστής πάντοτε εμφορούνταν από βαθιά αγάπη προς τον Αμερικανικό Χάρτη Δικαιωμάτων και τη φιλελεύθερη παράδοση. Επίσης, οι Μάρτυρες συμβουλεύονταν να υπακούν στους ανθρώπινους νόμους που δεν συγκρούονταν άμεσα με Γραφικές εντολές για να διατηρείται η ειρήνη, ει δυνατόν, με τους γειτόνους τους. Κατόπιν, άρχισαν να εφεσιβάλλουν τη μια υπόθεση μετά την άλλη στα κοσμικά δικαστήρια για την απόκτηση πολιτικών ελευθεριών.

 

Μετά από μερικά χρόνια, όταν πλέον είχαν κερδίσει ένα σημαντικό αριθμό δικαστικών υποθέσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και την Αυστραλία, αντιλήφθηκαν ότι υπήρχαν πολλά καλά στις ανθρώπινες κυβερνήσεις. Συνεπώς, ήταν παράλογο να υποστηρίζουν άκαμπτα τη θέση που έλαβαν το 1929.

 

Ως αποτέλεσμα του δογματικού προβλήματος που δημιουργήθηκε εξαιτίας της εκπληκτικής επιτυχίας τους ενώπιον των δικαστηρίων στις δημοκρατικές χώρες, οι Μάρτυρες επανεξέτασαν τις απόψεις τους σχετικά με τη φύση της κοσμικής εξουσίας και της σχέσεως του Χριστιανού μ’  αυτήν. Έτσι, το 1962, η Σκοπιά δημοσίευσε μια σειρά άρθρων μέσω των οποίων η Εταιρία επανήλθε επίσημα στο ζήτημα αυτό σε μια δογματική τοποθέτηση παρόμοια με εκείνη που είχε αναπτυχθεί από τον Ρώσσελ, μολονότι αυτή ήταν κάπως περισσότερο εξεζητημένη.

 

Από το 1962 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν γίνει υποδειγματικοί πολίτες κατά κάποιο τρόπο. Σύμφωνα με τους όρους του δόγματος του 1962 σχετικά με τις ‘υπερέχουσες εξουσίες’, πιστεύουν πλέον ότι πρέπει να υπακούν σε όλους τους ανθρώπινους νόμους που δεν συγκρούονται άμεσα με το νόμο του Θεού. Ακόμη και κατά την περίοδο μεταξύ του 1929 και του 1962, ήταν αξιοσημείωτα νομοταγείς εκτός κι αν ο ανθρώπινος νόμος ερχόταν σε σύγκρουση με την κατανόηση που είχαν για το θείο θέλημα. Συνεπώς, η θέση που πήραν οι κληρικοί υπερασπιστές τους στο φυλλάδιο της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών το 1940, αντιπροσωπεύει μια πολύ λογική ανάλυση του ρόλου τους στις δημοκρατικές κοινωνίες.

 

Οι κοσμικές εξουσίες στον εικοστό αιώνα δεν έχουν καθόλου εντυπωσιαστεί από τη λογίκευση των  Μαρτύρων του Ιεχωβά και των φιλελεύθερων υποστηρικτών τους. Σε έθνη με επίσημα καθιερωμένες θρησκείες, οι διδασκαλίες των Μαρτύρων συχνά θεωρείται ότι υπονομεύουν την «αληθινή πίστη», κι ως εκ τούτου, αποτελούν προσβολή στη νόμιμα εγκατεστημένη εξουσία. Μέχρι πρόσφατα αυτή ήταν γενικώς η κατάσταση σε πολλές χώρες με επίσημη θρησκεία τη Ρωμαιοκαθολική, και στην Ελλάδα. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στον Μουσουλμανικό κόσμο. Σε άλλες χώρες, όπου δεν υπάρχουν επίσημα καθιερωμένες θρησκείες που να απαιτούν πίστη σ’ αυτές όλων ή των περισσοτέρων πολιτών, οι Μάρτυρες λειτουργούν σε μια ατμόσφαιρα διάχυτη από εθνικισμό. Στον εικοστό αιώνα – ακόμη και δυτικές δημοκρατίες σε καιρούς εντάσεως – τείνουν να ασχολούνται με το θέμα όπως γίνεται με ξεχωριστό τρόπο στην Ισπανική στρατιωτική οργάνωση Todo por la patria’ (Όλα για την πατρίδα). Έτσι, όταν οι Μάρτυρες αρνούνται να αποδώσουν στον Καίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Θεό, όπως έχουν κάνει σε χιλιάδες περιπτώσεις, έχουν καταδικαστεί σαν απάτριδες εχθροί του κράτους. Στις Μαρξιστικές χώρες επίσης θεωρούνται ως ιδιαιτέρως επικίνδυνο ‘όποιο του λαού’.

 

Είναι απολύτως αληθές ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ίσως θα μπορούσαν να αποφύγουν μεγάλο μέρος του διωγμού που υπέστησαν παρά την άρνησή τους να συνεργαστούν με τις κοσμικές κυβερνήσεις όλων των ειδών. Μολονότι, αναμφίβολα, θα υφίσταντο κάποια καταπίεση, όπως μερικές ομάδες Αναβαπτιστών σαν τους  Μενονίτες και τους Χαττερίτες (Hutterites), μπορούσαν να είχαν αποφύγει πολλά παθήματα με εξαίρεση εκείνα που προέρχονται από τη δράση κηρύγματος και την ακατάπαυστη και ενοχλητική για πολλούς ‘επίδοση μαρτυρίας’ στον κόσμο. Πολλές κοινωνίες μπορούν να ανεχθούν και ανέχονται μια μικρή μη συνεργάσιμη θρησκευτική μειονότητα η οποία υπάρχει σαν γκέτο. Αλλά όταν μια μικρή ομάδα αρνείται να απομονωθεί και προσπαθεί να μεταστρέψει άλλους κατά εκατομμύρια, τότε στα μάτια πολλών πολιτικών ηγετών μετατρέπεται σε μια κοινωνικώς ενοχλητική δύναμη στην οποία πρέπει να μπει χαλινάρι ή να τεθεί εκτός νόμου. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τις άμεσες αιτίες του διωγμού εναντίον των Μαρτύρων και να εξετάσουμε τα σπουδαιότερα παραδείγματα που έχουν να κάνουν μ’ αυτές τις αιτίες.

 

 

4. Αντίθεση στο Κήρυγμα

Πρώτον, οι Μάρτυρες έχουν αντιμετωπίσει έντονο διωγμό στο έργο κηρύγματος. Ο Ρώσσελ, κατ’ αρχάς, δέχθηκε επιθέσεις περισσότερο για το θρησκευτικό του άγγελμα παρά για τις ιδέες που είχε για το κοσμικό κράτος. Επίσης, μολονότι η εκ μέρους των Σπουδαστών της Γραφής αντίθεση στον πόλεμο χρησιμοποιήθηκε εναντίον τους το 1918 και το 1919, ο βασικός λόγος της αναταραχής που αντιμετώπισαν τότε ήταν η εκστρατεία φυλλαδίων κατά του κλήρου. Η από μέρους τους χρήση του ραδιοφώνου, του φωνογράφου, της έντυπης ύλης, και πάνω απ’  όλα ο προσηλυτισμός που έκαναν από πόρτα σε πόρτα από τότε, εξόργισε τις άλλες θρησκείες και την κοσμική εξουσία, και σε μερικά μέρη του κόσμου, το γενικό κοινό.

 

Στο διάστημα ανάμεσα στους δυο παγκοσμίους πολέμους, συχνά κατηγορήθηκαν ότι πουλούσαν έντυπα χωρίς άδεια ή ότι παραβίαζαν τη νομοθεσία της Ημέρας του Σαββάτου κηρύττοντας από πόρτα σε πόρτα τις Κυριακές στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στη Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το Κουεμπέκ προσπάθησε να θέσει εκτός νόμου το έργο τους κηρύγματος αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι κομμουνιστικές χώρες το έκαναν πράξη. Η Ισπανία εξακολουθούσε να απαγορεύει τις δραστηριότητές τους μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 και η Πορτογαλία την τελευταία δεκαετία (του 1970). Στη Ζάμπια, στο έθνος με τη μεγαλύτερη κατά κεφαλήν κοινότητα Μαρτύρων στον κόσμο, οι ευαγγελιζόμενοι δεν μπορούν να κηρύττουν νόμιμα από σπίτι σε σπίτι ή σε οποιονδήποτε δεν γνωρίζουν προσωπικά.

 

Το κήρυγμα των  Μαρτύρων  έχει  επίσης  διεγείρει  βίαιες αντιδράσεις εναντίον τους. Σε πολλά μέρη του κόσμου, έχουν προπηλακιστεί, έχουν βιώσει οχλοκρατική βία, έχουν χτυπηθεί, έχουν διαπομπευθεί, έχουν ευνουχισθεί, έχουν βιασθεί και φονευθεί. Λίγοι παλαίμαχοι Μάρτυρες έχουν γλυτώσει τις απειλές εναντίον τους με ρόπαλα, μαχαίρια, πιστόλια ή γροθιές, ενώ πολλοί περιλούσθηκαν με καυτό νερό, ή τους πέταξαν πέτρες ή και σκουπίδια! Άλλοι έστρεψαν τα σκυλιά τους εναντίον τους, και σχεδόν όλοι έχουν υποστεί προφορικές ύβρεις και προσβολές. Συχνά, πολιτισμένοι κατά τα άλλα οικοδεσπότες, γίνονται ξαφνικά βίαιοι όταν τους επισκέπτονται Μάρτυρες, και ενώ μερικές φορές κάποιες από τις αντιδράσεις τους  ίσως οφείλονται στην αδιακρισία των Μαρτύρων, συχνά δεν είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το γιατί συμβαίνει αυτό. Πολλοί δυσφορούν με το ανομολόγητο υπονοούμενο ότι αν δεν αποδεχθούν το άγγελμα των Μαρτύρων, θεωρούνται καταδικασμένοι να καταστραφούν. Άλλοι διαπιστώνουν ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση συζητώντας περί θρησκείας με ένα άτομο που μπορεί να βρίσκει αποδεικτικά εδάφια για κάθε επιχείρημα που παρουσιάζει πολύ εύκολα, και πολλοί αγανακτούν με την επιμονή των Μαρτύρων του Ιεχωβά να τους επισκέπτονται ξανά και ξανά εφόσον τους έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν ενδιαφέρονται για το άγγελμά τους.

 

Ένα ενδιαφέρον σημείο είναι ότι οι Μάρτυρες που έχουν κηρύξει σε διαφορετικά μέρη του κόσμου συχνά παρατηρούν ότι τους υποδέχονται με πολύ περισσότερη καλοσύνη στις Λατινικές χώρες, στην υπο-Σαχάρια Αφρική και στην Ασία, από ό,τι στις Αγγλο-Σαξονικές και Σκανδιναυϊκές χώρες. Η ιδέα ότι το σπίτι ενός ανθρώπου είναι το κάστρο του, ιδέα κυρίαρχη στους Αγγλόφωνους λαούς και στους Βορειο-Ευρωπαίους, ίσως είναι ένας βασικός πολιτιστικός παράγοντας με τον οποίο οι ευαγγελιστές Μάρτυρες πρέπει να παλέψουν παρότι τους προκαλεί αμηχανία. Σε αντιδιαστολή, οι άλλες κοινωνίες που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν ισχυρές παραδόσεις στη φιλοξενία οι οποίες ίσως τους κάνουν να μεταχειρίζονται τους ιεραποστόλους ως επισκέπτες, ακόμη κι όταν δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για το άγγελμά τους.

 

 

5. Η Στρατιωτική Υπηρεσία

Οι Μάρτυρες, άνδρες και γυναίκες, έχουν υποφέρει περισσότερο από τα μέλη κάθε άλλης θρησκείας αυτόν τον αιώνα (Σημείωση ΟΟΔΕ: Εννοεί τον 20ό) εξαιτίας της άρνησής τους να εκτελέσουν στρατιωτική υπηρεσία ή ορισμένες μορφές υποχρεωτικής εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν υποστεί κτηνώδη συμπεριφορά σε Αμερικανικά, Βρετανικά και Καναδικά στρατόπεδα και φυλακές. Στη Γερμανία και στην Αυστρο-Ουγγαρία υπέφεραν επίσης, ενώ μερικοί είχαν μάλιστα εκτελεσθεί. Όταν ο Χίτλερ άρχισε να κτίζει τη φοβερή πολεμική του μηχανή στη δεκαετία του 1930, και πάλι βίωσαν σκληρό διωγμό για την άρνησή τους να έχουν οποιαδήποτε συμμετοχή σ’ αυτήν. Ο Καθηγητής Τζών Κότγουέϊ (John Cotway) σχολιάζει:

 

Η αντίσταση των Μαρτύρων επικεντρώθηκε κυρίως εναντίον οποιασδήποτε μορφής συνεργασίας με τους Ναζί και εναντίον της στρατιωτικής υπηρεσίας. Στηρίζοντας τη στάση τους σε Βιβλικές εντολές, αρνήθηκαν να λάβουν τα όπλα ακόμη και εναντίον των εχθρών του έθνους. Σε μια κοινωνία όπου το δικαίωμα της ατομικής συνείδησης είχε προ πολλού καταργηθεί, μια τέτοια παραβατική συμπεριφορά δεν θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη, και δεν αποτελούσε έκπληξη το γεγονός ότι τον Αύγουστο του 1938 ψηφίστηκε νόμος που θέσπιζε ότι η άρνηση ή η υποκίνηση σε άρνηση να υπηρετήσει κάποιος στις ένοπλες δυνάμεις θα ετιμωρείτο με θάνατο, ή σε μικρότερης σημασίας περιπτώσεις με φυλάκιση ή περιοριστική φρούρηση. Εφόσον αυτή η άρνηση αποτελούσε άρθρο πίστεως για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά πρακτικά όλοι τους υπόκεινταν στην ποινή του θανάτου. Πολλοί πράγματι πλήρωσαν αυτό το τίμημα. Άλλοι τιμωρήθηκαν με αναγκαστική υπηρεσία μαζί με τα στρατεύματα ενώ  άλλοι  παραδίδονταν σε  φρενοκομεία, και  μεγάλος αριθμός μεταφέρθηκε στο Νταχάου. (Σημείωση της ΟΟΔΕ: Στο σημείο αυτό, δεν πρέπει να παραθεωρηθεί η προσπάθεια που έκαναν οι ΜτΙ να προσεγγίσουν τον Χίτλερ με προσωπικές επιστολές του Ρόδερφορδ).

 

Μολονότι οι Μάρτυρες στις δημοκρατικές χώρες δεν υπέστησαν τέτοια αυστηρή μεταχείριση τα παθήματά τους ήταν επίσης σοβαρά. Από την εποχή της υιοθέτησης της στρατιωτικής επιστράτευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, προς το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,  και πάλι από τον Κορεατικό πόλεμο μέχρι τη σύγκρουση στο Βιετνάμ, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούσαν σταθερά τον μεγαλύτερο αριθμό Αμερικανών φυλακισμένων για λόγους αντίρρησης συνειδήσεως. Πολλοί από αυτούς δαπάνησαν χιλιάδες χρόνια στις ομοσπονδιακές φυλακές. Δημόσια αρχεία επίσης δείχνουν  ότι Αμερικανοί Δικαστές επέβαλαν συνήθως μεγαλύτερες ποινές σ’ αυτούς απ’  ό,τι στους αντιρρησίες συνειδήσεως άλλων θρησκειών.

 

Η Μεγάλη Βρετανία και μερικές Ευρωπαϊκές χώρες ήταν λιγότερο αυστηρές κατά την περίοδο μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά εξακολούθησαν επί μακρόν να φυλακίζουν τους Μάρτυρες για την άρνησή τους να εκτελούν στρατιωτική υπηρεσία. Από την άλλη μεριά, οι Μάρτυρες υπέφεραν πάρα πολύ σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ελλάδα. Στην Ισπανία του Φράνκο καταδικάζονταν και ξανα-καταδικάζονταν επειδή δεν υπηρετούσαν στο στρατό. Ορισμένοι δαπάνησαν μέχρι και δώδεκα χρόνια στις φυλακές της Ισπανίας ή στην Ισπανική Σαχάρα, ενίοτε κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες. Τα ίδιο, ως επί το πλείστον, συνέβη και στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του πολέμου της χώρας αυτής με την Ιταλία το 1940, τρείς Μάρτυρες καταδικάσθηκαν σε θάνατο για την αντίρρηση συνειδήσεως καθώς και δύο άλλοι στα τέλη της δεκαετίας του 1960. (τρία ακόμα άτομα καταδικάσθηκαν και εκτελέσθηκαν στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα το 1946-1949). Ακόμη και σήμερα (το 1983) η Ελληνική Δημοκρατία είναι πολύ σκληρή προς τους Μάρτυρες της στρατεύσιμης ηλικίας. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Ο συνεργάτης μας πρώην ΜτΙ, Νικόλαος Μαυρομάγουλος, μας αφηγείται ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν για πρώτη φορά εξέδωσε ταυτότητα, έδωσε ψεύτικα στοιχεία για το θρήσκευμα, κατά τη συνήθεια πολλών ΜτΙ τότε, επειδή σύντομα θα τον καλούσαν για στράτευση, και γνώριζε ότι στους ΜτΙ συχνά δεν αναγνώριζαν το πλεονέκτημα του «προστάτη» οικογένειας, για χηρευμένες οικογένειες, και θα τον καλούσαν για το διπλάσιο του πραγματικού χρόνου που όφειλε στην πραγματικότητα να κληθεί στο στρατό. Αυτό θα σήμαινε ότι όταν θα φυλακιζόταν, θα έμενε στη φυλακή λόγω άρνησης, το διπλάσιο της θητείας του (κατά τον τότε νόμο), δηλαδή συνολικά 4 φορές περισσότερο από ό,τι θα διαρκούσε μια κανονική του θητεία. Κατά τα άλλα, οι συνθήκες της φυλακής ήταν για τους ΜτΙ πολύ καλές κατ’ εκείνη την περίοδο, και μπορούσε κάποιος με μεροκάματα να βγει ενωρίτερα, αλλά όχι συντομότερα από το διπλάσιο χρόνο τής θητείας που όφειλε. Σήμερα (2010), δεν φυλακίζονται πλέον οι ΜτΙ στην Ελλάδα, αλλά μετά τη δογματική αλλαγή της εταιρίας Σκοπιά που επέτρεψε την από μέρους τους αποδοχή της εναλλακτικής Κοινωνικής Θητείας, οι ΜτΙ υπηρετούν σε Κοινωνική μη στρατιωτική υπηρεσία, για το διπλάσιο χρόνο της θητείας τους, κάτι που είναι επίσης άδικο. Περισσότερα όμως για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Ελλάδος, ο Ν. Μαυρομάγουλος περιγράφει στα κεφάλαια 15-17 του πρώτου βιβλίου του).

 

Άλλες χώρες που έχουν επιβάλλει σκληρές ποινές σε στρατεύσιμους Μάρτυρες είναι η Τουρκία, η Κορέα, η Αίγυπτος, η Κούβα και οι Κομμουνιστικές Δημοκρατίες της Ανατολικής Ευρώπης. Από αυτές, χειρότερες ήταν οι Κομμουνιστικές χώρες και το δεξιό καθεστώς της Νότιας Κορέας όπου οι Μάρτυρες βασανίσθηκαν, χτυπήθηκαν και σε λίγες περιπτώσεις φονεύθηκαν με κτηνώδη τρόπο. Για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά η Ανατολική Γερμανία, η Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ένωση και η Κούβα, φυσικά, δεν είναι σοσιαλιστικοί παράδεισοι ούτε η Νότια Κορέα μέρος του αποκαλούμενου ελεύθερου κόσμου.

 

 

6. Πατριωτικές τελετές και πολιτική ουδετερότητα

Ένας τρίτος και πολύ σημαντικός παράγοντας πίσω από τις κοσμικές επιθέσεις εναντίον των Μαρτύρων είναι η άρνησή τους να συμμετάσχουν ενεργά στις διάφορες πατριωτικές δράσεις και τελετές. Τα πρώτα τους προβλήματα σ’ αυτόν τον τομέα εγέρθηκαν τη δεκαετία του 1930, ιδιαιτέρως στο Χιτλερικό Τρίτο Ράϊχ και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το να χαιρετίσουν τον Χίτλερ ή να πουν ‘Χάϊλ Χίτλερ’ δεν ήταν τίποτε λιγότερο από ειδωλολατρεία για τον Γερμανό Σπουδαστή των Γραφών. Συνεπώς, αρνήθηκαν με απόλυτο τρόπο να συμμετάσχουν σε Ναζιστικές ή κρατικές εκδηλώσεις και τελετές όπου θα απαιτείτο να υλοποιήσουν τέτοιες δράσεις. Από το 1935 και μετά, αρνούνταν επίσης να χαιρετούν τις σημαίες άλλων εθνών ή να στέκονται όρθιοι για την ανάκρουση  Εθνικών Ύμνων. Κατά συνέπεια ήρθαν σε σοβαρή σύγκρουση με τις Αμερικανικές σχολικές αρχές σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τελικά, μετά από δικαστικούς αγώνες πολλών ετών, το ζήτημα φέρθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, στην υπόθεση Γκομπίτις (Gobitis). Η απόφαση του Δικαστηρίου με ψήφους 8 προς 1 έκρινε κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά η εναντίον τους οχλοκρατική δράση. Εκατοντάδες από τέτοια περιστατικά υποκινήθηκαν κυρίως από την Αμερικανική Λεγεώνα των Βετεράνων Εξωτερικών Πολέμων και ορισμένων Καθολικών συγγραφέων, και συνέβησαν σε όλο το έθνος μέχρις ότου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Gobitis κατά την εκδίκαση μιας άλλης υπόθεσης, αυτής της Μπαρνέττ (Barnette) εναντίον του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου της Πολιτείας της Δυτικής Βιρτζίνια, στις 14 Ιουνίου 1943 – Ημέρα της Σημαίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Η Καναδική κυβέρνηση χρησιμοποίησε το ζήτημα του χαιρετισμού της σημαίας και το γεγονός ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ‘δεν θα χαιρετούσαν οποιονδήποτε άνθρωπο’, σαν πρόσχημα για να επιβάλλουν την απαγόρευση του 1940 εναντίον τους. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν αυτός ο λόγος. Εντούτοις, ένας μεγάλος αριθμός Καναδών Μαρτύρων υπέφεραν πολύ όταν τα παιδιά τους δεν θα χαιρετούσαν τη σημαία ή όταν δεν θα τραγουδούσαν «Ο Θεός σώζει τον Βασιλέα». Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το ζήτημα της σημαίας, ή ακριβέστερα, το ζήτημα των πατριωτικών τελετών και των εθνικών εκδηλώσεων, επρόκειτο να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στα παιδιά των Μαρτύρων που θα προσπαθούσαν να σπουδάσουν σε διαφορετικές χώρες όπως οι Φιλιππίνες, η Κόστα Ρίκα, η Ζάμπια, η Λιβερία και, περιστασιακά, ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά.

 

Εσχάτως, το ζήτημα της κομματικής κάρτας, ιδιαίτερα στην Αφρική, και η άρνηση των Μαρτύρων να υποστηρίξουν ενεργά μονοκομματικές δικτατορίες — είτε αριστερές είτε δεξιές — έχει οδηγήσει σε πραγματικά προγκρόμ μεγάλες κοινότητες Μαρτύρων στην κεντρική και τη νότια Αφρική. Οι πιο τρομερές και διαβόητες περιπτώσεις είναι ο διωγμός των Μαρτύρων στη Μαλάουϊ και στη Μοζαμβίκη.

 

Η κυβέρνηση της Μαλάουϊ το 1967 άρχισε μια μαζική καταδίωξη των Μαρτύρων ως αποτέλεσμα της άρνησής τους να αγοράσουν κάρτες μέλους του Κόμματος του Κογκρέσσου της Μαλάουϊ, του Δρος Καμούζου Μπάντα. Το 1972, τουλάχιστον πενήντα πέντε Μάρτυρες δολοφονήθηκαν από την Ένωση Νεολαίας και τους Νεαρούς Σκαπανείς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα 21.000 θύματα διωγμού να καταφύγουν στη Ζάμπια. Εκεί, χιλιάδες από αυτούς κρατήθηκαν στο στρατόπεδο προσφύγων Sinde Masale όπου πολλοί πέθαναν από υποσιτισμό, έλλειψη νερού και έλλειψη ιατρικής περίθαλψης προς όνειδος των αρχών της Ζάμπια και των Ηνωμένων Εθνών. Νοτιο-Αφρικανοί και Ροδεσιανοί Μάρτυρες υποστήριξαν ότι οι αρχές της Ζάμπια τους εμπόδισαν να παράσχουν βοήθεια στους αδελφούς τους. Έτσι το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 1972 πέθαιναν μέχρι και εννέα Μάρτυρες κάθε ημέρα — πολλοί απ’ αυτούς μικρά παιδιά — και μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου, σχεδόν 350 πρόσφυγες πέθαναν σ’ εκείνο το στρατόπεδο.

 

Σύντομα μετά από αυτό, η κυβέρνηση της Ζάμπια επαναπάτρισε με βίαιο τρόπο τους Μάρτυρες στη Μαλάουϊ με τη συνοδεία αξιωματούχων των Ηνωμένων Εθνών. Εφόσον η κυβέρνηση της Μαλάουϊ δεν μαλάκωσε την πολιτική της έναντι των Μαρτύρων, αναγκάσθηκαν και πάλι να διαφύγουν αυτή τη φορά στη Μοζαμβίκη. Μέχρι τον Ιούλιο του 1973 κάπου 35.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά και υποστηρικτές τους τακτοποιήθηκαν από τις Πορτογαλικές αρχές που τους παραχώρησαν γη και τους μεταχειρίσθηκαν με καλοσύνη. Αλλά όταν η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1975, κι αυτή έδιωξε τους Μάρτυρες πίσω στη χώρα τους για να υποστούν και άλλο γύρο επιθέσεων, χτυπημάτων, φόνων και φυλακίσεων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον ίδιο καιρό κάπου 7.000 Μοζαμβικανοί Μάρτυρες  συνελήφθησαν μαζικά και στάλθηκαν σε στρατόπεδα Αναμόρφωσης.

 

Οι Μάρτυρες έχουν βιώσει παρόμοια μεταχείριση σε πολλές άλλες Αφρικανικές χώρες που περιλαμβάνουν το Καμερούν, την Αγκόλα, το Ζαϊρ, την Αιθιοπία, το Μπενίν και μερικές ακόμη Αφρικανικές χώρες μαύρων, αλλά το ίδιο συνέβη και σε Ισλαμικές χώρες. Η ένταση του διωγμού σε όλες αυτές τις χώρες δεν μπορεί να συγκριθεί, ωστόσο, με εκείνον της Μαλάουϊ και της Μοζαμβίκης. Είναι περίεργο, το ότι λευκοί Μάρτυρες στη Νότια Αφρική βρίσκονται τώρα κάτω από την απειλή περιορισμών.

 

 

7. Μαρξιστικός Διωγμός

Μολονότι δεν είναι τόσο γνωστό, γενικά ο διωγμός των Μαρτύρων στη Σοβιετική Ένωση, στα Κομμουνιστικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, στην Κίνα και στην Κούβα υπήρξε εξίσου σκληρός όπως και στην Αφρική. Σ’ αυτές τις χώρες οι Μάρτυρες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τις γενικές κατηγορίες της άρνησης να εκτελέσουν στρατιωτική υπηρεσία και της αποτυχίας να δείξουν υπακοή και οσιότητα σ’ αυτά τα καθεστώτα, αλλά το σοβαρότερο, θεωρούνταν από τους Μαρξιστές σαν μια παράλογη θρησκευτική πέμπτη φάλαγγα που στην ουσία αντιπροσώπευε την ψευδο-θρησκεία η οποία δεν ανέχεται ανταγωνιστές.

 

Μεταξύ αυτών των Κομμουνιστικών χωρών, η Σοβιετική Ένωση, η Ανατολική Γερμανία και η Ρουμανία ήταν με συνέπεια οι χειρότεροι διώκτες. Στη Σοβιετική Ένωση από το 1946 οι Μάρτυρες της νεοαποκτηθείσας Δημοκρατίας της Μεσσαραβίας εκτοπίσθηκαν μαζικά στη Σιβηρία και αφέθηκαν απλά να συντηρούνται μόνοι τους. Από τότε, μεγάλος αριθμός από αυτούς στάλθηκαν σε στρατόπεδα. Χιλιάδες συνελήφθησαν, τιμωρήθηκαν με ποινές φυλάκισης και ένας αριθμός φονεύθηκαν ενώ ήταν φυλακισμένοι ή πέθαναν από ασθένειες. Η Ρουμανία δεν ήταν πολύ καλύτερη.

 

Κατά καιρούς, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία και η Ουγγαρία – όλες με μεγάλες κοινότητες Μαρτύρων – υπήρξαν επίσης θηριώδεις στις ενέργειές τους κατά των Μαρτύρων. Στα πρόσφατα χρόνια, οι πιο φιλελεύθερες κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, έχουν επιδείξει μεγαλύτερη ανοχή, παρότι οι Μάρτυρες είναι ακόμη κάτω από απαγόρευση στις χώρες αυτές (Σημείωση ΟΟΔΕ: το 1983 που γράφθηκε το άρθρο αυτό). Στην Τσεχοσλοβακία είχαν μια σύντομη ανάπαυλα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ντούμπτσεκ το 1968, αλλά από τότε για μια ακόμη φορά προγράφηκαν.

 

Στην Κούβα οι Μάρτυρες έχουν δεχθεί πολύ άσχημη μεταχείριση και, για κάποια αιτία, έχουν αποκτήσει την προσωπική έχθρα του Φιντέλ Κάστρο. Αυτό ίσως οφείλεται στο ότι οι Μάρτυρες εξακολούθησαν να είναι το ίδιο θερμοί προς τις διδασκαλίες της Εταιρίας Σκοπιά μετά την επανάσταση όπως ήταν και πριν από αυτήν, και συνέχισαν να αυξάνουν σε αριθμούς κάτω από το καθεστώς του. Σίγουρα, η άρνησή τους να υποστηρίξουν τις στρατιωτικές του περιπέτειες υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας. Πρόσφατα πολλοί ελευθερώθηκαν από τις Κουβανικές φυλακές και τους επετράπη να πάνε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

 

8. Συμβιβασμοί των Μαρτύρων με τον Κόσμο

Η εικόνα που δίνεται από τα ανωτέρω παρουσιάζει τους Μάρτυρες να είναι εκπληκτικά πιστοί στις βασικές τους διδασκαλίες, άσχετα με τη δογματική τους φύση σε κάθε δεδομένη εποχή, και ότι πασχίζουν να είναι ουδέτεροι στις υποθέσεις του κόσμου και να μη συμβιβάζονται με τις κοσμικές εξουσίες σε ζητήματα πίστεως. Ο ακατάπαυστος σχεδόν διωγμός εναντίον τους από το ένα μέρος στο άλλο, φαίνεται να το αποδεικνύει αυτό. Εντούτοις, θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι οι Μάρτυρες υπήρξαν πάντα ειλικρινείς στις αρχές τους σε ό,τι αφορά τη σχέση τους με τις κοσμικές κυβερνήσεις, παρά τον επαναλαμβανόμενο συχνά κομπασμό ότι υπήρξαν πάντα «όσιοι στον Ιεχωβά» και ότι είχαν παραμείνει «χωρισμένοι από τον κόσμο». Στην πραγματικότητα, υπήρξαν τρείς σημαντικές καταστάσεις στη διάρκεια των οποίων η ηγεσία της Εταιρίας Σκοπιά, και με τη δική της καθοδήγηση, ατομικά πολλοί Σπουδαστές της Γραφής και Μάρτυρες έχουν συμβιβασθεί ή προσπάθησαν να συμβιβασθούν με τις κυβερνήσεις του κόσμου με τρόπους που αντιτίθενται στα δόγματα των Μαρτύρων. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Στη σχετική ενότητα της ιστοσελίδας μας για την ιστορία της Σκοπιάς, μπορείτε να βρείτε κι άλλα παραδείγματα που η Σκοπιά έγινε «μέρος του κόσμου»).

 

Η πρώτη από αυτές συνέβη την άνοιξη του 1918 όταν οι ηγέτες της Εταιρίας Σκοπιά αντιμετώπισαν τη φυλάκιση κάτω από τις διατάξεις του Αμερικανικού νόμου για την Κατασκοπευτική δράση. Μολονότι προηγουμένως ο Δικαστής Ρόδερφορδ και οι σύντροφοί του μεσοπόλεμα είχαν εκφρασθεί με ειλικρίνεια εναντίον οποιασδήποτε υποστήριξης της Συμμαχικής πολεμικής προσπάθειας κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα τεύχη της Σκοπιάς 1ης και 15ης Ιουνίου 1918 εκδήλωσαν μια πολύ πιο συμβιβαστική στάση. Οι Σπουδαστές της Γραφής κλήθηκαν να ενωθούν με άλλους Αμερικανούς σε μια εθνική ημέρα προσευχής για τη Συμμαχική νίκη κατά της Γερμανικής ‘απολυταρχίας’ και η Εταιρία τώρα διακήρυττε ότι η αγορά πολεμικών ομολόγων δεν είχε να κάνει τίποτε με τη θρησκεία. Επομένως, ατομικά οι Σπουδαστές της Γραφής ήταν ελεύθεροι να αγοράσουν ή να μην αγοράσουν αυτά τα ομόλογα εάν σύμφωνα με τη συνείδησή τους το έβλεπαν κατάλληλο. Σχεδόν αμέσως αυτό προκάλεσε συγκρούσεις στην κοινότητα των Σπουδαστών της Γραφής και στην πραγματικότητα έγινε η κύρια αιτία για το σχίσμα των «ανυποχώρητων» (standfast)  στο δυτικό Καναδά και στις βορειο-δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετά την απελευθέρωση του Ρόδερφορδ και των συντρόφων του από το Αναμορφωτήριο της Ατλάντα το 1919, η Σκοπιά απεκήρυξε τις συμβιβαστικές δηλώσεις της και έκτοτε η Εταιρία αποδίδει αυτό το συμβιβασμό στην ‘αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα’ ή ψευδή θρησκεία. Αλλά ποτέ δεν ζητήθηκε συγνώμη για μια μεταγενέστερη και πολύ σοβαρότερη προσπάθεια να συμβιβασθεί με τα ‘όργανα του Σατανά’, όταν αξιωματούχοι της Εταιρίας προσπάθησαν να αποκτήσουν την εύνοια της Χιτλερικής κυβέρνησης της Ναζιστικής Γερμανίας.

 

Όπως έχει συχνά επισημανθεί, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έχουν ένα έξοχο και θαυμάσιο υπόμνημα περιφρόνησης των Ναζί και είναι γνωστοί για την προθυμίας τους να υποστούν μαρτύρια στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του Τρίτου Ράϊχ παρά να αποκηρύξουν την πίστη τους. Αλλά αυτό που δεν είναι γενικά γνωστό από τους ιστορικούς ή τους περισσότερους Μάρτυρες τους ίδιους είναι ότι, την άνοιξη του 1933, οι ηγέτες της Σκοπιάς προσπάθησαν να εξευμενίσουν τους Ναζί προσφέροντας υποστήριξη προς τις αρχές της Εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης του Χίτλερ συμμεριζόμενοι σαφείς και ξεκάθαρες αντι-Εβραϊκές δηλώσεις.

 

Τον Απρίλιο εκείνου του έτους τα Γραφεία Τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στο Μαγδεμβούργο κατασχέθηκαν με κυβερνητική εντολή, και από τότε οι Μάρτυρες ήταν κάτω από απαγόρευση στα περισσότερα μέρη του Ράϊχ. Έτσι ο Δικαστής Ρόδερφορδ και ο Νάθαν Νορ πέταξαν στο Βερολίνο και ετοίμασαν μια «Διακήρυξη Γεγονότων», η οποία επρόκειτο να παρουσιασθεί λίγες ημέρες αργότερα σε μια βιαστικά οργανωθείσα συνέλευση κάπου 7.000 Μαρτύρων, μετά την επιστροφή των Ρόδερφορδ και Νόρ στη Νέα Υόρκη. Μετά τη συνέλευση, οι Γερμανοί Μάρτυρες – πιστοί στις οδηγίες από το Μπρούκλυν – διένειμαν 2,1 εκατομμύρια αντίτυπα της Διακήρυξης σε όλη τη Γερμανία ενώ αξιωματούχοι του Γραφείου Τμήματος απέστειλαν αντίγραφα σε σημαντικούς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Ωστόσο, η Διακήρυξη δεν ήταν μια διεγερτική πρόσκληση προς τους Μάρτυρες του Ιεχωβά να αντιταχθούν στην καταπίεση του Χίτλερ όπως έχει ισχυριστεί η Εταιρία Σκοπιά, αλλά μάλλον, ήταν μια προσπάθεια να κατευνάσουν το Ναζί Φύρερ και τους κομματικούς αξιωματούχους του.

 

Το βιβλίο του Έτους 1974 των Μαρτύρων του Ιεχωβά παραδέχεται ότι πολλοί στη συνέλευση του Βερολίνου απογοητεύθηκαν με τη ‘Διακήρυξη’ υπονοώντας ότι  ήθελαν μια πιο δυναμική αντι-Ναζιστική ανακοίνωση. Επιπλέον, παραθέτει μια επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ από το Γραφείο Τμήματος της Εταιρίας, που απεστάλη με ένα αντίγραφο της ‘Διακήρυξης’, η οποία περιελάμβανε την ακόλουθη αναληθή δήλωση: «Η Προεδρία της Εταιρίας Σκοπιά στο Μπρούκλυν είναι και πάντα ήταν πάρα πολύ φιλική προς την Γερμανία. Το 1918 ο Πρόεδρος της Εταιρίας και επτά μέλη του Συμβουλίου των Διευθυντών στην Αμερική καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση 80 ετών [ο καθένας] για το λόγο ότι ο Πρόεδρος αρνήθηκε να επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν για πολεμική προπαγάνδα εναντίον της Γερμανίας δύο περιοδικά που εξέδιδε στην Αμερική». Το βιβλίο του Έτους 1974, όμως, ισχυρίσθηκε ότι η ‘Διακήρυξη’ αποδυναμώθηκε ή εξασθένησε, προφανώς κατά τη μετάφρασή της, από τον Επίσκοπο Τμήματος στη Γερμανία Πώλ Μπάλζεράϊτ (Paul Balzereit) και υπονοεί ότι ήταν αυτός, μάλλον, και όχι ο Δικαστής Ρόδερφορδ, που ήταν υπεύθυνος για την προσπάθεια συμβιβασμού με το Ναζισμό. Αλλά αυτή η αφήγηση, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μόνο εν μέρει αληθής. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Δεν είναι καθόλου αληθής, όπως αποδεικνύουμε από απόρρητα έγγραφα της εταιρίας Σκοπιά στο σχετικό μας άρθρο).

 

Είναι πολύ πιθανό ο Μπαλζεράϊτ να εξασθένησε τη ‘Διακήρυξη’, γιατί αυτός και οι Γερμανοί Μάρτυρες – όχι ο Ρόδερφορδ και ο Νορ – ήταν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο να διωχθούν από τους Ναζί. Επίσης, το βιβλίο του Έτους 1974 δικαιολογημένα υπονοεί ότι αυτός ή τουλάχιστον κάποια μέλη του προσωπικού του Γερμανικού Τμήματος έγραψαν την παραπάνω εκτεθείσα επιστολή προς τον Χίτλερ. Εν πάση περιπτώσει, η ‘Διακήρυξη’ εμφανίζεται στο βιβλίο του Έτους 1934 των Μαρτύρων του Ιεχωβά σαν επίσημη ανακοίνωση της Εταιρίας και του Προέδρου της Εταιρίας, και από την άποψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά και άλλων σήμερα θεωρείται ένα πολύ συμβιβαστικό έγγραφο το οποίο υπέθαλπε το Ναζιστικό αντισημητισμό και την αντιπάθεια προς τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κάτω από τον τίτλο ‘Ιουδαίοι’ η ‘Διακήρυξη’ ανέφερε:

 

Ψευδώς κατηγορούμεθα από τους εχθρούς μας ότι έχουμε λάβει οικονομική υποστήριξη για το έργο μας από τους Ιουδαίους. Τίποτε δεν είναι πιο αναληθές. Μέχρι αυτή την ώρα δεν υπήρξε η παραμικρή χρηματική συνεισφορά από Ιουδαίους στο έργο μας. Είμαστε οι πιστοί ακόλουθοι του Χριστού Ιησού και πιστεύουμε σ’ Αυτόν ως τον Σωτήρα του κόσμου, ενώ οι Ιουδαίοι απέρριψαν εξ ολοκλήρου τον Ιησού Χριστό και με έμφαση αρνούνται ότι αυτός είναι ο Σωτήρας του κόσμου. Από μόνο του αυτό πρέπει να θεωρείται επαρκής απόδειξη που δείχνει ότι δεν λαμβάνουμε καμιά υποστήριξη από τους Ιουδαίους, και ότι επομένως οι εναντίον μας κατηγορίες είναι κακεντρεχώς ψευδείς και μπορούν να προέρχονται μόνον από το Σατανά, το μεγάλο μας εχθρό.

 

Η μεγαλύτερη και πιο καταπιεστική αυτοκρατορία επί της γης είναι η Αγγλο-Αμερικανική αυτοκρατορία. Με αυτό υπονοούμε τη Βρετανική αυτοκρατορία της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν μέρος. Είναι οι Ιουδαίοι Έμποροι της Βρετανο-Αμερικανικής αυτοκρατορίας αυτοί που οικοδόμησαν και διεξάγουν το Μεγάλο Εμπόριο ως μέσον εκμετάλλευσης και καταπίεσης των λαών πολλών εθνών. Το γεγονός αυτό ισχύει ιδιαιτέρως στις πόλεις του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης, τα φρούρια του Μεγάλου Εμπορίου. Το γεγονός αυτό είναι τόσο εμφανές στην Αμερική ώστε υπάρχει μια παροιμία σχετικά με την πόλη της Ν. Υόρκης, η οποία λέει: «Οι Ιουδαίοι την κατέχουν, οι Ιρλανδοί Καθολικοί την κυβερνούν, και οι Αμερικανοί πληρώνουν το λογαριασμό». Δεν έχουμε καμιά διαμάχη με οποιοδήποτε από τα άτομα που αναφέρονται ανωτέρω αλλά ως Μάρτυρες του Ιεχωβά και υπακούοντας στην εντολή του που εκτίθεται στις Γραφές, είμαστε υποχρεωμένοι να εφιστούμε την προσοχή στην αλήθεια ώστε οι άνθρωποι να διαφωτίζονται σχετικά με τον θεό και το σκοπό του.

 

Δεν ήταν μόνο αυτά. Εκτός από την καταδίκη της Κοινωνίας των Εθνών, η ‘Διακήρυξη’ έλεγε: «Η παρούσα Γερμανική κυβέρνηση έχει κάνει διακηρύξεις εναντίον των καταπιεστών του Μεγάλου Εμπορίου αντιτιθέμενη και στη λανθασμένη θρησκευτική επιρροή στις πολιτικές υποθέσεις του έθνους. Αυτή ακριβώς είναι η θέση μας». Κατόπιν διεκήρυττε: «Αντί να είμαστε αντίθετοι με τις αρχές που υποστηρίζει η κυβέρνηση της Γερμανίας, υποστηρίζουμε πλήρως αυτές τις αρχές και τονίζουμε ότι ο Ιεχωβά Θεός μέσω του Χριστού θα πραγματοποιήσει στο πλήρες αυτές τις αρχές». Βέβαια, όπως ανακάλυψαν σύντομα οι Μάρτυρες, οι Ναζί δεν εντυπωσιάσθηκαν, και ίσως θύμωσαν με τη γενική διανομή της ‘Διακήρυξης Γεγονότων’, και εξαπέλυσαν ένα κύμα διωγμού εναντίον τους σχεδόν αμέσως. Και ήταν τότε, και μόνον τότε,  που ο Ρόδερφορδ, η Εταιρία, και οι Γερμανοί Μάρτυρες αποφάσισαν να αντιταχθούν στις πολιτικές των Ναζί με έναν ασυμβίβαστο τρόπο.

 

Πιο πρόσφατα, ο Ρέϋμοντ Φράνς έχει φέρει στο φώς μιαν άλλη καταφανή παραβίαση της αρχής που διακρατούν οι Μάρτυρες σε σχέση με τις κοσμικές υποθέσεις. Σε ένα καθ’ όλα τεκμηριωμένο κεφάλαιο με τίτλο «Δυο Μέτρα και Δυο Σταθμά» στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο του ‘Κρίση Συνείδησης’, (Σημείωση ΟΟΔΕ: Πρόσφατα εκδοθέν στα Αγγλικά ΤΟΤΕ που γράφθηκε αυτό το άρθρο, αλλά πρόσφατα εκδοθέν και στα Ελληνικά ΤΩΡΑ (το 2010), προ λίγων μηνών) ο Φρανς αντιπαραθέτει τον ανυποχώρητο κανόνα της Εταιρίας κατά της αγοράς κομματικών καρτών εκ μέρους των Μαρτύρων του Ιεχωβά από το μόνο εθνικό πολιτικό κόμμα της Μαλάουϊ με τη ‘χαλαρή’ στάση του Μπρούκλυν απέναντι στις δωροδοκίες που διέπρατταν οι εκεί Μάρτυρες δωροδοκώντας Μεξικανούς στρατιωτικούς αξιωματούχους ώστε να αποφύγουν τον Μεξικανικό γενικό στρατολογικό νόμο και την αποδοχή εκ μέρους των της ιδιότητας του μέλους των εθνικών στρατιωτικών εφεδρειών. Όπως επισημαίνει ο Φράνς, η μακρόχρονη πολιτική της Εταιρίας Σκοπιά υποστηρίζει ότι η ιδιότητα του μέλους πολιτικού κόμματος , ο στρατός, ακόμη και τα προγράμματα  εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας είναι λάθος. Συνήθως, αν ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά συμφωνήσει να συμμετάσχει σε ένα από τα τρία, τότε αυτομάτως θεωρείται ‘αποσυνταυτισμένος’ από την κοινότητα των Μαρτύρων και τον αποφεύγουν. Εντούτοις, στο Μεξικό από το 1960, ο Νάθαν Νορ, ο Φρέντερικ Φράνς και το σημερινό Κυβερνών Σώμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά έχει επιτρέψει στους άνδρες Μάρτυρες, περιλαμβανομένων επισκόπων περιοχής και περιφερείας, αλλά και μελών του προσωπικού της οικογένειας Μπέθελ στο Μεξικό, να εξαγοράζουν παράνομα ‘cardillas ή πιστοποιητικά τα οποία ψευδώς αναφέρουν ότι έχουν εκπληρώσει την απαιτούμενη στρατιωτική υπηρεσία ενός έτους που τους τοποθετεί αυτόματα στις στρατιωτικές εφεδρείες. Κατά περίεργο τρόπο, παρά τη συνεχή ανησυχία γι’ αυτό το ζήτημα από τους αξιωματούχους του εκεί Τμήματος της Σκοπιάς, μέχρι αυτή την ημέρα η Εταιρία διατηρεί μια συγκεκριμένη πολιτική για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου και μια άλλη πολιτική για το Μεξικό.

 

Αυτό κατέστη απολύτως σαφές από τον Ρέϋμοντ Φράνς. Σχολιάζοντας την επιστολή της Εταιρίας Σκοπιά με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1960 προς την La Torre del Vigia de Mexico(το Μεξικανικό Σωματείο της Εταιρίας), το οποίο αρχικά έθεσε επί τάπητος την πολιτική της Εταιρίας, ο Φρανς αναφέρει:

 

Ένας λόγος που προσωπικά αυτές οι πληροφορίες με σοκάρισαν τόσο πολύ είναι ότι, την ίδια στιγμή που η επιστολή δήλωνε ότι η Εταιρία «δεν είχε αντίρρηση» αν οι Μάρτυρες στο Μεξικό, αντιμετωπίζοντας μια κλήση για στρατιωτική υπηρεσία, επέλεγαν να «βγουν από τη δύσκολη θέση με πληρωμή χρημάτων», στη Δομινικανή Δημοκρατία υπήρχε πλήθος νεαρών ανδρών που ξόδεψαν πολύτιμα χρόνια της ζωής τους στη φυλακή επειδή αρνήθηκαν το ίδιο είδος εκπαίδευσης. Μερικοί, όπως ο Λεόν Γκλας και ο αδελφός του ο Ενρίκε, καταδικάστηκαν δύο ή τρείς φορές για την άρνησή τους, περνώντας συνολικά εννιά χρόνια από τη νιότη τους στη φυλακή. Ο Πρόεδρος κι ο Αντιπρόεδρος της Εταιρίας είχαν ταξιδέψει στη Δομινικανή Δημοκρατία εκείνα τα χρόνια, κι ακόμα είχαν επισκεφθεί τις φυλακές όπου κρατούνταν πολλοί από αυτούς τους άνδρες. Μου είναι ακατανόητο πώς μπορούσαν να γνωρίζουν την κατάσταση εκείνων των Δομινικανών κρατουμένων και παράλληλα να εφαρμόζουν διπλά κριτήρια.

 

Τέσσερα χρόνια αφότου δόθηκε η καθοδήγηση εκείνη στο Μεξικό, έλαβε χώρα στη Μαλάουϊ το πρώτο ξέσπασμα βίαιων επιθέσεων εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά (1964) και ανέκυψε το θέμα της πληρωμής για κομματική κάρτα. Η θέση που πήρε το Γραφείο Τμήματος της Μαλάουϊ ήταν ότι μια τέτοια πληρωμή θ’ αποτελούσε παραβίαση της χριστιανικής ουδετερότητας, συμβιβασμό ανάξιο για ένα Χριστιανό. Τα Κεντρικά Γραφεία ήξεραν ότι αυτή ήταν η θέση που πάρθηκε. Η βία κόπασε μετά από λίγο, και μετά ξανα-ξέσπασε το 1967, τόσο έντονα που χιλιάδες Μάρτυρες οδηγήθηκαν σε φυγή από την πατρίδα τους. Οι εκθέσεις για τρομερές αγριότητες σε αυξανόμενο βαθμό κατέκλυσαν τα Κεντρικά Γραφεία.

 

Τι επίδραση είχε στους ηγέτες της οργάνωσης και στη συνείδησή τους σε σχέση με τη θέση που πάρθηκε στο Μεξικό; Στη Μαλάουϊ Μάρτυρες δέρνονταν και βασανίζονταν, γυναίκες βιάζονταν, σπίτια και χωράφια καταστρέφονταν, κι ολόκληρες οικογένειες κατέφευγαν σε άλλες χώρες – αποφασιμένες να εμμείνουν στη στάση της οργάνωσης, ότι το να πληρώσουν για κομματική κάρτα θα ήταν πράξη ηθικά προδοτική. Ταυτόχρονα, στο Μεξικό, άνδρες Μάρτυρες δωροδοκούσαν στρατιωτικούς αξιωματούχους για να συμπληρώσουν ένα πιστοποιητικό που βεβαίωνε ψευδώς ότι είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους για στρατιωτική θητεία. Και όταν πήγαν στο Γραφείο Τμήματος, το εκεί προσωπικό ακολούθησε την καθοδήγηση της Εταιρίας και δεν είπε τίποτα που να υποδεικνύει με κάποιον τρόπο ότι αυτή η πρακτική ήταν ασύμφωνη με τα κριτήρια της οργάνωσης ή με τις αρχές του Λόγου του Θεού.

 

Φαίνεται εκπληκτικό το γεγονός ότι αξιωματούχοι της Σκοπιάς υπήρξαν υπεύθυνοι για την ανάπτυξη και διατήρηση τέτοιων λογικά αντιφατικών και ηθικά αστήρικτων πρακτικών για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά σε διαφορετικές χώρες. Ανόμοια με τους αδελφούς τους στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1918 και εκείνων στη Γερμανία το 1933, οι Μεξικανοί Μάρτυρες δεν ήρθαν αντιμέτωποι με την απειλή του διωγμού κατά τα τελευταία είκοσι τέσσερα έτη. Πώς  εξηγείται, λοιπόν, η στάση της Εταιρίας Σκοπιά, όπως ισχύει επί του παρόντος, με την υποστήριξη του Κυβερνώντος Σώματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά; Η απάντηση μπορεί κάλλιστα να είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο Ρέϋμοντ Φράνς.

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του Μεξικανικού Συντάγματος του 1917, καμία Εκκλησία ή Θρησκευτική Οργάνωση δεν μπορεί να κατέχει ακίνητη περιουσία οποιουδήποτε είδους σε αυτή τη Δημοκρατία. Ενώ μπορούν να έχουν την επικαρπία ή το νόμιμο δικαίωμα να χρησιμοποιούν κτίρια σχεδιασμένα για λατρευτικούς σκοπούς, όλες οι εκκλησίες, οι ναοί, και οι συναγωγές είναι ιδιοκτησία του κράτους. Αλλά η Εταιρία Σκοπιά, ενεργώντας μέσω του Σωματείου La Torre del Vigia’, αποφεύγει αυτή τη Συνταγματική πρόνοια αφού έχει καταχωρηθεί σαν επιμορφωτική ή εκπολιτιστική οργάνωση. Έτσι, όλες οι Μεξικανικές Αίθουσες Βασιλείας ονομάζονται Salonas Culturales  δηλαδή, Εκπολιτιστικές Αίθουσες, και οι Μεξικανοί Μάρτυρες ποτέ δεν ανοίγουν τις συναθροίσεις τους με προσευχή ή υμνολογία των ‘ύμνων της Βασιλείας’. Ούτε πηγαίνουν οι Μεξικανοί Μάρτυρες από πόρτα σε πόρτα με Γραφές. Αν το κάνουν αυτό μπορεί να μπουν σε μπελάδες με τις αστικές και πολιτικές αρχές και να καταλήξουν σε εθνικοποίηση της περιουσίας της Εταιρίας. Επίσης, εξαιτίας αυτού μπορεί να εγερθεί ζήτημα με τη στρατιωτική υπηρεσία. Επομένως, φαίνεται πως όσο καιρό οι αξιωματούχοι του Μεξικανικού στρατού θα παραμένουν πρόθυμοι να συμβιβάζουν τις ηθικές αρχές τους πουλώντας cardillas’, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα εξακολουθούν να συμβιβάζουν τις δικές τους αγοράζοντάς τα.

 

(Σημείωση ΟΟΔΕ: Και στην Ελλάδα υπήρξαν δύο περιπτώσεις ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΥ της εταιρίας Σκοπιάς, στο θέμα της στράτευσης, κατά τα μέσα τουλάχιστον της δεκαετίας του 1980. Ο Ν. Μαυρομάγουλος, στο βιβλίο του «Αναζητώντας την αλήθεια», αποκαλύπτει το συμβιβασμό της οργάνωσης στο θέμα της «στρατιωτικής κουβέρτας», όπου πίεζε φορτικά τα φυλακισμένα μέλη της να παραβιάσουν τη συνείδησή τους και να τη δεχθούν για στρατιωτική επιθεώρηση, και η υπογραφή από μέρους τους, απολυτηρίου από τη φυλακή, το οποίο περιείχε διατύπωση που έδειχνε ότι είχαν γίνει στρατιώτες!)

 

 

9. Η γενική κοινωνική στάση

Η ιστορία των σχέσεων των Μαρτύρων με τα κοσμικά κράτη είναι σαφής και ξεκάθαρη. Αλλά τι γίνεται με τα άλλα θέματα; Πώς, για παράδειγμα, διαχειρίζονται τα οικονομικά ζητήματα; Η απάντηση είναι ότι είναι κάπως αδιάφοροι. Δεν πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή διδάσκει οποιοδήποτε είδος σοσιαλισμού ή κομμουνισμού ή ότι είναι αναγκαίο ‘να είναι τα πάντα κοινά’. Επομένως υπάρχουν πολυάριθμοι Μάρτυρες του Ιεχωβά στο δυτικό κόσμο οι οποίοι είναι πλούσιοι επιχειρηματίες, και μερικοί είναι ακόμη και εκατομμυριούχοι. (Σημείωση της ΟΟΔΕ: Εδώ προφανώς δεν έχουν προσέξει τα λόγια του Χριστού, ότι «ευκολότερα είναι να περάσει καμήλα από την τρύπα βελόνας, παρά πλούσιος στη Βασιλεία του Θεού» (Ματθαίος 19/ιθ: 24), ώστε να είναι τόσο απόλυτοι, όσο είναι με άλλα λιγότερο μαρτυρημένα λόγια του Κυρίου).

 

Επι χρόνια, ωστόσο, η Εταιρία Σκοπιά είχε μια συγκεχυμένη άποψη για τον καπιταλισμό. Ο Πάστορας Ρώσσελ, παρά τις δικές του επιχειρηματικές δραστηριότητες, τον έβλεπε σαν άπληστο και στην ουσία σαν μέσο εκμετάλλευσης με τάση να καταστρέψει τη γη. Συμπαθούσε τα εργατικά κινήματα, μερικές φορές τα υπερασπιζόταν δημοσίως και έβλεπε την επερχόμενη μάχη του Αρμαγεδδώνα ουσιαστικά σαν μια πάλη μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, σχεδόν με Μαρξιστική έννοια. Ο Δικαστής Ρόδερφορδ, ένας παλιός Δημαγωγός, διατήρησε την παράδοση του Ρώσσελ στην εκδήλωση συμπάθειας προς τους εργάτες και ήταν πολύ πιο καυστικός στα σχόλιά του σχετικά με τον επιχειρηματικό κόσμο. Αλλά από τη δεκαετία του 1940, η στάση της Εταιρίας έχει σημειώσει έντεχνα πλήρη μεταβολή σε σχέση με το καπιταλιστικό σύστημα.

 

Στην πραγματικότητα, οι διδασκαλίες των Μαρτύρων τονίζουν περιστασιακά την ιδέα της ‘δίκαιης τιμής — δίκαιης αμοιβής’ που εξιδανικεύθηκε στην Ευρώπη κατά το Μεσαίωνα. Όταν η Εταιρία Σκοπιά πιέζεται να εκφέρει γνώμη πάνω στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας εκφράζεται με όρους που μοιάζουν να απηχούν τη φημισμένη Εγκύκλιο του Πάπα Λέοντος XIII, Rerum Novarum. Αλλά παρέχονται πολύ περισσότερες συμβουλές σε ζητήματα ηθικής διαγωγής στους εργάτες παρά στους εργοδότες ή μάνατζερς. Μολονότι οι Μάρτυρες μπορούν να είναι μέλη εργατικών ενώσεων, διδάσκονται να απέχουν από αιρετά αξιώματα μέσα σ’  αυτές, να αποφεύγουν τις πικετοφορίες, και γενικά να είναι πιστοί στους εργοδότες τους. Τους παροτρύνουν να εργάζονται σκληρά, να είναι έντιμοι, και να παραμένουν αμέτοχοι σε οτιδήποτε μοιάζει με μαχητικές συνδικαλιστικές δραστηριότητες. Αυτό σημαίνει ότι η Εταιρία συμβουλεύει επίσης να απέχουν από απεργίες. Είναι επομένως εντελώς φανερό ότι σήμερα οι ηγέτες της Σκοπιάς τρέφουν μεγαλύτερη συμπάθεια προς την επιχείρηση παρά στην εργασία.

 

Το γιατί επήλθε αυτή η αλλαγή στάσης είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Τώρα η Σκοπιά έχει σε λειτουργία μια γιγαντιαία επιχειρηματική Εταιρία και έχει ανάγκη για άτομα με επιχειρηματικές επιδεξιότητες (και ανάλογη διάθεση) υψηλού επιπέδου από τις ημέρες του Ρώσσελ και εντεύθεν. Επίσης η Εταιρία ωφελείται τα μέγιστα από συνεισφορές πλουσίων Μαρτύρων για κάμποσο καιρό, και τελικά, επί πολλά χρόνια τώρα επενδύει στις αγορές μετοχών στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και ίσως σε μερικές άλλες χώρες. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Ακόμα και σε πολεμικές βιομηχανίες!)

 

Είναι, συνεπώς, απολύτως λογικό να προσπαθεί η Εταιρία να αποφύγει οτιδήποτε μοιάζει με ταξική σύγκρουση στις τάξεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Πιστεύει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν ‘κοσμικό’, ‘από τον κόσμο’ και θα εξέτρεπε την προσοχή από τα ‘συμφέροντα της Βασιλείας’. Εξάλλου, σύμφωνα με τα πιστεύω της Σκοπιάς, τα παρόντα οικονομικά συστήματα, μαζί με τα θρησκευτικά και τα πολιτικά, παρέρχονται. Επομένως, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συμβουλεύονται να μην εκδηλώνουν έντονα συναισθήματα πάνω σε οικονομικά ζητήματα. Ενώ μπορεί τα άτομα να υποστηρίζουν, κατ’ ιδίαν, διαφορετικές απόψεις επ’ αυτών, το γεγονός ότι πρέπει να συναναστρέφονται και να εργάζονται με άτομα άλλων κοινωνικών και οικονομικών τάξεων στις εκκλησίες τους, έχει θετική επίδραση στο να τους εμποδίζει να συμμετέχουν σε ταξικές διαμάχες οποιουδήποτε είδους.

 

Επομένως, η Εταιρία τώρα ισχυρίζεται ότι και αυτή και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι απολύτως ‘ουδέτεροι’ σε τέτοια ζητήματα. Αλλά στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι εντελώς αληθές. Όπως κατεδείχθη, αν μη τι άλλο, είναι λιγότερο ουδέτεροι προς την πλευρά του δυτικού καπιταλισμού, γεγονός που δεν έχει διαφύγει της προσοχής των πολιτικών στις κομμουνιστικές χώρες και στα έθνη του Τρίτου Κόσμου. Περί αυτού θα λεχθούν περισσότερα στο Κεφάλαιο 8 (Σημείωση ΟΟΔΕ: του βιβλίου από το οποίο έχει γίνει η μετάφραση αυτή).

 

Σε ό,τι αφορά ορισμένα ηθικά ζητήματα τα οποία συχνά γίνονται  καυτά πολιτικά  ζητήματα, ιδιαίτερα στις Δημοκρατίες δεν διακρατούν έντονα συναισθήματα. Για παράδειγμα, η Εταιρία Σκοπιά διδάσκει ότι η κοσμική εξουσία είναι δικαιολογημένη να επιβάλλει την ποινή του θανάτου για φόνο. Θεωρεί την έκτρωση, τα τυχερά παιχνίδια, τις λοτταρίες, τη νομιμοποιημένη πορνεία, τη νομιμοποιημένη ομοφυλοφυλία, την πορνογραφία και ορισμένα άλλα ζητήματα ως κοινωνικό κακό. Αλλά ανόμοια με πολλούς Προτεστάντες, Καθολικούς και Ιουδαίους, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται να υποστηρίξουν τη νομοθεσία για να θέσουν σε εφαρμογή τις ηθικές τους απόψεις. Καταδικάζουν απερίφραστα τον κόσμο, τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς διότι επιτρέπουν δραστηριότητες τις οποίες θεωρούν ανήθικες. Παρ’ όλα αυτά, δεν πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τις δικές τους αξίες σε άτομα που βρίσκονται έξω από την κοινότητά τους ή να βάλλουν καινούργιο ‘ηθικό κρασί σε παλιά πολιτικά ασκιά’. Η λύση που προτείνουν δεν είναι το κοινωνικό ευαγγέλιο ή η ηθικοπολιτική αναμόρφωση των συγχρόνων κοινωνιών μέσω της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Η λύση είναι η Βασιλεία του Χριστού. Γι’ αυτό, το άμεσο ενδιαφέρον τους είναι η ηθική κατάσταση εκείνων που βρίσκονται μέσα στις εκκλησίες τους διότι «δεν βρίσκεται ο κόσμος όλος κάτω από την εξουσία του πονηρού;»

 

Εντούτοις, όταν οι Μάρτυρες αισθάνονται ότι παραβιάζεται η δική τους Χριστιανική ελευθερία σε οποιονδήποτε τομέα που αυτοί θεωρούν ζωτικό, θα αντισταθούν νομικά, και αν είναι αναγκαίο, ακόμα και παράνομα. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι γι’ αυτό το λόγο έχουν συγκρουσθεί με τους φορείς του ιατρικού επαγγέλματος, με τον τύπο, με τα νομοθετικά σώματα και με όλη την κοινωνία εξαιτίας της αρνησής τους να δεχθούν μεταγγίσεις αίματος. (Σημείωση ΟΟΔΕ: Επίσης, εκπλήσσει με την υποκρισία της, η κρυφή ένταξη της Σκοπιάς για 10 περίπου χρόνια στη δεκαετία του 1990, στον… ΟΗΕ, τον οποίο ονομάζουν «προφητικό Θηρίο της Αποκάλυψης»).

 

 

10. Οι Μεταγγίσεις Αίματος

Από τον καιρό της οργάνωσης των πρώτων εκκλησιών των Σπουδαστών της Γραφής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σπάνια έπαιρναν οποιαδήποτε θέση σε σχέση με τις ιατρικές θεραπευτικές διαδικασίες εκτός από το ζήτημα των εμβολιασμών, παρά τους εξάψαλμους του Κλέϋτον Γούντγουορθ εναντίον της θεωρίας των μικροβιακών ασθενειών και της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης. Γενικά, πήγαιναν στους γιατρούς χωρίς οποιαδήποτε σοβαρή διαμάχη μ’ αυτούς. Αλλά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει.

 

Οι Μάρτυρες αποδέχθηκαν τις αυστηρές Γραφικές εντολές κατά της βρώσης αίματος, όπως του αίματος στα λουκάνικα. Το ζήτημα της ηθικής για τις μεταγγίσεις αίματος δεν είχε εγερθεί μέχρι το 1937, μετά την ίδρυση της πρώτης μεγάλης κλίμακας τράπεζας αίματος στο Νοσοκομείο Κουκ Κάουντυ (Cook County Hospital) στο Σικάγο εκείνο το έτος. Ακόμη και τότε υπήρχε ελάχιστο ενδιαφέρον για το ζήτημα, το οποίο επηρέαζε λίγους πολίτες, μέχρι το 1945. Μολαταύτα, πριν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώσει, η Σκοπιά έλαβε θέση στο ζήτημα στο τεύχος του Ιουλίου 1945. Από εκείνον τον καιρό, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αρνούνται επίσημα της μεταγγίσεις αίματος ή συστατικών του αίματος (με κάποιες εξαιρέσεις στην περίπτωση των τελευταίων) ως αντιτιθέμενες στις Γραφικές διδασκαλίες, ειδικά σε σχέση με εδάφια όπως της Γένεσης 9:5, 6  Λευϊτικού 17:10 και Πράξεων 15: 20, 28 ,29.

 

Μολονότι τονίζουν σταθερά τις θρησκευτικές τους αντιρρήσεις για τις μεταγγίσεις αίματος, οι Μάρτυρες δικηγόροι και λόγιοι έχουν υποστηρίξει ότι η  εφαρμογή τέτοιων μεταγγίσεων συχνά αποτελεί απλά ιατρικό καπρίτσιο, ότι στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων δεν είναι αναγκαίες, αφού υπάρχουν εναλλακτικές θεραπευτικές μέθοδοι — και ότι η χρήση τους συνεπάγεται μεγάλους κινδύνους. Αφού το ζήτημα της αποδοχής τους ή της μη αποδοχής τους περιλαμβάνει την ευημερία των Μαρτύρων, και αφού, όπως γίνεται παραδεκτό από ένα ιατρικό κείμενο «οι μεταγγίσεις πρέπει να θεωρούνται σαν μια μέθοδος θεραπείας η οποία περιλαμβάνει σημαντικούς κινδύνους που ίσως είναι θανατηφόροι», οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αισθάνονται ότι πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι να τις απορρίπτουν για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους. Πολλές χιλιάδες έχουν πεθάνει ή έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη από μεταγγίσεις, ένα γεγονός που δεν είναι γνωστό στο κοινό, και προφανώς και στους γιατρούς.

 

Ωστόσο, η άρνηση των Μαρτύρων δεν έχει γίνει εύκολα αποδεκτή από τα μέλη του ιατρικού επαγγέλματος, τα νοσοκομεία, ή τον τύπο. Σε φιλελεύθερες δημοκρατικές χώρες σήμερα μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τις εκκλησίες, τους πολιτικούς, ακόμη και τον εθνικισμό, αλλά η επιστήμη, και ειδικά η ιατρική επιστήμη, έχει παραμείνει ιερή αγελάδα. Έτσι, σε παιδιά Μαρτύρων του Ιεχωβά και σε ενήλικες έχουν δια της βίας επιβληθεί μεταγγίσεις αίματος σε κοινωνίες όπου τα δικαστήρια, υπό άλλες συνθήκες, έχουν παραδεχθεί ότι μερικά άτομα ίσως αρνηθούν κάποια ιατρική θεραπευτική μέθοδο και έχουν το δικαίωμα να πεθάνουν. Οι Μάρτυρες απαντούν ότι τέτοια εξαναγκαστική θεραπεία συχνότερα καταλήγει στο θάνατο και όχι στη σωτηρία του ασθενούς. Στον Καναδά μόνο, κάπου δώδεκα παιδιά δέχθηκαν υποχρεωτικά μεταγγίσεις και επεστράφησαν στους γονείς τους νεκρά. Το αν αυτά τα παιδιά θα είχαν πεθάνει ή όχι αν δεν τους γινόταν μετάγγιση είναι αδύνατον να ειπωθεί με βεβαιότητα. Αλλά δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι οι Μάρτυρες υποστήριξαν πως τα παιδιά πέθαναν επειδή τους έγινε μετάγγιση.

 

Τα τελευταία χρόνια, είναι αλήθεια ότι τα επιχειρήματα των Μαρτύρων έχουν λάβει περισσότερη προσοχή. Επίσης, είναι γεγονός ότι έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ιατρικά πειραματόζωα. Εντούτοις, και το ιατρικό επάγγελμα και τα δικαστήρια συχνά εξακολουθούν να αψηφούν αυτό που οι Μάρτυρες θεωρούν αναφαίρετο ιερό δικαίωμά τους για τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους, ενώ σε μερικές περιπτώσεις οι ίδιοι οι Μάρτυρες φυσούν τις φλόγες της προκατάληψης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα χωρίς να υπάρχει ανάγκη. Ιδιαιτέρως στον Καναδά, ο Γ. Γκλεν Χάου (W. Glen How), και άλλοι Μάρτυρες, χρησιμοποιούν συχνά υβριστικούς όρους για ορισμένα μέλη του ιατρικού επαγγέλματος στα δικαστήρια, και ο Χάου συχνά έχει χρακτηρίσει τις αναγκαστικές μεταγγίσεις σαν ένα είδος ‘βιασμού’. Κατά περίεργο τρόπο, παρά τη σπουδαιότητα της αντιπαράθεσης και του όλου ζητήματος της ιατρο-θρησκευτικής ηθικής που αυτό αναδεικνύει, λίγοι λόγιοι διαθέτουν τον απαιτούμενο χρόνο να εξετάσουν τις σοβαρές επιπτώσεις μιας τέτοιας αναγκαστικής θεραπευτικής μεθόδου από την άποψη του νόμου, της ιατρικής ή της ηθικής. Και ακόμη λιγότερο έχουν εξετάσει τις διδασκαλίες των Μαρτύρων επί του θέματος από δογματική άποψη. Μόνο τώρα υπάρχουν ορισμένα άτομα  που είτε εγκατέλειψαν τη θρησκεία των Μαρτύρων είτε διαφωνούν μυστικά με τη στάση του Μπρούκλυν πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, τα οποία προχωρούν στην προσεκτική διερεύνηση που αυτό αξίζει.

 

 

11. Διαχωρισμός από τον κόσμο και τα κοινωνικά ενδιαφέροντα

Πρακτικά, σε κάθε έκθεση που αφορά τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, είτε είναι γραμμένη από Μάρτυρες, από αντικειμενικούς λογίους ή επικριτές των Μαρτύρων, τονίζεται η αποξένωση ή η σύγκρουση με τον κόσμο, κάτι κατανοητό από την παραπάνω εκτεθείσα ανάλυση. Η εσχατολογία των Μαρτύρων εξακολουθεί να διδάσκει  ότι ο παρών πονηρός κόσμος ‘παρέρχεται’, και ότι ο καιρός του είναι λίγος. Ως εκ τούτου, υπάρχει λίγος χρόνος  για να διατεθεί στην οικοδόμηση σχολείων, νοσοκομείων ή ευαγών  ιδρυμάτων  οποιουδήποτε είδους. Οι ευαγγελιζόμενοι της Βασιλείας πρέπει να διαθέτουν το χρόνο τους και την ενεργητικότητά τους στο έργο κηρύγματος. Επιπλέον, ατομικά οι Μάρτυρες νιώθουν ένα αίσθημα θρησκευτικής αποκλειστικότητας που είναι πολύ αξιοσημείωτο. Σε μια πρόσφατη μελέτη τριών δειγμάτων, Μαρτύρων, Μορμόνων και Καθολικών ζητήθηκε από τα μέλη τους να αναφέρουν ποια είναι η αντίληψή τους για κάπου δεκαέξι θρησκευτικές ομάδες που τις γνωρίζουν καλά και όλα τα μέλη εκδήλωσαν ένα πολύ ανεπτυγμένο αίσθημα πως η δική τους η θρησκεία ήταν η μόνη αληθινή. Μολονότι από στατιστική άποψη δεν είναι σημαντικό, οι Μάρτυρες τόνισαν αυτή την πτυχή σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι τα μέλη των δύο άλλων ομάδων, παρότι και τα τρία δείγματα επελέγησαν για τη θρησκευτικότητά τους.

 

Αυτή η θρησκευτική αποκλειστικότητα συχνά έχει αναπτύξει απωθητικά χαρακτηριστικά ανάμεσα σε πολλούς Μάρτυρες. Όπως συμβαίνει συχνά με εκείνους που πιστεύουν ότι η δική τους θρησκεία είναι η μόνη αληθινή, τείνουν να εκδηλώνουν μια αίσθηση πνευματικής υπερηφάνειας η οποία είναι ενοχλητική στους γνωστούς τους. Επίσης, συχνά είναι αυστηροί στο έπακρον και σπάνια εκδηλώνουν αισθήματα χαράς που είναι φανερά στους χαρισματικούς Χριστιανούς ή ακόμη και σε άλλους αιρετικούς όπως οι Μορμόνοι και οι Αντβεντιστές. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, αν μη τι άλλο, είναι αιρετικοί πουριτανοί του εικοστού αιώνα με τα ίδια πολλά ταμπού και κοινωνικές στάσεις όπως οι Άγγλοι και οι Νέο-Άγγλοι πνευματικοί τους πρόγονοι του δεκάτου εβδόμου αιώνα, μαζί με κάπως περισσότερη Βικτωριανή θρησκοληψία.

 

Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, που οι γείτονές τους δεν τους βλέπουν ευνοϊκά. Απαρνούνται τον κόσμο, και κηρύττουν αδιάκοπα στους άλλους οι οποίοι δεν πιστεύουν στην πιθανότητα αποκατάστασης ενός επίγειου παραδείσου, ένα μήνυμα που τους φαίνεται περισσότερο σαν άγγελμα θλίψης και καταδίκης. Δεν προσφέρουν υπηρεσίες δημόσιας εκπαίδευσης ή ιατρικές υπηρεσίες όπως κάνουν οι Καθολικοί, οι Μενονίτες, και οι Αντβεντιστές, γεγονός για το οποίο επικρίνονται από πολλούς. Συνεπώς οι Μάρτυρες έχουν καθορίσει το ρόλο τους σ’ αυτή τη ζωή κατά τον ίδιο τρόπο που τον καθόρισε ο Pilgrim Χριστιανός του φημισμένου διηγήματος του Τζον Μπούνγιαν (John Bunyan) «Η Πρόοδος του Πίλγριμ»: Είναι ξένοι οι οποίοι, σε μια χώρα που πρόκειται να καταστραφεί, πρέπει να βαδίζουν προς την πόλη που ανήκει στον ουρανό.

 

Όμως, υπάρχει και μια άλλη πλευρά στη στάση ζωής των Μαρτύρων. Ως ‘πρεσβευτές που αντιπροσωπεύουν το Χριστό’, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά πιστεύουν ότι πρέπει να ζουν με τρόπο που αντανακλά το άγγελμά τους και τον Θεό τους. Συνεπώς, έχουν γίνει γνωστοί για τη φυσική τους καθαριότητα, τις καλές συνήθειες εργασίας, και την προσωπική τους εντιμότητα. Πρακτικά σε όλες τις κοινωνίες εκδηλώνουν  τις ίδιες ιδιότητες που τους καθιστούν τους πιο αξιόπιστους και παραγωγικούς πολίτες, γεγονός που σημειώνεται από τους απέξω. Είναι ενδιαφέρον, επίσης, ότι και η Εταιρία Σκοπιά και ατομικά οι Μάρτυρες υπερηφανεύονται για το ότι έχουν συμβάλλει ουσιαστικά στη βελτίωση του νομικού συστήματος πολλών χωρών  με τη διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών. Πιο πρόσφατα, ευαρεστούνται που έχουν συμβάλλει σημαντικά, αν και όχι άμεσα, στην ιατρική επιστήμη με τη στάσης τους έναντι των μεταγγίσεων αίματος.

 

Αλλά εξαιτίας της επίμονης διδασκαλίας  της Εταιρίας Σκοπιά ότι το ανθρώπινο γένος είναι πολύ κοντά στην αποκάλυψη, οι Μάρτυρες δείχνουν λίγα σημάδια προσαρμογής στον εικοστό αιώνα και εκδήλωσης διανοητικής και κοινωνικής ζωτικότητας για την οποία έπρεπε να είναι ικανοί. Μόνο σε πολύ λίγα μέρη στις νοτιοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ιδρύσει ιδιωτικά σχολεία και έχουν συμβάλλει λιγότερο στην ακαδημαϊκή ζωή, στις τέχνες ή στις Βιβλικές μελέτες απ’ ό,τι κάποιος θα μπορούσε να αναμένει. Αν η Εταιρία Σκοπιά είχε ενθαρρύνει κάτι τέτοιο η άριστα διαπαιδαγωγημένη κοινότητα των Μαρτύρων του Ιεχωβά, χωρίς αμφιβολία, θα ήταν ικανή για σπουδαία πράγματα. Οι Μάρτυρες θα μπορούσαν να είχαν δώσει έμφαση και στην ανώτερη εκπαίδευση και στις τέχνες με τον τρόπο που το έχουν κάνει οι Μορμόνοι, οι Αντβεντιστές, οι Κουάκεροι. Ακόμη και μερικές ομάδες ανεξάρτητων  μελετητών της Βίβλου το έχουν κάνει χωρίς να συμβιβάσουν τις βασικές τους πεποιθήσεις  και έτσι έχουν γίνει μια πιο ελκυστική και παραγωγική κοινότητα απ’ ό,τι είναι αυτοί τώρα. Επιπλέον, θα μπορούσαν να ήταν σε θέση να χειριστούν τα πολλά προβλήματα που τώρα αντιμετωπίζουν με ένα πολύ πιο θετικό τρόπο. Αλλά αυτό δεν έχει συμβεί. Όπως λέει και ο Joseph Zygmunt: Ενώ μετριάζει τις συγκρούσεις της με τον κόσμο, αυτή η ομάδα δεν έχει εγκαταλείψει την αιρετική της ταυτότητα αλλά μάλλον έχει αλλάξει το ‘αιρετκό της στυλ’. Έχει καταστεί λιγότερο αντικοσμική συγκρουσιακή ομάδα και περισσότερο μια ‘απόκοσμη’ και αντιθετική ομάδα. Σαφέστατα, έχει διατηρήσει την πολωτική της φύση, στέκεται απέναντι από τον κόσμο αγωνιζόμενη να δημιουργήσει νέα διακριτικά σημάδια και να παρεμβάλλει μεγαλύτερη συμβολική απόσταση  μεταξύ αυτής και του κόσμου.

 

Μόνον ο καιρός θα δείξει αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα κάνουν τελικά μεγαλύτερες προσαρμογές στον κόσμο. Προς το παρόν αυτό δεν γίνεται, ούτε μπορεί να γίνει. Οι Μάρτυρες διδάσκονται από τους ηγέτες τους ότι μόνο αυτοί είναι μέλη της καθαρής θεϊκής οργάνωσης η οποία είναι η μόνη που θα περάσει μέσα από τον Αρμαγεδδώνα σε μια ‘νέα τάξη’. Έχουν φτάσει στο σημείο να αισθάνονται ότι δεν έχουν πραγματικά συμφέροντα σε ένα σύστημα το οποίο, μαζί με όλους τους υποστηρικτές του, πολύ σύντομα θα υποστεί καταστροφή στα χέρια ενός εκδικητικού Ιεχωβά που εκπροσωπείται από τον Χριστό και τους αγγέλους του. Μολαταύτα, εάν – όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν – ο χρόνος και η παρούσα ηγεσία της Σκοπιάς περάσουν στην ιστορία και η αποκάλυψη αργήσει και πάλι, θα καταστεί ακόμη πιο δύσκολο για μια νέα γενιά Μαρτύρων να μην επανεκτιμήσουν ολόκληρο το αποκαλυπτικό σχέδιο και μαζί τη στάση τους προς τον υπόλοιπο κόσμο. Προς το παρόν η ηγεσία δεν θα προβεί σε μια ανοιχτή και λογική αντικειμενική μελέτη της δογματικής ιστορίας των Σπουδαστών της Γραφής ή Μαρτύρων, ούτε θα επιτρέψει σε άλλους από το κίνημα να το κάνουν αυτό. Διότι αν επιτρέψει να γίνει κάτι τέτοιο θα υπονομεύσουν τις συγκεκριμένες αξιώσεις της ηγεσίας για πνευματική εξουσία. Συνεπώς, όπως ο Joseph Zygmunt λέει, οι Μάρτυρες είναι τώρα κάπως ‘απόκοσμοι’ ζώντας σε μια διανοητικά και ψυχολογικά απομονωμένη κοινωνία από μόνοι τους.

 

(Σημείωση της ΟΟΔΕ: Όταν έγραφε τα παραπάνω λόγια ο Τζέιμς Πέντον, τότε, το 1983, προφανώς δεν είχε φαντασθεί την «κατρακύλα» που θα ακολουθούσε η εταιρία Σκοπιά στα επόμενα χρόνια μέχρι και σήμερα (2010). Δεν θα μπορούσε να φαντασθεί, ότι μια τόσο διωγμένη από άλλους ομάδα, θα γινόταν τόσο σκληρή και άστοργη ενάντια στα ίδια της τα μέλη, ότι θα δίωκε με τόσο μίσος τα πρώην μέλη της, με την κατάπτυστη μέθοδο της αποκοπής, ότι θα απομόνωνε ακόμα περισσότερο τα θύματά της, ότι θα μετέτρεπε αυτούς τους ζηλωτές διωγμένους σε θρασύδειλους διώκτες των άλλων, που θα έφευγαν πανικόβλητοι απέναντι στην αλήθεια, ότι θα στρέφονταν ενάντια στη μόρφωση και στο Ίντερνετ, και τόσα άλλα που έκαναν αυτή την οργάνωση ένα παράδειγμα προς αποφυγήν στις τελευταίες δεκαετίες).

Μετάφραση από Συνεργάτη

Δημιουργία αρχείου: 8-5-2010.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-3-2017.

ΕΠΑΝΩ