Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Θεολογικά, Μελέτες και Συγγραφείς

Η περί της θεότητος του Ιησού Χριστού διδασκαλία τών Αποστολικών Πατέρων // Ο Ιππόλυτος Ρώμης (170-235 μ.Χ.) και το Τριαδικό Δόγμα // Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα; // Η λατρεία τού Υιού κατά την Καινή Διαθήκη

Τι εννοούσε ο Τερτυλλιανός όταν μιλούσε για χρονική αρχή τού Υιού;

Ανδρέου Θεοδώρου
Τακτικού Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Πηγή: Ιστορία τών δογμάτων Τόμος Α΄. Η ιστορία τού Δόγματος από τών Αποστολικών χρόνων μέχρι της Α' εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Μέρος Δεύτερον. Η ιστορία τού Δόγματος από της εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318. Εκδόσεις Γρηγόρη Σόλωνος 71 Αθήνα.

Ο αναγνώστης τού Τερτυλλιανού εκπλήσσεται, διαβάζοντας να μιλάει ο Τερτυλλιανός για χρονική αρχή τού Υιού, πολύ δε περισσότερο όταν σαφώς ο Τερτυλλιανός μιλάει για το ομοούσιο Πατρός και Υιού, και για την Αγία Τριάδα και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Και κάποιοι Αρειανιστές, κατεφεύγουν σε αυτά τα χωρία, για να "αποδείξουν" ότι οι απόψεις τους για χρονική αρχή τού Υιού, και για το ότι ο Υιός είναι κτίσμα, είχαν τις ρίζες τους σε αρχαιότερους καιρούς πριν από τον Άρειο. Μια προσεκτική ανάλυση όμως τών λόγων τού Τερτυλλιανού, δείχνει διαφορετικά πράγματα, καθώς ο Τερτυλλιανός σε καμία περίπτωση δεν εννοούσε ότι ο Υιός είναι κτίσμα. Αυτό που φαίνεται, είναι ότι δεν είχε κατανοήσει την έννοια τού άχρονου και αναλλοίωτου τού Θεού, και για το λόγο αυτό, θεωρούσε τόσο τον Πατέρα, όσο και τον Θεό Λόγο, ως υποκείμενους σε αλλαγές, όσον αφορά τη μεταξύ τους σχέση, αλλά και τη σχέση τους με την "μετέπειτα" κτίση που έκτισαν. Το παρακάτω απόσπασμα, από βιβλίο τού Ανδρέου Θεοδώρου, είναι επαρκώς διαφωτιστικό τών απόψεων τού Τερτυλλιανού.

δ) Παραλλήλως όμως προς την ενότητα της Θείας Ουσίας ο Τερτυλλιανός εξ ίσου εμφαντικώς εξαίρει και την τριαδικότητα των προσώπων. Αμφοτέρας τας εννοίας ταύτας (ενότητα ουσίας και τριαδικότητα προσώπων) εκφράζει επιτυχώς ο όρος «persona» (πρόσωπον), τον οποίον πρώτος εισήγαγεν ο Τερτυλλιανός εν τη Χριστιανική θεολογία, εν τη οποία και επαγιώθη ούτος οριστικώς. Ο όρος «persona» είναι πολυσήμαντος παρά τω Τερτυλλιανώ.663 Εν τριαδική εννοία λαμβάνεται ούτος ως όρος τεχνικός προς δήλωσιν του πνευματεμφόρου, αυθυποστάτου θείου υποκειμένου, το οποίον ομιλεί και ενεργεί. Ειδικώτερον σημαίνει τα ιδιαίτερα πρόσωπα του Θεού, τα οποία ενούνται εν τη μια και τη αυτή Θεία Ουσία. Δια του όρου «persona» ο Τερτυλλιανός εισήγαγεν εν τη θεολογία τον αντίστοιχον εννοιολογικόν πόλον του όρου «substantia».664
 
Ούτω, κατά τον Τερτυλλιανόν, εν τη μια Θεία Ουσία μετέχουν εν δευτέρα και τρίτη θέσει δύο πρόσωπα (personae), ήτοι ο Υιός και το Πνεύμα (consortes substantiae patris).665 Επομένως εν τω ενί κατ' ουσίαν Θεώ υπάρχουν τρία διακεκριμένα απ’ αλλήλων πρόσωπα (Πατήρ, Υιός και Πνεύμα), υπάρχει ενότης εν Τριάδι (unitas in trinitatem).666 Και πάλιν επαναλαμβάνομεν, η τριαδικότης των προσώπων εν ουδεμία περιπτώσει καταλύει την ενότητα της Θείας Ουσίας.667

ε) Πριν ή ακόμη δημιουργηθεί ο εξωτερικός ούτος κόσμος, ο Θεός υπήρχεν εν εαυτώ. Ήτο μόνος, εν τη εννοία ότι εκτός αυτού ουδέν έτερον υπήρχεν. Εν τούτοις καθ' εαυτόν ο Θεός δεν ήτο μόνος, διότι πάντοτε είχε τον Λόγον αυτού (sermo): «Ante omnia enim Deus erat solus, ipse sibi et mundus et locus et omnia. Solus autem quia nihil aliud extrinsecus praeter ilium. Ceterum ne tunc quidem solus: habebat enim secum quam habebat in semetipso rationem suam» (Adv. Prax. 10).

Εν αρχή όμως ο Λόγος υπήρχεν εσωτερικώς μόνον εν τω Θεώ. Ακολουθών εις τα περί ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου διδάγματα των Απολογητών — ασφαλώς χωρίς να πιέζεται, ως εκείνοι, εκ προϋποθέσεων φιλοσοφικών — ο Τερτυλλιανός εδίδαξεν, ότι ο ενδιάθετος παρά τω Θεώ Λόγος κατέστη προφορικός, μόνον όταν ο Πατήρ απεφάσισε να δημιουργήσει τον εξωτερικόν κόσμον.668 Τότε ο Λόγος εξωτερικεύθη, καταστάς το όργανον της δημιουργίας, δια τού οποίου τα όντα, ενυπάρχοντα απ’ αιώνος εν τω σχεδίω του Θεού, κατέστησαν ορατά και αισθητά. Έκτοτε ο Λόγος κατέστη Υιός του Θεού: «Haec est nativitas perfecta Sermonis, dum ex Deo procedit: conditus ab eo primum ad cogitatum in nomine sophiae: «Dominus condidit me initium νarum». Dehinc generatus ad effectum: «Cum pararet caelum, aderam illi simul». Exinde eum parem sibi faciens, de quo procedendo filius factus est, primogenitus in ante omnia genitus, et unigenitus ut solus a Deo genitus: proprie de vulva cordis ipsius, secundum quod Pater ipse testatur: «Eructavit cor meum sermonum optimum».669 Η είσοδος του Λόγου εις την κατάστασιν της υιότητος δεν σημαίνει βεβαίως τροποποίησιν εις την Θείαν Ουσίαν αυτού, αλλ’ απλώς είσοδον αυτού, εις μίαν νέαν κατάστασιν ζωής, εις εν νέον επίπεδον είναι.

Ως προς την υπόστασιν του Υιού, ο Τερτυλλιανός αποκρούει μετά δυνάμεως την γνώμην των αιρετικών, οι οποίοι, αρνούμενοι την ιδιαιτέραν υποστατικήν οντότητα του Λόγου, εξελάμβανον αυτόν ως μίαν πνοήν αέρος, ως ένα λόγον (ανθρώπινον) προχεόμενον εν τοις εκτός και διαχεόμενον. Αντιθέτως, κατ' αυτόν, ο Υιός αποτελεί δια του γεγονότος της γεννήσεώς του ιδίαν υπόστασιν πραγματικήν και αληθινήν, διάφορον μεν της υποστάσεως του Πατρός (άλλος, alius), όχι όμως και διάφορον της ουσίας αυτού (άλλο, aliud).670 Η ύπαρξις του Λόγου (ως ενδιαθέτου) παρά τω Πατρί είναι αιωνία. Επί του σημείου τούτου ευθυγραμμίζεται ο Τερτυλλιανός προς τα αντίστοιχα διδάγματα των Απολογητών. Είναι όμως εν τω αυτώ μέτρω αιωνία και η κατάστασις αυτού ως Υιού, ως προφορικού δηλονότι Λόγου; Η απάντησις είναι αρνητική. Ο Λόγος ως ενδιάθετος παρά τω Πατρί είναι αιώνιος· ως Υιός όμως καθίσταται τότε μόνον, όταν, προφερόμενος υπό του Πατρός, εξωτερικεύεται προς δημιουργίαν του φυσικού τούτου κόσμου. Μόνον εν τη έννοια ταύτη δύναται να εξηγηθή και το δυσχερές χωρίον του Τερτυλλιανού: «Fuit autem tempus cum et delictum et filius non fuit, quod judicem et qui patrem Dominum faceret» (Adv. Hermog. 3). Ο χρόνος κατά τον οποίον δεν υπήρχεν ο Υιός, είναι ασφαλώς ο χρόνος προ της εις Υιόν εξωτερικεύσεως αυτού παρά του Πατρός. Να ησθάνετο άραγε ο Τερτυλλιανός τας συνεπείας της τοιαύτης περί χρονικότητος του Υιού διδασκαλίας του; Αμφιβάλλομεν. Άλλωστε της Αρειανικής κακοδοξίας διεχωρίζετο ούτος (ως άλλοτε και οι απολογηταί) δια του οξέως τονισμού της κατ' ουσίαν ταυτότητος του Υιού μετά του Πατρός. Ο Υιός του Θεού δεν είναι κτίσμα, αλλά Θεός πραγματικός.

Ο Υιός επομένως του Θεού δεν είναι δημιούργημα του Πατρός. Περί αυτού ο Τερτυλλιανός ουδεμίαν αμφιβολίαν καταλείπει. Κατ' αυτόν ο Πατήρ και ο Υιός είναι φορείς της αυτής Θείας Ουσίας: «Deus ex unitate substantiae» (Apol. 21. Adv. Prax. 25. 26). Εάν δε διαστέλλωνται απ’ αλλήλων, τούτο γίνεται ουχί δια χωρισμού (separatio), αλλά δι’ απλής διακρίσεως (distinctio dispositio = οικονομία). Την ταυτότητα της ουσίας, την ετερότητα των προσώπων και την αιωνίαν σχέσιν μεταξύ Πατρός και Υιού (κατ' επέκτασιν δε και του Αγίου Πνεύματος) ο Τερτυλλιανός σκιαγραφεί δι’ ωραίου παραδείγματος: Η ακτίς η προερχομένη εκ του ηλίου αποτελεί μέρος του όλου ηλίου. Ο ήλιος ευρίσκεται εν τη ακτίνι, διότι η ακτίς ανήκει εις τον ήλιον. Τοιουτοτρόπως η ουσία της ακτίνος δεν αποχωρίζεται της ουσίας του ηλίου. Κατά τον αυτόν τρόπον ό,τι προέρχεται εκ του πνεύματος είναι πνεύμα, και εκ του Θεού Θεός, όπως ό,τι προέρχεται εκ του φωτός είναι φως. Ούτω και ο Λόγος, ως προερχόμενος εκ του Θεού, είναι Θεός, αμφότεροι δε είναι εν.671

 
Σημειώσεις


663. Περί της σημασιολογίας του όρου βλέπε σχετικώς: Schlossmann S., Persona und Πρόσωπον im Recht und im christlichen Dogma. Kiel 1906.
664. K. Wölfl, μν. έργ., σελ. 105.
665. Adv. Prax. 3. PL 2, 158.
666. Adv. Prax. 3. PL 2, 157.
667. «Non enim desinit esse qui habet filium ipse unicus, suo scilicet nomine, quotiens sine Filio nominator cum principaliter determinatur ut prima persona, quae ante Filii nomen erat proponenda quia Pater ante cognoscitur et post Patrem Filius nominatur. Itaque unus Deus Pater et absque eo alius non est. Quod ipse inferens non Filium negat, sed alium Deum; ceterum alius a Patre Filius non est. (Adv. Prax. 18. PL 2, 177).
668.  Adv. Prax. 6.PL 2, 161.
669.  Adv. Prax. 7.PL 2, 161.
670.  «Quaecumque ergo substantia Sermonis fuit, illam dico personam et illi nomen Filii νandico, et Deum Filium agnosco, secundum a Patre defendo… Omne quod ex origine profertur, progenies est, multo magis Sermo Dei, qui etiam proprie nomen Filii accepit. (Adv. Prax. 18. PL 2, 162-163).
671. J. F. Bethunebaker, μν. έργ., σελ. 143.

Δημιουργία αρχείου: 12-2-2011.

Τελευταία ενημέρωση: 12-2-2011.