Πελάγιος Ιστορικό τής αίρεσης τού Πελαγιανισμού
Πηγή: Ορθόδοξη wiki, όπως ήταν στις 27-6-2023. Αναδημοσίευση από: https://el.orthodoxwiki.org |
Πελάγιος αποκαλείται ο Βρετανός ή Ιρλανδός μοναχός[1], ιδρυτής της αιρέσεως του Πελαγιανισμού. Έδρασε κατά τον 4ο και κυρίως 5ο αιώνα, φέρνοντας στο προσκήνιο μία νέα διδασκαλία που αφορούσε το δόγμα της σωτηρίας του ανθρώπου. Ο ίδιος παρότι δεν φαίνεται να επιθυμούσε κάποιο είδος αρχηγίας[2], απασχόλησε τα θεολογικά δρώμενα της Αυτοκρατορίας για περίπου 20 έτη, υποστηρίζοντας πως ο άνθρωπος δύναται να σωθεί μόνο με τη δική του έμφυτη ικανότητα. Τελικώς καταδικάστηκε από τους πάπες Ρώμης[3], αλλά και την εκκλησία της Βορείου Αφρικής, ενώ το κίνημά του, καταδικάστηκε οριστικώς και από την Γ΄ οικουμενική Σύνοδο το 431.
Βίος Το πότε ακριβώς γεννήθηκε δεν είναι γνωστό, αλλά μας είναι γνωστό ότι προερχόταν από τη Βόρεια Ευρώπη, πιθανώς τη Βρετανία, ίσως δε και την Ιρλανδία[4]. Στη Ρώμη μετά βεβαιότητος βρισκόταν ήδη περί το 400 όπου αρχίζει να διδάσκει[5], αλλά η παρουσία στην πόλη, σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, προσδιορίζεται ήδη μεταξύ 380 και 384[6], χωρίς όμως και να είναι απόλυτα βέβαιο[7]. Φαίνεται πως ο ίδιος είχε έρθει ήδη σε επαφή μέσω του Ρουφίνου με το Θεόδωρο Μοψουεστίας, του οποίου και χρησιμοποίησε τη θεολογική μέθοδο και προσέγγιση πάνω στην ερμηνεία των Γραφών. Έτσι ξεκινά συγγραφική δραστηριότητα, η οποία κυρίως εκφράζεται με σχόλια πάνω στις επιστολές του Παύλου. Ο Πελάγιος στη Ρώμη υπήρξε ιδιαίτερα παρορμητικός και ερειστικός, ρέποντας προς ακρότητες, αν και ιδιαίτερα ασκητικός. Η διδασκαλία του ενέπνευσε ιδιαίτερα τα μέλη τη Ρωμαϊκής αριστοκρατίας, εργαζόμενος ως ένα είδος λαϊκού ιεροκήρυκα και ερμηνευτή των Γραφών. Αντιτάχθηκε μάλιστα άμεσα στον αρειανισμό και το μανιχαϊσμό, όπως διαφαίνεται από τα συγγράμματά του[8]. Ο Πελάγιος, αφού κήρυξε τη θεωρία του για δέκα έτη στη Ρώμη, αποφασίζει μαζί με το μαθητή του Κελέστιο κατά την επιδρομή των Βησιγότθων το 409, να κινηθεί προς τη Βόρειο Αφρική για να βρει καταφύγιο. Εκεί προσπαθεί να συναντήσει τον Αυγουστίνο ανεπιτυχώς, αλλά ανταλλάσσουν απόψεις μέσω επιστολών[9]. Οι απόψεις του όμως φαίνεται πως δεν ικανοποιούν τον Αυγουστίνο, ενώ σύντομα ο Παυλίνος Μεδιολάνων καταγγέλλει το σύστημα διδασκαλίας του. Ο Πελάγιος υποχρεώνεται να καταφύγει στα Ιεροσόλυμα, όπου εκθέτει μέρος των απόψεων του, οι οποίες γίνονται αποδεκτές από τον επίσκοπο Ιωάννη, καθώς η διδασκαλία της ατομικής συνεργίας στη σωτηρία, ήταν μία διδασκαλία η οποία δεν ήταν άγνωστη στην Ανατολή[10]. Εκεί μάλιστα αναμιγνύεται ενεργά με τη διαμάχη ωριγενιστών και αντιωριγενιστών[11]. Η αποδοχή αυτή όμως επιφέρει αναστάτωση στη Β. Αφρική, όπου συγκαλείται σύνοδος το 411, καταδικάζοντας τις απόψεις του. Συνάμα καταγγέλλεται ο Πελάγιος στον Ιωάννη Β΄ Ιεροσολύμων. Ο Ιωάννης καλεί τελικώς σύνοδο το 415, αλλά οι υπερβολικές κατηγορίες που αποδίδουν στον Πελάγιο δεν τον δυσκολεύουν αφενός μεν να τις αναθεματίσει, αφετέρου να συντάξει απολογητικό σύγγραμμα εναντίον τους, εκθέτοντας τη διδασκαλία του. Η σύνταξη συγγράμματος οδηγεί την εκκλησία της Καρχηδόνας σε νέα σύνοδο και καταδίκη του Πελαγιανισμού. Ο Πελάγιος στο σύγγραμμα αυτό μάλιστα φαίνεται να διαφοροποιείται σχετικώς από τον Κελέστιο, δίχως όμως να αποφύγει και την καταδίκη[12]. Αυτό συμβαίνει καθώς πλέον οι αποφάσεις της συνόδου είναι θεμελιωμένες στις απόψεις του Πελαγίου, όπως αυτές διαφαίνονται στο σύγγραμμα "Περί ελευθέρας βουλήσεως", με αποτέλεσμα ο Ιννοκέντιος Α΄ Ρώμης να αποδεχτεί τις αποφάσεις τους. Ο Καιλέστιος, ηγέτης πλέον του Πελαγιανισμού κινείται στη Ρώμη για να αναστρέψει το κλίμα και εκεί τελικά βρίσκει νέο Πάπα το Ζώσιμο, ο οποίος δεν δείχνει να έχει σαφή άποψη περί του θέματος, με αποτέλεσμα να πειστεί από Λίβελο που του παραδίδει ο ίδιος. Η αντίδραση της συνόδου της Καρθαγένης το 418 είναι σφοδρή. Καταγγέλλεται στον Αυτοκράτορα τόσο ο Πελάγιος, όσο και ο Καιλέστιος, και τελικά καταδικάζονται και εξορίζονται από τον Αυτοκράτορα Ονώριο, ενώ ο Ζώσιμος ανακαλεί την απόφασή του[13]. Μετά την απόφαση αυτή, ο Πελάγιος κινείται στην Παλαιστίνη προσπαθώντας να βρει υποστηρικτές, κάτι που δεν το καταφέρνει. Τα βήματα του Πελαγίου πλέον χάνονται, ενώ θεωρείται πως ο ίδιος περί το 420 πρέπει να έχει ήδη πεθάνει[14].
Συγγράμματα Ο Πελάγιος δε μπορούμε να ισχυριστούμε πως ανήκει στους επιφανείς συγγραφείς, αλλά άφησε πολλά σύντομα κείμενα, τα οποία υπεράσπιζαν τις ηθικοθεολογικές του απόψεις[15]. Η καταδίκη του όμως, όπως και τον ακολούθων του, δυσκόλεψε την κυκλοφορία και διάσωση των συγγραμμάτων του. Έτσι άλλα χάθηκαν, ενώ άλλα αποδοθήκαν σε έτερους συγγραφείς, διασωζόμενα αποσπασματικά σε αντιπελαγιανικά κείμενα[16]. Μακροχρόνιες έρευνες όμως ταυτοποίησαν κείμενά του, έστω και αν σε μερικά υπάρχουν ακόμα σοβαρές ενστάσεις από ερευνητές. Τα κείμενά του διαχωρίζονται συμβατικός σε ερμηνευτικά, θεολογικά, ασκητικοηθικά και επιστολικά. Αποτελούν συνήθως σύντομες επιστολικές διατριβές και τα σημαντικότερα είναι το De natura και De libero arbitio: "Expositiones XIII epistularum Pauli": Σχόλια στις επιστολές του Παύλου, Πλην την προς Εβραίους "Epistula ad Demetriadem": Κείμενο προς μοναχή, η οποία ήταν πρώην αριστοκράτισσα "Liber de induratione cordis Pharaonis". "De vita christiana": "De virginitae": "De divina lege": "Libellus fidei": "De naruta": Περί Φύσεως "Liber testimoniorum" ή "Eclogarum liber": "De fide Trinitatis" ή "De Trinitae": Περί Τριάδος "De Libero arbitrio": Περί αυτεξουσίου "Expositio interlinearis libri lob": "Epistulae": Διάφορες επιστολές προς μαθητές του
Διδασκαλία Η διδασκαλία του Πελαγίου άρχεται από τη διδασκαλία του Θεοδώρου Μοψουεστίας σχετικά με τη δύναμη της ελεύθερης βούλησης στη σωτηρία του ανθρώπου[17]. Η διδασκαλία του όμως προσδιορίστηκε επιπρόσθετα από τη πολεμική που ανέπτυξε ο Αυγουστίνος με το δόγμα του απόλυτου προορισμού[18]. Έτσι ο ίδιος δημιούργησε ένα νέο σωτηριολογικό οικοδόμημα όπου η βάση του είναι απόλυτη δυνατότητα της ατομικής φύσεως για δικαίωση, αδιάφορα από τη θεία χάρη και τη συνεργία του Αγίου Πνεύματος. Στη σκέψη του Πελάγιου είναι φανερός επίσης ο προβληματισμός του ηθικού ετεροπροσδιορισμού των Μανιχαίων, αλλά και των Στωικών, του Ρουφίνου, του Ωριγένους και του Πλωτίνου, με αποτέλεσμα να αντιτάξει την απόλυτη ελευθερία της βουλήσεως[19]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η θεολογία του να εκκινά από το ζήτημα των πρωτοπλάστων και του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Αυγουστίνος ήδη με τη θεολόγηση του απόλυτου προορισμού είχε αναιρέσει την ελευθερία της βούλησης του ατόμου και έτσι ξεκίνησε να διδάσκει τη διαφορετικότητα των απόψεών του. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πελάγιο ο άνθρωπος είναι φύσει ικανός να πράττει το καλό και να ακολουθεί το θέλημα του Θεού, έχοντας επίκτητη από το Θεό ικανότητα[20]. Ο άνθρωπος δηλαδή έχει την ικανότητα της αυτοσωτηρίας. Αυτό σημαίνει για τον Πελάγιο πως το προπατορικό αμάρτημα έχει συνέπειες μόνο για τους πρωτόπλαστους και όχι για τους απογόνους του, που δε φέρουν ευθύνη για το συμβάν αυτό. Καλό, είναι η φυσική κατάσταση της ψυχής ισχυρίζεται ο Πελάγιος, η οποία έχει τη δυνατότητα του καλού και του κακού και άρα η θεία χάρη απλώς αφανίζει την τάση στην ψυχή να αμαρτάνει. Ο Χριστός είναι ένα καλό παράδειγμα, το οποίο αντισταθμίζει το παράδειγμα του Αδάμ[21]. Οι απόψεις αυτές είναι οπωσδήποτε μετριοπαθέστερες από του Κελεστίου, ο οποίος προσέδωσε μία πιο ακραία τάση στο σύστημα του Πελαγίου. Έτσι σε απολογητικό σύγγραμμα του μετά την σύνοδο της Διόσπολης υποστηρίζει πως το να στρέφεται ο άνθρωπος προς το Θεό το έλαβε από τον ίδιο τον θεό, πως η θεία χάρη παρέχει διευκόλυνση στην ελεύθερη βούληση και δύναμη στο μη αμαρτάνειν, ενώ τόνισε πως η θεία χάρη δεν ταυτίζεται με το φυσικό νόμο. Η προσευχή και τα μυστήρια είναι απαραίτητα. Τελικά όμως φτάνει να υποστηρίζει πως ο θάνατος είναι φυσικό φαινόμενο για τον άνθρωπο[22] και θα συνέβαινε και στον Αδάμ, ανεξάρτητα από το προπατορικό αμάρτημα[23]. Πέραν των προλεγομένων ο Πελάγιος απολυτοποιούσε και το φαινόμενο της παρθενίας το οποία χαρακτήριζε ως φυσική ροπή του ανθρώπου που όλοι μπορούν να το ακολουθήσουν.
Σημειώσεις 1. ΘΗΕ, τ. 10, σελ. 255 2. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Γ΄, σελ. 229 3. Ιννοκέντιο Α΄, Ζώσιμο, Βονιφάτιο Α΄, Κελεστίνο 4. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 229 5. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 255 6. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 230 7. Δημήτριος Τσάμης, Εκκλησιαστική Γραμματολογία και κείμενα πατερικής γραμματείας, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 170 8. Στ. Παπαδόπουλος, πατρολογία, σελ. 231 9. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 256 10. Β. Στεφανίδης, ο.π., σελ. 251 11. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 231 12. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 232 13. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 256 14. Βλ. Φειδάς, Εκκλ.ιστορία Α΄, σελ. 560 15. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 233 16. ο.π. 17. Π. Χρήστου, Εκκλ. Γραμματολογία, σελ. 255 18. ο.π. 19. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 230 20. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 230 21. Στ. Παπαδόπουλος, ο.π., σελ. 231 22. Π. Χρήστου, Εκκλ. γραμματολογία, σελ. 256 23. ΘΗΕ, ο.π., σελ. 257 |
Δημιουργία αρχείου: 27-6-2023.
Τελευταία μορφοποίηση: 27-6-2023.