Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Σωτηριολογικά θέματα

Τα σκυλιά τής Αποκάλυψης * Σκιά, εικόνα, δούλοι και τέκνα * Το "κατ' εικόνα" ως κοινή κληρονομιά τής ανθρωπότητας * Διαφορά καλού ανθρώπου και αγίου * Πώς ο κατ' εικόνα τού Θεού άνθρωπος γίνεται καθ' ομοίωσιν εν Αγίω Πνεύματι Αγίου Ειρηναίου τής Λυών * Σωτηρία αλλοδόξων και αλλοθρήσκων

Οι άνομοι θα απωλεσθούν;

Διαχρονικές Πατερικές ερμηνείες Αγιογραφικών εδαφίων

Παναγιώτης Ι. Μπούμης

Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών

Ερώτηση:

Οι διάφοροι εθνικοί (λαοί) και οι ειδωλολάτρες θα απολεσθούν, δεν θα σωθεί κανένας;

 

Απάντηση:

Δικαιολογείται αυτή η εναγώνια ερώτηση, γιατί πράγματι η Αγ. Γραφή λέει: «Όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται, και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται» (Ρωμαίους 2,12). Τίθεται δηλαδή το ερώτημα: Οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες και άλλοι λαοί, οι οποίοι δεν έχουν ούτε το νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, τον Ιουδαϊκό, ούτε το νόμο της Χάριτος, της Καινής Διαθήκης, της Χριστιανικής αγάπης, δεν θα κριθούν αναλόγως, αλλά θα καταδικασθούν, θα τιμωρηθούν, θα απολεσθούν οπωσδήποτε[1];

Και η ερώτηση αυτή είναι αρκετά δικαιολογημένη, γιατί, εκτός άλλων λόγων, φαίνεται, πώς το χωρίο αυτό έρχεται σε αντίθεση και προς άλλα χωρία-θέσεις του ίδιου του Απ. Παύλου, στην ίδια μάλιστα επιστολή προς Ρωμαίους, που διακηρύσσουν: «Ου δε ουκ εστίν νόμος ουδέ παράβασις» (Ρωμαίους 4,15) και «Αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όντος νόμου» (Ρωμαίους 5,13). Μάλιστα από το φαινόμενο αυτό πολλοί προχείρως ή αυθορμήτως θα κατηγορούσαν τον Απ. Παύλο ότι φάσκει και αντιφάσκει.

Προς λύση του προβλήματος κατ' αρχάς ανατρέχουμε ενδεικτικώς σε γνώμες και ερμηνείες ορισμένων παλαιοτέρων και νεωτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων της Εκκλησίας, για να δούμε πώς εννόησαν το χωρίο αυτό.

Έτσι, ο Μέγας Βασίλειος (;)[2] παρατηρεί: «Και στήσει εις κρίσιν τον λαόν τον Ισραηλιτικόν (όσοι γαρ εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται), τους δε λοιπούς λαούς ουκέτι· διότι όσοι ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται· και, Οι ασεβείς ουκ αναστήσονται εν κρίσει[3], αλλ' εν κατακρίσει»[4].

Με το ότι ο Μέγας Βασίλειος (;) προσθέτει το «αλλ' εν κατακρίσει» και δεν αρκείται στο «εν κρίσει» του Ψαλμού (1,5) σημαίνει ότι τους άνομους λαούς και ασεβείς θεωρεί καταδικασμένους[5], όχι απλώς «υπό κρίσιν» («εις κρίσιν»),όπως τον Ισραηλιτικό λαό.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διαφοροποιούμενος, υποστηρίζει: «Ο μεν γαρ Έλλην ανόμως κρίνεται- το δε, Ανόμως, ενταύθα ου το χαλεπώτερον, άλλα το ημερώτερον λέγει· τουτέστιν, ουκ έχει κατηγορούντα τον νόμον. Το γαρ, Ανόμως, τουτέστι, χωρίς της εξ εκείνου κατακρίσεως, φησίν, από των της φύσεως λογισμών καταδικάζεται μόνον. Ο δε Ιουδαίος εννόμως, τουτέστι, μετά της φύσεως και του νόμου κατηγορούντος»[6].

Βλέπουμε ότι ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί και για τον Έλληνα το «κρίνεται». Πλην όμως δεν παραλείπει και το «καταδικάζεται».

Ο μεταγενέστερος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας (Αχρίδος) γράφει: «Οι μεν γαρ Έλληνες, φησίν, ανόμως ήμαρτον, τουτέστι, χωρίς της από του νόμου κατηχήσεως· δια και ανόμως απολούνται, τουτέστι, κολασθήσονται ελαφρότερον, μη έχοντες τον νόμον κατηγορούντα- το γαρ, "ανόμως", χωρίς της εκείνου κατακρίσεως, εστίν. Ο δε Ιουδαίος εννόμως ήμαρτεν· ό εστί, μετά της από του νόμου κατηχήσεως· διό και εννόμως κριθήσεται, αντί του, κατακριθήσεται, του νόμου σφοδροτέρως αυτώ επικειμένου και κατηγορούντος, και μείζονα την καταδίκην ποιούντος»[7].

Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας μεταφράζει παραδόξως το «απολούνται» με το «κολασθήσονται ελαφρότερον». Αντιθέτως και επίσης παραδόξως προκειμένου περί των Ιουδαίων αντικαθιστά το «κριθήσεται» δια του «κατακριθήσεται».

Περαιτέρω ο Τρίκκης Οικουμένιος συνοψίζει το πρόβλημα του χωρίου ως εξής: «Πώς επί μεν του Έλληνος, απολούνται, είπεν, επί δε του Ιουδαίου, Κριθήσονται; Των το μεν αναμφίβολον κακόν είναι δοκεί, το δε αμφίβολον; Αλλά πρόσχες: Κρίμα ενταύθα το κατάκριμα λέγει, τουτέστι την αναμφίβολον απώλειαν δηλοί· αλλά ένι τιμωρία παρά τιμωρίαν, και τα δύο ουκ αμφίβολον απωλείας»[8].

Αφού εκθέτει αυτά, ακολούθως παραθέτει και την άποψη του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, γράφοντας: «Άλλως, ενταύθα ου μόνον ιστοτιμίαν δείκνυσιν Ιουδαίου τε και Έλληνος, αλλά και πολύ τον Ιουδαίον βαρούμενον από της του νόμου δόσεως. Ο μεν γαρ Έλλην ανόμως κρίνεται. Το δε, ανόμως, ενταύθα ου το χαλεπώτερον, αλλά το ημερώτερον λέγει, τουτέστιν, ουκ έχει κατηγορούντα τον νόμον. Το γαρ, ανόμως, τουτέστι, χωρίς της εκείνου κατακρίσεως, από των της φύσεως λογισμών καταδικάζεται μόνον, ο δε Ιουδαίος εννόμως, τουτέστι, μετά της φύσεως και του νόμου κατηγοροϋντος»[9].

Διαπιστώνουμε δηλονότι ότι από τη μια μεριά σημειώνει ότι το μεν «απολούνται» είναι αναμφίβολο κακό και το «κριθήσονται» αμφίβολο ως προς το αποτέλεσμα, από την άλλη εξισώνει το «κρίνεται» (ή «κρίμα») με το «καταδικάζεται» (ή «κατάκριμα»), για να μιλήσει και εδώ περί αναμφίβολου κακού και για τους Ιουδαίους.

Ακολούθως ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός φαίνεται να υιοθετεί την καταδίκη και την απώλεια του Εθνικού, λέγοντας: «Ο μεν γαρ Έλλην αμαρτήσας ανόμως, ήγουν χωρίς νόμου γραπτού, μη έχων νόμον παιδεύοντα, ανόμως και απόλειται· τουτέστι χωρίς κατακρίσεως, της εκ του νόμου, μη έχων κατηγορίαν, από μόνον δε των της φύσεως λογισμών καταδικαζόμενος»[10].

Δεν γνωρίζουμε πώς κρίνουν και πώς εκτιμούν τις εν λόγω ερμηνείες σύγχρονοι ερμηνευτές.

Πάντως ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας μάλλον διαφοροποιείται μεταφράζοντας πιστώς το κείμενο και λέγοντας: «Και δι' αυτό όσοι ημάρτησαν χωρίς να έχουν λάβει νόμον γραπτόν, αυτοί θα καταδικασθούν εις απώλειαν χωρίς να έχουν κατήγορον τον νόμον τούτον. Και όσοι ημάρτησαν, ενώ είχε δοθή εις αυτούς νόμος γραπτός, αυτοί επί τη βάσει του νόμου τούτου θα κριθούν»[11].

Παρομοίως αποδίδει το «απολούνται» και ο διαπρεπής θεολόγος Ιωάννης Κολιτσάρας, λέγοντας: «Θα καταδικασθούν εις απώλειαν»[12].

Στην παλαιότερη μετάφραση των αειμνήστων τεσσάρων καθηγητών Β. Βέλλα, αρχιμ. Ευ. Αντωνιάδου, Αμώς Αλιβιζάτου και Γερ. Κονιδάρη διαβάζουμε στην κατά λέξη μετάφραση: «Όσοι αμάρτησαν χωρίς τον νόμον, χωρίς τον νόμον και θα απολεσθούν, και όσοι αμάρτησαν ενώ ήσαν υπό τον νόμον θα κριθούν με τον νόμον»[13].

Και στη μετάφραση των σύγχρονων τεσσάρων καθηγητών Γ. Γαλίτη, Ιωάννη Καραβιδόπουλου, Ιωάννη Γαλάνη και Π. Βασιλειάδη έχουμε: «Έτσι, λοιπόν, όσοι αμάρτησαν χωρίς να ξέρουν το νόμο του Θεού, θα καταδικαστούν όχι με κριτήριο το νόμο. Κι από την άλλη, όσοι αμάρτησαν γνωρίζοντας το νόμο, θα δικαστούν με κριτήριο το νόμο»[14].

Εμφανής είναι η προσπάθεια των νεωτέρων καθηγητών να αποφύγουν το ρήμα-έκφραση «θα απολεσθούν», το οποίο χρησιμοποιούν οι παλαιότεροι τέσσερεις καθηγητές. Αντί τούτου χρησιμοποιούν την παλαιότερη έκφραση των Παν. Τρεμπέλα - Ιωάννη Κολιτσάρα «θα καταδικαστούν», χωρίς όμως να προσδιορίζουν σε τι θα καταδικασθούν. Παραλείπουν δηλαδή Το «εις απώλειαν» εκείνων. Πάντως και αυτοί δέχονται το «καταδικασθούν» περί των «άνομων» και όχι το «δικασθούν» ή το «κριθούν», το οποίο δέχονται περί των «εν νόμω». Αλλά το «καταδικασθούν» είναι, νομίζουμε κι εμείς, σκληρότερο του ουδετέρου ή του απλού «δικασθούν», το οποίο έχει αμφίβολο το αποτέλεσμα της δίκης.

Ίσως αξίζει εδώ να μεταφέρουμε και την ερμηνεία του αειμνήστου καθηγητού Βασ. Τσάκωνα, που υπομνημάτισε το χωρίο αυτό και που λέει: «Οι Εθνικοί, ως μη όντες κάτοχοι του Νόμου, θα κριθούν άνευ του νόμου, δηλαδή του Μωσαϊκού εν προκειμένω, και θα τιμωρηθούν, ενώ οι Ιουδαίοι θα κριθούν αναλόγως της τηρήσεως ή μη του Νόμου»[15]. Δηλαδή και ο Β. Τσάκωνας θεωρεί μάλλον ως δεδομένη την καταδίκη των «άνομων» εθνικών, αφού λέει «θα κριθούν… και θα τιμωρηθούν», ενώ για τους Ιουδαίους δέχεται ότι «θα κριθούν αναλόγως».

Όλα αυτά, όλες αυτές οι ερμηνευτικές διαφορές και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ερμηνευτών δείχνουν τη δυσχέρεια της ερμηνείας του εν λόγω χωρίου.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, έχουμε τη γνώμη ότι, για να προσεγγίσουμε ορθώς το νόημα του δύσκολου και «δια το απειλητικόν του ύφους» αυτού χωρίου, θα πρέπει να προσέξουμε και τα προηγούμενα και τη συνέχεια της επιστολής αυτής του Απ. Παύλου. Άλλωστε έχουμε και την προτροπή του ιστ' κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος ορίζει: «Πρόσεχε ουν ακριβώς τη Γραφή και αυτόθεν ευρήσεις την λύσιν του ζητήματος»[16].

Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, αυτή τη μεθοδολογική αρχή. Έτσι εντύπωση προξενούν τα εξής:

1. Στους προηγούμενους στίχους 9-10 λέει: «θλίψις και στενοχώρια επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον και Έλληνος· δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι».

Ίσως αναλογισθεί κάποιος ότι αυτά ισχύουν για τους εξ Ελλήνων (από εθνικούς) Χριστιανούς, επειδή λέει: «δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν… Και Έλληνι», και όχι αδιακρίτως και για τους μη Χριστιανούς Εθνικούς[17].

Νομίζουμε όμως ότι τίποτε δεν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι αυτή η δόξα, η τιμή και η ειρήνη ανήκουν και αναφέρονται και στον Εθνικό, ο οποίος πράττει το αγαθό και ας μην είναι βαπτισμένος Χριστιανός.

Πάντως υπέρ αυτής της απόψεως τάσσεται και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ερωτώντας και λέγοντας: «Ποίον Ιουδαίον ενταύθά φησιν, ή περί ποίων Ελλήνων διαλέγεται;» Και απαντά: «Των προ της του Χριστού παρουσίας». Και λίγο πιο κάτω προσθέτει: «Έλληνας δε ενταύθά φησιν, ου τους είδωλολατρούντας, αλλά τους θεοσεβούντας, τους τω φυσικώ πειθομένους νόμω, τους πλην των Ιουδαϊκών παρατηρήσεων πάντα τα προς ευσέβειαν συντελούντα διατηρούντας· οίοι ήσαν οι περί τον Μελχισεδέκ, οίος ην ο Ιώβ, οίοι ήσαν οι Νινευίται, οίος ην ο Κορνήλιος»[18].

Έκτος τούτου σχεδόν τα ίδια επαναλαμβάνουν και οι Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης[19] και Ιωάννης ο Δαμασκηνός[20] και Θεοφύλακτος Βουλγαρίας[21].

Επίσης μπορεί να ισχυρισθεί άλλος ότι αυτές οι δωρεές, της δόξας, της τιμής και της ειρήνης, αποδίδονται ως αμοιβές στην παρούσα ζωή και δεν αναφέρονται ως απόλαυση της αποκτήσεως της ουρανίου βασιλείας.

Πλην όμως νομίζουμε ότι και η κατωτέρω παρατήρηση του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, έστω εμμέσως, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι «η δόξα, η τιμή και η ειρήνη» του εν λόγω στίχου δεν αναφέρονται στην παρούσα μόνο ζωή, αλλά και στη μέλλουσα κρίση και ζωή. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Ενταύθα (στη γη) μεν γαρ, όσα αν τις έχη καλά, μετά πολλών έχει ταραχών, καν πλούσιος ή, καν δυνάστης, καν βασιλεύς· καν μη προς έτερον, προς γουν εαυτόν διαστασιάζει πολλάκις, και πολύν εν τοις λογισμοίς έχει πόλεμον εκεί (στον ουρανό) δε ουδέν τοιούτον, αλλά πάντα γαληνά και ταραχής απηλλαγμένα, και γνησίαν έχοντα την ειρήνην»[22]. Και ο Βασ. Τσάκωνας επίσης σχολιάζει: «Τόσον η θλίψις και η στενοχώρια, όσον και η δόξα, τιμή και ειρήνη (στχ. 10) αποτελούν εσχατολογικούς όρους και αναφέρονται εις την μέλλουσαν κρίσιν του Θεού… Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει, ότι αι καταστάσεις αύται δεν αποτελούν και παρούσας πραγματικότητας… Και ολοκληρούται η απονομή των ποινών ή αμοιβών κατά τας εσχάτας ημέρας, ότε ο Θεός θα έλθη «κρίναι ζώντας και νεκρούς»[23].

Μετά από όλα αυτά θα έλεγε κάποιος ότι και πολλοί εθνικοί, παρ' όλο που δεν έχουν γραπτό νόμο (π.χ. από τον Μωυσή), δεν θα απολεσθούν, δεν θα καταδικασθούν.

Επομένως θα διερωτάτο αυτός ο κάποιος: Πώς μπορεί από τη μια μεριά ο Απ. Παύλος να γράφει αυτά τα επαινετικά για τον Έλληνα-Εθνικό, και από την άλλη να διακηρύσσει ότι όσοι αμάρτησαν ανόμως, χωρίς νόμο (της Παλαιάς ή της Καινής Διαθήκης) θα απολεσθούν; Μήπως, λοιπόν, κάτι άλλο συμβαίνει, κάτι άλλο θέλει να τονίσει ο Απ. Παύλος; Μήπως κάτι άλλο υποκρύπτεται; Μήπως κάποιο άλλο νόημα έχει ο στίχος «όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται, και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται»;

Ας προχωρήσουμε και στους επόμενους στίχους της επιστολής, όπως προδιαγράψαμε προηγουμένως. Ίσως να βοηθήσουν στη διαλεύκανση του θέματος.

2. Πράγματι στο στ. 13 λέει: «Ου γαρ οι ακροαταί νόμου δίκαιοι παρά [τω] Θεώ, αλλ' οι ποιηταί νόμου δικαιωθήσονται». Εδώ ο Απ. Παύλος ομιλεί για ποιητές, για εφαρμοστές-τηρητές νόμου, κάποιου νόμου, (όχι του Νόμου, π.χ. της Π. Διαθήκης), ασχέτως, θα λέγαμε, αν έχουν ακούσει κάποιο νόμο. Επομένως μας οδηγεί σε κάποια ορισμένη άλλη εκδοχή νόμου. Τούτο φαίνεται καλλίτερα στον επόμενο στίχο 14.

3. Πράγματι στο στίχο αυτό, που ορίζει «Όταν γαρ έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιώσιν, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισιν νόμος», αναφέρει και φέρνει ως παράδειγμα αορίστως Έθνη, όχι όλα τα Έθνη, γιατί δεν λέει «τα Έθνη», αλλά απλώς «έθνη»[24], τα οποία πράττουν τα του νόμου. Εννοεί προφανώς (τους) εθνικούς, οι οποίοι εκ φύσεως πράττουν («ποιώσιν») τα του νόμου, χωρίς να έχουν ακούσει προφορικώς ή να έχουν λάβει γραπτώς κάποιο (Μωσαϊκό ή Χριστιανικό) νόμο.

Άρα εννοεί κάποιο έμφυτο φυσικό νόμο, γι' αυτό λέει: «Ούτοι (οι εθνικοί) νόμον (προφορικώς ή γραπτώς ή εξ αποκαλύψεως) μη έχοντες εαυτοίς εισιν νόμος». Στους εαυτούς τους, «μέσα τους υπάρχει νόμος»[25]. Υπαινίσσεται προφανώς τον έμφυτο ηθικό νόμο, τον «εν ταις καρδίαις αυτών» υπάρχοντα. Τούτο το γεγονός ενισχύεται και από τον ακόλουθο στίχο 15, όπου εκθέτει και τη λειτουργία αυτού του φυσικού έμφυτου νόμου και λέει:

4. «οίτινες ενδείκνυται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων».

Και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος υποστηρίζει και λέει ότι ο Απ. Παύλος βάσει των χωρίων αυτών ήθελε «δείξαι, ότι αυτοδίδακτον είχον νόμον… Τον της φύσεως νόμον» και οι εθνικοί[26].

Επομένως και οι εθνικοί και οι ειδωλολάτρες έχουν κάποιο νόμο μέσα τους, στις καρδιές τους, πράγμα το οποίο μαρτυρεί και η συνείδηση ή αλλιώς η ύπαρξη της συνειδήσεώς τους. Βάσει αυτού του νόμου, των υποδείξεων του έμφυτου αυτού, φυσικού, εν τη καρδία του ανθρώπου, νόμου, η συνείδησή του μαζί και το λογικό του κρίνει, κατηγορεί και απολογείται για τις πράξεις του. Ή αλλιώς οι λογισμοί του κατηγορούν και απολογούνται με κριτή τη συνείδηση του.

Μετά την παράθεση των στίχων αυτών και των σχετικών σχολιασμών, δικαίως θα επρόβαλλε κάποιος το ερώτημα: Τότε, γιατί λέει ο στίχος 12 «όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται»; Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν νόμο, αφού όλοι, και οι εθνικοί, έχουν λάβει τον έμφυτο ηθικό νόμο;

Η απάντηση νομίζουμε είναι η εξής: Ο Απ. Παύλος προφανώς μιλάει για εκείνους τους εθνικούς, για τους ανθρώπους γενικώτερα, οι οποίοι έχουν διαγράψει, έχουν απομακρυνθεί και από τον έμφυτο ηθικό νόμο, ή αλλιώς τον έχουν καταπατήσει ή τον έχουν εξουδετερώσει, τον έχουν νεκρώσει, και επομένως δεν έχουν νόμο. Είναι χωρίς νόμο, είναι άνομοι, ζουν ανόμως, είναι πεπωρωμένοι. Αυτοί φυσικά θα απολεσθούν. Και μάλιστα οι ίδιοι καταδικάζουν και οδηγούν τον εαυτό τους στην απώλεια (παράβαλλε τη μέση φωνή απολούνται).

Ήδη ο Απ. Παύλος άλλου κάνει λόγο για ανθρώπους, οι οποίοι έχουν «αναίσθητη και ανάλγητη, σαν καυτηριασμένη, τη συνείδησή τους»[27], για ανθρώπους «που έχουν πωρωμένη τη συνείδησή τους»[28]. Επίσης, ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης μας δίνει μία αρκετά χαρακτηριστική και ενισχυτική πρόταση-εικόνα, η οποία είναι σχετική με το υπ' όψη πρόβλημα και η οποία έχει ως εξής: «Ει πάλαι είχεν η τών ανθρώπων φύσις τα εις καλοκαγαθίαν σπέρματα (διό και τίνες μεν γεωργήσαντες [= καλλιεργήσαντες] αυτά, διέλαμψαν, τινές δε νεκρώσαντες, δίκην έδοσαν)…»[29]. Το εντός της παρενθέσεως κείμενο λέει: Όσοι καλλιέργησαν τα καλά σπέρματα, τα οποία είχε η ανθρώπινη φύση, διέπρεψαν και δοξάσθηκαν, όσοι όμως τα νέκρωσαν, τιμωρήθηκαν[30]. Μας λέει δηλαδή ότι εκείνοι που νέκρωσαν τα καλά του έμφυτου ηθικού νόμου δεν κρίθηκαν απλώς, αλλά κατακρίθηκαν.

Ωσαύτως ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας σχετικώς παρατηρεί με ένα επίσης υποθετικό λόγο: «Ει γαρ ο Έλλην δια το μη υπό της κρίσεως και του φυσικού νόμου παιδευθήναι, κατακρίνεται· πολλώ μάλλον ο Ιουδαίος μετά τούτων (μετά τούτο) και την από του νόμου παιδαγωγίαν λαβών»[31].

Επομένως και ο Θεοφύλακτος συμφωνεί ότι (και) ο Εθνικός, ο οποίος δεν παιδαγωγείται υπό της συνειδήσεως του και του έμφυτου φυσικού νόμου, αλλά αφήνει τον εαυτόν του να οδηγηθεί στην αναλγησία και στην πώρωση, αλλιώς στη νέκρωση της συνειδήσεώς του, δεν κρίνεται απλώς, αλλά κατακρίνεται, δεν δικάζεται, αλλά καταδικάζεται, τιμωρείται. Εφ' όσον καταργεί και νεκρώνει και τον έμφυτο ηθικό νόμο, εφ' όσον αμαρτάνει με ασυδοσία, οδηγείται στο θάνατο, στην απώλεια.

Έχουμε τη γνώμη ότι και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης και ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας γράφουν τα ανωτέρω επηρεαζόμενοι από το «όσοι ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται». Ίσως δε και από το ψαλμικό «οι ασεβείς ουκ αναστήσονται εν κρίσει» (1, 5), ερμηνεύοντάς το κατά τα ανωτέρω[32].

Αλλά το κρίσιμο μετά το ανωτέρω ερώτημα είναι: Πόσο εναργής, και πόσο αμετάβλητος, πόσο αναλλοίωτος και πόσο αδιάφθορος έχει διατηρηθεί στις καρδιές, στην ψυχή του κάθε ανθρώπου, ο έμφυτος ηθικός νόμος, όπως επίσης και η ικανότητα της συνειδήσεως και του λογικού του να κρίνει ορθώς και να πράττει το αγαθό μετά την πτώση, ώστε να μην απολεσθεί;

Όπως είναι γνωστό, μετά την πτώση του ανθρωπίνου γένους στο προπατορικό αμάρτημα έχουμε την αμαύρωση του «κατ' εικόνα» και απώλεια της αρχέγονης δικαιοσύνης[33]. Ήδη ο Απ. Παύλος διαπιστώνει: «Συνήδομαι (= ευχαριστούμαι) γαρ τω νόμω του Θεού (του νοός) κατά τον έσω άνθρωπον, βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσίν μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντά με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσίν μου» (Ρωμαίους 7,22-23).

Επίσης ο Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Των τε γαρ καλών εσμεν επιθυμητικοί φυσικώς, ει και ότι μάλιστα άλλω άλλο φαίνεται καλόν»[34]. Που σημαίνει ότι στον ένα φαίνεται τούτο καλό και στον άλλο, άλλο. Παρομοίως και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί: «Η μεν γαρ βούλησις, έμφυτον και παρά Θεού η δε τοιάδε βούλησις, ημέτερον και της γνώμης ημών»[35]. Δέχεται δηλαδή και αυτός ότι η βούληση διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, αφού εξαρτάται και από τις απόψεις του καθενός.

Και επανερχόμεθα στον Μέγα Βασίλειο, γιατί πιο κατηγορηματικά γράφει άλλου: «Το εκ προαιρέσεως κατορθούμενον και φυσικώς ημίν ενυπάρχει, τοις γε μη εκ πονηρίας τους λογισμούς διαστραφείσιν»[36]. Και εδώ ο Μέγας Βασίλειος δέχεται ότι ο έμφυτος ηθικός νόμος φυσικώς υπάρχει μέσα μας, αλλά παρατηρεί συγχρόνως, σε εκείνους ασφαλώς οι οποίοι δεν έχουν διαστραφεί. Εδώ λίγο ακόμη και θα είχαμε κι άλλη μαρτυρία για την πώρωση και νέκρωση της συνειδήσεως, για την οποία είδαμε να μιλάει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης.

Γι' αυτό χρειάσθηκε και γι' αυτό χρειάζεται ο ευαγγελισμός του ανθρώπου. Γι' αυτό και ο Απ. Παύλος μετά τα περί νόμου αμαρτίας, που αντιστρατεύεται το νόμο του Θεού και αιχμαλωτίζει το νου και το είναι του ανθρώπου, λέει με θλίψη: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος· τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμαίους 7,24). Και απαντάει με πίστη και ελπίδα αμέσως μετά: «Χάρις δε τω Θεώ δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών» (Ρωμαίους 7,25). Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολουθεί και διακηρύσσει: «Καρδίαν γαρ θεραπεύσαι εκείνος μόνος δύναται ο πλάσας καταμόνας τας καρδίας ημών, και συνιείς πάντα τα έργα ημών αυτός δύναται εις το συνειδός ημών εισελθείν, και της διανοίας άψασθαι, και παρακαλέσαι την ψυχήν»[37].

 

Μετά τα ανωτέρω θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο εξής σύντομο και επιγραμματικό συμπέρασμα: Και τα έθνη, οι εθνικοί, θα κριθούν, δεν θα απολεσθούν αυτοδικαίως ή βάσει του έμφυτου ηθικού νόμου, αλλά βεβαίως με την προϋπόθεση ότι δεν θα τον έχουν νεκρώσει, δεν θα τον έχουν εξουδετερώσει, δεν θα τον έχουν απολέσει.

Εάν μάλιστα αυτόν τον φυσικό νόμο θα φροντίζουν να τον καλλιεργούν και να τον βελτιώνουν, τότε θα γίνουν κριταί, «μέτρο κρίσεως», και των Ιουδαίων, γιατί όχι και των Χριστιανών. Ο ίδιος ο Κύριος προειδοποιεί για το τελευταίο τούτο: «Άνδρες Νινευίται αναστήσονται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρινούσιν αυτήν, ότι μετενόησαν εις το κήρυγμα Ιωνά, και ιδού πλείον Ιωνά ώδε» (Ματθαίος 12,41). Και προσθέτει: «Βασίλισσα νότου εγερθήσεται εν τη κρίσει μετά της γενεάς ταύτης και κατακρίνει αυτήν, ότι ήλθεν εκ των περάτων της γης ακούσαι την σοφίαν Σολομώνος, και ιδού πλείον Σολομώνος ώδε» (Ματθαίος 12,42).

Εκτός δηλαδή του έμφυτου ηθικού νόμου οι Νινευΐτες υπάκουσαν και σε κάποιο άλλο ηθικό κήρυγμα μετανοίας, η δε βασίλισσα της Αιθιοπίας φρόντισε να πληροφορηθεί και κάτι πιο ανώτερο ή εξ αποκαλύψεως, και γι' αυτό θα καταλάβουν και τη θέση του κριτή. Επομένως δεν έφθανε, δεν φθάνει ο έμφυτος ηθικός νόμος. Δεν επαρκεί… Και μάλιστα ακαλλιέργητος.

Συνεπώς και οι εθνικοί και οι ειδωλολάτρες έχουν καθήκον να αναζητήσουν, να ανατρέξουν, να ανεύρουν την πηγή της αλήθειας και του αγαθού. Και αντιστρόφως και οι Χριστιανοί έχουν καθήκον να τρέξουν, να πορευθούν προς όλα τα έθνη (Ματθαίος 28,19), για να κηρύξουν το ευαγγέλιο της σωτηρίας, το οποίο είναι «πλείον» του κηρύγματος του Ιωνά, ή της σοφίας του Σολομώντος. Να το βιώσουν και να το μεταδώσουν. (Παράβαλλε Ματθαίος 5,19).

«Ιδού δέδωκα ενώπιόν σου θύραν ηνεωγμένην», λέει ο Κύριος (Αποκ. 3,8).

 

Σημειώσεις


[1] Το ερώτημα αυτό μοιάζει με εκείνο που επρόβαλε ο βασιλιάς των Γεράρων Αβιμέλεχ προς τον Θεό: «Κύριε, έθνος αγνοούν και δίκαιον απολείς;» (Γεν. 20,4).

[2] Θέτουμε ερωτηματικό, γιατί το εν λόγω κείμενο περιλαμβάνεται στα αμφιβαλλόμενα έργα του Μεγ. Βασιλείου.

[3] Παράβαλλε Ψαλμοί 1,5. Ο αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλος, Οι Ψαλμοί, Αθήναι 1965, σελ. 22, λέει: «Το ουκ αναστήσονται δεν αντιφέρεται κατά του Ιωάν. 5,29, καθ' ό και οι τα φαύλα πράξαντες εκπορεύσονται εις ανάστασιν κρίσεως, αλλά δεν θα δυνηθούν να σταθούν όρθιοι ενώπιον τον δικαστού, του Θεού, λόγω της ενοχής των».

[4] Μεγ. Βασιλείου, Ερμηνεία εις τον προφήτην Ησαΐαν (αμφιβ.) 120, Patrologia Graeca (PG) 30,312Β, ή ΒΕΠΕΣ 56,133.

[5] Με αυτό ενισχύεται και η ερμηνευτική παρατήρηση του αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακοπούλου στον εν λόγω ψαλμικό στίχο που είδαμε στην υπ' αριθμ. 3 υποσημείωση.

[6] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, ομιλ. 5,4, PG 60,428.

[7] Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, Προς Ρωμαίους επιστολής εξήγησις, PG 124,369AΒ.

[8] Οικουμενίου Τρίκκης, Παύλου Επιστολή προς Ρωμαίους, PG 118,356ΑΒ.

[9] Οικουμενίου Τρίκκης, όπου παρ., PG 118,356Β.

[10] Ευθυμίου του Ζιγαβηνού, Ερμηνεία εις τας ΙΔ΄ Επιστολάς του Αποστόλου Παύλου και εις τας Ζ' Καθολικάς, υπό Νικηφόρου Καλογερά (αρχιεπ. Πρώην Πατρών), τόμ. Α', εν Αθήναις 1887, σελ. 27.

[11] Παν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης, τόμ. Α', Αθήναι 19562, σελ. 52-53.

[12] Ιωάννης Κολιτσάρα, Η Καινή Διαθήκη. Αι Επιστολαί και η Αποκάλυψις. Κείμενον-Ερμηνευτική απόδοσις, Αθήναι 19715, σελ. 22.

[13] Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπον κείμενον με νεοελληνικήν μετάφρασιν. («Αποστολική Διακονία»), Αθήναι 19923, σελ. 301.

[14] Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη Δημοτική, εκδ. «Βιβλική Εταιρεία», Αθήνα 1989, σελ. 300-301.

[15] Βασ. Τσάκωνα, Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους επιστολήν του Αποστόλου Παύλου, Μέρος Α', Αθήναι 1993, σελ. 136.

[16] Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Δ', Αθήνησι 1854, σελ. 136.

[17] Παράβαλλε γνώμη του ιερού Αυγουστίνου, σύμφωνα με την οποία «τα «έθνη» του στίχου 14 αναφέρονται στους Εθνικούς Χριστιανούς (Βασ. Τσάκωνα, όπου παρ., σελ. 140).

[18] Ιωάννης Χρυσοστόμου, όπου παρ., ομιλ. 5,3, PG 60,426.

[19] «Έλληνας δε ενταύθά φησιν, ου τους ειδωλολάτρας, αλλά τους ευσεβείς, τους εν τω εμφύτω πολιτευόμενους νόμω, τους άνευ των Ιουδαϊκών παρατηρήσεων πάντα τα προς ευσέβειαν βλέποντα παραφυλάσσοντας· οίοι ήσαν Μελχισεδέκ, Ιώβ, Κορνήλιος» (Ισιδώρου Πηλουσιώτου, επιστ. 4,61, PG 78,1120Β).

[20] «Έλληνας δε μη τους ειδωλολάτρας λάμβανε, αλλά τους θεοσεβείς· οίος ην ο Μελχισεδέκ, Νινευίται, ο Ιώβ, ο Κορνήλιος» (Ιωάννου Δαμασκηνού, εις προς Ρωμαίους επιστολήν, PG 95,453D).

[21] «Έλληνας ενταύθα λέγει, ου τους ειδωλολάτρας, αλλά τους θεοσεβούντας και τους τω φυσικώ πειθομένους νόμω, και ευσεβούντας χωρίς νόμου· οίος ο Μελχισεδέκ, οίος ο Ιώβ, οίοι οι Νινευίται, οίος ο Κορνήλιος· ύστερον ωσαύτως και Ιουδαίους, τους προ της Χριστού παρουσίας» (Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, όπ. παρ., PG 124,368BC).

[22] Ιω. Χρυσοστόμου, όπ. παρ., ομιλ. 5,4, PG 60,427.

[23] Βασ. Τσάκωνα, όπ. παρ., σελ. 134.

[24] Παράβαλλε Βασ. Τσάκωνα, όπ. παρ., σελ. 137.

[25] Παράβαλλε Γ. Γαλίτη κ.ά., Η Καινή Διαθήκη, σελ. 301.

[26] Ιωάννου Χρυσοστόμου, εις τους αδριάντας, δ΄, PG 49,133-134: «Επειδή γαρ πολλοί των Ελλήνων αντιλέγειν έμελλον, και λέγειν ότι, Πώς κρίνει ο Θεός τους ανθρώπους τους προ Μωυσέως; ου νομοθέτην έπεμψεν, ου νόμον εισήνεγκεν, ου προφήτην απέστελεν, ουκ Απόστολον, ουκ Ευαγγελιστήν πώς ουν ευθύνας απαιτεί; βουλόμενος ο Παύλος δείξαι, ότι αυτοδίδακτον είχον νόμον, και τα πρακτέα σαφώς ήδεσαν, άκουσον πώς φησιν: Όταν γαρ έθνη, τα μη νόμον έχοντα, φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισί νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών. Πώς χωρίς γραμμάτων; Συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων, ή και απολογουμένων εν ημέρα, ότε κρίνει ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το ευαγγέλιόν μου δια Ιησού Χριστού… Ουκ είχον νόμον γραπτόν, τον δε της φύσεως νόμον είχον».

[27] Παράβαλλε Α' Τιμ. 4,2, και Ιωάννη Κολιτσάρα, όπου παρ., σελ. 245.

[28] Γ. Γαλίτη, κ.ά., όπου παρ., σελ. 418.

[29] Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Επιστολών Βιβλίον Β΄, 2, PG 78,456Β.

[30] Παράβαλλε Δημ. Δημητράκου, Μ. Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. Γ, Αθήναι 1939, σελ. 1986 και σελ. 2018-2019 και Ιωάννης Ρώσση, Λεξικόν ανωμάλων Ρημάτων, εν Αθήναις 194715, σελ. 58 (δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι).

[31] Θεοφύλακτου Βουλγαρίας, όπ. παρ., PG 124,368Β.

[32] Παράβαλλε υποσ. 3.

[33] Παράβαλλε Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Αθήναι 1959, σελ. 545 και εξής

[34] Μεγ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Ερώτ. Β΄,1, PG 31,909Β, ή ΒΕΠΕΣ 53,148,36-37.

[35] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους, ομιλ. 13,2, PG 60,510.

[36] Μεγ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος, Ερώτ. Β΄,2, PG 31,912Α, ή ΒΕΠΕΣ 53,149,24-25.

[37] Ιωάννης Χρυσοστόμου, Περί μετανοίας και ευχής, ομιλ. 4,4, PG 49,304.

Δημιουργία αρχείου: 7-11-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-11-2022.

ΕΠΑΝΩ