Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ψυχοθεραπευτικά

Τι είναι τα πάθη * Ο Χριστιανός και τα πάθη * Αίρεση και ψυχοπαθολογία * Πάθη δικαιοσύνης και πάθη σωτηρίας * Να μην χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε * Διαίρεση και εξέλιξη τών παθών

Θεραπεία τών παθών

Πνευματικοί γιατροί και συνταγές

Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

 

Πηγή: Ιεροθέου Βλάχου: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" σελίδες 225-245.  7η Έκδοση.

 

Έχοντας συνειδητοποιήσει την μεγάλη καταστροφή που προξενούν σε όλη την ύπαρξη τα πάθη, πρέπει να προχωρήσουμε στο θέμα της θεραπείας. Αυτό είναι το βασικό σημείο του παρόντος κεφαλαίου και θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή. Γιατί πολλοί από μας γνωρίζουμε ότι είμαστε ασθενείς, έχουμε την αίσθηση της πνευματικής ασθενείας, αλλ’ αγνοούμε παντελώς ή εν μέρει τον τρόπο θεραπείας. Νομίζω ότι η Ορθοδοξία, η οποία είναι θεραπευτική επιστήμη, πρέπει να αναπτύσση τέτοια θέματα που είναι πολύ σύγχρονα. Έχουμε την βεβαιότητα ότι ένα από τα μηνύματα που πρέπει να προσφέρη η Ορθόδοξη Εκκλησία στον σύγχρονο παραπαίοντα κόσμο είναι το μήνυμα της ασθενείας και συγχρόνως της θεραπείας. Με αυτά θα ασχοληθούμε στα επόμενα.

Κατ’ αρχάς πρέπει να κάνουμε μερικές διευκρινήσεις. Η μια ότι η θεραπεία των παθών είναι κυρίως η μεταμόρφωση των παθών, όπως προηγουμένως περιγράψαμε. Αφού τα απαθή πάθη, τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη, έχουν διαστραφή, είναι επόμενο, δεχόμενοι την θεραπευτική αγωγή, να τα μεταστρέψουμε. Αυτό είναι κυρίως η θεραπεία των παθών. Ο αββάς Ποιμήν ανέφερε στον αββά Ισαάκ «ημείς ουκ εδιδάχθημεν σωματοκτόνοι, αλλά παθοκτόνοι» (είναι)[73]. Το παθοκτόνοι πρέπει να το εννοήσουμε με την έννοια ότι μεταστρέφουμε τα πάθη. Μια άλλη παρατήρηση είναι ότι οι Πατέρες στα έργα τους παρουσιάζουν πολλή θεραπευτική αγωγή. Διαβάζοντας κανείς τα κεφάλαια περί αγάπης του αγίου Μαξίμου θα δη ότι υπάρχει πολύ θεραπευτικό υλικό. Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν θέλησα να διαβάσω το έργο αυτό νόμιζα ότι θα εύρισκα μερικούς κανόνες για την αγάπη και περιγραφή της αξίας της αγάπης. Αλλά αμέσως παρατήρησα ότι δίδει περισσότερη προσοχή ο άγιος Μάξιμος στο θέμα των λογισμών, των παθών και της θεραπείας των παθών. Δίδει μεγάλη βαρύτητα στην θεραπεία του ανθρώπου, γιατί η αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο είναι «έκγονος απαθείας». Μια καρδιά που κυριαρχείται από πάθη είναι αδύνατον να αγαπά. Επίσης μια άλλη παρατήρηση είναι ότι οι άγιοι Πατέρες, ομιλούντες για την θεραπεία του ανθρώπου, εκθέτουν τις βασικές αρχές. Δηλαδή έχουν υπ’ όψη τους τον καθολικό άνθρωπο και δίδουν διάφορες συνταγές ή τρόπους θεραπείας. Εμείς στην συνέχεια θα τα αναφέρουμε αυτά, αλλά υπογραμμίζουμε ότι ο κάθε άνθρωπος χρειάζεται την δική του θεραπευτική μέθοδο. Αυτήν την μέθοδο την δίδει ο διακριτικός και πεπειραμένος θεραπευτής σ’ αυτόν που προέρχεται να ρωτήση με ταπείνωση, υπακοή και διάθεση θεραπείας. Επομένως στο σημείο αυτό θα παρατεθούν οι γενικοί κανόνες θεραπευτικής αγωγής. Ο κάθε άνθρωπος την δική του θεραπεία πρέπει να εξασκήση κάτω από πνευματική καθοδήγηση συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών».

Η θεραπεία των ασθενειών της ψυχής μας, που είναι τα πάθη, είναι αναγκαία και απαραίτητη. Ήδη αυτό το είδαμε στα προηγούμενα. Εντοπίσαμε την παραμορφωτική κατάσταση που δημιουργούν τα πάθη μέσα μας. Σ’ αυτό αναφέρονται πολλά χωρία της Αγίας Γραφής.

Ο Απόστολος Παύλος στους Κολοσσαείς δίδει την εξής παραγγελία: «νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρεία... νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών∙ μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν» (Κολ. γ’, 5-10).

Κατά τον άγιο Μάξιμο, ο Απόστολος ονόμασε εδώ γη το φρόνημα της σαρκός. Πορνεία την κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Μια συγκατάθεση που πραγματοποιείται και γίνεται αμαρτία λέγεται κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Ακαθαρσία είναι η συγκατάθεση. Πάθος ονόμασε τον εμπαθή λογισμό. Κακή επιθυμία ονόμασε ο Απόστολος «την ψιλήν του λογισμού και επιθυμίας παραδοχήν». Πλεονεξία δε «την γεννητικήν τε και αυξητικήν του πάθους ωνόμασε ύλην». Αυτά που είναι μέλη του φρονήματος της σαρκός πρέπει να νεκρωθούν[74]. Όταν αυτά νεκρωθούν, και θα δούμε πιο κάτω με ποιο τρόπο, και μεταμορφωθούν, δηλαδή προσφερθούν στον Θεό, τότε αποβάλλεται ο παλαιός άνθρωπος με τις πράξεις και τις επιθυμίες και ενδύεται ο νέος άνθρωπος, που γίνεται κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού, δηλαδή γίνεται πρόσωπο.

Σε άλλη επιστολή ο πνευματέμφορος Απόστολος δίδει τις ίδιες παραγγελίες: «πορνεία δε και πάσα ακαθαρσία ή πλεονεξία μηδέ ονομαζέσθω εν υμίν, καθώς πρέπει αγίοις, και αισχρότης και μωρολογία ή ευτραπελία, τα ουκ ανήκοντα, αλλά μάλλον ευχαριστία» (Εφεσ. ε’, 3-5).

Και σε άλλη επιστολή γράφει: «μη γινώμεθα κενόδοξοι, αλλήλους προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες» (Γαλ. ε’, 26).

Όλα αυτά δείχνουν την αναγκαιότητα της θεραπείας. Οι Χριστιανοί, ως κατοικητήρια του Παναγίου Τριαδικού Θεού, δεν πρέπει να είναι ακάθαρτοι, ή μάλλον για να γίνουν ναός του Αγίου Πνεύματος και να κατοική μέσα ο Θεός πρέπει προηγουμένως να καθαρθούν πνευματικά και αφού γίνουν ναός του Αγίου Πνεύματος πρέπει να τον διατηρούν καθαρό.

Αυτό άλλωστε δείχνει και τον σκοπό της θεραπείας. Δεν αγωνιζόμαστε απλώς να γίνουμε καλοί άνθρωποι, προσαρμοσμένοι στην κοινωνία. Δηλαδή ο σκοπός της θεραπευτικής αγωγής δεν είναι να κάνη τους ανθρώπους κοινωνικούς και να ικανοποιήση μια ανθρωποκεντρική αγωγή, αλλά να τους οδηγήση στην κοινωνία με τον Θεό και αυτή η θέα του Θεού να μη γίνη φωτιά που θα τους κατακαύση, αλλά φως που θα τους φωτίση. Οι Πατέρες γνωρίζουν σαφώς τον σκοπό αυτό της θεραπευτικής αγωγής, αλλά γνωρίζουν ακόμη και τον σκοπό που τοποθετούν διάφοροι άνθρωποι. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι άλλοι από τους ανθρώπους απομακρύνονται από τα πάθη «δια φόβον ανθρώπινον», άλλοι δια την εγκράτειαν, και άλλοι ελευθερώνονται από τα πάθη «δια θείων κριμάτων»[75]. Ακόμη ο αββάς Δωρόθεος εντοπίζει το θέμα στο ότι δεν πρέπει να θέλη κανείς την απαλλαγή του πάθους, «ως θέλοντα φυγείν την θλίψιν αυτού, αλλά ακριβώς μισούντα αυτό, ως λέγει «τέλειον μίσος εμίσουν αυτούς»[76]. Οι άγιοι γνωρίζουν ότι μερικοί θέλουν να απαλλαγούν από τα πάθη γιατί αυτά προξενούν πολύ πόνο. Αλλά αυτό δεν είναι ο αληθινός σκοπός της ορθόδοξης θεραπευτικής αγωγής. Βασικός σκοπός είναι να φθάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό. Βέβαια γνωρίζουμε καλά ότι υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία διάφορες πνευματικές ηλικίες και καταστάσεις. Μερικοί, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες, τηρούν τον λόγο του Θεού από τον φόβο της Κολάσεως, άλλοι για να κερδίσουν τον Παράδεισο και άλλοι το κάνουν από αγάπη προς τον Χριστό. Οι πρώτοι είναι δούλοι, οι δεύτεροι μισθωτοί και οι τρίτοι είναι παιδιά του Θεού. Δεχόμαστε αυτές τις πνευματικές ηλικίες, αλλά τονίζουμε ότι αγωνιζόμαστε να φθάσουμε στην τρίτη κατηγορία. Απαιτείται μια συνεχής θεραπεία και του σκοπού της αγωγής.

Είναι ανάγκη να τονισθή ότι η θεραπεία των παθών δεν είναι έργο μόνον του ανθρώπου ή μόνον του Θεού. Πρέπει να συνεργήσουν και οι δυο. Δηλαδή και ο Θεός και ο άνθρωπος. Αυτή είναι η συνέργεια Θεού και ανθρώπου. Τα πάντα μέσα στην Εκκλησία μας είναι Θεανθρώπινα. Κατ’ αρχάς πρέπει να δοθή η Χάρη του Χριστού. Η κάθαρση του ανθρώπου, που είναι θεραπεία, γίνεται με την ενέργεια του Χριστού, η οποία προσφέρεται με όλη την πνευματική ζωή την οποία ζη ο Χριστιανός μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος συχνά στις επιστολές τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Ο άνθρωπος που ζη εν σαρκί έχει μέσα του την ενέργεια των παθών. Όταν όμως δεχθή την Χάρη του Χριστού, τότε ελευθερώνεται από τον παλαιό αυτό κόσμο, τον κόσμο της αμαρτίας. «Ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί, τα παθήματα των αμαρτιών τα δια του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω∙ νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος» (Ρωμ. ζ’, 5-6).

Μόνον οι άνθρωποι του Χριστού, οι ζώντες εν Χριστώ, απαλλάσσονται από την σάρκα και την επιθυμία της σαρκός, που συνιστούν τον κόσμο της αμαρτίας: «οι δε του Χριστού την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις. Ει ζώμεν πνεύματι, πνεύματι και στοιχώμεν» (Γαλ. ε’, 24-25). Όταν ο άνθρωπος περιπατή εν πνεύματι, δηλαδή όταν έχη την Χάρη του Τριαδικού Θεού, τότε θεραπεύεται εσωτερικά: «λέγω δε, πνεύματι περιπατείτε και επιθυμίαν σαρκός ου μη τελέσητε... ει δε Πνεύματι άγεσθε, ουκ εστέ υπό νόμον» (Γαλ. ε’, 16-18). Και ξέρουμε καλά ότι έργα της σαρκός είναι όλα τα πάθη, όπως σημειώσαμε προηγουμένως (βλ. Γαλ. ε’, 19-21).

Το να πολεμήσουμε με τα πάθη και την αμαρτία, το «αντιπαλαίσαι, το αντιμαχεσθήναι, δείραι, δαρήναι» είναι δικό μας έργο, αλλά το «εκριζώσαι» τα πάθη, ουσιαστικά το να μεταμορφώσουμε τα πάθη, είναι έργο του Θεού. Όπως δεν μπορεί ο άνθρωπος να δη χωρίς τον οφθαλμό και να μιλήση χωρίς την γλώσσα ή να ακούση χωρίς τα αυτιά ή να περιπατήση χωρίς πόδια ή να εργασθή χωρίς χέρια, έτσι δεν μπορεί «άνευ Ιησού σωθήναι ή εισελθείν εις βασιλείαν ουρανών»[77]. «Το μεν γαρ αντιλέγειν τη αμαρτία δύναται η ψυχή, άνευ δε Θεού νικήσαι ή εκριζώσαι το κακόν ου δύναται»[78].

Η αίσθηση της αγάπης του Θεού, που είναι κοινωνία με την Χάρη του Θεού, και η αγάπη η δική μας προς τον Θεό, που είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, είναι εκείνα που μεταμορφώνουν και θεραπεύουν τα πάθη. Το να νεκρώσουμε το παθητικό της ψυχής δεν σημαίνει το να το κλείσουμε «αργόν και ακίνητον εν εαυτοίς», δηλαδή να μη διαπράττουμε την αμαρτία, αλλά να το μεταθέσουμε από την σχέση του προς την πονηρία «εις την προς Θεόν αγάπην»[79]. Αλλά αυτή η μετάθεση προς την αγάπη του Θεού δεν γίνεται χωρίς την βίωση της αγάπης. Πάντως όταν ο άνθρωπος φλέγεται από την αγάπη προς τον Θεό, που είναι θεία έμπνευση, τότε μεταμορφώνεται όλος ο εσωτερικός κόσμος, πυρούται από την θεία Χάρη και αγιάζεται. «Η του Θεού αγάπη κρατήσασα, λύει αυτόν (δηλ. τον νουν) των δεσμών, καταφρονείν πείθουσα ου μόνον των αισθητών πραγμάτων, αλλά και αυτής ημών της προσκαίρου ζωής»[80]. Με αυτά φαίνεται ότι η θεραπεία των παθών επιτυγχάνεται, όταν ενεργή η θεία Χάρη, η αγάπη του Θεού. Αυτή η θεία Χάρη προσφέρεται δια των αγίων Μυστηρίων. Ιδίως θέλουμε να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι η θεία Ευχαριστία και η κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού βοηθά αποτελεσματικά τον άνθρωπο στην προσπάθεια να καθαρίση την ψυχή του. Η θεία Κοινωνία είναι φάρμακο αθανασίας.

Αλλά πέρα από την δύναμη του Χριστού, που παίζει σπουδαιότατο ρόλο, πρέπει να συνεργήση και η ανθρώπινη θέληση. Αν δεν γίνη αυτό, τότε ο άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατον να νικήση τα πάθη, ουσιαστικά να νικήση τους δαίμονας, αφού «ο νικήσας τα πάθη, τιτρώσκει δαίμονας»[81], και «οίου πάθους περιγένηταί τις, τούτου και τον δαίμονα απελαύνει»[82]. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να δούμε αυτήν την συνέργεια της ανθρωπίνης θελήσεως.

Χρειάζεται πρωτίστως η αυτογνωσία. Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε την κατάστασή μας την πνευματική. Η άγνοια της ασθενείας μας καθιστά αιωνίως αθεραπεύτους. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιω. α’, 8).

Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός περιγράφοντας τις οκτώ πνευματικές θεωρίες, από τις οποίες οι πρώτες επτά είναι αυτού του αιώνος, ενώ η ογδόη του μέλλοντος αιώνος, ως Δευτέρα γνώση θεωρεί «την γνώσιν των ημετέρων πταισμάτων και των του Θεού ευεργεσιών»[83]. Δηλαδή η αυτογνωσία, η γνώση των αμαρτιών μας και των παθών μας είναι θεωρία του Θεού.

Επειδή συμπλέκεται η υπερηφάνεια με την ανδρεία, γι’ αυτό «έργον ημίν έστω αένναον, μηδέ ψιλή εννοία λογίζεσθαι ημάς το οιονούν κεκτήσθαι αγαθόν», δηλαδή πρέπει συνεχώς να αποφεύγουμε και τον πιο μικρό λογισμό ότι αποκτήσαμε το αγαθό[84]. Οι Πατέρες γνωρίζουν, από την μεγάλη πνευματική πείρα που διαθέτουν, ότι τα «τεκμήρια» των παθών, δηλαδή τα σημάδια των παθών, δεν είναι εύκολο να διαγνώσουμε ακριβώς, επειδή είμαστε άρρωστοι και έχουν ενωθή με την φύση μας. Γι’ αυτό συνιστούν να ζητούμε επιμελώς την εύρεση των παθών. «Ζήτει και των παθών απαύστως τα τεκμήρια, και τότε πολλά τούτων ευρήσεις ενόντα σοι»[85]. Είναι αναγκαίο σε όλα τα πάθη και σε όλες τις αρετές, κυρίως όμως στα πάθη, να εξετάσουμε, «εαυτούς συζητούντες», «που τυγχάνομεν∙ εν αρχή, ή εν μεσότητι, ή εν τέλει»[86]. Είναι απαραίτητο να γίνεται αυτό γιατί η πνευματική ζωή είναι μια διαρκής πορεία και η θεραπεία είναι ατέλεστη. Διαρκώς καθαριζόμαστε για να φθάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό. Ακόμη είναι απαραίτητο, γιατί η στασιμότητα και η αυτάρκεια ελλοχεύουν διαρκώς στην πορεία μας την πνευματική.

Ακόμη η αυτογνωσία είναι απαραίτητη γιατί στον άνθρωπο υπάρχουν τρεις καταστάσεις∙ «έστιν ο ενεργών το πάθος και έστιν ο ιστών αυτό και έστιν ο εκριζών αυτό»[87]. Δηλαδή δεν φθάνει με διάφορα θεραπευτικά μέσα να σταματήσουμε το πάθος να ενεργή, αλλά πρέπει να το μεταμορφώσουμε σε αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Για να γίνεται καλή αυτογνωσία χρειάζεται ησυχία εξωτερική. Πρέπει να σταματήσουμε την κατ’ ενέργειαν αμαρτία. Όσο λειτουργούν σαρκικά οι αισθήσεις είναι αδύνατη η αυτογνωσία. «Χρη ουν τηρείν τον νουν επί των πραγμάτων και γνώναι προς ποίον έχει το πάθος»[88].

Η αυτογνωσία των παθών μας συνδέεται στενώτατα με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Άλλωστε ο πρώτος βαθμός μετανοίας είναι η γνώση των αμαρτιών μας, η αίσθηση των ασθενειών της ψυχής και εξωτερίκευση της μετανοίας είναι η εξομολόγηση του πταίσματος. Ο λόγος εδώ είναι για την ιερά εξομολόγηση.

Βέβαια πρέπει να παρατηρηθή ότι στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων υπάρχουν δύο είδη εξομολογήσεως. Πρώτον είναι η νοερά εξομολόγηση που κάνουμε προσευχόμενοι προς τον Θεό και δεύτερον η εξομολόγηση που κάνουμε στον πνευματικό ιατρό, που είναι και θεραπευτής μας. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, μιλώντας για την κατάνυξη και οριοθετώντας την έννοιά της, λέγει ότι κατάνυξη είναι «αένναος συνειδότος βασανισμός, δια νοεράς εξαγορεύσεως την ανάψυξιν του πυρός της καρδίας πραγματευόμενος»[89]. Η νοερά εξομολόγηση δημιουργεί κατάνυξη και η κατάνυξη παρηγορεί την καρδιά του ανθρώπου. Πέρα από αυτά, η εξομολόγηση είναι μετάνοια ακράτητη και ολοκληρώνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας. Είναι το πένθος της καρδιάς, που δημιουργεί «λήθη φύσεως». Εξομολόγησίς εστι, λήθη φύσεως∙ είπερ επελάθετό τις εκ τούτου του φαγείν τον άρτον αυτού»[90]. Πρέπει, κατά τον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, να προσφέρουμε σύντονη και αδιάλειπτη εξομολόγηση στον Δεσπότη Χριστό και για τα ακούσια αμαρτήματα και να μη σταματήσουμε, έως ότου «πληροφορηθή η συνείδησις ημών εν δακρύω αγάπης περί της τούτων αφέσεως»[91]. Πέρα από αυτό ο άγιος προτρέπει να προσέχουμε πολύ μήπως η συνείδησή μας «ψεύσηται εαυτήν υπονοήσασα αρκούντως εξομολογήσασθαι τω Θεώ»[92]. Το γράφει αυτό γιατί, προσευχόμενοι στον Θεό και εξολογούμενοι τις αμαρτίες μας, πολλές φορές πράττουμε πλημμελώς αυτό το έργο και έτσι ζούμε σε μια αυτάρκεια, ότι εξομολογηθήκαμε τις αμαρτίες μας. Αυτό είναι ψευδαίσθηση του εαυτού μας. Χρειάζεται, επομένως, διαρκώς να είμαστε εν ετοιμότητι, γιατί εάν δεν εξομολογούμαστε πρεπόντως, τότε θα μας καταλάβη «δειλία άδηλος εν τω καιρώ της εξόδου ημών»[93].

Η εξομολόγηση στον Θεό δια της προσευχής δεν καταργεί την εξομολόγηση των αμαρτιών μας στον πνευματικό πατέρα, ούτε η εξομολόγηση στον πνευματικό θεραπευτή αναιρεί την εξομολόγηση δια της προσευχής. Είναι απαραίτητο να είναι συνδεδεμένοι και οι δύο τύποι εξομολογήσεως. Πάντως μετά την εξομολόγηση δια της προσευχής χρειάζεται και η προσέλευση σε πνευματικό. Σ’ αυτούς έχει δώσει ο Θεός το δικαίωμα της αφέσεως των αμαρτιών: «λάβετε Πνεύμα Άγιον∙ αν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ’, 22-23). Από το χωρίο αυτό φαίνεται καθαρά «όσης τους ιερείς τιμής η του Πνεύματος ηξίωσε χάρις»[94]. Οι ιερείς, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, ζώντες στην γη, «τα εν ουρανοίς διοικείν επετράπησαν», αφού «άπερ αν εργάσωνται κάτω οι ιερείς, ταύτα ο Θεός άνω κυροί και την των δούλων γνώμην ο Δεσπότης βεβαιοί»[95]. Γι’ αυτό χρειάζεται να καταφεύγουμε για την θεραπεία μας στους πνευματικούς ιατρούς. «Προ πάντων εξομολογησώμεθα τω καλώ ημών δικαστή και μόνω». Ακόμη κι αν ο καλός δικαστής μας παραγγέλη να εξομολογηθούμε μπροστά σε όλους πρέπει να το  κάνουμε γιατί η βασική αρχή είναι ότι τραύματα που αναγγέλλονται θεραπεύονται. «Μώλωπες γαρ θριαμβευόμενοι, ου προκόψουσιν επί το χείρον, αλλ’ ιαθήσονται»[96]. Βέβαια για να επιτευχθή η θεραπεία είναι απαραίτητος ο καλός ιατρός. Όλοι οι πνευματικού μπορούν να τελέσουν το Μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως, αλλά δεν μπορούν όλοι να θεραπεύσουν, επειδή δεν έχουν την πνευματική ιερωσύνη, όπως έχουμε αναπτύξει σε άλλο κεφάλαιο.

Αν «η των σωματικών νοσημάτων διάγνωσις» είναι σφαλερά και σε ολίγους «εύγνωστος», πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με τις πνευματικές ασθένειες. «Σφαλερωτέρα και πολλώ μάλλον ή εκείνη, η των ψυχικών». Άλλωστε τα πάθη της ψυχής είναι «δυσκατανόητα»[97]. Όταν ένας ιερεύς προβάλη αδυναμία θεραπείας, τότε πρέπει να καταφεύγουμε σε άλλον, γιατί «χωρίς ιατρού σπάνιοι οι θεραπευόμενοι»[98].

Η αξία της εξομολογήσεως έχει επισημανθή και από πολλούς συγχρόνους ψυχιάτρους. Είναι πολύ βασικό ο άνθρωπος να ανοίγεται, να μη κλείνεται στον εαυτό του. Στην εκκλησιαστική γλώσσα λέμε ότι, όταν ο άνθρωπος ξέρη να ανοίγεται στον Θεό, δια του πνευματικού, μπορεί να αποφύγη πολλά ψυχικά νοσήματα και αυτήν ακόμη την τρέλλα. Αισθανόμαστε την αξία της εξομολογήσεως στην πράξη. Δηλαδή μια υπάρχουσα αμαρτία μας κουράζει και σωματικά. Βιώνουμε την αδυναμία ακόμη και του σώματος. Όταν αποφασίζουμε να εξομολογηθούμε, τότε αρχίζει το στάδιο της θεραπείας. Γαλήνη κατακλύζει την ψυχή και το σώμα. Αλλά βέβαια χρειάζεται να κάνουμε σωστή εξομολόγηση.

Επειδή ο διάβολος γνωρίζει την αξία της εξομολογήσεως, γι’ αυτό κάνει τα πάντα να μας πείση ή να μη εξομολογούμαστε ή να κάνουμε αυτό το έργο σαν να διέπραξε τις αμαρτίες κάποιος άλλος ή να επιρρίπτουμε σε άλλους την ευθύνη[99]. Απαιτείται όμως ανδρεία πνευματική για να αποκαλύψη ο άνθρωπος το τραύμα του στον πνευματικό ιατρό. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παραγγέλλει: «Γύμνου, γύμνου σον μώλωπα τω ιατρώ». Και μαζί με την αποκάλυψη της ασθενείας να αναλαμβάνη όλη την ενοχή επάνω του, λέγοντας ταπεινά: «εμόν το τραύμα, Πάτερ, εμή η πληγή∙ εξ οικείας ραθυμίας, και ουκ εξ ετέρου προσγινομένη∙ ουδείς ταύτης αίτιος∙ ουκ άνθρωπος, ου πνεύμα, ου σώμα, ου τι έτερον, αλλ’ η εμή αμέλεια»[100]. Δεν πρέπει να αισχύνεται ή μάλλον πρέπει να υπερνικήση την αισχύνη εκ της αμαρτίας και της γυμνώσεώς της. Την ώρα της αποκαλύψεως στον πνευματικό των εσωτερικών πληγών πρέπει να μοιάζη στην συμπεριφορά, στην όψη και στον λογισμό με τον κατάδικο. Και μάλιστα συνιστά ο άγιος Ιωάννης «ει δυνατόν και τους του ιατρού και κριτού πόδας ως του Χριστού δάκρυσι βρέχων»[101]. Ο ίδιος άγιος βεβαιοί ότι είδε εξομολογουμένους που έδειξαν τέτοια ταπεινή διάθεση και εξομολογήθηκαν με όψη δακρυσμένη και κραυγές απελπισμένες και ικεσίες, και έτσι μαλάκωσαν την αυστηρότητα του δικαστού και μετέτρεψαν «τον θυμόν αυτού εις ευσπλαγχνίαν»[102].

Είναι φυσικό να αισθάνεται κανείς αισχύνη, όταν πρόκειται να εξομολογηθή το τραύμα του, αλλά πρέπει να το υπερνικήση. «Μη κρύπτε σην αισχύνην»[103]. Αμέσως μετά την εξαγόρευση, την φανέρωση, έρχεται γαλήνη εσωτερική. Διασώζεται πληροφορία ότι κάποιος μοναχός σπουδαίος, κυριευμένος από λογισμό βλασφημίας, έλυωσε την σάρκα του με νηστείες και αγρυπνίες και όμως δεν αισθανόταν καμμιά ωφέλεια. Όταν αποφάσισε να εξαγορεύση τον λογισμό αυτόν στον πνευματικό ιατρό, γράφοντάς τον σε χαρτί, τότε αμέσως θεραπεύθηκε. Και διαβεβαίωνε ο ίδιος, «ως ου πρώην της κέλλης εξεληλύθει του Γέροντος, πριν ή το πάθος γέγονεν άφαντον»[104]. Αυτό φανερώνει και την αλήθεια ότι η εξομολόγηση δεν είναι μια ανθρώπινη προσπάθεια, αλλά ενεργείται με την δύναμη του Θεού. Η ψυχή θεραπεύεται από την θεία Χάρη. Ούτε η νηστεία ούτε η αγρυπνία ωφελούν πολύ αν δεν συνδυασθούν με την εξαγόρευση.

Συνήθως οι πνευματικοί ιατροί δέχονται τις επιθέσεις των εξομολογουμένων, όταν οι τελευταίοι δεν εξομολογούνται με ταπείνωση και αυτογνωσία. Με την ιερά εξομολόγηση γίνεται εγχείρηση πνευματική και γι’ αυτό αντιδρά ο ασθενής. Αλλά η παραγγελία των Πατέρων είναι σαφής. «Μη τραχυνθής κατά του ακουσίως σε χειρουργήσαντος, αλλά προς την εκκενωθείσαν αηδίαν αποβλεψάμενος, ταλάνισον μεν σεαυτόν, μακάρισον δε το αίτιόν σοι ταύτης γενόμενον της ωφελείας, οικονομία Θεού»[105]. Η εξαγόρευση εξάγει όλη την αηδία της ψυχής και αυτό πρέπει να μας κινή αφ’ ενός μεν σε ταλανισμό του εαυτού μας, αφ’ ετέρου δε σε ευγνωμοσύνη προς τον πνευματικό ιατρό. Πάντως όποιος αποκρούει τον έλεγχο φανερώνει την ύπαρξη του πάθους, ενώ όποιος δέχεται τον έλεγχο «του δεσμού λέλυται»[106].

Είναι πάλι ανάγκη να τονίσουμε ότι η μετάνοια, συνδυασμένη με την ιερά εξομολόγηση, θεραπεύει την πληγή του ανθρώπου. Η μετάνοια, που είναι έμπνευση του Παρακλήτου, κατακαίει την καρδιά και εκεί που υπάρχει το πένθος θεραπεύονται όλες οι πληγές. Ο άνθρωπος σ’ αυτήν την κατάσταση αποκτά τον μεγάλο θησαυρό της παρθενίας. Ο Νικήτας ο Στηθάτος παραγγέλλει: «μη είπης εν τη καρδία σου, της παρθενίας την αγνείαν αδύνατόν μοι του λοιπού επικτήσασθαι, φθορά και μανία του σώματος ποικίλως υποπεσόντι». Έστω κι αν ο άνθρωπος έχασε την παρθενία του, μπορεί να την αποκτήση εκ νέου με τα δάκρυα του δευτέρου βαπτίσματος, που είναι η μετάνοια. Γι’ αυτό συνεχίζει ο ίδιος άγιος Πατήρ: «ένθα γαρ πόνοι μετανοίας εν κακοπαθεία και θέρμη καταβληθώσι ψυχής και δακρύων εκ κατανύξεως ποταμοί ρεύσουσιν, εκείθεν πάντα τα οχυρώματα κατασύρεται και πυρκαϊά πάσα παθών κατασβέννυται και τελείται η άνωθεν αναγέννησις δι’ επιδημίας του Παρακλήτου και πάλιν αγνείας και παρθενίας παλάτιον η ψυχή γίνεται»[107].

Η αναγέννηση του ανθρώπου δεν μπορεί να επιτευχθή, αν δεν υποταγή σε πνευματικούς πατέρας, που θα τον θεραπεύσουν εν Χριστώ: «Το μη υποταγήναι Πατρί Πνευματικώ», κατά μίμηση του Χριστού που έκανε υποταγή μέχρι θανάτου και σταυρού στον Πατέρα Του, ισοδυναμεί με «το μη γεννηθήναι άνωθεν»[108]. Διότι αυτή η γέννηση «εξ υποταγής πατέρων πνευματικών γίνεσθαι πέφυκεν»[109].

Αλλά πολλές φορές τα ελεεινά πάθη της ψυχής δεν θεραπεύονται αμέσως μετά την εξομολόγηση. Χρειάζεται αγώνας πολύς και μεγάλη άσκηση προκειμένου η ψυχή να ελευθερωθή από τα πάθη της. Ουσιαστικά η συγχώρηση των αμαρτιών δεν είναι μια τυπική εξομολόγηση, που κάνουμε ίσως κάτω από μεγάλες ψυχολογικές πιέσεις, αλλά είναι η ελευθερία εκ των παθών. Εκείνος που δεν ελευθερώθηκε από τα πάθη με την Χάρη του Χριστού, «συγχωρήσεως ούπω έτυχε»[110]. Όπως ένας άρρωστος που πάσχει από μακροχρόνια σωματική νόσο δεν μπορεί να αποκτήση υγεία «εν μια καιρού ροπή»,  «ούτως ουκ έστιν εξαίφνης παθών, ή πάθους περιγενέσθαι»[111]. Χρειάζεται χρόνος και μάλιστα άσκηση, γιατί τα «εμπράκτως τελούμενα πάθη, εμπράκτως και θεραπεύονται»[112]. Γι’ αυτό «στένωσις και εγκράτεια, πόνοι και αγώνες πνευματικοί» προσφέρουν την απάθεια[113].

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε πως θεραπεύονται το τριμερές της ψυχής, τα σωματικά και ψυχικά πάθη, ποια προηγούνται και ποια ακολουθούν. Εδώ θα περιγράψουμε τους γενικούς τρόπους θεραπείας της ψυχής.

Έχουμε σε άλλη παράγραφο υπογραμμίσει ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, χωρίζοντας την ψυχή σε τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και του επιθυμητικό, γράφει ότι με την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό νοσεί κάθε δύναμη της ψυχής, αλλά και ολόκληρη η ψυχή του ανθρώπου. Χρειάζεται λοιπόν θεραπεία. Η θεραπεία έγκειται στην πτωχεία την πνευματική την οποία μακάρισε ο Κύριος. «Πτωχεύσωμεν ουν και ημείς το πνεύμα ταπεινωθέντες και την σάρκα κακοπαθήσαντες και τον βίον ακτημονήσαντες», για να γίνουμε κληρονόμοι της επουρανίου Βασιλείας[114]. Το λογιστικό, όπου μαίνονται τα πάθη της φιλοδοξίας, θα το θεραπεύσουμε με την ταπείνωση. Το επιθυμητικό, όπου μαίνονται τα πάθη της φιλοκτημοσύνης και της φιλαργυρίας, θα το θεραπεύσουμε με την ακτημοσύνη και το θυμικό, που μαίνονται τα πάθη της σαρκός, θα το θεραπεύσουμε με την άσκηση και την εγκράτεια. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Γρηγόριος στους τρόπους θεραπείας των παθών της φιλοδοξίας συμπεριλαμβάνει την αναχώρηση και την νοερά ησυχία. «Συνεργεί δε προς την τούτων ίασιν διαφερόντως και η αναχώρησις και το κατά μόνας πολιτεύεσθαι και τη κέλλη παραμένειν»[115]. Και τα πάθη της σαρκός «ουδέν έτερον ιάται ή κακοπάθεια σώματος και προσευχή εκ τεταπεινωμένης καρδίας ενεργουμένη, ο εστιν η εν πνεύματι πτωχεία»[116].

Η βίωση της τριπλής πτωχείας γεννά το κατά Θεόν πένθος που συνδέεται με την προσήκουσα παράκληση. Το πένθος γεννά τα δάκρυα. Η αξία του πένθους για την κάθαρση του νοός του ανθρώπου είναι πολύ μεγάλη. Η σωματική πτωχεία συντρίβει την καρδιά. «Συντρίβει δε καρδίαν η τριμερής εγκράτεια ύπνου και τροφής και σωματικής ανέσεως. Απαλλαγείσα δε ψυχή, δια της συντριβής ταύτης, κακίας και πικρίας, αντιλαμβάνει πάντως την πνευματικήν θυμηδίαν»[117]. Η αυτομεμψία, που παίζει μεγάλο ρόλο στην πνευματική ζωή του ανθρώπου, γεννιέται από αυτήν την ταπείνωση και το σωματικό πένθος.

Η υλική πτωχεία που εκφράζεται με την ακτημοσύνη, η οποία είναι συνημμένη με την πτωχία του πνεύματος, καθαρίζει τον νου. Όταν ο νους, κατά τον άγιο Γρηγόριο, ελευθερωθή από τα αισθητά και ανέλθη επάνω από τον κατακλυσμό της τύρβης των γηΐνων και στραφή στον εαυτό του, τότε βλέπει «το προσγεγενημένον ειδεχθές προσωπείον εκ της κάτω περιπλανήσεως» και σπεύδει δια του πένθους να το αποπλύνη[118]. Έτσι επιτυγχάνει την κάθαρση του νοός και απολαμβάνει την ειρήνη των λογισμών. Όταν ο νους γεύεται της  χρηστότητος του Παναγίου Πνεύματος, τότε «άρχεται η χάρις, ώσπερ επιζωγραφείν εις το κατ’ εικόνα το καθ’ ομοίωσιν»[119]. Τότε ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο, αφού η βίωση του καθ’ ομοίωσιν μας καθιστά πρόσωπα. το πένθος στην αρχή είναι οδυνηρό, γιατί συνδέεται με τον φόβο του Θεού, αλλά έχει μεγάλη ωφέλεια. Όσο χρονίζει γεννιέται η αγάπη προς τον Θεό και ομοιώνεται ο άνθρωπος με αυτήν. Και όταν βιώση βαθέως το πένθος, τότε «την γλυκεράν και ιεράν παράκλησιν καρπούται της του Παρακλήτου χρηστότητος»[120]. Η αρχή του κατά Θεόν πένθους «οίόν τις είναι Θεού μνηστείας ζήτησις». Επειδή φαίνεται αδύνατη η μνηστεία με τον Θεό, γι’ αυτό οι ερασταί του Θεού κόπτονται και προσεύχονται. Το τέλος του πένθους είναι η τελεία ένωση της ψυχής με τον Θεό εν νυμφική αγνότητι, «νυμφική εν αγνεία συνάφεια τελεία»[121].

Επομένως, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, η θεραπεία του τριμερούς της ψυχής επιτυγχάνεται με την τριμερή αντίστοιχη πτωχεία. Από την πτωχεία γεννιέται το πένθος, το οποίο ύστερα από πολλές εκφάνσεις οδηγεί τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό. Το πένθος είναι καθάρσιο του νου και της καρδιάς.

Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χωρίζει την ψυχή, όπως είδαμε προηγουμένως, σε τρεις δυνάμεις, στο λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Η θεραπεία και η ίαση του λογιστικού «η αδίστακτός εστι πίστις προς τον Θεόν και τα αληθινά και απλανή και ορθόδοξα δόγματα της ευσεβείας∙ η συνεχής μελέτη των λογίων του πνεύματος∙ η καθαρά προσευχή και αδιάλειπτος, και η προς Θεόν ευχαριστία». Του θυμικού μέρους της ψυχής η ίαση και η θεραπεία είναι «η φιλανθρωπία, η αγάπη, η πραότης, η φιλαδελφία, η συμπάθεια, η ανεξικακία, και η χρηστότης». Και του επιθυμητικού της ψυχής θεραπεία και ίαση είναι «η νηστεία, η εγκράτεια, η κακοπάθεια, η ακτημοσύνη, ο των χρημάτων προς πένητας σκορπισμός, η των μελλόντων εκείνων αθανάτων αγαθών έφεσις, η της βασιλείας του Θεού όρεξις και η της υιοθεσίας επιθυμία»[122].

Συνοπτική είναι η διατύπωση του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου «Τη Τριάδι τη αγία κατά των τριών δια των τριών οπλισώμεθα», δηλαδή με την συμμαχία της Αγίας Τριάδος να οπλισθούμε εναντίον των τριών, ήτοι φιληδονίας, φιλαργυρίας και φιλοδοξίας, δια των τριών, ήτοι εγκρατείας, αγάπης και ταπεινώσεως[123].

Έχουμε αναφέρει ότι το θυμικό και το επιθυμητικό οι Πατέρες το ονομάζουν παθητικό. Έτσι λοιπόν υπάρχει το λογιστικό και το παθητικό μέρος της ψυχής. Το λογιστικό το καθαρίζει η ανάγνωση και η προσευχή, το παθητικό η αγάπη και η εγκράτεια[124].Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής, όπως έχουμε παρατηρήσει, θεωρεί την λήθη, την άγνοια και την ραθυμία, ως τρεις μεγάλους γίγαντες των παθών. Προτρέπει ότι πρέπει να θεραπεύσουμε την λήθη «δια της αρίστης κατά Θεόν μνήμης», την ολέθρια άγνοια να εξαφανίσουμε «δια της πεφωτισμένης και ουρανίου γνώσεως», την δε ραθυμία να εκδιώξουμε «δια της παναρέτου και καλλίστης προθυμίας»[125].

Επίσης υπάρχει και η διαίρεση των ψυχικών και σωματικών παθών. Και αυτά τα πάθη θεραπεύονται με ανάλογες πνευματικές πράξεις. Τις σωματικές ορέξεις και τα σκιρτήματα της σαρκός σταματούν η εγκράτεια, η νηστεία και οι πνευματικοί αγώνες. Τις φλεγμονές της ψυχής και «τα οιδήματα της καρδίας καταψύχει των θείων γραφών η ανάγνωσις και ταπεινοί η αένναος προσευχή και ωδεί έλεον καθιλαρύνει αυτάς η κατάνυξις»[126].

Οι άγιοι Πατέρες στην θεραπευτική τους ασκητική παρουσιάζουν και την σειρά με την οποία πρέπει να πολεμούνται τα πάθη. Τα βασικά πάθη, κατά τον Νικήτα Στηθάτο, είναι η φιληδονία, η φιλαργυρία και η φιλοδοξία, που αντιστοιχούν στο τριμερές της ψυχής. Όπως τρία είναι τα γενικά πάθη έτσι τρεις είναι και οι τρόποι πολέμου αυτών. Ο εισαγωγικός, ο μέσος και ο τέλειος. «Ο προς τους αγώνας της ευσεβείας αποδυσάμενος και εισαγωγικός ων» αγωνίζεται  κατά του πνεύματος της φιληδονίας. Συντρίβει την σάρκα με την νηστεία, χαμευνία, αγρυπνία και νυκτερινές προσευχές, την δε ψυχή συντρίβει με την μνήμη των ποινών του άδου και με την μελέτη του θανάτου. Εκείνος που βρίσκεται στο μέσο των αγώνων, αφού δηλαδή καθαρίσθηκε από τα πάθη της φιληδονίας, «κατά του πνεύματος της απίστου φιλαργυρίας αίρει τα όπλα». Και «ο το μέσον δια θεωρίας και απαθείας περάσας» που εισήλθε στον γνόφο της θεολογίας πολεμά εναντίον του πνεύματος της φιλοδοξίας[127]. Επομένως πρώτα καταπολεμείται η φιληδονία, έπειτα η φιλαργυρία και τέλος η φιλοδοξία. Αυτή είναι η σειρά θεραπείας.

Μέχρι τώρα έχουμε απαριθμήσει τα θεραπευτικά μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε για να θεραπεύσουμε τις διάφορες δυνάμεις της ψυχής, δηλαδή το τριμερές της ψυχής, τα σωματικά και ψυχικά πάθη, τους τρεις μεγάλους γίγαντες των παθών κ.λ.π. Τώρα πρέπει να εξετάσουμε γενικούς θεραπευτικούς τρόπους που είναι κατάλληλοι για όλα τα πάθη.

Πρώτα – πρώτα δεν χρειάζεται ταραχή σ’ αυτόν τον πνευματικό αγώνα. Η ταραχή δημιουργεί μεγάλο κακό στην αγωνιζομένη ψυχή. Όταν μας οχλήση ένα πάθος, τότε δεν πρέπει να ταρασσόμαστε: «το γαρ ταραχθήναί τινα οχλούμενον υπό πάθους, αγνωσίας εστί και υπερηφανίας, και εκ του μη ειδέναι την ιδίαν κατάστασιν, και εκ του φεύγειν τον κόπον». Πρέπει να υπομένουμε, να αγωνιζόμαστε και να παρακαλούμε τον Θεό[128].Έπειτα είναι απαραίτητο να μη έχουμε μεγάλη πεποίθηση στον εαυτό μας, αλλά να στρεφόμαστε προς τον Θεό. «Εμπαθείς όντες, ουκ οφείλομεν όλως πιστεύειν τη ιδία καρδία», γιατί στραβός κανών και τα ορθά τα κάνει στραβά[129].

Άλλος τρόπος είναι να πολεμήσουμε τα πάθη όσο είναι ακόμη μικρά. Όσο μικρό είναι το παράπτωμα «έκτιλον αυτό πριν πλατυνθή και περκάση». Αν αμελήση ο άνθρωπος θα συναντήση αργότερα «δεσπότην απάνθρωπον». Όποιος αγωνίζεται από την αρχή εναντίον του πάθους, «ταχέως αυτού κυριεύσει»[130]. Γιατί, ομολογουμένως, άλλο είναι το να αποσπάση κανείς «μικράν βοτάνην και άλλο το εκριζώσαι μέγα δένδρον»[131]. Στην αρχή η εκκοπή των παθών είναι εύκολη και απαιτείται μικρός κόπος, ενώ αν μεγαλώσουν, εάν περάση πολύς καιρός, τότε «πλείονος δέονται κόπου»[132]. Όσο είναι νεαρά, τόσο ευκολώτερος γίνεται ο αγώνας εναντίον τους.

Απαιτείται να περικόψουμε τις προσβολές και τα αίτια που προκαλούν τα πάθη. Έχουμε ήδη περιγράψει πως ένας λογισμός εξελίσσεται σε πάθος. Όταν προσέχουμε τους λογισμούς και αποβάλλουμε την πρόταση του πονηρού, τότε αποφεύγουμε την γέννηση και την έξαψη των παθών. Όποιος αποκρούει την προσβολή «πάντα τα έσχατα υφ’ εν περιέκοψεν»[133]. Όταν ο νους του ανθρώπου χρονίζη σε ένα αισθητό πράγμα, τότε είναι φυσικό να γεννηθούν ή να εξαφθούν τα πάθη. Χρειάζεται καταφρόνηση του πράγματος εκείνου στο οποίο αιχμαλωτίσθηκε ο νους. Εάν δεν καταφρονήση ο άνθρωπος αυτό το πράγμα, «του πάθους εκείνου ελευθερούσθαι ου δύναται»[134]. Χρειάζεται σ’ αυτό το πνευματικό άθλημα να απομακρυνόμαστε από τις φαύλες ορέξεις και πράξεις «και την απ’ αυτών φυγήν ανεπίστροφον επιδειξώμεθα»[135].

Είναι κοινή η πατερική διδασκαλία σχετικά με την εκκοπή των αιτίων και των αφορμών της αμαρτίας. Ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων Θεός δεν παραγγέλλει να εγκαταλείπουμε «τας των ανθρώπων συνδιατριβάς», «αλλά τας εν ημίν της κακίας εκκόπτειν αιτίας»[136]. Εκείνος που μισεί τα πάθη «περιαίρει τας τούτων αιτίας»[137]. Εάν ο αθλητής της πνευματικής ζωής εναντιωθή στον λογισμό, τότε «εξασθενεί το πάθος και ανίσχυρον γίνεται εις το πολεμείν και θλίβειν αυτόν» και έτσι «κατά μικρόν μικρόν, αγωνιζόμενος και βοηθούμενος υπό του Θεού, περιγίνεται και αυτού του πάθους»[138]. Συνοπτικά για το θέμα της εκκοπής των αιτίων και αφορμών μπορούμε να πούμε ότι είναι γενική η παραγγελία των Πατέρων, «οίαν ώραν έρχεται το πάθος, ευθέως κόψον αυτό»[139].

Χρειάζεται εντατικός αγώνας για να μειώσουμε τα πάθη, εν συνεχεία χρειάζεται νήψη πνευματική «ίνα μη αυξήσωσι», και πάλι πόλεμος για να αποκτήσουμε τις αρετές και νήψη για να διαφυλάξουμε τις αρετές[140]. Έτσι όλες μας οι προσπάθειες θα βρίσκωνται μεταξύ του πολέμου και της νήψεως.

Ο αγώνας είναι μεγάλος. Δεν είναι εύκολο πράγμα να μεταμορφώση κανείς τον εαυτό του, να τον καθαρίση από τα πάθη και να τον γεμίση με αρετές. Γιατί η κάθαρση του ανθρώπου είναι αρνητική και θετική. Κατά τους αγίους Πατέρας ο πόλεμος ο πνευματικός γίνεται με την τήρηση των εντολών του Χριστού και γνωρίζουμε καλά ότι, όταν ο άνθρωπος αγωνίζεται να υποτάξη το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό, τότε γεννώνται οι σωματικές και ψυχικές αρετές. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο το σώμα τρέφεται από την ύλη, τα υλικά πράγματα, και η ψυχή από το σώμα. Τώρα πρέπει να γίνη το αντίθετο. Πρέπει να απαλλαγούμε από την παρά φύσιν κατάσταση. Η ψυχή πρέπει να μάθη να τρέφεται από την Χάρη του Θεού και το σώμα να τρέφεται από την «χαριτωμένη» ψυχή, οπότε θα επέλθη μια ισορροπία στον οργανισμό μας. Αυτό το επιτυγχάνουμε με την προσπάθεια να αποκτήσουμε αρετές, όπως την ταπείνωση, την αγάπη, την νηστεία, την άσκηση, την προσευχή, την υπακοή κ.λ.π. Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να τονίσουμε μερικές τέτοιες αρετές που είναι απαραίτητες για την μεταμόρφωση του εαυτού μας.

Η επιδίωξη της βιώσεως της αγάπης εκδιώκει όλα τα πάθη: «Αγώνισαι αγαπήσαι πάντα άνθρωπον εξ ίσου, και απελαύνεις συλλήβδην πάντα τα πάθη σου»[141].

Η αδιάλειπτη προσευχή, «το αδιαλείπτως ονομάζειν τον Θεόν, φάρμακόν εστιν αναιρετικόν, ου μόνον πάντων των παθών, αλλά και αυτής της πράξεως». Και καθώς ο ιατρός τοποθετεί το φάρμακον επάνω στο τραύμα του πάσχοντος και αυτό ενεργεί χωρίς να γνωρίζη ο ασθενής τον τρόπο, έτσι και το Όνομα του Θεού «ονομαζόμενον αναιρεί, και ημών μη ειδότων το πως, πάντα τα πάθη»[142].

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι αναιρέτης όλων των παθών είναι η ταπείνωση, «ην οι κτησάμενοι πάντα ενίκησαν»[143]. Ο Προφητάναξ Δαϋίδ (στον προοιμιακό ψαλμό) αναφερόμενος στα θηρία του δάσους λέγει, «ανέτειλεν ο ήλιος και συνήχθησαν και εις τας μάνδρας αυτών κοιτασθήσονται». Και ερμηνεύει ο άγιος Ιωάννης ότι, όταν ανατέλη μέσα στην ψυχή μας ο ήλιος «δια σκοτεινής ταπεινώσεως», τότε «προς εαυτά τα θηρία συνήχθησαν, και εις τας μάνδρας αυτών, ήγουν φιληδόνους καρδίας κοιτασθήσονται, και ουκ εν ημίν»[144]. Με την ταπείνωση ανατέλλει ο ήλιος της δικαιοσύνης και φυγαδεύονται όλα τα θηρία των παθών.

Η σύζευξη των δυνάμεων της ψυχής με τις αρετές θα μας ελευθερώση από την τυραννία των παθών[145].

Η υποταγή σε πνευματικό πατέρα, συνδυασμένη με την εγκράτεια, υποτάσσει τα θηρία των παθών[146].

Ο Χριστιανός αγωνίζεται «την μεν αίσθησιν αυτού εις την μονοειδή συστέλλειν τροφήν, τον δε νουν εις την μονολόγιστον προσευχήν» και έτσι «άσχετος γεγονώς εκ παθών, και επί το αρπάζεσθαι προς Κύριον ήξει εν τω προσεύχεσθαι»[147].

Όποιος θέλει να απαλλαγή από όλα τα πάθη πρέπει να αναλάβη «εγκράτειαν και αγάπην και προσευχήν»[148]. Υπάρχουν μερικά έργα που σταματούν τα πάθη και δεν τα αφήνουν να αυξηθούν, και υπάρχουν άλλα έργα που ελαττώνουν τα πάθη και τα μειώνουν. Π.χ. η νηστεία, ο κόπος και η αγρυπνία δεν αφήνουν την επιθυμία να αυξηθή και η αναχώρηση, η θεωρία, η προσευχή και ο έρως προς τον Θεό την ελαττώνουν και την αφανίζουν. Το πάθος του θυμού το σταματούν και δεν το αφήνουν να αυξηθή η μακροθυμία, αμνησικακία και πραότητα αλλά το μειώνει η αγάπη, η ελεημοσύνη, η χρηστότης και η φιλανθρωπία[149]. Ο αποταξάμενος γνησίως όλα τα πράγματα του κόσμου και υπηρετών ανυποκρίτως τον πλησίον δια της αγάπης, «παντός πάθους ταχέως ελευθερούται και της θείας αγάπης και γνώσεως μέτοχος καθίσταται»[150].

Η νήψη, η αντίρρηση και η προσευχή εκδιώκουν την προσβολή του πειρασμού και όλα μένουν αργά, δηλαδή δεν φθάνει η προσβολή να γίνη συγκατάθεση και πάθος: «εάν ουν προσέχη ο νους νήφων και δι’ αντιρρήσεως και επικλήσεως του Κυρίου Ιησού φυγαδεύη εξ αναδόσεως την προσβολήν, τα εξής αυτών αργά μένουσιν»[151].

Δύο μεγάλα χαρίσματα έδωκε ο Θεός στον άνθρωπο δια των οποίων δύναται να σωθή «και λυτρωθήναι πάντων των παθών του παλαιού ανθρώπου, ταπείνωσιν και υπακοήν»[152].

Βοηθητικά μέσα για την κάθαρση και την ελευθερία από τα πάθη είναι και ο λόγος του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος, μιλώντας για την πανοπλία την πνευματική που πρέπει να έχη ο κάθε Χριστιανός, αναφέρεται στον λόγο του Θεού. «Αναλάβετε... και την μάχαιραν του Πνεύματος, ο εστι ρήμα του Θεού» (Εφεσ. στ’, 17). Χρειάζεται διαρκώς να έχουμε προ οφθαλμών τα ρήματα του Θεού. «Ρήμασι θείοις αδιαλείπτως σχόλαζε∙ η γαρ περί αυτά φιλοπονία, καταναλίσκει τα πάθη»[153]. Αλλού ο όσιος Θαλάσσιος παραγγέλλει να αγωνιζόμαστε υπέρ των εντολών, «ίνα παθών ελευθερωθώμεν»[154]. Οι εντολές του Θεού αναφέρονται στο τριμερές της ψυχής. Οι εντολές του Χριστού «το τριμερές της ψυχής δοκούσι νομοθετείν και υγιές ποιείν, δι’ ων προστάττουσιν. Μάλλον δε ουδέ δοκούσι μόνον, αλλά και αληθινώς αυτό υγιάζουσιν»[155]. Στην συνέχεια ο όσιος Φιλόθεος αναφέρει μερικά παραδείγματα για να γίνη αυτό φανερό. Στο θυμικό αναφέρεται η εντολή «ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική ένοχος έσται τη κρίσει» (Ματθ. ε’, 22), στο επιθυμητικό η εντολή «πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. ε’, 28) και στο λογιστικό η εντολή «ο μη αρνησάμενος πάντα και ακολουθών μοι ουκ έστι μου άξιος» (πρβλ. Ματθ. ι’, 37-38). Ο Χριστός κατά τον άγιο, νομοθετεί το τριμερές της ψυχής δια των εντολών. Αλλά ο διάβολος πολεμεί το τριμερές της ψυχής, επομένως πολεμεί τις εντολές του Χριστού[156]. Οι εντολές του Χριστού πραγματοποιούμενες μας καθαρίζουν από τα πάθη, που είναι οι κακές διαθέσεις «του εντός ημών ανθρώπου»[157].

Τονίσαμε προηγουμένως ότι το πένθος, η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι από τα αποτελεσματικότερα όπλα εναντίον των παθών. Όσοι σκοτίσθηκαν από οίνο «ενίψαντο πολλάκις ύδατι∙ οι δε εκ παθών σκοτισθέντες, ενίψαντο δάκρυσιν»[158].

Συμπλήρωμα της μετανοίας είναι και οι διάφοροι πειρασμοί και δοκιμασίες στην ζωή μας, δηλαδή οι «ακούσιες επιφορές». Ο ιός της κακίας είναι πολύς και απαιτείται το πυρ το καθαρτικό της μετανοίας δια των δακρύων. Γιατί καθαριζόμαστε από τους μολυσμούς της αμαρτίας «ή δι’ εκουσίων πόνων» της ασκήσεως ή «δι’ ακουσίων επιφορών» των πειρασμών. Όταν προηγούνται οι εκούσιοι πόνοι της μετανοίας δεν ακολουθούν οι ακούσιοι, δηλαδή οι μεγάλοι πειρασμοί. Ο Θεός οικονόμησε ώστε, εάν η εκούσια άσκηση δεν ενεργήση την κάθαρση, τότε οι ακούσιες επιφορές «σφοδρότερον ενεργεί την ημετέραν προς το αρχαίον αποκατάστασιν»[159]. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί πειρασμοί που έρχονται στην ζωή μας είναι γιατί δεν έχουμε εκουσίως μετανοήσει. Η εκούσια και θεληματική άρση του σταυρού της μετανοίας έχει σαν συνέπεια να απαλλαγούμε από τον ακούσιο και αθέλητο σταυρό των πειρασμών και των δοκιμασιών.

Επίσης μεγάλο όπλο για την θεραπεία των παθών είναι η ησυχία, κυρίως η νοερά ησυχία, για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο κεφάλαιο. Ο Απόστολος Παύλος διαβεβαιοί ότι «ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις» (Β’ Τιμ. β’, 4). Και ο όσιος Μάρκος ο ασκητής σχολιάζει ότι εκείνος που με εμπλοκή στα εγκόσμια θέλει να νικήση τα πάθη είναι όμοιος με εκείνον που θέλει να σβήση έναν εμπρησμό με άχυρα[160]. Βέβαια το θέμα της ησυχίας και της αναχωρήσεως είναι μεγάλο και πολύ λεπτό. Η αναχώρηση δεν είναι για όλους καλή. Γιατί, αν υπάρχη ένα κρυφό ψυχικό πάθος, στην έρημο δεν μπορεί να θεραπευθή, αφού δεν υπάρχει το αντικείμενο που θα το προκαλέση. Εκείνος, λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που νοσεί από ένα ψυχικό πάθος και επιχειρεί την ησυχία ομοιάζει με εκείνον που πήδησε από το πλοίο στο πέλαγος και νομίζει πως θα φθάση στην ξηρά με ένα σανίδι[161].

Δεν είναι αντίθετες οι συμβουλές των αγίων Πατέρων για την ησυχία. Ησυχία είναι η «διαμονή εν Θεώ» και η καθαρότης του νοός. Αυτή είναι η λεγομένη νοερά ησυχία. Η προσπάθεια να περιορισθούν τα ερεθίσματα των αισθήσεων και η επίδοση στην προσευχή βοηθά στην ελευθερία από τα πάθη. Όταν όμως ο άνθρωπος, χωρίς ειδική προετοιμασία και ειδική ευλογία από τον διακριτικό πνευματικό, αποφεύγει τους ανθρώπους και ανάγεται στην έρημο, τότε είναι ενδεχόμενο να μη θεραπευθή. Γιατί η έρημος, για τον άνθρωπο εκείνον που δεν έχει τις απαραίτητες προϋποθέσεις, καλύπτει τα πάθη και δεν τα θεραπεύει[162].

Μέχρι εδώ αναφέραμε διάφορα μέσα που θεραπεύουν γενικά τα πάθη. Τώρα θα θέλαμε να παρουσιάσουμε και μερικά ειδικά θεραπευτικά μέσα που θεραπεύουν ειδικά πάθη.

Κατά τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο υπάρχουν οκτώ λογισμοί της κακίας, ήτοι της γαστριμαργίας, της πορνείας, της φιλαργυρίας, της οργής, της λύπης, της ακηδίας, της κενοδοξίας, και της υπερηφανείας. Πως θεραπεύονται οι οκτώ αυτοί λογισμοί που ανταποκρίνονται στα οκτώ αντίστοιχα πάθη;     

Η γαστριμαργία θεραπεύεται με την εγκράτεια της γαστρός, «το φεύγειν την πλησμονήν και αποστρέφεσθαι την χορτασίαν της γαστρός», με «την καθημερινήν νηστείαν», και «το μηδέ εξέλκεσθαι τη του λάρυγγος ηδονή»[163].

Η πορνεία θεραπεύεται με το να τηρή κανείς την καρδία του «από ρυπαρών λογισμών». Θεραπεύει την πορνεία ο συντριμμός της καρδίας, «και ευχή προς τον Θεόν εκτενής και πυκνή των Γραφών μελέτη και κάματος και εργόχειρον.. προ δε πάντων συμβάλλεται ταπείνωσις ψυχής»[164].

Η φιλαργυρία θεραπεύεται με την αποταγή και την ακτημοσύνη, όπως διδάσκουν η Αγία Γραφή και οι θείοι Πατέρες[165].

Η οργή, που τυφλώνει τους οφθαλμούς της καρδίας, θεραπεύεται με την ανεξικακία προς τους συνανθρώπους μας. Η ειρήνη η εσωτερική που είναι αντίθετη του θυμού «ουκ εκ της πλησίον μακροθυμίας της προ ημάς γινομένης κατορθούται∙ αλλ’ εκ της ημετέρας προς τον πλησίον ανεξικακίας». Δεν αρκεί να μη οργιζόμαστε εναντίον των ανθρώπων, «αλλά μηδέ προς τα άλογα, μηδέ προς τα άψυχα πράγματα». Επίσης θεραπεύεται με το να εκδιώκουμε όχι μόνον την «κατ’ ενέργειαν οργήν... αλλά και την κατά διάνοιαν». Όχι μόνον να κρατούμε το στόμα μας κλειστό σε καιρό πειρασμού, αλλά «το καθαρίζειν την καρδίαν από μνησικακίας και μη αναστρέφειν εν τη ιδία διανοία πονηρούς λογισμούς κατά του αδελφού». Η τελεία θεραπεία είναι ΄όταν πιστεύσουμε «ότι ούτε επί δικαίοις, ούτε επί αδίκοις, έξεστιν ημίν κινείν τον θυμόν»[166].

Η λύπη θεραπεύεται με τον πόλεμο που πρέπει να γίνεται «κατά των ένδον παθών». Πρέπει να αγωνιζόμαστε «κατά του πνεύματος της λύπης, του εμβάλλοντος την ψυχήν εις απόγνωσιν, όπως απελάσωμεν αυτό της ημετέρας καρδίας». Να ασκήσουμε μόνον την λύπη «την επί μετάνοιαν των ημαρτημένων, μετ’ ελπίδος αγαθής γινομένην». Δηλαδή η λύπη εκδιώκεται και θεραπεύεται όταν με την Χάρη του Χριστού και την δική μας ανδρεία την μεταστρέψουμε σε πνευματική λύπη, λύπη μετανοίας. Αυτή η κατά Θεόν λύπη παρασκευάζει τον άνθρωπο και τον καθιστά πρόθυμο και υπήκοο σε κάθε αγαθή εργασία, «ευπρόσιτον, ταπεινόν, πράον, ανεξίκακον, προς πάντα πόνον αγαθόν και συντριβήν υπομονητικόν»[167].

Η ακηδία δεν θεραπεύεται με τίποτε άλλο «ει μη δια προσευχής και αποχής αργολογίας και μελέτης των θείων λογίων και της εν πειρασμοίς υπομονής». Χρειάζεται και σωματική εργασία. Οι «κατά την Αίγυπτον άγιοι πατέρες πεπαιδευμένοι, ουδένα καιρόν είναι αργούς τους μοναχούς επιτρέπουσι». Εργάζονται και έτσι προσφέρουν τροφή και στους εαυτούς τους και στους έχοντας ανάγκη. Και δεν εργάζονται μόνον για τον εαυτό τους, «αλλά και ξένοις και πτωχοίς και τοις εν φυλακαίς εκ του ιδίου έργου επιχορηγούσι∙ πιστεύοντες την τοιαύτην ευποιΐαν, θυσίαν αγίαν τω Θεώ ευπρόσδεκτον γενέσθαι»[168].

Η κενοδοξία είναι πολύμορφη και δυσκαταγώνιστη. Απαιτείται μεγάλη προσοχή. Πρέπει ο άνθρωπος να χρησιμοποιήση κάθε τρόπο για να νικήση «το πολύμορφον τούτο θηρίον». Να μη πράττη τίποτε αποβλέποντας στον έπαινο των ανθρώπων «και απορρίπτων αεί τους επερχομένους εν τη καρδία αυτού λογισμούς και επαινούντας αυτόν, εξουδενούτω εαυτόν ενώπιον του Θεού»[169].

Τέλος η υπερηφάνεια είναι αγώνας «χαλεπώτατος και πάντων των προτέρων αγριώτερος». Θεραπεύεται με την ταπείνωση, η οποία προέρχεται από πίστη και φόβο Θεού, πραότητα και τελεία ακτημοσύνη δια των οποίων κατορθούται η τελεία αγάπη[170].

Αλλά ο εχθρός της σωτηρίας μας, ο διάβολος, είναι πολυμήχανος. Γι’ αυτό και ο Χριστιανός, αγωνιζόμενος στον αγώνα αυτόν,  πρέπει να είναι και αυτός πολυμήχανος. Η εξυπνάδα στον άνθρωπο φαίνεται από τους τρόπους που μετέρχεται για να εμπαίξη τον διάβολο. Στα πατερικά συγγράμματα συναντούμε πολλές «έξυπνες» περιπτώσεις με τις οποίες αποφεύγεται ο διάβολος και θεραπεύεται η ψυχή.

Συνήθως τα πάθη είναι «φιλεπίστροφα»[171]. Ενώ φαίνεται ότι θεραπεύθηκαν ή έφυγαν, μετά από λίγο επανέρχονται ισχυρότερα. Είναι γνωστός ο λόγος του Κυρίου περί του ακαθάρτου πνεύματος: «όταν το ακάθαρτον πνεύμα εξέλθη από του ανθρώπου, διέρχεται δι’ ανύδρων τόπων ζητούν ανάπαυσιν, και ουχ ευρίσκει, τότε λέγει∙ εις τον οίκόν μου επιστρέψω όθεν εξήλθον∙ και ελθόν ευρίσκει σχολάζοντα και σεσαρωμένον και κεκοσμημένον, τότε πορεύεται και παραλαμβάνει μεθ’ εαυτού επτά έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού, και εισελθόντα κατοικεί εκεί, και γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου εκείνου χείρονα των πρώτων» (Ματθ. ιβ’, 43-45). Αυτό το γνωρίζουν οι άγιοι και λαμβάνουν όλα τους τα μέτρα.

Μερικούς τρόπους και υποδείξεις των αγίων Πατέρων θα θέλαμε στην συνέχεια να παραθέσουμε.

Ο πόλεμος πρέπει να γίνεται κυρίως εναντίον του κυριοτέρου πάθους, «κατ’ αυτού και μόνου προ πάντων εαυτόν οπλισάτω».  Γιατί όταν δεν νικηθή το πάθος που πλεονεκτεί μέσα μας, «ουδέν εκ της των λοιπών ωφελούμεθα νίκης»[172].

Όταν πολεμούμαστε συγχρόνως από δυο πάθη, τότε πρέπει να προτιμούμε να υποχωρούμε στο πιο ελαφρότερο για να μη νικηθούμε από το ισχυρότερο πάθος. Αναφέρει δυο παραδείγματα ο άγιος Ιωάννης  ο Σιναΐτης. Μερικές φορές όταν προσευχόμαστε συμβαίνει να έρχωνται αδελφοί. Τότε πρέπει να κάνουμε ένα από τα δυο, ή να μη δεχθούμε τους αδελφούς ή να σταματήσουμε την προσευχή προς χάρη των αδελφών. Να προτιμήσουμε να σταματήση η προσευχή, γιατί «μείζων αγάπη προσευχής». Άλλοτε, περιγράφει ο ίδιος, βρισκόμενος σε μια πόλη, μόλις κάθησε σε τραπέζι δέχθηκε τους λογισμούς της γαστριμαργίας και της κενοδοξίας. Και προτίμησε να νικηθή από την κενοδοξία (δηλαδή να εγκρατευθή και να επαινεθή ως νηστευτής) γιατί φοβήθηκε περισσότερο την κοιλιοδουλεία: «τον απόγονον της κοιλιομανίας δεδοικώς (την πορνείαν) τη κενοδοξία μάλλον ηττήθην»[173].

Ο αββάς Ιωσήφ διδάσκει ότι άλλοτε είναι προτιμότερο να αφήσουμε να εισέλθουν τα πάθη μέσα μας και εκεί να τα πολεμήσουμε και άλλοτε να τα κόψουμε ευθύς εξ αρχής. Γι’ αυτό σ’ έναν αδελφό που τον ρώτησε σχετικά απήντησε «άφες αυτά εισελθείν και πολέμησον μετ’ αυτών», και αυτό για να γίνη δοκιμότερος. Σε άλλον όμως αδελφό που του απηύθυνε την ίδια ερώτηση, αν πρέπει να αφήνη τα πάθη να προσεγγίζουν ή να τα κόπτη απήντησε: «Μη αφήσης όλως εισελθείν τα πάθη, αλλ’ ευθέως έκκοψον αυτά»[174]. Αυτό δείχνει ότι ο πνευματικός θεραπευτής είναι εκείνος που θα μας καθορίζη το είδος του αγώνος και της πάλης, καθώς επίσης και τον τρόπο, γιατί κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος αναφέρει τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να νικήση τους δαίμονας. Φαίνονται αυτοί οι τρόποι ακραίοι, πρέπει όμως να παρατηρηθή ότι δεν μπορεί ο κάθε άνθρωπος να τους εφαρμόση, αλλά «ο νικήσας τα πάθη». Δηλαδή ο καθαρός στην καρδιά μεταχειρίζεται πολλά μέσα προκειμένου να πληγώνη τους δαίμονες.

Κάποιος αδελφός ενώ υπέστη ατιμίες δεν ταράχθηκε καθόλου, αλλά προσευχόταν νοερώς. Έπειτα όμως άρχισε να διαμαρτύρεται και να οδύρεται για τις ατιμίες που υπέστη, ώστε με ένα επίπλαστο πάθος να κρύψη την απάθειά του.

Ένας άλλος αδελφός, ενώ ήταν ολοκληρωτικά ανόρεκτος για την πρωτοκαθεδρία, εν τούτοις υποκρινόταν ότι πολύ πονούσε για να την αποκτήση.

Ένας άλλος αδελφός που διακρινόταν για την αγνότητα εισήλθε στο πορνείο «τω δοκείν αμαρτίας ένεκεν» και ανέσυρε την πόρνη στην ζωή της ασκήσεως.

Σε κάποιον άλλο ασκητή έφεραν ένα σταφύλι. Και εκείνος μετά την αναχώρηση του αδελφού ενώ δεν είχε όρεξη κατεβρόχθησε με βουλιμία τον βότρυν, «γαστρίμαργον εαυτόν εμφανίζων τοις δαίμοσιν».

Τέτοιες πράξεις έκαναν οι λεγόμενοι κατά Χριστόν σαλοί για να εμπαίξουν τον διάβολο και να ωφελήσουν ποικιλοτρόπως τους αδελφούς. Αλλά αυτό απαιτεί μια ιδιαίτερη καθαρότητα, ιδιαίτερη ευλογία και Χάρη από τον Θεό. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, παρουσιάζοντας αυτά τα περιστατικά, γράφει: Σε όσους επιχειρούν αυτήν την μέθοδο χρειάζεται πολλή νήψη «μήπως εμπαίζειν επιχειρήσαντες, εις εμπαιγμόν εαυτών καταλήξωσιν»[175].

Μετά από πολύ αγώνα κατορθώνει ο άνθρωπος με την Χάρη του Χριστού να θεραπεύση τα πάθη του, τις αλγηδόνες της ψυχής του και καθίσταται βασιλεύς. Πολλές φορές δοκιμάζει τέτοιες χαρές ο αθλητής του πνευματικού αγώνος, ώστε να επαναλαμβάνη το του αββά Ιωσήφ, «εγώ βασιλεύς ειμι σήμερον∙ εβασίλευσα γαρ επί τα πάθη»[176]. Απολαμβάνει τότε της ζωής του Χριστού, γιατί «εκ ζωής εις ζωήν εκείνος μεταβαίνει, ο τα πάθη νεκρώσας και της αγνοίας χωρισθείς»[177].

Αλλά όσο βρισκόμαστε σ’ αυτήν την ζωή και φορούμε την φθαρτότητα και την θνητότητα πρέπει συνεχώς να πολεμούμε. Γι’ αυτό και όταν ο άνθρωπος νικήση «σχεδόν άπαντα τα πάθη», τότε απομένουν δύο δαίμονες για να πολεμούν τον άνθρωπο του Θεού. Ο ένας πολεμά την ψυχή «από πολλής θεοφιλίας εις ζήλον αυτήν άκαιρον φέρων, ώστε μη θέλειν άλλον τινά κατ’ αυτήν αρέσαι τω Θεώ», δηλαδή τον ωθεί σε άκαιρο ζήλο να φθάση την τελειότητα και να μη αρέση άλλος περισσότερο στον Θεό από αυτόν. Ο άλλος δαίμων, κατά παραχώρηση του Θεού, κινεί το σώμα «εις επιθυμίαν συνουσίας αυτό εμπύρω». Ο Κύριος παραχωρεί αυτόν τον πειρασμό σε αυτόν που ακμάζει στο πλήθος των αρετών, «ίνα πάντων των του βίου ανθρώπων ευτελέστερον εαυτόν υπολαμβάνη» και έτσι δια της ταπεινώσεως και της αυτομεμψίας να αποκτήση την σωτηρία του. Σ’ αυτούς τους πειρασμούς πρέπει να αντιτάξουμε στον μεν πρώτον ταπεινοφροσύνη πολλή και αγάπη, στον δε άλλον εγκράτεια και αοργησία και βαθείαν έννοιαν του θανάτου[178]. Επιτρέπει ο Θεός να πολεμούμαστε σε όλη μας την ζωή από τον διάβολο για να ταπεινωνόμαστε.

Κάποιος αδελφός είπε στον αββά Ποιμένα. «Το σώμα μου εξησθένησε και τα πάθη μου ουκ εξασθενούσι»[179]. Παρά ταύτα ο άνθρωπος στην προσπάθεια του να καθαρθή βιώνει την μακαρία κατάσταση της απαθείας. Γι’ αυτό ερχόμαστε τώρα να μελετήσουμε την ευλογημένη ζωή της απαθείας.



Σημειώσεις


[73] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 101, ρπγ’

[74] Φιλοκαλία Β’, σελ. 12, πγ’

[75] ένθ. ανωτ. σελ. 17, κγ’

[76] Αββά Δωροθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 646, 16

[77] αγ. Μακαρίου Αιγυπτίου: Ομιλίαι Πνευματικαί, βλ. Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, Ανατολικός  Ορθόδοξος Μοναχισμός, σελ. 371

[78] ένθ. ανωτ. σελ. 372

[79] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 396

[80] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 14, γ’

[81] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 140, κε’

[82] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 104

[83] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 32

[84] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 143, μστ’

[85] ένθ. ανωτ.

[86] ένθ. ανωτ. σελ. 132, μη’

[87] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 460

[88] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 38, οζ’

[89] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 62, γ’

[90] ένθ. ανωτ. σελ. 62, δ’

[91] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 230, ρ’

[92] ένθ. ανωτ. 231, ρ’

[93] ένθ. ανωτ. 231, ρ’

[94] P G 48, 643

[95] ένθ. ανωτ. στ. 643

[96] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 30, ιγ’

[97] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 301, ια’

[98] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 42, ξγ’

[99] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νε’

[100] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νστ’

[101] ένθ. ανωτ. σελ. 41, νστ’

[102] ένθ. ανωτ. σελ. 42, νη’

[103] ένθ. ανωτ. σελ. 108, λα’

[104] ένθ. ανωτ. σελ. 113, ιδ’

[105] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 292, λα’

[106] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 110, ια’

[107] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 310, ν’

[108] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 311, νδ’

[109] ένθ. ανωτ. σελ. 311, νγ’

[110] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 210, ρα’

[111] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 148, μζ’

[112] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ 281, λδ’

[113] ένθ. ανωτ.

[114] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 106

[115] ένθ. ανωτ. σελ. 103

[116] ένθ. ανωτ. σελ. 105

[117] ένθ. ανωτ. σελ. 108

[118] ένθ. ανωτ. σελ. 109

[119] ένθ. ανωτ. σελ. 111

[120] ένθ. ανωτ. σελ. 114

[121] ένθ. ανωτ. σελ. 114

[122] ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 234-235

[123] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 128, κδ’, και σημ. 3

[124] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 215, πδ’

[125] Φιλοκαλία Α’, σελ. 138

[126] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 315, ξη’

[127] ένθ. ανωτ. σελ. 282-283

[128] Αββά Δωροθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 522-524

[129] ένθ. ανωτ. σελ. 644, 2

[130] αγ. Ισαάκ του Σύρου: Τα ευρεθέντα ασκητικά, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 20

[131] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 424

[132] ένθ. ανωτ. σελ. 474

[133] αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, Φιλοκαλία Β’, σελ. 235, 30

[134] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 14, β’

[135] Γρηγορίου Παλαμά Ε.Π.Ε. τόμος 2ος σελ. 398

[136] οσ. Κασσιανού Ρωμαίου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 75, 14

[137] οσ. Μάρκου ασκητού, Φιλοκαλία Α’, σελ. 117, ριθ’

[138] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 624-626

[139] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 113, κβ’

[140] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 15, ια’

[141] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, λθ’

[142] αγ. Νικοδήμου τπυ αγιορείτου: Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 216-217

[143] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 129, κθ’

[144] ένθ. ανωτ. σελ. 142, μδ’

[145] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 208, ξε’

[146] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 5, λε’

[147] Ηλία Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 306, οε’

[148] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 210, κγ’

[149] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 20, μζ’

[150] ένθ. ανωτ. σελ. 6, κζ’

[151] Ησυχίου Πρεσβυτέρου, Φιλοκαλία Α’, σελ. 148-149, μστ’

[152] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Βίβλος Βαρσανουφίου, ένθ. ανωτ. σελ. 262

[153] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 224, ιη’

[154] ένθ. ανωτ. σελ. 212, ιγ’

[155] οσ. Φιλοθέου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 279, ιστ’

[156] ένθ. ανωτ. σελ. 279-280

[157] Αββά Δωροθέου: ένθ. ανωτ. σελ. 266

[158] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 143, μθ’

[159] Νικήτα Στηθάτου, Φιλοκαλία Γ’, σελ. 300, θ’

[160] Φιλοκαλία Α’, σελ. 102, ρζ’

[161] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 150, ια’

[162] Φιλοκαλία Α’, σελ. 72

[163] ένθ. ανωτ. σελ. 61-62

[164] ένθ. ανωτ. σελ. 63

[165] ένθ. ανωτ. σελ. 68-70

[166] ένθ. ανωτ. σελ. 72-74

[167] ένθ. ανωτ. σελ. 75-76

[168] ένθ. ανωτ. σελ. 76-78

[169] ένθ. ανωτ. σελ. 78-79

[170] ένθ. ανωτ. σελ. 79-80

[171] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 24, η’

[172] ένθ. ανωτ. σελ. 90, λθ’

[173] ένθ. ανωτ. σελ. 131-132, μγ’

[174] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 53, γ’

[175] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 140, κε’

[176] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 54, ι’

[177] οσ. Θαλασσίου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 226, νγ’

[178] αγ. Διαδόχου Φωτικής: Τα εκατόν γνωστικά κεφάλαια, ένθ. ανωτ. σελ. 228, κθ’

[179] Γεροντικόν, ένθ. ανωτ. σελ. 99, ρξα’

Δημιουργία αρχείου: 4-12-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 4-12-2019.

ΕΠΑΝΩ