Ο Χριστιανός και τα πάθη * Αίρεση και ψυχοπαθολογία * Πάθη δικαιοσύνης και πάθη σωτηρίας * Να μην χάσουμε τα πάθη. Να τα μεταβάλουμε
Τι είναι τα πάθη Πώς μια αμαρτία γίνεται πάθος Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
Πηγή: Ιεροθέου Βλάχου: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" σελίδες 207-212. 7η Έκδοση. |
Το πάθος, όπως και η λέξη μαρτυρεί, προέρχεται από το πάσχω και δείχνει την ασθένεια την εσωτερική.
Κατά τον Φιλόθεο Σιναΐτη, «πάθος δε κυρίως λέγουσι το χρόνω μακρώ εμπαθώς τη ψυχή εμφωλεύον»[2]. Θα δούμε στην συνέχεια πως μια αμαρτία γίνεται πάθος. Εδώ θέλουμε να υπογραμμίσουμε ιδιαιτέρως το γεγονός ότι, όταν μια αμαρτία επαναλαμβάνεται συχνά και εμφωλεύη πολύ χρόνο μέσα στην ψυχή μας, λέγεται πάθος. Οι Πατέρες φθάνουν στο σημείο να εξηγήσουνε την διαφορά μεταξύ του πάθους και της αμαρτίας. Πάθος είναι «το επί ψυχήν κινούμενον», ενώ πράξη εφάρματος είναι «η επί το σώμα θεωρουμένη»[3]. Την διδασκαλία περί των παθών ανέπτυξε σε πολλά σημεία ο Κύριος και είναι καταγραμμένη στα άγια Ευαγγέλια. Μερικά χωρία θα τονίσουμε εδώ γιατί θα επανέλθουμε αργότερα. Ο Κύριος, λαμβάνοντας αφορμή από τους Φαρισαίους που Τον επηρώτησαν «διατί ου περιπατούσιν οι μαθηταί σου κατά την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, αλλ’ ανίπτοις χερσίν εσθίουσι τον άρτον;», έστρεψε την προσοχή στον έσω άνθρωπο. «Έσωθεν γαρ εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογισμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός πονηρός, βλασφημία, υπερηφανεία, αφροσύνη∙ πάντα ταύτα τα πονηρά έσωθεν εκπορεύεται και κοινοί τον άνθρωπον» (Μαρκ. ζ’, 21-23). Εξηγώντας την παραβολή του σπορέως και ιδίως αναφερόμενος στον σπόρο που έπεσε «εν μέσω των ακανθών», λέγει ότι τα πάθη είναι εκείνα που συμπνίγουν τον σπόρο και δεν τον αφήνουν να καρποφορήση. «Το δε εις τας ακάνθας πεσόν, ούτοί εισιν οι ακούσαντες και υπό μεριμνών και πλούτου και ηδονών του βίου πορευόμενοι συμπνίγονται και ου τελεσφορούσι» (Λουκ. η’, 14). Και ο Απόστολος Παύλος γνωρίζει την ύπαρξη των παθών μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Μιλώντας για την κατάσταση προ του αγίου Βαπτίσματος, που είναι μια σαρκική ζωή, γράφει: «ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί, τα παθήματα των αμαρτιών τα δια του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω» (Ρωμ. ζ’, 5). Περιγράφοντας δε την ζωή των εθνικών – ειδωλολατρών, γράφει: «Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας» (Ρωμ. α’, 26). Έτσι, λοιπόν, τα πάθη εμφωλεύουν στην ψυχή μας και δημιουργούν τρομερά προβλήματα σε όλη την ύπαρξη, όπως θα δούμε στην συνέχεια σε πολλά σημεία. Κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, εκείνος που αγαπά την αδικία μισεί την ψυχή του, διασπά και αχρειώνει την εικόνα του Θεού, δηλαδή την ψυχή του, και «παραπλήσιον υφίσταται πάθος» με εκείνους που καταλαμβάνονται από μανία και διασπαράττουν τις σάρκες τους. Όπως εκείνος (ο μανιακός) καταστρέφει το σώμα του, έτσι και ο άδικος (και κάθε εμπαθής) «ανεπαισθήτως λυμαίνεται και αθλιώτατα διασπαράττει την έμφυτον εαυτού καλλονήν»[4]. Το πάθος είναι ζόφωση και αχρείωση και αμαύρωση του κατ’ εικόνα, της καλλονής του Θεού. Μιλώντας για τα πάθη πρέπει να εντοπίσουμε καλύτερα τι ακριβώς είναι αυτά. Είναι δυνάμεις που εισήλθαν στην ψυχή μας και τις οποίες πρέπει να ξερριζώσουμε ή είναι φυσικές δυνάμεις της ψυχής που διεστράφησαν με την αμαρτία και την απομάκρυνσή μας από τον Θεό; Όλη η βιβλικοπατερική παράδοση πιστεύει το δεύτερο. Γι’ αυτό πρέπει να εξετάσουμε την ψυχή και την διαίρεσή της, ώστε να δούμε στην συνέχεια πως διαστρέφονται αυτές οι δυνάμεις. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι, όπως ο Θεός είναι Νους, Λόγος και Πνεύμα, έτσι και η ψυχή έχει νου, λόγο και πνεύμα. Το πνεύμα της ψυχής είναι «ορμή του νου, τω ημετέρω λόγω συνδιατεινομένη χρονικώς και διαστημάτων δεομένη των αυτών και εξ ατελούς προϊούσα εις τελείωσιν»[5]. Κατά τον αγιορείτη άγιο η τριαδική φύση της ψυχής είναι νους, λόγος, πνεύμα∙ το τριαδικό της γνώσεως είναι νοερό, λογικό, αισθητό και το τρισσό του νου ως στροφής προς εαυτόν και της ανόδου προς τον Θεόν είναι νους, γνώση, έρως[6]. Πέρα από αυτές τις διαιρέσεις ο άγιος Γρηγόριος, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ο Παλαμάς, χρησιμοποιεί και την καθιερωθείσα από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων διαίρεση της ψυχής. Η ψυχή του ανθρώπου είναι πολυδύναμη και ενιαία. «Εν εστι πολυδύναμον πράγμα η ψυχή»[7]. Διαιρείται σε τρία, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό[8]. Την ίδια διαίρεση χρησιμοποιεί και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Κατά τον άγιο, τρεις είναι οι δυνάμεις της ψυχής ο λόγος, η επιθυμία και ο θυμός. Η επιθυμία και ο θυμός αποτελούν το λεγόμενο παθητικό μέρος της ψυχής και ο λόγος το λογιστικό[9]. Ώστε, όταν στην συνέχεια της αναπτύξεως του θέματος περί των παθών θα γίνεται λόγος για το παθητικό μέρος της ψυχής, που μολύνεται και πρέπει να θεραπευθή, πρέπει να εννοούμε τον θυμό και την επιθυμία. Στην διδασκαλία αυτών των δύο μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας πρέπει να προστεθή και του αγίου Δωροθέου, ο οποίος, χρησιμοποιώντας χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, γράφει ότι η ψυχή είναι τριμερής. «Έχει γαρ το επιθυμητικόν και το θυμικόν και το λογιστικόν»[10]. Οι τρεις αυτές δυνάμεις πρέπει να στρέφωνται προς τον Θεό. Αυτή είναι η φυσική τους κατάσταση. Κατά τον άγιο Δωρόθεο, σύμφωνον όντα με τον Ευάγριο, «κατά φύσιν ενεργεί ψυχή λογική, όταν το μεν επιθυμητικόν μέρος αυτής της αρετής εφίεται, το δε θυμικόν υπέρ ταύτης αγωνίζεται, το δε λογιστικόν επιβάλλει τη θεωρία των γεγονότων»[11]. Και ο όσιος Θαλάσσιος γράφει ότι ίδιον γνώρισμα του λογιστικού της ψυχής είναι να σχολιάζη στην γνώση του Θεού, του παθητικού (επιθυμητικού και θυμικού) στην αγάπη και την εγκράτεια[12]. Ο Νικόλαος Καβάσιλας, αναφερόμενος σ’ αυτό το θέμα, είναι σύμφωνος με τους προηγουμένους Πατέρας και λέγει ότι η φύση του ανθρώπου δημιουργήθηκε για τον καινό άνθρωπο. Λάβαμε τον λογισμό «ίνα τον Χριστό γινώσκωμεν, επιθυμίαν, ίνα προς εκείνον τρέχωμεν, μνήμην έσχομεν, ίν’ εκείνον φέρωμεν»,αφού ο Χριστός είναι αρχέτυπο των ανθρώπων[13]. Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο άνθρωπος δεν πλάστηκε με τα πάθη, όπως λειτουργούν αυτά σήμερα στον άνθρωπο της σαρκός, τον μη έχοντα τις ενέργειες του Παναγίου Πνεύματος. Τα πάθη δεν έχουν ουσία ή υπόσταση. Όπως το σκοτάδι δεν υπάρχει κατ’ ουσίαν, αλλά είναι η στέρηση του φωτός, έτσι γίνεται και με το πάθος. «Κλίνασα η ψυχή δια φιληδονίας εκ των αρετών κατεσκεύασε τα πάθη και εστερέωσεν αυτά καθ’ εαυτής»[14]. Μπορούμε καλύτερα να πούμε ότι τα πάθη είναι διαστροφή των ψυχικών δυνάμεων. Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο με τα πάθη της ατιμίας. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, η κακία ή το πάθος «εν τη φύσει ου πέφυκεν∙ ου γαρ εστι κτίστης παθών ο Θεός∙ αρεταί δε φυσικαί εν ημίν πολλαί παρ’ αυτού γεγόνασιν...»[15]. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι η ύπαρξη των αρετών, ενώ τα πάθη είναι η παρά φύσιν κατάσταση. Άρα εμείς μεταστρέψαμε και διαστρέψαμε τις ενέργειες της ψυχής και από την φυσική τους κατάσταση τις οδηγήσαμε στην παρά φύσιν. Ο Θεός, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ούτε εποίησε, ούτε εδημιούργησε το κακόν. Εμείς «τα συστατικά της φύσεως ιδιώματα εις πάθη μετηνέγκαμεν»[16]. Μάλιστα ο ίδιος άγιος αναφέρει και μερικά παραδείγματα για να το καταστήση εμφανές. Είναι φυσική σε μας «η σπορά δια την τεκνογονίαν», εμείς όμως την μεταποιήσαμε σε πορνεία. Φυσικός είναι ο θυμός που δόθηκε από τον Θεό εναντίον του όφεως, για να πολεμούμε τον διάβολο, και εμείς τον χρησιμοποιούμε εναντίον του πλησίον. Φυσικός είναι ο ζήλος για να ζηλεύουμε τις αρετές και έτσι να τις αποκτήσουμε, εμείς όμως ζηλεύουμε τα κακά, χρησιμοποιούμε τον ζήλο για άσχημα πράγματα. Φυσική είναι η επιθυμία της δόξης, αλλά για τα άνω βασίλεια, για την απόλαυση της ουρανίου μακαριότητος. Φυσική είναι η υπερηφάνεια, αλλά όμως να χρησιμοποιήται κατά των δαιμόνων. Επίσης φυσική είναι η χαρά, αλλά εκείνη που έχει σχέση με τον Κύριο και για την ευτυχία του πλησίον μας. Ελάβαμε την μνησικακία, αλλά εναντίον των εχθρών της ψυχής μας. Ελάβαμε ακόμη την έφεση για την τρυφή και όχι για την ασωτία[17]. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες συνεχώς τονίζουν την αλήθεια ότι τα πάθη, όπως τα γνωρίζουμε εμείς στην κατάσταση της πτώσεως, είναι παρά φύσιν ζωή, είναι παρά φύσιν κίνηση. «Πάθος εστί ψεκτόν, κίνησις ψυχής παρά φύσιν»[18]. Εξηγώντας ο άγιος Μάξιμος ποια είναι αυτή η παρά φύσιν κίνηση της ψυχής λέγει ότι είναι «ή επί φιλίαν άλογον ή επί μίσος άκριτον ή τινος ή δια τι των αισθητών»[19]. Σε άλλο σημείο γράφει ο ίδιος ότι η κακία είναι η εσφαλμένη κρίση των νοημάτων, στην οποία ακολουθεί και η παράχρηση των πραγμάτων. Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της συζυγίας λέγει ότι η ορθή κρίση της συνουσίας είναι ο σκοπός της παιδοποιΐας. Εκείνος που αποβλέπει μόνον στην ηδονή «εσφάλη περί την κρίσιν, το μη καλόν, καλόν ηγησάμενος». Σε τέτοια περίπτωση ο άνθρωπος αυτός «παραχρήται γυναικί συνουσιαζόμενος». Το ίδιο γίνεται και με όλα τα άλλα πράγματα[20]. Στο λογιστικό μέρος της ψυχής του μεταπτωτικού ανθρώπου κυριαρχεί η υπερηφάνεια, στο επιθυμητικό της ψυχής κυρίως τα σαρκικά παραπτώματα και στο θυμικό τα πάθη του μίσους, της οργής και της μνησικακίας. Ο άγιος Μάξιμος ο οποίος ασχολήθηκε με την κατά φύσιν και την παρά φύσιν ζωή της ψυχής μας τις αναλύει διεξοδικά. Οι φυσικές δυνάμεις της ψυχής, γράφει ο άγιος, είναι ο λόγος, η επιθυμία και ο θυμός. Η κατά φύσιν χρήση των δυνάμεων αυτών είναι του μεν λόγου «κίνησις προς τον Θεόν δια γνώσεως κατά ζήτησιν μονώτατον», της δε επιθυμίας «φορά προς τον Θεόν μόνον κατά πόθον» και του θυμού «αγών προς το τυχείν Θεού μόνου». Δηλαδή ο άνθρωπος, όταν ζη φυσικά, θέλει να γνωρίζη τον Θεό ολοκληρωτικά, επιθυμεί μόνο τον Θεό και αγωνίζεται να επιτύχη του Θεού, δηλαδή να αποκτήση την κοινωνία με τον Θεό. Αποτέλεσμα αυτής της κατά φύσιν κινήσεως είναι η αγάπη. Ενούμενος ο άνθρωπος με τον Θεό αποκτά την μακαρία κατάσταση της αγάπης, αφού ο Θεός είναι αγάπη. Σ’ αυτό το σημείο αναφέρεται ο λόγος της Αγίας Γραφής: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Μάρκ. Ιβ’, 30). Όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιή αυτές τις τρεις δυνάμεις της ψυχής του παρά φύσιν, τότε το αποτέλεσμα του λόγου είναι η άγνοια, της επιθυμίας η φιλαυτία και του θυμού η τυραννία. Έτσι συμβαίνει η ολοσχερής υποδούλωση του ανθρώπου στον διάβολο και η αχρείωση της καλλονής της ψυχής του[21]. Σε άλλο σημείο ο ίδιος άγιος (Μάξιμος Ομολογητής) αναλύει τι είναι η παράχρηση. Της λογιστικής δυνάμεως η παράχρηση είναι η αγνωσία και η αφροσύνη. Της θυμοειδούς και επιθυμητικής το μίσος και η ακολασία. Αντίθετα η χρήση των δυνάμεων αυτών είναι η γνώση και η φρόνηση, η αγάπη και η σωφροσύνη. Γι’ αυτό τίποτε δεν είναι κακό από εκείνα που δημιουργήθηκαν από τον Θεό[22]. Αφού ό,τι είναι φυσικό δεν είναι κακό, σημαίνει ότι το κακό υπάρχει όταν διαστρεβλώνωνται οι δυνάμεις από μας. Χρησιμοποιεί ο άγιος και μερικά παραδείγματα. Δεν είναι τα βρώματα κακά, αλλά η γαστριμαργία, ούτε η παιδοποιΐα είναι κακόν, αλλά η πορνεία, ούτε τα χρήματα, αλλά η φιλαργυρία, ούτε η δόξα, αλλά η κενοδοξία[23]. Η παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής είναι αμαρτία, ασθένεια. Η κακία είναι, κατά τον άγιο Δωρόθεο, «αρρωστία της ψυχής στερουμένης της ιδίας αυτής κατά φύσιν υγείας∙ ήτις εστίν η αρετή»[24]. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για την ασθένεια του ανθρώπου που πρέπει να θεραπευθή. Γιατί η ακαθαρσία της ψυχής είναι «το μη ενεργείν κατά φύσιν» και από αυτήν την κατάσταση γεννώνται στον νου οι εμπαθείς λογισμοί. Η φυσική κατάσταση της ψυχής του ανθρώπου, που είναι η κατ’ εξοχήν υγεία, φαίνεται ότι, όταν προσβάλλωνται οι παθητικές δυνάμεις της ψυχής, δηλ. ο θυμός και η επιθυμία, διαμένουν απαθείς[25]. Και επειδή η ψυχή του ανθρώπου είναι ενιαία και πολυδύναμη, γι’ αυτόν τον λόγο, όταν αρρωστήση μια δύναμη της ψυχής, αμέσως αρρωσταίνουν και οι υπόλοιπες δυνάμεις [26]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι, όπως η παράχρηση της γνώσεως των όντων δημιουργεί την «μεμωραμένην σοφίαν», έτσι και παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής είναι «η κατά των παθών αποτρόπαια φύουσα»[27]. Το ότι τα πάθη είναι η παρά φύσιν κίνηση των δυνάμεων της ψυχής, η μεταστροφή του παθητικού και του λογιστικού μέρους της ψυχής από τον Θεό προς τα κτίσματα, φαίνεται από το ότι, όταν ο άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και τον δικό του αγώνα θεραπευθή εσωτερικά, τότε δεν καταργούνται οι παθητικές δυνάμεις της ψυχής, δεν εξαφανίζονται, αλλά στρέφονται προς τον Θεό, ορμούν προς Αυτόν και αποκτούν την γνώση και την κοινωνία μαζί Του. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στον Βαρλαάμ που ισχυριζόταν ότι δεν χρειάζεται το άλγος και το πένθος κατά την προσευχή, διότι οι παθητικές δυνάμεις πρέπει κατά την προσευχή να νεκρωθούν αφού είναι κακές, διδάσκει ότι υπάρχουν «πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι ψυχής και σώματος», οι οποίες δεν προσηλώνουν το πνεύμα στην σάρκα, αλλά υψώνουν την σάρκα «εγγύς της του Πνεύματος αξίας». Αυτές οι ενέργειες είναι οι πνευματικές, οι οποίες δεν προχωρούν από το σώμα στον νου, αλλά από τον νου στο σώμα[28]. Γι’ αυτό, όταν επιδιώκουμε να θεραπευθούμε, δεν νεκρώνουμε τα πάθη, αλλά τα μεταστρέφουμε, όπως θα αναπτύξουμε πιο κάτω. Τα δάκρυα, το πένθος, η μετάνοια, ο πόνος, που είναι αποτελεσματικά μέσα για την θεραπεία της ψυχής, είναι εκείνα που καθαρίζουν το παθητικό και λογιστικό μέρος της ψυχής. Κλείνοντας την παράγραφο αυτή θέλουμε κυρίως να τονίσουμε ότι τα πάθη της σαρκός είναι διεστραμμένες ενέργειες της ψυχής. Όταν η ψυχή κινήται έξω από την αγάπη και την εγκράτεια, τότε διαστρέφονται τα πάθη του θυμικού και επιθυμητικού μέρους της ψυχής. Και αυτά τα πάθη κινούνται δια των αισθήσεων[29]. Τα πάθη της σαρκικής ζωής με την γενική έννοια (απουσία του Παναγίου Πνεύματος) είναι η παρά φύσιν κίνηση της ψυχής, γι’ αυτό είναι νέκρωση , θάνατος και αρρώστεια της ψυχής.
[2] Φιλοκαλία Β’, σελ. 285, λε’ [3] ένθ. ανωτ. Γ’, σελ. 282, λζ’ [4] ένθ. ανωτ. Δ’, σελ.. 147-148, μ’ [5] ένθ. ανωτ. Δ’, σελ.. 145, λστ’ [6] Βλ. Φιλοκαλία Δ’, σελ. 144 κ.ε. και Αμφιλοχίου Ράντοβιτς: «Το Μυστήριον της αγίας Τριάδος κατά τον άγ. Γρηγόριον Παλαμά», Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 55 [7] Φιλοκαλία Δ’, σελ. 133, γ’ [8] ένθ. ανωτ. Δ’, σελ. 100 [9] ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 32, λε’ [10] Αββά Δωροθέου, εις Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1981, τόμος 12ος, σελ. 592 [11] ένθ. ανωτ. σελ. 594 [12] Φιλοκαλία Β’, σελ. 213, νβ’ [13] Νικολάου Καβάσιλα: Περί της εν Χριστώ ζωής, Λόγος ΣΤ’, σελ. 574, τόμος 22ος, εις Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1979 [14] Αββά Δωροθέου, ένθ. ανωτ. σελ. 510 [15] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, σελ. 131, μα’ [16] ένθ. ανωτ. σελ. 142, μα’ [17] ένθ. ανωτ. σελ. 142, μα’ [18] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 6, λε’ [19] ένθ. ανωτ. σελ. 16, ιστ’ [20] ένθ. ανωτ. σελ. 16, ιζ’ [21] Ιερομονάχου Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: «Το Μυστήριον της Σωτηρίας κατά τον άγ. Μάξιμον τον Ομολογητήν¨, Αθήνα 1975, σελ. 130, σημείωση [22] Φιλοκαλία Β’, σελ. 28, γ’ [23] ένθ. ανωτ. σελ. 28, δ’ [24] P G 88, 1728 Α, βλ. Ιερομονάχου Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς ένθ. ανωτ. σελ. 125 [25] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 32, λε’ [26] αγ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκαλία Δ’, σελ. 133 [27] Ε.Π.Ε. τόμος 2ος, σελ. 388, στ. 30-32 [28] ένθ. ανωτ. σελ. 370 [29] αγ. Μαξίμου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 9, ξε’ |
Δημιουργία αρχείου: 17-7-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 17-7-2017.