|
Ο μύθος του "Καλού Ανθρώπου" * To ότι έγινα "καλύτερος άνθρωπος", δεν είναι απόδειξη ότι είμαι στη σωστή θρησκεία; * Ο Προτεσταντισμός σε αναζήτηση τής Ορθοδοξίας * Η Προτεσταντική Ιερά Εξέταση * Η Επιστολή του Αγ. Ιακώβου και η γνώμη του Λουθήρου γι' αυτήν * H παρεξηγημένη αγιότητα * Σε τι διαφέρει η ψυχοθεραπεία από τον ηθικισμό
Κοινωνικό Ευαγγέλιο:
Μια Εκκοσμικευμένη Βασιλεία… όπου Τα Χριστούγεννα δεν έρχονται ποτέ Του π. Στεφάνου Φρήμαν
Αναδημοσίευση σε μετάφραση από: https://blogs.ancientfaith.com Μετάφραση Κ. Ν. |
Δύο άτομα εργάζονται σε ένα συσσίτιο, ταΐζοντας τους φτωχούς. Ο ένας είναι Χριστιανός, ο άλλος, αθεϊστής. Ο Χριστιανός κάνει ό,τι κάνει, υπακούοντας τον Χριστό, για να υπηρετήσει τον Χριστό «στον ελάχιστο αυτών των αδελφών μου». Ο αθεϊστής κάνει ό,τι κάνει, επειδή πιστεύει πως η γενναιοδωρία είναι ένα καλό πράγμα και ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος αν όλοι οι άνθρωποι ενεργούσαν με τέτοιο τρόπο. Πώς διαφέρουν τα δύο αυτά άτομα;
Σε ένα επίπεδο, αυτό που κάνουν είναι ακριβώς το ίδιο. Αν εγώ είμαι ένας φτωχός που πεινάει, δεν με ενδιαφέρουν τα κίνητρα ή οι εξηγήσεις: είμαι απλώς ευγνώμων για το φαγητό. Οι πράξεις που αναλαμβάνονται δεν ξεχωρίζουν, αν ο ένας κάνει ό,τι κάνει, επειδή πιστεύει στον Θεό και ο άλλος κάνει ό,τι κάνει, παρ’ ότι νομίζει πως δεν υπάρχει Θεός. Οι ενέργειες και των δύο αυτών ανθρώπων μπορούν να χαρακτηρισθούν «ηθικές». Όντως, είναι δυσδιάκριτες ηθικά. Δεν έχω σκοπό να υποτιμήσω τις ηθικές πράξεις. Μακάρι όλοι οι αθεϊστές να είχαν μια τέτοια παρακίνηση. Μακάρι οι Χριστιανοί να ήταν περισσότερο ηθικοί στις πράξεις και στις ζωές τους. Όμως, το απλό γεγονός πως η πράξη αυτών των δύο ατόμων είναι ηθικά δυσδιάκριτη απεικονίζει ένα από τα όρια του «απλώς» ηθικού. Κατ’ αυτή την έννοια, ο ορισμός του «ηθικού» ατόμου μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε που ενεργεί κατά ένα συνεπή τρόπο καθώς εκτελεί κάποιο σχέδιο «καλής συμπεριφοράς». Πρέπει εδώ να επισημάνουμε επίσης, πως οι Φαρισαίοι, τους οποίους ο Ιησούς αντέκρουσε τόσο έντονα, ήσαν πάρα πολύ «ηθικοί» άνδρες, σύμφωνα με τον ορισμό αυτό. Μπορεί ο Ιησούς να ήταν πιο επιεικής σε ορισμένες από τις αδυναμίες της ηθικής τους, όμως ο σκοπός Του δεν ήταν να αναλάβει την ηθική αναμόρφωση εντός του Φαρισαϊκού Ιουδαϊσμού. Έχω γράψει αλλού: Ο Ιησούς δεν πέθανε για να κάνει τους κακούς ανθρώπους καλούς, αλλά για να κάνει τους νεκρούς ανθρώπους ζωντανούς. Η Χριστιανική ζωή, όταν αυτή βιώνεται σωστά, ποτέ δεν είναι «απλώς» ηθική. Βιώνεται ενωμένη με την ζωή του Θεού σε ένα τρόπο ύπαρξης που περιγράφεται ως «Βασιλεία του Θεού». Ο Χριστός έδωσε εντολές σε όλους: Να αγαπάτε τον πλησίον σας, να συγχωρείτε τους εχθρούς σας, κλπ. Κάποια στιγμή, απέστειλε τους μαθητές Του ανά δύο, με μια διαφορετική εντολή: «Θεραπεύετε τους ασθενείς, καθαρίστε τους λεπρούς, αναστήστε τους νεκρούς, εκβάλλετε δαιμόνια – δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώστε. Και καθώς πηγαίνετε, διδάξτε, λέγοντες ‘Πλησίασε η Βασιλεία των Ουρανών». Δεν υπήρχε τίποτε μέσα στην τελευταία αυτή εντολή, που να ήταν «απλώς» ηθικό. Ήταν μια υπερφυσική διείσδυση της Βασιλείας του Θεού, δια της υπακοής των μαθητών Του. Τον 19ο αιώνα Χριστιανοί δάσκαλοι – αρχικά στην Αμερική και αργότερα αλλού – άρχισαν να εξισώνουν την Βασιλεία του Θεού με μία καλύτερη, βελτιωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων. Οι άμεσοι στόχοι τους ήταν: η επέκταση του προνομίου της ψήφου, η κατάργηση της δουλείας, η κατάργηση του αλκοόλ, οι βελτιώσεις στις φυλακές, και η επιστημονική και λογική εφαρμογή της τεχνολογίας για την υλική βελτίωση της ζωής. Κάθε πρόοδος σε αυτή την κατεύθυνση περιγραφόταν ως «η οικοδόμηση της Βασιλείας». Κάποιοι από τους ίδιους αυτούς δασκάλους (π.χ. ο Charles Finney), ισχυρίζονταν πως ο θάνατος του Χριστού επάνω στον Σταυρό ήταν στην πραγματικότητα μια περίπτωση ηθικού παραδειγματισμού. Ο Χριστός πέθανε επάνω στον Σταυρό, για να μας δώσει ένα καλό παράδειγμα, και για να μας ωθήσει προς τα καλά έργα. Καθώς προχωρούσε ο αιώνας, αυτό το «ηθικό ευαγγέλιο» βρήκε ένα έτοιμο οίκημα, μέσα στα μυαλά πολλών μελετητών, οι οποίοι έπαψαν να δέχονται τις πιο «θαυματουργικές» όψεις της ευαγγελικής ιστορίας. Είναι θέμα για συζήτηση, το ότι ολόκληρο το θεμέλιο του μοντερνισμού στην Αμερική (των Συντηρητικών και των Φιλελευθέρων) κείται εντός του θρησκευτικού αυτού κινήματος. Ήταν ένα κίνημα που ίσχυε ισότιμα, και σε αυτόν που πίστευε, και στον μη πιστεύοντα. (Αν τυχόν η πίστη στον Θεό προωθούσε τα πράγματα, εντάξει, καλώς. Αλλά και ένας καλός αθεϊστής ήταν ένας εξ ίσου καλός σύμμαχος στην όποια ανάγκη). Αυτή η εκδοχή του ευαγγελίου είναι οχυρωμένη βαθειά μέσα στην πολιτισμική ιδεολογία του μοντερνισμού. Οι εντολές προς τους Μαθητές έχουν απομονωθεί ως σπάνια και ασυνήθιστα πράγματα, και όχι σαν παραδειγματικά της διδασκαλίας για την Βασιλεία. Έχει ενδιαφέρον πως, σε πολλές Δυτικές κοινωνίες, το Κράτος έχει αναλάβει τον ηθικό ρόλο της Εκκλησίας. Ταΐζει τους φτωχούς, ντύνει τους γυμνούς, εγκαθιστά την δικαιοσύνη, κλπ. Εύκολα «αναδεικνύει» την Εκκλησία ως ετοιμοθάνατη και περιττή. Άρα, προς τι η απασχόληση με ένα σωρό τελετές, όταν αυτό που είναι αναγκαίο είναι ένας κοινωνικός λειτουργός; Το «κοινωνικό ευαγγέλιο» πέτυχε, εκεί που απέτυχαν πολλά άλλα πράγματα: μετέβαλλε το Κράτος σε μια ηθική οντότητα. Αλλά κάνοντας αυτό, και έχοντας απωλέσει την βάση της στην υπερφυσική ζωή της Βασιλείας, κατέληξε να είναι περιττή. Πολλοί σύγχρονοι πολιτισμοί έχουν ένα ελάχιστο ποσοστό –ακόμη και μόλις 5% του πληθυσμού τους – που μετέχει ενεργά στην ζωή της Εκκλησίας. Ποια ανάγκη υπάρχει, για μια εκκοσμικευμένη Εκκλησία; Η αναγγελία της Βασιλείας του Θεού δεν ήταν επ’ ουδενί η ανακοίνωση των επίγειων στόχων του Θεού για ένα καλύτερο κόσμο. Ο Χριστός πολύ συγκεκριμένα ταυτίζει την Βασιλεία με τις πράξεις της θεραπείας, του καθαρισμού, της ανάστασης νεκρών, την εκβολή δαιμόνων. Αυτά είναι τα πράγματα που εξυπηρετούν ως παραδείγματα για τον χαρακτήρα της Βασιλείας: όχι η βελτίωση κακών ανθρώπων, αλλά η εκ νεκρών έγερση των νεκρών ανθρώπων. Εντός της Εκκλησίας, τα Μυστήρια είναι συγκεκριμένες πράξεις που έχουν αυτό ακριβώς τον χαρακτήρα: κάνουν αυτά που οι θνητοί ποτέ δεν θα μπορούσαν να κάνουν από μόνοι τους. Στο Άγιο Βάπτισμα θανατωνόμαστε και εγειρόμαστε σε μια νέα ζωή. Μέσα μας, ενοικεί -κατ’ εξοχήν- η Ανάσταση του Χριστού: 11 ει δε το Πνεύμα του εγείροντος Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν, ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια το ενοικούν αυτού Πνεύμα εν υμίν. 12 Άρα ουν, αδελφοί, οφειλέται εσμέν ου τη σαρκί του κατά σάρκα ζην: 13 ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν· ει δε Πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούτε, ζήσεσθε. (Ρωμ. 8:11-13). Αυτό δεν είναι μία κλήση για ηθικό επανεξοπλισμό. Το «τας πράξεις του σώματος θανατούτε» δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα με το να βελτιώνουμε την συμπεριφορά μας. Πολλοί από τους ψευτοδιδασκάλους βλέπουν κάτι τέτοιες εκφράσεις σαν ενδιαφέρουσες αλληγορίες, και τίποτε περισσότερο. Στην Ευχαριστία, εσθίουμε και πίνουμε το αληθινό Σώμα και Αίμα του Χριστού, μετέχοντας έτσι της Θείας Φύσεως. Για πολλούς από τους ψευτοδιδασκάλους, κάτι τέτοιες υπερφυσικές θεωρίες για την Θεία Ευχαριστία δεν ήσαν μόνο περιττές· τις θεωρούσαν μάλλον δεισιδαιμονικές. Το να τρώνε και να πίνουν και να θυμούνται το παράδειγμα του Χριστού ήταν αρκετά, για το δικό τους ηθικό έργο. Όλα τα Μυστήρια θα μπορούσαν να περιγραφούν και να συγκριθούν με τον ίδιο τρόπο. Η ζωή που καλούμεθα να ζήσουμε περιγράφεται πιο καλά ως «μυστηριακή», παρά ως «ηθική». Οι συμπεριφορές της μίας μπορεί συχνά να μοιάζουν ή να μην ξεχωρίζουν από την άλλη, όμως αυτό είναι θέμα διακρίσεως. Ο αληθινός Χριστιανός πρέπει πάντα να θυμάται πως χωριστά από τον Χριστό, «ουδέν ποιούμε». Πρόσφατα συνάντησα τον ισχυρισμό πως αυτή η εξάρτηση στην δράση του Θείου εντός μας ήταν «μονέργεια», δηλαδή η διδασκαλία πως κάθε καλή πράξη είναι μόνο έργο του Θεού. Η Ορθοδοξία διδάσκει την «συνέργεια», δηλαδή μια συνεργασία στο έργο του Θεού. Όμως, οφείλουμε εδώ να αναρωτηθούμε, «Τι ακριβώς συνεισέφεραν οι Μαθητές στην θεραπεία των ασθενών, την έγερση των νεκρών, την εκβολή δαιμόνων;» Η απάντηση: στο ότι είπαν το «Ναι». Πήγαν και έκαναν αυτό που τους ζητήθηκε. Αλλά επειδή μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα, εκείνοι όταν επέστρεψαν, απλώς έμειναν έκπληκτοι. Η κουλτούρα μέσα στην οποία ζούμε έχει εκφυλιστεί, έγινε μία συστάδα συναγωνιζόμενων ηθικών στόχων. Δεν είναι πλέον ζήτημα καλού εναντίον του κακού, αλλά επιχειρήματα σχετικά με την φύση του καλού. Όλοι όμως οι συναγωνιζόμενοι ηθικοί στόχοι μοιράζονται κάτι από κοινού: ούτε ένας από αυτούς χρειάζεται τον Θεό. Μερικοί ελάχιστοι εξ αυτών ίσως ισχυρισθούν πως αυτό που κάνουν είναι «σύμφωνο με το θέλημα του Θεού», αλλά ο στόχος τους επ’ ουδενί χρειάζεται κάτι περισσότερο από ένα σπόνσορα. Ο συγγραφέας C.S. Lewis ήταν θαυμαστά γνώριμος με όλα αυτά. Στο διήγημά του της αιχμάλωτης Νάρνια, όπου η επιρροή της Λευκής Μάγισσας ήταν ισχυρή, ήταν «πάντα χειμώνας, αλλά ποτέ Χριστούγεννα». Η ίδια η φύση των πραγμάτων έμοιαζε παγωμένη, μέσα σε έναν ανενεργό κόσμο, απρόσβλητο από ο,τιδήποτε άλλο πλην των έργων της μάγισσας. Ο ερχομός όμως του Aslan (που πρώτα είχε ψιθυριστεί ως μια φήμη) ήταν η αρχή μιας μεγάλης απόψυξης. Τα χιόνια άρχισαν να υποχωρούν, και εμφανίσθηκαν τα σημάδια των Χριστουγέννων. Αυτό απηχεί τον ερχομό του Χριστού και την διδασκαλία Του για την Βασιλεία. Η μάγισσα σίγουρα ήταν ικανή να οργανώσει ένα ομαλά λειτουργούντα κόσμο, αλλά δεν μπορούσε να σχεδιάσει κάτι περισσότερο από μια πλαστή εικόνα Χριστουγέννων. Εγώ όμως θέλω το γνήσιο πράγμα. Το εννοώ, το Γνήσιο Πράγμα. |
Δημιουργία αρχείου: 14-12-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-12-2017.