Η Επιστολή του Αγ. Ιακώβου και η γνώμη του Λουθήρου γι' αυτήν // Πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγ. Γραφή; // Έννοια Θεοπνευστίας και πηγές κανονικότητας // Ποια είναι τα βιβλία τής Αγίας Γραφής;
Τα μείον τού Προτεσταντισμού Μέρος Β΄. Προτεσταντισμός και βιβλικός Κανών Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης
Αναδημοσίευση από: http://www.symbole.gr/literature/religion/1208-prot-b |
Μεγάλο μείον τού Λουθήρου και όλων τών σημερινών παραφυάδων τού προτεσταντισμού είναι και η ανευθυνότητά τους στο ζήτημα τού βιβλικού Κανόνος. Όταν λέμε Κανόνα, εννοούμε ποια βιβλία αποτελούν την Αγία Γραφή και ρυθμίζουν το ήθος τού Χριστιανού. Το ποια βιβλία συμπεριέλαβε ο Λούθηρος στο βιβλικό Κανόνα ήταν θέμα που δεν τον απασχόλησε, ούτε καν το αντιλήφθηκε ότι είναι το πρώτιστο και σοβαρώτερο απ' όλα. Δεν πήρε χαμπάρι ότι τα βιβλία τού Κανόνος είναι θέμα αποστολικής παραδόσεως, και ότι η εκκλησία παραλαμβάνει τον Κανόνα από την αδιάκοπη παραλαβή και παράδοσι τών βιβλίων για τη λατρεία και το κήρυγμά της. Διότι την εποχή που ο Λούθηρος εγκαταλείπει τον παπισμό και κάνει την πτέρυγά του, τρεις Κανόνες κυκλοφορούσαν, ο ραββινικός (Ιουδαϊκός), που ήταν αντιχριστιανικός, ο τής πρώτης οικουμενικής συνόδου με εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό της τον Αλεξανδρείας Αθανάσιο, ο μόνος που φέρει την αδιάκοπη χρήσι και παράδοσι τής εκκλησίας, και ο παπικός, ο οποίος δημιουργήθηκε κατά βούλησιν τού θεού-πάπα. Από τους τρεις ο Λούθηρος, από αντίδρασι προς τον παπισμό, παρέλαβε εντελώς τυχάρπαστα τον Ιουδαϊκό, τον οποίο ακολουθούν μέχρι σήμερα όλες οι προτεσταντικές παραφυάδες τής λουθηρανικής πτέρυγος. Πιο συγκεκριμένα ο Λούθηρος και οι λοιποί προτεστάντες ούτε καν αντιλήφθηκαν ότι δεν είναι δυνατόν η εκκλησία να παραλαμβάνη τη Βίβλο από τον εκδότη ή τον τυπογράφο ή το βιβλιοδέτη ή το βιβλιοπώλη. Κανένας προβληματισμός, καμμία έρευνα πάνω στο θεμελιώδες αυτό ζήτημα από μέρους του. Επί πλέον ο Λούθηρος για μερικά βιβλία τής Αγίας Γραφής άφησε εντελώς αυθαίρετα την αμφιβολία του ως προς τη γνησιότητα και θεοπνευστία τους, επειδή απλώς δεν τού φάνηκαν και τόσο χριστιανικά. Πρόκειται για τις δύο Προς Τιμόθεον και την Προς Τίτον Επιστολές τού αποστόλου Παύλου, αλλά και τις λοιπές Επιστολές τών δεσμών τού Παύλου. Μ' αυτό το προσωπικό κριτήριο «κανόνισε» ο Λούθηρος ποιος είναι ο βιβλικός Κανών. Πολύ επιπόλαιο εκ μέρους του. Προφανώς έτσι ήταν καλύτερα γι αυτόν. Αυτός ο Κανών ανταποκρινόταν στο αμαρτωλό εγώ του. Και οι σημερινοί προτεστάντες φαντάζονται ότι έτσι στα ξεκάρφωτα γίνεται και στηρίζεται η πίστι, μια πίστι για την οποία καλείται ο Χριστιανός, αν χρειαστή, και να πεθάνη. Γι αυτό βέβαια ο προτεσταντικός κόσμος γενικώς δεν πιστεύει. Αυτοί, όταν πιπιλίζουν συνεχώς «πίστι» και «πίστι», και «πιστεύω» και «πιστεύω», εννοούν το υποκειμενικό «παραδέχομαι» και «παραδοχή». Δεν ξέρουν ότι η πίστι είναι κάτι το δεδομένο, το αποκαλυμμένο άνωθεν, το αναλλοίωτο, το άπαξ δεδομένο, το μη προσαρμοζόμενο κατά τις απόψεις τού καθενός, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, επειδή δεν ξέρουν και ποια ακριβώς είναι η Βίβλος, από την οποία απορρέουν τα πιστευτέα, καθώς και ποιο ρόλο ακριβώς παίζει η Βίβλος στην υπόστασι τού Χριστιανισμού. Οι προτεστάντες τυπικά δέχονται ως Κανόνα τους για μεν την Καινή Διαθήκη εκείνη που πωλούσαν τα παπικά βιβλιοπωλεία κατά τις ημέρες τής ιδρύσεώς των, για δε την Παλαιά Διαθήκη τον ιουδαϊκό Κανόνα τών ίδιων ημερών. Όλ' αυτά σαν επιλογές τού καλόγερου Λουθήρου, ο οποίος εκείνες τις ημέρες φλερταριζόταν με την καλόγρια Κατερίνα. Δέχονται δηλαδή μια Βίβλο που στηριζόταν σε βάσεις και παραδόσεις πολύ σαθρές και διαβλητές σε σύγκρισι με την αποστολική παράδοσι τής ορθοδόξου χριστιανικής εκκλησίας. Έτσι έχασαν ένα βιβλίο από την Π. Διαθήκη, τον Βαρούχ, με το οποίο οι Ιουδαίοι ραββίνοι τού Β΄ μ.Χ. αιώνος είχαν στριμωχθή από τους Χριστιανούς συζητητάς τους τόσο, που το μίσησαν και το πέταξαν, και στη θέσι του έβαλαν ένα απόκρυφο, την Εσθήρ. Όσον αφορά στην Καινή Διαθήκη οι ίδιοι αμφιβάλλουν, όπως ελέχθη, για 3 βιβλία της, αλλά και για τις υπόλοιπες Επιστολές τών δεσμών τού αποστόλου Παύλου, επειδή ενωχλούσαν το Λούθηρο. Πώς να τα δεχόταν ο Λούθηρος, που, ως «κληρικός», όπως είπαμε, δεν ήταν «ανήρ μιας γυναικός» στη ζωή του; Πώς να δεχτή βιβλία που διδάσκουν για τον εκκλησιαστικό διδάσκαλο και ηγέτη αυτό το πράγμα; Αυτό είναι το προσωπικό λουθήρειο κριτήριο, το «ανώτερο» από το βιβλικό, και αυτή η προσωπική λουθήρεια ηθική, η «ανώτερη» από τη βιβλική, με τα οποία ο Λούθηρος «κανόνισε» και προσδιώρισε τον βιβλικό Κανόνα τών προτεσταντών. Αυτά τα σκουπίδια τρώει όποιος δεν δέχεται την αποστολική εκκλησιαστική παράδοσι. Κι ούτε μπορούν ακόμη να καταλάβουν οι προτεστάντες ότι χωρίς αυτή την παράδοσι δεν υπάρχει ούτε Βίβλος. Το μυαλό τους έχει κολλήσει στον αιρετικό ισχυρισμό τους. Και είναι πολύ δύσκαμπτοι και αρτηριοσκληρωτικοί. Ως αποστολική παράδοσι εννοείται η ιερά αρχική παράδοσι τής αποστολικής και πρώτης μεταποστολικής περιόδου τής εκκλησίας ως προς το ποια είναι τα βιβλία τής Αγίας Γραφής και ποια τα πιστευτέα και πρακτέα που απορρέουν απ' αυτά, και όχι «η παράδοσις τών πρεσβυτέρων» (Μθ 15,1-20 και Μρ 7,1-13), την οποία ο Κύριος ωνόμασε «παράδοσιν υμών» και «παράδοσιν ανθρώπων», την απέρριψε μετά βδελυγμίας, και κατηγόρησε το φαρισαϊκό πρεσβυτέριο για ακύρωσι τών εντολών τού Θεού με πονηρά ερμηνευτικά τερτίπια. «Ηκυρώσατε την εντολήν τού Θεού, υποκριταί, δια την παράδοσιν υμών», είπε. Κι όταν οι μαθηταί τού Κυρίου ανήγγειλαν στον Κύριο ότι «οι φαρισαίοι εσκανδαλίσθησαν ακούσαντες τον λόγον (του)», απάντησε με αγανάκτησι· «Πάσα φυτεία ην ουκ εφύτευσεν ο πατήρ μου ο ουράνιος εκριζωθήσεται». Σα να λέη· Οι φαρισαίοι δεν είναι φυτεία τού ουρανίου πατρός, αυτοί οι ίδιοι δημιούργησαν το σινάφι τους, εμφανίστηκαν σαν φυτεία τού Θεού, και ως τέτοιοι εξαπατούν τους ανίδεους, εμφανιζόμενοι μάλιστα ως διδάσκαλοί τους. Δεν είναι φυτεία, είναι κατάρα τού Θεού. Είναι οδηγοί τυφλοί, που θα πέσουν στο βόθυνο. Αυτό απάντησε ο Χριστός για την παράδοσι τών πρεσβυτέρων, και αυτό ισχύει για όσους αντινομοθετούν τις παραδόσεις τους στις εντολές τού Θεού από τότε μέχρι σήμερα. Όταν ο απόστολος Παύλος προτρέπη τους Χριστιανούς· «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου είτε δι' επιστολής ημών» (Β΄ Θε 2,15· Α΄ Κο 11,2), εννοεί κάτι το πολύ συγκεκριμένο, ήτοι όσα τους δίδαξε προφορικά και με τις δύο Επιστολές του ο ίδιος, και όχι βέβαια όσα οι θεολογικώς άγευστοι εννοούν. Διότι ο Παύλος στις Επιστολές του, πέρα από τις απαντήσεις στα ερωτήματα τών Χριστιανών Θεσσαλονίκης και Κορίνθου, συμπεριέλαβε περιληπτικώς προς υπόμνησιν και το προφορικό του κήρυγμα, που το κήρυξε σ' αυτούς κατά το διάστημα τών ολιγωτέρων ή περισσοτέρων ημερών που έμεινε στις πόλεις αυτές. Ως παραδόσεις δεν εννοεί κάδους στους οποίους πετάει ο καθένας ό,τι επινοεί και κρατάει στα χέρια του, όπως έκαναν οι διδάσκαλοι τού Ισραήλ. Σαφώς ξεχωρίζει τις παραδόσεις του ο Παύλος από τις «παραδόσεις τών ανθρώπων» (Κλ 2,8), τις οποίες βάζει στην ίδια κατηγορία και ποιότητα με την «φιλοσοφίαν» «και κενήν απάτην κατά τα στοιχεία τού κόσμου» που είναι «ου κατά Χριστόν». Τη δε πράξι τής εξαπατήσεως και τής αρπαγής τών Χριστιανών από τους αιρετικούς, τη θεωρεί σαν αρπαγή λαφύρων και την ονομάζει «συλαγωγία». |
Δημιουργία αρχείου: 2-12-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 2-12-2015.