Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά, Επιστήμη και Θεολογικά

Ορθόδοξη πίστη και Φυσικές επιστήμες // Η γνωριμία με τον Θεό // Η ωφέλεια τής Νηστείας Περί τής Άννας ομιλία Α: 1ο Μέρος // Το "ποιος" και το "πώς" στη δημιουργία // 3ο Μέρος τής ομιλίας: Ο τρίτος δάσκαλος Θεογνωσίας

Περί τής Άννας Ομιλία Πρώτη

2ο Μέρος

Η κτίση και η συνείδηση

Οι δύο άφωνοι δάσκαλοι Θεογνωσίας

Αγίου Ιωάννη τού Χρυσοστόμου

 

Πηγή: "Ιωάννου τού Χρυσοστόμου έργα". Κείμενον Μετάφρασις. Τόμος Έβδομος Ερμηνευτικά Β. Εκδόσεις "Ο Λόγος" Αθήνα 1972. (Στην οποία στηρίξαμε κυρίως και τη μετάφραση).

 

Κείμενο Μετάφραση

Β΄. Υμίν μεν ουν δια ταύτα ουκ αν είη δυνατόν ραδίως ανενεγκείν την τότε ημίν γενομένην προς Έλληνας ζήτησιν· εγώ δε ο δια παντός εν τούτοις εσχολακώς, και ταύτην έχων μελέτην, ράστα προς υμάς ολίγα των τότε ειρημένων ειπών, ολοκλήρου της των λόγων υποθέσεως αναμνήσαι δυνήσομαι.

Τις ουν ην ημίν η υπόθεσις;

Εζητούμεν πώς εξ αρχής ο Θεός ημών προενόει του γένους, και πως τα συμφέροντα επαίδευσεν, ούτε γραμμάτων όντων, ούτε Γραφών δοθεισών· και εδείκνυμεν ότι δια της κατά την κτίσιν θεωρίας προς την αυτού θεογνωσίαν εχειραγώγησεν·

ότε και λαβόμενος υμών ουχί της χειρός, αλλά της διανοίας, πανταχού της κτίσεως περιήγαγον, δεικνύς ουρανόν, και γην, και θάλατταν, και λίμνας, και πηγάς, και ποταμούς, και πελάγη μακρά, και λειμώνας, και παραδείσους, και κομώντα τα λήϊα, και βριθόμενα τοις καρποίς τα δένδρα, και καλυπτομένας δρυμοίς κορυφάς ορών· ότε και περί σπερμάτων, και περί βοτανών, και περί ανθέων, και περί φυτών εγκάρπων τε και ακάρπων, και περί αλόγων, ημέρων τε και αγρίων, ενύδρων τε και χερσαίων, και αμφιβίων, περί των τον αέρα τεμνόντων, περί των χαμαί συρομένων, και περί αυτών των του παντός στοιχείων πολλά διελέχθην, και καθ' έκαστον επεβοώμεν κοινή πάντες, ατονούσης ημίν προς τον άπειρον πλούτον της διανοίας, και το παν καταλαβείν μη δυναμένης·

«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας» (Ψαλμ. 91, 6).

Ου δια το πλήθος δε μόνον εθαυμάζομεν του Θεού την σοφίαν, αλλά και δι' αμφότερα ταύτα, ότι και καλήν και μεγάλην και θαυμαστήν την κτίσιν εποίησε, και ότι πολλά πάλιν της ασθενείας αυτής δείγματα εναπέθετο τοις ορωμένοις· το μεν, ίνα θαυμάζηται επί σοφία, και προς την εαυτού λατρείαν τους ορώντας εφέλκηται· το δε, ίνα μη τον ποιήσαντα αφέντες οι θεωρούντες αυτών το κάλλος και το μέγεθος, αντ' εκείνου προσκυνήσωσι τα ορώμενα, της εν αυτοίς ασθενείας δυναμένης την τοιαύτην διορθώσαι πλάνην.

Και πώς φθαρτή πάσά εστίν η κτίσις, και προς το βέλτιον μεταστήσεται σχήμα, και πλείονος απολαύσεται δόξης, και πότε, και δια τι, και τίνος ένεκεν φθαρτή γέγονε, και ταύτα άπαντα προς υμάς εφιλοσοφούμεν τότε, και του Θεού την δύναμιν καντεύθεν εδείκνυμεν, ότι εν φθαρτοίς σώμασι τοσούτον ειργάσατο κάλλος, όπερ και εξ αρχής αυτοίς συνεκλήρωσεν ο Θεός, το των άστρων, το του ουρανού, το του ηλίου. Και γαρ όντως εστί θαυμάσαι, πως ετών παρελθόντων τοσούτων, ουδέν έπαθον, οίον τα ημέτερα σώματα, ουδέ τω γήρα ασθενέστερα γέγονεν, ουδέ νόσω και αρρωστία τινί κατεμαλακίσθη, αλλά την οικείαν ακμήν και το κάλλος, όπερ, ως έφθην ειπών, εξ αρχής αυτοίς συνεκλήρωσεν ο Θεός, μένει διατηρούντα, και ούτε το ηλιακόν εξετρίβη φως, ούτε το των άστρων άνθος αμαυρότερον γέγονεν, ουχ η του ουρανού φαιδρότης εξερρύη, ουχ οι της θαλάττης εκινήθησαν όροι, ουχ η της γης εσβέσθη δύναμις η περί τους τόκους των ετησίων καρπών.

Και ότι μεν φθαρτά ταυτά εστί, και από λογισμών, και από των θείων Γραφών απεδείξαμεν· ότι δε καλά, και φαιδρά, και το άνθος ακμάζον διετήρησεν, η καθημερινή μαρτυρεί των ορώντων όψις, ό δη μάλιστα εστί θαυμάσαι του ποιήσαντος ούτως αυτά εξ αρχής Θεού.

Επειδή δε ταύτα λεγόντων ημών τότε τινές αντέτεινον, λέγοντες· Ουκούν πάντων των ορωμένων ατιμότερον ο άνθρωπος, είγε ουρανού μεν σώμα, και γης, και ηλίου, και το των άστρων απάντων προς τοσούτον διήρκεσε χρόνον, ούτος δε μετά εβδομήκοντα έτη διαλύεται, και απόλλυται·

πρώτον μεν εκείνο αν είποιμεν, ότι ουχ ολόκληρον διαλύεται το ζώον, αλλά το κυριώτερον αυτού και αναγκαιότερον, η ψυχή, μένει διηνεκώς αθάνατος, ουδενί τούτων είκουσα των παθών, και η φθορά περί το έλαττον γίνεται·

δεύτερον ότι και τούτω αυτώ τιμώμεθα μειζόνως. Ουδέ γαρ απλώς, ουδέ άνευ αιτίας τινός, αλλά και δικαίως, και επί χρησίμω, και γήρας και νόσους υπομένομεν δικαίως μεν, ότι προς αμαρτίαν κατεπέσομεν· χρησίμως δε, ίνα την εκ της ραθυμίας εγγινομένην ημίν απόνοιαν δια της ενδείας ταύτης και των παθών διορθώσωμεν. Ου τοίνυν ατιμάζων ημάς ο Θεός τούτο γενέσθαι είασεν. Ει γαρ ητίμαζεν, ουκ αν την ψυχήν ημίν αφήκεν αθάνατον είναι. Αλλ' ουδέ ασθενών, το σώμα το ημέτερον εποίησε τοιούτον. Ει γαρ ησθένει, ουκ αν τον ουρανόν, και τους αστέρας, και το σώμα της γης ίσχυσε τοσούτον διακρατήσαι χρόνον· αλλ' υπέρ του βελτίους ποιήσαι και σωφρονεστέρους, και αυτώ μάλλον καταπειθείς, όπερ απάσης εστί σωτηρίας υπόθεσις.

Δια ταύτα ουρανόν μεν ουκ εποίησεν ούτε γήρα αλίσκεσθαι τέως, ούτε άλλαις τισί τοιαύταις αρρωστίαις. Ο γαρ προαιρέσεως και ψυχής απεστερημένος ούτε αμαρτείν, ούτε κατορθώσαι δύναιτ' αν· όθεν ουδέ διορθώσεως αυτώ χρεία τοιαύτης.

Ημίν δε τοις λόγω και ψυχή τετιμημένοις αναγκαίως γέγονεν η δια των παθών τούτων εγγενομένη σωφροσύνη, και ταπεινοφροσύνη, επειδή και παρά την αρχήν προ των άλλων απάντων εις απόνοιαν απεσκίρτησεν ο πρώτος γενόμενος άνθρωπος. Άλλως δε, ει καθάπερ τα ημέτερα σώματα, ούτω και ο ουρανός έμελλε κατασκευάζεσθαι και γηράν, πολλήν αν πολλοί του ποιούντος κατέγνωσαν ασθένειαν, ως ουκ ισχύοντος έν σώμα διακρατήσαι επί πολλάς ετών περιόδους· νυν δε αυτοίς και αυτή η πρόφασις ανήρηται, των έργων επί τοσούτον χρόνον μενόντων.

 

Γ΄. Προς δε τοις ειρημένοις, ουδέ μέχρι τούτου στήσεται τα ημέτερα, αλλ' επειδάν τω παρόντι βίω σωφρονισθώμεν καλώς, μετά πλείονος αναστήσει δόξης τα σώματα, και ουρανού, και ηλίου, και των άλλων απάντων έσται λαμπρότερα, και προς την άνω μεταστήσεται λήξιν.

Είς μεν ουν θεογνωσίας τρόπος, ο δια της κτίσεως απάσης· έτερος δε ουκ ελάττων, ο του συνειδότος, ον και τούτον άπαντα τότε δια πλειόνων εξεθέμεθα λόγων, δεικνύντες πώς αυτοδίδακτος ημίν εστίν η τών καλών και των ου τοιούτων γνώσις, και πώς ένδοθεν ημίν το συνειδός άπαντα ενηχεί ταύτα. Δύο γαρ ούτοι διδάσκαλοι γεγόνασιν ημίν εξαρχής, η κτίσις, και το συνειδός· και ουδέτερος αυτών φωνήν αφιείς, σιγή τους ανθρώπους επαίδευον. Η τε γαρ κτίσις δια της όψεως εκπλήττουσα τον θεατήν, εις το του ποιήσαντος αυτήν θαύμα παραπέμπει τον ορώντα άπαντα· το τε συνειδός ένδον ενηχούν, άπαντα υποβάλλει τα πρακτέα·

και την δύναμιν αυτού, και της ψήφου την κρίσιν δια των της όψεως πραγμάτων καταλαμβάνομεν. Όταν γαρ ένδον κατηγορή της αμαρτίας, συγχεί την όψιν έξωθεν, και πολλής της αθυμίας πληροί. Πάλιν ωχρούς εργάζεται και περιδεείς, όταν επί τίνι των αισχίστων αλώμεν, και της φωνής μεν ουκ ακούομεν, δια δε της έξωθεν όψεως την ένδον γινομένην αγανάκτησιν θεωρούμεν.

2. Γι' αυτά λοιπόν, σ' εσάς μεν δεν θα ήταν εύκολα δυνατό ν' ανέφερα τον έλεγχο που έγινε τότε από μάς προς τους Έλληνες· εγώ δε που με όλες μου τις δυνάμεις εσπούδασα σ' αυτά, κι έχοντας αυτή τη μελέτη, αφού πολύ εύκολα αναφέρω προς εσάς λίγα από κείνα που ειπώθηκαν τότε, θα μπορέσω να θυμηθώ ολάκερο το αντικείμενο της ομιλίας.

Ποιό ήταν λοιπόν το θέμα;

Εξετάζαμε πώς εξ αρχής ο Θεός μας, προνοούσε για το γένος των ανθρώπων, πώς δίδαξε τα όσα συμφέρουν, χωρίς να υπάρχουν γράμματα, ούτε να έχουν παραδοθεί οι Γραφές. Και αποδείχναμε ότι με το θέαμα της κτίσης μάς χειραγώγησε στη θεογνωσία του.

Όταν κι αφού έλαβα όχι το χέρι σας αλλά τη διάνοια, (σάς) οδήγησα παντού στην κτίση, δείχνοντας ουρανό, και γη, και θάλασσα, και λίμνες, και πηγές, και ποτάμια, και μεγάλα πέλαγα, και λειμώνες, και παραδεισένιους κήπους, και αψηλά τα στάχυα, και κατάφορτα καρπούς τα δέντρα και σκεπασμένες με δρυμούς κορυφές βουνών όταν είπα πολλά και για σπόρους, και για βότανα, και για λουλούδια, και για καρποφόρα κι άκαρπα φυτά, και για (ζώα) χωρίς λογική, και για ημέρα και για άγρια, και για των νερών και για της στεριάς, και γι' αμφίβια, και για κείνα που σχίζουν τον αγέρα, και για κείνα που σέρνονται χάμω, και γι' αυτά τα στοιχεία του παντός, και για το καθένα όλοι βγάζαμε μαζί φωνή (θαυμασμού), ενώ εξ αιτίας του απείρου πλούτου ατονούσε η διάνοια σε μάς και δεν μπορούσε να τα καταλάβει όλα.

«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας». (Ψαλμ. 91, 6).

Όχι μονάχα δε για το πλήθος θαυμάζαμε τη σοφία του Θεού, άλλα και για τα δυο αυτά, γιατί και καλή και μεγάλη και θαυμαστή έπλασε την κτίση, και γιατί πάλι έβαλε πολλά δείγματα αυτής της αδυναμίας στα όσα βλέπονται, από τη μια μεν για να θαυμάζεται η σοφία και κείνοι που βλέπουν να προσελκύονται προς την λατρεία προς αυτόν, από την άλλη δε, για να μην, αφού παραγνωρίσουν τον Πλάστη εκείνοι που θεώνται το κάλλος τους και τη μεγαλοσύνη, αντί για κείνον προσκυνήσουν τα βλεπόμενα, ώστε η αδυναμία που υπάρχει σ' αυτά να μπορεί να διορθώσει τέτοια πλάνη.

Και πώς είναι φθαρτή όλη η κτίση, και θα μετασταθεί στο καλύτερο σχήμα, και θ' απολαύσει περισσότερη δόξα, και πότε, και για τι, κι από ποια αίτια έγινε φθαρτή, κι όλα αυτά τότε φιλοσοφούσα (μιλώντας) προς εσάς, κι από εδώ αποδείχναμε τη δύναμη του Θεού, γιατί έπλασε τόσο πολύ κάλλος σε φθαρτά σώματα, που κι απ' αρχής ο Θεός τους φιλοδώρησε, το κάλλος των άστρων, του ουρανού, του ηλίου. Γιατί κι αληθινά είναι άξιο να θαυμάσει κανείς, πως ενώ πέρασαν τόσα πολλά χρόνια, δεν έπαθαν τίποτα, παρόμοιο με τα δικά μας σώματα, ούτε εξ αιτίας των γερατειών έγιναν πιο ασθενικά, ούτε εξαντλήθηκαν από κάποια μεγάλη ή μικρή αρρώστια, αλλά τη δική της ακμή και το κάλλος που, όπως είπα πρωτήτερα, απ' αρχής ο Θεός τους χάρισε, απομένουν διατηρημένα, και ούτε λιγόστεψε το ηλιακό φως, ούτε το άνθισμα των αστεριών έγινε πιο σκοτεινό, ούτε σκορπίστηκε η φαιδρότητα τ' ουρανού, ούτε μετακινήθηκαν τα όρια της θάλασσας, ούτε σβήστηκε η δύναμη της γης να γέννα τους χρονιάτικους καρπούς.

Κι' ότι μεν αυτά είναι φθαρτά, και με συλλογισμούς και από τις θείες Γραφές αποδείξαμε· ότι δε είναι καλά, και φαιδρά, και διατήρησε το άνθος στην ακμή, μαρτυρεί το καθημερινό θέαμα εκείνων που βλέπουν, πράγμα βέβαια που είναι να θαυμάζει κανείς ακόμη περισσότερο τον Θεό που εξ αρχής έτσι τα δημιούργησε.

Επειδή δε ενώ εμείς τότε εκθέταμε αυτά κάποιοι αντέτειναν λέγοντας: λοιπόν απ' όλα όσα είναι ορατά ο άνθρωπος είναι το χειρότερο, αφού βέβαια το σώμα μεν τ' ουρανού, και της γης, και του ηλίου, κι όλων των άστρων επί τόσο μακρό χρόνο διάρκεσε, αυτός δε (ο άνθρωπος) ύστερ' από εβδομήντα χρόνια διαλύεται και χάνεται.

Πρώτα μεν, θα λέγαμε το εξής, ότι δεν διαλύεται ολάκερο το ζωντανό πλάσμα, αλλά το κυριώτερο και το πιο αναγκαίο μέρος του, η ψυχή, μένει στον αιώνα αθάνατη, χωρίς να παθαίνει τίποτε απ' αυτά, και η φθορά ελαττώνεται·

δεύτερο γιατί και με αυτό το ίδιο τιμούμαστε περισσότερο. Γιατί ούτε επιπόλαια, ούτε χωρίς κάποια αιτία, αλλά και δίκαια, και για ωφέλεια υπομένουμε και γεράματα και αρρώστιες. Δίκαια μεν γιατί έχουμε πέσει πάνω στην αμαρτία· για ωφέλεια δε για να διορθώσουμε την ανοησία μας που προήλθε από τη ραθυμία, με αυτή την ένδεια των παθών. Δεν άφησε λοιπόν ο Θεός να γίνει αυτό για να μας ατιμάσει. Γιατί αν δεν τιμούσε, δεν θ' άφηνε την ψυχή μας να είναι αθάνατη, αλλ' ούτε όντας ανίσχυρος, έπλασε τέτοιο το σώμα μας. Γιατί αν ήταν ανίσχυρος, δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει επί τόσο μακρό χρόνο τον ουρανό, και τ' αστέρια, και το σώμα της γης· αλλά για να (μας) κάνει καλύτερους και πιο φρόνιμους, και περισσότερο σ' αυτόν αφοσιωμένους, πράγμα που είναι το άπαντο της σωτηρίας.

Γι' αυτό δεν έκαμε (έτσι) τον ουρανό, ούτε ν' αναλίσκεται πριν από γεράματα, ούτε από κάποιες άλλες τέτοιες αρρώστιες. Γιατί κείνος που στερείται ελεύθερη βούληση και ψυχή δεν θα μπορούσε ούτε ν' αμαρτάνει ούτε να αθλεί· λοιπόν ούτε του χρειάζεται τέτοια διόρθωση.

Σε μας δε που έχουμε τιμηθεί με λογικό και ψυχή έχει γίνει ανάγκη η σωφρωσύνη που προέρχεται με τα παθήματα αυτά, και η ταπεινοφροσύνη, επειδή και από την αρχή, ο πρώτος πλασμένος άνθρωπος έπεσε στην ανοησία πριν απ' όλα τ' άλλα. Διαφορετικά δε, αν, όπως ακριβώς τα σώματα μας, έτσι κι ο ουρανός έμελλε να πλάθεται και να γερνά, πολλοί θ' αποδιναν αδυναμία στον πλάστη, ότι δεν μπορεί να κρατήσει στη ζωή σε πολλές περιόδους χρόνων, ένα σώμα· τώρα δε γι' αυτούς κι αυτή η πρόφαση αφαιρέθηκε αφού τα έργα παραμένουν επί τόσο μακρό χρόνο.

3. Επί πλέον δε, δεν σταματούν ως εδώ τα σώματά μας, αλλ' όταν στη ζωή αυτή σωφρωνιστούμε καλά, θα αναστήσει τα σώματα με περισσότερη δόξα κι από τον ουρανό, και τον ήλιο, κι απ' όλα τα άλλα θα είναι λαμπρότερα και προς το άνω τέλος θα μεταφέρει.

Ένας μεν λοιπόν είναι ο τρόπος της θεογνωσίας, (αυτός που προέρχεται) απ' ολόκληρη την κτίση. Άλλος δε, όχι μικρότερος (τρόπος θεογνωσίας), της συνείδησης, που κι αυτόν ολόκληρο τότε με πολλά λόγια εκθέσαμε, αποδείχνοντας πως είναι για μάς αυτοδίδαχτη η γνώση των καλών και των κακών και πως αντηχεί αυτά όλα μέσα μας η συνείδηση. Γιατί απαρχής αυτοί οι δυο δάσκαλοι μάς δόθηκαν, η κτίση κι η συνείδηση. Κανείς απ' τους δυο δεν έχει φωνή αλλά με τη σιγή διαπαιδαγωγούν τους ανθρώπους. Γιατί και η κτίση εκπλήττοντας το θεατή με το θέαμα, παραπέμπει καθένα που βλέπει στο θαύμα εκείνου που την έκτισε· η δε συνείδηση αντηχώντας εντός, υποβάλλει όλα όσα πρέπει να γίνουν.

Καταλαβαίνουμε και τη δύναμή του και την κρίση της απόφασης βλέποντας τα όσα έπραξε. Γιατί όταν εσωτερικά κατακρίνει την αμαρτία, εξωτερικά ταράζει την όψη και πλημμυρίζει (τον άνθρωπο) με πολλήν αθυμία. Πάλι (μάς) κάνει ώχρούς και περίτρομους, όταν κάνουμε κάτι από τα χειρότερα, και δεν ακούμε τη φωνή μεν, από την εξωτερική δε όψη την αγανάκτηση που συμβαίνει εντός παρατηρούμε.

Δημιουργία αρχείου: 26-3-2015.

Τελευταία ενημέρωση: 4-6-2015.

ΕΠΑΝΩ