|
Ότι δεν υπάρχουν δύο αρχές. Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού * Καλός και κακός θεός * Περί "Θείας Μοναξιάς" * Περί πολυπλοκότητας τού... Θεού
Κατά Αιρέσεων Βιβλίο 4ο: Κεφάλαιο 2. Η Αγία Γραφή οδηγεί στον Έναν Θεό μόνο δια τού Ιησού Χριστού Αγίου Ειρηναίου τής Λυών (2ος - αρχές 3ου αιώνος).
Πηγή: "Έλεγχος και Ανατροπή τής Ψευδωνύμου Γνώσεως", βιβλίο 4ο, κεφάλαιο 2ο, σε μετάφραση αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη δ. Θ. Θεσσαλονίκη 1991. |
1. Ο Μωυσής κάνοντας στο Δευτερονόμιο την ανακεφαλαίωση όλου του νόμου που έλαβε από τον Δημιουργό, λέγει τα εξής: «Πρόσεχε, ουρανέ, και λαλήσω και ακουέτω η γη ρήματα εκ στόματός μου»1. Πάλι ο Δαυΐδ, λέγοντας ότι η βοήθειά του είναι από τον Κύριο, γράφει: «Η βοήθειά μου παρά Κυρίου, του ποιήσαντος τον ουρανόν και την γην»2. Και ο Ησαΐας ομολογεί ότι ο Θεός, ο οποίος έκανε τον ουρανό και τη γη και τα εξουσιάζει, αυτός ελάλησε: «Άκουε, ουρανέ, και ενωτίζου, γη, ότι Κύριος ελάλησεν»3. Και πάλι: «Ούτω λέγει Κύριος ο Θεός ο ποιήσας τον ουρανόν και πήξας αυτόν, ο στερεώσας την γην και τα εν αυτή και διδούς πνοήν τω λαώ τω επ' αυτής και πνεύμα τοις πατούσιν αυτήν»4. 2. Πάλι, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ομολογεί αυτόν τον ίδιο ως Πατέρα του με εκείνο που λέγει: «Εξομολογούμαι σοι, Πάτερ, Κύριε του ουρανού και της γης»5. Ποιόν Πατέρα θέλουν να εννοήσωμε εδώ αυτοί οι τόσο διεστραμμένοι σοφισταί της Πανδώρας6; Το Βυθό που έπλασαν μόνοι τους; ή τη Μητέρα τους; ή τον Μονογενή; ή τον θεό που επινόησαν οι Μαρκιωνίτες και οι άλλοι, που δια πολλών αναφέραμε ότι δεν είναι Θεός; ή όπως είναι η αλήθεια τον Δημιουργό του ουρανού και της γης; Αυτόν και οι Προφήται προφήτευσαν και ο Χριστός τον ομολόγησε ως Πατέρα του και ο νόμος τον κήρυξε, λέγοντας: «Άκουε, Ισραήλ: Κύριος ο Θεός σου Κύριος είς εστίν»7. 3. Επειδή τα γραφόμενα του Μωυσέως είναι λόγια του Χριστού, ο ίδιος λέγει στους Ιουδαίους, όπως μνημονεύει ο Ιωάννης στο ευαγγέλιο: «Εί επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν και εμόν περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. Ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, ουδέ τοις εμοίς ρήμασιν πιστεύσετε»8. Δείχνει ολοφάνερα ότι τα γραφόμενα του Μωυσέως είναι δικά του λόγια. Εάν, λοιπόν, οι λόγοι του Μωυσέως είναι δικοί του, τότε, χωρίς αμφιβολία, και των άλλων Προφητών οι λόγοι είναι δικοί του, όπως αναφέραμε. Και πάλι, ο ίδιος ο Κύριος παρουσιάζει τον Αβραάμ να λέγει στον πλούσιο για τους αδελφούς του που ήσαν ακόμη στη ζωή «Ει Μωυσέως και των Προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστάς πορευθή προς αυτούς, πιστεύσουσιν αυτώ»9. 4. Δεν μας ανέφερε σαν σε παραμύθι τον πτωχό και τον πλούσιο. Αλλά ακριβώς μας δίδαξε ότι κανένας δεν πρέπει να εμπλέκεται στις ηδονές, ούτε να ζει με πρόσκαιρες ψυχαγωγίες και με πολυτελή τραπέζια, να είναι δούλος των ηδονών και να λησμονεί τον Θεό. «Ην», λέγει, «πλούσιος, ος ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον και ευφραίνετο λαμπρώς»10. Για τα ίδια, επίσης, πράγματα είπε το Πνεύμα το Άγιο και με τον Ησαΐα «Μετά κιθάρων και τύμπανων και ψαλτηρίων και αυλών τον οίνον πίνουσιν, τα δε έργα του Θεού ουκ εμβλέπουσι και τα έργα των χειρών αυτού ου κατανοούσι»11. Για να μη φθάσωμε λοιπόν, στην ίδια με αυτούς τιμωρία, ο Κύριος μας έδειξε το τέλος τους. Έτσι συγχρόνως έδειξε ότι όσοι υπακούουν στο Μωυσή και στους Προφήτες πιστεύουν σε αυτόν που οι ίδιοι προφήτευσαν. Στον Υιό του Θεού, ο οποίος αναστήθηκε εκ των νεκρών και μας χάρισε τη ζωή. Και έτσι δείχνει ότι μία ενιαία πραγματικότητα αποτελούν όλοι, δηλαδή, ο Αβραάμ και ο Μωυσής και οι Προφήται, ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος που αναστήθηκε εκ νεκρών, στον οποίο και πιστεύουν πολλοί που προέρχονται από την περιτομή και ακούνε το Μωυσή και τους Προφήτες που προφητεύουν τον ερχομό του Υιού του Θεού. Όσοι τους περιφρονούν και λέγουν ότι αυτοί αποτελούν άλλη πραγματικότητα, δεν γνωρίζουν ούτε τον πρωτότοκο των νεκρών12. Εκλαμβάνουν χωριστά τον Χριστό ως κάποιον που παραμένει απαθής και χωριστά τον Ιησού, ο οποίος έπαθε. 5. Δεν παίρνουν, πράγματι, από τον Πατέρα τη γνώσι του Υιού, ούτε μαθαίνουν τον Πατέρα από τον Υιό13, ο οποίος φανερά και χωρίς παραβολές διδάσκει τον αληθινό Θεό και παραγγέλλει: «Μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι θρόνος εστί του Θεού· μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιόν εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως»14. Αυτά, οπωσδήποτε, λέγονται για τον Δημιουργό, όπως λέγει και ο Ησαΐας: «Ο ουρανός μοι θρόνος, η δε γη υποπόδιόν των ποδών μου»15. Πλην αυτού δεν υπάρχει άλλος Θεός. Ει δ' άλλως, ο Κύριος δεν θα τον έλεγε ούτε Θεό, ούτε μεγάλο Βασιλιά. Ένας τέτοιος ούτε συγκρίνεται ούτε έχει κάποιον ανώτερό του. Διότι οποίος έχει κάποιον ανώτερο από αυτόν και είναι υπό την εξουσία άλλου, αυτός ούτε Θεός ούτε μεγάλος Βασιλιάς μπορεί να ονομάζεται. 6. Αλλά ούτε θα μπορέσουν να πουν ότι με ειρωνεία λέχθηκαν αυτά. Τα ίδια τα λόγια τους ελέγχουν ότι λέχθηκαν αληθινά. Αυτός που μιλούσε ήταν η αλήθεια και αληθινά υπεράσπιζε τον οίκο του, όταν έδιωχνε από αυτόν τους κολλυβιστάς, που αγόραζαν και πουλούσαν, λέγοντας τους: «Γέγραπται, ο οίκος μου οίκος προσευχής κληθήσεται· υμείς δε αυτόν εποιήσατε σπήλαιον ληστών»16. Ποιο λόγο είχε να το κάνει αυτό και να μιλήση έτσι και να υπερασπίσει τον οίκο του, εάν κήρυττε άλλον θεό; Δεν το έκανε για τίποτε άλλο, παρά μόνο για να τους φανερώσει ότι είναι παραβάτες του πατρικού νόμου. Ούτε τον οίκο κατηγορούσε, ούτε το νόμο έψεγε, αφού αυτόν ήλθε για να συμπληρώσει17. Αλλά ήλεγχε αυτούς, που δεν χρησιμοποιούσαν καλώς τον οίκο του και αυτούς που παρέβαιναν το νόμο. Και γι' αυτό οι Γραμματείς και οι Φαρισσαίοι, οι οποίοι άρχισαν από τους χρόνους του νόμου να περιφρονούν τον Θεό, ούτε τον Λόγο του δέχθηκαν. Δηλαδή, δεν πίστευσαν στον Χριστό. Γι' αυτούς λέγει ο Ησαΐας: «Οι άρχοντές σου απειθούσι, κοινωνοί κλεπτών, αγαπώντες δώρα, διώκοντες ανταπόδομα, ορφανοίς ου κρίνοντες και κρίσιν χηρών ου προσέχοντες»18. Και ο Ιερεμίας λέγει παρομοίως: «Οι ηγούμενοι του λαού μου εμέ ουκ ήδεισαν υιοί άφρονες εισί και ου συνετοί· σοφοί εισί του κακοποιήσαι, το δε καλώς ποιήσαι ουκ επέγνωσαν»19. 7. Όλοι, όμως, όσοι φοβούνταν τον Θεό και μεριμνούσαν για το νόμο του, αυτοί πλησίασαν τον Χριστό και σώθηκαν. Διότι είπε στους μαθητάς του: «Πορεύεσθε προς τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ»20. Και οι Σαμαρείτες, όταν έμεινε κοντά τους ο Κύριος δύο ημέρες, «πολλώ πλείους επίστευσαν δια τους λόγους αυτού, τη τε γυναικί έλεγον ουκέτι δια την σην λαλιάν πιστεύομεν αυτοί γαρ ακηκόαμεν και οίδαμεν ότι ούτος εστίν αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου»21 Και ο Παύλος λέγει: «Και ούτω πας Ισραήλ σωθήσεται»22. Αλλά και το νόμο τον ονομάζει παιδαγωγό μας εις Ιησούν Χριστον23. Ας μη αποδίδουν, λοιπόν, την απιστία μερικών στο νόμο. Διότι δεν τους εμπόδιζε ο νόμος να πιστεύσουν στον Υιό του Θεού, αλλά αντιθέτως τους προέτρεπε να το κάνουν αυτό, λέγοντας ότι δεν σώζονται αλλιώς οι άνθρωποι από την αρχαία πληγή του όφεως24, παρά μόνον αν πιστεύσουν σε αυτόν, ο οποίος «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας»25 υψώθηκε επάνω από τη γη στο ξύλο του μαρτυρίου του και όλους τους είλκυσε κοντά του26 και ζωοποίησε τους νεκρούς27.
Σημειώσεις 1. Δευτερονόμιο 32,1. 2. Ψαλμοί 120,2. Παράβαλλε 7,11· 123,8. 3. Ησαΐας 1,2. 4. Ησαΐας 42,5. 5. Ματθαίος 11,25. 6. Υπαινίσσεται το «Σωτήρα» των αιρετικών, τον οποίο ονομάζει (Βιβλίο Β΄, 14,5) όμοιο με την Πανδώρα του Ησιόδου (Έργα και Ημέραι, 79-99· Fr. και 5). Τον κάθε «Αιώνα» τον παρουσίαζαν ότι τάχα αυτό που είχε μέσα του ως άριστο και ακμαιότατο το συνεισέφερε σε αυτόν το «Σωτήρα». Γι' αυτό και στο ίδιο βιβλίο (30,4) αποκαλεί τους Γνωστικούς «ακολούθους ταγμένους γύρω από την Πανδώρα». Κατά την Ελληνική μυθολογία, ο Ήφαιστος έπλασε από πηλό μία γυναίκα, ύστερα από εντολή του Δία, ο οποίος ήθελε να τιμωρήσει τους ανθρώπους, διότι ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά. Στη γυναίκα αυτή χαρίζουν όλοι οι θεοί ωραία και λεπτά δώρα. Γι' αυτό ονομάσθηκε «Πανδώρα». Ο Επιμηθέας, παρά τις προειδοποιήσεις του Προμηθέα, την παίρνει για γυναίκα του και αμέσως αυτή ανοίγει το πιθάρι που είχε φέρει μαζί της. Τότε ξεχύνονται όλα τα κακά και οι συμφορές στον κόσμο. Η ελπίδα μόνο έμεινε στο πιθάρι, διότι η Πανδώρα πρόλαβε και το έκλεισε. 7. Δευτερονόμιο 6,4. 8. Ιωάννης 5,46-47. 9. Λουκάς 16,31. 10. Λουκάς 16,19. 11. Ησαΐας 5,12. 12. Κολοσσαείς 1,18. 13. Ματθαίος 11,27· Λουκάς 10,22. 14. Ματθαίος 5,34-35. 15. Ησαΐας 66,1. 16. Ματθαίος 21. 13· Μάρκος 11. 17. 17. Ματθαίος 5,17. 18. Ησαΐας 1,23. 19. Ιερεμίας 4,22. 20. Ματθαίος 10,6. 21. Ιωάννης 4,41-42. 22. Ρωμαίους 11,26. 23. Γαλάτας 3,24. 24. Αριθμοί 21,8. 25. Ρωμαίους 8,3. 26. Ιωάννης 12,32. 27. Α΄ Κορινθίους 15,22. |
Δημιουργία αρχείου: 14-11-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-11-2024.