Η Ιεραρχία και η Ενότητα τής Εκκλησίας κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη * Ο Θεός ως Αιών τών αιώνων και "Είναι" κάθε υπαρκτού * Η πρόνοια του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου στις πράξεις και στις επιλογές του
Η θεία δικαιοσύνη κατά τον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Τεύχος Τεύχος 314 - Σεπτέμβριος 2022. Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr |
Ομιλία την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου στην αίθουσα Γερουσίας τής Παλαιάς Βουλής κατά την εκδήλωση τής εορτής τού Αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου, πολιούχου τής πόλεως τών Αθηνών και προστάτη τών Δικαστικών και τού Δικαστικού Σώματος.
Ευχαριστώ για την ανάθεση να ομιλήσω σε αυτήν την εκλεκτή ομήγυρι με την ευκαιρία τής εορτής τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου που εορτάζει ο νομικός κόσμος τής Ελλάδος. Χαίρομαι προσωπικά για το θέμα αυτό, αφού ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, επανειλημμένως στα κείμενα που φέρουν το όνομά του γράφει ότι η διδασκαλία που διατυπώνει είναι τού δικού του «καθηγεμόνος» αγίου Ιεροθέου, τού οποίου το όνομα φέρω, και ο οποίος άγιος Ιερόθεος ετέλεσε διδάσκαλος τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου μετά τον Απόστολο Παύλο. Και οι δύο, Διονύσιος και Ιερόθεος ήσαν μέλη τού Αρείου Πάγου Αθηνών. Έχοντας το όνομα τού αγίου Ιεροθέου, πάνω στην διδασκαλία τού οποίου ο άγιος Διονύσιος στήριξε όλο το θεολογικό του έργο, μελέτησα πολλές φορές επισταμένως τα περίφημα αυτά συγγράμματα και διέκρινα την μεγάλη τους αξία, όπως, άλλωστε, το έκαναν πολλοί άγιοι Πατέρες, από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή μέχρι τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο τίτλος τού θέματός μου «η θεία δικαιοσύνη, κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη» έχει μεγάλη σημασία, και εδώ μόνον ενδεικτικές θέσεις θα σημειώσω λόγω τού περιορισμένου χρόνου τής ομιλίας μου, και στην ουσία θα τονίσω ότι πρέπει να κινούμαστε μεταξύ ανθρωπίνης και θείας δικαιοσύνης.
1. Οι νόμοι και η δικαιοσύνη κατά τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα Στα ανθρώπινα δεδομένα η δικαιοσύνη είναι «η νομική ή φιλοσοφική θεωρία με την οποία εφαρμόζεται το δίκαιο», είναι «η απονομή τού δικαίου». Το θέμα είναι πώς απαρτίζεται το ανθρώπινο δίκαιο και πώς ερμηνεύεται και εφαρμόζεται. Ο νόμος δεν πρέπει να αποβλέπη απλώς στην αποτύπωση τών κοινωνικών αναγκών για να εξυπηρετούνται οι άνθρωποι στις επιλογές τους, όπως γίνεται στην εποχή μας, αλλά πρέπει, κατά την αρχαία φιλοσοφία, να είναι και παιδαγωγός, να παιδαγωγή, δηλαδή, τους ανθρώπους, να τους θεραπεύη, να τους εξημερώνη, να τους προσφέρη πρότυπα ζωής. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια επεξεργάζεται το θέμα τής σχέσεως μεταξύ τής αρετής τής κοινωνίας και τών νόμων ως παιδαγωγού, αφού κάνει λόγο ότι η αρετή είναι η μεσότητα μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως και δεν προέρχεται από την φύση, αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού, καταλήγει ότι αυτό είναι έργο τού δασκάλου, πράγμα που το κάνει ο νομοθέτης, ο οποίος δια τού νόμου ενεργεί ως παιδαγωγός. Γράφει: «Είναι φανερό ότι οι δημόσιες πρόνοιες γίνονται μέσω τών νόμων, και, βέβαια είναι καλές, αν γίνονται μέσω καλών νόμων - αν είναι γραπτοί ή άγραφοι οι νόμοι, φαίνεται πως δεν έχει σημασία, όπως δεν φαίνεται επίσης να έχει σημασία αν πρόκειται για νόμους μέσω τών οποίων θα γίνη η εκπαίδευση ενός μόνο ατόμου ή ομάδας ατόμων...». Μάλιστα, γράφει ότι οι νόμοι είναι έργο τής πολιτικής τέχνης, και καταλήγει ο Αριστοτέλης να θέλη να εξετάση ποιο είναι το καλύτερο πολιτικό σύστημα, «πώς είναι οργανωμένο το καθένα από αυτά και ακόμη ποιούς νόμους και ποια έθη εφαρμόζει το καθένα τους». Με αυτήν την προοπτική και η δικαιοσύνη δεν είναι μόνον η απονομή τών ίσων, αλλά η εξισορρόπηση μεταξύ τών δυνάμεων τής κοινωνίας. Να θυμίσω εδώ ότι κατά τον Πλάτωνα, όπως αναπτύσσεται στην «Πολιτεία» του, η ψυχή τού ανθρώπου διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις, ήτοι το λογιστικό, το θυμοδειδές και το επιθυμητικό, και στις δυνάμεις αυτές αντιστοιχούν οι τρεις βασικές αρετές, ήτοι η αρετή τής σοφίας που αναφέρεται στο λογιστικό μέρος τής ψυχής, η αρετή τής ανδρείας που συνδέεται με το θυμοειδές τής ψυχής και η αρετή τής σωφροσύνης που απορρέει από το επιθυμητικό τής ψυχής. Το σημαντικό είναι ότι, κατά τον Πλάτωνα, η τέταρτη αρετή που είναι η δικαιοσύνη διασφαλίζει τον σύνδεσμο και την ενότητα μεταξύ τών τριών άλλων αρετών. Αν σκεφθή κανείς ότι η Πολιτεία, κατά τον Πλάτωνα, είναι μεγέθυνση τής ψυχής, τότε οι πολίτες πρέπει να ασκούνται στην αρετή. Συγκεκριμένα, στην αρετή τής σοφίας αναφέρονται οι βασιλείς-άρχοντες, στην αρετή τής σωφροσύνης αντιστοιχούν οι παραγωγοί, και στην αρετή τής ανδρείας προσδιορίζονται οι «φύλακες»-στρατιώτες. Οπότε, η αρετή τής δικαιοσύνης είναι η ενοποιός αρετή που ισορροπεί τις άλλες τρεις αρετές και τις άλλες τρεις τάξεις που ζουν στην Πολιτεία. Αυτό δείχνει όχι μόνο την παιδαγωγική αξία τού νόμου, αλλά και την ιερότητα τής δικαιοσύνης που παιδαγωγεί και δεν αφήνει να λειτουργή μονομερώς κάθε μια αρετή, αλλά σε ενότητα με τις άλλες. Αυτά τα γνώριζε ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης που έμενε στην Αθήνα, αλλά προχωρεί το θέμα τής δικαιοσύνης σε υψηλότερο σημείο. Έτσι, έχω σκοπό να ομιλήσω για την θεία δικαιοσύνη μέσα στο θεολογικό σύστημα τού αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Απλώς να σημειώσω ότι κατά την ορθόδοξη παράδοση δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο ότι η ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού έγινε για την εξιλέωση τής θείας δικαιοσύνης, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία, κυρίως με τον Άνσελμο Καντερβουρίας, και εκφράζεται από τον δυτικό Χριστιανισμό. Κατά την ορθόδοξη πατερική διδασκαλία η θεία δικαιοσύνη ταυτίζεται εννοιολογικά με την αγάπη τού Θεού, η οποία αγάπη εκφράζεται ως θυσία, προσφορά, κένωση, σταυρός. Για παράδειγμα ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας θα γράψη: «Η τού Θεού περί το γένος εσχάτη και αγαθότης φιλανθρωπία, ήτις εστιν η θεία αρετή και δικαιοσύνη». Απλώς εντοπίσθηκε αυτή η διαφορά μεταξύ δυτικής και ορθόδοξης θεολογίας, για να περιορίσω τον λόγο στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Και μάλιστα για την θεία δικαιοσύνη. Πριν, όμως, εντοπισθή τι είναι η θεία δικαιοσύνη είναι απαραίτητο να γίνη μια σύντομη αναφορά στο θεολογικό σύστημα τού αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
2. Το θεολογικό σύστημα τού αγίου Διονυσίου Ευρισκόμενος ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην Αθήνα, την πόλη τών φιλοσόφων Πλάτωνος, Αριστοτέλους και τών μαθητών τους, γνώριζε, ασφαλώς, τα περί τών ιδεών τού Πλάτωνος και τα περί τού πρώτου ακινήτου κινούντος τού Αριστοτέλους. Για παράδειγμα, ο Πλάτων είχε θέσει ως αρχή τής θεολογίας του, την εικόνα τού ανθρωπίνου εγκεφάλου με τις σκέψεις του και μετέφερε αυτήν την εικόνα στην θεολογία του, για να πη ότι ο Θεός έχει μέσα του τον κόσμο τών Ιδεών και όλος ο κόσμος είναι αντίγραφο τού κόσμου τών Ιδεών. Ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης, αφού δέχθηκε την διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου και έγινε Χριστιανός, και αφού έμαθε ότι ο Θεός είναι το φως το αληθινό ξεκίνησε από αυτήν την αλήθεια. Δηλαδή, όπως ο ήλιος στέλλει τις ακτίνες του στον κόσμο, αφού περάσουν διάφορα στρώματα στην ατμόσφαιρα, έτσι και ο Θεός είναι το φως το αληθινό και η ενέργειά Του περνά διαδοχικά από τα τάγματα τών αγγέλων και τους ανθρώπους και φθάνει σε όλη την κτίση. Μέσα από αυτήν την προοπτική ομιλεί για την ουράνια Ιεραρχία, δηλαδή τις τάξεις τών αγγέλων, και την εκκλησιαστική Ιεραρχία. Σε όλη την κτίση, νοερά και υλική, υπάρχει συνοδικότητα, αφού όλα τα κτίσματα δέχονται το φως τού Θεού, αλλά αυτό γίνεται ιεραρχικά, κατά μέθεξη τού κάθε όντος. Ο άγιος Διονύσιος ομιλεί για την θεαρχία, που την ορίζει ως αρχή τής θεώσεως, και αρχή τής θεώσεως είναι ο Θεός, δηλαδή ο Τριαδικός Θεός είναι η αρχή τής θείας ενεργείας, αλλά και η αρχή τής ελκύσεως όλων τών όντων προς Αυτόν. Στην Θεαρχία, στην Τριαδική Μονάδα, βλέπουμε μια μονιμότητα, που είναι η ουσία Του, η υπερούσια ουσία, η κρυφιότητα, αλλά είναι και η πρόοδος τού Θεού προς όλη την κτίση, δηλαδή είναι οι ενέργειες τού Θεού, η θεία δύναμη. Η ενέργεια τού Θεού, λέγεται πρόοδος, η οποία πολλαπλασιάζεται σε πολλές άλλες δυνάμεις. Γίνεται λόγος για «θεαρχικά φώτα». Μαζί με την θεαρχία κάνει λόγο και για τις θεωνυμίες. Θεωνυμία σημαίνει τα ονόματα τού Θεού, οι ονομασίες τού Θεού, που δίνουμε εμείς. Υπάρχουν πολλές Θεωνυμίες, πολλά ονόματα που δίνουμε στον Θεό, όπως Ον, Έρως, Αγάπη, Εραστόν, Αγαπητό, Σοφία, Δύναμη, Δικαιοσύνη, Ειρήνη, Αγιότητα, Βασιλεία, Θεότητα κλπ. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην αρχή τού έργου περί θείων ονομάτων επιμένει σε δύο Θεωνυμίες, ήτοι στην Θεωνυμία τού αγαθού και στην Θεωνυμία τού καλού. Είναι αυτό που οι αρχαίοι φιλόσοφοι έλεγαν «καλόν κ αγαθόν». Ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος; Είναι «ο καλός κ αγαθός». Αυτά τα λαμβάνει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης από τα ανθρώπινα και τα αποδίδει στον Θεό. Είναι, λοιπόν, τα ονόματα τού Θεού. Άλλωστε, κατά την καταφατική θεολογία δίνουμε ονόματα στο Θεό, λέμε ότι ο Θεός είναι αγάπη, ειρήνη δικαιοσύνη, και με την αποφατική θεολογία αφαιρούμε ονόματα από τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος, απερίγραπτος κλπ. Το αγαθός είναι η μοναδική αιτία τών πάντων, που δηλώνει το Φως τού Θεού, την ενέργεια τού Θεού, την φωτοδοσία, που χύνεται σε όλη την κτίση. Η αγαθωσύνη τού Θεού είναι μία κίνηση από τον Θεό προς όλη την κτίση. Ο Θεός είναι η μοναδική αιτία τών πάντων, είναι το Φως. Το καλός λέγεται με την έννοια τού κάλλους, διότι από αυτό μεταδίδεται σε όλα τα όντα η καλλονή. Πρόκειται για μια «παρετυμολογία τού κάλλους από το καλόν». Εν πάση περιπτώσει το καλός, κατά τον άγιο Διονύσιο, συνδέεται με το κάλλος, δηλαδή με την ομορφιά, την ωραιότητα. Ό,τι δημιουργεί η Θεαρχία, αυτό είναι αντανάκλαση τού Φωτός, και αυτό δείχνει ότι υπάρχει ενότητα σε όλο τον κόσμο, και ενότητα τού Θεού με την κτίση, οπότε αυτό αντανακλάται ως Φως. Το καλός είναι η επιστροφή τών όντων στον Θεό δια τού κάλλους και τής ομορφιάς. Αυτό σημαίνει ότι το αγαθός είναι η μοναδική αιτία τών πάντων, που είναι το Φως, η φωτοχυσία που εκπέμπεται από την Θεαρχία. Και μετά, αυτήν την φωτοχυσία την βλέπει ο άνθρωπος μέσα στο κάλλος τών όντων τής δημιουργίας, και έτσι επιστρέφει στον Θεό δια τής έλξεως. Αυτό γίνεται και με την κτίση. Έχουμε, λοιπόν, δύο κινήσεις. Με το αγαθόν κινείται ο Θεός προς την κτίση, και με το κάλλος, με την ομορφιά, επιστρέφει όλη η κτίση δια τού κάλλους στον Θεό. Αυτό έχει σχέση με το ότι ο Θεός είναι έρως και εραστόν, και ως έρως κινείται προς τον άνθρωπο και ως εραστόν ελκύει προς τον εαυτό Του τα τού έρωτος δεκτικά. Οπότε, ο Θεός είναι έρως και εραστόν. Το έρως μπορούμε να το αποδώσουμε με την έννοια τής αγαθωσύνης, ότι ο Θεός είναι αγαθός. Το εραστόν μπορούμε να το συνδέσουμε με το κάλλος, με το ότι ο Θεός είναι καλός, αφού όταν τα όντα βλέπουν το κάλλος επιστρέφουν στον Θεό. Αυτές είναι οι δυο κινήσεις, ήτοι τού Θεού προς την κτίση με το Φως Του, και τής κτίσεως προς τον Θεό με την έλξη τής κτίσεως προς τον εαυτό Του. Με τις δύο αυτές κινήσεις υφίσταται αυτή η ενότητα μεταξύ τού Θεού και όλης τής δημιουργίας. Οπότε, ο Θεός είναι αγαθός και καλός, και αυτές είναι οι Θεωνυμίες, είναι η μετοχή τών ανθρώπων σε αυτές τις δυνάμεις τής Θεαρχίας. Και μετέχοντας ο άνθρωπος τών δυνάμεων τής Θεαρχίας, τού Θεού, μετέχει τού Θεού και αποκτά γνώση τού Θεού. Πέρα από την Θεαρχία και τις θεωνυμίες, υπάρχει και η Ιεραρχία. Ιεραρχία λέγεται η μετοχή στις Θεωνυμίες. Η λέξη Ιεραρχία παράγεται από το ιερό και το άρχω, που δηλώνει την αρχή τής Ιερότητας. Αυτό σημαίνει Ιεραρχία. Εμείς, βέβαια, χρησιμοποιούμε την λέξη Ιεραρχία με μια διαφορετική έννοια, με την ιεράρχηση τών πάντων. Υπάρχει και αυτή η έννοια, γιατί μιλάει για Ιεραρχίες, αλλά πάντα τις Ιεραρχίες, όταν τις χωρίζη κατά τριάδες, τις ερμηνεύει με την έννοια ότι αφ ενός μεν οι πρώτες δέχονται την φωτοχυσία, και την μεταδίδουν στις επόμενες, αφ’ ετέρου δε ότι τις ελκύουν, δηλαδή ελκύονται οι κατώτερες από τις μεσαίες, οι μεσαίες από τις ανώτερες και ανάγονται όλες στον Θεό. Επομένως, πάντοτε υπάρχει αυτή η αρχή τής ιερότητας που είναι η αρχή τής μεθέξεως τής ενεργείας τού Θεού. Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, μιλώντας για Ιεραρχίες δίνει τον ορισμό ότι η αρχή και η ουσία ολόκληρης τής Ιεραρχίας είναι ο Θεός, ο καλός και αγαθός και σοφός Θεός, που είναι η αποκάλυψη τού θείου έρωτος και τής θείας αγάπης. Ιεραρχία είναι η διακόσμηση, η οποία αποτελεί την εικόνα τού θεαρχικού κάλλους, η οποία είναι θεοφάνεια τού καλού και αγαθού. Αυτό είναι Ιεραρχία. Και ποιος είναι ο σκοπός τής Ιεραρχίας; «Σκοπός ουν ιεραρχίας εστίν η προς Θεόν ως εφικτόν αφομοίωσίς τε και ένωσις, αυτόν έχουσα πάσης ιεράς επιστήμης τε και ενεργείας Καθηγεμόνα». Έτσι, ο σκοπός τής Ιεραρχίας σε όλη την κτίση είναι το πώς όλοι θα αφομοιωθούν και θα ενωθούν, όσο είναι δυνατόν, με τον Θεό, μέσα από την ιερή επιστήμη και την γνώση, έχοντας καθηγεμόνα τον Θεό. Είναι υπέροχο αυτό το θεολογικό σύστημα τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου με την κίνηση τού Θεού προς τον κόσμο και την έλξη τού κόσμου από τον Θεό. Είναι θέμα θεοπτικής εμπειρίας που σαφέστατα υπερβαίνει δημιουργικά τις φιλοσοφικές απόψεις τής προσωκρατικής φιλοσοφίας, όπως τού Ηρακλείτου, και τής κλασσικής μεταφυσικής τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη και τών νεοπλατωνικών, ακόμη και τής σύγχρονης δυτικής φιλοσοφίας και τού γερμανικού ιδεαλισμού. Δεν είναι εύκολο να απλοποιήση κανείς αυτά τα μεγάλα θέματα, αλλά απλώς εντοπίσθηκε μια σύντομη θεώρηση αυτών για να γίνη αντιληπτό ότι η θεία δικαιοσύνη είναι μια θεωνυμία, είναι ενέργεια τού Θεού, τής οποίας μετέχει η κτίση με ένα συνοδικό και ιεραρχικό σύστημα μεθέξεως τού Θεού.
3. Η θεία δικαιοσύνη στον άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη Στα έργα τού αγίου Διονυσίου γίνεται λόγος για «θεία δικαιοσύνη», για «Θεού δικαιοσύνη». Το θέμα, όμως, είναι πώς νοείται η θεία δικαιοσύνη με όσα ανεφέρθησαν προηγουμένως για τις ενέργειες τού Θεού. Στο έργο του «περί θείων ονομάτων», αναφέρεται στα ονόματα τού Θεού, στις θεωνυμίες Του. Ο Θεός είναι ανώνυμος ως προς την ουσία Του, ακριβώς γιατί είναι αμέθεκτος από τον άνθρωπο κατά την ουσία Του, αλλά είναι και πολυώνυμος κατά τις ενέργειές Του, οι οποίες είναι μεθεκτές. Μεταξύ αυτών τών «θείων ονομάτων είναι και η δικαιοσύνη». Σε ειδικό κεφάλαιο τού βιβλίου αυτού ομιλεί «περί δυνάμεως, δικαιοσύνης, σωτηρίας, απολυτρώσεως, εν ω και περί ανισότητος» (Ένθ. αν. σελ. 180). Φυσικά, πρέπει να επαναλάβω ότι τα ονόματα αυτά δεν ανήκουν στον Θεό, αλλά εμείς προσδίδουμε στον Θεό ονόματα, μετέχοντας τών ακτίστων ενεργειών Του. Στο κεφάλαιο αυτό αρχίζει με την φράση: «Αλλ’ επειδή την θείαν αληθότητα και υπερδύναμον σοφίαν και ως δύναμιν υμνούσι και ως δικαιοσύνην οι θεολόγοι, και σωτηρίαν αυτήν αποκαλούσι και απολύτρωσιν, φέρε και ταύτην, ως εφικτόν ημίν τας θεωνυμίας αναπτύξωμεν». Εδώ κάνει λόγο για το πώς οι θεολόγοι, δηλαδή οι θεόπτες, οι «ορώντες» τον Θεόν ομιλούν για τις «θεωνυμίες». Ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλώντας για το ότι ο Θεός είναι δύναμη, κατά τους θεολόγους, το εννοεί με το ότι προέχει και υπερέχει κάθε δύναμη, επειδή είναι αίτιος κάθε δυνάμεως και παράγει τα πάντα με αμείωτη και απεριόριστη δύναμη και διότι είναι αίτιος τής αυτοδυναμίας και τής δυνάμεως τών επί μέρους. Αυτή η απειροδύναμη διάδοση τού Θεού προχωρεί σε όλα τα όντα, και δεν υπάρχει κανένα ον που στερείται εντελώς τού να έχη κάποια δύναμη, αλλά όλα έχουν δύναμη νοερά ή λογική ή αισθητική ή ζωτική ή ουσιώδη και το ίδιο το είναι την ύπαρξη. Έπειτα, μιλώντας για την δικαιοσύνη τού Θεού, γράφει ότι ο Θεός υμνείται ως δικαιοσύνη, διότι απονέμει σε όλα τα όντα κατά την αξία τους αρμονία, κάλλος, ευταξία και ευρυθμία, ορίζει όλες τις δωρεές και τις θέσεις όπως ταιριάζει στον καθένα κατά τον απολύτως δίκαιο κανόνα, και είναι σε όλα αίτιος τής αυτενεργείας του. Επομένως, η θεία δικαιοσύνη είναι που ταξινομεί και ορίζει τα πάντα, και διατηρούνται τα πάντα άμικτα και ασύμφυρτα από όλα, δωρίζει σε όλα τα όντα όσα ταιριάζουν στο καθένα, κατά την ιδιαίτερη αξία του. Με την δικαιοσύνη τού Θεού μετρείται η ισότητα τών πάντων. Δηλαδή, η δικαιοσύνη είναι φρουρητική, αφού δεν επιτρέπει να διαταραχθούν όλα, αναμιγνυόμενα με όλα, αλλά φυλάσσει τα όντα, το καθένα κατά το είδος του, στην θέση που από την φύση του ανήκει. Εδώ χρειάζεται μια ιδιαίτερη προσοχή. Με όσα γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης περί δικαιοσύνης και ισότητος, δεν εννοεί κάποιον φεουδαλισμό, όπως καλλιεργήθηκε και εφαρμόστηκε ο φεουδαλισμός από τους Φράγκους στην δυτική θεολογία, αφού ο Θεός στέλλει το Φως Του σε όλη την κτίση, στους αγγέλους και τους ανθρώπους, στους βαπτισμένους και τους εκτός τής Εκκλησίας, αλλά ο καθένας μετέχει τού Φωτός αυτού κατά διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι, λοιπόν, ο Θεός που δημιουργεί εκ φύσεως ανισότητα, αλλά η ανισότητα δημιουργείται από τον τρόπο τής μετοχής από τον καθένα τού θείου Φωτός. Σε όλο το θεολογικό σύστημα τού αγίου Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου, που διαφέρει σαφέστατα από τα φιλοσοφικά συστήματα τής εποχής του, όλα τα όντα διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά ταυτόχρονα ευρίσκονται σε αλληλεξάρτηση, και αυτό φαίνεται από τις τρεις αρχές που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ τους. Η πρώτη αρχή είναι η αρχή τής ενώσεως, αφού ο Θεός είναι το Ένα που με την έξοδό Του προς τον κόσμο πληθύνεται, ο κόσμος είναι τα πολλά που τείνουν πάντοτε προς την ένωση μεταξύ τους με τον Ένα, τον Θεό. Η δεύτερη αρχή είναι η αρχή τής κινήσεως, τού Θεού και τών όντων, με την ευθεία, την ελικοειδή και την κυκλική κίνηση. Και η τρίτη αρχή είναι η αρχή τής συγγενείας και τής τάξεως, αφού κάθε διακόσμηση που βρίσκεται γύρω στον Θεό είναι θεοειδέστερη από κάποια άλλη που είναι πολύ απομακρυσμένη από αυτόν και εκείνες που είναι πλησιέστερα στο αληθινό φως είναι φωτεινότερες και φωτιστικότερες. Αυτό γίνεται και σε όλες τις επί μέρους ιεραρχίες και αυτό είναι η θεία δικαιοσύνη. Όσο καθαρότερο είναι το κάτοπτρο, τόσο φωτεινότερα και διαυγέστατα δέχεται και ακτινοβολεί τις ακτίνες τού ηλίου. *** Προσπάθησα όσο πιο σύντομα μπορούσα να παρουσιάσω τις θεωνυμίες τού Θεού, μεταξύ τών οποίων είναι η θεωνυμία τής θείας δικαιοσύνης. Έτσι ομιλούν οι εμπειρικοί θεολόγοι, δηλαδή οι θεόπτες, όπως ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Υπάρχει διαφορά μεταξύ τής θείας δικαιοσύνης και τής ανθρώπινης δικαιοσύνης. Η θεία δικαιοσύνη είναι μέθεξη κατά διαφόρους βαθμούς τού θείου Φωτός. Η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι εφαρμογή τών ανθρωπίνων νόμων. Όμως, παρά ταύτα οι φορείς τής δικαιοσύνης, δηλαδή όσοι απονέμουν την ανθρώπινη δικαιοσύνη, κατά τον βαθμό και τον τρόπο τής μεθέξεως τής θείας δικαιοσύνης έχουν την δυνατότητα να βλέπουν τον νόμο ως προς την εφαρμογή του στις συγκεκριμένες συνθήκες τού ανθρώπου, και ίσως είναι φιλανθρωπότεροι. Αυτό το εκφράζει με έναν εκπληκτικό τρόπο ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Φόνισσα». Τελειώνει το διήγημά του: «Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον εις το πέρασμα τού Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν, τον ενώνοντα τον βράχον τού ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ τού δρόμου μεταξύ τής θείας και τής ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Αυτό σημαίνει ότι ο Παπαδιαμάντης αφήνει την «φόνισσα», την γραία Χαδούλα την Φραγκογιαννού, στην δικαιοσύνη και το έλεος τού Θεού. Αυτό κατ’ επέκταση σημαίνει ότι δεν μπορούμε να ενεργούμε πλήρως με την θεία δικαιοσύνη, αφού ο Θεός βλέπει το βάθος τής ψυχής μας, αλλά όλοι πρέπει να κρίνουμε λίγο πιο πάνω από την ανεπαρκή ανθρώπινη δικαιοσύνη, δηλαδή να κινούμαστε στο μέσον μεταξύ τής ανθρωπίνης και τής θείας δικαιοσύνης. |
Δημιουργία αρχείου: 18-10-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 18-10-2022.