Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Παπισμός και Ψηφιακά Βιβλία

Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας * Ο Άγιος Αυγουστίνος και το «Filioque»

Σύγκρουση Ορθοδόξου Πατερικής Θεολογίας

και Αυγουστινείου Φραγκολατινικής Παραδόσεως

Ιερεμίου Φούντα Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως

 

 © Έκδοσις: Ιερά Μητρόπολις Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Δημητσάνα Μεγαλόπολη 2007. (Επιμέλεια εκτύπωσης: Δομή O. E. Isbn: 978-960-89712-02).

 

1. Ως εισαγωγή: Ποιοι είναι οι Φραγκολατίνοι

Κατά πρώτον, θεωρώ απαραίτητο να γράψω λίγα λόγια για τους Φραγκολατίνους, που η θεολογία τους είναι άκρως αντίθετη από την δική μας, αυτό ακριβώς που είναι το θέμα μας. 1 Η ενωμένη κάποτε Χριστιανική ρωμαϊκή αυτοκρατορία λεγόταν ολόκληρη «Ρωμανία» και χωριζόταν στο δυτικό και το ανατολικό της τμήμα. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Ρώμη βρισκόταν στο δυτικό τμήμα, αλλά θα ήταν καλύτερα να ήταν στην Ανατολή. Γι’ αυτό και ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα στο Βυζάντιο και ονομάστηκε στην αρχή Νέα Ρώμη, αργότερα όμως έλαβε το όνομά του, Κωνσταντινούπολις.

Και το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της ενωμένης Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (της Ρωμανίας) αντιμετώπιζε εχθρούς. Για την Δύση, που ενδιαφερόμαστε εδώ, οι κυριότεροι εχθροί ήταν οι Φράγκοι, ένας βάρβαρος και απολίτιστος λαός. Οι Φράγκοι κατόρθωσαν, τελικά, να υποτάξουν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και, για να φανούν ότι είναι διάδοχοι αυτής της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ονομάστηκαν μόνοι τους Ρωμαίοι, ενώ Ρωμαίοι, «Ρωμηοί», είμαστε και λεγόμαστε μόνο εμείς οι Ορθόδοξοι. (Γι’ αυτό και πρέπει με πολλή επιμέλεια να αποφεύγουμε να ονομάζουμε τους Φράγκους «Ρωμαίους» ή, το χειρότερο, να τους λέμε και «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία»!). Για να αποκόψουν δε εντελώς οι Φράγκοι τους κατακτηθέντας Ρωμηούς του δυτικού τμήματος από τους άλλους ορθοδόξους αδελφούς τους του ανατολικού τμήματος, ανέσυραν από το λεξιλόγιό τους μια προσβλητική ονομασία και ονόμασαν με αυτή τους ανατολικούς Ρωμηούς· τους ονόμασαν «Γραικούς», που σημαίνει «απατεώνες». Και αργότερα τους ονόμασαν και «Βυζαντινούς». Ενώ την παλαιά ένδοξη ονομασία «Ρωμαίοι», «Ρωμηοί», που σήμαινε τους δυτικούς και ανατολικούς Ορθοδόξους της ενωμένης αυτοκρατορίας, την κράτησαν οι Φράγκοι για τον εαυτό τους και τους κατακτηθέντες απ' αυτούς. Αλλά οι Φράγκοι, όταν υπέταξαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, κατάλαβαν ότι τότε θα έχουν πλήρη κυριαρχία στην Δύση, αν καταφέρουν να υποτάξουν την Εκκλησία, και να δώσουν στους Χριστιανούς της Δύσεως δική τους θεολογία. Αλλά είχαν θεολογία οι Φράγκοι για να δώσουν; Ήδη από τον 8ο αιώνα οι Φράγκοι παρέλαβαν έτοιμη την θεολογία του ιερού Αυγουστίνου, ο οποίος, όπως λέει ο πολύς π. Ιωάννης Ρωμανίδης και θα αποδείξουμε στην εδώ μελέτη μας, «ουσιαστικώς ηγνόει την Πατερικήν θεολογίαν και τας προϋποθέσεις αυτής». Κατάφεραν, λοιπόν, τελικά οι Φράγκοι, τον 11ο αιώνα (1014-1046), να υποτάξουν την Εκκλησία των υποδούλων τους Ορθοδόξων Χριστιανών της Δύσεως και να τους επιβάλουν την δική τους Αυγουστίνειο θεολογία, η οποία δεν εκφράζει την πατερική παράδοση.

Τους αιρετικούς Φράγκους θα τους ονομάζουμε Φράγκους και όχι Ρωμαίους ούτε Καθολικούς, γιατί Ρωμαίοι και Καθολικοί είμαστε εμείς οι Ορθόδοξοι. Επειδή δε οι Φράγκοι παρέλαβαν ως εκκλησιαστική και θεολογική τους γλώσσα την λατινική, και οι ίδιοι θέλησαν να ονομάζονται «Λατίνοι», γι’ αυτό και τους λέμε «Φραγκολατίνους». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι συγχέουμε την λατινόφωνο Πατερική παράδοση με την Φραγκική και απορρίπτουμε, λοιπόν, τους αγίους Πατέρες που έγραψαν στην λατινική γλώσσα, ούτε, πάλι, κάνουμε εσφαλμένη διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων Πατέρων. Δεχόμαστε Ορθοδόξους (Ρωμαίους) Πατέρες, που άλλοι έγραψαν στην ελληνική και άλλοι στην λατινική γλώσσα. 2

Μετά από αυτά τα αναγκαία παραπάνω εισαγωγικά εισερχόμεθα στο θέμα μας.

 

2. Σωστή μελέτη των Αγίων Πατέρων

Θα αρχίσω τον λόγο μου από τους αγίους Πατέρες πρώτα. Ημείς οι Ορθόδοξοι έχουμε Πατέρες και τον Θεό μας τον δοξάζουμε ως «Θεόν των Πατέρων ημών». Κάθε λατρευτική μας Σύναξη αλλά και την ατομική μας προσευχή την κατακλείουμε με το «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών». Πέρασαν χρόνια που δόθηκε το σύνθημα «επιστροφή στους Πατέρες» και έχουν γίνει και γίνονται πολλές πατερικές σπουδές και μελέτες. Την βαθειά όμως κατάληψη των Πατέρων την πετυχαίνουν μόνο εκείνοι οι οποίοι στην ζωή τους ακολουθούν την μέθοδο και τον τρόπο ζωής των Αγίων Πατέρων. Και αυτό είναι πολύ λογικό: Ο άγιος εννοεί τον Άγιο. Δεν είναι δυνατόν με επιστημονική μέθοδο να κατανοήσουμε τις εμπειρίες και την θεολογία των Αγίων Πατέρων, γιατί η θεοφόρα ζωή τους και οι θεοπτίες των Αγίων Πατέρων και η απ' αυτές απορρέουσα θεολογία τους υπερβαίνει τις δυνάμεις της λογικής και της επιστήμης και γι’ αυτό δεν ανήκουν στα πλαίσια της επιστημονικής έρευνας. Ούτε, πάλι, μπορούμε να ερμηνεύσουμε με την βοήθεια της ψυχολογίας τους αγίους Πατέρες, γιατί η θέωση, η κατάσταση δηλαδή την οποία βίωναν οι Άγιοι Πατέρες, δεν είναι ούτε φυσική ούτε παρά φύση, για να επέμβει η ψυχολογία, αλλά είναι μια υπερφυσική κατάσταση του ανθρώπου. Γι’ αυτό, ξαναλέγομε ότι την βαθειά κατάληψη των Πατέρων την πετυχαίνουν μόνο εκείνοι που βιώνουν τον τρόπο της ζωής τους και έχουν εμπειρίες των φαινομένων της. Είναι πολύ ωραία αυτά που μας γράφει ο μακαριστός Καθηγητής Πανεπιστημίου και μεγάλος θεολόγος του αιώνος μας π. Ιωάννης Ρωμανίδης:

«Η θέωσις ή η εν Θεώ θεωρία είναι άκτιστος ενέργεια του Θεού, υπερβαίνουσα πάντα τα κατηγορήματα των κτισμάτων και εις την οποίαν μετέχουν μόνον οι κεχαριτωμένοι Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι. Ο έχων την εν προκειμένω πείραν γίνεται αντιληπτός υπό του έχοντος την ιδίαν εμπειρίαν και ουδέποτε υπό άλλου τινός και ιδίως υπό ετεροδόξου ή υπό του μη γνωρίζοντος εκ των έσω την Βιβλιοπατερικήν θεολογίαν της εν Χριστώ μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας» 3 .

Κάνουν όμως και οι ετερόδοξοι πατερικές μελέτες και μάλιστα πιστεύουν ότι μπορούν να κατανοήσουν βαθειά την πατερική παράδοση και καλύτερα ακόμη από τους μεμυημένους σ’ αυτήν, δηλαδή από εμάς τους Ορθοδόξους. Αυτό προέρχεται από την υπερήφανη αντίληψη των Φραγκολατίνων ότι ο διανοούμενος μπορεί, με την ισχυρή του λογική και μόρφωση, να εισέλθει στο βάθος της πατερικής παραδόσεως και να την κατανοήσει απόλυτα και ας είναι άσχετος με αυτή. Το κακό όμως είναι ότι η υπεροψία αυτή των Δυτικών διανοουμένων επικρατεί και μεταξύ μερικών Ορθοδόξων, με αποτέλεσμα να μη γίνεται και από 'μας τους Ορθοδόξους σωστή κατανόηση των Πατέρων, αν δεν υπάρχει η πνευματική προϋπόθεση μελέτης τους, ο αγώνας δηλαδή για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και της ενοικήσεως της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος σ’ αυτήν. Ασχολούμαστε δηλαδή με θεολογικές μελέτες χωρίς την πατερική προϋπόθεση της κάθαρσης της καρδιάς από τα πάθη μας.

Οι ετερόδοξοι μελετητές των Πατέρων έχουν πολύ λανθασμένες προϋποθέσεις στις μελέτες τους, έχουν θεολογικές και φιλοσοφικές προϋποθέσεις ξένες προς την Βιβλοπατερική θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να κάνουν σωστή παρουσίαση των Αγίων Πατέρων μας. Ας μη μας κάνουν δε καθόλου εντύπωση οι πατερικές τους μελέτες, γιατί είναι, επαναλαμβάνομε, λανθασμένες, γιατί εξετάζουν τους Πατέρες με την σκέψη του ιερού Αυγουστίνου. Ο π. Ρωμανίδης μας λέει: «Όταν οι Φράγκοι τελικώς απέκτησαν μίαν σχετικήν οικειότητα με τα Ελληνικά Πατερικά κείμενα, καθυπέταξαν την Πατερικήν θεολογίαν εις τα κατηγορήματα της Αυγουστινείου θεολογίας, όπως ακριβώς έκαμαν κατά τον ΙΓ΄ αιώνα με την Αριστοτελικήν φιλοσοφίαν. Ούτω βλέπομεν να ερμηνεύονται οι μεταφρασθέντες εις τα Λατινικά Ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες υπό το πρίσμα του Αυγουστίνου». 4

 

3. Όχι χωρισμός των Πατέρων σε παρατάξεις

H πιο λανθασμένη προϋπόθεση στην μελέτη των Αγίων Πατέρων υπό των Φράγκων είναι ότι αυτοί δεν δέχονται την ενότητά τους, αλλά παραδέχονται παρατάξεις των Πατέρων. Νομίζουν ότι υπάρχουν διάφορες πατερικές θεολογίες και διάφοροι άρα τύποι πνευματικότητος, ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε την ενότητα των Αγίων Πατέρων και απορρίπτουμε την ιδέα ότι ένας Πατήρ δύναται να πρωτοτυπήσει. Εάν πρωτοτυπήσει δεν ανήκει στους Πατέρες.

Η ιδέα ότι υπάρχουν διάφορες Ορθόδοξες πατερικές παραδόσεις και διάφορες Σχολές θεολογικής σκέψεως προέρχεται από την Φραγκολατινική ή Σχολαστική παράδοση και δεν απαντά στους Πατέρες. Υπάρχουν δυστυχώς και δικοί μας, Ορθόδοξοι θεολόγοι, οι οποίοι, συμφωνούντες με τους Φραγκολατίνους, δέχονται παρατάξεις των Αγίων Πατέρων και ότι μερικοί Πατέρες πρωτοτυπούν σε ορισμένα σημεία. 5 Έτσι, λοιπόν, χωρίζουν τους Πατέρες σε κοινωνικούς, νηπτικούς ή και δογματικούς ή μας λέγουν περί του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, για παράδειγμα, ότι πρωτοτύπησε και αποκαλούν ως «παλαμισμό» την θεολογία του, ως δικό του δηλαδή κατασκεύασμα. Και την πνευματικότητα του μεγάλου αυτού Αγίου άλλοι, Φραγκολατίνοι και δικοί μας, που παραδέχονται παρατάξεις και πρωτοτυπίες των Πατέρων, την χαρακτηρίζουν ως ανώτερη από την υπάρχουσα μέχρι τότε κύρια πατερική παράδοση και άλλοι, αντίθετα, την χαρακτηρίζουν ως πτώση απ' αυτή. Πάντως, την λέγουν ως πρωτότυπη διδασκαλία και ζωή. H αλήθεια όμως είναι ότι ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ακολουθεί κατά πάντα την μία και ενιαία πατερική παράδοση, όπως το κάνουν όλοι οι Άγιοι Πατέρες.

Και ακόμη οι Φραγκολατίνοι δεν βλέπουν την ενότητα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, αλλά χαρακτηρίζουν ως διαφορετική την βιβλική από την πατερική θεολογία. Ακόμη ο Δυτικός, όπως βλέπει ποικίλες πατερικές θεολογίες, βλέπει και ποικίλες βιβλικές θεολογίες. Γι’ αυτό, για τους Φραγκολατίνους, κάθε συγγραφεύς της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης έχει την προσωπική του θεολογία.

Ο λόγος για τον οποίο οι Ορθόδοξοι βλέπουμε την ενότητα των Αγίων Πατέρων και την ενότητα της Βιβλικής και της Πατερικής θεολογίας είναι ότι μία είναι η θεοποιός Χάρις στην οποία μετέχουν οι Προφήτες και Απόστολοι (που έγραψαν την Αγία Γραφή) και οι Άγιοι Πατέρες.

Παραθέτω αυτή την ωραία περικοπή του πατρός Ιωάννου Ρωμανίδη:

«Εν αντιθέσει προς την Φραγκολατινικήν, Προτεσταντικήν και λοιπήν σύγχρονον Δυτικήν αντίληψιν περί της ποικιλίας της Βιβλικής και Πατερικής θεολογίας, η Ορθόδοξος Ρωμαιοσύνη εύρισκεν ανέκαθεν την ενότητα της Βιβλικής και Πατερικής θεολογίας εις την ταυτότητα της εν Θεώ θεωρίας ή Θεώσεως των Προφητών, Αποστόλων και Αγίων. H θεολογία και η πνευματικότης της Αγίας Γραφής και των Πατέρων είναι μία και ενιαία, διότι η θεοποιός χάρις εις την οποίαν μετείχον και μετέχουν οι Θεούμενοι Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι είναι η αυτή. Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος είναι πολλά και ο βαθμός μεθέξεως εκάστου εις αυτά διάφορος, αλλά η αδιαιρέτως διαιρουμένη και αμετόχως μετεχομένη Χάρις και Βασιλεία του Χριστού είναι μία, ως γίνεται αντιληπτή υπό των θεουμένων. Και ακριβώς δια τον λόγον αυτόν παρά την γλωσσική ποικιλίαν των Αγίων η θεολογία αυτών είναι μία.

Ακριβώς επειδή η ορθή κατανόησις της εν Θεώ θεωρίας των θεουμένων απουσιάζει από την θεολογίαν και ερμηνευτικήν της Αυγουστινείου Φραγκολατινικής Παραδόσεως, οι Δυτικοί κληρονόμοι αυτής αδυνατούν να αντιληφθούν την φύσιν και τον χαρακτήρα της θεολογικής και πνευματικής ταυτότητος της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας, ως και της ταυτότητος των Πατέρων μεταξύ των. Οι ευρισκόμενοι υπό την επίδρασιν των Δυτικών Ορθόδοξοι ευρίσκονται εις την ιδίαν μοίραν». 6

Λοιπόν, για να κλείσουμε την παράγραφο αυτή: Όσοι θέλουν να κάνουν σωστή μελέτη των Αγίων Πατέρων πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: Δέχονται την ενότητα της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων και την ενότητα των Αγίων Πατέρων μεταξύ τους; Εάν ναι, τότε ορθοδοξούν. Κατά τον καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη εκείνος που θέλει να μελετήσει τους Πατέρες «το ιδεώδες εξ επόψεως θεολογικής και πνευματικής θα ήτο να εύρισκε πνευματικόν πατέρα γνήσιον, ίνα δι’ αυτού μυηθεί εις τα μυστήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και, αφού ευρεθεί καθ’ οδόν προς την μύησιν ταύτην, μελετήσει επισταμένως την Αγίαν Γραφήν και συγχρόνως την Πατερικήν ερμηνείαν Αυτής. Ούτω θα διαπιστώσει εμπειρικώς εάν υπάρχει διαφορά 1) μεταξύ των Πατέρων και της Αγίας Γραφής, 2) μεταξύ των Πατέρων και 3) μεταξύ του Παλαμά και των Πατέρων». 7

Ο ιερός Αυγουστίνος δεν ανήκει στους αγίους Πατέρες, γιατί πρωτοτύπησε. Όπως γίνεται γενικά πιστευτό, ο Αυγουστίνος αποσπάστηκε από την πατερική Παράδοση, χωρίς όμως να το έχει και ο ίδιος αντιληφθεί, όπως το σημειώνει ο π. Ρωμανίδης. Το κακό για τον ιερό Αυγουστίνο είναι ότι δεν μελέτησε τους γράψαντας στην ελληνική αγίους Πατέρες, γιατί δεν εγνώριζε Eλληνικά. Ήταν απομονωμένος θεολογικά. Εθεολόγησε βάσει μόνο της Αγίας Γραφής και της ισχυράς του λογικής, βάσει της αρχής «Credo ut intelligam» (= πιστεύω για να κατανοήσω), που έγινε θεολογικό σύνθημα των Φράγκων, όπως θα πούμε αργότερα. Ήταν όμως ταπεινός και ήθελε να συμφωνεί με τους Πατέρες· 8 και αν αυτοί τον επέπλητταν για τα εσφαλμένα του γραπτά και τον υποχρέωναν σε διόρθωση, «ασφαλώς — μας λέει ο π. Ρωμανίδης — θα εδέχετο την διόρθωσιν, αφού ο ίδιος δηλοί την επιθυμίαν του να σύμφωνη εις όλα με τους ελληνιστί γράψαντας Πατέρας, τους οποίους δεν ηδυνήθη να μελετήσει. Φαίνεται σαφώς όμως ότι ούτε τον Αμβρόσιον εμελέτησεν». 9 Ο άγιος Αμβρόσιος, που φέρεται ως διδάσκαλος του ιερού Αυγουστίνου, ακολουθεί πιστότατα σε όλα τους ελληνοφώνους Ρωμαίους (Ορθόδοξους) Πατέρες της Ανατολής. Σε ουδέν πρωτοτυπεί. Μεταξύ του Αμβροσίου και του Αυγουστίνου υπάρχουν πολλές διαφορές. Αρκεί μόνο να σημειώσουμε την τεράστια διαφορά μεταξύ τους ως προς τις θεοφάνειες της Παλ. Διαθήκης. Ο άγιος Αμβρόσιος, ακολουθών την απόλυτα ομοιόμορφη παράδοση της Αγίας Γραφής και των Πατέρων, δέχεται ότι ο εμφανισθείς στους Προφήτες Άγγελος του Θεού, Άγγελος της Δόξης, Μεγάλης Βουλής Άγγελος η Κύριος της δόξης είναι Αυτός ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός. Ο ιερός Αυγουστίνος όμως αποκαλεί ως βλασφήμους όσους ισχυρίζονται ότι εμφανίστηκε ο ίδιος ο Λόγος στους Προφήτες άνευ μεσολαβήσεως τίνος. Αλλά στην παρούσα μας μελέτη θα μιλήσουμε και για άλλες πρωτοτυπίες του ιερού Αυγουστίνου.

 

4. Όχι στον τερματισμό της πατερικής θεολογίας

Αλλά έχουμε και άλλη πλάνη των Φραγκολατίνων περί των Πατέρων, ομοία και χείρονα της πρώτης: Ότι η πατερική θεολογία τερματίστηκε μετά τον Μέγα Φώτιο. Το κακό δε είναι ότι η ιδέα αυτή περί τερματισμού της πατερικής θεολογίας βρήκε είσοδο και στον Ορθόδοξο ελλαδικό χώρο μας. Το θέμα είναι απλό και έχει ως εξής:

Οι Φράγκοι στις αρχές του 9ου αιώνα εισήγαγον στο Σύμβολο της Πίστεώς μας το Filioque, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται όχι μόνο εκ του Πατρός, αλλά και εκ του Υιού. Τότε, τα πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία (Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) κατεδίκασαν επίσημα, κατά την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο το 879, την Φραγκική αυτή διδασκαλία ως αιρετική. Επειδή δε οι Φράγκοι δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν ως Πατέρες τους πολεμήσαντας το Filioque τους, γι’ αυτό υποχρεώθηκαν να θεωρήσουν ότι τον 8ο αιώνα τερματίστηκε η πατερική θεολογική παράδοση. Οι Φράγκοι εξάλλου είχαν καταδικάσει το 794 και την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο· έτσι δεν εδέχοντο ούτε τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ως πατέρα της Εκκλησίας. Αργότερα όμως, κατά τον 12ο αιώνα, οι Φράγκοι, με την πίεση των Ιταλο-λογγοβάρδων και των κατακτηθέντων Ρωμαίων της Κάτω Ιταλίας, δέχθηκαν τελικά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Έτσι συμπεριέλαβαν και τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στους Πατέρες της Εκκλησίας. Μέχρι σήμερα οι Δυτικοί πιστεύουν ότι ο τελευταίος «Γραικός» Πατήρ της Εκκλησίας είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Η αντίληψη αυτή, η αίρεση αυτή καλύτερα, περί τερματισμού της πατερικής περιόδου έγινε δεκτή και από τους Ρώσους, 10 αλλά με την διαφορά ως τελευταίος Πατήρ να θεωρηθεί ο Μέγας Φώτιος. Έτσι οι Ρώσοι μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας συμπεριέλαβαν και έναν Πατέρα, ο οποίος πολέμησε το Filioque. Το κακό όμως είναι ότι η αίρεση περί τερματισμού της πατερικής θεολογίας έγινε δεκτή και από Νεοέλληνες, 11 που μας μιλάνε για παλαιά «πατερική εποχή» και ότι δεν υπάρχουν πλέον Άγιοι Πατέρες στην εποχή μας.

Όσοι Φράγκοι, Ρώσοι και με αυτούς Νεοέλληνες δέχονται ότι τερματίστηκε η πατερική θεολογική περίοδος είναι αφορισμένοι από την Εκκλησία μας· γιατί, όταν το 1368 η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως ανεκήρυξε τον Γρηγόριο Παλαμά όχι μόνο ως «Άγιο» της Εκκλησίας αλλά και ως «Πατέρα», αφόρισε και όσους δεν τον δέχονται ως Πατέρα ισόκυρο με τους παλαιότερους Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έζησε τον 13ο αιώνα, πολύ δηλαδή αργότερα από τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ή τον Μέγα Φώτιο, που τους θεωρούν ως τους τελευταίους Πατέρες της Εκκλησίας. Δηλαδή: Με την αναγνώριση υπό Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Πατρός και τον αφορισμό όσων δεν τον δέχονται ως Πατέρα ισόκυρο με τους παλαιοτέρους Πατέρες της Εκκλησίας, καταδικάστηκε επίσημα η φραγκολατινική αίρεση περί τερματισμού της πατερικής εποχής και αφορίστηκαν οι Φράγκοι.

Παρά τα φλυναφήματα των Φράγκων και Ρώσων περί τερματισμού δήθεν των Πατέρων μέχρι τον Δαμασκηνό ή τον Φώτιο, εμείς οι Ορθόδοξοι και σ’ αυτήν ακόμη την σκληρή και μαύρη περίοδο της Τουρκοκρατίας είχαμε φορείς της γνησίας θεολογίας και πνευματικότητας των παλαιοτέρων Αγίων Πατέρων, σαν τους: Νικόδημον Αγιορείτην, Ευγένιον Βούλγαριν, Νικηφόρον Θεοτόκην, Αθανάσιον Πάριον, Μακάριον Νοταράν, Κοσμάν Αιτωλόν, Μάξιμον τον Γραικόν, Παχώμιον Ρουσσάνον, Γεννάδιον Σχολάριον, Ιάκωβον Μοναχόν, Μάξιμον Πελοποννήσιον, Αγάπιον Λάρδον και Ιεράρχας και Πατριάρχας, που έλαβαν μέρος σε τόσες Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα.

Την πλάνη ότι τερματίστηκε η πατερική θεολογία την πολέμησε ιδιαίτερα και την κατενίκησε ο ισχυρότατος θεολόγος π. Φλωρόφσκυ και έτσι βοηθήθηκαν και οι δικοί μας, επηρεασμένοι από την Φραγκιά Ορθόδοξοι, να δεχθούν και την μετά τον Μέγα Φώτιο πατερική θεολογία.

Πάντως για την σωστή αντιμετώπιση του όλου θέματος περί τερματισμού της πατερικής θεολογίας πρέπει να σπουδάσουμε καλώς τι είναι Εκκλησία 12 και ποια η έννοια της λέξεως «Πατήρ». 13 Ως απλό, αλλά δυνατό, επιχείρημα κατά της ιδέας περί τερματισμού των Πατέρων έχουμε να πούμε το εξής: Κάθε εποχή έχει ζωτικά πνευματικά προβλήματα και κρίσεις στα οποία η Εκκλησία δια των πατέρων της δίνει την λύση· πάντοτε δηλαδή έχουμε ανάγκη Πατέρων. Αλλά και πάντοτε υπάρχει στην Εκκλησία το Άγιο Πνεύμα που αναδεικνύει Πατέρες. Αν λέγουν ότι τερματίστηκε η πατερική περίοδος, ενώ πάντοτε έχουμε την ανάγκη της εμφανίσεως των Πατέρων, είναι ως να λέγουν την βλασφημία ότι έπαυσε να υπάρχει στην Εκκλησία το Άγιο Πνεύμα…

 

5. Όχι στην Σχολαστική θεολογία

Αλλά, αν για τους Φράγκους τερματίστηκε η πατερική εποχή μετά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ή τον Μέγα Φώτιο, τι θα έχουμε σε συνέχεια αυτών; Οι Φράγκοι μας προσφέρουν την Σχολαστική τους θεολογία με τον ισχυρισμό μάλιστα ότι αυτή η θεολογία υπερέβη την τερματισθείσα πατερική θεολογία!… Όσοι δε από τους δικούς μας Ορθοδόξους εδέχοντο τον τερματισμό της πατερικής παραδόσεως σαν συνέχεια της παραδόσεως αυτής είχαν να παρουσιάσουν, κατά μίμηση των Φράγκων, κακογραμμένες κατηχητικο-δογματικές μελέτες και άλλα σχολαστικά θεολογικά έργα. Ενώ, όπως ήδη είπαμε, πάντοτε η Εκκλησία είχε τους Πατέρες της και κατ' αυτήν ακόμη την δύσκολη εποχή της Τουρκοκρατίας.

Η ιδέα ότι οι Φράγκοι Σχολαστικοί υπερέβησαν τους αγίους Πατέρες έχει ως κύρια πηγή την γνώμη του ιερού Αυγουστίνου ότι: Η διδασκαλία περί Filioque αποτελεί λύση σε θεολογικό πρόβλημα, το οποίο παρέμεινε άλυτο από τους Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Ο Αυγουστίνος σε μια ομιλία του το 393 ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Αφρικής για το Σύμβολο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου είπε στους εκεί Επισκόπους το εξής εσφαλμένο και περίεργο: Ότι η υποστατική ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος είναι, έναντι του Πατρός και του Υιού, πρόβλημα για την Εκκλησία, το οποίο πρόβλημα παρέμεινε άλυτο στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Μη γνωρίζοντας τώρα Ελληνικά και — όπως και ο ίδιος μας πληροφορεί αλλού — μη έχοντας μελετήσει ούτε τα Λατινικά περί Αγίας Τριάδος έργα της εποχής του, δεν εγνώριζε ότι το εν λόγω θέμα ούτε πρόβλημα ήταν, ούτε, πολύ περισσότερο, άλυτο πρόβλημα. Παρά ταύτα, όντας στην θεολογική του απομόνωση, χωρίς δηλαδή την βοήθεια σχετικών πατερικών έργων επί του θέματος, δαπάνησε συνέχεια τις δυνάμεις του επί 35 χρόνια για να βρει λύση. Και ως λύση συνέλαβε στοχαστικά, βάσει της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, το Filioque!…

την λύση αυτή του ιερού Αυγουστίνου ανεκάλυψαν οι Φράγκοι τον 8ο αιώνα και την πρόσθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως. Και μαζί με το Filioque οι Φράγκοι υιοθέτησαν και την πλανεμένη πάλι γνώμη του Αυγουστίνου, ότι η Εκκλησία με την πάροδο του χρόνου οδηγείται με την βοήθεια των στοχαστών — όπως εκείνος — θεολόγων σε πληρεστέρα κατανόηση των δογμάτων· όπως εκείνος βρήκε λύση στο πρόβλημα τάχα της Εκκλησίας για την υποστατική ιδιότητα του Αγίου Πνεύματος, που δεν μπόρεσαν να βρουν οι Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Όταν οι Ρώσοι υιοθέτησαν την Σχολαστική θεολογική μέθοδο και την λατινική γλώσσα σαν επιστήμη θεολογική γλώσσα (τον 18ο αιώνα), απέκτησαν και αυτοί σαν τους Φράγκους την πεποίθηση ότι υπερέβησαν στην θεολογία τους Ρωμηούς (Ορθοδόξους) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το περίεργο όμως είναι ότι υπήρξαν Νεοέλληνες θεολόγοι οι οποίοι, επηρεασθέντες από τους Φράγκους και τους Ρώσους, ζητούσαν για χρόνια συγγνώμη από την Φραγκιά και από την Φραγκευμένη Ρωσία, γιατί δεν απέκτησαν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας Σχολαστική και Συστηματική θεολογία του τύπου της Ευρώπης. Υπόσχονταν δε ότι θα φιλοτιμηθούν να δημιουργήσουν και αυτοί τοιαύτη θεολογία, ώστε να φθάσουν σύντομα στο δήθεν θεολογικό ύψος της Ευρώπης. Τώρα όμως που αποσυντέθηκε πλήρως η ευρωπαϊκή θεολογία πολλοί ευρωπαίοι θεολόγοι επανέρχονται στην Πατερική Παράδοση. Έτσι και πολλοί Νεοέλληνες επανέρχονται και αυτοί, κατά μίμησή τους, στην Πατερική Παράδοση. Αλλά παραπονείται ο πολύς πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης λέγοντας:

«Δυστυχώς όμως, αντί ούτοι να θεολογούν εντός της ερμηνευτικής παραδόσεως των Πατέρων, χρησιμοποιούν ως ερμηνευτικάς κλείδας τους Δυτικούς διδασκάλους των. Δηλαδή ερμηνεύουν τους Πατέρας βάσει των προϋποθέσεων της Δυτικής θεολογίας και προβληματικής και, ούτως, ούτε την θεολογίαν των Πατέρων, ούτε την πνευματικότητα αυτών κατανοούν. Τούτο διότι η Πατερική θεολογία και πνευματικότης, ως εμφανίζεται εις τα συγγράμματα των Πατέρων, είναι αντιληπτή μόνον εις τους έχοντας την αυτήν με τους Πατέρας πνευματικήν εμπειρίαν. Η θεολογία αυτή είναι κεκρυμμένον μυστήριον, ακριβώς όπως είναι μυστήριον και η θεολογία της Αγίας Γραφής. Είναι απρόσιτος εις οιανδήποτε ακαδημαϊκήν μέθοδον. Μόνον οι έχοντες την Χάριν γνωρίζουν την Χάριν, την οποίαν αποκτούν δια της νηστείας και της προσευχής υπό την καθοδήγησιν του έχοντος την Χάριν της θεωρίας πνευματικού πατρός» 14

 

6. Όχι στον ρωσικό μυστικισμό, αλλά όχι και στην αποστροφή των Νεοελλήνων προς τον ησυχασμό και στην στροφή τους προς τους Πατέρας τάχα της δράσεως

 Κατά τα μέσα του 19ου αιώνος κάποιοι διανοούμενοι Ρώσοι εντυπωσιάστηκαν κατά πολύ από τον Ορθόδοξο ησυχασμό του Αγίου Όρους που έφθασε στη Ρωσία. Δεν τον κατενόησαν όμως στο βάθος του, γιατί τον ενέταξαν στις θεωρίες τους περί Σλαυϊκής υπεροχής. Είπαν, δηλαδή, ότι ο ησυχασμός του «γεροντικού» τύπου είναι δικό τους χαρακτηριστικό ότι είναι χαρακτηριστικό της Ρωσικής παραδόσεως και ψυχοσυνθέσεως και δεν ανήκει στον «Λατινικό» και «Γκραικικό» Χριστιανισμό, όπως τον έλεγαν. 15 Έτσι, οι Ρώσοι νόμισαν ότι όπως ξεπέρασαν τους «Γραικούς» με τον Σχολαστικισμό τους, τους υπερέβησαν τώρα παρομοίως με τον Ρωσικό τους ησυχασμό. Λόγω δε της εντατικής Ρωσικής προπαγάνδας στην Δύση η ιδέα αυτή της υπεροχής του Ρωσικού σχολαστικισμού και ησυχασμού έγινε συνείδηση στους ετεροδόξους, αλλά και στον χώρο μας. Ως αποτέλεσμα αυτού έχουμε το να αγνοείται και να περιφρονείται και στην Ελλάδα ακόμη η Πατερική θεολογία και ο Ορθόδοξος ησυχασμός και Έλληνες θεολόγοι να προσβλέπουν στους ξένους, γιατί τάχα αυτοί, λόγω φυσικής τους ιδιότητας και ιδιοσυγκρασίας, ενόησαν καλύτερα από εμάς την θεολογία και τον ησυχασμό. Ακριβώς αυτό έλεγαν και προπαγάνδιζαν ισχυρά οι Σλαυόφιλοι οπαδοί του Αλεξίου Κομμιακώβ: Ότι αυτοί οι Σλαύοι, λόγω της φυσικής τους ιδιοσυγκρασίας και ψυχοσυνθέσεως, κατενόησαν καλύτερα τον Χριστιανισμό από τους «Λατίνους» και τους «Γκραικούς»!…

Λάθος! Γιατί οι Αγιορείτες Πατέρες που δια μέσου της Μολδοβλαχίας εισέδυσαν στη Ρωσία και έφεραν σ' αυτούς τον ησυχασμό ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και όχι Σλαύοι. Εκτός αυτού η Χάρη του Θεού, που μας αγιάζει και μας θεώνει, δεν έχει καμιά σχέση με εθνικό σωβινισμό, αλλά κάθε άνθρωπο, ο οποίος ζητάει τον Θεό, από οποιοδήποτε έθνος και αν προέρχεται, τον επισκέπτεται και τον ενισχύει να βιώσει το Μυστήριο της πίστεώς μας και να πετύχει την αγιότητά του. Είναι πολύ ωραία αυτά που μας γράφει ο Καθηγητής πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης:

«Το θεμέλιον του ησυχασμού είναι η θέωσις, ήτις νικά την φύσιν και ποιεί κατά χάριν θεούς τους ανθρώπους. Αυτή είναι η πηγή της ανωτάτης δυνατής εν τω κόσμω τούτω κατανοήσεως της θεολογίας, η οποία υπερβαίνει την φύσιν του λόγου και του νοός του ανθρώπου και μηδεμίαν σχέσιν έχει προς εθνικόν τινα σωβινισμόν. Το ότι την πλειοψηφίαν των θεωθέντων κατά την ιστορικήν πορείαν της Εκκλησίας αποτελούν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες και Άγιοι της Εκκλησίας, δεν σημαίνει ότι δεν δύνανται και οι άλλων γλωσσών και εθνικοτήτων πιστοί να γίνουν εξ ίσου θεοφόροι, αλλ' όμως ούτε σημαίνει ότι δύνανται να γίνουν ανώτεροι θεολογικώς και πνευματικώς. Ασφαλώς υπάρχουν ανώτερα ή διάφορα στάδια Θεώσεως, ως η έλλαμψις, η θέα και η διαρκής θέα, αλλά ταύτα ουδεμίαν σχέσιν έχουν προς εθνικήν τινα ιδιοσυγκρασίαν. Οι Απόστολοι εις το όρος Θαβώρ και κατά την Πεντηκοστήν έλαβον την θέωσιν εις τον ανώτερον δυνατόν εν τη ζωή ταύτη βαθμόν και ο Μωυσής εθεώρει την δόξαν του Χριστού επί του Σινά τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας. Ούτοι ούτε Έλληνες, ούτε Λατίνοι, αλλά ούτε και Σλαύοι ήσαν». 16

Αυτά αρμόζουν και κατά του Πλεύρη, σχετικά με τα ανιστόρητα και βλάσφημα που λέει γραπτώς και προφορικώς. Αλλά περί αυτών των ανιστορήτων και βλασφήμων του θα ασχοληθούμε σε ειδική μελέτη μας.

 

Βεβαίως οι Νεοέλληνες θεολόγοι δεν δέχτηκαν απολύτως τον ρωσικό ησυχασμό, τον λεγόμενο «ρωσικό μυστικισμό» και αντέδρασαν εναντίον του. Αντί όμως να στραφούν στον πραγματικό και αληθινό ησυχασμό της Εκκλησίας μας στράφηκαν, από αντίδραση προς τον ρωσικό μυστικισμό, με θαυμασμό σε μια μη ησυχαστική, όπως την φαντάστηκαν, και μη ασκητική τάχα παράδοση των Μεγάλων πριν από τον Φώτιο Πατέρων, οι οποίοι ήταν δήθεν άνδρες της δράσεως και του φιλοσοφικού στοχασμού και όχι του μυστικισμού. Και νόμισαν οι ταλαίπωροι αυτοί Νεοέλληνες ότι έτσι σκεπτόμενοι και πράττοντες ορθοδοξούν, γιατί: αφ' ενός μεν πολεμούν τον εσφαλμένο, πραγματικά, ρωσικό μυστικισμό και αφ' ετέρου στρέφονται στους Πατέρες, τους οποίους όμως βλασφημούσαν, αφού, πρώτον μεν, τους τερμάτιζαν μέχρι τον Μέγα Φώτιο, έπειτα δε — αφού δεν είχαν αυτοί οι Νεοέλληνες γεύση του ησυχασμού — παρουσίαζαν και τους Πατέρες ως μη ησυχαστές, αλλά κοινωνικούς άνδρες, άνδρες δράσεως και με φιλοσοφικό στοχασμό και όχι άπραγους μοναχούς!…

Και θρηνεί γράφοντας ο μεγάλος θεολόγος του αιώνος μας πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης: «Αποτέλεσμα των ανωτέρω, καταστρεπτικών δια την Ορθοδοξίαν εν γένει είναι το ότι η νεωτέρα θεολογία των Ρώσσων και Νεοελλήνων όχι μόνον δεν συνετέλεσεν εις την ένταξιν των νέων εις τον παραδοσιακόν ησυχαστικόν μοναχισμόν, αλλά και συνέτεινεν εις το να ακολουθήσουν Νεοέλληνές τινες τους Ρώσσους εις την υπ' αυτών περιφρόνησιν του παραδοσιακού μοναχισμού και εις θαυμασμόν των Φραγκικών μοναχικών ταγμάτων. Ούτω προέκυψαν αι θρησκευτικαί αδελφότητες με ζωηρά αισθήματα κατωτερότητος έναντι του δυτικού Χριστιανισμού, του οποίου τα θρησκευτικά έργα μετέφραζον και εσκόρπιζον εις τον εν Ελλάδι Ορθόδοξον λαόν. Το παράδοξον είναι ότι αι θρησκευτικαί αδελφότητες αντέδρων ενστικτωδώς κατά της Ακαδημαϊκής θεολογίας των Νεοελλήνων, ηγάπων τους Πατέρας, αλλά ήσαν συγχρόνως θύματα της νεωτέρας ως άνω αντιλήψεως περί των Πατέρων και εμιμούντο μίαν φανταστικήν εικόνα περί αυτών, ούτω δε διέφερον ουσιαστικώς από τον δεσπόζοντα κατά την Τουρκοκρατίαν ησυχαστικόν μοναχισμόν. Τούτο, διότι εδέχοντο την εν λόγω διάκρισιν μεταξύ των Μεγάλων Πατέρων και των μετά τον Μέγαν Φώτιον δήθεν μη πατέρων ασκητών Αγίων» 17

 

7. Όχι στην θεωρία περί επηρεασμού των Ελλήνων Πατέρων από τους Έλληνες φιλοσόφους

Οι Προτεστάντες ή Διαμαρτυρόμενοι, όπως λέγονται, το ήξεραν ότι η Αυγουστίνεια θεολογία και η επηρεασμένη απ’ αυτή Φραγκική Σχολαστική θεολογία διατελούσαν υπό την ισχυρή επίδραση του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Στους κύκλους όμως της Γερμανικής κυρίως θεολογίας και φιλοσοφίας αναπτύχθηκε ένα υπερήφανο αίσθημα υπεροχής έναντι πάσης παλαιοτέρας θεολογίας, γιατί πίστευαν ότι αυτοί οι Γερμανοί καλλιεργούν υψηλότερη θεολογία βάσει των νεωτέρων ευρωπαϊκών φιλοσοφιών και όχι βάσει του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, από τους οποίους ήταν επηρεασμένη η θεολογία του Αυγουστίνου και ο απ' αυτήν σχολαστικισμός των Φράγκων. Μη γνωρίζοντες δε οι Γερμανοί, όπως οι Φράγκοι προγονοί τους, την Ρωμαίικη πατερική παράδοση, πίστευσαν ότι και οι Έλληνες, οι «Γραικοί», όπως τους έλεγαν, Πατέρες έχουν επηρεαστεί και αυτοί, όπως οι Φράγκοι, από τους Έλληνες φιλοσόφους και επομένως νόθευσαν τον Χριστιανισμό με τον επηρεασμό τους από την ελληνική φιλοσοφία.

Το λυπηρό όμως είναι ότι και Νεοέλληνες πίστευσαν στην επιστήμη της Ευρώπης και παραδέχτηκαν ότι η Πατερική θεολογία έχει την βάση της στην ελληνική φιλοσοφία. Σαν Έλληνες όμως την εσφαλμένη και αιρετική αυτή θεωρία την δέχτηκαν με πατριωτικό ενθουσιασμό, χωρίς βέβαια να δεχτούν την νόθευση του Χριστιανισμού από τους Πατέρες, λόγω του επηρεασμού τους τάχα από την ελληνική φιλοσοφία. Ώστε: Η παρότρυνση πολλών, παλαιοτέρων και συγχρόνων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα του Πλεύρη, να μελετούμε με θαυμασμό την ελληνική φιλοσοφία, γιατί αυτήν τάχα μελέτησαν και οι Πατέρες και έγραψαν όσα σοφά έγραψαν, έχει ως βάση την παραπάνω θεωρία των Προτεσταντών, που λέχθηκε απ’ αυτούς αρνητικά, για να πουν ότι νοθεύτηκε ο Χριστιανισμός από τους Πατέρες λόγω του επηρεασμού τους από τους Έλληνες φιλοσόφους, έγινε όμως δεκτή από τους Νεοέλληνες θετικά, λόγω του εθνικισμού τους.

Βέβαια, οι Ρώσοι και γενικά οι Σλαύοι, σαν Ορθόδοξοι, δεν ήταν δυνατόν να δεχτούν τέτοιες θεωρίες ότι οι «Γραικοί» Πατέρες, αυτοί οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, ενόθευσαν τον Χριστιανισμό ισχυρίστηκαν όμως ότι οι «Γραικοί» και οι «Λατίνοι», σαν Κουσίτες που ήσαν, δεν κατενόησαν τον Χριστιανισμό στο βάθος του, όπως αυτοί οι Ιρανικοί Σλαύοι. Και τούτο γιατί αυτή η φυσική εθνική φιλοσοφία και ιδεολογία των Σλαύων συντελεί τάχα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη στην κατανόηση του Χριστιανισμού.

Δυνατό και αποτελεσματικό κτύπημα κατά των παραπάνω θεωριών, της νοθεύσεως δήθεν του Χριστιανισμού από τους «Γραικούς» Πατέρες, λόγω του επηρεασμού τους τάχα από την ελληνική φιλοσοφία και της μη πλήρους κατανοήσεώς του απ' αυτούς, επειδή πάλι ήταν «Γραικοί», επέφερε ο μεγαλύτερος Ρώσος θεολόγος του 20ου αιώνος, Καθηγητής και Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Επί ήμισυ και πλέον αιώνα αυτός ο πολύς Φλωρόφσκυ ήλεγχε ισχυρά τους Ρώσους που ισχυρίζονταν ότι οι Πατέρες δεν κατανοούσαν επαρκώς τον Χριστιανισμό, επειδή ήσαν «Γραικοί», ενώ αυτοί, σαν Ιρανικοί Σλαύοι, με την ιδεολογία τους τον κατενόησαν τάχα πλήρως· και ήλεγχε ισχυρά, πάλι, τους Διαμαρτυρομένους, που έλεγαν ότι οι Πατέρες ενόθευσαν τον Χριστιανισμό, ένεκα του επηρεασμού τους τάχα από την ελληνική φιλοσοφία, ενώ αυτοί με την σύγχρονη ευρωπαϊκή τους φιλοσοφία κατενόησαν καλύτερα τον Χριστιανισμό.

Ο π. Φλωρόφσκυ ετόνισε την μόνιμο σημασία του ελληνισμού των Πατέρων για τον Χριστιανισμό. Και με την συνεργασία με άλλους Ρωμηούς θεολόγους της Ελλάδος και της Κωνσταντινουπόλεως συνετέλεσε στην επάνοδο στους Πατέρες και τον ησυχασμό τους ως το θεμέλιο της Ορθοδόξου θεολογίας και πνευματικότητας. Έτσι γεννήθηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ορθή κατανόηση των Πατέρων μετά τον Μέγα Φώτιο και κυρίως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, ο π. Φλωρόφσκυ συνετέλεσε περισσότερο από κάθε άλλον στην κατάρριψη της ιδέας περί τερματισμού της πατερικής θεολογικής περιόδου και απέδειξε ότι η πατερική θεολογία εξακολουθεί ασφαλώς και μετά τον Φώτιο.

 

8. Όχι στον χωρισμό «Βιβλίζοντες» και «Ελληνίζοντες» Πατέρες

Μερικοί όμως νεότεροι Ρώσοι, αν και πείστηκαν από τον θεολογικό αγώνα του π. Φλωρόφσκυ ότι είναι απόλυτος ανάγκη να επανέλθουν στους Πατέρες, όμως απορρίπτουν τον ελληνισμό τους ή τους «ελληνίζοντες» Πατέρες, όπως τους ονομάζουν. Ισχυρίζονται δε αυτοί ότι πρέπει να επανέλθουμε μόνο στους «βιβλίζοντες» Πατέρες, στους οποίους τάχα ανήκουν αυτοί. Φαίνεται εδώ καθαρά ότι δεν μπόρεσαν οι Ρώσοι να αποκοπούν από τα Σλαυόφιλα αισθήματα και χώρισαν τους Πατέρες σε βιβλίζοντες και ελληνίζοντες ή «Γραικίζοντες», όπως τους έλεγαν.

Ο χωρισμός αυτός των Πατέρων σε βιβλίζοντες και Ελληνίζοντες είναι μια πρωτάκουστη πλάνη, μια μεγάλη αίρεση, η οποία δυστυχώς δεν πολεμήθηκε επίσημα στο χώρο μας.

Η αίρεση αυτή διατυπώθηκε μεν από τους Ρώσους και κυρίως από τον John Meyerdorff…. 18 , η αρχή της όμως είναι, πάλι, κυρίως από τους Διαμαρτυρομένους: από τον 19ο αιώνα οι Διαμαρτυρόμενοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η θεολογία της Αγίας Γραφής δεν ήταν σε όλα όμοια με την μόνη γνωστή σ' αυτούς Αυγουστίνεια πατερική τους θεολογία, που έχει ως βάση τους Έλληνες φιλοσόφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Έτσι, πολύ εύκολα, δημιουργήθηκε ο μύθος και αναπτύχθηκε από τους Ρώσους η πρωτάκουστη πλάνη περί Ελληνιζόντων Πατέρων, που ενόθευσαν τον Χριστιανισμό και περί των βιβλιζόντων Πατέρων. Πίστευαν όμως οι Ρώσοι ότι και οι «Γραικίζοντες», όπως τους έλεγαν, δηλαδή Ελληνίζοντες, Πατέρες εκπροσωπούν και αυτοί μία παράδοση, την ελληνίζουσα Πατερική παράδοση, στην οποία υπάγονται Μεγάλοι Πατέρες, 19 αλλά οι οποίοι ενόθευσαν τον Χριστιανισμό με την ελληνική τους φιλοσοφία.

Στα χρόνια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά επί κεφαλής της Παραδόσεως αυτής των Ελληνιζόντων Πατέρων ήταν δήθεν ο Βαρλαάμ. Και επί κεφαλής της βιβλιζούσης παραδόσεως ήταν δήθεν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. 20

Η αίρεση αυτή είναι φρικτή· δηλαδή: Διχοτομείται η Πατερική Παράδοση σε βιβλική και Ελληνίζουσα και γίνονται έτσι παρατάξεις Πατέρων ο δε αιρετικός Βαρλαάμ φέρεται ότι ανήκει και αυτός σε Πατέρες, στους «ελληνίζοντες», τάχα. Αλλά με την καταδίκη του Βαρλαάμ το 1368 στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως καταδικάστηκαν — κατά την αίρεση αυτή της διχοτομήσεως των Πατέρων σε βιβλίζοντες και Ελληνίζοντες — και Μεγάλοι Πατέρες, σαν τους Διονύσιον τον Αρεοπαγίτην, Γρηγόριον τον Νύσσης, Μάξιμον τον Oμολογητήν , κ.ά…., τους οποίους κατέτασσαν στην ίδια παράταξη με τον Βαρλαάμ. Αλλά η θεολογία των Πατέρων αυτών απετέλεσε την βάση των αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων και το θεμέλιο της παιδείας τόσων Πατέρων και αυτού του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Πώς, λοιπόν, τώρα παρουσιάζονται οι Πατέρες αυτοί ως ανήκοντες στην ιδία παράταξη με τον Βαρλαάμ και άρα καταδικαζόμενοι όπως και αυτός; Και πώς παρουσιάζεται ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως διαφωνών με τους Πατέρες αυτούς — αφού τον κατατάσσουν σε άλλη παράταξη — με αυτούς τους Πατέρες, από τους οποίους επαιδεύθη και ομοιώθη κατά πάντα, γιατί δεν πρωτοτύπησε; Το κωμικό της υποθέσεως είναι ότι με την βλάσφημο αυτή θεωρία, περί Ελληνιζόντων τάχα και βιβλιζόντων Πατέρων, παρουσιάζονται επίσκοποι να καταδικάζουν τους… Πατέρες, αφού κατεδίκασαν την παράταξη των Ελληνιζόντων τάχα Πατέρων καταδικάσαντες τον ανήκοντα στην παράταξη αυτή Βαρλαάμ στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 1368.

 

9. Όχι στις διαφωνίες του Αυγουστίνου με τους Πατέρες και όχι στις συμφωνίες του με τους αιρετικούς

Ας το ξαναγράψουμε, γιατί είναι σοβαρό:

Το πρώτο φρικτό στην παραπάνω θεωρία είναι ο χωρισμός των Πατέρων σε δύο εχθρικές παρατάξεις, τους βιβλίζοντες και τους ελληνίζοντες. Το δε δεύτερο, ακόμη φοβερότερο, είναι ότι κατέταξαν και αυτόν τον αιρετικό Βαρλαάμ στους Πατέρες, στους Ελληνίζοντας, στους οποίους κατέτασσαν, όπως είπαμε, Μεγάλους Πατέρες, σαν τους Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, Γρηγόριο Νύσσης, Μάξιμο τον Ομολογητή κ. ά. Και όμως, καμιά, καμιά από τις καταδικασθείσες αιρέσεις του Βαρλαάμ δεν περιέχεται στην διδασκαλία των κακώς χαρακτηρισθέντων Ελληνιζόντων Πατέρων της Εκκλησίας. Αντίθετα, όλες οι αιρέσεις του Βαρλαάμ βρίσκονται στο κέντρο της Φραγκικής Αυγουστίνειας Παραδόσεως. Και η σύγκρουση Βαρλαάμ και Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά δεν είναι σύγκρουση βιβλιζόντων τάχα και ελληνιζόντων Πατέρων, αλλά στο βάθος είναι σύγκρουση της Πατερικής και Φραγκολατινικής Αυγουστινείου Παραδόσεως και σ' αυτό ακριβώς έγκειται η μεγάλη σημασία της σύγκρουσης αυτής. Και αν θελήσουμε να ερευνήσουμε περισσότερο, θα βρούμε ότι η σύγκρουση αυτή της Πατερικής και Φραγκολατινικής Αυγουστινείου Παραδόσεως έχει την προέλευσή της στην διαμάχη των Ορθοδόξων με τους αιρετικούς Αρειανούς και Ευνομιανούς κατά την εποχή της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Ας το αναλύσουμε αυτό, γιατί είναι ουσιαστικό για το θέμα μας και θίγει σοβαρές διαφορές της Παράδοσής μας από την αντίθετη Φραγκολατινική Αυγουστίνεια Παράδοση.

Όπως ωραία τα καταστρώνει και τα κατοχυρώνει ο μεγάλος σύγχρονος θεολόγος πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης, συγκεκριμένα ο ιερός Αυγουστίνος: α) Διαφωνούσε σε ορισμένα ουσιαστικά σημεία, στα οποία όμως συμφωνούσαν οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί β) συμφωνούσε, ο Αυγουστίνος πάλι, με τους Αρειανούς και Ευνομιανούς σε ένα σημείο εναντίον των Ορθοδόξων γ) σε κάποιο άλλο σημείο όμως συμφωνούσε με τους Ευνομιανούς εναντίον των Ορθοδόξων και των Αρειανών και τέλος- δ) συμφωνούσε μεν τυπικά με το δόγμα της Α' και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά όπως θα δούμε, ουσιαστικά συμφωνούσε με τις προϋποθέσεις της διδασκαλίας των Αρειανών και Ευνομιανών.

Θα εξηγήσουμε και τα τέσσερα αυτά:

α) Όλοι οι Άγιοι Πατέρες συμφωνούν σ' αυτό, ότι ο εμφανισθείς στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Άγγελος του Θεού, όπως τον λέει το ιερό κείμενο, ή Άγγελος της Δόξης ή Μεγάλης Βουλής Άγγελος ή Κύριος της Δόξης, είναι ο Λόγος του Θεού, ο Χριστός. Και στην Π. Δ. εμφανιζόταν ο Χριστός, ασάρκως όμως. Την αλήθεια αυτή δεν την αρνούνταν ούτε και αυτοί οι αιρετικοί Αρειανοί και Ευνομιανοί. Δίδασκαν όμως αυτοί ότι ο εμφανιζόμενος στους Προφήτες Άγγελος Κυρίου, δηλαδή ο Χριστός, ήταν κτίσμα· γιατί ισχυρίζονταν ότι ο Θεός απεκάλυπτε η φανέρωνε τον Εαυτόν Του δια κτισμάτων. Και ως κτίσμα αυτοί πίστευαν και τον θείο Λόγο, τον Υιό του Θεού.

Ο ιερός Αυγουστίνος την πατερική αυτή διδασκαλία περί της εμφανίσεως του Λόγου του Θεού στους Προφήτες την χαρακτήριζε βλάσφημο· ισχυριζόταν δε ότι όχι μόνο ο Λόγος αλλά και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος απεκαλύπτοντο δια μέσου γινομένων και απογινομένων κτιστών συμβόλων της θεότητος, για να οραθεί με αυτά η Αγία Τριάς από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Αυτήν δε την αποκάλυψη ο Αυγουστίνος την θεωρούσε κατωτέρα· ως ανωτέρα αποκάλυψη θεωρούσε αυτήν που χάριζε ο Θεός στον νου. Αυτή η θεωρία του ιερού Αυγουστίνου περί θεοφανειών και θείας αποκαλύψεως ήταν πρωτάκουστη και αυτήν παρέλαβαν οι Φράγκοι για να την αναπτύξουν περισσότερο. Την Φράγκικη αυτή διδασκαλία περί θεοφανειών την έφερε στην ανατολή ο αιρετικός Βαρλαάμ. Ο Βαρλαάμ ισχυριζόταν ακριβώς το ίδιο: Ότι η αποκάλυψη που έγινε με το Θαβώριο Φως ήταν «χείρω νοήσεως» ήταν, δηλαδή, κατώτερη απ’ αυτήν που γίνεται κατ' ευθείαν στον νου· κατώτερη και αυτής ακόμη της απλής νοήσεως. 21 «Δύναταί τις να φαντασθεί — λέει ο π. Ρωμανίδης — την αλγεινήν εντύπωσιν, την οποίαν προεκάλεσαν οι τοιούτοι ισχυρισμοί του Βαρλαάμ εις την Ορθόδοξον Ανατολήν, όπου το Θαβώριον Φως εθεωρείτο υπό των Πατέρων ως αυτή αύτη η Άκτιστος Θεότης και βασιλεία της Αγίας Τριάδος». 22

β) Από τα παραπάνω βλέπουμε ότι ο ιερός Αυγουστίνος διαφωνούσε προς τους Ορθοδόξους και τους αιρετικούς, τους Αρειανούς και τους Ευνομιανούς, στο ότι δεν παραδεχόταν πραγματικές φανερώσεις του Λόγου του Θεού στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Συμφωνούσε όμως με τους αιρετικούς αυτούς εναντίον των Ορθοδόξων στο ότι έλεγε ότι οι Προφήτες και οι Απόστολοι έβλεπαν κτίσμα, και όχι αυτήν την ίδια την θεότητα.

Κατά τους αγίους Πατέρες μας, αντίθετα προς τον Αυγουστίνο, οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι που έφτασαν στην θέωση, βλέπουν αοράτως και ακούουν αρρήτως εν τω Αγίω Πνεύματι τον Πατέρα δια του Ακτίστου Λόγου και όχι με την μεσολάβηση κάποιου κτίσματος.

γ) Οι Άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι βλέποντες και ακούοντες οι Θεούμενοι τον Θεό δια του Λόγου εν τω Αγίω Πνεύματι μετείχαν των Ακτίστων Ενεργειών του Θεού και όχι των θείων υποστάσεων των Τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος και της Θείας Ουσίας. Δηλαδή, οι Άγιοι Πατέρες κάνουν διάκριση στον Θεό μεταξύ της Θείας Ουσίας, που είναι αμέθεκτη (δεν μπορεί, δηλαδή, να μετάσχει κανείς άνθρωπος ή Άγγελος σ’ αυτή παρά μόνο τα Τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος) και της Θείας Ενεργείας, που είναι μεθεκτή. Την διάκριση αυτή την έκαναν και οι αιρετικοί Αρειανοί και αυτοί δίδασκαν ότι τα κτίσματα γνωρίζουν όχι την ουσία, αλλά την ενέργεια του Θεού. Στα κτίσματα όμως οι Αρειανοί περιελάμβαναν και τον θείο Λόγο και αυτό ήταν η μεγάλη διαφορά τους με τους Ορθοδόξους. Ο Άρειος σαν απόδειξη ότι ο Λόγος του Θεού είναι κτίσμα και όχι Θεός, όπως Τον πιστεύουμε οι Ορθόδοξοι, έλεγε ότι ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Πατρός, αλλά μετέχει, κατά χάριν, σε μερικές ενέργειές Του. Έκαναν, λοιπόν, και οι Αρειανοί διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό.

Και όμως αυτή την διάκριση δεν την έκανε ο ιερός Αυγουστίνος. Ο Αυγουστίνος είναι ο μόνος στην αρχαία εποχή που επεχείρησε να θεολογήσει περί της Αγίας Τριάδος χωρίς να έχει μελετήσει πατερικά έργα, αλλά με βάση μόνο την Αγία Γραφή και τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο. Μη γνωρίζοντας, λοιπόν, ο ιερός Αυγουστίνος την πατερική θεολογία, ταύτισε την Θεία Ουσία με την θεία ενέργεια. Την πλάνη αυτή την είχαν κάνει προηγουμένως οι αιρετικοί Ευνομιανοί και χωρίς να το αντιληφθεί τους ακολούθησε ο Αυγουστίνος και αυτόν τον ακολούθησαν οι Φραγκολατίνοι. 23 Αλλά, εάν ταυτίζεται η Θεία Ουσία με την θεία ενέργεια, πως θεώνεται ο άνθρωπος; Μετέχοντας στην ουσία του Θεού; Πως γνωρίζουμε τον Θεό; Γνωρίζοντας την ουσία Του; Ο ιερός Αυγουστίνος, χωρίς να το γνωρίζει, δέχθηκε την διδασκαλία των Ευνομιανών ότι οι πιστοί μπορούν, μέσω της Αγίας Γραφής και της φιλοσοφίας, να γνωρίσουν την ουσία του Θεού και στην ζωή αυτή· στην δε μέλλουσα ζωή οι σεσωσμένοι, έλεγε, θα γνωρίσουν απ’ ευθείας την Θεία Ουσία. 24 «Δεν θα αργήσω — έλεγε ο Αυγουστίνος — να ερευνήσω την ουσία του Θεού, είτε δια της Αγίας Γραφής Αυτού είτε δια του κτίσματος». 25

Επειδή ο ιερός Αυγουστίνος ταύτιζε την Θεία Ουσία με τις θείες ενέργειες, γι’ αυτό και έλεγε ότι στις θεοπτίες τους οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι έβλεπαν κτιστά σύμβολα της θεότητας και όχι την Ίδια την θεότητα, γιατί αυτό γι’ αυτόν θα σήμαινε ότι αυτοί βλέπουν την ίδια την Θεία Ουσία, αφού δεν έκανε διάκριση Θείας Ουσίας και θείων ενεργειών στον Θεό. Είχε ακούσει, φαίνεται, ότι οι Πατέρες απέρριπταν την ιδέα ότι στην Αγία Γραφή οι κεχαριτωμένοι έβλεπαν την Θεία Ουσία και γι’ αυτό ο Αυγουστίνος απέρριπτε και αυτός την δυνατότητα αυτή. 26 Γι’ αυτό, και όλα τα φυσικά εικονικά σύμβολα της θεότητας που συναντάμε στην Αγία Γραφή (όπως: γνόφος, φως, δόξα, νεφέλη, αστραπή, καπνός, πυρ, στήλη πυρός, στήλη νεφέλης, πύρινες γλώσσες, το «ωσεί περιστερά») ο ιερός Αυγουστίνος τα εξελάμβανε ως γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα που συμβόλιζαν την θεία παρουσία σ' αυτούς που τα έβλεπαν, για να ακουστεί από τους ανθρώπους ο Θεός μέσω των κτισμάτων αυτών. Έλεγε δε ο ιερός Αυγουστίνος και απ' αυτόν λέγουν οι Φράγκοι, ότι η αποκάλυψη του Θεού που γίνεται στον νου του ανθρώπου είναι ανώτερη από τις παραπάνω, δια των κτισμάτων δήθεν, γενόμενες αποκαλύψεις. 27

Επειδή δε οι Φραγκολατίνοι πιστεύουν ότι οι Προφήτες είδαν και άκουσαν κτίσματα, που αντιπροσωπεύουν ή εκπροσωπούν τον Θεό, γι’ αυτό, φυσικά, όπως το λέει ο π. Ρωμανίδης, εξέλαβαν την θεοπνευστία της Αγίας Γραφής ως κατά γράμμα, αφού τα οραθέντα και ακουσθέντα κατεγράφησαν ως γενόμενα προσιτά στις φυσικές δυνάμεις του ανθρώπου, στις αισθήσεις και την λογική. Κατά την θεωρία αυτή το αποκαλυφθέν αποκαλύπτεται για να γίνει αντιληπτό στην λογική του ανθρώπου. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο ο άνθρωπος δέχεται τα δόγματα της Αγίας Γραφής με την πίστη και έπειτα προσπαθεί με την διανοητική του ικανότητα, με την λογική του, να τα κατανοήσει βοηθούμενος και από την φιλοσοφία, ιδιαίτερα την Νεοπλατωνική. Η μέθοδος αυτή έγινε το θεμέλιο της Φραγκολατινικής παραδόσεως και συνοψίζεται στο ρητό του Αυγουστίνου «Credo Utintelligam», δηλαδή «πιστεύω για να κατανοήσω». Έτσι, όπως είπαμε, έφτασε ο Αυγουστίνος να πει:

«Δεν θα αργοπορήσω να ερευνήσω την ουσία του Θεού, είτε δια της Αγίας Γραφής Αυτού είτε δια του κτίσματος».

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης λέει καθαρά και δυνατά: Η όλη βάσις της θεολογίας του Αυγουστίνου συνοψίζεται εις το ρητόν, που επεκράτησεν ως θεολογικόν σύνθημα των Φράγκων, το Credo Utintelligam, δηλαδή πιστεύω ίνα κατανοήσω. Κατά την πεπλανημένην ταύτην μέθοδον, ο πιστός πρώτον αποδέχεται δια της πίστεως τα δόγματα και εν συνεχεία, αν έχει φιλοσοφικήν κατάρτισιν, καταβάλλει πάσαν προσπάθειαν να μεταβάλει την απλήν πίστιν εις γνώσιν. 28

δ) Αντίθετα προς την παραπάνω Αυγουστίνειο Φραγκολατινική πλάνη περί των θεοφανειών, οι Άγιοι Πατέρες της Α' και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου ως κοινή βάση συζητήσεών τους με τους αιρετικούς Αρειανούς και Ευνομιανούς είχαν αυτή την ακλόνητη διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως, ότι: «Οι Προφήται, οι Απόστολοι και οι Άγιοι βλέποντες αοράτως και ακούοντες αρρήτως και νοούντες υπερλόγως και υπερνοητώς έβλεπον την Δόξαν, Βασιλείαν και Θεότητα του Λόγου, ήκουον και εγνώριζον Αυτόν τούτον τον Λόγον εν Πνεύματι και δι’ αυτού τον Θεόν Πατέρα» (π. Ρωμανίδης). 29 Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μπορούσε να γίνει συζήτηση, αν ο εμφανισθείς Λόγος είναι ομοούσιος ή ομοιούσιος ή ανόμοιος με τον Πατέρα. Γιατί, αν ερμήνευαν οι Πατέρες και οι αιρετικοί τις θεοφάνειες όπως ο ιερός Αυγουστίνος και αν ταύτιζαν κάθε Θείο Πρόσωπο με την κοινή Θεία Ουσία, όπως το κάνει αυτός, δεν θα υπήρχε πρόβλημα ομοουσίου ή ομοιουσίου και ανομοιουσίου του Λόγου ή του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο Άγιος Αυγουστίνος τυπικά μόνο δεχόταν τις αποφάσεις της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, γιατί διαφωνούσε με τις προϋποθέσεις των Αγίων Πατέρων στην πολεμική τους με τους αιρετικούς.

 

Η άποψη του ιερού Αυγουστίνου περί αποκαλύψεως, ότι δηλαδή οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης δεν είχαν θεοφάνεια του Λόγου Θεού, αλλά είδαν μόνο κτίσματα γινόμενα και απογινόμενα και η άλλη αντίληψή του περί του προπατορικού αμαρτήματος ότι οι απόγονοι του Αδάμ εκληρονόμησαν την ενοχή του, οδήγησαν την Φραγκολατινική παράδοση στο να υποτιμήσει υπερβολικά τον πριν από την Σάρκωση του θείου Λόγου λαό του Θεού, τον λαό δηλαδή της Παλαιάς Διαθήκης, τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. 30 Κατά τους Πατέρες όμως οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή της Σταυρικής Θυσίας του Χριστού στον Γολγοθά, γιατί το μυστήριο του Σταυρού ενεργείτο σ' αυτούς. 31 Γι’ αυτόν τον λόγο και Άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούν τον βίο του Μωυσέως ως παράδειγμα τελειότητος στην ζωή αυτή.

 

10. Όχι κτιστό το πυρ της κολάσεως

Η πλανεμένη, πάλι, διδασκαλία των Φραγκολατίνων περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός οφείλεται στο ότι ακολούθησαν τον Αυγουστίνο στα θέματα περί αποκαλύψεως. Όπως είπαμε, ο ιερός Αυγουστίνος όλα τα φυσικά εικονικά σύμβολα της θεότητας που συναντάμε στην Αγία Γραφή, όπως π. χ. Νεφέλη, φως, στήλη πυρός και νεφέλης, πύρινες γλώσσες κ. ά.…, τα εξελάμβανε ως κτίσματα· έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, και οι ακολουθούντες τον Αυγουστίνο Φράγκοι φαντάστηκαν ως κτιστό το αιώνιο πυρ και το σκότος το εξώτερο της κολάσεως. Από την παρερμηνεία αυτή, λοιπόν, έχουμε τα παράδοξα και δεισιδαίμονα των Φράγκων περί κολάσεως και καθαρτηρίου πυρός, τα οποία περιγράφει ποιητικά ο Δάντης, ο οποίος και θεωρείται πατέρας της Δυτικής Αναγεννήσεως. 32 Η αλήθεια είναι ότι το αιώνιο πυρ και το εξώτερο σκότος είναι το ίδιο με την Δόξα και τον Γνόφο του Θεού. Όλοι θα δουν τον Θεό, την άκτιστη, βέβαια, ενέργειά Του. Όσοι όμως έχουν καθαρή καρδιά θα Τον δουν ως Δόξα και Γνόφο (αυτό είναι Παράδεισος), ενώ όσοι έχουν ακάθαρτη καρδιά θα Τον δουν ως Καυστικό Πυρ (αυτή είναι η κόλαση με το αιώνιο πυρ και το σκότος το εξώτερο).

Επειδή όμως οι Φραγκολατίνοι επίστευσαν ότι οι κολασμένοι δεν θα βλέπουν κάτι το άκτιστο, εξέλαβαν το πυρ το αιώνιο της Αγίας Γραφής ως κτιστό, όπως είπαμε. Τουλάχιστον, με απλή σκέψη θα έπρεπε να αντιληφθούν, ότι το πυρ το αιώνιο και το σκότος το εξότερο δεν θα είναι αισθητό από το γεγονός ότι «ητοίμασται τω) διαβάλω και τοις αγγέλοις αυτού». 33 Αυτοί ασφαλώς δεν έχουν αισθήσεις για να βλέπουν αισθητώς αισθητόν σκότος ή πυρ. Σαν κτιστό, λοιπόν, που εξέλαβαν οι Φραγκολατίνοι το αιώνιο πυρ φαντάστηκαν, όπως και οι αρχαίοι, τριώροφο τον κόσμο της σωτηρίας και της απωλείας, που αποτελείται: από τον αμετάβλητο ουρανό για τους ευδαίμονες, από την μεταβλητή γη για την δοκιμασία των ανθρώπων και από τα μεταβλητά καταχθόνια για τους κολασμένους και καθαριζομένους!… «Αντιθέτως προς την Φραγκικήν ταύτην Παράδοσιν, η Ρωμαιοσύνη ουδέποτε ηρμήνευε τα περί κολάσεως και θεοπνευστίας κατά τρόπον ώστε να υιοθετήσει την κοσμολογίαν του τριωρόφου σύμπαντος του ειδωλολατρικού αρχαίου κόσμου, με παράδεισον υπεράνω των ουρανών, κόλασιν και καθαρτήριον πυρ υπό την γην και τόπον δοκιμασίας επί της γης. Ούτε εφαντάσθη ποτέ ότι ο Θεός υπηγόρευσε λέξεις εις τους Προφήτας και Απόστόλους παρ' εκτός μέσω της ανθρωπίνης φύσεως του Λόγου» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης). 34

 

11. Όχι γνώση Θεού δια της λογικής και των πλατωνικών αρχετύπων

Τέλος θέλουμε να μιλήσουμε για την πιο βασική διαφορά μεταξύ του ιερού Αυγουστίνου και των Πατέρων της Εκκλησίας: Ο Αυγουστίνος πιστεύει, μαζί με τους Πλατωνικούς, ότι ο άνθρωπος με την λογική του μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, ενώ αντίθετα οι Πατέρες της Εκκλησίας μας διδάσκουν ότι η λογική μπορεί να γνωρίσει μόνο τα κτιστά. Και αφού μεταξύ του κτιστού και του Ακτίστου Θεού δεν υπάρχει ομοιότητα, η δε λογική γνωρίζει μόνο τα κτιστά δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος με την λογική του να γνωρίσει τον Θεό. Τότε πως γνωρίζουμε τον Θεό; Με το να γίνουμε Άγιοι, Θεούμενοι! Αυτός είναι ο μόνος τρόπος γνώσεως του Θεού: η εμπειρία της Θεώσεως. Και όχι η ευφυής λογική του ανθρώπου. Αλλά, και αν ημείς δεν είμαστε Άγιοι για να έχουμε προσωπική εμπειρία Θεώσεως, όμως, ζώντες μέσα στην Εκκλησία, καταφεύγουμε στους αγίους μας και δι’ αυτών έχουμε γνώσει Θεού. Διαβάζοντες την Αγία Γραφή και την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων της Εκκλησίας μας αποκτούμε δι’ αυτών γνώσει Θεού. Οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, αυτοί είναι η δική μας αυθεντία περί του Θεού. Οι Φραγκολατίνοι όμως, δια του Αυγουστίνου, εισάγουν άλλο τρόπο γνώσεως του Θεού δια της λογικής· ότι, δηλαδή, η λογική του ανθρώπου μπορεί να γνωρίσει κατ' ευθείαν τον Θεό και χωρίς την εμπειρία Θεώσεως. 35 Είναι η περίφημη αρχή που είδαμε, που αποτελεί την βάση της θεολογίας του Αυγουστίνου, το Credo ut intelligam, δηλαδή «πιστεύω, ίνα κατανοήσω». Κατά την λανθασμένη αυτή αρχή, όπως είπαμε, ο άνθρωπος δέχεται με την πίστη όσα γράφει η Αγία Γραφή και έπειτα με την λογική του, βοηθούμενος και από την Φιλοσοφία, προσπαθεί να κατανοήσει τα αποκαλυφθέντα· και όσο μάλιστα περισσότερο ευφυής είναι τόσο και περισσότερο γνωρίζει τον Θεό!…

Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, γιατί, με την λανθασμένη αυτή αρχή εισάγεται άλλος τρόπος γνώσεως του Ακτίστου Θεού, δια της λογικής. Αλλά πώς, (κατά τον ιερό Αυγουστίνο και τους Φραγκολατίνους), πώς ο άνθρωπος δια της λογικής του μπορεί να γνωρίζει τον Άκτιστον Θεό; Δια των «αρχετύπων»! Οι Φραγκολατίνοι δέχονται την Πλατωνική διδασκαλία ότι τα εις τον κόσμο κτιστά πράγματα είναι εικόνες των υπερβατικών αρχετύπων. Αυτή η πλανεμένη διδασκαλία ότι τάχα στον νου του Θεού υπάρχουν τα άκτιστα αρχέτυπα είδη (ή ιδέες ή λόγοι) και ότι τα στον κόσμο κτιστά είναι εικόνες αυτών των αρχετύπων ιδεών, αυτή, λέγω, η διδασκαλία αποτελεί την γνωσιολογική βάση της λεγομένης Σχολαστικής θεολογικής και φιλοσοφικής παραδόσεως των Φραγκολατίνων. Κατά την αρχή αυτή υπάρχει μια αναλογία μεταξύ των κτιστών πραγμάτων του κόσμου τούτου και των ακτίστων αρχετύπων τάχα ειδών, που ταυτίζονται με την Θεία Ουσία κατά τους Φραγκολατίνους. Έτσι, κατ' αυτούς, σπουδάζοντες με την λογική τα κτίσματα, εξιχνιάζουμε δι’ αυτών την Θεία Ουσία και γνωρίζουμε, μας λέγουν, τον Θεό.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει στο βιβλίο του «Δογματική Και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» τόμ. Α' σ. 382: «Αποδεχόμενος επίσης ο Αυγουστίνος τας περί αμεταβλήτων λόγων ειδών του Πλάτωνος και ταυτίζων ταύτα με την Θείαν Ουσίαν εθεμελίωσε την ομοιότητα μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, βάσει της οποίας αυτός και οι Φραγκολατίνοι ηρεύνων την Θείαν Ουσίαν μέσω των εν κόσμω κτιστών εικόνων των εν τω Θεώ ακτίστων αρχετύπων ειδών». Εφόσον, κατά την πλανεμένη αυτή ιδέα, υπάρχει ομοιότης μεταξύ των κτισμάτων και των αρχετύπων, κάθε κτίσμα έχει και ένα αρχέτυπο. Το αρχέτυπο είναι η αμετάβλητη ιδέα (ή είδος ή λόγος) και κάθε κτίσμα ομοιάζει με το αρχέτυπό του, με την ουσία του, που είναι στον νοητό κόσμο. Η ψυχή δε του ανθρώπου έχει ομοιογένεια με τα αρχέτυπα, γιατί είναι πνευματική και άυλη, όπως και αυτά· οπότε το όμοιο γνωρίζει το όμοιο. Μελετώντας, λοιπόν, η ψυχή τα αντίγραφα των αρχετύπων στον παρόντα κόσμο ενθυμείται τα αρχέτυπα. 36 Όταν δε η ψυχή, με τον θάνατο, απαλλαγεί από το σώμα, τότε αυτή όχι απλά θα ενθυμείται, αλλά και θα έχει άμεση γνώση των αρχετύπων αυτών. Φωτισμός κατά τους Φραγκολατίνους είναι η ψυχή να ασχολείται με αυτά τα αρχέτυπα!… Φοβερή η πλάνη αυτή από πλευράς Ορθοδόξων. Για μας τα αρχέτυπα του Πλάτωνα δεν υπάρχουν. Την Κυριακή της Ορθοδοξίας διαβάζουμε και αφορισμό για οποίον δέχεται ότι τα αρχέτυπα του Πλάτωνα υπάρχουν πραγματικά.

Επαναλαμβάνουμε: Με όλη την πλανεμένη παραπάνω διδασκαλία των Φραγκολατίνων, που την παρέλαβαν από τον ιερό Αυγουστίνο, εισάγεται στον Χριστιανισμό η ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί δια της λογικής του και μόνο να γνωρίσει τον Άκτιστον Θεό και αυτήν ακόμη την Ουσία του Θεού!… Πώς; Σπουδάζοντας τα κτίσματα, διεισδύοντας με τον ανθρώπινο λόγο του στην ουσία και την έννοια των όντων, τα οποία όντα είναι αντίγραφα των αιωνίων τάχα αρχετύπων. Τα αιώνια δε αυτά αρχέτυπα ταυτίζονται, λέγουν, με την ουσία του Θεού. Έτσι λοιπόν με την σπουδή των όντων του κόσμου τούτου γνωρίζουμε τον Θεό, αυτήν ταύτην την ουσία Του!… Φοβερή η πλάνη αυτή ξαναλέγουμε και ενάντια προς την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας, που διδάσκουν ότι τον Θεό τον γνωρίζουμε δια της προσευχής και της καθαρότητος της καρδιάς, δηλαδή με το να γίνουμε Άγιοι. Χρειάζεται ασφαλώς χειραγωγία στην άσκηση αυτή της προσευχής, στον αγώνα αυτόν για την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, γι’ αυτό και για εκείνον που θέλει να γνωρίσει τον Θεό είναι απαραίτητη η γνώση της Αγίας Γραφής, η μελέτη του βίου και της διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας. «Το ιδεώδες βεβαίως εξ επόψεως θεολογικής και πνευματικής θα ήτο να εύρισκε πνευματικόν πατέρα γνήσιον, ίνα δι’ αυτού μυηθεί εις τα μυστήρια της Ορθοδόξου Παραδόσεως και, αφού ευρεθεί καθ’ οδόν προς την μύησιν αυτήν, μελετήσει επισταμένως την Αγίαν Γραφήν και συγχρόνως την Πατερικήν ερμηνείαν Αυτής» (πατήρ Ιωάννης Ρωμανίδης)!!! 37

 

Σημειώσεις


1. Για το θέμα αυτό βλέπε Το βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Γέννημα και θρέμμα ρωμηοί το βιβλίο του καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη και Ρωμαίοι η Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας σ. 57 και εξής, όπως και τα σχετικά σημαντικά έργα του Καθηγητού π. Γεωργίου Μεταλληνού. Βλέπε Και το άρθρο μας, Για την έκφραση «Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία» στο φυλλάδιο μας Ορθόδοξη Κατήχηση, τεύχος 1.

2. Και «ο ορθός ιστορικός διαχωρισμός του Χριστιανισμού δεν είναι μεταξύ Λατίνων και Ελλήνων, αλλά μεταξύ Φράγκων και Ρωμαίων η μεταξύ Φραγκοσύνης και Ρωμαιοσύνης. Όλοι οι ελληνόφωνοι και εκτός του Αυγουστίνου λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες ανήκουν εις την Ρωμαιοσύνην η εις την ρωμαϊκήν θεολογικήν παράδοσιν, η οποία διακρίνεται σαφώς από την Αυγουστίνειον φραγκικήν θεολογικήν παράδοσιν» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης στο βιβλίο του Ρωμαίοι η Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, σ. 58. Βλέπε και σ. 67).

3. Στο αναφερθέν βιβλίο του Ρωμαίοι η Ρωμηοί Πατέρες σ. 52.

4. όπου παραπάνω σ. 55-56 σ. 104.

5. H ιδέα αυτή σε εμάς εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά την Τουρκοκρατία.

6. Βλέπε Όπου παραπάνω σελ. 55. 56.

7. Όπου Παραπάνω σ. 54-55

8. Aυτό, λέγομε ημείς, η επιθυμία δηλαδή του Αυγουστίνου να συμφωνεί με τους Πατέρες, παρά το ότι εξ αγνοίας της διδασκαλίας των και λόγω του μανιχαϊκού παρελθόντος του δεν συμφωνούσε, η ταπείνωσή του να διόρθωνε τα εσφαλμένα του σε τυχούσα υπόδειξη και προ παντός η μετάνοιά του για τον πρότερο αμαρτωλό βίο του τον αναδεικνύει Άγιο της Εκκλησίας μας. Έχει όμως, επαναλαμβάνουμε, εσφαλμένη θεολογία, που έχει γίνει δεκτή καθ’ όλα από τους Φράγκους. Η σύγκρουση της πατερικής θεολογίας με την φραγκική ή η σύγκρουση του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με τον Βαρλαάμ είναι στην βάση της σύγκρουση πατερικής και Αυγουστινείου διδασκαλίας.

9. Όπου παραπάνω σ. 59.

10. Δια μέσου του Πέτρου Μογίλα (1633-1646) ως φαίνεται.

11. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης λέει: «Με την ίδρυσιν του Ελληνικού κρατιδίου, μετά την επανάστασιν του 1821, εισέβαλεν εν αυτώ η ισχυρά επιρροή της Ρωσσίας και της Φραγκιάς, μέσω κυρίως του Πανεπιστημίου των Αθηνών, με ολέθρια αποτελέσματα δια την Ρωμαιοσύνην, εφ' όσον η Ιεραρχία της Ελλάδος και η πνευματική ηγεσία των Νεοελλήνων εμορφώθη με τον πνεύμα της Φραγκιάς (Ευρώπης) και της Ρωσσίας» (όπου παρ. σ. 75). Λέει όμως σε άλλη ενότητα το ευχάριστο για το «σήμερα» ο θεολόγος συγγραφεύς πατήρ: «Σήμερον, ότε η Δυτική θεολογία ευρίσκεται εν συγκεχυμένη και πεπτωκυία καταστάσει, η Πατερική θεολογία επανήλθεν εις τα Ελλαδικά Πανεπιστήμια και ούτω δεσπόζει εν Ελλάδι προς όφελος της Ρωμαιοσύνης» (όπου παρ. σ. 80).

12. Βλέπε περιοδικό μας Θυμίαμα, τεύχος 13.

13. Βλέπε την σπουδαία μελέτη του Καθηγητού Στυλιανού Παπαδόπουλου, Έννοια, Σημασία και Κύρος του Πατρός και Διδασκάλου εις Πατρολογίαν του τόμ. Α΄ σ. 17-79.

14. Όπου παρ. σ. 81.

15. Για την σημασία της γενομένης διακρίσεως υπό των ευρωπαίων και Ρώσων μεταξύ «Λατινικού» και «Γραικικού» Χριστιανισμού βλέπε την μελέτη του καθηγητού π. Ιωάννου Ρωμανίδου, Ρωμαιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 1975, κεφ. Α'.

16. Όπου παρ. σ. 83.

17. Όπου παρ. σ. 87,88.

18. Δυστυχώς και πολλοί δικοί μας τα περί του Μεγάλου Πατρός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γνωρίζουν από το σχετικό έργο αυτού του Meyerdorff μεταφρασθέν στην ελληνική.

19. Σ' αυτούς τους «ελληνίζοντες», όπως τους έλεγαν, Πατέρες κατέτασσαν τους: Διονύσιον Αρεοπαγίτην, Ευάγριον Ποντικόν, Γρηγόριον Νύσσης, Μάξιμον ομολογητήν κ. ά.

20. Στην στήριξη της θεωρίας του περί διακρίσεως των Πατέρων σε βιβλίζοντας και Ελληνίζοντας ο Ρώσος Meyerdorff παρασύρθηκε και από το γεγονός ότι ο Βαρλαάμ και πριν από την σύγκρουσή του με τον Παλαμά είχε κηρυχθεί υπέρ της υπεροχής των Οικουμενικών Συνόδων έναντι του Πάπα και κατά της εμμονής των Λατίνων στον δογματικό χαρακτήρα του Filioque και ήταν άρα υπέρ της Ορθοδόξου και όχι της Λατινικής παραδόσεως. Αλλά η θέση του Βαρλαάμ για την σχέση των Οικουμενικών Συνόδων και του Πάπα, όπως φαίνεται καθαρά, είναι μια πρώτη μορφή των μετέπειτα θεωριών της Δύσεως των λεγομένων Conciliaristes, οι οποίες υπεστήριξαν την υπεροχή των Οικουμενικών Συνόδων. Το ότι ο Βαρλαάμ ακολουθεί την γραμμή αυτή δεν αποδεικνύει την Ορθοδοξία του. Υπήρξε ολόκληρο κίνημα στην Δύση που υπεστήριξε ζωηρά τις απόψεις αυτές από τον ΙΔ' αιώνα και το κίνημα αυτό συνετέλεσε στην επανάσταση των Προτεσταντών κατά του Πάπα τον ΙΣΤ' αιώνα. Επίσης, στο θέμα περί του Filioque ο Βαρλαάμ τάχθηκε όχι μόνο κατά της θέσεως των Λατίνων, όπως είπαμε προηγουμένως, αλλά και κατά της εμμονής των Πατέρων περί του αιρετικού του Filioque, γιατί έλεγε ότι το Filioque δεν ανήκει στην αποκάλυψη και γι’ αυτό οι συλλογισμοί κατά η υπέρ αυτού είναι διαλεκτικοί. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς όμως έλεγε ότι έχουμε αγιογραφικά και πατερικά δογματικά αξιώματα που αποτελούν την βάση αποδείξεων για το αιρετικό του Filioque και οι συλλογισμοί, λοιπόν, γι’ αυτό δεν έχουν διαλεκτικό χαρακτήρα, αλλά αποτελούν δόγμα: Στον Θεό υπάρχουν τα κοινά και τα ακοινώνητα, που ανήκουν σε ένα μόνο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έτσι, λοιπόν, η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος πρέπει να είναι ή μόνο από τον Πατέρα (οπότε είναι ακοινώνητο ιδίωμα) ή και από τον Πατέρα και από τον Υιό και από το Άγιο Πνεύμα. Δεν μπορεί το Άγιο Πνεύμα να εκπορεύεται και από τον Πατέρα και από τον Υιό (Filioque), χωρίς το κοινό ιδίωμα των δύο προσώπων να είναι ιδίωμα και του τρίτου προσώπου, οπότε το Άγιο Πνεύμα θα μετέχει στην αιτία της υπάρξεως του εαυτού Του!… Η πατερική, πάλι, διδασκαλία ότι ο Πατήρ είναι η μόνη πηγή θεότητος σημαίνει καθαρά ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξή του μόνο από τον Πατέρα όπως και ο Υιός. — Το γεγονός, πάλι, ότι ο Βαρλαάμ κατηγορεί τον πρύτανη των Φραγκολατίνων θεολόγων Θωμάν Ακινάτη, γιατί αυτός ταυτίζει τα πάντα στον Θεό με την Θεία Ουσία, παρέσυρε και άλλους να νομίσουν ότι αυτό είναι μια άλλη απόδειξη ότι ο Βαρλαάμ αντιπροσωπεύει μία Ορθόδοξη και όχι Λατινική παράδοση και συνετέλεσε και αυτό πάλι στον χωρισμό των Πατέρων σε βιβλίζοντας και ελληνίζοντας. Το ότι όμως ο Βαρλαάμ επικρίνει τον Ακινάτη δεν σημαίνει ότι είναι Ορθόδοξος, αλλά ότι ανήκει στην άλλη αιρετική, πάλι, μερίδα επί του θέματος αυτού, την λεγομένη μερίδα των Σκωτιστών γι’ αυτό και λέγει ο Βησσαρίων (πρώην Νικαίας και μετέπειτα Καρδινάλιος της Παπικής Εκκλησίας) ότι ο Βαρλαάμ εισήγαγε τα Σκωτιστικά (Duns Sgotus) αντιθωμιστικά επιχειρήματα στην ανατολή (βλέπε Π. Ιωάννου Ρωμανίδη, όπου παρ. σ. 124-130).

21. «Το εν Θαβωρίω λάμψαν φως Θεότητος ουκ απρόσιτον ην, ουδέ κατά αλήθειαν υπήρχε φως Θεότητος, ουδέ αγγέλων όλως ιερότερον η θειότερον, αλλά και χείρον και κατώτερον και αυτής της ημετέρας νοήσεως. Πάντα γαρ τα τε νοήματα και τα νοούμενα σεμνότερά εστι του φωτός εκείνου, ως τη όψει δια του αέρος προσπίπτοντος και αισθητική δυνάμει υποπίπτοντος, και τα αισθητά μόνα δεικνύντος τοις ορώσιν, υλικού τε όντος και εσχηματισμένου, και εν τόπω και εν χρόνω φαινομένου και τον αέρα χρωματίζοντος, και νυν μεν συνισταμένου τε και φαινομένου, νυν δε διαλυομένου και εις το μη είναι χωρούντος, άτε φανταστού, μεριστού τε και πεπερασμένου. Διό και ορώμενον ην υπό των στέρησιν πασχόντων των νοερών ενεργειών, μάλλον δε μηδέπω ταύτας όλως κτησαμένων και μήπω κεκαθαρμένων όντων, αλλά ατελών αξιωθέντων της των θεοειδών νοήσεων. Αναγόμεθα δε από του τοιούτου φωτός επί νοήματα και θεωρήματα, ά κρείττω εστίν ασυγκρίτως του φωτός εκείνου. Τοιγαρούν οι λέγοντες αυτό υπέρ νουν και αληθινόν και απρόσιτον και τα τοιαύτα, πεπλανημένοι εισί καθάπαξ, και ουδέν των φαινομένων καλών υψηλότερον ειδότες, ασεβείς τε δια τούτο και ολεθριώτατα δόγματα εις την Εκκλησίαν εισάγοντες» (Βλέπε Τόμον του 1341. 8 Ιωάννου Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, σ. 357).

22. Όπου παρ. σ. 108-109.

23. Επειδή οι Ευνομιανοί πρώτον ταύτισαν την θείαν ουσία και την θεία ενέργεια, γι’ αυτό ο Παλαμάς χαρακτηρίζει ως Ευνομιανούς όσους δεν δέχονται την διάκριση Θείας Ουσίας και Ακτίστου ενεργείας στον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς παραπονείται εναντίον του Βαρλαάμ ότι ούτε οι Αρειανοί είχαν φθάσει ποτέ στο σημείο να ταυτίσουν την θεία ενέργεια με την Θεία Ουσία. Οι Αρειανοί έλεγαν ότι ο θείος Λόγος είναι της θελήσεως του Θεού και όχι της ουσίας του Θεού. Αιρετικό αυτό που έλεγαν περί του Υιού και Λόγου του Θεού, φαίνεται όμως απ’ αυτό ότι έκαναν διάκριση μεταξύ Θείας Ουσίας και Θείας Ενεργείας στον Θεό. Γι’ αυτό και ο Παλαμάς παρατηρεί: «Θέλησιν δε την ουσίαν του Θεού ουδ' οι θελήσεως Υιόν ειπόντες τον Λόγον του Θεού ετόλμησαν ειπείν» (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 3, 2, 6). Το θέμα της διακρίσεως μεταξύ Θείας Ουσίας και Θείας Ενεργείας βρίσκεται στην βάση της διαμάχης μεταξύ του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του Βαρλαάμ. Αυτό εκδηλώθηκε από την αρχή, στο πρώτο ήδη στάδιο της διαμάχης τους. Η διάκριση μεταξύ Θείας Ουσίας και Θείας Ενεργείας αντιστοιχεί ακριβώς στην διάκριση, πάλι, στον Θεό μεταξύ του τρόπου υπάρξεως και των ενεργειών της Αγίας Τριάδος. Ο τρόπος υπάρξεως είναι της ουσίας του Θεού· από τον τρόπον δε, όπως και από την ουσία, διαφέρει και διακρίνεται η ενέργεια. Οι τρόποι της υπάρξεως κάθε υποστάσεως της Αγίας Τριάδος είναι υποστατικοί· κάθε δηλαδή τρόπος υπάρξεως ανήκει σε μία μόνο θεία υπόσταση· η θεία όμως ενέργεια είναι φυσική από την ουσία και γι’ αυτό είναι κοινή. Ακριβώς για τον λόγο αυτό και η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, ως τρόπος υπάρξεως, δεν μπορεί να ταυτισθεί με την πέμψιν του Αγίου Πνεύματος.

24. Έλεγε όμως ο ιερός Αυγουστίνος ότι οι εν εκστάσει διατελούντες μπορούν να δουν και στην ζωή αυτή την ουσία του Θεού, όπως ο Μωυσής και ο Παύλος. Αλλά, γενικά, ο Αυγουστίνος, όπως όλοι οι εν συνεχεία Φραγκολατίνοι Σχολαστικοί δέχονται την από τους σεσωσμένους μετά τον θάνατό τους θέα της Θείας Ουσίας. «Εν τούτοις κατά τους Ορθοδόξους Πατέρας οι Θεούμενοι ούτε εν θεωρία ευρεθέντες εν τη ζωή ταύτη, ούτε πέραν του τάφου βλέπουν ή θα δουν την Θείαν Ουσίαν, αλλ’ εντεύθεν και πέραν του τάφου και εις την κοινήν ανάστασιν βλέπουν και θα δουν την φυσικήν και Άκτιστον δόξαν και βασιλείαν του Χριστού, ως είδον αυτόν οι Απόστολοι εν Θαβώρ και κατά την Πεντηκοστήν. Το αυτό ισχύει και δια τους αγγέλους, οίτινες -γνωρίζουν μόνον την θείαν δόξαν και θεότητα και ουδόλως την Θείαν Ουσίαν, γνωστήν μόνον εις την Αγίαν Τριάδα» (π. Ιωάννης Ρωμανίδης, όπου παραπάνω σ. 112).

25. De Trinitate Βλέπε Β΄ Πρόλ.

26. Συνεδύαζε όμως, όπως φαίνεται από τα προηγούμενα (βλέπε Υποσ. 22), την θέση αυτή των Ευνομιανών ότι οι πιστοί μπορούν και στη ζωή αυτή να γνωρίσουν μέσω της Αγίας Γραφής και της φιλοσοφίας την ουσία του Θεού.

27. Ο π. Ρωμανίδης στο μνημ. βιβλίο του (σ. 118) λέει: «Εν αντιθέσει προς την Πατερικήν ταύτην διδασκαλίαν αι ανωτέρω αποκαλύψεις λαμπρινού γνόφου, δόξης, φωτός, φωτεινής νεφέλης, στήλης πυρός, στήλης νεφέλης, πυρίνων γλωσσών είναι δια τον Αυγουστίνον εμφανίσεις γινομένων και απογινομένων κτισμάτων, υποπιπτόντων εις τας αισθήσεις των Προφητών και των Αποστόλων και, ως εκ τούτου, κατώτεραι των γιγνομένων απ' ευθείας εις τον νουν αποκαλύψεων, εφ' όσον εις αυτά δεν χρειάζεται ο νους να αφαιρή νοήματα από τας αισθήσεις. Δια την Αυγουστίνειον Φραγκολατινικήν παράδοσιν του Βαρλαάμ η αποκαλυφθείσα μέσω της φιλοσοφίας και της Αγίας Γραφής αλήθεια είναι προσιτή δια της πίστεως εις την λογικήν του κατά την μόρφωσιν ικανού πιστού και μόνον τα μη ούτως αποκαλυφθέντα υπερβαίνουν την λογικήν».

28. Όπου παρ. σ. 109-114. 129.

29. Όπου παραπάνω σ. 114. Και ο ίδιος θεολόγος Πατήρ άλλου λέει πάλι: «Δια την Αγίαν Γραφήν και τους Πατέρας η είσοδος του Μωυσέως, των Προφητών και των εν Θαβώρ Αποστόλων εις την φωτεινήν νεφέλην, την δόξαν, την βασιλείαν, τον Λαμπρινόν γνόφον, το φωτεινόν σκότος, τον τόπον, όπου κατοικεί ο Θεός, την στηλην πυρός, την στήλην νεφέλης, ως και η μέθεξις των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής σημαίνουν όλα την φανέρωσιν και μεθεξιν εις την θεότητα του Χριστού, του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος και αποτελούν την υψίστην μορφήν της αποκαλύψεως και την όλην βάσιν της Πατερικής θεολογίας, συνιστούν δε αυτήν ταύτην την θέωσιν ή θεοπτίαν ή θεωρίαν της Ακτίστου ενεργείας και παρουσίας του Θεού».

30. Αυτό, κατά τον π. Ρωμανίδη, οφείλεται στην ισχυρή επί του Αυγουστίνου Πλατωνική και Μανιχαϊκή επιρροή εις τα θέματα περί του ανθρώπου, πτώσεως, Θεού και Παλαιάς Διαθήκης.

31. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντίθετα προς τους Φραγκολατίνους λέει: «Ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως… Φίλοι δε Θεού πολλοί των προ νόμου και μετά νόμον, μήπω του Σταυρού φανέντος, υπ' αυτού του Θεού μεμαρτύρηνται· και ο βασιλεύς και προφήτης Δαβίδ, ως πάντως όντων τότε τω Θεώ φίλων, “εμοί δέ”, φησί, “λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός”. Πώς ουν εισιν οι προ του Σταυρού φίλοι του Θεού εχρημάτισαν, εγώ υμίν υποδείξω… Ώσπερ μήπω παραγενομένου του ανθρώπου της αμαρτίας, του Υιού της ανομίας, του Aντιχρίστου λέγω, ο ηγαπημένος τω Χριστώ φησι Θεολόγος “και νυν, αγαπητοί, ο Αντίχριστος εστι”, ούτω και ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και προ του τελεσθήναι» (Ομιλία ΙΑ' εις τον Τίμιον και Ζωοποιόν Σταυρόν. ΕΠΕ 9, 282 και εξής. Συνιστούμε να μελετηθεί όλη η ομιλία, όπου αποδεικνύει ότι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης ήταν φίλοι του Θεού ακόμη και πριν από την καταλλαγή με την Σταυρική θυσία του Χριστού).

32. Ο Καθηγητής κ. N. Ματσούκας γράφει στο βιβλίο του «Δογματική Και Συμβολικη Θεολογία» Β΄ σ. 548, 549 υποσ. 204: Στην Πολιτεία του Θεού ο Αυγουστίνος περιγράφει την κτιστή φωτιά της κόλασης με φοβερές παραστάσεις. Θέλοντας μάλιστα ν' αποδείξει πως υπάρχει αιώνια το πυρ της κολάσεως, δίχως ποτέ να σβήνει ούτε ποτέ να εκμηδενίζονται σ' αυτό τα ζωντανά σώματα, επιστρατεύει παραδείγματα από την φυσική πραγματικότητα. Μας λέγει πως υπάρχουν σκουλήκια που ζουν σε υψηλότατες θερμοκρασίες (πράγματι υπάρχουν τέτοιοι μικροοργανισμοί, όπως και άλλοι που ζούσαν σε χαμηλότατα όρια θερμοκρασίας). Ανάμεσα σ' αυτά είναι και η σαλαμάνδρα. (Μόνο που κατά τις μυθικές αντιλήψεις εκείνης της εποχής η σαλαμάνδρα σβήνει τη φωτιά, όταν βρεθεί σ’ αυτή). Τα ηφαίστεια της Σικελίας φλέγονται και δεν καίγονται ποτέ. Εξάλλου η σάρκα του νεκρού παγωνιού δεν λιώνει με κανέναν τρόπο. (Ο ίδιος ο Αυγουστίνος μας λέει ότι σ' ένα γεύμα πήρε κρυφά ένα κομμάτι σάρκας παγωνιού από το τραπέζι και πειραματίστηκε). Ο ασβέστης είναι αιώνια μια ζωντανή φωτιά που δεν σβήνει παρά μόνο μέσα σε νερά. Βλέπε De Civitate Dei 21,2 και PL 41, 700-712. Έτσι ο Αυγουστίνος — ήδη είχε προηγηθεί ο Τερτυλλιανός — έδωσε με τις περιγραφές αυτές μια βάση για τους σχολαστικούς να υποστηρίξουν ότι το πυρ της κολάσεως είναι κτιστό. Άλλωστε και η μη διάκριση ουσίας και ενεργείας στον Θεό εκεί οδηγεί. (Κτιστή πραγματικότητα κατ' ανάγκη πρέπει να έρχεται σε σχέση με τους κολασμένους, και όχι η άκτιστη ουσία του Θεού). Η Ορθόδοξη θεολογία βεβαίως δεν δέχεται τούτη την άποψη. Ο Θεός με τις άκτιστες ενέργειες περιβάλλει τα πάντα. Οι κολασμένοι νιώθουν οδύνη, ως τυφλοί, που δεν έχουν τη θέα του Θεού. Η επίδραση προέρχεται από την άκτιστη φωτιστική ενέργεια που για τους τυφλούς κολασμένους είναι οδυνηρή. Βλέπε Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαϊκής Ιστορίας 24, 9 PG 148, 1424C: «Ακούομεν δε καν τοις ευαγγελίοις πυρ ητοιμασμένον είναι τω Διαβάλω και τοις αγγέλοις αυτού. Ει ουν Άκτιστον είναι κακείνο κατά τον Παλαμάν και Θεός αν προς τε και άναρχος είη αν αυτό». Εδώ βλέπουμε πως οι σχολαστικοί ειρωνεύονται τον Παλαμά· θεωρούν πως το πυρ της κολάσεως δεν μπορεί να είναι άκτιστο. Σύμφωνα με τις προϋποθέσεις τους έχουν ασφαλώς δίκαιο. Το ίδιο μπορούν να λένε και μερικοί Ορθόδοξοι θεολόγοι, υπό την προϋπόθεση πώς θα δηλώνουν ότι δεν ερμηνεύουν την Ορθόδοξη παράδοση. Και άλλοτε το είχα τονίσει· η θεολογία και συγκεκριμένα η δογματική (πρόκειται δηλαδή εδώ για την επιστημονική θεολογία) έχει τη μέθοδο του de lege lata. Περιγράφει τι κείται. Ο πατρολόγος όμως Π. Χρήστου διαφωνώντας μαζί μου, δίχως ίσως να το συνειδητοποιήσει διαφώνησε με τους Ορθόδοξους πατέρες· και υποστηρίζει πως το πυρ της κολάσεως είναι κτιστό. Βλέπε Π. Κ. Χρήστου, Μάξιμος Ομολογητής και Νικόλαος Ματσούκας, Κληρονομία 12, 1, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 206-207. Βλέπε και απάντηση Νίκου Α. Ματσούκα, “Μία απάντηση στον κ. Παναγιώτη Χρήστου”, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 25-26.

33. Ματθαίος 25,41. Παραθέτουμε μία περικοπή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1,3,10), η οποία, όπως την χαρακτηρίζει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «συνοψίζει κατά τρόπον θαυμαστόν την ουσίαν της Ορθοδόξου διδασκαλίας περί αποκαλύψεως, Θεώσεως, κολάσεως, γνώσεως του Θεού, θεμελίων της αποφατικής θεολογίας, αυθεντίας και αλαθήτου»: «Νυν μεν ουν ούτω τοις εν αγάπη καθαρθείσαν ο Θεός οράται, τότε δε φηση πρόσωπον προς πρόσωπον. Οι δε τω μη παθείν τα θεία, μηδ' ιδείν μηδαμώς πιστεύοντες ως φως υπέρ φως οράσθαι τον Θεόν, αλλά λογικώς μόνον θεωρείσθαι τυφλοίς εοίκασιν, οι της του ηλίου θέρμης μόνης αντιλαμβανόμενοι τοις ορώσιν απιστούσιν, ότι και φαιδρός εστίν ο ήλιος. Ει δε και τους ορώντας οι τυφλοί μεταδιδάσκειν εγχειρούσιν, ως ου φως εστίν ο εν αισθητοίς φανότατος απάντων ήλιος, καταγέλαστοι μεν ούτοι τοις αισθητώς ορώσιν έσονται. Εκείνοι δε οι τα παραπλήσια πάσχοντες περί τον του παντός υπερανιδρυμένον της δικαιοσύνης ήλιον, ου παρά των νοερώς ως αληθώς ορώντων μόνον, αλλά και παρά των πιστευόντων τοις ορώσι θρηνηθήσονται, μη μόνον ότι του Θεού δι’ υπερβολήν της περί ημάς αγαθότητος, εκ του πάντων εξηρημένου και αλήπτου και αφθέγκτου, προς το νω μεθεκτόν τε και θεωρητόν αοράτως συγκαταβαίνοντος καθ’ υπερούσιον εαυτού δύναμιν ανεκφοίτητον, αυτοί μένουσιν ανέραστοι προς τον αυτοπτικόν και αυτονόητον εκείνον έρωτα, αλλ' ότι και τοις προς το φως εκείνο χειραγωγούσι δια των λόγων υπό φιλανθρωπίας Αγίοις ουκ εθελοντές έπεσθαι, κατά κρημνών φέρουσιν εαυτούς και συγκατασπάν επιχειρούσι τους πειθομένους, ως αν δήπου κοινωνούς σχοιεν όταν ως πυρ ίδωσι κατά τον θεολόγον Γρηγόριον ον ως φως ουκ εγνώρισαν (Ομιλία κα', 2), ουδέ επίστευσαν. Αλλά γαρ και το πυρ εκείνο σκοτεινόν, μάλλον δε τω ηπειλημένω σκότει ταυτόν. Ταύτα δε τω διαβάλω και τοις αγγέλοις αυτού προητοίμασται κατά τον του Κυρίου λόγον. Ουκούν ούτε αισθητήν απλώς, αμοιρούσι γαρ αισθήσεως προητοίμασται τοις πονηροίς αγγέλοις, ουθ' απλώς άγνοια τουτί το σκότος, ου γαρ αγνοήσουσι τότε μάλλον τον Θεόν ή νυν οι νυν τοις κληρονόμος του σκότους εκείνου πεπεισμένοι, μάλλον μεν ουν και βέλτιον είσονται· πάσα γαρ φηση σαρξ εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός αμήν. (Φιλιππησίους Β΄ 11). Ουκ άρ' ουδέ το φως εκείνο αισθητόν κυρίως, ουδέ μεν ουν γνώσις, είπερ μηδέ άγνοια το αντιδιαστελλόμενον προς τούτο σκότος. Ει δε μη το φως εκείνο γνώσις, παρεκτικόν δε μάλλον της μυστικής και απορρήτου γνώσεως των μυστηρίων του Θεού και ο αρραβών νυν τοις κεκαθαρμένοις την καρδίαν ενορώμενος, ου γνώσις εστιν απλώς, αλλ' αναλόγου μεν -γνώσεως χορηγός, αυτός δε φως νοητόν και νοερόν, μάλλον δε πνευματικόν, πνευματικώς εγγινόμενός τε και ορέμενος, υπεροχικώς εξηρημένος πάσης γνώσεως και αρετής και της ενταύθα κατά Χριστιανούς τελειότητος παρεκτικός μονώτατος, ουκ από μιμήσεως ή φρονήσεως προσγινομένης, αλλ' αποκαλύψει και χάριτι του Πνεύματος» (Γρηγορ. Θεολόγου, ομιλία κα', 2). Και επακολουθεί σπουδαιοτάτη κατοχύρωση και ανάπτυξη των σημείων αυτών.

34. Όπου παρ. σ. 135.

35. Έχουν γραφεί και σε μας βιβλία με βάση την αρχή αυτή, π. χ. «Ομιλούν οι σοφοί περί του Θεού»!… Και να σκεφθεί κανείς για να αποτροπιάσει, ότι αυτοί οι «σοφοί», που παρέθεταν τις γνώμες τους περί Θεού ήταν Προτεστάντες ή Φραγκολατίνοι!…

36. Και λέγω «ενθυμείται» τα αρχέτυπα, γιατί, κατά την πλανεμένη αυτή Πλατωνική ιδέα, η ψυχή γνώριζε αυτά τα αρχέτυπα προτού να φυλακισθεί στο σώμα. Αυτή η Πλατωνική αντίληψη μέσα στον Χριστιανισμό πήρε την μορφή περί εμφύτου γνώσεως του Θεού στον άνθρωπο.

37. Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, τόμ. 1 σελ. 54.

Δημιουργία αρχείου: 15-11-2008.

Τελευταία μορφοποίηση: 20-12-2021.

ΕΠΑΝΩ