Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ενότητα: Παπισμός |
---|
Ο Παπισμός είναι ΑΙΡΕΣΗ // Τα πραγματικά αίτια τού σχίσματος // Κάψιμο τών αιρετικών στο όνομα τού Θεού
Οι Παπικοί - Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821 Tου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου |
Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένα πολυσήμαντο γεγονός, το οποίο μπορεί κανείς να το αναλύση από πολλές πλευρές. Βέβαια, εμείς κυρίως στηριζόμαστε στούς αγώνες των οπλαρχηγών της Επαναστάσεως, την θυσία τους και τον ηρωϊσμό τους, καθώς επίσης και στα διάφορα ολοκαυτώματα τα οποία συνετέλεσαν στην αλλαγή του σκηνικού στον Ευρωπαϊκό χώρο απέναντι στην Επανάσταση, όμως παράλληλα ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έχει και τις πολιτικές, διπλωματικές αλλά και εκκλησιαστικές διαστάσεις του. Χρειάσθηκε δηλαδή έντονη διπλωματία, πολιτική και θρησκευτική, και πολλές κινήσεις προκειμένου να γίνη αποδεκτή η Επανάσταση από τούς ηγέτας της τότε Ευρώπης, δεδομένου ότι η όλη φιλοσοφία και τακτική των Ευρωπαϊκών Κρατών ήταν την εποχή εκείνη αντίθετη στις επαναστάσεις αυτής της μορφής.
Μέσα από αυτήν την προοπτική μπορούμε να δούμε πολλές διπλωματικές κινήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς επίσης και πολλές εκκλησιαστικές κινήσεις για την αποδοχή της Επανάστασης από τους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτας της Δύσεως. Εκείνο που πρέπει να σημειωθή είναι ότι κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως του 1821 έπαιξαν πολυποίκιλο ρόλο οι διάφορες Χριστιανικές ομολογίες, που βρίσκονταν στην Ελλάδα, μαζί με την πολιτική σκοπιμότητα. Και αυτό το εντοπίζουμε και στον εσωτερικό χώρο της Ελλάδος και έξω από αυτήν. Η διδακτορική διατριβή, που υποβλήθηκε και εγκρίθηκε από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο: « Σχέσεις Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως (1821-1827)» και συγγραφεύς της είναι ο κ. Κωνσταντίνος Μανίκας, περιλαμβάνει πολλά στοιχεία κυρίως από αρχειακό υλικό και καταλήγει σε σημαντικά συμπεράσματα. Διαβάζοντας κανείς την διατριβή αυτή έρχεται σε επαφή με, εν πολλοίς, άγνωστο υλικό που ερμηνεύει την στάση των Παπικών-Λατίνων της Ελλάδος απέναντι στην Επανάσταση, την στάση των θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών της Δύσεως απέναντι στην επαναστατημένη Ελλάδα, αλλά και τις ενέργειες των πολιτικών ηγετών της Επανάστασης για την αναγνώριση του εγχειρήματος αυτού από τους ηγέτας της Δύσεως, πολλές από τις οποίες ενέργειες γίνονταν μυστικά, χωρίς να γνωρίζουν οι οπλαρχηγοί και ο λαός τα τεκταινόμενα.Στήν εισαγωγή του βιβλίου αυτού εξετάζεται το θέμα της διαμόρφωσης των σχέσεων Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικών στα πλαίσια των συνταγματικών δομών της Επαναστάσεως, και βεβαίως αναλύεται η εισαγωγή κατά την Επανάσταση νέας προβληματικής για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Είναι γνωστόν ότι κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, πριν την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ή καλύτερα στις σχέσεις Ιερωσύνης και Βασιλείας επικρατούσε το σύστημα της συναλληλίας. Όμως μετά το δεύτερο έτος της Επαναστάσεως του 1821, υπό την επήρεια των διαφωτιστών στα Συντάγματα, επιχειρείται «η προοδευτική αποδυνάμωση της θέσεως της τοπικής εν Ελλάδι Εκκλησίας έναντι της Πολιτείας». Με άλλα λόγια υιοθέτησαν διάφορα κοσμικά και πολιτειοκρατικά πρότυπα που «επικρατούσαν την εποχή εκείνη στην προτεσταντική και ρωμαιοκαθολική Ευρώπη». Στην συνέχεια και πάντα στην εισαγωγή γίνεται ευρύτατος λόγος για την «θεσμοθέτηση της αρχής της "θρησκευτικής ελευθερίας" ως απαρχή μιας νέας περιόδου για τις σχέσεις Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού στην απελευθερωμένη Ελλάδα». Παράλληλα με την αρχή της «επικρατούσης θρησκείας» καθιερώνεται και η αρχή της «θρησκευτικής ελευθερίας» και με αυτόν τον τρόπο κατορθώθηκε ό,τι δεν μπορούσε να επιτευχθή πολλούς αιώνες με τις σταυροφορίες, την προπαγάνδα, τους προσηλυτισμούς, την ουνία κλπ. δηλαδή η «πολιτογράφηση του Ρωμαιοκαθολικισμού», «μέσα στην καρδιά της ορθοδόξου ελληνικής Ανατολής ως ανεγνωρισμένης θρησκείας, και εν πολλοίς ισότιμης με την ορθόδοξη ανατολική Εκκλησία». Και αυτό βέβαια επετεύχθη με πλήρη συνταγματική κάλυψη μέσα από επιλογή δυτικών προτύπων. Ύστερα από τα εισαγωγικά αυτά στοιχεία το ενδιαφέρον και η προσοχή του αναγνώστου κορυφώνεται στα δύο μεγάλα μέρη του βιβλίου. Τό πρώτο μέρος αναφέρεται στην «στάση των Επαναστατημένων Ελλήνων έναντι των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου και του Παπικού θρόνου», και το δεύτερο μέρος έχει τον τίτλο «ο Ρωμαιοκαθολικισμός έναντι της Ελληνικής Επαναστάσεως». Στο πρώτο μέρος γίνεται ευρύτατος λόγος για τις προσπάθειες των πρωτεργατών της Επαναστάσεως του 1821 αφ’ ενός μέν για να συμμετάσχουν στην Επανάσταση και οι Λατίνοι των νησιών του Αιγαίου (Σύρου, Νάξου, Τήνου κλπ.) αφ’ ετέρου δε γίνονταν έντονες προσπάθειες για την ένταξη των «Ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων στο νέο διοικητικό σύστημα των απελευθερωμένων περιοχών της Ελλάδος». Αυτό βέβαια έχει σχέση και με την προσπάθεια της επαναστατικής Κυβερνήσεως να πείση τους Λατίνους της Ελλάδος να συμμετάσχουν στο σύστημα της φορολογήσεως, όπως γινόταν και με όλους τους Έλληνας στις ελευθερωμένες ελληνικές περιοχές. Από αυτές τις προσπάθειες της Ελληνικής Κυβερνήσεως σαφώς φαίνεται ότι οι Λατίνοι των νησιών του Αιγαίου δεν ήθελαν να συμμετάσχουν στην νέα πραγματικότητα, αλλά αυτό εξετάζεται εκτενέστερα από τον συγγραφέα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Το σημαντικό στο πρώτο αυτό μέρος του βιβλίου είναι το ότι οι πολιτικοί ηγέτες της Κυβερνήσεως προσπάθησαν να προσεγγίσουν τον Παπικό θρόνο προκειμένου να βοηθήση στην αναγνώριση της Επανάστασης από τους πολιτικούς ηγέτας της Δύσεως. Πρόκειται για έντοντες προσπάθειες που έγιναν την τριετία 1822-1825. Μέσα σε αυτήν την προοπτική απεστάλησαν αντιπρόσωποι με μυστική αποστολή, για να παρουσιασθούν στο Συνέδριο της Βερόνας, το οποίο βέβαια Συνέδριο δεν αποδέχθηκε τους απεσταλμένους της επαναστατημένης Ελλάδος. Πρός τον σκοπό αυτόν εστάλησαν πολλά κείμενα στον Πάπα, του οποίου ο αντιπρόσωπος συμμετείχε στο Συνέδριο της Βερόνας, όπου συνεδρίαζαν οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσεως, αλλά ο Πάπας δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις. Ο ένας από τούς απεσταλμένους αντιπροσώπους της επαναστατικής Κυβερνήσεως, ήτοι ο Γάλλος συνταγματάρχης και «φιλέλληνας» Philippe Jourdain επιχείρησε, προκειμένου να προσελκύση το ενδιαφέρον του Πάπα, να συνάψη συμμαχία με το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας που θα είχε φοβερές συνέπειες στην Ελλάδα, αφού σύμφωνα με το σχέδιο της συνθήκης προβλεπόταν εγκαθίδρυση στον χώρο του Αιγαίου ενός φράγκικου πολιτικο-θρησκευτικού καθεστώτος, αλλά τελικά αποφεύχθηκε μια τέτοια σύναψη, διότι η επαναστατική Κυβέρνηση, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και απέρριψε τις προτάσεις των ιπποτών της Μάλτας. Τό σημαντικότερο όμως είναι ότι μέλη της Κυβερνήσεως, όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, προέβησαν σε πολλές μυστικές διπλωματικές ενέργειες για την σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τον Παπικό θρόνο, και προέβαλαν το επιχείρημα της ενώσεως των δύο Εκκλησιών. Σε κείμενα ο Πάπας καλείται «κεφαλή των Χριστιανοσύνης» και ο εκπρόσωπος της ελληνικής Κυβερνήσεως αποστέλλεται για να υποβάλη ταπεινά «"τον σεβασμό, τη λατρεία και την εκτίμηση" ολοκλήρου του ελληνικού έθνους». Γινόταν ευρύτατος λόγος για την έναρξη διαλόγου για την επανένωση της ελληνικής με την Λατινική Εκκλησία. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ως απεσταλμένος της Ελληνικής Κυβερνήσεως προς τον Πάπα, μετέφερε μυστικώς μήνυμα για τον σκοπό αυτό προς τον Πάπα. Από παπική πλευρά διατυπωνόταν η άποψη ότι «ο Γερμανός, μέσω μιας άλλης μυστικής οδού, είχε υποβάλει προφορικά σ’ αυτόν την πρόταση για έναρξη επισήμων συζητήσεων σχετικά με την ένωση των Εκκλησιών». Μάλιστα οι Λατίνοι Κληρικοί διεβίβασαν στον Παλαιών Πατρών Γερμανό «το ενδιαφέρον που πάντα έδειχνε ο παπικός θρόνος για την επιστροφή των ορθοδόξων στή δικαιοδοσία του υπέρτατου ποντίφηκα, του υπέδειξε έμμεσα ως πρότυπο για την οποιαδήποτε συζήτηση περί ενώσεως τη σύνοδο της Φλωρεντίας...». Τελικά, όμως, δεν επετεύχθη κάτι τέτοιο ερήμην του ελληνικού λαού, για πολλούς λόγους. Ο ένας γιατί ο Πάπας στην αρχή δεν έδειχνε ενδιαφέρον για την υπόθεση αυτή, ίσως από το ότι οι πολιτικοί ηγέτες της Δύσεως διέκειντο δυσμενώς απέναντι των Ελλήνων και τους θεωρούσαν τρομοκράτες. Ο άλλος λόγος είναι ο προσεκτικός χειρισμός του θέματος που έγινε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος έμμεσα, ως γνήσιος Ιεράρχης, υπονόμευσε την επιθυμία των πολιτικών ηγετών της Επαναστάσεως να υποταχθούν στον Πάπα. Ο τρίτος λόγος γιατί αντέδρασαν δυναμικά πολλοί, ακόμη και διαφωτιστές, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, και ο τέταρτος γιατί επικράτησε η αγγλική πολιτική που δεν ήθελε να τεθή η Ελλάδα υπό την επιρροή του Παπικού θρόνου και βεβαίως διά του τρόπου αυτού η γαλλική πολιτική να επηρεάζη τα πράγματα. Πάντως αυτό απετέλεσε σωτηρία για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου είναι αποκαλυπτικότατο γιατί φανερώνονται έκδηλα όλα τα αισθήματα και η στάση των Λατίνων των νησιών του Αιγαίου απέναντι τόσο στην ελληνική Επανάσταση όσο και απέναντι στην πρώτη ελληνική Κυβέρνηση. Με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως και την πρόσκληση των οπλαρχηγών στους Λατίνους να συμμετάσχουν και οι Λατίνοι στο έργο της απελευθερώσεως της Ελλάδος από τον Τουρκικό ζυγό, εκείνοι επέδειξαν αδιαφορία. Κατ’ αρχάς αποστασιοποιήθηκαν από τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες και δεν συμμετείχαν στην επανάσταση των Ελλήνων. Στην Σύρο σε σύσκεψη που έγινε «αποφασίστηκε η μη συμμετοχή τους στην επανάσταση». Το ίδιο συνέβη και σε άλλες περιοχές, όπως στην Τήνο και την Νάξο. Επέλεξαν δηλαδή την αρχή της ουδετερότητος. Όμως δεν στάθηκαν σε αυτήν την αρχή της ουδετερότητας, αλλά προχώρησαν και σε άλλες αντιεπαναστατικές ενέργειες, μέσω των γαλλικών προξενικών πρακτόρων. Πράγματι με πολλούς τρόπους και με πολλές ενέργειες επιδείκνυαν τα φιλοτουρκικά τους αισθήματα και ότι αυτοί παραμένουν πιστοί στον Σουλτάνο. Διασώζονται δε πολλά τέτοια περιστατικά και επίσημα κείμενα είτε από τους Λατίνους των νησιών είτε από τον γαλλικό στόλο του Αιγαίου ο οποίος προστάτευε τους Λατίνους. Βέβαια, όπως γράφει ο συγγραφεύς, με το καθεστώς των Διομολογήσεων, που είχε εφαρμοσθή τους προηγούμενους αιώνες, παρεχόταν «γαλλική προστασία στους ρωμαιοκαθολικούς υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας», και με τον τρόπο αυτό η Γαλλία κατόρθωσε μαζί με την «επίσημη αναγνώριση της θρησκευτικής προστασίας του ρωμαιοκαθολικού δόγματος εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, να επιβάλει επί πλέον στην πράξη και ένα ιδιότυπο καθεστώς οιονεί πολιτικής προστασίας υπέρ των εντόπιων ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων». Αυτό το καθεστώς εκμεταλλεύθηκαν στα πρώτα χρόνια της επανάστασης οι κοινότητες των Λατίνων στα νησιά του Αιγαίου. Η παρουσία του γαλλικού στόλου σε κρίσιμες στιγμές εδήλωνε αυτήν την γαλλική προστασία των Λατίνων. Οι Λατίνοι των νησιών του Αιγαίου κατά την διάρκεια της ελληνικής Επαναστάσεως, όταν οι Ορθόδοξοι ύψωναν τα λάβαρα της ελευθερίας, ύψωναν στούς Ναούς τους τις γαλλικές σημαίες, πράγμα το οποίο προκαλούσε και τον λαό και την ελληνική Κυβέρνηση. Πέρα από αυτό, οι Λατίνοι των περιοχών αυτών αρνήθηκαν να «ανταποκριθούν θετικά στις έκτακτες εισφορές, που ζητούσε και από αυτούς, ως Έλληνες πολίτες, η επαναστατική κυβέρνηση για την οικονομική ενίσχυση του αγώνα, καθώς επίσης και να εκπληρώσουν τις νόμιμες φορολογικές τους υποχρεώσεις», καθώς επίσης οι Λατίνοι ήταν αντίθετοι όταν η κεντρική Κυβέρνηση μετά την εδραίωση της Επανάστασης «προσπάθησε να επιβάλει ένα ενιαίο διοικητικό και φορολογικό σύστημα στις απελευθερωμένες περιοχές». Πέρα από την άρνησή τους στην φορολογία οι Λατίνοι ήταν αρνητικοί και στο να ενταχθούν «στο νέο ενιαίο διοικητικό σύστημα που καθιερώθηκε για όλες τις απελευθερωμένες περιοχές του επαναστατημένου ελληνικού χώρου», και μάλιστα με αυτές τις ενέργειες στην πραγματικότητα επεδίωκαν «την πραγμάτωση των ενδιαθέτων αυτονομιστικών επιδιώξεών τους». Μεταξύ των στοιχείων που παραθέτει ο συγγραφεύς θα πρέπει να σημειώσουμε μία επιστολή που απέστειλε ο Λατίνος επίσκοπος Τήνου την 8η Μαΐου 1822 στην οποία υπάρχουν οι εξής αποκαλυπτικές φράσεις:
Ο συγγραφεύς στα συμπεράσματά του, μεταξύ των άλλων γράφει και τα εξής:
Γενικά η στάση των Λατίνων στο επαναστατημένο Αιγαίο ήταν «μία στάση ενεργώς αντεπαναστατική, και γι’ αυτό τον λόγο κατ’ εξοχήν ανθελληνική». Γι’ αυτό και ο συγγραφεύς καταλήγει ότι επιβάλλεται «μια μελλοντική ανίχνευση και συστηματική διερεύνηση της εθνικής συνειδήσεως των ρωμαιοκαθολικών κατοίκων του Αιγαίου, τόσο κατά την κρίσιμη και μεταβατική εκείνη περίοδο, όσο και μεταγενέστερα, σε συνδυασμό με την παράλληλη διερεύνηση των σχέσεων της εν Ελλάδι ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την ελληνική Πολιτεία και τη νεοσυσταθείσα αυτοκέφαλη ορθόδοξο Εκκλησία της Ελλάδος». Η μελέτη αυτή του κ. Κωνσταντίνου Μανίκα, που συνοπτικά παρουσιάσαμε με το κείμενό μας αυτό, είναι αξιοπρόσεκτη και σημαντική από πολλές απόψεις και πρέπει να διαβασθή επισταμένως, ώστε να εκτιμηθή, εκτός των άλλων, ο σημαντικός ρόλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας όχι μόνον κατά την Επανάσταση του 1821, αλλά και γενικότερα σε όλους τους αιώνες του Έθνους μας, πέρα από την μεγάλη σημασία της στην θεραπεία της ανθρωπίνης προσωπικότητας με την υγιή θεολογία της. Οι Ρωμηοί ωφέλησαν ποικιλοτρόπως το Γένος μας, ενώ οι Παπικοί, οι οποίοι όπως φαίνεται στο βιβλίο λειτουργούν και εκφράζονται ως Φράγκοι, δημιούργησαν στο Γένος πολλά προβλήματα.
Aναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr/2002/02_06_17_12.htm |
Δημιουργία αρχείου: 29-11-2004.
Τελευταία ενημέρωση: 29-11-2004.