Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ενότητα: Παπισμός |
---|
Ο Παπισμός είναι ΑΙΡΕΣΗ // Τα πραγματικά αίτια τού σχίσματος
Κάψιμο τών αιρετικών από τους Παπικούς στο όνομα τού Θεού |
Στο άκουσμα και μόνο των λέξεων «Ιερά Εξέτασις» η φαντασία ανατρέχει στα πιο απάνθρωπα βασανιστήρια, και τη χωρίς γλιτωμό κατάληξη στην πυρά. Και μάλιστα στην αργή καύση. Ανατρέχει στον Γαλιλαίο και τον Τζιορντάνο Μπρούνο, τα διάσημα θύματα, ανατρέχει στην Ισπανία, όπου ο θεσμός γνώρισε τη μεγαλύτερη δόξα του. Τέσσερις αιώνες και πλέον (13ος-18ος) διήρκεσε αυτή η φρικαλεότητα στην Ευρώπη. Όσο και αν οι εκφραστές της επιχείρησαν να την απαλύνουν ή να ψελλίσουν κάποιες δικαιολογίες δεν το κατάφεραν. Μια μεγάλη μελανή σελίδα στην Ιστορία της Δυτικής "εκκλησίας" είναι ακόμη ανοιχτή προς μελέτη. Λίγοι γνωρίζουν, βέβαια, πως πηγή έμπνευσης των παπικών, ήταν η διδασκαλία του Πλάτωνα.
Οι απαρχές του
ιστορικού φαινομένου τής Ιεράς Εξετάσεως (Inquisitio sacra) εντοπίζονται από
12ο αιώνα, όταν άρχισαν να πληθαίνουν οι περιπτώσεις αμφισβήτησης, τόσο από
μεμονωμένα άτομα όσο και από ομάδες, του επίσημου δόγματος της Εκκλησίας στη
Δύση. Ακριβέστερα, το έτος γέννησης της Ιεράς Εξετάσεως εντοπίζεται στα
1184, όταν ο πάπας Λούκιος Β΄ εκδίδει εγκύκλιο, με την οποία επιφορτίζονται
οι επίσκοποι να αναθέτουν σε έμπιστους ανθρώπους του ποιμνίου τους την
αποστολή να ανακαλύπτουν «αιρετικούς» στις τάξεις του ποιμνίου τους και να
τους προσάγουν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Η αποστολή αυτή θα ανατεθεί
αργότερα (το 1227) από τον πάπα Γρηγόριο Θ΄ στα μέλη των μοναχικών ταγμάτων
των φραγκισκανών, αλλά ιδιαίτερα, των δομινικανών.
Από το 1252 εισάγεται επίσημα (με παπική βούλα του Ιννοκεντίου Δ΄) η μέθοδος της σωματικής βασάνου από τον ιεροεξεταστή inquisitor για την απόσπαση ομολογίας από τον κατηγορούμενο. Πολύ σύντομα ο κύκλος την υπόπτων θα διευρυνθεί και θα περιλάβει και πρόσωπα που θεωρούνται μάγοι και μάγισσες. Έτσι η πρώτη καταδίκη για μαγεία θα απαγγελθεί το 1264. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ο αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν, σε όλο το διάστημα από το 15ο ως το 18ο αιώνα, στον δια πυράς θάνατο σαν μάγοι (κυρίως γυναίκες) ανέρχεται στις 50 έως 80 χιλιάδες. Μια ιδιαίτερη έξαρση του φαινομένου παρατηρείται στην Ισπανία κατά τους 15ο και 16ο αιώνες, όπου ή Ιερά Εξέτασις, ως κρατικός θεσμός, υπηρέτησε κυρίως τις σκοπιμότητες της κοσμικής εξουσίας. Η Ιερά Εξέταση αφού εξάντλησε όλη την επιείκειά της, το 1492 με το διάταγμα του διωγμού των αλλοθρήσκων, επινόησε και επέβαλε, για τους εναπομείναντες «ψευτοχριστιανούς ή κρυπτοαιρετικούς» (κυρίως κρυπτοεβραίους-criptojudios), τις διαβαθμίσεις της εξόντωσης. Οι αθεράπευτα αμετανόητοι αιρετικοί, εκείνοι δηλαδή οι ελάχιστοι που τους περίσσευε το κουράγιο και δεν λύγιζαν ούτε με τα πολυώδυνα βασανιστήρια ούτε όταν ο δήμιος έβαζε φωτιά στο φιτίλι, καταδικάζονταν στην «πυρά», πάει να πει ότι καίγονταν ζωντανοί σε αργή καύση. Οι μερικώς έως ολικώς μετανοημένοι, όσοι λύγιζαν σε κάποια φάση των βασανιστηρίων, «αποτάσσοντας» κατά περίπτωση τον Μωϋσή, τον Μωάμεθ ή τον Λούθηρο, «έχαιραν» βελτιωμένου θανάτου. Ο δήμιος τους στραγγάλιζε ακαριαία, και έτσι καιγόταν, καλόμοιροι, νεκροί. Μάλιστα στο βιβλίο «Τα απόκρυφα της ιεράς εξετάσεως» αναφέρονται περιπτώσεις που απέθνησκε ο μελλοθάνατος πολλές μέρες πριν «Την πράξη της πίστεως» και τότε μην μπορώντας να έχουν αυτό καθ' αυτό το σώμα του αιρετικού έφτιαχναν ομοιώματα (κούκλες) τα οποία έριχναν στην πυρά αντί αυτών. Μιλάμε για «δημόσιες τελετές καύσης», τις λεγόμενες πράξεις πίστης (auto da fe). Οι υπόλοιποι παντός είδους ύποπτοι για αίρεση (πολύ έως λίγο ύποπτοι), όσοι, δηλαδή η πλειονότητα, «μετανοούσαν αυτοβούλως», είτε κατά τη διάρκεια της μυστικής και σαδιστικής ακροαματικής διαδικασίας, είτε κατά την πολύμηνη πλήρη απομόνωσή τους στις φυλακές, αν δεν καταδικάζονταν σε καταναγκαστική κωπηλασία, στις βασιλικές γαλέρες της «ανίκητης αρμάδας», υποχρεώνονταν «να ενδύονται εις το διηνεκές χιτώνιο μολυβδόχρουν ή πορτοκαλόχρουν με ένα κόκκινο σταυρό χαραγμένο χιαστί στο ύψος του στήθους», στη θέα του οποίου εξαφανίζονταν ως διά μαγείας άπαντες οι λοιποί συνάνθρωποι, κατά πως συνέβαινε όταν ακουγόταν και το καμπανάκι των (πραγματικών) λεπρών. Εξυπακούεται ότι τα «μιάσματα» αυτά εφ' όρου ζωής υφίστατο απερίγραπτη κοινωνική απομόνωση και οικονομική εξαθλίωση, δημεύονταν οι περιουσίες τους και κανείς δεν τους έδινε δουλειά, διότι οιαδήποτε εκδήλωση ανθρωπιάς και αλληλεγγύης απέναντι τους επέφερε εξ ορισμού τις υποψίες της Ιεράς Εξετάσεως. Το βασανιστήριο της λιμοκτονίας και του ζωντανού-νεκρού το είχαν επιλέξει, αυτοβούλως, οι ίδιοι. Ας πρόσεχαν! Η Ιερά Εξέταση το είχε καταστήσει σαφές, δεν υπήρχε διέξοδος σωτηρίας για κανέναν αλλόθρησκο. «Μηχανισμός τρόμου και φρίκης», λοιπόν, η Ιερά Εξέταση όπως λένε οι ειδικευμένοι ιστορικοί, άποψη που δικαιώνεται γλαφυρά και από την παροιμία που αναφέραμε Ο δημόσιος και διά της καύσης αφανισμός του αιρετικού προϋπέθετε μια πολύπλοκη, βασανιστικά χρονοβόρα διαδικασία ανακάλυψης, καταγγελίας, φυλάκισης, καταδίκης και τέλος, βασανισμού των αλλοθρήσκων. Αυτήν ακριβώς την διαδικασία ο ιστορικός Μπ. Μπενασάρε (Bennassare) αποκάλεσε παιδαγωγία του τρόμου. Ο τρόμος ήταν προϊόν της άκρας μυστικότητας με την οποία διενεργούνταν ή όλη διαδικασία. Το ιεροδικείο (Santo Officio) το ανώτατο δικαστήριο της Ιεράς Εξετάσεως, (υπήρχαν και άλλα δύο μικρότερης όμως δικαιοδοσίας, το Τοπικό και των Ανακτόρων), εξασφάλιζε την ανωνυμία του ενάγοντος (μυστικός καταδότης ή ανώνυμος συνεργάτης - πληροφοριοδότης, γι' αυτό «δωσίλογος»), ο οποίος συνήθως αράδιαζε ασύστολα ψέματα και εκτόξευε ασύστατες κατηγορίες, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να αμειφθεί με το μπόνους του «υπεράνω υποψίας», προνόμιο όμως μόνο του Πάπα και του Βασιλιά. Έτσι ανά πάσα στιγμή πάραυτα κρινόταν ως «ύποπτος ενοχής» όποιος παραβίαζε τους όρους του κανονισμού της πίστης. Για το Ιεροδικείο αξία είχε η κατηγορία καθ' εαυτή και όχι η εγκυρότητά της. Ο κατηγορούμενος από την πλευρά του αγνοούσε παντελώς το περιεχόμενο της κατηγορίας και καλούνταν να απολογηθεί στα τυφλά. Και επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να αθωωθεί, κατέθετε, συνήθως κατά φαντασία, πταίσματα που δεν είχε διαπράξει, για να ελαφρύνει την θέση του. Η Ιερά Εξέταση δεν λάθευε ποτέ, εφόσον οι στάχτες του, ενδεχομένως αθώου, θύματος, καθαγιάζονταν. Έπειτα ο αιρετικός φυλακιζόταν όχι στην δημόσια, αλλά σε ειδική φυλακή που ονομαζόταν μυστική, διότι κανείς θνητός δεν ήξερε μετά βεβαιότητας τι διαμειβόταν εκεί μέσα. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε πλήρη και διαρκή απομόνωση, αλλά κάτω από ανθρώπινες συνθήκες, διότι η Εκκλησία είναι εύσπλαχνη. Τώρα βέβαια εκεί μέσα πόσοι ακριβώς τρελάθηκαν, ψάχνουν ακόμη να το μάθουν οι ιστορικοί. Μετά άρχιζε το δικαστικό μέρος. Το περιβόητο Εγκόλπιο του καλού Ιεροεξεταστή όριζε επακριβώς πως θα μιλούσε ο δικαστής (με βαρύ αυστηρό, αργό τόνο), που θα καθόταν (σε υψηλό, μεγαλειώδες βήμα), πως θα κοίταγε τον κατηγορούμενο (βλέμμα απλανές και αυστηρό). Το Εγκόλπιο καθιστούσε απολύτως σαφές ότι «αποκλειόταν η κατ' αντιπαράθεση εξέταση των μαρτύρων, διότι όταν υπάρχει αντιπαράθεση δεν υπάρχει μυστικότητα και όταν δεν υπάρχει μυστικότητα δεν προκαλείται τρόμος και όταν δεν προκαλείται τρόμος δεν παραδειγματίζεται αποτελεσματικά ο λαός»! Αν και κατά την δίκη με συνήγορο της αρεσκείας του Ιεροδικείου δεν απεσπάτο η ομολογία, τότε ο ιεροεξεταστής έδινε εντολή να εισέλθει ο δήμιος.
ΠΗΓΗ:
Εφημ. «Ελευθεροτυπία», 1 Φεβρ. 2001,
περ. «Ιστορικά»
|
Δημιουργία αρχείου: 27-10-2004.
Τελευταία ενημέρωση: 27-10-2004.