Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας. Μέρος 2ο * Το "είναι" τής Εκκλησίας και η "οντολογία τής σχέσεως" στην Ιεραποστολή * Ο ξεχασμένος στόχος τής Χριστιανικής Οδού * Όνειρα Ιεραποστολής. Όνειρα ονειροπόλου ρεαλιστού μη φαντασιόπληκτου αντιρομαντικού
Μέρος 1ο Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας (1968) Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 332-341. Αρχική πηγή: Ραδιοφωνική ομιλία 8. 6. 68, (παραμονή της Πεντηκοστής): Α΄ Εβδομάδα Εξωτερικής Ιεραποστολής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι βασικές ιδέες της ομιλίας αυτής είναι τμήμα διαλέξεως που έγινε στην ΣΤ΄ Συνέλευση του Παγκοσμίου Οργανισμού Νεολαίας «Σύνδεσμος», Punkaharju Φινλανδίας, Ιούλιος 1964. Δημοσιεύθηκε (μαζί με τα υπ’ αριθμ. 2, 3, 4) το 1971 από το Γραφείο Εξωτερικής Ιεραποστολής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σε ενιαίο τεύχος με τίτλο «Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σημαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας», το οποίο κυκλοφόρησε σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα. |
Το πρόβλημα της Ορθόδοξης εξωτερικής Ιεραποστολής έχει πια τεθεί επίσημα στο πρόγραμμα της Εκκλησίας της Ελλάδος και κάθε χρόνο οργανώνεται σε όλη τη χώρα ειδική «Εβδομάδα Εξωτερικής Ιεραποστολής», Είναι όμως ρεαλιστικό να σκεπτόμαστε σήμερα για μια τέτοια προσπάθεια; Το ερώτημα αυτό, το οποίο εκ πρώτης όψεως παρουσιάζεται τόσο σοβαρό και νηφάλιο, όταν διερευνηθεί προσεκτικότερα με το φως της Ορθόδοξης παραδόσεως και με βάση τον λογισμό της Αγίας Γραφής, αντιστρέφεται: Είναι δυνατόν σήμερα για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος να μη σκέπτεται για Ιεραποστολή; Λόγοι ιστορικοί, εξωτερικοί, ανάγκασαν κατά τους τελευταίους αιώνες τους Ορθοδόξους να αποσύρονται «εις τα ίδια», για τη διατήρηση της πίστεώς τους, και να δημιουργούν κλειστούς τοπικούς κύκλους. Η τακτική αυτή, δικαιολογημένη, ίσως επιβεβλημένη σε πολλές περιπτώσεις, ήταν φυσικό να οδηγήσει σ’ έναν κίνδυνο, σε μια τάση απομονωτισμού και θρησκευτικού επαρχιωτισμού. Είναι όμως σαφές, σήμερα, ότι η παράταση της αδιαφορίας και ακινησίας στον τομέα της οικουμενικής Ιεραποστολής σημαίνει άρνηση της ίδιας της Ορθοδοξίας. Ίσως η φράση αυτή να φαίνεται εκ πρώτης όψεως υπερβολική. Αλλά, ας μας επιτραπεί να προχωρήσουμε πιο αναλυτικά σε τέσσερις απ' τις πολλές πλευρές του θέματος, με βάση όχι γενικά, πολιτιστικά, θρησκειολογικά η κοινωνικά κριτήρια, αλλά κυρίως τον Ορθόδοξο θεολογικό στοχασμό.
Α' Το πρώτο που έχει να υπενθυμίσει κανείς είναι ότι η Οικουμενικότητα και Αποστολικότητα αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας. «Πιστεύω εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν… » επαναλαμβάνουμε αδιάκοπα στις λατρευτικές μας συνάξεις. Το θεωρούμε αυτονόητο και το επικαλούμεθα συνεχώς στις περί Εκκλησίας συζητήσεις μας. Όταν όμως έτσι είναι το πράγμα, πώς μπορούμε κληρικοί ή λαϊκοί να σκεπτόμαστε, να κρίνουμε και ν’ αποφασίζουμε με κριτήριο τη δική μας μόνο ενορία, τη δική μας μόνο επαρχία, τις δικές μας μόνο ανάγκες; Η ολική θέα της Μιας Εκκλησίας και το σύνολο των προβλημάτων της πρέπει να βρίσκονται αδιάκοπα μπροστά μας και να αποτελούν το κριτήριο των πόθων και ενεργειών μας. Η εγωιστική απορρόφηση από τις ατομικές και τοπικές ανάγκες, η αδιαφορία για τις ζωτικότερες των άλλων, θα έδειχνε ότι η πίστη μας στη «Μία Εκκλησία» είναι απλώς σχήμα λόγου. Όταν λέμε «η Εκκλησία μας», είμαστε υποχρεωμένοι, αν ειλικρινά θέλουμε να ζούμε Ορθόδοξα, να σκεπτόμαστε την «από περάτων έως περάτων της οικουμένης» Εκκλησία, την οποία μνημονεύουμε κατά την τέλεση της Θείας ευχαριστίας (Λειτουργία του Μ. Βασιλείου). Δεν υπάρχουν διαφορετικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά Μία Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησία που υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Ελλάδα, στη Ρουμανία, στη Ρωσία, στην Ουγκάντα, στην Ιαπωνία., κ. ο. κ., σύμφωνα με τη βιβλική έκφραση του Αποστόλου: «τη Εκκλησία τη ούση εν Κορίνθω» (Α' Κορινθίους 1:2 και Β΄ Κορινθίους 1:1). Η Ορθοδοξία δεν είναι μια συνομοσπονδία Εκκλησιών, αλλά η «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», στην οποία ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη συνέχιση του απολυτρωτικού Του έργου, της σωτηρίας του «σύμπαντος κόσμου», σε όλα τα γεωγραφικά και πνευματικά μήκη και πλάτη της γης. Η Εκκλησία είναι Αποστολική, όχι απλώς και μόνο με την έννοια της Αποστολικής διαδοχής, αλλ' ακόμη και διότι διατηρεί το Αποστολικό πνεύμα και την Αποστολική φλόγα και λαχτάρα να κηρύξει το ευαγγέλιο «πάση τη κτίσει» (Μάρκος 16:15). Η συναίσθηση ότι το σχέδιο του Θεού είναι η σωτηρία ολόκληρου του κόσμου, αναγκάζει τον πιστό να σπάζει αδιάκοπα τα δεσμά της κλειστής τοπικής νοοτροπίας του και να ζει με το όραμα και τον πόθο της «ανακεφαλαιώσεως των πάντων εν τω Χριστώ» (Εφεσίους 1:10)· έναν πόθο βαθύ, που δεν είναι δυνατόν να μένει στην επιφάνεια των αισθημάτων και προσδοκιών, αλλά εκφράζεται ως εργώδης συμμετοχή ενός ζωντανού κυττάρου στη συνεχή αύξηση του Μυστικού Σώματος του Χριστού στις οικουμενικές του διαστάσεις. Το θέμα λοιπόν της παγκόσμιας Ιεραποστολής για τον Ορθόδοξο δεν είναι τίποτε άλλο παρά άμεση συνέπεια κεντρικού άρθρου του "πιστεύω" του, βασικό στοιχείο της αντιλήψεώς του περί Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν τη συνέπεια, η Ορθοδοξία του καθίσταται προβληματική.
Β΄ Το δεύτερο σημείο είναι ότι αδυνατεί κανείς να σκεφθεί τη γνήσια Ορθοδοξία χωρίς έντονη βίωση της οικουμενικής Ιεραποστολής, γιατί είναι αδύνατον να νοηθεί Ορθοδοξία που δεν έχει ως κέντρο της την ανάσταση του Κυρίου. Ανάσταση δε και οικουμενική Ιεραποστολή συνδέονται στενότατα. Η εντολή «πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη… » (Ματθαίος 28:19· Πράξεις 1:8 και 15:8), συνυφαίνεται με τον θρίαμβο του Κυρίου, που Του δόθηκε «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθαίος 28:18) και ο οποίος πρέπει να κηρυχθεί «πάσι τοις έθνεσι», «πάση τη κτίσει» (Μάρκος 16:15). Προ της αναστάσεως, προ της ολοκληρώσεως του έργου της σωτηρίας, δεν επιτρέπεται στους μαθητές να υπερβούν τα σύνορα του Ισραήλ: «Εις οδόν εθνών μη απέλθητε και εις πόλιν Σαμαρειτών μη εισέλθητε» (Ματθαίος 10:5), τους παραγγέλλει ο Ιησούς. Μετά όμως από την ανάσταση, δεν τους επιτρέπεται πια να περιορίσουν το κήρυγμά τους μέσα στα σύνορα αυτά: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Η ανάσταση του Κυρίου είναι η αφετηρία για την επέκταση της Αποστολής από τον Ισραήλ στην οικουμένη. Όσοι εξακολουθούν να κινούνται αποκλειστικά στα σύνορα του Ισραήλ -του νέου, έστω, Ισραήλ, της χάριτος, της εγκατεστημένης Εκκλησίας- είναι σαν να επιμένουν να ζουν στις ημέρες… προ της αναστάσεως. Όλη η υμνολογία της αναστάσεως, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Ορθόδοξης λατρείας, κινείται μέσα σ’ αυτήν την προοπτική της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου· δονείται από την οικουμενική λύτρωση και τις Ιεραποστολικές συνέπειες του γεγονότος. Ο γνωστός αναστάσιμος ύμνος του όρθρου της Κυριακής ψάλλει: Δεύτε πάντα τα έθνη, γνώτε του φριχτού μυστηρίου την δυναμιν, Χριστός γαρ ο Σωτηρ ημών, ο εν αρχή Λόγος, εσταυρώθη δι' ημάς, και εκών ετάφη· και ανέστη εκ νεκρών, του σώσαι τα σύμπαντα. Αυτόν προσκυνήσωμεν. Διερωτάται λοιπόν κανείς, πώς είναι δυνατόν να σκεπτόμαστε, να ψάλλουμε, να ζούμε τόσο έντονα την Ανάσταση, και να παραμένουμε νωθροί στην κλήση της οικουμενικής Ιεραποστολής; Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει μια αναστάσιμη Ορθόδοξη προοπτική, απ’ την οποία λείπει η συνείδηση του χρέους του πιστού να κηρυχθεί ο θρίαμβος του Χριστού, η λύτρωση της ανθρώπινης φύσεως «εις πάντα τα έθνη», «πάση τη κτίσει»;
Γ΄ Και ένα τρίτο σημείο. Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για την «Ορθόδοξη πνευματικότητα», που πρέπει με κάθε θυσία να διατηρηθεί στον Ελληνικό χώρο. Η υπαρξιακή κατάφαση στην παραγγελία του Κυρίου «μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν» (Ιωάν. 15:4), «εάν τας εντολάς μου τηρήσητε μενείτε εν τη αγάπη μου» (Ιωάν. 15:10) δεν παύει να αναγνωρίζεται ως κεντρικός στόχος της Ορθόδοξης πνευματικής ζωής. Ζούμε όμως «εν Χριστώ» σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε, θέλουμε όπως Εκείνος· σημαίνει ότι έχουμε «νουν Χριστού» (Α' Κορινθίους 2:16), σπλάχνα Ιησού Χριστού. Πώς όμως βλέπει τον κόσμο ο Κύριος; Μήπως το ενδιαφέρον Του περιορίζεται στην πόλη μας, στο έθνος μας, στον λεγόμενο Χριστιανικό κόσμο; Δεν δημιούργησε Αυτός «εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων»; (Πράξεις 17:26). Δεν θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αλήθειας ελθείν»; (Α' Τιμ. 2:4). Αδιαφορεί για τα εκατομμύρια των ανθρώπων που ζουν «ξένοι των διαθηκών της επαγγελίας, ελπίδα μη έχοντες και άθεοι εν τω κόσμω»; (Εφεσίους 2:12). Εφόσον λοιπόν ο Κύριος δεν μένει αδιάφορος σ’ αυτό το δράμα της ανθρωπότητος, πώς είναι δυνατόν να μείνουμε εμείς απαθείς αν πράγματι ζούμε «εν Χριστώ»; Τι είδους Ορθόδοξη πνευματικότητα μπορεί να ανθίσει χωρίς αυτό τον πόνο, χωρίς αυτό το έδαφος της καθολικότητας της Εκκλησίας μας; Ο Απόστολος Παύλος, ο ιδρυτής της Εκκλησίας στην Ελλάδα, όταν γνώρισε τον αναστάντα Χριστό, αποσύρθηκε για μια μεγάλη χρονική περίοδο στην έρημο της Άραβίας· μετά όμως απ' αυτή την προπαρασκευή, δεν έμεινε σ’ έναν τόπο να Τον συλλογίζεται ή να Τον υμνεί. Ήταν τόσο συνταρακτική η γνωριμία του με τον ζώντα Κύριο, ώστε αδιάκοπα τον ωθούσε σε νέες περιοχές, σε νέα περιβάλλοντα. «Εάν γαρ ευαγγελίζωμαι, ουκ εστί μοι καύχημα· ανάγκη γαρ μοι επικειται· ουαί δε μοι εστίν εάν μη ευαγγελίζωμαι» (Α' Κορινθίους 9:16). Το πάθος του αυτό για την Ιεραποστολή στα έθνη δεν στηριζόταν στην ψευδαίσθηση ότι είχε τελειώσει η Ιεραποστολική εργασία στον Ισραήλ. Απλούστατα γνώριζε ότι το «μυστήριον του Χριστού» (Εφεσίους 3: 3-4) είναι να γίνουν τα έθνη «συγκληρονόμα και σύσσωμα και συμμέτοχα της επαγγελίας αυτού εν τω Χριστώ δια του ευαγγελίου» (Εφεσίους 3:6) και ένιωθε ότι ήταν οφειλέτης «Έλλησί τε και βαρβάροις, σοφοίς τε και ανοήτοις» (Ρωμαίους 1:14)· οφειλέτης να δώσει το ανεκτίμητο που είχε λάβει: τη ζωντανή πείρα του αναστάντος Κυρίου, το «ζην εν Χριστώ Ιησού». Η αδιάκοπη αυτή βίωση εν τω Χριστώ, το «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2:20), ήταν το κέντρο της πνευματικότητας του Αποστόλου Παύλου. Και παραμένει το κέντρο και κριτήριο της Ορθόδοξης πνευματικότητος, σύμφωνα με τη μακραίωνη Ορθόδοξη παράδοση.
Δ' Όσο για τα εσωτερικά προβλήματα, που αδιάκοπα μερικοί επικαλούνται, περιορίζομαι μόνο να υπενθυμίσω ότι η Εκκλησία ποτέ δεν έπαψε να έχει εσωτερικές αναστατώσεις — και ούτε φαίνεται ότι θα πάψει. Όταν οι Απόστολοι κατευθύνθηκαν προς τα «έθνη», δηλαδή προς τους προγόνους μας, τα προβλήματα της Εκκλησίας της Παλαιστίνης δεν είχαν καθόλου λυθεί. Όταν ο Μέγας Αθανάσιος ενδιαφέρθηκε για τον εκχριστιανισμό των Αιθιόπων, ο Χρυσόστομος για τη Φοινίκη και τόσες άλλες περιοχές, οι Μεθόδιος, Κύριλλος και Φώτιος για τον εκχριστιανισμό του σλαβικού κόσμου, τεράστια εσωτερικά προβλήματα συντάραζαν την Εκκλησία. Εντούτοις αυτά δεν τους εμπόδισαν να δείξουν προσωπική ενεργητικότητα για τον εκχριστιανισμό των άλλων χωρών. Το ενδιαφέρον για την εξωτερική Ιεραποστολή δεν στηρίζεται στην έλλειψη αναγκών στο εσωτερικό, αλλά στην άμεση βεβαιότητα ότι χωρίς αυτό το στοιχείο είναι αδύνατον να βιωθεί αυθεντικά η Χριστιανική ζωή. Ιεραποστολική συνείδηση σημαίνει συντονισμός της ψυχής με το πνεύμα των Αποστόλων και των Αγίων, με τον «νουν Χριστού», για να μείνουμε αληθινά «εν αυτώ». Το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, πολύ περισσότερο δεν είναι είδος εκκλησιαστικής «πολυτέλειας», είναι υπαρξιακό. Δεν πρόκειται απλώς για ένα καθήκον. Αλλά για κάτι εσωτερικότερο, μυστικότερο, που απορρέει από τις λέξεις του Κυρίου: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. 14:15), «πάντα όσα ενετειλάμην υμίν» (Ματθαίος 28:20). Ιδιαίτερα την τελευταία εντολή, που επισφραγίζει το ευαγγέλιο: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Η Ιεραποστολή λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αδήριτη εσωτερική ανάγκη για κάθε πιστό, πολύ δε περισσότερο για την Εκκλησία. Νά γιατί τονίσθηκε στην αρχή, ότι περαιτέρω αδιαφορία και ακινησία στον τομέα της οικουμενικής Ιεραποστολής σημαίνει άρνηση της ίδιας της Ορθοδοξίας.
Ε' Τέλος, το γεγονός της Πεντηκοστής, η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας, μιλάει αδιάκοπα για την Ιεραποστολική, οικουμενική διάστασή της. Το χαρακτηριστικότερο σημείο της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος είναι ότι «ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ' ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι» (Πράξεις 2:3-4). Με αυτό τον πύρινο τρόπο έπεφταν όλα τα εθνικιστικά και γλωσσικά φράγματα και διακηρυσσόταν ότι ο ορίζοντας του Χριστιανικού κηρύγματος δεν ήταν η Ιουδαία, αλλά ο κόσμος ολόκληρος. Το γεγονός της Πεντηκοστής αποκαλύπτει με μεγαλειώδη τρόπο τον οικουμενικό χαρακτήρα της Εκκλησίας. Απ' αυτά τα λίγα, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τί φοβερή αντινομία αποτελεί αφενός μεν η Ορθόδοξη Εκκλησία να επιμένει να χαρακτηρίζεται ως η κατεξοχήν Εκκλησία της Πεντηκοστής και αφετέρου να μένει κλεισμένη στα δώματα των φόβων και των δισταγμών για την οικουμενική της ευθύνη, και στην πράξη της να υιοθετεί μια τοπικιστική, επαρχιώτικη τακτική. Μια Εκκλησία, η οποία πρακτικώς αρνείται τις αμεσότερες συνέπειες της αναστάσεως και της Πεντηκοστής, πώς μπορεί να γίνει πιστευτή ότι είναι Ορθόδοξη; Γι' αυτό ακριβώς, το εκ πρώτης όψεως ρεαλιστικό ερώτημα: «Μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος να σκέπτεται σήμερα για εξωτερική Ιεραποστολή;» αντιστρέφεται αδυσώπητα, για οποίον θέλει να σκέπτεται με Ορθόδοξα κριτήρια, στο ερώτημα-απάντηση: «Είναι δυνατόν η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος να μη σκέπτεται την εξωτερική Ιεραποστολή;». |
Δημιουργία αρχείου: 30-6-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 14-7-2018.