Ο πολιτικός Καποδίστριας, μάρτυρας της Ρωμηοσύνης * Η πολιτική και Εκκλησιαστική κατάσταση στην Ελλάδα κατά τη Βαυαροκρατία * Η κατάρα της Βαυαροκρατίας στην Ελλαδική Εκκλησία * Οι πληγές τού Δυτικού Διαφωτισμού στη νεόκοπη Ελλάδα τού 19ου αιώνα
Ιωάννης Καποδίστριας: Η δολοφονία του και η αντίδραση του Κολοκοτρώνη Γιάννης Θ. Διαμαντής
Πηγή: Το Βήμα 27.09.2024. Αναδημοσίευση από: https://www.tovima.gr |
Η δολοφονία του Καποδίστρια (πίνακας του Διονύσιου Τσόκου)
Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και όσα ακολούθησαν Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας με τεράστια προσφορά στον αγώνα της για ελευθερία και ανεξαρτησία δολοφονείται στο Ναύπλιο, από τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Γράφει ο Κώστας Καιροφύλας στο «Ελεύθερον Βήμα» της 25ης Σεπτεμβρίου 1931. «Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1831 ο Καποδίστριας εκάθησε να γράψη εις τον φίλο του και μεγάλον φιλέλληνα Εϋνάρδο. Η ψυχή του θα ήταν αναμφιβόλως πλημμυρισμένη από στιγμιαίαν απογοήτευσιν, αλλά μ’ όλα ταύτα το γράμμα του είνε γεμάτο ανδρισμό πατριωτικό και δείχνει τον αληθινό Καποδίστρια: »Ούτε ο φόβος των ραδιουργιών, ούτε τα γραφόμενα εις τας εφημερίδας θα με κάμουν να λοξοδρομήσω από το δρόμο που εχάραξα. Ας γράφουν, ας λέγουν ό,τι θέλουν, αλλ’ εις το τέλος οι άνθρωποι δεν κρίνονται απ’ όσα εναντίον των γράφονται ή λέγονται, αλλ’ από τη μαρτυρία αυτών τούτων των πράξεών των. Ενισχυμένος από την πεποίθησιν αυτή, έζησα εις τον κόσμο με αυτάς τας αρχάς έως τώρα και τα κατάφερα καλά. Είνε λοιπόν αδύνατο τη στιγμή αυτή ν’ αλλάξω δρόμο. Θα κάμω το καθήκον μου κι’ ας γίνη ό,τι θέλει!» »Το άλλο πρωί ενωρίς, κατά τη συνήθειά του, βγήκε για να πάη να λειτουργηθή εις την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Απέξω τον περίμεναν οι δύο Μαυρομιχαλαίοι, Κωνσταντίνος και Γεώργιος. Ρίχθηκαν κατεπάνω του και ο ένας τον κτύπησε με το πιστόλι εις το κεφάλι, ενώ ο άλλος έχωνε στην κοιλιά του το μαχαίρι του. Σωριάσθηκε νεκρός χωρίς να προφέρη λέξιν. »Η πατρίδα έχανε τον αναδημιουργό της, το εξοχώτερο τέκνο της, το μεγάλο κυβερνήτη της. »Οι Μαυρομιχαλαίοι υπήρξαν τα χέρια που εξετέλεσαν το έγκλημα. Άλλοι ήσαν οι ηθικοί, οι πραγματικοί δολοφόνοι. Ήσαν εκείνοι που εζήλευαν το έργο του, που υπενόμευσαν την πατριωτική του δράσιν από εγωπάθεια ή από ποταπό υπολογισμό συμφεροντολογικό. Ίσως οι Μαυρομιχαλαίοι, οι οποίοι επλήρωσαν με τη ζωή των το έγκλημα, να είνε οι ολιγώτερον ένοχοι. Αυτοί τουλάχιστον είχαν μια δικαιολογία, τη φυλάκισιν του πατέρα των, την οποίαν εξεμεταλλεύθησαν οι εχθροί του Καποδίστρια για να τους σπρώξουν εις το έγκλημα. Τον Καποδίστρια εδολοφόνησεν η ξένη διπλωματία, μερικοί κοτζαμπάσηδες και γραμματισμένοι. Ο λαός τον ελάτρευε και δεν τον βαρύνει διόλου το έγκλημα αυτό».
Η αντίδραση του Κολοκοτρώνη Στην αφήγηση του Σπύρου Μελλά για τη ζωή του Κολοκοτρώνη, η οποία βασίζεται στα απομνημονεύματα του Γέρου του Μωριά και δημοσιεύτηκε στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» το 1931, βρίσκουμε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για όσα ακολούθησαν τη δολοφονία του και τη στάση που κράτησε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. «Ο Κολοκοτρώνης ήταν στην Τριπολιτσά, όταν έγινε η δολοφονία του Καποδίστρια. Έκλαψε ειλικρινά το φίλο του. Η Γερουσία, σ’ έκτακτη σύνοδο, αποφάσισε να διορίση κυβέρνησι από τρία μέλη: »Από τον Αυγουστίνο, αδερφό του κυβερνήτη, από τον Κολοκοτρώνη και τον Κωλέττη. Ο Αυγουστίνος δήλωσε ότι αν δεν δεχθή ο Γέρος δε δέχεται ούτε αυτός. Έστειλαν ταχυδρόμο στον Κολοκοτρώνη να του δώσουν είδησι. Ο Γέρος δίσταζε. “Δεν ήξερα -γράφει στην αυτοβιογραφία του- ούτε που θενά τραβήξω, ούτε τι να κάμω, ούτε ήξερα τι εγίνετο στο Ανάπλι” Επήγε στον έπαρχο Καρόρη κι έστειλε διαταγές να μαζωχθούν στρατεύματα. Ήταν Κυριακή βράδυ. Κράτησε την είδησι μυστική από το λαό. Τη Δευτέρα πρωΐ έλαβε νεώτερες ειδήσεις, με λεπτομέρειες. »Μα τώμαθε τώρα ο λαός. Οι πολίτες απομένουν σα νεκροί. Άφηκαν τα μαγαζιά τους, τ’ αργαστήρια τους και της δουλειές τους και περπάταγαν στους δόμους σαν τρελλοί. »Ο Κολοκοτρώνης, αφού έγραψε σ’ όλες της επαρχίες του Μωρηά, να μείνουν οι έπαρχοι στης θέσεις τους και ο λαός ήσυχος, γιατί διωρίστηκε καινούργια κυβέρνησι, πρόσταξε τους προεστούς της Τριπολιτσάς να βάλουν τελάληδες, να διαβάσουν και στο λαό τούτης της πολιτείας τα γράμματά του. »Ύστερα σύναξε τους πολίτες στο σχολείο και τους μίλησε μια ώρα. Αφού τους είπες να φυλάξουν την τάξι σαν τα μάτια τους τώρα που θα κατέβαινε στο Ναύπλιο, τους διηγήθηκε ένα παραμύθι αράπικο: Αποφάσισαν κάποτε τα γαϊδούρια, νομίζοντας πως μ’ αυτό τον τρόπο θα γλύττωναν από τη δουλειά, να σκοτώσουν το σαμαρτζή, ώστε οι άνθρωποι, μη έχοντας σαμάρια, να μην τα φορτώνουν πια. Το είπαν και τώκαμαν. Τότε οι άνθρωποι προσκάλεσαν τον κάλφα του σαμαρτζή και του παράγγειλαν να φτιάξη σαμάρια. Και τα δυστυχισμένα τα γαϊδούρια όχι δούλευαν μονάχα, πάλι, σαν και πριν, μα είχανε τώρα και πλήγες στη ράχι, γιατί ο κάλφας, ανήξερος, έκανε τα σαμάρια στραβά. Και τότες τα γαϊδούρια θυμήθηκαν τον σαμαρτζή, μα ήταν αργά πια. »Ο μύθος αυτός του Γέρου, γεμάτος απαισιοδοξία, εξηγεί και τη στάσι του σ’ όλη την περίοδο του Καποδίστρια. Παράβλεπε τα λάθη, γιατί φοβότανε χειρότερα. Και προτιμούσε να τον ειδοποιή κάθε φορά για της διάφορες παρατιμονιές, παρά να του κάμνη αντιπολίτευσι. »Άφησε στην Τριπολιτσά εκατό καβαλλαρέους για τάξι. Κι αυτός μ’ άλλους εκατόν πενήντα κατέβηκε στο Ναύπλιο. Ο λαός γύρεψε ν’ ανοίξουν την πόρτα του κάστρου, να πάη να τον προαπαντήση. »Άνδρες, γυναίκες, παιδιά τρέξανε να τον δεχτούνε. Οι άνδρες ήταν, οι περισσότεροι, αρματωμένοι. Άλλοι κλαίγανε, άλλοι φώναζαν, άλλοι φίλαγαν τ’ άλογό του κι’ άλλοι τούκαναν παράπονα. – Ησυχία! Αυτό έλεγε σ’ όλους. Τον πήγαν ως το κατάλυμά του. Και βουίζαν από κάτω. Βγήκε να τους πη δυό λόγια: – Έλληνες! Πηγαίνετε στα σπίτια σας. Μην έχετε κανένα φόβο και του Θεού η δύναμι θα τα οικονομήση όλα. Επήγε στο σπίτι του Αυγουστίνου, να τον παρηγορήση. – Στο λαιμό σου κραίμομαι κι εγώ και το έθνος, του είπε ο αδερφός του κυβερνήτη. Κάμε ό,τι νομίζεις. Γύρισε στο κατάλυμά του. Φώναξε το φρούραρχο Αλμέιδα. – Να βγάλης ντελάληδες να καθίση ο καθένας ήσυχος στο σπίτι του και να βγάλουν τ’ άρματα όλοι. Κι αν ορκιστήτε στη νέα κυβέρνησι ώς που να ιδούμε πού θα καταλήξουν τα πράγματα».
Απόλυτη μοναρχία Τα πράγματα πάντως δεν εξελίχθηκαν όπως θα ήθελε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καθώς νέες εμφύλιες συγκρούσεις ξέσπασαν μεταξύ των Ελλήνων. Τελικά, ύστερα από υπόδειξη των τριών προστάτιδων δυνάμεων, την εξουσία στην Ελλάδα ανέλαβε ο δευτερότοκος γιος του μέλλοντα βασιλιά της Βαυαρίας, Όθωνας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νίκος Σβορώνος (Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976, σ 73 και 79): «Η αναρχία που ακολούθησε (τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια) επέτρεψε στις τρεις “προστάτιδες” δυνάμεις να επιβάλουν την απόλυτη μοναρχία». |
Δημιουργία αρχείου: 28-9-2024.
Τελευταία μορφοποίηση: 28-9-2024.