Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Ερμηνεία Αγίας Γραφής * Αποδείξεις αξιοπιστίας * Πέντε επιχειρήματα που δείχνουν ότι ο Ιησούς Χριστός πράγματι σταυρώθηκε * Μπορεί να αμφισβητηθεί πλέον η ιστορικότητα του Ιησού; * Η αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής * Αξιοπιστία Αποστολικών μαρτυριών * Ιησούς Χριστός και μυθικά αρχέτυπα * Περιεχόμενα και Εισαγωγή στο ψευδοντοκιμαντέρ Ζeitgeist * Τα Συνοπτικά Ευαγγέλια, η «Πηγή των Λογίων» (ή αλλιώς, πηγή «Q») * Οι απόστολοι που θυσιάστηκαν για την πίστη τους * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Η τεκμηρίωση τής Ανάστασης τού Χριστού από την ιστορία τής αποκάλυψης τού δόγματος τής Ανάστασης * Βιβλική κριτική από την αρχαιότητα ως σήμερα

Η «Τρίτη Αναζήτηση»

του Ιστορικού Ιησού

Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος

Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α. Π. Θ.

 

Πηγή: Δελτίο Βιβλικών Μελετών Τόμος 21ος-22ος, Ιανουάριος 2002 - Δεκέμβριος 2003, σελ. 117-130.

 

Στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρείται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος των βιβλικών ερευνητών για τον ιστορικό Ιησού, που απηχείται στην εκρηκτική αύξηση της σχετικής βιβλιογραφικής παραγωγής.

Η παλαιότερη έρευνα, από τον Reimarus και εξής, θεωρείται ως η παλαιά φάση της έρευνας (από το 1778 ως τις αρχές του 20ού αιώνα). Εάν ο R. Bultmann αποτελεί σταθμό με την άποψή του ότι δεν είναι δυνατή η οποιαδήποτε γνώση μας για τον ιστορικό Ιησού πέρα από την πίστη της πρώτης Εκκλησίας και εάν με το άρθρο του διάσημου εκ των μαθητών του, Ε. Käsermann, το 1954 «Das Problem des historischen Jesus»1 σηματοδοτείται αυτό που ονομάστηκε «Η νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού», τότε η αναθέρμανση του ενδιαφέροντος για το θέμα αυτό από τη δεκαετία του 1980 και εξής καλώς ονομάζεται από πολλούς ως «η τρίτη αναζήτηση». Πριν φθάσουμε όμως σ' αυτήν, ας δούμε εν είδει εισαγωγής με πολλή συντομία τις δύο προηγούμενες φάσεις.

I

Από την εποχή του Διαφωτισμού στην Ευρώπη, στα μέσα του 17ου αιώνα και εξής, αρχίζει να τίθεται το θέμα της ιστορικής αξιοπιστίας των πηγών της Χριστιανικής πίστης. Οι αντιλήψεις που επικράτησαν τότε τόσο στο χώρο των φυσικών επιστημών όσο και στο χώρο των ανθρωπιστικών, και που ήδη είχαν αρχίσει να προβάλλουν και να προβάλλονται από την προηγηθείσα εποχή της αναγέννησης (15ος αιώνας), σηματοδότησαν μια νέα εποχή στη Δύση για το τι είναι ιστορία, ποιος ο χαρακτήρας του ιστορικού παρελθόντος και ποια η σχέση του (συνέχεια ή ασυνέχεια;) με το παρόν2. Έτσι, μια νέα αντίληψη για την ιστορία άρχισε να επικρατεί, κατά την οποία από τη μια μεριά τονίστηκε η «διαφορετικότητα» του παρελθόντος από το παρόν, και από την άλλη εφαρμόστηκε αυτή η νέα αντίληψη στην περιοχή της γλώσσας των κειμένων που μας κληροδότησε το παρελθόν. Τα κείμενα άρχισαν να μελετώνται στη γλώσσα της αρχικής συγγραφής τους με τους δικούς τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Για να αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα από την περιοχή των βιβλικών επιστημών, αναγνωρίστηκε ότι πίσω και πριν από τη λατινική Βουλγάτα βρίσκεται η Εβραϊκή και η Ελληνική γλώσσα, πράγμα που οδήγησε στην έκδοση της Ελληνικής Καινής Διαθήκης από τον Έρασμο το 1516, για να ακολουθήσουν κατόπιν συνεχείς επανεκδόσεις και δη κριτικές εκδόσεις με βάση όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό χειρογράφων.

Μέσα στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεων γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στον Ιησού της ιστορίας, όσο είναι δυνατό να σκιαγραφηθεί μέσα από τις πηγές, και στον Ιησού της πίστης, όπως εκφράστηκε στην μετα-αναστάσιμη πίστη της Εκκλησίας με όρους δογματικούς. Παράλληλα ξεκινάει μια ολόκληρη σειρά από συγγραφές «Βίων του Ιησού». Ο γνωστός θεολόγος και ανθρωπιστής Albert Schweitzer συγκέντρωσε και ανάλυσε τις μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα βιογραφίες του Ιησού στο έργο-σταθμό για τα θεολογικά γράμματα Die Geschichte der Leben-Jesus-Forschung (αρχές του 20ού αιώνα), που μεταφράστηκε στα Ελληνικά από το ίδρυμα (Άρτος Ζωής» με τον τίτλο: "Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού" (Αθήνα, 1982). Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται «η εποποιία της ευρωπαϊκής διανόησης καθώς αγωνίζεται να συλλάβει το νόημα του προσώπου και του έργου του Ιησού», εφόσον οι διάφοροι συγγραφείς βιογραφίας του 19ου αιώνα, από οποία φιλοσοφική σχολή ή κατεύθυνση κι αν εμπνέονταν, έφτιαχναν κάθε φορά μια εικόνα του Ιησού αποδεσμευμένη από το δόγμα, «όχι με βάση αντικειμενικά δεδομένα, αλλά κατ’ εικόνα και ομοίωση της δίκης τους εποχής», όπως σημειώνει στον πρόλογο της έκδοσης ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης.

Η ποικιλία και πολλαπλότητα των περί Ιησού εικόνων που μας έδωσε η φιλελεύθερη έρευνα του 19ου αιώνα μαρτυρεί και την τελική αποτυχία της για μια αντικειμενική σκιαγράφηση του προσώπου και του έργου του ιστορικού Ιησού.

Ο γνωστός γερμανός ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης R. Bultmann, που άφησε τη σφραγίδα του στη θεολογική έρευνα του 20ού αιώνα, με την άποψή του ότι τα ευαγγέλια μάς οδηγούν πίσω στην πρώτη Εκκλησία, στην πίστη της Ανάστασης, όχι όμως και στον Ιστορικό Ιησού, κλείνει μια εποχή, αλλά συνάμα σηματοδοτεί και την έναρξη μιας νέας αναζήτησης του ιστορικού Ιησού3. Μεταξύ των διακεκριμένων μαθητών του ο Ε. Käsermann, του οποίου μνημονεύσαμε προηγουμένως τη σημαντική μελέτη για τον ιστορικό Ιησού, δεν βλέπει τόσο στεγανή ασυνέχεια μεταξύ του Ιησού της Ιστορίας και του Χριστού της πίστης, υποστηρίζοντας ότι χωρίς τη συνέχεια ανάμεσα στον Ιησού της Ιστορίας και στον Ιησού του Χριστιανικού κηρύγματος η πίστη και το κήρυγμα δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόημα.4

ΙΙ

Σήμερα, και ακριβεστέρα στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, γίνεται λόγος για μεταμοντέρνα προσέγγιση των ευαγγελίων, με χαρακτηριστικές τάσεις τη ρητορική ανάλυση των βιβλικών κειμένων, την αφηγηματολογική ανάλυση, τη μέθοδο της ανταπόκρισης του αναγνώστη (Reader-Response-Criticism), την κοινωνιολογική και την πολιτισμικο-ανθρωπολογική προσέγγιση5. Σε τι μπορούν οι νέες αυτές προσεγγίσεις να βοηθήσουν την αναζήτηση του ιστορικού Ιησού; Ο τίτλος που δίνεται στην έρευνα προς την κατεύθυνση του παραπάνω ερωτήματος, όπως ήδη προηγουμένως σημειώθηκε, είναι «Η τρίτη αναζήτηση του ιστορικού Ιησού». Επειδή τα όσα γράψαμε προηγουμένως αποτελούν μια όσο γίνεται σύντομη εισαγωγή, και επειδή εξ άλλου έχουν γραφεί ορισμένα πράγματα στον τόπο μας γι' αυτές τις φάσεις της έρευνας6, θα αναφερθούμε τώρα σε μερικά γενικά χαρακτηριστικά της «τρίτης αναζήτησης», που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Αντί του «αδιεξόδου»7 στην έρευνα που σημειώθηκε στη δεκαετία του ’70, που βρισκόταν ακόμη υπό την επίδραση του Bultmann, από τη δεκαετία του ’80 αρχίζει να γίνεται λόγος για «αναγέννηση» της έρευνας του ιστορικού Ιησού8, κι ο χαρακτηρισμός της νέας ερευνητικής περιόδου ως «τρίτης αναζήτησης» αρχίζει σιγά - σιγά να επικρατεί.

Αφετηριακή μορφή στην «τρίτη αναζήτηση» Θεωρείται ο Ε. Ρ. Sanders με τα βιβλία του Jesus and Judaism, 1985, The Historical Figure of Jesus, 1993 (και Ελληνική μετάφραση του τελευταίου από τον Γ. Βλάχο, το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, Αθήνα 1998)9. Στην περίοδο αυτή της τρίτης αναζήτησης εντάσσεται και η πολυσυζητημένη ομάδα των 70 περίπου ερευνητών που συγκροτούν το «Σεμινάριο για τον Ιησού» στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ υπό τη διεύθυνση των J. D. Crossan και R. W. Funk10. Τα μέλη του Σεμιναρίου, που κατόπιν ψηφοφορίας αποφασίζουν για το ποια λόγια του Ιησού στα ευαγγέλια είναι γνήσια (περίπου το 20%) και τα τυπώνουν στις εκδόσεις τους με κόκκινα στοιχεία, ενώ τα άλλα με ροζ, γκρι ή μαύρα κατά φθίνοντα βαθμό αξιοπιστίας τους, προσπαθούν, χρησιμοποιώντας ακόμη και τα ΜΜΕ, να προβάλλουν στο κοινό μια εικόνα του Ιησού ως μεσογειακού Ιουδαίου χωρικού, που αντιστοιχεί στον περιοδεύοντα κυνικό ρήτορα του Ελληνορωμαϊκού χώρου, απαλλαγμένου από κάθε ίχνος μελλοντικής εσχατολογίας και με σαφή γνωστικό χαρακτήρα. Έχοντας υπόψη το τελευτάω αυτό χαρακτηριστικό, εξηγεί κανείς εύκολα γιατί θεωρούν ως πέμπτο ευαγγέλιο11 το Γνωστικό Κατά Θωμάν, το οποίο θεωρούν σύγχρονο των τεσσάρων κανονικών, αν μη και προγενέστερό τους.

Αυτές οι απόψεις προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις και έδωσαν αφορμή είτε στην επανάληψη, υπό νέα μορφή, της παλαιότερης άποψης για το ιστορικώς αδύνατον και θεολογικώς αθέμιτον της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού, είτε στον τονισμό της ακαδημαϊκής αναξιοπιστίας των μελών του «Σεμιναρίου για τον Ιησού», είτε στην αμφιβολία εάν οι προσπάθειες των ερευνητών της «τρίτης αναζήτησης» γενικότερα έχουν κάποιες ελπίδες να πετύχουν ή είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος ενός άρθρου του Άγγλου ερευνητή J. Dunn, «Can the third Quest Hope το Succeed?»12, ο οποίος ωστόσο βλέπει πολλά θετικά στην τρίτη αναζήτηση.

Παρά τη δριμεία κριτική των απόψεων ειδικότερα της ομάδας των ερευνητών του Σεμιναρίου ο Αμερικανός καθηγητής John Ρ. Meier επισημαίνει τα ακόλουθα θετικά σημεία στην έρευνα που έχει σημειωθεί κατά την τρίτη αναζήτηση του ιστορικού Ιησού13.

(α) Σε αντίθεση προς τις προηγούμενες φάσεις της έρευνας, που κυριαρχούσαν οι Γερμανοί ευαγγελικοί ερευνητές (κυρίως στα τέλη του 19ου και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα), η τρίτη φάση έχει οικουμενικό και διεθνή χαρακτήρα, εφόσον συγκεντρώνει τόσο καθολικούς όσο και ευαγγελικούς διαφόρων κατευθύνσεων και ομολογιών ερευνητές, αλλά επίσης και Εβραίους επιστήμονες. Ο προαναφερθείς J. Meier στην αρχή του δίτομου έργου του A Marginal Jew. Rethinking the Historical Jesus, 1991, τόμ. 1, σσ. 1-2, φαντάζεται ένα «μη παπικό κονκλάβιο», αποτελούμενο από έναν Καθολικό, έναν Προτεστάντη, έναν Εβραίο και έναν αγνωστικιστή (όλοι ερευνητές ιστορικοί), που είναι κλειδωμένοι σε αίθουσα της Θεολογικής Σχολής του Harvard με λίγο φαγητό («σπαρτιάτικο», όπως το ονομάζει) και με την απαγόρευση να εξέλθουν πριν συμφωνήσουν σ’ ένα κοινό κείμενο για το ποιος ήταν ο Ιησούς της Ναζαρέτ και σε τι απέβλεπε το έργο του στην εποχή του και στο μέρος που έζησε. Με την περιγραφή αυτή ο Αμερικανός ερευνητής θέλει να δώσει μια σχηματική εικόνα της σύγχρονης τρίτης φάσης κοινής αναζήτησης του ιστορικού Ιησού, που πριν μερικές δεκαετίες ήταν αδιανόητη, μιας φάσης όπου κυριαρχούν καθαρώς ιστορικά κριτήρια, χωρίς ομολογιακές ή δογματικές δεσμεύσεις. Στις προηγούμενες φάσεις, συνεχίζει, η θεολογική έρευνα μεταμφιεζόταν με τα χαρακτηριστικά της Ιστορικής έρευνας· σήμερα η θεολογία και η χριστολογία επωφελούνται από την καθαρή ιστορική έρευνα. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί προδοσία της πίστης, αλλ' επιβάλλεται από τον διαχωρισμό μεταξύ Θεολογίας και Ιστορίας ως δύο διακριτών επιστημών.

(β) Η επισήμανση των ιστορικά αξιόπιστων πηγών αποτελεί ένα άλλο κοινό μέλημα της σημερινής έρευνας. Μερικοί ερμηνευτές θεωρούν πηγές για τον Ιησού, εκτός από τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια (στο ποσοστό βέβαια που δέχονται την ιστορική αξιοπιστία τους), και ορισμένα απόκρυφα, όπως π. χ. Το Γνωστικό Κατά Θωμάν, το Κατά Πέτρον ευαγγέλιον και το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, ενώ οι περισσότεροι, στρεφόμενοι κατά της χρήσης των παραπάνω αποκρύφων (του 2ου αιώνα), θεωρούν τα τέσσερα ευαγγέλια (περισσότερο τα τρία Συνοπτικά) ως τις πηγές από όπου μπορούν να αντληθούν ιστορικά στοιχεία για λόγια η πράξεις του Ιησού, και εκτός της Κ.Δ. Μόνο ελάχιστα (Άγραφα» και τον αρχικό πυρήνα της μαρτυρίας του Ιωσήπου (Testimonium Flavianum) στην Ιουδαϊκή αρχαιολογία (18, 3, 3, §§ 63-64). Τις πληροφορίες των Τάκιτου, Σουητώνιου και Πλίνιου του Νεότερου τις θεωρούν ως απηχούσες απόψεις των Χριστιανών της εποχής που γράφουν οι παραπάνω ιστορικοί, στις δε ραββινικές πηγές (κυρίως στις αρχικές, στη Μισνά) δεν βρίσκουν ιστορικές πληροφορίες περί του Ιησού· το μόνο που μπορεί να επισημανθεί σε μεταγενέστερα ραββινικά κείμενα είναι ειρωνικά σχόλια (Μιδράς) επί Χριστιανικών κειμένων.

(γ) Η ακριβέστερη μελέτη του πολυδιάστατου Ιουδαϊσμού του 1ου μ. Χ. αιώνα (μερικοί κάνουν λόγο για «Ιουδαϊσμούς») είναι ό,τι σημαντικότερο έχει να παρουσιάσει η έρευνα των τελευταίων δύο δεκαετιών σε σχέση με τον ιστορικό Ιησού, σ’ αντίθεση με μια ενιαιοποιημένη εικόνα του Ιουδαϊσμού της προηγούμενης έρευνας, κατά την οποία, καθώς διάβαζε κανείς τον Ιησού του R. Bultmann ή του G. Bornkamm και του J. Jeremias, «είχε την αίσθηση ότι ο Ιουδαίος του 1ου αιώνα τοποθετούνταν στην προκρούστειο κλίνη της Γερμανικής ευαγγελικής κατανόησης της θεολογίας του απ. Παύλου»14. Σ’ αντίθεση μ’ αυτόν τον μονολιθικό Ιουδαϊσμό η σύγχρονη έρευνα μας παρέχει μια πιο ακριβή εικόνα της ποικιλίας του Ιουδαϊσμού του 1ου αιώνα και της τοποθέτησης του Ιησού μέσα σ’ αυτό το σύνθετο και πολύπλευρο Ιουδαϊκό έδαφος.

(δ) Οι γνώσεις μας για τον Ιησού και τον περίγυρό του εμπλουτίστηκαν σημαντικά από την αρχαιολογία. Οι πολιτιστικές συνθήκες της εποχής του όπως διαφαίνονται στα ευαγγέλια, έχουν περιγράφει σήμερα από την πολιτιστική και κοινωνική ανθρωπολογία καθώς και από άλλες παρεμφερείς επιστήμες15. Επιπλέον, τα ευρήματα της Νεκρής Θάλασσας (1947) διαφώτισαν αρκετές πλευρές της δράσης του Ιησού μέσα στο Ιουδαϊκό περιβάλλον του16.

(ε) Προσδιορίστηκαν ακριβεστέρα τώρα τα κριτήρια της ιστορικότητας, ενώ εγκαταλείφθηκαν παλαιότερες απόψεις. Π. χ. το Αραμαϊκό υπόστρωμα λόγων του Ιησού ή ο ποιητικός ρυθμός τους, που επικαλούνταν ερευνητές των προηγούμενων δεκαετιών, αποτελούν τώρα λιγότερο αυθεντικά κριτήρια.

(στ) Κατά την τρίτη αναζήτηση αντιμετωπίζεται θετικότερα η παράδοση περί των θαυμάτων του Ιησού. Αντίθετα προς την υποβάθμιση του θέματος των θαυμάτων από την Θρησκειοϊστορική σχολή των αρχών του 20ου αιώνα17 και από την ελάχιστη έκταση που δίνει ο Bultmann και οι μαθητές του στα περί του Ιησού έργα τους στο θέμα των θαυμάτων, οι ερευνητές της τρίτης αναζήτησης έστω και από έναν αντίθετο δρόμο δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στην παράδοση περί θαυμάτων, καθώς κάνουν λόγο για τον Ιησού ως μάγο ή εξορκιστή ή θεραπευτή18. Ο ισχυρισμός ότι ο Θεός σε μια δεδομένη στιγμή ενήργησε κάποιο θαύμα μπορεί να θεωρηθεί αληθινός μόνο στο βασίλειο της πίστης. Αυτό που ο ιστορικός μπορεί να ερευνήσει είναι εάν ο ισχυρισμός ή η πίστη ότι ο Ιησούς επετέλεσε θαύματα κατά τη δημόσια δράση του ανάγεται στον ιστορικό Ιησού, ή αποτελεί έκφραση πίστης και κηρύγματος της πρώτης Εκκλησίας που προβάλλεται πίσω στον Ιησού. Αυτό το δεύτερο δεχόταν η Θρησκειοϊστορική Σχολή καθώς και ο Bultmann και οι μαθητές του· αυτό όμως είναι που αμφισβητούν οι ερευνητές της τρίτης αναζήτησης, καθώς υποστηρίζουν ότι η επιτέλεση θαυμάτων, οι θεραπείες και οι εξορκισμοί αποτελούν ένα σεβαστό μέρος της δραστηριότητας του Ιησού, η οποία είχε ως συνέπεια αφενός την ευνοϊκή ανταπόκριση του λαού απέναντί του και αφετέρου την εχθρική στάση των αρχών. Κριτήρια που μπορούν να στηρίξουν αυτή την άποψη είναι: (I) Η πολλαπλή μαρτυρία των πηγών και των φιλολογικών μορφών: Ο Μάρκος, η πηγή Q, η ιδιαιτέρα πηγή του Ματθαίου, αυτή του Λουκά, ο Ιωάννης και ο Ιώσηπος, τόσο σε αφηγηματικό υλικό όσο και σε υλικό λογίων, κάνουν λόγο για θαυματουργική δραστηριότητα του Ιησού. (ΙΙ) Κριτήριο συνοχής: Όταν διάφορες διηγήσεις περί του Ιησού και λόγια του Ιησού από διαφορετικές πηγές (βλέπε Κριτήριο I) συγκλίνουν και συμφωνούν, τότε συνηγορούν για την ιστορικότητα της παράδοσης των ευαγγελίων περί θαυμάτων.

Με αυτά τα κριτήρια μπορεί να γίνει δεκτό ότι μερικές τουλάχιστον διηγήσεις θαυμάτων ανάγονται στον ιστορικό Ιησού. Οι περισσότεροι ερευνητές που ανήκουν στην εποχή της τρίτης αναζήτησης συγκλίνουν στην άποψη ότι ο Ιησούς ήταν ένας εσχατολογικός προφήτης που κήρυττε την επικείμενη έλευση της βασιλείας του Θεού, μιας βασιλείας που ο ίδιος ήδη πραγματοποιούσε με την αυθεντική διδασκαλία του και τα έργα του, κυρίως τις θεραπείες.

Τέλος, (ζ) το Ιουδαϊκό υπόβαθρο ή, όπως συνήθως το ονομάζουν, «η Ιουδαϊκότητα» (Jewishness) του Ιησού, για το οποίο θεωρητικά γινόταν λόγος και στις προηγούμενες φάσεις της έρευνας, τώρα λαμβάνεται πολύ πιο σοβαρά υπόψη. Οι αντίπαλοι του «Σεμιναρίου για τον Ιησού» αντιτίθενται στην άποψη των μελών του για ελληνορωμαϊκό υπόβαθρο της ζωής και διδασκαλίας του Ιησού και για ομοιότητές του με περιοδεύοντες κυνικούς φιλόσοφους. Βέβαια, ορισμένοι ερευνητές δέχονται την εισβολή του Ελληνικού πολιτισμού στην Παλαιστίνη19, αλλά αυτή διαφέρει από πόλη σε πόλη και δεν είναι βέβαιο ότι επέδρασε στον ίδιο τον Ιησού, και όλη η έμφαση που δίνεται σήμερα στην έρευνα για τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό αποπροσανατολίζει από το κυρίαρχο παλαιστινο-Ιουδαϊκό υπόβαθρο του Ιησού. Πάντως, είναι γεγονός ότι κυριαρχεί είτε σε τίτλους έργων της τρίτης αναζήτησης, είτε μέσα στα περιεχόμενά της η φράση «Ιησούς ο Ιουδαίος» (π.χ. Ε. Ρ. Sanders, J. Charlesworth, C. Evans, J. Meier κ.ά.).

Στο ερώτημα εάν η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού προσφέρει κάτι στη Χριστολογία η απάντηση βρίσκεται στην επαναφορά της ισορροπίας που απαντά στη φράση του όρου της Συνόδου της Χαλκηδόνας «… Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν». Ύστερα από έναν κρυπτομονοφυσιτισμό, που έτεινε να αφανίσει το «άνθρωπος αληθώς», η τρίτη αναζήτηση, με τον τονισμό της Ιουδαϊκότητας ως βασικού χαρακτηριστικού της ανθρωπότητας του Ιησού, επαναφέρει την αρχική ισορροπία20.

ΙΙΙ

Πέρα από τα παραπάνω σημεία που επισημαίνει ο J. Meier προσθέτουμε και τα ακόλουθα:

1. Στα μέσα του 20ού αιώνα, ιδίως κατά την «Μορφοϊστορική» έρευνα των ευαγγελίων (Formgeschichte) και την «Ιστορία της Σύνταξής» τους (Redaktionsgeschichte), τονίσθηκε ο κηρυγματικός χαρακτήρας των ευαγγελίων, ο οποίος παρέπεμπε στην πίστη της πρώτης Εκκλησίας, όχι όμως και πίσω από αυτή στον ιστορικό Ιησού. Η παραδοχή μιας ασυνέχειας (incontinuity) μεταξύ Ιησού και πρώτης Εκκλησίας ήταν η άμεση συνέπεια. Όμως στις αγγλοσαξωνικές ερευνητικές σχολές των τελευταίων δύο δεκαετιών υπογραμμίστηκε η φιλολογική ομοιότητα των ευαγγελίων με τις αρχαίες βιογραφίες, όπου ο χαρακτήρας του βιογραφούμενου προσώπου περιγράφεται όχι με συνεχή εξιστόρηση αλλά με σταχυολογημένα επεισόδια ή λόγια αυτού του προσώπου21. Βέβαια, και πάλι ο χαρακτήρας των ευαγγελίων ως κηρύγματος, ως έκφρασης της πίστης της πρώτης Εκκλησίας δεν παραθεωρείται, αναζητούνται όμως τώρα και επισημαίνονται στοιχεία που οδηγούν με περισσότερη βεβαιότητα πίσω στον ιστορικό Ιησού, κι αυτό με την έννοια της αναγνώρισης του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου δράσης του Ιησού και όχι του κάθε επιμέρους λογίου του ή πράξης του, καθώς και με την έννοια ότι γίνεται δυνατή η ανασυγκρότηση του έργου του, όχι όμως και της πλήρους βιογραφίας του.

2. Μέσα σ’ ένα πλαίσιο διαλόγου σήμερα της Βιβλικής Ερμηνευτικής με άλλες επιστήμες οι νέες μεταμοντέρνες μέθοδοι ερμηνείας που χρησιμοποιούνται στα λογοτεχνικά κείμενα διεθνώς μεταφέρονται και στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε ανεπιτυχώς. Αναγνωρίζεται από τους ερευνητές ο «διπολικός άξονας» των κειμένων (συγγραφέας αναγνώστης) και αναδεικνύεται ο ρόλος του σημερινού αναγνώστη. Έτσι, το ευαγγελικό κείμενο προβάλλεται όχι μόνο ως το παράθυρο μέσα από το οποίο βλέπει κανείς τον πίσω απ' αυτό κόσμο, αλλά και ως καθρέπτης όπου βλέπει κανείς τον εμπρός από αυτό κόσμο, τον κόσμο του ιδίου του αναγνώστη22 Αυτό σημαίνει ότι βλέπει κανείς μια νέα δυναμική στα βιβλικά κείμενα, δηλαδή νέες ερμηνείες, χωρίς να προσκολλάται στατικά σε μια μοναδική και απολιθωμένη προσέγγιση. Αυτές οι νέες αναγνώσεις προσδιορίζονται τόσο από την εποχή του σημερινού αναγνώστη όσο βέβαια και από το ίδιο το κείμενο. Παράλληλα, ο φιλόσοφος της Χαϊδελβέργης Hans-Georg Gadamer υπογράμμισε ότι ο ερμηνευτής και το κείμενο το οποίο ερμηνεύει αποτελούν και οι δύο μέρος της ιστορικής πορείας, δηλαδή ο ερμηνευτής δεν μπορεί να βρεθεί πάνω από την παράδοση που τον συνδέει με το παρελθόν, μπορεί όμως να καταλάβει το παρελθόν και το κείμενο που προέρχεται από αυτό μέσω αυτής της παράδοσης. Με άλλα λόγια, η ανάγνωση και κατανόηση ενός κειμένου προσδιορίζεται από την «αναγινώσκουσα κοινότητα». Μεταφερόμενα αυτά στα ευαγγέλια σημαίνουν ότι η κατανόηση των ευαγγελίων προσδιορίζεται από την αναγινώσκουσα εκκλησιαστική κοινότητα και από την παράδοσή της23.

3. Παλαιότερα, για λόγους κυρίως απολογητικούς, επιστρατεύονταν μαρτυρίες των ιστορικών του 1ου μ.Χ. αιώνα για τον Χριστό και το κίνημα που προκάλεσε, καθώς και άλλοι έμμεσοι υπαινιγμοί στο πρόσωπο και το έργο του (από Ιουδαϊκά κείμενα και άλλους συγγραφείς της εποχής), ώστε να ενισχυθεί η πίστη των Χριστιανών, ύστερα μάλιστα από την αμφισβήτηση ακόμα και της ιστορικής ύπαρξης του Χριστού κατά τον 19ο αιώνα. Σήμερα η λειτουργική εμπειρία της πρώτης Εκκλησίας θεωρείται πρωταρχικής σημασίας έναντι των διαφόρων «αποδείξεων» της ιστορικής ύπαρξης του Ιησού, η λειτουργική βεβαίως εμπειρία όχι αντί του μηνύματος των ευαγγελίων και της Εκκλησίας, αλλά ως το μέσο και η ζωτική περιοχή με τα οποία παραδίδεται και μεταδίδεται το μήνυμα. Με τον τρόπο αυτό εξαίρεται περισσότερο η συνέχεια μεταξύ ιστορικού Ιησού και ευαγγελίων, μεταξύ Ιησού της ιστορίας, και Χριστού του κηρύγματος και της Χριστιανικής πίστης.

4. Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα παρατηρήθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη των αποκρύφων ευαγγελίων και λοιπών αποκρύφων Χριστιανικών κειμένων. Το ερώτημα από τη σκοπιά αυτού του άρθρου είναι: Μας παρέχουν τα απόκρυφα κείμενα κάποια στοιχεία για την ανασυγκρότηση της εικόνας του ιστορικού Ιησού; Κατ’ αρχήν πρέπει να παρατηρηθεί ότι τα εν λόγω κείμενα δεν περιέχουν συνταρακτικά στοιχεία με την έννοια που φαντάζονται ορισμένοι σήμερα, αλλά στα κείμενα αυτά ιστορική αλήθεια και μύθος συμπλέκονται κατά τέτοιον τρόπο που είναι μάλλον αδύνατο να απομονώσει κανείς κάποια στοιχεία που οδηγούν στον Ιστορικό Ιησού. Έθρεψαν όμως πολλές γενιές πιστών, ιδίως κατά τον μεσαίωνα, και είναι υπεύθυνα για μια λαϊκή περί Χριστού εικόνα που επικράτησε. Ωστόσο μαρτυρούν τα κείμενα αυτά ότι δεν θεωρήθηκαν από πολλούς επαρκή τα ιστορικά στοιχεία των κανονικών ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης, και ως εκ τούτου ορισμένοι άγνωστοί μας συγγραφείς, καλυπτόμενοι πίσω από ένα γνωστό όνομα της πρώτης Εκκλησίας, προσπάθησαν να καλύψουν τα «κενά» των γνωστών ευαγγελίων. Ας σημειωθεί εδώ ότι από ορισμένους κύκλους Αμερικανών κυρίως ερευνητών υπερεκτιμάται η ιστορική αξία των κειμένων αυτών, ώστε να εξετάζονται παράλληλα με τα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης.

IV

Στον Ελληνικό και Ορθόδοξο χώρο γενικότερα δεν προωθήθηκε η έρευνα για τον Ιστορικό Ιησού. Τα βιβλία των αείμνηστων Γρ. Παπαμιχαήλ, Ο Ιησούς Χριστός ως ιστορικόν πρόσωπον (1921) και Π. Τρεμπέλα, Ιησούς ο από Ναζαρέτ (α' έκδ. 1928) κινούνται στις ανάγκες της εποχής τους για απολογητική με επίκεντρο του ενδιαφέροντος τη συγκέντρωση εξω-Χριστιανικών ιστορικών μαρτυριών για το πρόσωπο και το έργο του Ιησού. Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα αξίζει να μνημονεύσουμε τα έργα των Π. Ανδριόπουλου, Το πρόβλημα του «ιστορικού Ιησού» εν τη συγχρόνω ερμηνευτική της Κ. Δ. υπό το φως της θεολογίας Κυρίλλου του Αλεξανδρείας, 1975, Γ. Πατρώνου, Η ιστορική πορεία του Ιησού, 1991, τη μετάφραση ξενόγλωσσων έργων από το ίδρυμα «Άρτος Ζωής» (υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Σ. Αγουρίδη), όπως π. χ. του κλασικού έργου του Α. Schweitzer, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε (Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού) καθώς και το βιβλίο του Ε. Τrocmé, Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ όπως τον είδαν όσοι τον γνώρισαν, 1983. Ο μόνος που ασχολήθηκε διεξοδικότερα μεταξύ των Ελλήνων θεολόγων με το θέμα της έρευνας του ιστορικού Ιησού είναι ο καθηγητής Σ. Αγουρίδης24.

Το παρόν άρθρο -που αφιερώνεται στον καθηγητή Σ. Αγουρίδη με την ευκαιρία των ογδόντα χρόνων του- αποτελεί απλώς μια συνοπτική καταγραφή της μέχρι τώρα έρευνας, με την ευχή η επισημαινόμενη και κάποτε επικρινόμενη από τους ξένους ερευνητές απουσία στον Ορθόδοξο χώρο μελετών για τον ιστορικό Ιησού να καλυφθεί από τη νέα γενιά των βιβλικών ερευνητών.

 

Σημειώσεις


1. Στο Zeilschrift für Theologie und Kirche 51 (1954), σσ. 125-53 (και αγγλ. Μετάφραση «The Problem of the Historical Jesus», στο έργο του Essays on New Testament Themes, 1964, σσ. 15-47).

2. J. D. G. Dunn, «επιστημονικές μέθοδοι στην ερμηνεία των ευαγγελίων», ΔΒΜ, Ιούλ. Δεκ. 1998, σσ. 47-68, Ιδιαίτερα σσ. 48-49.

3. Ο W. R. Telford χαρακτηριστικά ονομάζει την εποχή του Bultmann «No Quest Period» (1921-1953) στο άρθρο του «Major Trends and interpretive issues in the Study of Jesus», στο συλλ. Τόμο B. Chilton - C. Evans (ed), Studying the Historical Jesus (New Testament Tools and Studies, 19), 1994, σ. 56.

4. Χαρακτηριστικό για τη νέα αυτή κατεύθυνση στην έρευνα είναι το έργο του James Μ. Robinson. A New Quest of the Historical Jesus, 1959, που συνοψίζει τις νέες τάσεις στην έρευνα.

5. Περισσότερα για τις νέες αυτές τάσεις βλέπε Ι. Καραβιδόπουλου, «Νέες κατευθύνσεις στη Βιβλική ερμηνευτική», ΔΒΜ 27 (1998), σσ. 48-62, και αναδημοσίευση στον τόμο του ιδίου Βιβλικές Μελέτες Β΄, 2000, σσ. 47-67.

6. Βλέπε Σ. Αγουρίδη, Ερμηνευτική των ιερών κειμένων (α' έκδ. 1979, β’ έκδ. βελτιωμένη 2000). Βλέπε ιδιαίτερα το κεφ. Ζ' τού ΙΙ μέρους: «Η ιστορία της έρευνας για τον ιστορικό Ιησού. Πορτραίτα του Ιησού», σσ. 276-321 της β' έκδοσης. Του ιδίου, «Η αναζήτηση του Ιστορικού Ιησού από τη νεότερη ευρωπαϊκή σκέψη», στο ΔΒΜ 1986, και αναδημοσίευση στο βιβλίο του Άραγε γινώσκεις ά αναγινώσκεις;, 1989, σσ. 46-64. Π. Βασιλειάδη, «Βιβλική κριτική και Ορθοδοξία», επί στ. Επετηρίδα Θεολ. Σχολής Θεσσαλονίκης, 25 (1980), σσ. 337-377 και (αναδημοσίευση στο βιβλίο Βιβλικές Ερμηνευτικές Μελέτες (στη σειρά Βιβλική Βιβλιοθήκη 6), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 49-101, ιδιαίτερα σσ. 54-70.

7. Βλέπε π.χ. L. Ε. Keck, A Future for the Historical Jesus, 1971, σ. 9: «είναι γενικώς παραδεκτό ότι η έρευνα για τον πραγματικό Ιησού αποτελεί δρόμο χωρίς διέξοδο», και J. McDonald, «New Quest - dead End?», στο Studia Biblica, 1978, σσ. 151-170.

8. M. Borg, «ο Renaissance in Jesus Studies». Theology Today 45 (1988), σσ. 280-292 και W. R. Telford, «Major Trends and interpretive issues in the Study of Jesus», όπου πριν, σσ. 33-74.

9. Βλέπε αναλυτική παρουσίαση του βιβλίου αυτού από τον Σ. Αγουρίδη στο ΔΒΜ 27 (1998), τεύχ. Ιαν.-Ιούν., σσ. 109-119.

10. Από τα πολλά βιβλία ή άρθρα που έχουν γραφεί για το Σεμινάριο βλέπε ενδεικτικά τα ακόλουθα: Μ. A. Powell, Jesus as a Figure in History, 1998. Από δε τα έργα των διευθυνόντων το Σεμινάριο βλέπε R. W. Funk - Β. Scott - J. R. Butts, The Parables of Jesus. Red Letter Edition, 1998. R. W. Funk R. W. Hoover, The Five Gospels, 1993. R. W. Funk, The Acts of Jesus, 1998. J. D. Crossan. The Historical Jesus. The life of a Mediterranean Jewish Peasant, 1991. Jesus a Revolutionary Biography. 1993. Who killed Jesus?, 1995. The Birth of Christianity, 1998.

11. Βλέπε τον τίτλο του βιβλίου των R. W. Funk - R. W. Hoover της προηγούμενης υποσημείωσης: The Five Gospels.

12. Στο συλλ. έργο των Β. Chilton - C. Evans (ed). Authenticating the Activities of Jesus (New Testament Tools and Studies, 28, 2), 1999, σσ. 31-48.

13. John P. Meier, «The Present State of the ‘Third Quest' for the Historical Jesus: Loss and Gain», Biblica 80 (1999), σσ. 459-487.

14. J. Meier, ό. π., σ. 466.

15. Βλέπε κατ επιλογήν C. H. Kraft, «Cultural Anthropology: its Means for Christian Theology», Theology Today 41 (1985), σσ. 390-400. B. Malina, Christian Origins and Cultural Anthropology, 1986. Neyrey J. H. (ed.). The social world of Luke - Acts, 1991. B Malina, The New Testament world: Insights from cultural anthropology, 1993. J. H. Elliott, What is social - scientific 'critisism?, 1993. Ph. Esler, The first Christians in their social worlds: Social - scientific approach to New Testament, 1998. B. Malina - R. Rohtbaugh, Social - science commentary on the synoptic Gospels, 1992. B. Malina, The Social World of Jesus and the Gospels, W. Taylor, «Cultural Anthropology as a tool for studying the New Testament», Trinity Seminary Review 18 (1996), σσ. 13-27, και 1997, σσ. 69-82.

16. Βλέπε Τα χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας (Τα Εσσαϊκά κείμενα του Κουμράν σε Νεοελληνική απόδοση), επιμέλεια Σ. Αγουρίδης Γ. Γρατσέας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1988.

17. Βλέπε W. Bousset. Kyrios Christos, 1913, Αγγλική μετάφραση του 1970, σ. 98: «Είμαστε σε θέση να βλέπουμε ξεκάθαρα πως η αρχική παράδοση του βίου του Ιησού ήταν σχετικά απαλλαγμένη από το θαυματουργικό στοιχείο».

18. Βλέπε Μ. Smith, Jesus the Magician, 1978. G. Twelftree. Jesus the Exorcist, 1993. St. Davies, Jesus the Healer, 1995 κ.ά.

19. Βλέπε π.χ. M. Hengel, Judentum und Hellenismus, 1973 (β' εκδ.), και Aγγλική μετάφραση Judaism and Hellenism, 1981.

20. Meier, ό. π., σ. 487.

21. Βλέπε ενδεικτικά R. Burridge, What are the Gospels? A Comparison with Graeco-Roman Biography, 1992, και G. Stanton, A Gospel for a new People: Studies in Matthew, 1994.

22. J. Dunn, «Επιστημονικές μέθοδοι στην ερμηνεία των ευαγγελίων», ό. π., σ. 63.

23. Βλέπε J. Dunn, ό. π., σ. 62, ο οποίος μάλιστα μετά τα ανωτέρω παρατηρεί χαρακτηριστικά: «Σε αυτό το σημείο Δύση και Ανατολή αρχίζουν να έρχονται πιο κοντά από όσο ήταν πριν από μερικούς αιώνες».

24. Βλέπε τις μελέτες του Σ. Αγουρίδη στην υποσημ. 6.

Δημιουργία αρχείου: 25-8-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-8-2020.

ΕΠΑΝΩ