Η Θεοπνευστία τής Αγίας Γραφής * Σπίτι από την εποχή του Ιησού ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη Ναζαρέτ * Περί Θεοπνευστίας * Ο Ιστορικός Ιησούς και τα κριτήρια αξιοπιστίας * Αρχαίος σφραγιδόλιθος που ανήκε στην Βασίλισσα Ιεζάβελ
Υπήρχε βωμός του αγνώστου Θεού στην
Αθήνα; Αρχαιολογική αναζήτηση Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης |
Σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, στην αρχή της πασίγνωστης ομιλίας του στον Άρειο Πάγο, στην Αθήνα, ο απόστολος Παύλος είπε: «διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ. ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξεις 17, 23). Δηλαδή: «Ερχόμενος και παρατηρώντας τα ιερά σας, βρήκα και ένα βωμό με την επιγραφή “αγνώστω θεώ”. Αυτόν λοιπόν που τιμάτε χωρίς να τον γνωρίζετε, αυτόν σας κηρύττω».
«Αγνώστω θεώ» μπορεί να σημαίνει «στον άγνωστο θεό» (σε έναν συγκεκριμένο δηλαδή θεό, ο οποίος είναι άγνωστος εκτός από την ύπαρξή του), μπορεί όμως και να σημαίνει «σε άγνωστο θεό», δηλ. γενικά σε κάποια θεότητα που δεν συγκεκριμενοποιείται, που πιθανόν ανήκει σε μια ευρύτερη κατηγορία όμοιων θεοτήτων (δηλαδή να υπήρχαν πολλοί «άγνωστοι θεοί» και ο βωμός να ήταν αφιερωμένος σε έναν από αυτούς, χωρίς συγκεκριμένη επιλογή) ή και που ίσως πιθανολογείται μόνον η ύπαρξή της. Κατ’ αρχάς, η αναφορά αυτή των Πράξεων των αποστόλων αποτελεί ιστορική πληροφορία ίσης αξίας με τις πληροφορίες του Παυσανία και των λοιπών αρχαίων συγγραφέων. Είναι μια μαρτυρία ότι στην Αθήνα υπήρχε βωμός αφιερωμένος «αγνώστω θεώ». Ο ισχυρισμός ορισμένων ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης έγραφαν ασύστολα ψεύδη και διαστρέβλωναν τις ιστορικές πληροφορίες, τη γεωγραφία και τις περιγραφές της κοινωνίας όπως τους κατέβαινε, επειδή «το μόνο που τους ενδιέφερε» ήταν «να προπαγανδίσουν τη νεόκοπη θρησκεία τους», είναι ανόητος και προέρχεται μόνον από τον άκρατο φανατισμό και την προκατάληψη των ιδεολογικών πολέμιων της Εκκλησίας. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι υπάρχει περίπτωση οι συγγραφείς αυτοί να ήταν τόσο δόλιοι όσο τους χαρακτηρίζουν, όμως τα κείμενά τους απευθύνονταν σε ανθρώπους της ίδιας εποχής, την οποία περιέγραφαν, και πολύ απλά θα κατέρρεαν αμέσως αν περιείχαν τόσο χονδροειδείς ανακρίβειες. Επίσης δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι πλαστό ή αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη (και ότι κάποιος μεταγενέστερος αντιγραφέας έβαλε στα κουτουρού την πληροφορία ότι δήθεν ο Παύλος αναφέρθηκε σε κάποιον «ανύπαρκτο» βωμό αγνώστου θεού ή και ότι στη συνέχεια σύνδεσε τη χριστιανική θεολογία με τις θρησκευτικές αναζητήσεις των αρχαίων Ελλήνων), δεδομένου μάλιστα ότι ο συγγραφέας των Πράξεων συνηθίζει να παρεμβάλει κείμενα ομιλιών και ότι η όλη συνάφεια συνδέεται απολύτως με την εξέλιξη της αφήγησης.
1. Οι «βωμοί των αγνώστων θεών» Είναι γνωστό πλέον από τους αρχαίους συγγραφείς ότι στην Αθήνα υπήρχαν «βωμοί αφιερωμένοι “αγνώστοις θεοίς”». Τι έγραφαν όμως; Ο κάθε τέτοιος βωμός έφερε επιγραφή «αγνώστοις θεοίς» ή μήπως ο καθένας έγραφε «αγνώστω θεώ» (οι Πράξεις δεν βάζουν οριστικό άρθρο τω), ώστε ΣΥΝΟΛΙΚΑ οι βωμοί (και όχι ο καθένας) ήταν αφιερωμένοι «σε άγνωστους θεούς»; Ακόμη κι αν δεχτούμε το πρώτο και ότι ο Παύλος για ρητορικούς λόγους μετέτρεψε τον πληθυντικό σε ενικό, βλέπουμε ότι οι Πράξεις αναφέρονται σε ένα στοιχείο της πόλης των Αθηνών επιβεβαιωμένο από τις πηγές. Πώς το χρησιμοποίησε ο απόστολος Παύλος και αν είχε το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει έτσι (όπως τον επικρίνουν ορισμένοι), είναι άλλη υπόθεση. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι είναι απίθανο ο απόστολος Παύλος να εκστόμισε προς τους Αθηναίους μια τέτοια ανακρίβεια, ότι είδε βωμό αφιερωμένο «αγνώστω θεώ», αν τέτοια επιγραφή δεν υπήρχε, εφόσον μιλούσε για κάτι που βρισκόταν μπροστά στα μάτια τους. Εκτός αυτού, ουδέποτε βλέπουμε τον Παύλο να προσπαθεί να συνδέσει με το χριστιανισμό την προχριστιανική θρησκευτικότητα των τόπων, όπου πηγαίνει. Αν ήταν διατεθειμένος για τέτοιες σοφιστείες, θα εύρισκε αφορμές και αλλού. Όχι μόνο από τυχαία γεγονότα, αλλά και μελετώντας προσεκτικά – με αυτό το σκοπό – το πολιτισμικό υπόβαθρο κάθε τόπου. Στην Αθήνα συνέβη, γιατί του προέκυψε αυθόρμητα, επειδή πράγματι είδε κάτι, που τον οδήγησε στο συγκεκριμένο συνειρμό. *** Ο Παυσανίας (Αττικά, 1, 4) αναφέρει ότι στην Αθήνα, συν τοις άλλοις, υπήρχαν «βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων αγνώστων και ηρώων και παίδων των Θησέως και Φαληρού». Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Επιμενίδης, 110), «όθεν έτι και νυν έστιν ευρείν κατά τους δήμους των Αθηναίων βωμούς ανωνύμους». Ο Φιλόστρατος, στο Βίο του Απολλωνίου του Τυανέως, 6, 3, γράφει ότι στην Αθήνα «και αγνώστων δαιμόνων βωμοί ίδρυνται» («δαιμόνων» εννοεί θεών). Όλοι οι ανωτέρω αναφέρονται σε πολλούς βωμούς, γι’ αυτό πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο ο καθένας να ήταν αφιερωμένος σε έναν «άγνωστο θεό». Οι βωμοί των αγνώστων θεών είχαν συγκεκριμένη ιστορία, σχετική με τον εξιλασμό του κυλώνειου άγους. Το ιστορικό του πράγματος αναδημοσιεύουμε εδώ: «Γνωστό το επεισόδιο του “Κυλώνειου άγους” (περ. 630 πΧ), όπου οι οπαδοί του Κύλωνα, που ήθελε να κάνει Τυραννία στην Αθήνα, σκοτώθηκαν από το Γένος των Αλκμαιωνιδών πάνω στους βωμούς όπου είχαν καταφύγει ως ικέτες, κατά παράβαση κάθε θρησκευτικής αρχής. Μέχρι και την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, οι Σπαρτιάτες θυμήθηκαν το “άγος”. Υπήρξε μια από τις αφορμές που δόθηκαν γι’ αυτήν την Εμφύλια σύγκρουση. Ζητούσαν να εξοριστεί ο Περικλής που κατάγονταν από τους Αλκμαιωνίδες από την μητέρα του. Ας γυρίσουμε όμως στο αρχικό συμβάν: Οι Αθηναίοι, λοιπόν, όταν μάλιστα έπεσε και θανατικό, έκριναν πως η πόλη είχε μιανθεί από τις ανόσιες δολοφονίες και κάλεσαν τον σοφό θεουργό Επιμενίδη να κάνει καθαρμό της πόλης. Ο Επιμενίδης καθιέρωσε τις θυσίες στους “Άγνωστους θεούς”, που επικαλέστηκε ο Απόστολος Παύλος αιώνες αργότερα. Το «Κυλώνειον Άγος», ένα τόσο σοβαρό αμάρτημα, μια ασέβεια που είχε επιπτώσεις σε όλη την Ελληνική Ιστορία και επέδρασε ακόμα και στην καθιέρωση του Χριστιανισμού, δεν θα μπορούσε να εξαγνιστεί χωρίς εξιλεωτική ...ανθρωποθυσία. Θυσιάστηκε ένας έφηβος, ο Κρατίνος, και ο εραστής του. Επίσης, ο Επιμενίδης αμόλησε άσπρα και μαύρα πρόβατα (προφανώς για να γίνουν διακριτές οι Ουράνιες από τις Χθόνιες θεότητες, μια που ο τρόπος θυσίας για κάθε κατηγορία ήταν διαφορετικός) και διέταξε να στήνεται βωμός όπου αυτά καθίσουν, και να θυσιάζονται». Κάθε βωμός αφιερωνόταν «τω προσήκοντι θεώ», δηλαδή στο θεό που ταίριαζε κάθε φορά στην περίσταση. Από αυτή την αιτία, κατά τον Διογένη Λαέρτιο, στην αθηναϊκή γη προέκυψαν πολλοί βωμοί ανώνυμοι. «Στην ουσία δηλαδή, ήξεραν πως πρόκειται, πιθανότατα, για κάποιον από τους θεούς που ήδη γνώριζαν και λάτρευαν, αλλά δεν ήξεραν ποιος ακριβώς είναι. Αυτά μαρτυρούν οι αρχαίοι συγγραφείς». (Δ. Σκουρτέλη «Η αλήθεια για τον περίφημο “βωμό στον Άγνωστο Θεό”», εδώ, απ’ όπου και τα παραθέματα). Το αρχαίο κείμενο: Διογένης Λαέρτιος: ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ: «110. γνωσθείς δε παρά τοις Έλλησι θεοφιλέστατος είναι υπελήφθη. Όθεν και Αθηναίοις τότε λοιμώ κατεχομένοις έχρησεν η Πυθία καθήραι την πόλιν· οι δε πέμπουσι ναυν τε και Νικίαν τον Νικηράτου εις Κρήτην, καλούντες τον Επιμενίδην. και ος ελθών Ολυμπιάδι τεσσαρακοστή έκτη εκάθηρεν αυτών την πόλιν και έπαυσε τον λοιμόν τούτον τον τρόπον. λαβών πρόβατα μελανά τε και λευκά ήγαγε προς τον Άρειον πάγον. κακείθεν είασεν ιέναι οι βούλοιντο, προστάξας τοις ακολούθοις ένθα αν κατακλίνοι αυτών έκαστον, θύειν τω προσήκοντι θεώ· και ούτω λήξαι το κακόν. όθεν έτι και νυν έστιν ευρείν κατά τους δήμους τών Αθηναίων βωμούς ανωνύμους, υπόμνημα τής τότε γενομένης εξιλάσεως. οι δε την αιτίαν ειπείν τού λοιμού το Κυλώνειον άγος σημαίνειν τε την απαλλαγήν· και δια τούτο αποθανείν δύο νεανίας, 111. Κρατίνον και Κτησίβιον, και λυθήναι την συμφοράν. Αθηναίοι δε τάλαντον εψηφίσαντο δούναι αυτώ και ναυν την ες Κρήτην απάξουσαν αυτόν. ο δε το μεν αργύριον ου προσήκατο· φιλίαν δε και συμμαχίαν εποιήσατο Κνωσίων και Αθηναίων». Το απόσπασμα του Παυσανία: «έστι δε και άλλος Αθηναίοις ο μεν επί Μουνυχία λιμήν και Μουνυχίας ναός Αρτέμιδος, ο δε επί Φαληρώ, καθά και πρότερον είρηταί μοι, και προς αυτώ Δήμητρος ιερόν. ενταύθα και Σκιράδος Αθηνάς ναός εστι και Διός απωτέρω, βωμοί δε θεών τε ονομαζομένων Αγνώστων και ηρώων και παίδων τών Θησέως και Φαληρού».
2. «Βωμός αγνώστων θεών» εκτός Αθηνών Από τον Παυσανία (Ηλιακά Α΄, 14, 8) αναφέρεται «αγνώστων θεών βωμός» στην Ολυμπία, ενώ «στην Πέργαμο βρέθηκε το 1909 μια αναθηματική επιγραφή, την οποία οι ειδικοί αποκατέστησαν ως εξής: ΘΕΟΙΣ ΑΓ [ΝΩΣΤΟΙΣ] ΚΑΠΙΤ [ΩΝ] ΔΑΔΟΥΧ [ΟΣ]» (από το άρθρο «Περί του “αγνώστου θεού”», σε κάποιον έντονα εχθρικό προς το χριστιανισμό ιστότοπο). Οι πληροφορίες αυτές έρχονται εκτός Αθηνών και δεν αποδεικνύουν ότι οπωσδήποτε στην Αθήνα υπήρχαν βωμοί που έγραφαν «αγνώστοις θεοίς». Πολύ περισσότερο, δεν αποδεικνύουν ότι στην Αθήνα «δεν υπήρχε ούτε ένας» βωμός με επιγραφή «αγνώστω θεώ», τον οποίο θα μπορούσε να παρατηρήσει ο απόστολος Παύλος.
3. Μη έγκυρες πληροφορίες Υπέρ της υπόθεσης για την ύπαρξη βωμού «αγνώστω θεώ» στην Αθήνα έρχονται δύο μαρτυρίες, οι οποίες όμως ελέγχονται ως ανακριβείς. Η πρώτη αφορά σε δύο αναφορές που φέρεται να γράφτηκαν από τον σατιρικό συγγραφέα Λουκιανό τον Σαμοσατέα (125 – 180 μ.Χ.): «Στο έργο του μεγάλου συγγραφέα [sic] “Φιλόπατρις”, βλέπετε, αναφέρεται ο όρκος: “Νη τον άγνωστον εν Αθήναις” καθώς και ένα απόσπασμα που φαίνεται να δικαιώνει τον Παύλο: “[…] ημείς δε τον εν Αθήναις Άγνωστον εφευρόντες και προσκυνήσαντες χείρας εις ουρανόν εκτείναντες τούτω ευχαριστήσωμεν ως καταξιωθέντες τοιούτου κράτους υπήκοοι γενέσθαι”. Ωστόσο και στην περίπτωση αυτή, υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: το συγκεκριμένο έργο του Λουκιανού, λοιπόν, συγκαταλέγεται από τους ειδικούς στα ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΑ αφού εκτιμάται ότι πιθανότατα γράφτηκε τον Μεσαίωνα!» (Από το ανωτέρω άρθρο. Επιβεβαίωση: Έργα του Λουκιανού θεωρούμενα ως νόθα). Επίσης, ενίοτε προβάλλεται μια φωτογραφία ρωμαϊκού βωμού του 100 π.Χ. από τον Παλατίνο Λόφο της Ρώμης με την επιγραφή: SEI DEO SEI DEIVAE SAC [ RUM ] C. SEXTIUS ET CALVINUS PR [ AETOR ] DE SENATI SENSENTIA RESTITUIT (φωτογραφία του εδώ). «Σε διάφορες ξένες απολογητικές σελίδες αναφέρεται ότι η εν λόγω επιγραφή σημαίνει: “Τω αγνώστω θεώ”! Στην πραγματικότητα όμως αυτό που λέει το κείμενο είναι «Είτε σε θεό, είτε σε θεά». Το υπόλοιπο δε κομμάτι αναφέρει ότι ο βωμός αναστηλώθηκε κατ’ εντολή της Συγκλήτου από τον Σέξτο. Εικάζεται ότι ο βωμός είτε έφερε ήδη πριν από την αναστήλωσή του την επιγραφή είτε απλώς η θεότητα στην οποία ήταν αφιερωμένος, με το πέρασμα τού χρόνου και την εγκατάλειψη, είχε πλέον ξεχαστεί» («Περί του “αγνώστου θεού”», ό.π.). Οι πληροφορίες αυτές επισημαίνονται εδώ, για να μη χρησιμοποιούνται στο μέλλον, αφού είναι αναξιόπιστες. Πραγματικά όμως, δεν αφαιρούν τίποτε από την αξιοπιστία της διήγησης των Πράξεων, γιατί, όπως γράψαμε παραπάνω, οι βωμοί «αγνώστοις θεοίς» ή «αγνώστω θεώ» ήταν μια πραγματικότητα στην αρχαία Αθήνα.
4. Ο «βωμός των ξένων θεών» Τον 5ο αιώνα μ.Χ. ο άγιος Ιερώνυμος επικαλείται ως αφορμή της αναφοράς του Παύλου κάποιον βωμό αφιερωμένο «Τοις θεοίς Ασίας, Ευρώπης και Αφρικής, θεοίς αγνώστοις και ξένοις» και θεωρεί ότι ο απόστολος απέκοψε μόνο τη φράση «θεοίς αγνώστοις», μετατρέποντάς την μάλιστα στον ενικό αριθμό και παραλείποντας συνειδητά όλο το υπόλοιπο κείμενο, για να τη χρησιμοποιήσει ως εισαγωγή στην ομιλία του. Είναι εκπληκτικό το πόσο ενθουσιωδώς αγκαλιάζουν αυτή την αναφορά οι ιδεολογικοί πολέμιοι του χριστιανισμού και πόση αξιοπιστία της αποδίδουν αμέσως, προκειμένου να πλήξουν αυτά που οι ίδιοι νομίζουν ότι πρέπει να πλήξουν. Όμως, εκτός του ότι η πληροφορία αυτή είναι πολύ μεταγενέστερη, καλό θα είναι να συνυπολογίσουμε ότι: α) Θα έπρεπε να είναι όχι μόνο δόλιος και ψεύτης, αλλά και συγκλονιστικά ανόητος ο απόστολος Παύλος, για να διαστρέψει έτσι ένα κείμενο από δημόσιο χώρο και να το παρουσιάσει τόσο αλλοιωμένο ως προς τη μορφή και το νόημα, νομίζοντας ότι θα έπειθε ένα ακροατήριο που ζούσε στον ίδιο χώρο, όπου βρισκόταν το κείμενο. β) Αν ο Παύλος είχε υπόψιν αυτόν το συγκεκριμένο βωμό, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την επιγραφή του όπως είχε, γιατί μέσα στους «αγνώστους και ξένους θεούς» περιλαμβανόταν ασφαλώς και ο ιουδαϊκός θεός, για τον οποίο εκείνος θα μιλούσε (από χριστιανικής απόψεως βέβαια). Δεν υπήρχε κανείς λόγος να διαστρέψει την επιγραφή, και μάλιστα τόσο κατάφορα και με κίνδυνο να θεωρηθεί ενδεχομένως και βέβηλος εναντίον των θεών, με ευνόητη κατάληξη (Δ. Σκουρτέλης, ό.π.).
5. Ποιος ήταν ο «άγνωστος θεός»; Είχε δικαίωμα να τον επικαλεστεί ο απόστολος Παύλος; Με τον βωμό του αγνώστου θεού, οι Αθηναίοι σίγουρα δεν υπονοούσαν μια θεότητα όπως αντιλαμβανόμαστε το Θεό οι χριστιανοί. Η μόνη περίπτωση να συνέβαινε κάτι τέτοιο είναι να είχε ιδρυθεί ο βωμός από κάποιον φιλόσοφο, με μονοθεϊστικές τάσεις κάποιου είδους. Αν επρόκειτο για έναν από τους βωμούς που προαναφέραμε, ασφαλώς υπονοούσε μια θεότητα από εκείνες που λάτρευαν οι Αθηναίοι ή κάποια άγνωστη μεν, αλλά παρόμοια. Ο απόστολος Παύλος είναι πιθανόν να θεώρησε όντως ότι η επιγραφή του βωμού εννοούσε την πεποίθηση για την ύπαρξη και κάποιου άλλου, άγνωστου Θεού, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ο, κατά τους χριστιανούς, αληθινός Θεός. Δεν είναι παράλογο, εφόσον γνωρίζουμε ότι η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ήταν πολύ πλησιέστερη στο μονοθεϊσμό παρά στον κλασικό ελληνικό πολυθεϊσμό. Ίσως απλώς αξιοποίησε ρητορικά την επιγραφή, ώστε να συνδέσει τη θρησκευτική έκφραση των Αθηναίων (και κατ’ επέκτασιν των Ελλήνων), όχι με κάποια κοντόφθαλμη προπαγάνδα, όπως μερικοί νομίζουν, αλλά με τη βιωμένη γνώση του Θεού εν Χριστώ, την οποία είχαν οι χριστιανοί – πολλοί από τους οποίους ήδη ήταν Έλληνες ή από άλλα, εκτός Ιουδαϊσμού, έθνη. Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με κραυγές μίσους από τους ενδιαφερόμενους, γιατί φανερώνει κατάφαση της θρησκευτικής αναζήτησης των αρχαίων Ελλήνων και γενικά όλων των ανθρώπων, όπως και ολόκληρη η ομιλία του αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο. Δυστυχώς, η κατάφαση αυτή δεν αρέσει στους «αρχαιολάτρες», οι οποίοι αρέσκονται σε δήθεν φιλοσοφικές αοριστολογίες περί θείου ή απείρου και μισούν την ιδέα ότι ο Θεός μπορεί να γίνει γνωστός. Είναι δηλαδή σαν να μισούμε τη σύγχρονη φυσική με τις συγκεκριμένες ανακαλύψεις και διαπιστώσεις για τη φύση και τη λειτουργία του κόσμου και να επιμένουμε αποκλειστικά στις γενικές διαπιστώσεις (όσο πρωτοπόρες κι αν ήταν για την εποχή τους) των μεγάλων φυσικών των περασμένων αιώνων. Κατηγορούν το χριστιανισμό ότι «κατέβασε» το θείο από το βάθρο του και το περιόρισε στα όρια της ανθρώπινης νόησης. Ας σημειώσουμε όμως ότι για τους χριστιανούς ο Θεός παραμένει άγνωστος, ακατάληπτος, απερινόητος και απερίγραπτος, αλλά γίνεται γνωστός (όχι όμως και καταληπτός ή περιγραπτός) μέσω της ένωσής Του με τον άνθρωπο και της ένωσης του ανθρώπου με Αυτόν εν Χριστώ. Είναι σφάλμα να ισχυρίζονται μερικοί ότι οι χριστιανοί περιορίσαμε την έννοια του Θεού ή «του απείρου» σε ανθρώπινους ορισμούς και ανθρωπομορφικές περιγραφές. Μια εντρύφηση στη λεγόμενη «αποφατική θεολογία» των Πατέρων της Εκκλησίας (που ήταν συγχρόνως και Έλληνες φιλόσοφοι, καθόλου κατώτεροι από τους κλασικούς) θα καταδείξει του λόγου το αληθές. Δύο παραδείγματα, γνωστά στους μελετητές: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον, το μεν γαρ νοηθέν, τάχα αν λόγος δηλώσειεν, ει και μη μετρίως, αλλ’ αμυδρώς γε…» (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος). «Άπειρον το Θείον και ακατάληπτον και τούτο μόνον καταληπτόν, η απειρία και η ακαταληψία» (άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Βλ. και π. Ιω. Ρωμανίδη, «Αγνωσία ουσίας και ενέργειας στο Θεό» και Αρχαία φιλοσοφία και Χριστιανισμός. |
Δημιουργία αρχείου: 5-9-2020.
Τελευταία μορφοποίηση: 7-9-2020.