Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Αγία Γραφή

Η ερμηνεία τής Αγίας Γραφής * Τα "χαμένα" 18 χρόνια του Χριστού * Ο ακατανόητος δωδεκάχρονος Ιησούς * Ονοματοδοσία, Υπαπαντή του Κυρίου, και ο Ιησούς δωδεκαετής στο Ναό (Λουκ. 2, 21-52) * Ο "ασπασμός" στην Παναγία * Πότε γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός; * Οι δύο γενεαλογίες του Χριστού

Ο Χριστός έπαθε και ανέστη ως τέλειος άνθρωπος

Εμψύχωση και ενανθρώπηση τού Ιησού

Παναγιώτης Ι. Μπούμης

Ομότ. Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών

 

1. Κείμενα

Για την προσέγγιση και τον προσδιορισμό τής δημιουργίας και υπάρξεως τής ανθρώπινης φύσεως τού Ιησού Χριστού θα προσφύγουμε στο παρόν άρθρο κατά κύριο λόγο στις μαρτυρίες τής «ασώματης φωνής» τού αρχαγγέλου Γαβριήλ που θεωρούσε «σωματούμενον»1 τον Κύριο. Αυτές οι θεόπνευστες μαρτυρίες περιέχονται στους δύο ευαγγελιστές Ματθαίο και Λουκά.

 

Και κατ' αρχάς προσφεύγουμε στον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος εξιστορεί τα εξής (Ματθ. 1,18-21):

"Τού δε Ιησού Χριστού η γέννησις ούτως ην: Μνηστευθείσης γαρ τής μητρός αυτού Μαρίας τω   Ιωσήφ, πριν ή συνελθείν αυτούς, ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου".

(Και προσθέτει παρακάτω το):

"20 ...ιδού άγγελος Κυρίου κατ' όναρ εφάνη αυτώ (τω Ιωσήφ) λέγων· Ιωσήφ υιός Δαυίδ, μη φοβηθής παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκά σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ Πνεύματός εστιν Αγίου. 21 Τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν· αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού εκ τών αμαρτιών αυτών".

Και ερχόμαστε ακολούθως στον ευαγγελιστή Λουκά (τον και γιατρό), ο οποίος γράφει τα εξής (Λουκ. 1,30-35):

"Και είπεν ο άγγελος (Γαβριήλ) αυτή· μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. 31 Και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν".

(Και προς πραγματοποίηση αυτών)·

"35 Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι· διο και το γεννώμενον (εκ σού) άγιον κληθήσεται υιός Θεού".

 

2. Ερμηνευτική ανάλυση

Α. Εν συνεχεία και επί τη βάσει τών ανωτέρω κειμένων θα παρατηρούσαμε κατά πρώτον ότι ο Λουκάς διαφοροποιεί τη σύλληψη από τον τοκετό («συλλήψη»-«τέξη»), ενώ ο Ματθαίος αντιθέτως διαφοροποιεί τη γέννηση από τον τοκετό («γεννηθέν»-«τέξεται»). Ωστόσο τόσο η σύλληψη στον Λουκά όσο και η γέννηση στον Ματθαίο αντιπαρατίθενται προς τον τοκετό, προς το ίδιο γεγονός, το γεγονός τού τοκετού. Μήπως, λοιπόν, σύλληψη και γέννηση ταυτίζονται κατά τους δύο ευαγγελιστές, ότι δηλαδή είναι το ίδιο πράγμα στην περίπτωση τού Ιησού; Πάντως με τη μαρτυρία τού Λουκά επιβεβαιώνεται και η μαρτυρία τού Ματθαίου, κατά την οποία με την «επέλευση», με την επενέργεια, τού Αγίου Πνεύματος πραγματοποιήθηκε η γέννηση τού παιδίου Ιησού.

Παρά ταύτα πρέπει να σημειωθεί ότι με τα ανωτέρω δεν προσδιορίζεται και δεν τονίζεται η προσφορά, η ύπαρξη και η χρησιμοποίηση τού ανθρώπινου σωματικού υλικού στην περίπτωση τού Ιησού. Ίσως υπογραμμίζεται η συμβολή τού ανθρώπινου παράγοντος και μάλιστα τής γυναίκας στη σύλληψη και γέννηση τού παιδίου Ιησού, αλλά όχι η ύπαρξη για τη σύλληψη αυτή ανθρώπινου σωματικού υλικού.

 

Β. Γι' αυτό όμως, κατά δεύτερον και ιδιαιτέρως, πρέπει να προσέξουμε και το εξής: Ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς, εν αντιθέσει προς τον Ματθαίο, λέει «το γεννώμενον», αυτό που γεννάται, αυτό που γεννιέται. Δεν λέει το «γεννηθέν». Γιατί; Μήπως εξιστορεί την περίπτωση που δεν είχε ακόμη για τη γέννηση τού παιδίου επέλθει το Πνεύμα το Άγιον, την οποία ιστορεί ο Ματθαίος; Ίσως. Δεν λέει όμως ο Λουκάς ούτε «γεννηθησόμενον», ότι δηλ. θα γεννηθεί στο μέλλον, όταν επελεύσεται το Άγιο Πνεύμα. Αλλά λέει το «γεννώμενον». Μήπως δηλαδή αυτό μάς επιτρέπει να πούμε ότι, αν και δεν είχε επέλθει το Άγιο Πνεύμα, κάτι «εγεννάτο», κάτι γεννιόταν, προφανώς από τη Θεοτόκο;

Αυτή η άποψη περί τού «γεννώμενον» και μάλιστα από τη Θεοτόκο ενισχύεται και από την ύπαρξη σε μερικά χειρόγραφα τής γραφής «εκ σού» («το γεννώμενον εκ σού», έχουν). Εν αντιθέσει δηλ. με το «γεννηθέν εν αυτή» τού Ματθαίου έχουμε στον Λουκά «το γενώμενον εκ σού». Με αυτή τη γραφή δεν έχουμε δηλ. διαφορά μόνο στον χρόνο («γεννηθέν» ο Ματθαίος, «γεννώμενον» ο Λουκάς), αλλά έχουμε διαφορά και στις προθέσεις (ο Ματθαίος «εν αυτή», ο Λουκάς «εκ σού»). Και αυτό ασφαλώς έχει τον λόγο του.

Οι επισημάνσεις αυτές τι μάς υποδεικνύουν ή και επιβεβαιώνουν; Ότι το γεννώμενον (μαζί με το «εκ σού») προφανώς υπονοεί ότι μόνο από τη Θεοτόκο ήταν το γεννώμενον εκείνη τη στιγμή και άρα υπονοεί μόνο το κατά σάρκα. Έτσι βρισκόμαστε προ τής επελεύσεως τού Αγίου Πνεύματος. Ενώ το «γεννηθέν» (μαζί με το «εν αυτή») υπονοεί ότι το γεννηθέν δεν ήταν μόνον από τη Θεοτόκο, αλλά και από άλλον παράγοντα, προφανώς από το Πνεύμα το Άγιο, ότι ήταν με την επέλευση τού Αγίου Πνεύματος.

 

Γ. Αλλ' ας δούμε και αναλυτικότερα τις παρεχόμενες πληροφορίες τού Λουκά, από τις οποίες μπορούμε να κάνουμε και ορισμένες ειδικότερες παρατηρήσεις χρήσιμες αλλά και κρίσιμες ακόμη και ως προς το ερώτημα τής ώρας τής εμψυχώσεως τού «γεννωμένου» και τη σχέση της με την ώρα τής συλλήψεως. Ας δούμε:

α) Έτσι, από τη μια μεριά (Λουκ. 1,31) λέει η περικοπή «συλλήψη» (θα συλλάβεις στο μέλλον, μέλλων χρόνος) και από την άλλη (στίχ. 35) λέει «το γεννώμενον» (αυτό που γεννάται, ενεστώς), αυτό που «γεννιέται», που «γίνεται» τώρα. Έτσι παρέχεται η εντύπωση ότι, αν και δεν είχε συλλάβει ακόμη η Μαριάμ, όμως ο υιός της γεννιόταν ή «γινόταν», ότι είχε αρχίσει να γεννιέται.

β) Συναφώς πρέπει να προσέξουμε και το εξής: Ότι (στο στίχ. 35) λέει «πνεύμα άγιον επελεύσεται» (πάλι μέλλοντα χρόνο) και συμπληρώνει «διο και το γεννώμενον» (αυτό που γεννιέται τώρα, στον ενεστώτα χρόνο). Δηλαδή και πάλι δίδεται η εντύπωση ότι, αν και δεν είχε γίνει η επέλευση τού Αγίου Πνεύματος, όμως κάτι γεννιόταν. Έτσι με τον συνδυασμό τών δύο αυτών χωρίων (στίχ. 31 και 35) και με την αντιπαράθεση τών χρόνων (τους μέλλοντες: συλλήψη-επελεύσεται, προς τον ενεστώτα γεννώμενον) μάλλον συγχρονίζεται η σύλληψη με την επέλευση τού Πνεύματος τού Αγίου.

γ) Περαιτέρω θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε και τα εξής, με τα οποία ενισχύονται και τα προηγούμενα. Λέει ο Λουκάς: Όταν «πνεύμα άγιον επελεύσεται», τότε θα κληθεί άγιον «το γεννώμενον» («άγιον κληθήσεται»). Αν και λέει «το γεννώμενον» (αυτό που γεννιέται, ενεστώς), δεν λέει «καλείται». Έτσι πάλιν παρέχεται η εντύπωση ότι, αν και γεννιόταν, είχε δηλ. αρχίσει η δημιουργία του, όμως δεν εκαλείτο και άγιον. Θα εκαλείτο ύστερα με (κατά) την επέλευση τού Αγίου Πνεύματος, κατά τη σύλληψη. Μήπως τότε θα ήταν απηρτισμένος άνθρωπος αυτό το «γεννώμενον»; Μήπως δηλαδή τότε θα γινόταν και η εμψύχωση; Μήπως τότε θα γινόταν η πλήρης, η «αληθώς»2 ανθρώπινη (σώμα-ψυχή λογική) φύση; Γι' αυτό και λέει (τότε, μέλλων) «κληθήσεται» άγιον.

δ) Κατά παρόμοιο τρόπο παρέχεται, νομίζουμε, και η εξής επιπλέον εντύπωση: Ότι όταν «επελεύσεται το άγιον Πνεύμα», τότε «θα κληθεί υιός Θεού». Όταν το Άγιον Πνεύμα «επελεύσεται» και γίνει η σύλληψη, η δημιουργία τής πλήρους, τής εμψυχωμένης, ανθρώπινης φύσεως, τότε «θα κληθεί» Υιός Θεού· τότε θα πραγματοποιηθεί η ένωση και τής θείας φύσεως, τής φύσεως τού Υιού τού Θεού, με αυτήν τής ανθρώπινης φύσεως. Τότε θα γινόταν η ένωση τών δύο φύσεων τού Χριστού.

Ίσως εδώ μπορούμε να προσθέσουμε και το εξής: Μήπως η απουσία τού συμπλεκτικού συνδέσμου «και» μεταξύ τού «άγιον κληθήσεται» και τού «υιός Θεού» μάς υποδηλώνει το ένα πρόσωπο με τις δύο φύσεις: Την ανθρώπινη («άγιον») και τη θεία («υιός Θεού»); Και μήπως πράγματι κατ' εκείνη, από εκείνη, τη στιγμή έχουμε τη θεία και ανθρώπινη ύπαρξη-υπόσταση τού Ιησού Χριστού, ενωμένη τη θεία και ανθρώπινη φύση Του;

 

Δ. Στο σημείο αυτό για λόγους και επιστημονικής δεοντολογίας πρέπει να αναφέρουμε και το εξής: Εκτός από αυτήν την ανάγνωση η πρόταση «διο και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού» έχει (παίρνει) και την ανάγνωση: «διο και το γεννώμενον άγιον ― κληθήσεται υιός Θεού». Δηλαδή το άγιον συνδέεται με το γεννώμενον (το γεννώμενον άγιον) και όχι με το «κληθήσεται υιός Θεού».

Ωστόσο εδώ τίθεται η εξής ένσταση: Αν το γεννώμενον ήταν άγιο εξ αρχής, προ τής επελεύσεως τού Αγίου Πνεύματος και τής συλλήψεως, τότε δεν θα ήταν άγιο ένεκα τής επελεύσεως τού Αγίου Πνεύματος, δηλ. το άγιον δεν θα ήταν αποτέλεσμα τής επελεύσεως τού Αγίου Πνεύματος, αλλά άλλου «τινός» παράγοντος. Όμως η λέξη «διο» δείχνει την αγιότητα να είναι μάλλον αποτέλεσμα τής επελεύσεως τού Αγίου Πνεύματος. Αλλ' ας ερευνήσουμε ακόμη και να μην την απορρίψουμε.

Πράγματι είναι δυνατόν να αντιπροταθεί ότι η ανάγνωση αυτή θεωρεί ότι το γεννώμενον ήταν άγιο, επειδή προερχόταν από την αγία Θεοτόκο, επειδή δηλ. η Θεοτόκος ήταν αγία. Ίσως μάλιστα και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αυτό εννοεί και τουλάχιστον σε μια τέτοια εντύπωση καταλήγουμε και από αυτά που γράφει σε ερμηνευτικό του σχόλιο στο «γενέθλιον» τού Ιησού Χριστού. Λέει συγκεκριμένως εκεί: «Ώσπερ τεχνίτης ευρών ύλην χρησιμωτάτην, κάλλιστον απεργάζεται σκεύος, ούτω και ο Χριστός ευρών τής παρθένου άγιον και το σώμα και την ψυχήν, έμψυχον εαυτώ κατεκόσμησε ναόν, ον εβουλήθη (= ηθέλησε) τρόπον πλάσας τον άνθρωπον εν τη παρθένω»3.

Επίσης στο κείμενο αυτό τού Χρυσοστόμου επισημαίνουμε τη χρησιμοποίηση τού ρήματος ευρίσκω, το οποίο είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως στο Ευαγγέλιό του και ο Λουκάς («εύρες χάριν παρά τω Θεώ»). Το κοινό ρήμα ευρίσκω μάς συνδέει τα δύο κείμενα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μάς ωθεί να προχωρήσουμε και να πούμε με βοηθό τον Χρυσόστομο, ότι ο Θεός χαρίτωσε («χάριν παρά τω Θεώ») τη Θεοτόκο, ο Θεός την εξέλεξε, επειδή την βρήκε αγία («άγιον το σώμα και την ψυχήν») κατάλληλη για λήψη σωματικού υλικού και κατάλληλη για σκεύος συλλήψεως τού Ιησού Χριστού. Και γι' αυτό έλαβε το υλικό («το γεννώμενον») από αυτήν, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η σύλληψη Αυτού.

 

Ε. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (ca 680-749) προσδιορίζει ακόμη περισσότερο το σωματικό υλικό και μιλάει περί «αγνών και καθαρωτάτων αιμάτων»4 τής Θεοτόκου. Και πιο κάτω επαναλαμβάνει περί «αγνών τής Παρθένου αιμάτων»5. Ίσως μόνο εδώ θα προσθέταμε ότι ο Δαμασκηνός αποφεύγει να πει αγίων αιμάτων και λέει αγνών, γιατί πιθανόν τον επηρεάζει (ανακόπτει) η προηγούμενη ανάγνωση-γραφή «άγιον κληθήσεται (στο μέλλον)». Επίσης θα πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν μιλάει ο Δαμασκηνός περί σώματος αγνού, αλλά περί αιμάτων αγνών. Αυτό ίσως πράττει και αποφεύγει τον όρο σώμα, γιατί μάλλον θεωρούσε ότι το μεν αίμα υπήρχε, αλλά ότι θα διαμορφωνόταν σε σώμα (πρβλ. το «σωματούμενον» τού ακαθίστου ύμνου) θαυματουργικώς με την επέλευση τού Πνεύματος τού Αγίου και με τη δύναμη τού Θεού τού Υψίστου. Αυτό δεν αντιτίθεται προς τα λεγόμενα τού Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, αλλά μάλλον και συμφωνούν, ιδίως επειδή και ο Χρυσόστομος χρησιμοποιεί τα ρήματα απεργάζεται, κατεκόσμησε και τη μετοχή πλάσας, τα οποία υποδηλώνουν μία ενέργεια (πρβλ. το «ον εβουλήθη τρόπον») και μία διαμόρφωση. Επομένως δεν παύει να ισχύει και η προηγούμενη ανάγνωση-γραφή «άγιον κληθήσεται».

Ίσως ακόμη μπορεί να συνδυαστούν και οι δύο αναγνώσεις-γραφές και να πούμε ότι είναι άγιο, επειδή προέρχεται και από την αγία Θεοτόκο και από το Πνεύμα το Άγιο. Έτσι νομίζουμε ότι μπορούν να ισχύουν ή να ισχύσουν και οι δύο αναγνώσεις-γραφές τού κειμένου τού Λουκά, ή μάλλον πρέπει να ισχύουν ή να ισχύσουν και ίσως γι' αυτό έτσι διατυπώθηκε το κείμενο, για να μάς επιτραπεί να πούμε ότι ισχύουν και οι δύο.

 

ΣΤ. Πάντως και από τις δύο αναγνώσεις-περιπτώσεις είτε το σωματικό υλικό χαρακτηρίζεται άγιο εξ αρχής από τής λήψεώς του, είτε θα χαρακτηριστεί αργότερα κατά την επέλευση τού Αγίου Πνεύματος, ή μάλλον και από τα δύο (όπως ελέχθη), τίποτε δεν εμποδίζει να δεχθούμε ότι με την επέλευση τού Αγίου Πνεύματος και με την επισκίαση τής δυνάμεως τού Υψίστου έχουμε τη σύλληψη τού Ιησού και την εμψύχωσή Του. Ακόμη περισσότερο συγκεκριμένα να προσθέσουμε ότι με την εμψύχωση έχουμε την πλήρη, την αληθινή ανθρώπινη φύση (το σώμα και τη λογική ψυχή).

Γι' αυτό και ο Χρυσόστομος λέει: «Ο Χριστός... έμψυχον εαυτώ κατεκόσμησε ναόν, ον εβουλήθη τρόπον πλάσας τον άνθρωπον εν τη παρθένω». Ο δε Δαμασκηνός γράφει: «Ο Υιός τού Θεού συνέπηξεν εαυτώ εκ τών αγνών και καθαρωτάτων αυτής (τής αγίας παρθένου) αιμάτων σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική τε και νοερά»6. Υπογραμμίζουμε τις εκφράσεις «έμψυχον κατεκόσμησε ναόν», «πλάσας τον άνθρωπον», «συνέπηξεν σάρκα εμψυχωμένην».

Επομένως επαναλαμβάνουμε· τίποτε δεν εμποδίζει ή μάλλον αντιθέτως τα δεδομένα μάς παρακινούν να καταλήξουμε ότι έχουμε το σωματικό μεν υλικό από τη Θεοτόκο και με την επέλευση τού Πνεύματος τού Αγίου και τη δύναμη τού Υψίστου έχουμε και την εμψύχωση, έχουμε και τη λογική ψυχή και έτσι τελικά έχουμε την ύπαρξη σώματος και ψυχής, τη γέννηση τού τέλειου ανθρώπου, την ενανθρώπηση τού Ιησού.

Μετά από όλα αυτά θα έλεγε κάποιος ότι ακολουθήσαμε μία δυναμική, κατά γράμμα και κατά πνεύμα, ανάλυση και ερμηνεία τών δύο κειμένων, τού Ματθαίου και τού Λουκά. Αντιθέτως εμείς θα λέγαμε ότι προβήκαμε σε μία κατά γράμμα και κατά πνεύμα ερμηνεία ή μάλλον προσέγγιση τής δημιουργικής-δυναμικής παρουσίας και πορείας τής χάριτος τού Θεού, τού Πνεύματος τού Αγίου και τής δυνάμεως τού Υψίστου, καθώς και τών αποτελεσμάτων, αυτών τών υπέρ νουν θαυμάτων, τα οποία συνετελέσθησαν κατά την ενανθρώπηση τού Ιησού Χριστού.

 

3. Μία συνδυαστική θεώρηση

Ωστόσο τώρα ας μάς επιτραπεί να κάνουμε και μία σύντομη συνδυαστική θεώρηση τών δύο κειμένων τών ευαγγελιστών Λουκά και Ματθαίου και τών δεδομένων αυτών με τη βοήθεια και τών Ιωάννου τού Χρυσοστόμου και Ιωάννου τού Δαμασκηνού, τών εκπροσώπων αυτών τής ιωαννείου ορθόδοξης Εκκλησίας.

α) Το «γεννώμενον» στον Λουκά

έγινε «γεννηθέν» στον Ματθαίο.

Ό,τι δηλαδή είχε αρχίσει να γεννιέται ήδη γεννήθηκε.

β) Το γεννώμενον («εκ σού», εκ τής Παρθένου)

έγινε γεννηθέν («εν αυτή», εν τη Παρθένω).

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι η έκφραση «εν αυτή» δεν αποκλείει την περίπτωση να γεννήθηκε και από κάτι άλλο (από το Πνεύμα το Άγιο).

γ) Πράγματι το «επελεύσεται Πνεύμα Άγιον»

έγινε «εκ Πνεύματος Αγίου εστί».

Η προαγγελία, το μελλοντικό, έγινε παρόν, πραγματικότητα.

δ) Επίσης το «γεννώμενον άγιον» (η μία ανάγνωση)

γίνεται και «άγιον κληθήσεται» (η άλλη ανάγνωση).

Η μία ανάγνωση δεν αναιρεί την άλλη, αλλά συνδυάζονται.

ε) Όταν επήλθε το Πνεύμα το Άγιον και «επεσκίασε η δύναμις τού Υψίστου»,

τότε έγινε και η εμψύχωση, η σύλληψη, η γέννηση τού γεννωμένου.

στ) Όταν εμψυχώθηκε με τη νοερή και λογική ψυχή,

τότε έγινε πλήρης άνθρωπος, αληθινός, τέλειος από σώμα και ψυχή.

ζ) Τα αγνά και καθαρά (άγια αίματα, κατά τον Δαμασκηνό),

έγιναν έμψυχος ναός (σώμα-ψυχή, κατά τον Χρυσόστομο).

η) Ήδη έχουμε σαφώς τη μαρτυρία τής υπάρξεως ψυχής και σώματος, τής τέλειας και αληθινής ανθρώπινης φύσεως στον Ιησού Χριστό.

 

4. Συμπεράσματα-Πορίσματα

Θα λέγαμε, λοιπόν, κατόπιν όλων τών ανωτέρω αναφερθέντων συμπερασματικώς τα εξής:

1) Με την αναγγελία στην Παρθένο Μαρία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ τής συλλήψεως εκ μέρους της τού Ιησού έχουμε συγχρόνως την αναγγελία ότι αυτό θα γινόταν με την επέλευση τού Αγίου Πνεύματος και την επισκίαση τής δυνάμεως τού Υψίστου σ' αυτήν.

2) Αλλά προ αυτής τής επελεύσεως υποδηλώνεται επίσης με τους λόγους τού αγγέλου ότι υπήρχε «κάτι» που «γεννιόταν», υπήρχε το «γεννώμενον» που προερχόταν από το σώμα, από το αίμα τής Θεοτόκου (πρβλ. το «εκ σού»).

3) Αυτό το «κάτι» που γεννιόταν εκ μέρους τής Θεοτόκου προοριζόταν να χρησιμεύσει ως σωματικό ανθρώπινο υλικό για την υπερφυσική σύλληψη και τη γέννηση «εν αυτή» τού Ιησού ως ανθρώπου.

4) Όταν το Πνεύμα το Άγιον επήλθε στη Θεοτόκο, τότε έγινε η σύλληψη και η εμψύχωση τού αγίου παιδίου, τότε έχουμε την πλήρη, την τέλεια, την αληθώς ανθρώπινη φύση (σώμα-λογική ψυχή).

5) Προφανώς με αυτό το θαυμαστό ιστορικό γεγονός έχουμε την καθιέρωση, το περιεχόμενο και τον προσδιορισμό τής έννοιας άνθρωπος. Άνθρωπος είναι εξ αρχής ο αποτελούμενος εκ σώματος και ψυχής λογικής.

6) Επίσης όταν επήλθε το Πνεύμα το Άγιον στη Θεοτόκο, έγινε συγχρόνως και η ένωση τής τέλειας θείας φύσεως τού Υιού τού Θεού με την τέλεια ανθρώπινη φύση.

7) Και ασφαλώς ο Χριστός ως άνθρωπος τέλειος και αληθινός έπαθε και ανέστη εκ νεκρών, για να σώσει «αυτός τον λαόν αυτού (τους ανθρώπους) εκ τών αμαρτιών αυτών» (Ματθ. 1,21).

8) Έτσι κατέστη ο Ιησούς Χριστός εκτός από «πρωτότοκος πάσης κτίσεως... και η κεφαλή τού σώματος, τής Εκκλησίας» και «ος (= αυτός) εστιν αρχή, πρωτότοκος εκ τών νεκρών, ίνα γένηται εν πάσιν αυτός πρωτεύων» (Κολοσ. 1,15-18). Αυτός και όχι άλλος (κανένας).

 

Σημειώσεις


1. Ακάθιστος  ύμνος, αρχή.

2. Όρος  τής  Δ΄  Οικουμ.  Συνόδου  στο  Ιω.  Καρμίρη, Δογματικά  και  Συμβολικά  Μνημεία  τής  Ορθοδόξου  Καθολικής  Εκκλησίας, Τόμ. Α1, Εν  Αθήναις  1952, σελ. 156. 

3. Εις  το  γενέθλιον  τού  Σωτήρος  ημών  Ιησού  Χριστού, Λόγος, έκδ.  Bernardi  de  Montfaucon, Τού  εν  αγίοις  πατρός  ημών  Ιωάννου  Αρχιεπ.  Κωνσταντινουπόλεως  τού  Χρυσοστόμου  τα  Ευρισκόμενα  πάντα..., τ. 6, Parisiis  1724, σ. 395.

4. Έκδοσις  ακριβής  τής  Ορθοδόξου  Πίστεως  ΙΙΙ  2, PG  94,985B.

5. Όπ.  παρ., στ. 985C.

6. Όπ. παρ., PG  94,985B.

Δημιουργία αρχείου: 25-5-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 25-5-2020.

ΕΠΑΝΩ