Η πτώση των πρωτοπλάστων από τη θεία κατάπαυση * Πλάσθηκε τέλειος ο Αδάμ; * Μεγάλου Βασιλείου περί Πρώτης Δημιουργικής Ημέρας * Η διδασκαλία αγίων Πατέρων και Θεολόγων για το "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" * Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως εικόνα τού Χριστού * Ο θρήνος τού Αδάμ
Βιβλιοπαρουσίαση:
«Δερμάτινοι χιτώνες» Νέο βιβλίο Τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου με τίτλο «Δερμάτινοι χιτώνες» και υπότιτλο «Αναφορά στην βιολογική ζωή, τις ασθένειες, τα γηρατειά, τον θάνατο και την ώρα τού θανάτου». Δημοσιεύουμε στην συνέχεια την εισαγωγή τού Σεβασμιωτάτου και τα περιεχόμενα τού νέου βιβλίου που αντιμετωπίζει κρίσιμα και φλέγοντα θέματα για τον άνθρωπο κάθε εποχής και ιδιαιτέρως τον σύγχρονο άνθρωπο.
Εισαγωγικά τού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Η πτώση τών Πρωτοπλάστων ήταν ένα συνταρακτικό γεγονός στην ζωή τους, αλλά και σε όλους τους απογόνους τους και καθορίζει την ζωή όλων τών ανθρώπων. Με την πτώση αυτή ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από τον Θεό, που είναι η πηγή τής ζωής, και έτσι επήλθε ο θάνατος, πρώτα ο πνευματικός και στην συνέχεια ο σωματικός.
Ο Αδάμ προ και μετά την πτώση Οι άγιοι Πατέρες ερμήνευσαν, μέσα από την δική τους πνευματική εμπειρία που είχαν, το πώς ζούσε ο Αδάμ προ τής πτώσεως στον Παράδεισο και τι έγινε μετά από αυτήν. Δηλαδή, με βάση την ζωή τής θεώσεως που ζούσαν περιέγραψαν την ζωή τών Πρωτοπλάστων στον Παράδεισο, αλλά και την τραγικότητα τής ζωής μετά την πτώση. Ο ιερός Χρυσόστομος κάνει λόγο για την αγγελική ζωή τών Πρωτοπλάστων πριν την πτώση, αφού δεν φλέγονταν από επιθυμίες και πάθη, δεν υπόκειντο στις ανάγκες τής φύσεως, ήταν άφθαρτοι και αθάνατοι και δεν χρειάζονταν να φορέσουν ιμάτια. «Καθάπερ άγγελοι ούτω διητώντο εν τω παραδείσω, ουχ υπό επιθυμίας φλεγόμενοι, ουχ υπό ετέρων παθών πολιορκούμενοι, ου ταις ανάγκαις τής φύσεως υποκείμενοι, αλλά δι’ όλου άφθαρτοι κτισθέντες και αθάνατοι, όπουγε ουδέ τής τών ιματίων περιβολής εδέοντο». Ήταν γυμνοί, αλλά «τη άνωθεν ήσαν δόξη ημφιεσμένοι, δι’ ό ουδέν ησχύνοντο». Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου. Γράφει: «Τοιγαρούν και επλάσθη σώμα μεν έχων ο Αδάμ άφθαρτον, υλικόν μέντοιγε και όλον ούπω πνευματικόν, και ως βασιλεύς αθάνατος εν αφθάρτω κόσμω, ου λέγω μόνω τω παραδείσω, αλλ’ εν πάση τη υπ’ ουρανόν, κατέστη υπό τού δημιουργού Θεού». Σε ένα ποίημά του παρουσιάζει τον Θεό να λέγη ότι ο άνθρωπος είναι διπλούς, δηλαδή αποτελείται από ψυχή και σώμα, και με τους αισθητούς οφθαλμούς έβλεπε τα κτίσματα, ενώ με τους νοερούς οφθαλμούς «πρόσωπον έβλεπεν εμού τού κτίστου, εθεώρει μου την δόξαν και ωμίλει μοι καθ’ ώραν». Μετά, όμως, που έφαγε το ξύλο «απετυφλώθη και εγένετο εν σκότει τού θανάτου». Είναι αξιόλογη η διδασκαλία τού αγίου Σιλουανού τού Αθωνίτου: «Ο Αδάμ, ο πατέρας τής οικουμένης, γνώρισε στον Παράδεισο την γλυκύτητα τής θείας αγάπης». Ενθυμούμενος δε, μετά την πτώση, αυτήν την ζωή «θλιβόταν και οδυρόταν με βαθείς αναστεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του: "Λύπησα τον αγαπημένο μου Θεό". Δεν μετάνοιωσε τόσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο για την απώλεια τής θείας αγάπης, που προσείλκυε ακόρεστα την ψυχή στον Θεό». Έτσι, ο «αδαμιαίος θρήνος» γινόταν λόγω τής μεγάλης αγάπης που γνώρισε ο Αδάμ στον Παράδεισο πριν την πτώση. «Ο Αδάμ πορευόταν επάνω στην γη και δάκρυζε από τον πόνο τής καρδιάς, και με το νου του σκεπτόταν αδιάκοπα τον Θεό. Και όταν το ταλαιπωρημένο σώμα του δεν είχε πια δάκρυα, τότε το πνεύμα του φλεγόταν για τον Θεό, γιατί δεν μπορούσε να λησμονήσει το κάλλος τού Παραδείσου. Όμως όλο και περισσότερο η ψυχή τού Αδάμ αγαπούσε τον Θεό και συνεχώς ορμούσε με τη δύναμη αυτής τής αγάπης προς Αυτόν». Ο άγιος Σιλουανός παρουσιάζει τον Αδάμ να διηγήται την ζωή που πέρασε στον Παράδεισο, αλλά να λέγη και τον πόνο που αισθανόταν στην εξορία, λόγω τής αναμνήσεως τού αγαπημένου Θεού: «Στον Παράδεισο ήμουν χαρούμενος, με εύφρανε το Πνεύμα τού Θεού και ήμουν απαλλαγμένος από παθήματα. Όταν, όμως, εξορίστηκα από τον Παράδεισο, τότε ζώα και πουλιά, που με αγαπούσαν προηγουμένως, άρχισαν να με φοβούνται και να με αποφεύγουν· οι κακές σκέψεις τάραζαν την καρδιά μου· κρύο και πείνα με βασάνιζαν· με έκαιγε ο ήλιος και με έδερναν οι άνεμοι· με κατάβρεχαν οι βροχές και με καταπονούσαν οι αρρώστιες και τα υπόλοιπα δεινά τής γης. Εγώ, όμως τα υπέφερα όλα με ακλόνητη ελπίδα στον Θεό».
Οι δερμάτινοι χιτώνες ως η φθαρτότητα και η θνητότητα Η Παλαιά Διαθήκη γράφει ότι ο Θεός μετά την πτώση τού Αδάμ και τής Εύας με την αγάπη Του έραψε δερμάτινους χιτώνες για να φορέσουν και να σκεπάσουν την γύμνωσή τους. «Και εποίησεν Κύριος ο Θεός τω Αδάμ και τη γυναικί αυτού χιτώνας δερματίνους και ενέδυσεν αυτούς» (Γεν. γ΄, 21). Αυτό το χωρίο δείχνει ότι το σώμα τού ανθρώπου έχασε την προηγούμενη δόξα του, και, ενώ πρώτα ήταν πάνω από τις συνθήκες τού περιβάλλοντος, τώρα δέχεται την επήρειά του και έχει ανάγκη να δεχθή κάτι προστατευτικό. Οπότε, υπήρξε μια συνταρακτική αλλαγή στην ζωή τού ανθρώπου μετά την απομάκρυνσή του από τον Θεό. Η διήγηση τής Παλαιάς Διαθήκης ότι ο ίδιος ο Θεός έραψε τους δερμάτινους χιτώνες θέλει να δείξη την αγάπη και την φιλανθρωπία Του στον άνθρωπο, ακόμη και στην κατάσταση τής πτώσεώς του. Έτσι, οι δερμάτινοι χιτώνες είναι αποτέλεσμα τής πτώσεως τού ανθρώπου, αλλά συγχρόνως και έκφραση τής αγάπης τού Θεού και ευλογία για την σκληρότητα τών συνθηκών τής πτωτικής ζωής. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αναφερόμενος στο γεγονός τής πτώσεως, κάνει λόγο για «ζόφωσιν» τής θείας εικόνας στον άνθρωπο, για «γύμνωσιν» τού ανθρώπου από την «άφθονον χάριν τού Πνεύματος» και για «ένδυσιν τών δερματίνων χιτώνων» που είναι οι χιτώνες «τής νεκρώσεως». Κατά την διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας οι δερμάτινοι χιτώνες δεν είναι απλώς τα ενδύματα που φόρεσαν οι άνθρωποι για να προστατευθούν από τις συνθήκες τού περιβάλλοντος, αλλά είναι ο τρόπος ζωής που προσέλαβε από τα άλογα ζώα και από τα οποία προηγουμένως οι Πρωτόπλαστοι ήταν ελεύθεροι, απαλλαγμένοι. Έτσι, οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύουν τους δερμάτινους χιτώνες ως την φθαρτότητα και την θνητότητα, που είναι η ζωή τών αλόγων ζώων. Οπότε, το συνταρακτικό γεγονός τής πτώσεως, που συνδεόταν με την απώλεια τής θείας ζωής, την γύμνωση από την Χάρη τού Θεού και την ζόφωση, συνεχίζεται με την αλλαγή όλης τής ψυχοσωματικής συγκροτήσεως τού ανθρώπου και είναι μια τραγική κατάσταση. Στην ζωή τών Πρωτοπλάστων μετά την πτώση έγινε κάτι τραγικό. Ειδικότερα, στην διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας συναντάμε πολλές ερμηνευτικές αναλύσεις σχετικά με τους δερμάτινους χιτώνες με τους οποίους ενέδυσε ο Θεός τους Πρωτοπλάστους μετά την πτώση. Είναι κάτι που ενδύεται ο άνθρωπος από το περιβάλλον, αφού προηγουμένως έχασε κάτι που είχε. Πριν την πτώση ενδυόταν από την Χάρη τού Θεού που κυριαρχούσε στην ψυχή και το σώμα, αλλά στην συνέχεια αυτό το θείο ένδυμα αντικαταστάθηκε από τους δερμάτινους χιτώνες. Πρόκειται για την φθαρτότητα και την θνητότητα, την ζωή τών αλόγων ζώων που εισήλθε στον άνθρωπο ο οποίος προηγουμένως ζούσε στον Παράδεισο ως άγγελος. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης αναφέρεται στους δερμάτινους χιτώνες και δίνει την θεολογική ερμηνεία τους. Γράφει ότι στην πρώτη ζωή, που δημιούργησε ο Θεός, δεν υπήρχε ούτε γήρας, ούτε νηπιότητα, ούτε τα πάθη από διάφορες ασθένειες, ούτε κάτι άλλο από την σωματική ταλαιπωρία, αφού δεν ήταν δυνατόν να δημιουργήση όλα αυτά ο Θεός, αλλά η ανθρώπινη φύση ήταν κάτι το θείο προτού ορμήση στην ανθρωπότητα το κακό. «Ταύτα δε πάντα τη εισόδω τής κακίας ημίν συνεισέβαλεν». Στην συνέχεια λέγει ότι η φύση μας με την πτώση έγινε εμπαθής και έτσι αναγκαστικά υπέστη όλα όσα είναι επακόλουθα τών παθών. Όλα τα εμπαθή «εκ τής αλόγου ζωής τη ανθρωπίνη κατεμίχθη φύσει», ενώ προηγουμένως δεν υπήρχαν στον άνθρωπο. Κάνοντας λόγο για τους δερμάτινους χιτώνες γράφει: «δέρμα δε ακούων το σχήμα τής αλόγου φύσεως νοείν μοι δοκώ, ω προς το πάθος οικειωθέντες περιεβλήθημεν». Αναλυτικά, στους δερμάτινους χιτώνες, σε αυτά δηλαδή που προσέλαβε «από τού αλόγου δέρματος», περιλαμβάνονται «η μίξις, η σύλληψις, ο τόκος, ο ρύπος, η θηλή, η τροφή, η εκποίησις, η κατ’ ολίγον επί το τέλειον αύξησις, η ακμή, το γήρας, η νόσος, ο θάνατος». Στο Περί κατασκευής τού ανθρώπου έργο του ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναφέρεται στα άλογα πάθη που είναι μέσα μας και έχουν αφορμή και συγγένεια «προς την άλογον φύσιν». Στον πεπτωκότα άνθρωπο εισήλθε η ζωή τών αλόγων ζώων, ως προς τον τρόπο τής γενέσεως. «Οις γαρ η άλογος ζωή προς συντήρησιν εαυτής ησφαλίσθη, ταύτα, προς τον ανθρώπινον μετενεχθέντα βίον, πάθη εγένετο». Αναφερόμενος στα διάφορα πάθη τού παθητικού μέρους τής ψυχής λέγει ότι όλα αυτά και τα παρόμοια εισήλθαν στην κατασκευή τού ανθρώπου «δια τής κτηνώδους γενέσεως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφέρεται στους δερμάτινους χιτώνες: «Εξόριστος γίνεται (ο Αδάμ) και τους δερματίνους αμφιέννυται χιτώνας (ίσως την παχυτέραν σάρκα και θνητήν και αντίτυπον)». Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρεται στο γεγονός τής πτώσεως, στο ότι ο άνθρωπος, με τον δελεασμό τού διαβόλου, δεν φύλαξε την εντολή τού δημιουργού και γι’ αυτό γυμνώθηκε από την Χάρη τού Θεού και απεκδύθηκε την παρρησία προς τον Θεό και στην συνέχεια σκεπάσθηκε από τα φύλλα τής συκής που είναι η τραχύτητα «τού μοχθηρού βίου». Έπειτα, ενδύθηκε τα νεκρά δέρματα, δηλαδή περιεβλήθηκε την νέκρωση «ήτοι την θνητότητα και παχύτητα τής σαρκός» και εξορίσθηκε από τον Παράδεισο και έτσι έγινε κατάκριτος στον θάνατο και υποχείριος στην φθορά. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον Κανόνα του (τον λεγόμενο Μέγα Κανόνα) κάνει ευρύτατη αναφορά στην κατάσταση αυτή. Κάνει λόγο για αμαύρωση τού ωραίου τής ψυχής· για την απώλεια τού πρωτοκτίστου κάλλους και τής ευπρέπειας· για σπίλωση τού χιτώνος τής σαρκός και καταρρύπωση τού κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση· για διάρρηξη (ξέσκισμα) τής πρώτης στολής την οποία εξύφανε «ο Πλαστουργός εξ αρχής, και ένθεν κείμαι γυμνός»· για ένδυση με τον «διερρηγμένον χιτώνα»· για ένδυση με «τους δερματίνους χιτώνας», που κατέρραψε η αμαρτία, αφού προηγουμένως τον γύμνωσε «τής θεοϋφάντου στολής» (ωδή β΄).
Η ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού ως απέκδυση τών δερματίνων χιτώνων Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε εκουσίως το φθαρτό και το θνητό σώμα, χωρίς την αμαρτία, για να νικήση τον θάνατο επάνω Του και να γίνη έτσι το φάρμακο τής αθανασίας στον άνθρωπο, ώστε στην συνέχεια και εκείνος με την Χάρη τού Θεού να αποβάλη σιγά-σιγά τους δερμάτινους αυτούς χιτώνες και να ισχύση ο λόγος τού Αποστόλου Παύλου: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. γ΄, 27). Ο απώτερος σκοπός τής Εκκλησίας για τον άνθρωπο είναι να απεκδυθή τους δερμάτινους χιτώνες, να απαλλαγή από την γύμνωση και να ενδυθή την Χάρη τού Θεού, να φωτισθή το κατ’ εικόνα, ώστε ο άνθρωπος εν Χριστώ να εισέλθη στην πραγματική οικία τού Πατρός, που είναι το φως τής δόξης τού Θεού. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναφέρεται στον βαθύτερο σκοπό τής ενανθρωπήσεως τού Χριστού αναφορικά με τους δερμάτινους χιτώνες. Ομιλώντας για την Παναγία, που έγινε η αιτία τής ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού, λέγει ότι τώρα δεν είμαστε έρημοι, μη έχοντας την λαμπρότητα τής θείας εικόνας, την πλούσια Χάρη τού Πνεύματος: «Ουκέτι γαρ ημείς γυμνοί και ανείμονες και τής θείας εικόνος μη φέροντες την λαμπρότητα και την άφθονον χάριν σεσυλημένοι τού Πνεύματος». Αναφερόμενος δε στην ενανθρώπηση τού Χριστού λέγει: «τεθέωμαι μεν ο άνθρωπος, ο δε θνητός ηθανάτισμαι και τους δερματίνους χιτώνας εκδέδυμαι· την γαρ φθοράν απημφίασμαι και αφθαρσίαν περίκειμαι τη περιβολή τής θεότητος». Ο ίδιος, ομιλώντας στην Γέννηση τής Παναγίας μας, την αποκαλεί αμνάδα που γέννησε τον Ποιμένα, ο Οποίος θα ενδύση το πρόβατο, αφού θα ξεσχίση τους χιτώνες τής νεκρώσεως: «η γαρ αμνάς τίκτεται, εξ ης ο ποιμήν περιβαλείται το πρόβατον και τους χιτώνας διαρρήξει τής πάλαι νεκρώσεως». Σε άλλο κείμενό του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του δεν παραμέλησε τον εξόριστο άνθρωπο που φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες τής φθοράς και τής θνητότητας και έτσι Αυτός που τού έδωσε το είναι τού χαρίζει και το ευ είναι. Αφού τον διαπαιδαγώγησε με πολλούς τρόπους στην συνέχεια ενηνθρώπησε, ενδύθηκε ο Ίδιος το φθαρτό και θνητό σώμα για να νικήση τον θάνατο. Επειδή ο θάνατος εισήλθε στον κόσμο «ώσπερ τι θηρίον άγριον και ανήμερον τον ανθρώπινον λυμαινόμενος βίον» έπρεπε αυτός που θα τον ελευθέρωνε να είναι αναμάρτητος και όχι υπεύθυνος για τον θάνατο που προήλθε από την αμαρτία. Συγχρόνως έπρεπε η ανθρώπινη φύση να νευρωθή και να ανακαινισθή και να διαπαιδαγωγηθή με έργο και να διδαχθή την οδό τής αρετής που απομακρύνει τον άνθρωπο από την φθορά και τον ποδηγετεί «προς την ζωήν την αιώνιον». Αυτό έγινε με τον Χριστό ο οποίος προσέλαβε σάρκα παθητή και θνητή, χωρίς αμαρτία, και πάλεψε με τον εχθρό και τον νίκησε. Έτσι, με την εν Χριστώ ζωή, μέσα στον χώρο τής Εκκλησίας, ο άνθρωπος υπερβαίνει τις ασθένειες και τον θάνατο και αποκτά αίσθηση ζωής τής αθανάτου. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος θα γράψη: «Η αγάπη γλυκυτέρα τής ζωής. Και γλυκυτέρα η κατά Θεόν σύνεσις, εξ ης η αγάπη τίκτεται υπέρ μέλι και κηρίον. Ουκ έστι λύπη τη αγάπη, δέξασθαι υπέρ τών αγαπώντων αυτήν μέγαν θάνατον. Η αγάπη γέννημά εστι τής γνώσεως. Και η γνώσις, γέννημά εστι τής υγείας τής ψυχής. Η υγεία τής ψυχής εστί δύναμις, ήτις εκ τής υπομονής τής μακράς γέγονεν». Στην ερώτηση τι είναι η γνώση απαντά: «Αίσθησις τής ζωής τής αθανάτου». Και στην ερώτηση τι είναι ζωή αθάνατη απαντά: «Αίσθησις εν Θεώ. Ότι εκ τής συνέσεως η αγάπη. Η δε κατά Θεόν γνώσις, βασιλεύς εστι πασών τών επιθυμιών, και τη δεχομένη καρδία αυτήν, πάσα εν τη γη γλυκύτης περισσή εστι. Τη γαρ γλυκύτητι τής επιγνώσεως τού Θεού, ουκ έστιν ουδέν όμοιον».
Το περιεχόμενο τού βιβλίου Μερικές απόψεις για τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την φθαρτότητα και την θνητότητα, τις ασθένειες, τα γηρατειά και τον θάνατο, θα παρουσιασθούν στις σελίδες τού βιβλίου αυτού, όπως επίσης θα εκτεθούν και μερικές απόψεις για το πώς απεκδύεται ο άνθρωπος αυτούς τους δερμάτινους χιτώνες από τον βίο αυτό με την υπέρβαση τής φθαρότητας, τής ασθένειας και τού θανάτου και πώς αποκτά αίσθηση τής ζωής τής αθανάτου, και με την γλυκύτητα τής γνώσεως τού Θεού πώς υπερβαίνει όλα τα κτιστά πράγματα. Τα κείμενα που συμπεριλαμβάνονται στον παρόντα τόμο γράφηκαν για διάφορα ακροατήρια, εντός και εκτός Ελλάδος, στα οποία κλήθηκα να ομιλήσω. Το καθένα από αυτά έχει την δική του ιστορία, αφού συζητήθηκαν στα Συνέδρια και τα Σεμινάρια και προκάλεσαν κάποιο ενδιαφέρον. Συγκεντρώθηκαν δε σε μια ενότητα γιατί έχουν κοινά σημεία, την βιολογική ζωή, την εκκλησιαστική ζωή και τον θάνατο. Τα πρώτα κεφάλαια αναφέρονται σε βιολογικά θέματα υπό το πρίσμα τής Ορθοδόξου θεολογίας και τα επόμενα κεφάλαια, ιδίως στο τρίτο μέρος αναφέρονται στις ασθένειες, τα γηρατειά, τον θάνατο και την ώρα τού θανάτου. Το βιβλίο με τον τίτλο: Δερμάτινοι Χιτώνες αναλύει το είναι και το ευ είναι, και το μεν πρώτο (το είναι) αναφέρεται στην βιολογική ζωή, όπως την εντοπίζει και η σύγχρονη Μοριακή Βιολογία και η Γενετική Μηχανική, το δε δεύτερο (το ευ είναι) αναφέρεται στην εκκλησιαστική ζωή, όπου συναντάται ο άνθρωπος με τον Χριστό και θεραπεύεται, μεταμορφώνεται. Ο υπότιτλος τού βιβλίου «Αναφορά στην βιολογική ζωή, τις ασθένειες, τα γηρατειά, τον θάνατο και την ώρα τού θανάτου» προσδιορίζει ακόμη περισσότερο το θέμα. Έτσι, εκείνο που χαρακτηρίζει τον νέο άνθρωπο, τον ανακαινιζόμενο από την Χάρη τού Θεού, είναι το ευ είναι. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα τού κτίσαντος αυτόν» (Κολ. γ΄, 9-10). Η απέκδυση τής παλαιότητος τού είναι, τού παλαιού πεπτωκότος Αδάμ, και η ένδυση τού ευ είναι, τού νέου ανθρώπου, που προσφέρει ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, δίνει νόημα στην ζωή τού ανθρώπου. Ο τίτλος θα μπορούσε να δοθή και διαφορετικά, ήτοι «Ζωή και θάνατος υπό το φως τής Αναστάσεως τού Χριστού και τής καινής ζωής στην Εκκλησία». Πάντως και αυτός ο τίτλος συνδέεται με τον προηγούμενο και ταυτίζεται με αυτόν.
Από το είναι στο ευ είναι και στο αεί ευ είναι Λάβαμε το είναι από τον Θεό για να προσλάβουμε το ευ είναι και να οδηγηθούμε στο αεί ευ είναι. Μια διαφορετική πορεία οδηγεί τον άνθρωπο από το είναι στο φεύ είναι και το αεί φεύ είναι, όπως γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής. Οπότε, δύο είναι οι πιθανές πορείες τού ανθρώπου, που συνδέονται με την ενέργεια τής θείας Χάριτος και την έκφραση τής δικής του ελευθερίας. Η μία: είναι – ευ είναι - αεί ευ είναι, η άλλη: είναι - φεύ είναι - αεί φεύ είναι. Το κοινό σημείο είναι το είναι και το αεί είναι, η ύπαρξη και η αιωνιότητα τής υπάρξεως, το διαφορετικό είναι το ευ και το φεύ. Κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ο άνθρωπος έλαβε το είναι από τον Θεό «κατά τον τής δημιουργίας λόγον» και θα πρέπει να λάβη και το ευ είναι από τον Χριστό, που μάς το χάρισε με την ενανθρώπησή Του. Αν δεν γίνη αυτό το δεύτερο, «απόλλυται και αυτό το είναι, μη ευ είναι γενόμενον». Αυτό το «απόλλυται το είναι», όταν δεν γίνεται ευ είναι, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος σε αυτήν την περίπτωση οδηγείται στο μη είναι, αφού το είναι είναι δεδομένο, αλλά χάνεται η κίνηση τού είναι προς το ευ είναι και γίνεται φεύ είναι, δηλαδή χάνεται ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε το είναι. Ο λόγος τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου είναι χαρακτηριστικός: «Χριστιανός και ουδέν έτερον αλλ’ ή το παρά τού δεδωκότος το είναι Θεού, λαβείν και το ευ είναι δια Ιησού Χριστού». Μακάρι να καταλάβουμε ότι όλος ο βίος που ζούμε συνδέεται με τους δερμάτινους χιτώνες που δόθηκαν μετά την πτώση και να θελήσουμε να τους αποβάλουμε και να ενδυθούμε με το ένδυμα τής αθανασίας, που σημαίνει, με την Χάρη τού Θεού, από το είναι να οδηγηθούμε στο ευ είναι και από εκεί στο αεί ευ είναι. Με αυτήν την προοπτική ο άνθρωπος δεν βασανίζεται από την βιολογία και τον θάνατο, αλλά εμπνέεται από την ζωή τού Χριστού που βιώνει στην Εκκλησία. Δεν είναι τα γονίδια που τον προσδιορίζουν, αλλά η ζωή τού Χριστού. Διαπνέεται από τον Αποστολικό λόγο: «Εάν τε ουν ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, τού Κυρίου εσμέν» (Ρωμ. ιδ΄, 8). |
Δημιουργία αρχείου: 6-12-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 6-12-2017.