Πλάσθηκε τέλειος ο Αδάμ; * Μεγάλου Βασιλείου περί Πρώτης Δημιουργικής Ημέρας * Η διδασκαλία αγίων Πατέρων και Θεολόγων για το "κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν" * Ο άνθρωπος πλάσθηκε ως εικόνα τού Χριστού * Η σπερματική δύναμη τού Θεού πίσω από τη φυσική ακολουθία τής δημιουργίας * «Εξέλιξη», λήμμα Από την Ορθόδοξη Βίκι Εγκυκλοπαίδεια (OrthodoxWiki.org) * Η άποψη του σεβ. μητρ. Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου Χατζηνικολάου
Η θεωρία τής Εξέλιξης: Πρόκληση ή πράγμα αδιάφορο για τον πιστό; Του Χωρεπισκόπου (και νυν Μητροπολίτου Πάφου) Αρσινόης Γεωργίου
Πηγή: Ομιλία στο Σύλλογο «Οι φίλοι του Αγίου Μενίγνου του Κναφέως» προστάτου των Χημικών, Αθήνα 20.11.2005). |
Εκφράζω την ιδιαίτερη χαρά μου γιατί για δεύτερη φορά μού δίνεται η ευκαιρία να βρεθώ μαζί σας, παλαιότερους και νεώτερους συναδέλφους χημικούς, για τη γιορτή του προστάτη αγίου μας. Είναι και μια ευκαιρία βύθισης στο παρελθόν, αναγκαία όσο προχωρούμε στα χρόνια, για αναπόληση ωραίων παλαιών ημερών. Ευχαριστώ θερμά, γι’ αυτό, το συμβούλιο του Συλλόγου «Οι φίλοι του Αγίου Μενίγνου του Κναφέως» που με κάλεσαν τόσο για τη Θεία Λειτουργία όσο και για την ομιλία αυτή.
Όπως και πρόπερσι, όμως, έτσι και φέτος δυσκολεύτηκα στην επιλογή του θέματος που έπρεπε να παρουσιάσω. Θα 'πρεπε το θέμα να άπτεται των ενδιαφερόντων μας, τόσο ως επιστημόνων χημικών, όσο και ως θρησκευομένων ανθρώπων. Παρόλο που υπάρχουν πολλά και σύγχρονα τέτοια θέματα που κινούνται στα όρια της Επιστήμης και της Θεολογίας, όπως π.χ. το πρόβλημα των γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων, η κλωνοποίηση, οι μεταμοσχεύσεις, θέματα που σχετίζονται γενικά με το ανθρώπινο γονιδίωμα, και άλλα, προτίμησα τελικά να συμπροβληματιστώ μαζί σας σ’ ένα παλαιότερο θέμα που λίγο – πολύ όλοι κατέχουμε και που, από πολλούς, κατά καιρούς, παρεξηγήθηκε. Το θέμα, όπως ήδη ανακοινώθηκε, αναφέρεται στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, το οποίο στέγασα κάτω από τον τίτλο «Θεωρία της εξέλιξης: Πρόκληση ή πράγμα αδιάφορο για τον πιστό;» Προτίμησα το θέμα αυτό, όχι μόνο γιατί λίγο – πολύ, όλοι το κατέχουμε, αλλά και για άλλους λόγους: Συχνά – πυκνά, αυτό επανέρχεται στην επικαιρότητα. Στα σχολεία, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, διδάσκεται στο μάθημα της Βιολογίας, ενώ στο υπόβαθρο της θεωρίας, στο από πού προήλθαν οι πρώτοι οργανισμοί για να ξεκινήσει η αέναη εξέλιξη, βρίσκεται η Χημεία με τη σύνθεση απλών στην αρχή και σύνθετων, στη συνέχεια, μορίων, μακρομορίων και συσσωματωμάτων. Εξάλλου, η θεωρία επικαλείται ενδείξεις από τη Συγκριτική Βιοχημεία για να στηρίξει την υπόθεσή της για την εξέλιξη της ζωής, καθώς οργανισμοί που παρουσιάζουν βιοχημική ομολογία, θεωρούνται ότι σχετίζονται μεταξύ τους εξελικτικά (1). Οι αναφορές μου και η βιβλιογραφία μου είναι κυρίως Δυτικές. Οι Ορθόδοξοι συνήθως δεν ασχολούνται με το θέμα αυτό, ενώ κάποιοι, από τους λίγους Ορθόδοξους που ασχολούνται με το θέμα, τηρούν μιαν απολογητική ή πολεμική στάση. Ο όρος «εξέλιξη των οργανισμών» σημαίνει, ως γνωστόν, τη βαθμιαία μεταβολή που υπέστησαν τα διάφορα είδη των οργανισμών με την πάροδο του χρόνου και που συνεχίζουν, ακόμα, να υφίστανται. Με την εξέλιξη εξηγείται, σύμφωνα με την αντίστοιχη θεωρία, η ύπαρξη της μεγάλης ποικιλίας των ζωικών και φυτικών ειδών που υπάρχουν σήμερα· το ότι δηλ. από τους πολύ απλούς οργανισμούς που εμφανίστηκαν στη γη πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια, δημιουργήθηκαν, με βαθμιαίες μεταβολές, πολυπλοκότεροι οργανισμοί, διαφορετικοί απ’ εκείνους από τους οποίους προήλθαν (2). Οι πρώτοι οργανισμοί θεωρείται ότι προήλθαν πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια, από ενώσεις που υπήρχαν στη φύση, κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες, που επικρατούσαν σε κάποια περίοδο. Η εξέλιξη των οργανισμών συνεχίζεται, έκτοτε, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στη γη διάφορα είδη. Αναμφίβολα η θεωρία της εξέλιξης είναι η πιο σημαντική θεωρία της Βιολογίας. Η θεωρία αυτή χώρισε τον κόσμο, κατά τον 19ο αιώνα, σε δύο αντίθετα στρατόπεδα και συνεχίζει μέχρι σήμερα να επηρεάζει πολλές περιοχές της σκέψης. Το όνομα του Δαρβίνου αναφέρεται, συχνά, μαζί με εκείνα του Μαρξ και του Φρόϋδ, ενώ το έτος 1859, κατά το οποίο δημοσιεύθηκε το έργο του «Περί της καταγωγής των ειδών», θεωρείται ως σημαντικός σταθμός στην ιστορία της επιστήμης. Η ιδέα της εξέλιξης άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τη φύση και επηρέασε τις απόψεις τους για τον άνθρωπο καθώς και για τη σχέση του Θεού προς τη φύση. Ιδέες για την εξέλιξη παρουσιάστηκαν και πριν τον Δαρβίνο, και πολλές παρατηρήσεις και σχετικές υποθέσεις βρίσκονταν στο κέντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος πολύ πριν το 19ο αιώνα. Τον 4ο π.Χ. αιώνα, ο Αριστοτέλης, παρόλο που δεν εννοούσε την εξέλιξη όπως εμείς, έγραφε: «Η φύση προχωρεί με πολύ αργά βήματα από τα άψυχα στα έμψυχα, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αδύνατο να χαράξεις μιαν ακριβή γραμμή διαχωρισμού, καθώς και να ορίσεις σε ποια μεριά της διαχωριστικής αυτής γραμμής πρέπει να καταταγεί μια ενδιάμεση μορφή. Έτσι, μετά τα άψυχα αντικείμενα ανεβαίνοντας στην κλίμακα συναντάς τα φυτά…» Και καταλήγοντας συμπεραίνει: «Πράγματι παρατηρείται μια συνεχής άνοδος από τα φυτά στα ζώα» (3). Αργότερα, τον 18ο αιώνα, ο Linnaeus υποστήριξε την ιδέα ότι υπήρχαν ουσιαστικές αναλογίες μεταξύ φυτών και ζώων (4). Την ίδια περίοδο ο Έρασμος Δαρβίνος, ο προπάππος του Κάρολου Δαρβίνου, ήταν τόσο πεπεισμένος ότι τα φυτά παρουσιάζουν μεγάλες αναλογίες προς τα ζώα, ώστε σ’ ένα του ποίημα, το 1789, έγραφε ότι «δεν έβλεπε κανένα λόγο γιατί τα πρώτα έντομα να μην είχαν αναπτυχθεί από το ‘στίγμα’ των ανθέων» (5). Ο Lamarck κατά τον 19ο αιώνα, αλλά πριν από τον Δαρβίνο, εξέφρασε την πεποίθηση ότι το ζωικό βασίλειο προήλθε από το νερό. Σύμφωνα με τον Lamarck «Το νερό είναι το πραγματικό λίκνο ολόκληρου του ζωικού βασιλείου. Ακόμα και σήμερα», λέει, «τα λιγότερο τέλεια ζώα ζουν μόνο στο νερό… κι είναι αποκλειστικά στο νερό που η φύση πέτυχε τη δημιουργία των πιο απλών οργανισμών, απ’ όπου όλα τα άλλα είδη προήλθαν στη συνέχεια» (6). Ταυτόχρονα γινόταν από τότε αντιληπτό, πως, αν ίσχυε η εξέλιξη, θάπρεπε να γινόταν επίσης δεκτό ότι η γη είχε πάρα πολύ μεγάλη ηλικία. Η εξελικτική διαδικασία είναι μια εξαιρετικά αργή μέθοδος που αναπτύσσεται και δίνει εμφανή αποτελέσματα μέσα σε εκατομμύρια χρόνια. Γι’ αυτό και σε συνάρτηση προς τις πρώτες επιστημονικές κρούσεις για τη θεωρία της εξέλιξης, πολύ πριν τον Δαρβίνο, παρατηρήθηκαν και επιστημονικές συζητήσεις γύρω από την ηλικία της γης. Το 1660, ο επίσκοπος James Ussher, αντίθετος προς την ιδέα της εξέλιξης, στηριζόμενος στην Αγία Γραφή, που την εξηγούσε κατά γράμμα, και στους γενεαλογικούς καταλόγους που εκτίθενται εκεί, υπολόγισε το χρόνο δημιουργίας της γης. Αυτό συνέβη, κατά τον Ussher, το 4004 π.Χ. Αν τα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης ερμηνευτούν κατά γράμμα, αν μια μέρα της δημιουργίας εκληφθεί ως ένα 24ωρο, αν δεν υπήρξαν παραλείψεις κάποιων κρίκων στα παρατιθέμενα εκεί γενεαλογικά δένδρα, τότε καταλήγουμε, κατά τον Ussher, στο ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε το 4004 π.Χ., πριν από 6009 χρόνια δηλαδή. Ωστόσο όχι μόνον η θεωρία της εξέλιξης αλλά και κάποιες απλές επιστημονικές μέθοδοι, που δεν σχετίζονται καθόλου με την εξέλιξη, όπως η χρονολόγηση με βάση τους δακτυλίους που παρουσιάζονται στους κορμούς των δένδρων, δείχνουν ότι η γη είναι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας. Από την άλλη, η εξέλιξη συνεπάγεται συνεχή αλλαγή, έστω και αργή. Οι αντιτιθέμενοι στη θεωρία, θα ’πρεπε να αποδείξουν ότι δεν παρατηρείται καμιά μεταβολή στα είδη. Με βάση αυτή τη σκέψη, το 1887, δυο χρόνια πριν από την δημοσίευση του έργου του Δαρβίνου «Περί της καταγωγής των ειδών», ο Philip Gosse δημοσίευσε βιβλίο με τον τίτλο: «Ομφαλός: Μια προσπάθεια για λύση του Γεωλογικού κόμβου». Στο ερώτημα «Είχε ο Αδάμ ομφαλό, παρόλο που δεν είχε γεννηθεί από μια γυναίκα όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι;» ο Gosse απαντά: «Ασφαλώς και είχε. Ο Θεός τον δημιούργησε όπως είχε υπόψη του να γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι.» Δεν ήταν δηλ. νοητό, σ’ ένα που απέρριπτε την ιδέα της εξέλιξης, να δεχτεί σ’ ένα κρίκο του ανθρώπινου είδους μια διαφορά που να μην συναντάται στους άλλους. Προσπαθώντας να εξηγήσει και την ηλικία της γης σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ussher, ο Gosse υποστήριζε πως τα δένδρα, που δημιούργησε ο Θεός, ήσαν πλήρη δένδρα με δακτυλίους στον κορμό τους. Δεν φύτεψε σπόρους ώστε οι δακτύλιοι να μετρούν την ηλικία τους. Ως εκ τούτου, συμπέραινε ο Gosse, παρόλο που η γη δημιουργήθηκε το 4004 π.Χ., αν προσπαθήσουμε να καθορίσουμε επιστημονικά την ηλικία της, αυτή παρουσιάζεται μεγαλύτερη (7). Σ’ αυτό το κλίμα και μ’ αυτό το προϋπάρχον υπόστρωμα, και με τις πληροφορίες από τα απολιθώματα να αυξάνουν με πολύ γρήγορο ρυθμό, παρουσιάστηκε ο Δαρβίνος με τη θεωρία του. Ήταν η πρώτη συστηματική θεωρία επί του συγκεκριμένου θέματος που υποστηριζόταν από πολλές επιστημονικές μαρτυρίες.
Η θεωρία του Δαρβίνου Η θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιων παρατηρήσεών του και ενός πεντάχρονου ταξιδιού του σ’ όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ο Δαρβίνος, είχε την ευκαιρία να δει τη φύση σ’ όλη της την αγριότητα: Είδε μεγάλα ζώα να καταβροχθίζουν μικρότερα, λύκους να ξεσκίζουν πρόβατα και λιοντάρια να σπαράζουν βοοειδή. Έγινε μάρτυρας του ανελέητου πολέμου μεταξύ των ιθαγενών και των ευρωπαίων κατακτητών στη Ν. Αμερική. Τέλος, έγινε μάρτυρας και ενός ισχυρότατου σεισμού, που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ενός περίφημου καθεδρικού ναού. Μετά από όλα αυτά δεν μπορούσε, ο Δαρβίνος να πιστεύει στη σταθερότητα της φύσης και τη ρύθμισή της από τον Θεό (8). Η τυφλή τύχη και η επικράτηση του ισχυροτέρου, ήσαν οι κύριες έννοιες που αναπτύχθηκαν μέσα του. Οι πιο πάνω παρατηρήσεις οδήγησαν τον Δαρβίνο στη διατύπωση της θεωρίας του που συνοψίζεται στα εξής: α) Μεταξύ των ατόμων ενός είδους, ζωικού ή φυτικού, υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία, εξ αιτίας της ανάμιξης του γενετικού υλικού κατά την αμφιγονική αναπαραγωγή. Τα χαρακτηριστικά των οργανισμών αυτών κληρονομούνται στους απογόνους τους. (Σήμερα ξέρουμε πως κι οι μεταλλάξεις είναι αιτία της ποικιλομορφίας, που προσφέρει και δυνατότητες για την εξέλιξη των οργανισμών). β) Εφόσον παράγονται περισσότεροι απόγονοι απ’ όσους μπορούν να επιζήσουν, λόγω ζωτικού χώρου και διαθέσιμης τροφής, μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα αγώνας για επιβίωση. Στον αγώνα αυτό επιβιώνουν εκείνα τα άτομα που έχουν χαρακτήρες τέτοιους που τα καθιστούν καλύτερα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον όπου ζουν. Επιλέγονται δηλ. από τη φύση και επιζούν τα καλύτερα προσαρμοσμένα άτομα (φυσική επιλογή). γ) Τα άτομα με τους ευνοϊκούς χαρακτήρες, αναπαραγόμενα, κληροδοτούν στην επόμενη γενιά τους χαρακτήρες αυτούς. Με το πέρασμα του χρόνου η φυσική επιλογή οδηγεί στην εμφάνιση οργανισμών που είναι αρκετά διαφορετικοί από τους πιο παλιούς προγόνους τους, τόσο διαφορετικοί που συχνά αναγνωρίζονται ως ξεχωριστό είδος. Ορισμένα άτομα ενός πληθυσμού, με ένα σύνολο χαρακτήρων, μπορεί να ευνοηθούν από μια αλλαγή στο περιβάλλον και να προσαρμοστούν σ’ αυτό με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι άλλα άτομα. Έτσι από την ίδια αρχική ομάδα οργανισμών είναι δυνατό να εξελιχθούν δυο ή περισσότερα διαφορετικά είδη (9). Ο νέος τρόπος σκέψης που εισάγει η θεωρία της εξέλιξης είναι ξεκάθαρος: προηγουμένως όλες οι μορφές των ζώντων οργανισμών εθεωρούντο σταθερές και αναλλοίωτες. Η φυσική τάξη εθεωρείτο κατά βάση στατική και αμετάβλητη. Με την εξελικτική ιδέα η φύση είναι δυναμική και με μεταβαλλόμενο χαρακτήρα, αφού σύνθετες μορφές ζωής προκύπτουν από απλούστερες. Ο Δαρβίνος ήταν πεπεισμένος ότι η θεωρία του θα ’πρεπε να περιλάβει και τον άνθρωπο μαζί με τα άλλα ζώα, μα ταυτόχρονα καταλάβαινε πως κάτι τέτοιο θα συνιστούσε το πιο επίμαχο και το πιο αμφιλεγόμενο σημείο της. Γι’ αυτό και στην εργασία του «Περί της καταγωγής των ειδών» υπαινίχθη απλώς ότι η εξέλιξη θα μπορούσε να ρίξει φως στην καταγωγή του ανθρώπου. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να καταστήσει το ερώτημα για το ανθρώπινο είδος αναπόσπαστο τμήμα της συζήτησης. Στα 1863, ο Lyell δημοσίευσε την εργασία του «Antiquity of Man» στην οποία αποδεχόταν τις πληροφορίες που προέρχονταν από τα απολιθώματα και παραδεχόταν το εύλογο της θεωρίας του Δαρβίνου. Επέμενε όμως ότι «η εμφάνιση του ανθρώπου απαιτούσε ένα αιφνίδιο άλμα το οποίο θα μπορούσε να συμβεί σ’ ένα εντελώς νέο επίπεδο» (10). Ο Wallace, επιστήμονας σύγχρονος του Δαρβίνου, απέρριπτε ότι τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μπορούσαν να προκύψουν με τη φυσική επιλογή και δεχόταν πως κάποια υπερφυσική δύναμη πρέπει να είχε επέμβει στο κρίσιμο σημείο της ανθρώπινης εξέλιξης (11). Βαθμιαία, ωστόσο, η απροθυμία της αντιμετώπισης του ανθρώπου ως προϊόντος της φυσικής επιλογής υπερπηδήθηκε. Χαρακτηριστικά ο Thomas Huxley στο έργο του «Man’s place in Nature» που δημοσιεύτηκε το 1863, διατεινόταν ότι τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου τον τοποθετούν ξεκάθαρα στην ίδια γραμμή με τα ζώα. Νομίζω πως εκφεύγει των στόχων αυτής της ομιλίας η αναλυτική παράθεση του «γενεαλογικού δένδρου» που καταρτίστηκε για την εξελικτική προέλευση του ανθρώπου και που ξεκινά από τον Αιγυπτοπίθηκο, τριάντα εκατομμύρια χρόνια πριν, και φτάνει στον homo sapiens sapiens, κάπου τριάντα χιλιάδες χρόνια πριν. Το 1871 ο Δαρβίνος δημοσίευσε την περίφημη εργασία του «Η καταγωγή του ανθρώπου», η οποία συνιστούσε την πρώτη κύρια προσπάθεια εξήγησης των καταβολών του ανθρώπου με εξελικτικούς όρους. Προφανώς, ο Δαρβίνος χρειαζόταν να πείσει ότι η διαφορά μεταξύ των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου και των ζώων ήταν ποσοτική και όχι ποιοτική. Ο άνθρωπος μπορεί να υπερέχει των ζώων, μα αν προήλθε από αυτά με την εξελικτική διαδικασία, οι ηθικές και πνευματικές του δυνάμεις θα είναι μόνον προεκτάσεις των δικών τους δυνάμεων. Ο Δαρβίνος θα έπρεπε να αποδείξει ότι η βελτίωση αυτών των χαρακτηριστικών κατά τη διαδικασία μετάβασης από τα ζώα στον άνθρωπο, οφειλόταν μόνο σε φυσικές διαδικασίες και δεν υπήρχε ανάγκη κάποιας υπερφυσικής επιστασίας. Χρειαζόταν μόνο η τυφλή φυσική διαδικασία. Και πράγματι, ο Δαρβίνος επεχείρησε αυτή την απόδειξη. Ισχυριζόταν ότι τα ζώα παρουσιάζουν πραγματική εξυπνάδα κι ότι επιδεικνύουν όλο το φάσμα των συγκινήσεων, περιλαμβανομένων του θυμού, του δέους, της οκνηρίας και άλλων· ότι επικοινωνούν μεταξύ τους με μια μορφή γλώσσας, κι ότι παρουσιάζουν ηθικά ένστικτα που τους επιτρέπουν να εργάζονται για το καλό των άλλων μελών του είδους (12). Πολλοί, τότε, διεφώνησαν μαζί του. Ο P.J. Bowler, από το Queen’s University του Μπέλφαστ, λέει ότι ο Δαρβίνος εξόγκωσε πάρα πολύ κάποιες ανθρώπινες ιδιότητες των ζώων. Η συμπεριφορά των ζώων, σύμφωνα με τον Bowler, είναι κυρίως ενστικτώδης και βασίζεται, συνήθως, στην αρχή «trial and error», δηλ. «δοκιμή και λάθος». Επιπλέον οι ενστικτώδεις άναρθρες κραυγές πολλών ζώων δεν μπορούν να συγκριθούν με την πολύ πιο πολύπλοκη χρήση ήχων που δηλώνουν αφηρημένες έννοιες, πράγμα που συνιστά τη βάση της πραγματικής γλώσσας. Ο Δαρβίνος αποδίδει την ανάπτυξη της ανθρώπινης ευφυΐας στη φυσική επιλογή επειδή κάτι τέτοιο τού ήταν χρήσιμο. Σημειώνει, όμως, ότι η πραγμάτωση της φυσικής επιλογής στην περίπτωση του ανθρώπου, έγινε μέσω της υιοθέτησης της όρθιας στάσης των μακρινών προγόνων μας. Μετά από αυτό το σημείο καμπής, ο Δαρβίνος θεωρεί την αύξηση της ανθρώπινης ευφυΐας ως φυσικό επακόλουθο της φυσικής επιλογής. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, δεκαπέντε αιώνες προηγουμένως είχε προλάβει τον Δαρβίνο σ’ αυτή του την ιδέα, ότι δηλ. η μετάβαση στον διποδισμό ήταν το καθοριστικό σκαλοπάτι της εμφάνισης του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Δαρβίνο οι ηθικές αξίες είναι προϊόν της ανθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης. Καθώς η ζωή σε κοινωνικές ομάδες είναι κάτι το φυσικό, η εξελικτική διαδικασία μπορεί να πετύχει μ’ αυτό τον τρόπο ηθικά αποτελέσματα. Η ανάπτυξη της ευφυΐας επιτρέπει, απλώς, στις ηθικές αξίες να φανούν ευκρινώς (13). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Δαρβίνος, παρόλο που θεωρεί τον άνθρωπο ως αποτέλεσμα της εξελικτικής διαδικασίας, αναγνωρίζει ένα σημείο καμπής σ’ αυτή την πορεία, τη μετάβαση στο διποδισμό. Η πλειοψηφία, εν τούτοις, των σύγχρονων του Δαρβίνου επιστημόνων, όπως ο G. J. Romanes και άλλοι, πιστεύουν σε προοδευτικά συνεχή στάδια πνευματικής και ηθικής εξέλιξης, χωρίς κανένα σημείο καμπής. Η θεωρία του Δαρβίνου, ως εκ τούτου, είτε τμηματικά είτε στο σύνολό της, έγινε «σημείον αντιλεγόμενον», όχι μόνο ανάμεσα στον απλό κόσμο, αλλά ανάμεσα και στους επιστήμονες. Πιστεύω ότι πίσω από τη θεωρία αυτή της Βιολογίας μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες φιλοσοφικές θέσεις του Δαρβινισμού. Και πράγματι η υπόθεση του Huxley ότι «η ανθρωπότητα είναι το αποτέλεσμα απρόσωπων και χωρίς σκοπό δυνάμεων», τι άλλο είναι παρά μια φιλοσοφική θέση; Με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιστημονικό συμπέρασμα. Ο καθηγητής Langdon Gilkey, αποδίδει στον Δαρβινισμό δυο φιλοσοφικές θέσεις: α) Αέναη κίνηση: Όλα τα είδη και οι μορφές ζωής εξελίσσονται σε κάτι άλλο. Αυτό θυμίζει τη φιλοσοφική θέση του Ηρακλείτου «Τα πάντα ρει». Νομίζω πως είναι σ’ όλους φανερό ότι η προσπάθεια εξήγησης της προέλευσης των ζώντων οργανισμών, περιλαμβανομένου του ανθρώπου, με ένα ενιαίο Νόμο της Μηχανικής, όπως γίνεται για την εξήγηση της προέλευσης του ηλιακού συστήματος και της εμφάνισης των ορέων και των κοιλάδων, προϋποθέτει φιλοσοφικές αρχές μάλλον, παρά επιστημονικές θεωρίες. β) Αποδίδεται, ύστερα, στον Δαρβινισμό και απόλυτη απουσία σκοπού. Χωρίς αμφιβολία η αξιολόγηση του ανθρώπου, από τη θεωρία του Δαρβίνου, προϋποθέτει μια μεγάλη φιλοσοφική και όχι επιστημονική υπόθεση. Και εξηγούμαι: Οι δεινόσαυροι ήλθαν και παρήλθαν χωρίς κανένα σκοπό και χωρίς καμία αιτία, παρά μόνο αυτή της αέναης αλλαγής από κατώτερους σε ανώτερους οργανισμούς και τους νόμους της επιβίωσης του ισχυροτέρου. Η θέση του Δαρβινισμού, ότι έτσι θα συμβεί και με τον άνθρωπο, που εμφανίστηκε και θα εξαφανιστεί κάτω από την επίρροια των δυο αυτών τυφλών θεοτήτων, συνιστά ξεκάθαρα μια φιλοσοφική άποψη (14). Πέραν των πιο πάνω, η χρήση του όρου «η επιβίωση του ισχυροτέρου», που είναι συχνή σήμερα, προκειμένου να δικαιολογήσει μιαν ανταγωνιστική οικονομία, ενισχύει τη φιλοσοφική όψη της θεωρίας. Ο Ian Barbour λέει ότι η θεωρία του Δαρβίνου συνιστά μιαν τριπλή πρόκληση στον παραδοσιακό χριστιανισμό: α) Είναι πρώτα πρόκληση στην κατά γράμμα ερμηνεία της Γραφής. Η εξέλιξη είναι πολύ αργή διαδικασία που δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συμφιλιωθεί με την εξαήμερη δημιουργία της Βίβλου. Οι μαρτυρίες από τα απολιθώματα για είδη που έχουν εξαφανισθεί υποδεικνύουν μια μακράν ιστορία της ζωής πάνω στη γη, που ούτε να συγκριθεί μπορεί με τα 6000 χρόνια του Ussher. β) Είναι ύστερα πρόκληση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Προηγουμένως ο άνθρωπος διακρινόταν ξεκάθαρα από την υπόλοιπη φύση. Στη θεωρία της εξέλιξης ο άνθρωπος θεωρείται ως μέρος της φύσης. Ο Δαρβινισμός δέχεται ότι όπως τα πετρώματα, τα όρη και τα άστρα βρίσκονται σε συνεχή μεταβολή, έτσι συμβαίνει και με την ανθρώπινη ζωή. Και όπως τα διάφορα είδη έρχονται και παρέρχονται, έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο. γ) Είναι τέλος πρόκληση και στην ύπαρξη ενός θείου σχεδίου. Η εξαιρετικά λεπτομερής οργάνωση των ζώντων οργανισμών πρόσφερε για πολλές εκατονταετίες το καλύτερο επιχείρημα για την ύπαρξη ενός θείου σχεδίου και ενός υπερφυσικού σχεδιαστού. Μα το βασικό χαρακτηριστικό της Δαρβινικής εξέλιξης είναι η τύχη. Μεταλλάξεις συμβαίνουν τυχαίως και, ως αποτέλεσμα αυτών των μεταλλάξεων, εμφανίζονται μεταβολές στα χαρακτηριστικά των οργανισμών. Έτσι η φύση εφοδιάζεται με μια ευρεία δυνατότητα επιλογών. Με αυτό τον τρόπο ο Θεός εξαφανίζεται από την περιοχή της φύσης και δεν υπάρχει ανάγκη για ένα σχέδιο ή ένα σχεδιαστή. Ο Δαρβινισμός φαίνεται να κάνει τον άνθρωπο τέκνον της τυφλής τύχης.
Η αντίδραση της Εκκλησίας Πώς αντέδρασε η Εκκλησία στη θεωρία της εξέλιξης; Βρέθηκε έτοιμη να αντιμετωπίσει τις πιο πάνω τρεις προκλήσεις; Όπως έχουμε σημειώσει, εξελικτικές ιδέες υπήρχαν πολύ πριν τον Δαρβίνο και κάποιοι εκκλησιαστικοί άνδρες, όπως ο Γρηγόριος ο Νύσσης, εγκολπώθηκαν κάποιες από αυτές. Αν η Εκκλησία δεν θέλει να απορρίψει τη θεωρία της εξέλιξης, ή, καλύτερα, αν δεν θέλει να θεωρήσει ότι η θεωρία αντίκειται προς τις αρχές της, θα πρέπει να είναι έτοιμη να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις σε διάφορα θέματα, όπως είναι: α) Η ηλικία της γης και του σύμπαντος: Η περιορισμένη χρονικά Βιβλική θεώρηση του κόσμου χρειάζεται επέκταση, αν επιθυμούμε να σκεφτόμαστε για βαθμιαία ανάπτυξη των διαφόρων μορφών της ζωής. β) Η εμφάνιση των σημερινών μορφών της ζωής: Η Αγία Γραφή λέγει ότι αυτές οι μορφές της ζωής εμφανίστηκαν αμέσως, μέσω μιας μοναδικής πράξης, της θείας δημιουργίας. Η θεωρία της εξέλιξης εξηγεί την εμφάνισή τους με άλλο τρόπο. γ) Η ιδέα των σταθερών, αναλλοίωτων, ειδών: Η Βιβλική τοποθέτηση είναι ότι ο Θεός δημιούργησε όλα τα παρόντα είδη φυτών και ζώων, και από τότε αυτά δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει. Αντίθετα το κύριο χαρακτηριστικό της θεωρίας της εξέλιξης είναι μια συνεχής αλλαγή. δ) Ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής. Στην Αγία Γραφή ο άνθρωπος δημιουργείται ύστερα από μελετημένη απόφαση του Θεού. Η Αγία Τριάς «συσκέπτεται» και αποφασίζει: «Ποιήσομεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν» (Γεν. 1,26). Δημιουργείται ο άνθρωπος και για ένα σκοπό: να φτάσει στο «καθ’ ομοίωσιν» αλλά και να άρχει «των ιχθύων της θαλάσσης και των πετεινών του ουρανού και των κτηνών…» (αυτόθι). Στη θεωρία της εξέλιξης όμως, ο άνθρωπος είναι το αποτέλεσμα της τύχης και των αδίστακτων νόμων της επιβίωσης. ε) Η ιδέα της Θείας Πρόνοιας. Στη Γραφή ο Θεός μεριμνά ακόμα και για τα στρουθία: «Ο Πατήρ ημών ο ουράνιος τρέφει αυτά» (Ματθ. στ΄, 26).Το ίδιο κάνει και για τα κρίνα του αγρού. Αντίθετα «η επιβίωση του ισχυροτέρου» είναι η κύρια αρχή της εξέλιξης. Είναι φανερό πως τα πρώτα τρία θέματα διαφέρουν ριζικά από τα άλλα δύο. Τα πρώτα αναφέρονται στην ιδέα της εξέλιξης που ήταν αποδεκτή σε πολλούς χριστιανούς και πριν τον Δαρβίνο. Τα τελευταία όμως αναφέρονται στην αιτία της εξέλιξης και τον σκοπό που την διέπει, πράγμα που κάνει το πρόβλημα πιο πολύπλοκο. Η θεωρία της εξέλιξης, όπως προτάθηκε από τον Δαρβίνο, συνυφαίνει επιστημονικές παρατηρήσεις και φιλοσοφικές αντιλήψεις και οδηγεί στο γνωστό πρόβλημα των σχέσεων Επιστήμης και Φιλοσοφίας ή Θρησκείας, στο οποίο αναφερθήκαμε αναλυτικά από αυτό το βήμα πρόπερσι. Όπως συμπεράναμε τότε, η Επιστήμη, ως τρόπος έρευνας, δεν μπορεί να εξηγήσει ένα γεγονός με θρησκευτικούς όρους, δηλ. ως έργο του Θεού. Αντιλαμβάνεται και εξηγεί ένα γεγονός ως αποτέλεσμα πεπερασμένων αιτιών και όχι θείας αιτίας. Η Επιστήμη, ως γνωστό, δεν είναι πανάκεια. Η επιστημονική μέθοδος κι η επιστημονική προσέγγιση αφήνουν έξω από το πεδίο της έρευνάς τους και δεν μπορούν να εξερευνήσουν πολλούς τομείς της πραγματικότητας. Η Επιστήμη ασχολείται περιγραφικά και ιστορικά με τον κόσμο, με τα «πώς;» και «πότε;» ερωτήματα γι’ αυτόν, όχι όμως και με τα «γιατί;» και τα «για ποιο σκοπό;» ερωτήματα. Η Επιστήμη δεν αναφέρεται σε σκοπό γύρω από τα γεγονότα και τον κόσμο (15). Για πολλούς χριστιανούς φιλοσόφους και θεολόγους, τα ερωτήματα που προκύπτουν από τα τρία πρώτα πιο πάνω σημεία, συνιστούν πρόκληση στη χριστιανική πίστη μόνον αν κάποιος επιμένει στην κατά γράμμα εξήγηση και θεοπνευστία της Αγίας Γραφής καθώς και στην απόρριψη οποιασδήποτε αλληγορίας σ’ αυτή.α Είναι γνωστό, όμως, ότι η Εκκλησία αποδέχεται τη μεταφορική, αλληγορική γλώσσα της Βίβλου. Ο L. Gilkey σημειώνει: «…Οπωσδήποτε, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι πίστη στον Θεό ως Δημιουργό και προνοητή όλης της ζωής συνεπάγεται αναγκαστικά και πίστη ότι ο κόσμος έχει ηλικία μόνον έξι χιλιάδων ετών και ότι όλα τα παρόντα είδη ονομάστηκαν από τον Αδάμ τις πρώτες μέρες» (16). Και ο Malcolm Jeeves, καθηγητής στο St Andrew’s University τονίζει ότι «Η γλώσσα της Βίβλου δεν είναι η γλώσσα καμιάς επί μέρους αρχαίας ή νέας πειραματικής επιστήμης. Η Βίβλος δεν μιλά για είδη αλλά για ανθρώπους. Δεν είναι βιολογική αλλά βιογραφική» (17). Ο R. Bultmann επίσης υπογραμμίζει πως «Σε τελευταία ανάλυση η Π.Δ. όταν αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου αναφέρεται στην παρούσα κατάσταση του ανθρώπου» (18). Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της αιτίας της εξέλιξης και τις συνέπειές της στη Θεολογία, οι θεολόγοι διακρίνουν μεταξύ «πρωταρχικής αιτίας» και «δευτερεύουσας αιτίας». Η Επιστήμη μπορεί να ασχολείται μόνο με τις «δευτερεύουσες αιτίες»: Και ασχολείται, ως γνωστόν, η επιστήμη με εξηγήσεις φαινομένων και γεγονότων με όρους φυσικών νόμων και φυσικών εμπειριών. Οι ενέργειες του Θεού, όμως, στη φύση δεν μπορούν να γίνουν τμήμα ή μέρος μιας επιστημονικής εξήγησης. Και μια επιστημονική εξήγηση ενός γεγονότος δεν μπορεί να αποκλείσει τη δράση ή την αιτιότητα του Θεού. Έχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι η θεωρία του Δαρβίνου μπορεί να πιστοποιήσει την απουσία του Θεού από το σύμπαν τόσο, όσο μπορεί να πιστοποιήσει και την παρουσία του ένα αναλυτικό εργαστήριο. Υπόκειται ο Θεός σε ανάλυση για να ανιχνευθεί; Ο Θεός, ως πρωταρχική αιτία, εργάζεται διά των δευτερευουσών αιτιών τις οποίες περιγράφει η Επιστήμη. Τέτοιες δευτερεύουσες αιτίες είναι π.χ. οι φυσικοί νόμοι. Ο Philip Haeking λέει στο θέμα αυτό ότι με τη θεωρία της εξέλιξης «μπορούμε να έχουμε μιαν επιστημονική αντίληψη του μηχανισμού με τον οποίο έχουν προέλθει η γη και η ζωή σ’ αυτήν, όπως τα ξέρουμε σήμερα· αλλ’ είναι εκτός των ορίων της Επιστήμης να μας πει γιατί ο κόσμος και το ανθρώπινο είδος είναι όπως είναι» (19). Με άλλα λόγια η Εκκλησία, οι θεολόγοι και οι θρησκευόμενοι άνθρωποι, σύμφωνα με τους πιο πάνω συγγραφείς, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να δεχτούν ότι ο Θεός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εξελικτική διαδικασία ως την μέθοδο με την οποία δημιούργησε τον κόσμο. Ο Θεός είναι ο Δημιουργός, η εξέλιξη θα μπορούσε να ήταν η μέθοδος που χρησιμοποίησε. Ο Arthur Peacok σημειώνει ότι «αν αποδεχόμαστε τον Θεό ως δημιουργό ενός τέτοιου εξόχου σύμπαντος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι Αυτός εργάζεται ακόμα, συνεχώς, μέσα στο σύμπαν με τις διαδικασίες του φυσικού κόσμου» (20). Κι ο Ronald Cole–Turner επιμένει ότι «η δημιουργία διά της θείας δυνάμεως δεν είναι στατική αλλά δυναμική και εν εξελίξει… Ο Θεός χρησιμοποίησε φυσικές διαδικασίες μέσα από δισεκατομμύρια χρόνια εξέλιξης και διά μέσου αυτών των διαδικασιών δημιούργησε τον κόσμο» (21). Ο Turner προχωρά περισσότερο και λέει πως οι θεωρίες της εξελικτικής Βιολογίας μάς βοηθούν καλύτερα να αντιληφθούμε την ανέλιξη του θείου σχεδίου εις τον κόσμο. Λέει ότι το βασικό σημείο είναι πως οι Χριστιανοί ομολογούν πίστη σ’ ένα Θεό του Οποίου ο σκοπός υπερβαίνει τις διαδικασίες της φύσεως. Και συνεχίζει: «Για να πετύχει αυτό το σκοπό, ο Θεός εμπλέκεται στις ίδιες τις φυσικές διαδικασίες, χρησιμοποιώντας τες όπως ο ζωγράφος χρησιμοποιεί τα χρώματα κι ο ποιητής τις λέξεις… Ο Θεός δεν ταυτίζεται με τη φύση αλλά εργάζεται διά της φύσεως για να πετύχει ένα ανώτερο σκοπό» (22). Κάτω από το φως αυτής της ερμηνείας, οι θεολόγοι επιμένουν ότι ο Θεός ελέγχει γεγονότα τα οποία, σύμφωνα με τον Δαρβίνο, φαίνονται να είναι τυχαία. Ο William Polard εξηγεί ότι η τυχαία ή συμπτωματική συνάντηση δύο άσχετων αιτιωδώς μεταξύ τους γεγονότων, μπορεί κάλλιστα να είχε διευθετηθεί από τη Θεία Πρόνοια (23). Από μιαν εκτενή Δυτική, ως επί το πλείστον, βιβλιογραφία επί του θέματος, βλέπουμε ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι θεολόγοι δεν έχουν πρόβλημα να αποδεχτούν τη θεωρία της εξέλιξης ως μιαν πιθανώς ακριβή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο η ζωή έχει αναπτυχθεί. Στην ιδιαίτερη περίπτωση του ανθρώπου, όμως, επιμένουν ότι η θεωρία της εξέλιξης ενώ ρίχνει, πιθανώς, φως, στην σωματική υπόσταση του, δεν προσφέρει μια συνολική περιγραφή του σε όλες τις διαστάσεις της ύπαρξής του. Ο άνθρωπος θεωρείται όχι μόνον ως ζώο που προήλθε από τη φύση αλλά και ως τέκνον Θεού, δημιουργηθέν κατ’ εικόνα Του. Η εξέλιξη λοιπόν είναι δυνατόν να ρίχνει φως στη σωματική προέλευση του ανθρώπου, κρίνεται όμως ανεπαρκής για να δώσει λύση στο πρόβλημα της ψυχής ή του προορισμού του ανθρώπου. Αλλά ακόμα και κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις, πίσω από κάθε σκαλοπάτι της εξέλιξης η Θεολογία αναζητεί τον Θεό και τη Θεία Πρόνοια. Η εξέλιξη είναι μια επιστημονική ιδέα και ως τέτοια δεν θεωρείται ούτε ότι συγκρούεται με την χριστιανική πίστη, ούτε ότι είναι καθοριστική θεολογικών εννοιών. Οι Χριστιανοί επιστήμονες, επίσης, υπερασπιζόμενοι τη θέση της Εκκλησίας, υποδεικνύουν τις ομοιότητες της Βιβλικής εξιστόρησης της Δημιουργίας και της θεωρίας της εξέλιξης. Θα αναφερθώ σε τρεις απ’ αυτούς με πολλή συντομία: O Colin Humphrey διευκρινίζει εκείνο που η Βίβλος, και ιδιαίτερα η Γένεση, διδάσκει για το σύμπαν και τον άνθρωπο. Θεωρεί την περιγραφή της Γένεσης ως ένα είδος παραβολής που αποκαλύπτει μεγάλες και θεμελιώδεις αλήθειες, τόσο για το σκοπό του Θεού, όσο και τη φύση του ανθρώπου, χωρίς καμιά αξίωση να ερμηνευθεί αυστηρά κατά λέξη. Ο Humphrey λέει ότι η κύρια διδασκαλία της Αγ. Γραφής είναι ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός. Η πρώτη πρόταση της Παλαιάς Διαθήκης είναι ξεκάθαρη: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην». Επί πλέον σε πολλά χωρία της Βίβλου διαβάζουμε ότι ο Θεός, όχι μόνο δημιούργησε το σύμπαν, αλλ’ επίσης ότι προνοεί γι’ αυτό, το διακρατεί και το συντηρεί συνεχώς. Άλλη εξίσου σημαντική διδασκαλία της Βίβλου είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της φύσεως, γέννημα της γης. Η Γένεση είναι πάλιν ξεκάθαρη: «Και είπεν ο Θεός· εξαγαγέτω η γη ψυχήν ζώσαν κατά γένος…» (Γεν. 1,24) και παράλληλα «Έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης» (Γεν. 2,7). Η Γένεση παρουσιάζει τον άνθρωπο και τα άλλα ζώα να έχουν παρόμοια καταγωγή, το χώμα. Υπάρχει μια ενότητα, κάτι το κοινό σε όλα, ζώα και φυτά. Αυτό δεν είναι και μια βασική ιδέα της θεωρίας της εξέλιξης; Η Γένεση διδάσκει ακόμα ότι ο άνθρωπος είναι η κορύφωση της δημιουργίας. Η δημιουργία του ανθρώπου είναι η τελευταία όλων. Γίνεται την έκτη ημέρα και μάλιστα προς το τέλος της. Ο Humphrey λέει ότι και με επιστημονικούς όρους, ο άνθρωπος είναι, επίσης, ένα από τα πιο πρόσφατα προϊόντα της εξέλιξης. Στην περίπτωση της νοημοσύνης ο άνθρωπος βρίσκεται στο ανώτατο σημείο της εξελικτικής πυραμίδας. Η μοναδικότητα του ανθρώπου φαίνεται και στην Βίβλο από την ιδιαιτερότητα της δημιουργίας του: Ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα Του» (Γεν. 1,26). Η ομιλία είναι επίσης χαρακτηριστικό του ανθρώπου και μόνον. Ο Αδάμ ονόμασε τα ζώα (Γεν. 2,20) και μίλησε με τον Θεό (Γεν. 3,10). Η θεωρία της εξέλιξης αποδέχεται τη μοναδικότητα του ανθρώπου κατά τον ίδιο τρόπο. Ο Humphrey τελειώνοντας επαναλαμβάνει ότι «Παρόλο που μερικές όψεις της εξέλιξης φαίνονται να είναι το αποτέλεσμα τύχης, πολλοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός βρίσκεται σε κάθε βήμα της εξέλιξης. Ο Θεός βρίσκεται σε δράση. Έχει ένα σχέδιο κι ένα σκοπό και η εξέλιξη είναι ο τρόπος που επέλεξε για να κάμει τη δημιουργία του. Αν η ζωή προήλθε από μιαν αρχέγονη σούπα, τότε ο Θεός ήταν ο αρχιμάγειρας» (24). Κατά παρόμοιο τρόπο ο καθηγητής Hanbury Brown γράφει ότι «Η εξιστόρηση της Βίβλου διαφωτίζει όχι πώς ακριβώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά ότι πίσω από τη δημιουργία υπάρχει μια θεία παρουσία κι ένας σκοπός» (25). Ο Sam Berry, βιολόγος και υποστηρικτής της θεωρίας της εξέλιξης, καθηγητής της Γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, τονίζει ότι: «Η αφήγηση του βιβλίου της Γένεσης για τη δημιουργία του κόσμου συνιστά μιαν πρόοδο από το μηδέν, ή ακριβέστερα από τον Θεό μόνον, μέσω γεωλογικών και βιολογικών μεταβολών, στο ανθρώπινο είδος. Πουθενά στη Βίβλο δεν αναφέρονται οι μηχανισμοί που χρησιμοποίησε ο Θεός. Και δεν υπάρχει καμιά Βιβλική δικαιολογία που να αρνείται ή να αποκλείει διασύνδεση της καταγωγής μας προς τα ζώα. Το σημαντικό είναι ότι είμαστε υπεύθυνοι απέναντι στο Θεό κατά ένα τρόπο διαφορετικό απ’ ότι η υπόλοιπη δημιουργία» (26). Ως συμπέρασμα των όσων αναφέραμε πιο πάνω, για τις σχέσεις της χριστιανικής πίστης προς τη θεωρία της εξέλιξης, θα μπορούσαμε να πούμε από την οπτική γωνία ενός πιστού ότι: Για τον χριστιανό οι αναζητήσεις και οι έρευνες της επιστήμης γενικά, και οι αναζητήσεις της θεωρίας της εξέλιξης ειδικά, δεν συγκρούονται με την πίστη του. Ο επιστήμονας μελετά τα πεπερασμένα αίτια διά των οποίων ο Θεός ενεργεί στον κόσμο. Οι χριστιανοί δεν πρέπει να εκπλήσσονται όταν ο επιστήμονας με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί, μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη μόνον αυτών των πεπερασμένων αιτίων και δεν ανακαλύπτει τη δράση του Θεού στον κόσμο. Στην Επιστήμη, από τη φύση της, δεν μπορεί να υπάρξει ή να ανακαλυφθεί κάτι που να συγκρούεται με μια μεταφυσική αντίληψη για την προέλευση της ζωής ή με το θρησκευτικό δόγμα περί δημιουργίας. Πάνω απ’ όλα, μιλώντας για τη θεωρία της εξέλιξης, πρέπει νάχουμε υπόψη μας πως πρόκειται για μια επιστημονική θεωρία και όχι για ένα αποδεδειγμένο γεγονός.β Ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων δεν αποδέχονται τη θεωρία της εξέλιξης. Ο Δρ. Duane Gish, στο βιβλίο του «Εξέλιξη; Τα απολιθώματα λένε όχι», αρνείται την ιδέα της εξέλιξης, επειδή δεν υπάρχει μια συνέχεια στα απολιθώματα. Δεν υπάρχουν πληροφορίες, από τα απολιθώματα, για το ενδιάμεσο στάδιο δυο ειδών (27). Η Εκκλησία βέβαια διατηρεί πάντα μιαν απόσταση από τις επιστημονικές θεωρίες, ακόμα κι αν αυτές φαίνονται να την βολεύουν. Η παρατήρηση του Mascall είναι πολύ διδακτική: «Η Θεολογία που παντρεύεται την Επιστήμη του σήμερα, οπωσδήποτε θα καταστεί χήρα αύριο»(28). Κι αυτό όχι γιατί η Επιστήμη θεωρεί ότι πάντα είναι ορθή, αλλ’ ακριβώς επειδή πάντα επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να έχει κάμει λάθος, και να μπορεί να αντικαταστήσει αργότερα μια θεωρία της με μιαν άλλη που να ανταποκρίνεται καλύτερα σε νέα δεδομένα. Έτσι και στην περίπτωση αυτή. Χριστιανισμός και Εκκλησία δεν ταυτίζουν τον εαυτό τους με τη θεωρία της εξέλιξης. Όπως λέει και ο Sam Berry «ούτε η αποδοχή ούτε η απόρριψη της εξέλιξης έχει κάτι να κάμει με τη σωτηρία και την προσωπική σχέση μας με τον Χριστό» (29).
Σημειώσεις: 1. Υπηρεσίας Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Υπουργείο Παιδείας Κύπρου: "Βιολογία" Γ΄ Λυκείου Λευκωσία 1990, σελ. 219. 2. Όπως πιο πάνω σελ. 193. 3. Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο "The Nature of Science" του Frederick Aiken, Heinemann Educational Books" 1984, p.p. 28 – 30. 4. John Hedley Brooke: "Precursors of Darwin? ", in "The Crisis of Evolution", The Open University Press p.13. 5. Όπως πιο πάνω σελ. 12. 6. E. Mayr "Lamarck Revisited " in "Journal of the History of Βiology", 1972, 5,1, p.60. 7. "Real Science and Real Faith" ed. R.J. Berry, 1991 p.133. 8. John Hedley Brooke: "Darwin", in "The Crisis of Evolution", The Open University Press p.63. 9. Υπηρεσίας Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Υπουργείο Παιδείας Κύπρου: "Βιολογία" Γ΄ Λυκείου Λευκωσία 1990, σελ. 198 – 199. Βλέπε και Ian G. Barbour "Religion in an Age of Science" SCM Press, 1990, Volume 1, p. 154. 10. Peter J. Bowler "Evolution – The History of an Idea", University of California Press, p.229. 11. Όπως πιο πάνω σελ. 230. 12. Όπως πιο πάνω σελ. 234. 13. Langdon Gilkey: "Evolution and the Doctrine of Creation", "Science and Religion", edited by Ian G. Barbour, 1968 p.111. 14. Langdon Gilkey, ό.π. σελ. 167. 15. Χωρεπισκόπου Αρσινόης Γεωργίου: "Θρησκεία και Επιστήμη στις μέρες μας. Πορεία σύγκρουσης ή συμπόρευσης;", εις περιοδικό "Απόστολος Βαρνάβας", 2003, σελ. 467. 16. Langdon Gilkey, ό.π. σελ. 167. 17. "Real Science and Real Faith"ό.π. σελ. 153. 18. R. Bultmann: "Primitive Christianity", New York, Meridian Books, 1956, p.18. 19. "Real Science and Real Faith"ό.π. σελ. 9. 20. "The New Faith – Science Debate", Edited by John Magnum 1989, p. 13. 21. ό.π. σελ. 71. 22. ό.π. σελ. 72 – 73. 23. William Pollard "Chance and Providence", New York, Charles Scribner’s Sons, 1958, chapter 3. 24. Colin Humphrey’s "Creation and Evolution", Studies in Christianity and Science, Oxford University Press, 1985 pp. 40 – 42. 25. Hanbury Brown "The Wisdom of Science" Cambridge University Press 1986, p. 162. 26. "Real Science and Real Faith"ό.π. σελ. 186. 27. Duane T. Gish "Εξέλιξη; Τα απολιθώματα λένε όχι". Μετάφραση: Βασιλείου Βασιλοπούλου, Πρέβεζα 1988, Κεφάλαιο Ζ΄ σελ. 169 – 171. 28. Hanbury Brown " The Wisdom of Science", Cambridge University Press, p. 174. 29. "Real Science and Real Faith", ό.π. σελ. 185. α. Μερίδα Ορθοδόξων Εξελικτών ισχυρίζονται ότι η αποδοχή τής Εξέλιξης χρειάζεται πολύ λιγότερες αλληγορικές ερμηνείες από την κλασσική δημιουργιστική ερμηνεία τής Αγίας Γραφής. β. Αυτό ήταν αλήθεια τη στιγμή που ειπώθηκαν τα λόγια αυτά, αλλά στα 30 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, αυτό έχει αλλάξει. |
Δημιουργία αρχείου: 19-4-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 19-4-2019.