Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής ΣΤ. ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ Θεσσαλονίκη. Μαθήματα Ακαδημαϊκού έτους 1991 - 1992. Τού σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα
|
Z. Τα λειτουργήματα της Εκκλησίας Ας δούμε τώρα την τοπική Εκκλησία εσωτερικά. Πώς με βάση τις εκκλησιολογικές αρχές που θέσαμε μπορεί να οργανωθεί η τοπική Εκκλησία; Επαναλαμβάνω, ότι βασική αρχή της ορθόδοξης θεολογίας είναι ότι η Εκκλησία στην ευχαριστιακή της συγκρότηση είναι η εικόνα της κοινωνίας των εσχάτων. Γι' αυτό και η δομή της κάθε τοπικής Εκκλησίας ιστορικά ξεπήδησε μέσα από την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Αποτελεί μια αναμφισβήτητη αλήθεια της ιστορίας -την είχε διαπιστώσει ήδη ένας προτεστάντης ιστορικός της Εκκλησίας τον περασμένο αιώνα, ο R. Sohm- ότι η βασική δομή της τοπικής Εκκλησίας ήταν ταυτόσημη με τη δομή της ευχαριστιακής κοινότητας. Και θα σάς εξηγήσω σε τι συνίσταται αυτό. Πριν αναλύσουμε αυτή τη δομή θα πρέπει να κάνουμε μία αντιδιαστολή. Η Εκκλησία έχει λειτουργήματα, τα οποία, όπως σάς είπα, εκφράζουν και συνιστούν αυτήν την εικόνα των εσχάτων, συμπίπτουν δηλαδή, με την δομή της εσχατολογικής κοινότητας. Αλλά έχουμε και λειτουργήματα, τα οποία δεν συμπίπτουν με τη δομή της εσχατολογικής κοινότητας, διότι η Εκκλησία πρέπει να εξυπηρετήσει διάφορες ιστορικές ανάγκες. Θα αναφερθούμε λοιπόν σ' αυτά πιο κάτω, αλλά τώρα ας κάνουμε σαφέστερη αυτή τη διάκριση. Τα λειτουργήματα που εικονίζουν την εσχατολογική κοινότητα είναι τόσο βασικά, ώστε δεν μπορούν και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αλλοιωθούν, διότι αν αλλοιωθούν, παραμορφώνεται έτσι το είναι της Εκκλησίας, το οποίο ταυτίζεται με την εσχατολογική κοινότητα. Από το ένα μέρος, λοιπόν, έχουμε τα λειτουργήματα, τα οποία δεν αλλοιώνονται, και από το άλλο μέρος τα λειτουργήματα, τα οποία αλλάζουν, αναπροσαρμόζονται, είναι μετατρέψιμα. Αυτή είναι μια βασική διάκριση. Ας δούμε πρώτα τα λειτουργήματα που είναι αναλλοίωτα, γιατί συνιστούν τη δομή της εσχατολογικής κοινότητας. Διαφορετικά, η Εκκλησία χάνει την αλήθειά της, το είναι της ως εσχατολογικής κοινότητας, στρεβλώνεται, αν αυτή η δομή αλλοιωθεί. Ποια είναι αυτή η δομή; Ας αρχίσουμε από την εσχατολογική κοινότητα. Να δούμε πρώτα σε τι συνίσταται η δομή της και να το μεταφέρουμε έπειτα στην πράξη και πραγματικότητα της Εκκλησίας. Ένα πρώτο βασικό στοιχείο της εσχατολογικής κοινότητας είναι ότι στα έσχατα, στη Βασιλεία του Θεού, ο διεσπαρμένος λαός του Θεού θα συναχθεί επί το αυτό, σε ένα τόπο. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο στοιχείο της αλήθειας της Εκκλησίας η σύναξη του λαού του Θεού επί το αυτό. Όταν μία Εκκλησία δεν συνάγει το λαό της επί το αυτό, δεν είναι Εκκλησία. Μία Εκκλησία που μένει διεσπαρμένη, χωρίς να βιώνει τη σύναξη επί το αυτό, δεν εικονίζει τα έσχατα με κανένα τρόπο. Είναι λοιπόν απαραίτητη η σύναξη του λαού του Θεού, για να έχουμε Εκκλησία. Δεύτερο στοιχείο, το οποίο αντλούμε πάλι από τη βασιλεία του Θεού, από την εσχατολογική κοινότητα, είναι ότι κέντρο αυτής της συνάξεως του λαού του Θεού είναι το πρόσωπο του Χριστού. Με άλλα λόγια δεν αρκεί το να συναχθεί ο λαός του Θεού, πρέπει να συναχθεί γύρω από ένα κέντρο και το κέντρο αυτό να μην είναι άλλο παρά ο ίδιος ο Χριστός. Τρίτο στοιχείο το οποίο αντλούμε πάλι από την εσχατολογική κοινότητα είναι ότι ο Χριστός που αποτελεί το κέντρο, γύρω από το οποίο συνάγεται ο διασκορπισμένος λαός του Θεού, περιστοιχίζεται από τους Δώδεκα Αποστόλους και από τον ευρύτερο κύκλο τους. Γιατί; Διότι οι Απόστολοι είναι εκείνοι που θα μαρτυρήσουν στα Έσχατα. Όπως βλέπουμε στα Ευαγγέλια, στις έσχατες ημέρες θα υπάρξει κάποια σύγχυση ως προς το ποιος είναι ο Χριστός. Πολλοί ψευδοπροφήτες θα παρουσιασθούν και πολλοί θα πουν εδώ είναι ο Χριστός, εκεί είναι ο Χριστός, και πολλοί θα πλανηθούν, γιατί δεν θα ξέρουν ποιο είναι το πραγματικό κέντρο, γύρω από το οποίο συνάγεται ο διασκορπισμένος λαός του Θεού. Το κριτήριο για το ποιος είναι ο αληθινός Χριστός το παρέχουν και το προσφέρουν μόνον οι Δώδεκα Απόστολοι, κυρίως, και όσοι εν συμφωνία με τους Δώδεκα είδαν τον αναστάντα Κύριο, δηλαδή βεβαιούν ότι όντως αυτός ανέστη εκ νεκρών και, συνεπώς, όντως αυτός είναι ο υπό του Θεού ορισθείς ως ο Υιος του ανθρώπου που θα κρίνει τον κόσμο. Ο κριτής του κόσμου είναι, λοιπόν, ο Χριστός, και σ' αυτό το πρόσωπο δείχνουν οι Απόστολοι. Γι' αυτό η Εκκλησία είναι και αποστολική. Δηλαδή είναι η Εκκλησία που στηρίζεται πάνω στη μαρτυρία των Αποστόλων. Γι' αυτό πρέπει να μην αρκεσθεί κανείς στην εσχατολογική εικόνα, στην παρουσία του Χριστού ως κέντρου. Χρειάζεται οπωσδήποτε η συμπαρουσία, η συμπαράσταση των Αποστόλων που θα μαρτυρήσουν για την γνησιότητα και την αυθεντικότητα της παρουσίας του Χριστού. Χωρίς τους Αποστόλους δεν ξέρουμε ποιος είναι ο αληθινός Χριστός. Δεν μπορεί, συνεπώς, να έχουμε πρόσβαση στον Χριστό που να μην περνάει από τους Αποστόλους. Είναι πρωταρχικό στοιχείο της εσχατολογικής εικόνας η παρουσία των Αποστόλων πέριξ του Χριστού. Αυτά είναι, λοιπόν, τα βασικά στοιχεία της εικόνας της εσχατολογικής κοινότητας χωρίς τα οποία δεν υπάρχει ούτε Βασιλεία του Θεού, ούτε Εκκλησία. Η Εκκλησία ως εικόνα αυτής της κοινότητας, δηλαδή ως αληθινή μετοχή στην αλήθεια των εσχάτων, της Βασιλείας, η οποία πραγματώνεται στην θεία Ευχαριστία ήδη πριν από την έλευση του Κυρίου στην εσχάτη ημέρα με αυτές τις προϋποθέσεις που ανέλυσα, βιώνει εικονικά αυτήν την εσχατολογική κοινότητα με τον εξής τρόπο. Στη θεία Ευχαριστία συνάγεται όλος ο διασκορπισμένος λαός του Θεού. Να, λοιπόν, το πρώτο στοιχείο που πραγματώνεται. Σύναξη του λαού του Θεού επί το αυτό. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η παρουσία του Χριστού εικονίζεται με την παρουσία του επισκόπου, δηλαδή του κέντρου, γύρω από το οποίο συνάγεται ο λαός του Θεού. Επειδή το κέντρο είναι ο Χριστός και επειδή ο Χριστός είναι η κεφαλή του σώματος, η ανακεφαλαίωση των πάντων η οποία αναφέρεται στον Πατέρα, γι' αυτό και ο επίσκοπος ως εικόνα του Χριστού μ' αυτήν την έννοια είναι ο προεστώς της θείας Ευχαριστίας που αναφέρει στο Θεό, στο θρόνο Του, τα πάντα· «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα». Πραγματοποιεί, δηλαδή, αυτήν την ανακεφαλαίωση όπως την κάνει ο Χριστός. Είναι η εικόνα του εσχατολογικού Χριστού. Είπαμε ότι ο Χριστός δεν θα έρθει μόνος του, αλλά περιστοιχισμένος από τους Αποστόλους. Ο Άγιος Ιγνάτιος βλέπει την εικόνα των Δώδεκα Αποστόλων κατά τη θεία Ευχαριστία της τοπικής Εκκλησίας στα πρόσωπα των πρεσβυτέρων, οι οποίοι περιστοιχίζουν τον επίσκοπο. Όπως θα ξέρετε - δυστυχώς μέσα σε όλα έχει και αυτό χαθεί και ατονίσει - στην αρχαία Εκκλησία είχαμε το λεγόμενο σύνθρονο. Ο επίσκοπος ήταν στο κέντρο και περιστοιχιζόταν από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι κάθονταν στους θρόνους γύρω του. Είναι καθαρά εσχατολογική εικόνα αυτή. Θα θυμάστε τα λόγια του Χριστού στους Δώδεκα ότι στη Βασιλεία του Θεού «καθήσεσθε επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ». Οι Απόστολοι είναι αυτοί που δείχνουν προς τον Χριστό. Οι πρεσβύτεροι ή μάλλον ο εικονισμός των Αποστόλων στην Εκκλησία δια των πρεσβυτέρων, ο οποίος δεν κράτησε πάρα πολύ - και θα δούμε πώς εξελίχθηκαν ιστορικά τα πράγματα - σημαίνει ακριβώς ότι οι πρεσβύτεροι δείχνουν προς το Χριστό δια της διδασκαλίας των - διότι το βασικό έργο των πρεσβυτέρων στην αρχαία Εκκλησία, ήταν η διδασκαλία και η κατήχηση. Οι πρεσβύτεροι ήταν υπεύθυνοι για την κατήχηση· αυτοί κάνανε συνάξεις και εκήρυτταν. Οι μεγαλύτεροι πατέρες ιεροκήρυκες και ομιλητές που έχουμε μας παρέδωσαν ομιλίες από την περίοδο που ήταν ακόμη πρεσβύτεροι, (ο Χρυσόστομος, ο Ωριγένης κ.α.). Ενώ οι επίσκοποι μας παραδίδουν με το όνομά τους Λειτουργίες και Αναφορές, δεν έχουμε ποτέ Λειτουργίες με ονόματα πρεσβυτέρων, τούτο βέβαια δεν είναι τυχαίο. Αντιθέτως, έχουμε πολλές ομιλίες πρεσβυτέρων που είναι οι διδάσκαλοι και τούτο ήταν κυρίως το έργο τους, γι' αυτό και τους είχε ανατεθεί το κατηχητικό έργο. Επίσης μετείχαν και στα δικαστικά ζητήματα της Εκκλησίας· μαζί με τον επίσκοπο συγκροτούν το συνέδριο, ήταν οι πάρεδροι της έδρας του επισκόπου. Αυτό δεν κράτησε πολύ, διότι άρχισε σιγά σιγά ήδη από τον Γ´ αιώνα (έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες με τον Κυπριανό), να παίρνει άλλη τροπή στη Δύση, ενώ ακολουθεί λίγο πολύ και η Ανατολή με κάποια σύγχυση. Έτσι συμβαίνει ο επίσκοπος να γίνεται ο κατεξοχήν διάδοχος των Αποστόλων, να ατονεί η έννοια του επισκόπου ως εικόνας του Χριστού και να αντικαθίσταται από την έννοια του επισκόπου ως εικόνας των Αποστόλων. Γίνεται, πλέον, λόγος περί διαδοχής των αποστόλων. Αν ρωτήσετε τους περισσοτέρους σήμερα τι είναι ο επίσκοπος και γιατί έχει αυθεντία και εξουσία και ποια είναι η εξουσία του, θα σας απαντήσουν ότι είναι πρωταρχικά ο διάδοχος των Αποστόλων· συνεπώς η πρωταρχική του ευθύνη και η πρωταρχική του εξουσία είναι να διδάσκει. Αλλά ο Άγιος Ιγνάτιος λέγει, σαφώς, ότι ο επίσκοπος δεν διδάσκει, και λέγει ακόμη, να τον υπολογίζετε όταν σιωπά, διότι το κύριο έργο του, σύμφωνα με την εικόνα αυτή του Ιγνατίου, που σας περιέγραψα, είναι η αναφορά της θείας Ευχαριστίας, το να προϊσταται της Ευχαριστιακής συνάξεως. Το να ομιλεί κλπ. είναι και αυτό μέσα στο έργο του, αλλά δεν είναι το κατεξοχήν έργο του. Επαναλαμβάνω ότι αυτά μέσα στην ιστορία υπέστησαν ορισμένες εξελίξεις. Νομίζω ότι τα πράγματα δεν εκτρέπονται από την Εκκλησιολογία, εάν πει κανείς ότι και το διδακτικό είναι έργο του επισκόπου, αλλά προέχει, και είναι βασικό και αποφασιστικό, το να προϊσταται της θείας Ευχαριστίας· τότε βρισκόμαστε σε μια σωστή κατεύθυνση. Αλλά, εάν πούμε ότι το διδακτικό είναι το πρωταρχικό και το ευχαριστιακό είναι δευτερεύον, όπως αλλοίμονο έχει σχεδόν πλέον καθιερωθεί στην Εκκλησία μας κάτω από δυτική επίδραση, τότε έχουμε εκτροπή. Στη Δύση έγινε κύριο έργο του επισκόπου το διδακτικό μέσα από τη διαδοχή των Αποστόλων και ανατέθηκε στους πρεσβυτέρους ως κύριο έργο η τέλεση της Λειτουργίας. Αν αναζητήσετε έναν ορισμό του ιερέως στη Δύση θα βρείτε ότι είναι αυτός που τελεί την Λειτουργία. Ο επίσκοπος δεν είναι για να κάνει λειτουργίες, είναι για διδασκαλία, για να δογματίζει σε Συνόδους κλπ. Έχουμε, λοιπόν, εκτροπή από την εσχατολογική εικόνα, αυτό θέλω να τονίσω. Η εσχατολογική εικόνα επιβάλλει αυτά που σας περιέγραψα μέχρι τώρα. Και εισήχθη και ένα τέταρτο στοιχείο στην Εκκλησία με βάση αυτήν την εικόνα. Είναι του Διακόνου ως κρίκου ανάμεσα στους προεστώτες της Ευχαριστίας και του λαού. Ποια είναι αυτή; Διαλεκτική, όπως ξέρετε, θα πει όχι αντιθετική· διαλεκτική θα πει να διακρίνεις ενώνοντας. Οι Διάκονοι αποτελούν στοιχείο, δια του οποίου ο λαός διακρίνεται από τον κλήρο, χωρίς να χωρίζεται από αυτόν. Προσέξτε είναι πάρα πολύ σημαντικό το έργο του Διακόνου. Και είναι κρίμα το ότι έχουμε καταργήσει τους διακόνους, διότι χάσαμε αυτή την εικόνα των εσχάτων. Οι διάκονοι, λοιπόν, είναι αυτοί που μας διασφαλίζουν τη διαλεκτική σχέση μεταξύ κλήρου και λαού. Γι' αυτό και έχουν αυτή την αμφιβαλλόμενη και αμφιρρέπουσα υπόσταση. Είναι κληρικοί ή δεν είναι; Βέβαια, τους κατατάσσουμε στους κληρικούς, αλλά δεν είναι ιερείς. Βεβαίως, δεν προϊστανται, δεν μπορούν να καθήσουν στο σύνθρονο, μπαινοβγαίνουν μεταξύ του λαού και του κλήρου, και αυτή είναι η αποστολή τους να μεταφέρουν από το λαό τα Δώρα στον Προεστώτα, να εύχονται μαζί με τον λαό εξ ονόματος του λαού, να αποτελούν τον κρίκο αυτό και τελικά να είναι εκείνοι που μεταφέρουν τα καθαγιασμένα Δώρα, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στο λαό. Γι' αυτό και κύριο έργο του διακόνου είναι να κοινωνεί τους πιστούς. Αυτός παίρνει τα δώρα ως άρτο και οίνο, και αυτός πάλι τα μεταφέρει στο λαό ως Σώμα και Αίμα. Υπάρχει διαμέσου του Διακόνου η δυναμική αυτή σχέση μεταξύ κλήρου και λαού, πολύ σημαντική και απαραίτητη για την κοινότητα της Εκκλησίας. Συνεπώς, τα βασικά λειτουργήματα της Εκκλησίας που δεν μπορούν να λείψουν με κανένα τρόπο, διότι αλλοιώνεται η εσχατολογική αλήθεια της Εκκλησίας, είναι: ο λαός εν συνάξει με τον Επίσκοπο στο κέντρο, οι Πρεσβύτεροι περί τον Επίσκοπο και οι διάκονοι ως κρίκος συνδετικός και συνάμα διακριτικός μεταξύ κλήρου και λαού. «Χωρίς τούτων Εκκλησία ου καλείται» λέγει ο Άγιος Ιγνάτιος. Δεν μπορείς να την ονομάσεις Εκκλησία, όταν δεν έχει αυτά τα συστατικά.
Τελειώνω
επανερχόμενος σ' αυτό που είπα πρωτύτερα. Η Εκκλησία έχει και άλλες
ανάγκες μέσα στον κόσμο και δεν εξυπηρετείται πλήρως μ' αυτά τα
λειτουργήματα και τις δομές. Γι' αυτό έχει και άλλα λειτουργήματα,
το διδακτικό λειτούργημα, το ιεραποστολικό, το ποιμαντικό, δηλαδή η
εξομολόγηση, η φιλανθρωπία, τα θεραπευτικά λειτουργήματα, όπως η
πνευματική πατρότητα - την οποία διακρίνω από την εξομολόγηση, διότι
άλλο είναι η μετάνοια ως μυστήριο, η οποία δεν προϋποθέτει κατ'
ανάγκη χάρισμα θεραπευτικό με την έννοια την ψυχολογική- η άσκηση, ο
μοναχισμός κ. α. Όλα αυτά είναι λειτουργήματα, τα οποία χρειάζεται η
Εκκλησία. Αλλά προσέξτε τη διαφορά που θέλω να τονίσω.
Όλα αυτά τα χρειάζεται η Εκκλησία, εφ' όσον βρίσκεται στην
Ιστορία. Δεν είναι λειτουργήματα, τα οποία θα επιζήσουν εσχατολογικά,
δεν είναι μέσα στην εσχατολογική, αλλά μέσα στην ιστορική της φύση.
Στα Έσχατα δεν θα υπάρχουν ιεροκήρυκες, διότι ποιον να κηρύξουν και
να φωτίσουν, εφ' όσον θα έχει κλείσει η περίοδος της ιεραποστολής;
Μοναστήρια, που τόσο πολύ τα αγαπούμε όλοι, θα υπάρχουν; Τι να
κάνουν πλέον; Θα μου πείτε θα υπάρχουν επίσκοποι, διάκονοι; Ναι. Θα
υπάρχουν, όχι βέβαια το ίδιο, γιατί η εικόνα πλέον θα δώσει τη θέση
της στο πρωτότυπο. Θα είναι ο Χριστός, οι Απόστολοι, όλα αυτά που
εικονίζουν σήμερα οι Επίσκοποι θα γίνουν πλέον η πραγματικότητα,
αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται τα λειτουργήματα. Είναι
συστατικά ουσιαστικά της αιώνιας Βασιλείας του Θεού. Χωρίς αυτά δεν
νοείται η Βασιλεία του Θεού. Χωρίς Χριστό περιστοιχισμένο από τους
Αποστόλους, χωρίς σύναξη των διασκορπισμένων τέκνων του Θεού επί το
αυτό δεν νοείται Βασιλεία. Τα άλλα λειτουργήματα, τα οποία μας είναι
απολύτως απαραίτητα σήμερα και τα οποία πρέπει βαθύτατα, βεβαίως, να
εκτιμήσουμε ως λειτουργήματα της Εκκλησίας, δεν είναι στοιχεία που
εικονίζουν την αιώνια Βασιλεία του Θεού.
Όλες αυτές οι τοπικές Εκκλησίες, και αυτές μεταξύ τους, αναγνωρίζουν έναν πρώτο. Διότι αν χρειασθεί να συνέλθουν σε Σύνοδο ή να κάνουν κάτι από κοινού θα πρέπει κάποιος να προϊσταται. Και τέτοιος πρώτος αναγνωρίσθηκε διαμέσου της Ιστορίας, ο Κωνσταντινουπόλεως στην Ανατολή. Εφ' όσον ο Κωνσταντινουπόλεως κινείται μέσα στο πνεύμα του κανόνα που σας περιέγραψα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Εάν δηλαδή δεν κάνει τίποτα χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τους άλλους, και εάν αντίστοιχα οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα χωρίς να λαμβάνουν υπόψη αυτόν, κάτι δηλαδή που ν' αφορά σε όλες τις τοπικές Εκκλησίες, τότε τα πάντα είναι εντάξει. Επομένως, το σύστημα εκκλησιολογικά είναι πολύ σωστό και δεν έχουμε παπισμό, διότι ο Πάπας είναι αυτός που έχει δικαίωμα να επέμβει σε οποιαδήποτε τοπική Εκκλησία. Να κάνει, δηλαδή, πράγματα χωρίς να ρωτάει τους άλλους. Ή τους ρωτάει και τελικά αποφασίζει ο ίδιος. Ο Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι έτσι. Δεν μπορούσε να πάει να λειτουργήσει ο αείμνηστος Αθηναγόρας, ο οποίος είχε συνυποψήφιό του στην Πατριαρχική εκλογή τον γείτονά του Μητροπολίτη Δέρκων, όταν έγινε Πατριάρχης, ενώ ήθελε να λειτουργήσει στη Μητρόπολη Δέρκων που είναι δίπλα, γιατί ο Δέρκων δεν του έδινε την άδεια. Και δεν μπορούσε να λειτουργήση ο Πατριάρχης Αθηναγόρας μέχρι που πέθανε ο Δέρκων. Καταλαβαίνετε πόση διαφορά. Θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί κανείς κάτι τέτοιο στον Πάπα; Τώρα αν από σεβασμό ή οποιοδήποτε άλλο λόγο εκχωρούν οι επίσκοποι το δικαίωμα αυτό στον πρώτο και του επιτρέπουν να λειτουργήσει όπου θέλει, τούτο γίνεται με τη θέλησή τους. Αλλά δεν υπάρχει μέσα στο θεσμό το παπικό στοιχείο. Επομένως, για να απαντήσω στο ερώτημά σας, η ανάπτυξη των πατριαρχείων δεν έβλαψε την Εκκλησιολογία, ούτε οδήγησε στον παπισμό.
|
Απομαγνητοφώνηση: Άννα Ναβροζίδου και Νίκος Ζαρκαντζάς
Επιμέλεια Δοκιμίου: Σταύρος Γιαγκάζογλου
Πληκτρολόγηση: Ν. Ρ.
Διαμόρφωση σε Ιστοσελίδα: Ν. Μ.
Δημιουργία αρχείου: 6-2-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 9-7-2022.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
ΕΠΑΝΩ |