Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων

β) Η θεολογία του Τερτυλλιανού

1) Η περί Θεού διδασκαλία

1. Την περί Θεού διδασκαλίαν του Τερτυλλιανού συνθέτουν στοιχεία παραδοσιακά και φιλοσοφικά.

Τα παραδοσιακά στοιχεία συγκλίνουν εις την έξαρσιν της ενότητος του Χριστιανικού Θεού. Ακολουθών εις τα ίχνη της προ αυτού εκκλησιαστικής παραδόσεως (Αποστ. Πατέρων, Απολογητών, Ειρηναίου) ο Τερτυλλιανός και δια λόγους απολογητικούς (καταπολέμησις του ειδωλολατρικού πολυθεϊσμού), αλλά και κυρίως δια λόγους πολεμικούς (αντίκρουσις του δυϊσμού του Γνωστικισμού), επιμένει ζωηρώς εις την έξαρσιν της ενότητος του Χριστιανικού Θεού, η οποία αποτελεί τον ακρογωνιαίον λίθον της πίστεως και το σημαντικότερον σημείον του Κανόνος της αληθείας.

 

2. Τα κυριότερα σημεία της περί ενότητος του Θεού διδασκαλίας του Τερτυλλιανού είναι τα ακόλουθα:

α) Κατά τον Τερτυλλιανόν οι πολλοί θεοί της εθνικής λατρείας είναι ανύπαρκτοι.632 Οι Χριστιανοί αδίκως διώκονται επί αθεΐα, διότι απλούστατα αρνούνται να πιστεύσουν εις θεούς, οι οποίοι εις την πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Άλλωστε, και αυτοί ακόμη οι εθνικοί δεν αμφιβάλλουν περί της ανθρωπίνης προελεύσεως των θεών των633 (άνθρωπος ήτο ο Κρόνος, ως και όλοι οι απόγονοι αυτού: Apol., 10: PL I, 385).

Ουδείς εκ των ανθρώπων δύναται να γίνει Θεός μετά τον θάνατόν του.634 Μόνον μία περίπτωσις υπάρχει δικαιολογούσα την ύπαρξιν πολλών θεών: Η ανάγκη βοηθείας του Θεού εις το δημιουργικόν έργον του. Τοιαύτης όμως βοηθείας ο Θεός είναι όλως ανεπιδεής, επειδή είναι παντοδύναμος.635

Προτού υψωθή υπό των ανθρώπων εις θεότητα ο Κρόνος, τα πάντα είχον ήδη την αρχήν αυτών και ήσαν διατεταγμένα ευτάκτως παρά τω Θεώ. Μόνον αι αΐδιοι εν τω Θεώ δυνάμεις είναι δυνατόν να υπουργήσουν εις το θείον δημιουργικόν έργον (τριαδική δημιουργία).

β) Ο Θεός επομένως είναι είς. Την αλήθειαν ταύτην συνοψίζει θαυμασίως ο Κανών της πίστεως: «Regula est autem fídei... Unum omnino deus esse nec alium praeter mundi conditorem».636 Είναι δε είς ο Θεός καθ' όσον είναι ο μόνος παντοδύναμος δημιουργός. Τα όντα, παρά την πολλότητα αυτών, έχουν ένα και μόνον ποιητήν.637 Ούτος προϋφίσταται των όντων, τα οποία ακολουθούν εις Αυτόν, διότι προέρχονται εξ αυτού, πλασθέντα εκ του μηδενός (ex nihilo).638

Ο Θεός, τέλος είναι είς (deus unicus), καθ' όσον είναι αδημιούργητος αιώνιος (ante omnia) και ύψιστος (summus).639 Την τελευταίαν ταύτην ιδέαν τονίζει ο Τερτυλλιανός αντεπερχόμενος κατά της δυαρχίας του Μαρκίωνος.640 Το κατηγόρημα το κατ' εξοχήν εκφράζον το ενιαίον της χριστ. Θεότητος είναι το «summum magnum», εν τη εννοία της αυθυπαρξίας και της αϊδιότητος (ελλείψεως αρχής και τέλους) του Θεού.641

 

3. Ο Θεός είναι πνεύμα.

Η αλήθεια αυτή είναι αυτονόητος δια τον Τερτυλλιανόν, ο οποίος συνάγει αυτήν πλουσίως εκ της Αγίας Γραφής.642 Εν τούτοις κατ' αυτόν, το ότι ο Θεός είναι πνευματικός δεν σημαίνει ότι είναι και ασώματος. Αντεπερχόμενος κατά του Πραξέου, ο οποίος ηρνείτο την ιδιαιτέραν υπόστασιν του Λόγου, τονίζει ότι ο εκ του Θεού προερχόμενος Λόγος δεν είναι μία κενή και ανυπόστατος πνοή, μία απλή φωνή του Θεού, αλλ' είναι πραγματικότης «σωματική».643 Εφ' όσον δε ο «σωματικός» Λόγος είναι Θεός, επειδή προέρχεται εκ της υποστάσεως (substantia) του Θεού, έπεται ότι και ο Θεός πρέπει ομοίως ν' αποτελή πραγματικότητα «σωματικήν», να έχη δηλαδή «σώμα» («corpus»): «Quis enim negabit deum corpum esse, etsi deus spiritus sit? spiritus enim corpus sui generis in sua effigie».644

Εκ πρώτης όψεως η θεολογική αυτή σκέψις του Τερτυλλιανού μας ξενίζει. Φυσικώ δε τω λόγω θα ενόμιζε κανείς ότι ούτος αποδίδει εις τον Θεόν την σωματικότητα των υλικών όντων. Το πράγμα όμως δεν έχει ούτως. Ο Τερτυλλιανός εν προκειμένω, και παρά το γεγονός ότι γενικώς δεν εκτιμά την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, παρουσιάζει ιδιοτυπίαν θεολογικήν, η οποία φέρει έντονον επίδρασιν φιλοσοφικήν. Τοιουτοτρόπως ακολουθών εις το σχετικό διδάγματα του Στωικισμού,645 την σωματικότητα του Θεού δεν εκλαμβάνει εν τη εννοία της παχυλής σωματικότητος, ωσάν ο Θεός να ήτο συνδεδεμένος μετά της ύλης, αλλ' εν τη εννοία της πραγματικής υπάρξεως, του αληθούς είναι. Όταν ο Τερτυλλιανός μεταφράζω τους όρους υπόστασις, υποκείμενον, ουσία δια της λέξεως «substantia», εννοεί κατά κανόνα το είναι (την ουσίαν) ενός πράγματος. Τούτο έχει αναφοράν και εις τον Θεόν. Ο Θεός είναι «σωματικός» επειδή είναι πραγματικός, υπάρχει, δεν είναι ιδέα φανταστική. Επομένως η σωματικότης ουδεμίαν σχέσιν έχει προς την πνευματικότητα του Θεού. Ο Θεός είναι πνεύμα, άσχετος προς την παχύτητα των υλικών σωμάτων, αλλά και «σώμα», πραγματικός, δηλαδή, και αληθής.

Κατά τα άλλα ο Τερτυλλιανός, δια της περί υπερβατικότητος του Θεού διδασκαλίας του, κατόρθωσε να αποφύγη επιτυχώς τον μονιστικόν πανθεϊσμόν του φιλοσοφικού συστήματος της Στοάς.646

 

4. Η πνευματικότης του Θεού συνιστά την απόλυτον ενότητα και απλότητα της ουσίας αυτού.

Επομένως δεν δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις αυτόν κινήσεις και παθήματα,647 προσιδιάζοντα εις τας συνθέτους και πεπερασμένας φύσεις. Κατά τον Τερτυλλιανόν ο Θεός είναι κατ' εξοχήν δίκαιος και αγαθός. Η αγαθότης όμως και η δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδονται εις δύο διαφόρους απ' αλλήλων θεούς, ως έπραττεν ο Μαρκίων, αλλ' εις ένα και τον αυτόν Θεόν, τον δημιουργόν: «a primordio creator tam bonus quam iustus».648

Τον συνδυασμόν αγαθότητος και δικαιοσύνης απαιτεί γενικώς η έννοια της θείας προνοίας, η παρατηρουμένη εν τη τάξει της διακυβερνήσεως του κόσμου.649 Ο είς και μόνος αληθής Θεός διαπνέεται πάντοτε υπό της δικαιοσύνης, ενώ παραλλήλως το αγαθόν είναι έχθρός και κριτής του κακού: «non alias plene bonus sit nisi mali aemulus).650

Έναντι της αμαρτίας η θεία δικαιοσύνη παρίσταται ως severitas και ira.651 Αν ο Θεός δεν ετιμώρει τα κακόν, είναι ωσάν να απεδέχετο αυτό. Η τιμωρός όμως αυστηρότης του Θεού είναι χρήσιμος και αγαθή, όπως τα οξέα εργαλεία του Ιατρού είναι χρήσιμα δια τον ασθενή.652

Σημειωτέον, τέλος, ότι η οργή, οσάκις κατηγορείται εν τη Αγία Γραφή του Θεού (όπως και άλλα συναφή παθήματα), δεν πρέπει να νοήται εν τη εννοία των αντιστοίχων εμπαθών καταστάσεων της ανθρωπίνης ψυχής.653 Είναι καταστάσεις ιδιόμορφοι, ανάλογοι προς την απλότητα και την πνευματικότητα της θείας φύσεως.

 

5. Σπουδαιοτέρα της περί ενότητος του Θεού διδασκαλίας του Τερτυλλιανού, είναι η διδασκαλία αυτού περί της Αγίας Τριάδος.

Ο Τερτυλλιανός υπήρξε πράγματι ο πρώτος θεολόγος, ο οποίος, εν τη περιοχή της λατινικής θεολογίας, προσεπάθησε να διατύπωση την παράδοσιν της Εκκλησίας επί του δυσκολωτάτου τούτου σημείου της Χριστιανικής πίστεως.654 Η σημασία του κυρίως έγκειται εις την διατύπωσιν της τριαδικής ορολογίας, η οποία τόσον αποφασιστικώς έμελλε να επηρεάση βραδύτερον την επίσημον διατύπωσιν της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας της Εκκλησίας. Τα κυριότερα σημεία της σχετικής διδασκαλίας του Τερτυλλιανού είναι τα ακόλουθα:

α) Ο Θεός της Χριστιανικής πίστεως είναι εις την ουσίαν και τριαδικός τας υποστάσεις: Πατήρ, Υιός και Πνεύμα άγιον. Την πίστιν ταύτην ο Τερτυλλιανός ευρίσκει εκτιθεμένην τόσον εις την Αγίαν Γραφήν (κυρίως εις την εντολήν του βαπτίζειν, την οποίαν έδωσεν ο Κύριος εις τους μαθητάς του: «Lex enim tingendi imposita est et forma praescripta: Ite, inquit, docete nationes tinguentes eas in nomine patris et filii et spiritus sancti»,655 όσον και εις τον Κανόνα της αληθείας (βαπτισματικήν ομολογίαν).656

β) Η ορθή κατανόησις της Τριάδος είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη μετά της ενότητος της ουσίας του Θεού («unitas substantiae»). Η διαφορότης (των προσώπων), την οποίαν ο Τερτυλλιανός αντιβάλλει κατά του Πραξέου, εν ουδεμία περιπτώσει πρέπει να οδηγή εις διαίρεσιν ή χωρισμόν. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι μεν διάφοροι (ως πρόσωπα), όμως αποτελούν ενότητα εξ επόψεως ουσίας:657

«… Unicum Deum non alias putat credendum quam si ipsum eundemque et patrem et filium et spiritum sanctum dicat: quasi non sic quoque unus sit omnia dum ex uno omnia, per substantiae scilicet unitatem, et nihilo minus custodiatur oeconomiae sacramentum quae unitatem in trinitatem disponit, tres dirigens patrem et filium et spiritum, tres autem not statu sed gradu, nec substantia sed forma, nec potestate sed specie, unius autem substantiae et unius status et unius potestatis, quia unus deus ex quo et gradus isti et formae et species in nomine Patris et Filii et Spiritus sancti deputantur.»658

Η αλήθεια, κατά ταύτα, του ενός Θεού διασφαλίζεται δια του γεγονότος ότι εξ αυτού προέρχονται ο Υιός και το Πνεύμα, χωρίς τούτο να καταλύη την απόλυτον ενότητα της μιας τριαδικής Θεότητος (unitas substantiae).

γ) Την ενότητα του Θεού, κατά τον Τερτυλλιανόν, εκφράζει παραλλήλως και η εν τη αγία Τριάδι κρατούσα θεία μοναρχία. Ο όρος «μοναρχία» ευρίσκετο εν χρήσει και προ του Τερτυλλιανού εν τω αγώνι της Εκκλησίας εναντίον του ειδωλολατρικού πολυθεϊσμού.659

Κατά τον Τερτυλλιανόν η μοναρχία δεν λαμβάνεται εν τη εννοία της εκ του Πατρός, ως πηγαίας αρχής της θεότητος, προελεύσεως των δύο άλλων προσώπων, αλλά σημαίνει μίαν και μόνην κυριότητα και εξουσίαν: «… Monarchiam nihil aliud significare scio quam singulare et unicum imperium» (Adv. Prax. 3. PL 2, 158).

Εν τη Τριάδι όμως η εξουσία αυτή του Πατρός δύναται να μεταβιβάζεται και εις τον Υιόν,660 ο οποίος και την ενασκεί κυρίως επί του πεδίου της οικονομίας.661 Ως βάσις της μεταβιβάσεως ταύτης λαμβάνεται πάντοτε η ενότης ουσίας μεταξύ Πατρός και Υιού: «Ceterum qui filium non aliunde deduco, sed de substantia patris» (Adv. Prax. 4. PL 2, 159), την οποίαν ο Τερτυλλιανός ισχυρώς αντιβάλλει κατά του Πραξέου (Adv. Prax. 2. PL 2, 156 και εξής).

Ως είναι νοητόν, η ενότης κυριότητος και εξουσίας μεταξύ Πατρός και Υιού (ο Υιός ως εκτελεστής της εξουσίας του Πατρός) πλην της ενότητος ουσίας, εξυπακούει και την μεταξύ τούτων ενότητα δυνάμεως και βουλήσεως.662 Μόνον η ενάσκησις της θείας μοναρχίας υπό όντων διαφόρων της ουσίας του Θεού (οι άγγελοι) είναι δυνατόν να καταστρέψη την εν τη Τριάδι μοναρχίαν. Τούτην φθείρει ομοίως και ο Μαρκίων, ο οποίος μεταβιβάζει αυτήν εις άλλον ξένον και αλλότριον Θεόν (Adv. Prax. 4. PL 2, 159).

Σημειωτέον, τέλος, ότι η εξουσία του Υιού, εκδηλουμένη επί του πεδίου της οικονομίας και υπεμφαίνουσα την απόλυτον υπερβατικότητα του Θεού, έχει προσωρινόν χαρακτήρα, θα παύση δε ενασκουμένη, όταν ο Υιός υποταγή τω Πατρί, ότε ο Θεός έσται τοις πάσι τα πάντα (Adv. Prax. 4).

δ) Παραλλήλως όμως προς την ενότητα της Θείας Ουσίας ο Τερτυλλιανός εξ ίσου εμφαντικώς εξαίρει και την τριαδικότητα των προσώπων. Αμφοτέρας τας εννοίας ταύτας (ενότητα ουσίας και τριαδικότητα προσώπων) εκφράζει επιτυχώς ο όρος «persona» (πρόσωπον), τον οποίον πρώτος εισήγαγεν ο Τερτυλλιανός εν τη Χριστιανική θεολογία, εν τη οποία και επαγιώθη ούτος οριστικώς. Ο όρος «persona» είναι πολυσήμαντος παρά τω Τερτυλλιανώ.663  Εν τριαδική εννοία λαμβάνεται ούτος ως όρος τεχνικός προς δήλωσιν του πνευματεμφόρου, αυθυποστάτου θείου υποκειμένου, το οποίον ομιλεί και ενεργεί. Ειδικώτερον σημαίνει τα ιδιαίτερα πρόσωπα του Θεού, τα οποία ενούνται εν τη μια και τη αυτή θεία ουσία. Δια του όρου «persona» ο Τερτυλλιανός εισήγαγεν εν τη θεολογία τον αντίστοιχον εννοιολογικόν πόλον του όρου «substantia».664

Ούτω, κατά τον Τερτυλλιανόν, εν τη μια θεία ουσία μετέχουν εν δευτέρα και τρίτη θέσει δύο πρόσωπα (personae), ήτοι ο Υιός και το Πνεύμα (consortes substantiae patris).665 Επομένως εν τω ενί κατ' ουσίαν Θεώ υπάρχουν τρία διακεκριμένα απ' αλλήλων πρόσωπα (Πατήρ, Υιός και Πνεύμα), υπάρχει ενότης εν Τριάδι (unitas in trinitatem).666 Και πάλιν επαναλαμβάνομεν, η τριαδικότης των προσώπων εν ουδεμία περιπτώσει καταλύει την ενότητα της Θείας Ουσίας.667

ε) Πριν ή ακόμη δημιουργηθή ο εξωτερικός ούτος κόσμος ο Θεός υπήρχεν εν Εαυτώ. Ήτο μόνος, εν τη εννοία ότι εκτός αυτού ουδέν έτερον υπήρχεν. Εν τούτοις καθ' Εαυτόν ο Θεός δεν ήτο μόνος διότι πάντοτε είχε τον Λόγον αυτού (sermo): «Ante omnia enim Deus erat solus, ipse sibi et mundus et locus et omnia. Solus autem quia nihil aliud extrinsecus praeter ilium. Ceterum ne tunc quidem solus: habebat enim secum quam habebat in semetipso rationem suam» (Adv. Prax. 10).

Εν αρχή όμως ο Λόγος υπήρχεν εσωτερικώς μόνον εν τω Θεώ. Ακολουθών εις τα περί ενδιαθετου και προφορικού Λόγου διδάγματα των Απολογητών — ασφαλώς χωρίς να πιέζεται, ως εκείνοι, εκ προϋποθέσεων φιλοσοφικών — ο Τερτυλλιανός εδίδαξεν, ότι ο ενδιάθετος παρά τω Θεώ Λόγος κατέστη προφορικός μόνον όταν ο Πατήρ απεφάσισε να δημιουργήσει τον Εξωτερικόν κόσμον.668 Τότε ο Λόγος εξωτερικεύθη, καταστάς το όργανον της δημιουργίας δια του οποίου τα όντα, ενυπάρχοντα απ' αιώνος εν τω σχεδίω του Θεού, κατέστησαν ορατά και αισθητά. Έκτοτε ο Λόγος κατέστη Υιός του Θεού: «Haec est nativitas perfecta Sermonis, dum ex Deo procedit: conditus ab eo primum ad cogitatum in nomine sophiae : «Dominus condidit me initium viarum». Dehinc generatus ad effectum: «Cum pararet caelum, aderam illi simul». Exinde eum parem sibi faciens, de quo procedendo filius factus est, primogenitus in ante omnia genitus, et unigenitus ut solus a Deo genitus: proprie de vulva cordis ipsius, secundum quod Pater ipse testatur: «Eructavit cor meum sermonum optimum».669

Η είσοδος του Λόγου εις την κατάστασιν της υιότητος δεν σημαίνει βεβαίως τροποποίησιν εις την Θείαν Ουσίαν αυτού, αλλ' απλώς είσοδον αυτού, εις μίαν νέαν κατάστασιν ζωής εις έν νεον επίπεδον είναι.

Ως προς την υπόστασιν του Υιού, ο Τερτυλλιανός αποκρούει μετά δυνάμεως την γνώμην των αιρετικών, οι οποίοι, αρνούμενοι την ιδιαιτέραν υποστατικήν οντότητα του Λόγου, εξελάμβανον αυτόν ως μίαν πνοήν αέρος, ως ένα λόγον (ανθρώπινον) προχεόμενον εν τοις εκτός και διαχεόμενον.

Αντιθέτως, κατ' αυτόν, ο Υιός αποτελεί δια του γεγονότος της γεννήσεώς του ιδίαν υπόστασιν πραγματικήν και αληθινήν, διάφορον μεν της υποστάσεως του Πατρός (άλλος, alius), όχι όμως και διάφορον της ουσίας αυτού (άλλο, aliud).670

Η ύπαρξις τού Λόγου (ως ενδιαθέτου) παρά τω Πατρί είναι αιωνία. Επί του σημείου τούτου ευθυγραμμίζεται ο Τερτυλλιανός προς τα αντίστοιχα διδάγματα των Απολογητών. Είναι όμως εν τω αυτώ μέτρω αιωνία και η κατάστασις αυτού ως Υιού, ως προφορικού δηλονότι Λόγου; Η απάντησις είναι αρνητική. Ο Λόγος ως ενδιάθετος παρά τω Πατρί είναι αιώνιος· ως Υιός όμως καθίσταται τότε μόνον, όταν, προφερόμενος υπό του Πατρός εξωτερικεύεται προς δημιουργίαν του φυσικού τούτου κόσμου. Μόνον εν τη εννοία ταύτη δύναται να εξηγηθή και το δυσχερές χωρίον του Τερτυλλιανού: «Fuit autem tempus cum et delictum et filius non fuit, quod judicem et qui patrem Dominum faceret» (Adv. Hermog. 3).

Ο χρόνος κατά τον οποίον δεν υπήρχεν ο Υιός, είναι ασφαλώς ο χρόνος προ της εις Υιόν εξωτερικεύσεως αυτού παρά του Πατρός. Να ησθάνετο άράγε ο Τερτυλλιανός τας συνέπειας της τοιαύτης περί χρονικότητος του Υιού διδασκαλίας του; Αμφιβάλλομεν. Άλλωστε της Αρειανικής κακοδοξίας διεχωρίζετο ούτος (ως άλλοτε και οι Απολογηταί) δια του οξέως τονισμού της κατ’ ουσίαν ταυτότητος του Υιού μετά του Πατρός. Ο Υιός του Θεού δεν είναι κτίσμα, αλλά Θεός πραγματικός.

Ο Υιός επομένως του Θεού δεν είναι δημιούργημα του Πατρός. Περί αυτού ο Τερτυλλιανός ουδεμίαν αμφιβολίαν καταλείπει. Κατ’ αυτόν ο Πατήρ και ο Υιός είναι φορείς της αυτής Θείας Ουσίας: «Deus ex unitate substantiae» (Apol. 21. Adv. Prax. 25. 26). Εάν δε διαστέλλωνται απ' αλλήλων, τούτο γίνεται ουχί δια χωρισμού (separatio), αλλά δι' απλής διακρίσεως (distinctio dispositio = οικονομία). Την ταυτότητα της ουσίας την ετερότητα των προσώπων και την αιωνίαν σχέσιν μεταξύ Πατρός και Υιού (κατ’ επέκτασιν δε και του Αγίου Πνεύματος) Ο Τερτυλλιανός σκιαγραφεί δι' ωραίου παραδείγματος: Η ακτίς η προερχομένη εκ του ηλίου αποτελεί μέρος του όλου ηλίου. Ο ήλιος ευρίσκεται εν τη ακτίνι, διότι η ακτίς ανήκει εις τον ήλιον. Τοιουτοτρόπως η ουσία της ακτίνος δεν αποχωρίζεται της ουσίας του ηλίου. Κατά τον αυτόν τρόπον ό,τι προέρχεται εκ του πνεύματος είναι πνεύμα, και εκ του Θεού Θεός όπως ό,τι προέρχεται εκ του φωτός είναι φως. Ούτω και ο Λόγος ως προερχόμενος εκ του Θεού, είναι Θεός αμφότεροι δε είναι έν.671

Μετά τα όσα ελέχθησαν, απομένει έν τελευταίον σημείον, το οποίον δεικνύει εμφανώς την ιδιοτυπίαν της θεολογικής σκέψεως του Τερτυλλιανού. Τούτο είναι η διδασκαλία αυτού, ότι ο Υιός αποτελεί μέρος (portio) της ουσίας του Πατρός: «Pater enim tota substantia est, filius vero derivatio totius at portio» (Adv. Prax. 9. PL 2, 164). Εκ πρώτης όψεως θα ενόμιζε κανείς ότι πρόκειται περί φυσικού μερισμού. Δεν συμβαίνει όμως ούτως. Όταν ο Τερτυλλιανός λέγη «portio» δεν εννοεί τμήμα εν τη εννοία της κατατμήσεως των υλικών σωμάτων, πράγμα το οποίον αποκλείει τελείως η πνευματική ουσία του Θεού, αλλά «συμμετοχήν» του Υιού εν τη ουσία του Πατρός. Ο Πατήρ κατέχει την πληρότητα της Θείας Ουσίας («substantiae plenitudo»), ο δε Υιός είναι μέρος του Θεού,672 δηλαδή μετέχει εν τη αυτή πληρότητι της ουσίας του Πατρός. Η ουσία του Υιού αποτελεί «απόρροιαν» εκ της ουσίας του Πατρός, είναι συμμετοχή εις την ουσίαν του Θεού και όχι αποχωρισμός εξ αυτής. Την σχέσιν ταύτην, κατά τον Τερτυλλιανόν, σκιαγραφεί ωραιότατα το παράδειγμα του ηλίου και της ακτίνος, περί του οποίου ήδη ομιλήσαμεν: «Εtiam cum radius ex sole porrigitur, portio ex summa; sed sol erit in radio, quia solis est radius, nec separatur substantia, sed extenditur, ut lumen de lumine accensum. Manet integra et indefecta materia matrix, etsi plures inde traduces qualitatis mutueris» (Apol. 21. PL 1, 457).

στ) Το τρίτον, τέλος, πρόσωπον της Αγίας Τριάδος είναι το Πνεύμα το Άγιον. Εν τω πλαισίω της μοντανιστικής σκέψεως του Τερτυλλιανού θα ανέμενε κανείς να εύρη πλουσιωτέραν την περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλίαν, παρ' όσον αυτή απαντά εις τα έργα του. Εν πάση όμως περιπτώσει, ούτος εξαίρει ενεργώς την θεότητα του Αγίου Πνεύματος (Adv. Prax. 13. PL 2, 169), το οποίον προέρχεται εκ της ουσίας του Πατρός (Αυτ. 3. PL 2, 158), είναι έν μετά του Πατρός και του Υιού (Αυτ. 2). Το Πνεύμα προέρχεται εκ του Πατρός δια του Υιού: «Spiritum non aliunde puto quam a Patre per Filium» (Adv. Prax. 4. PL 2, 159). Είναι επομένως το τρίτον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος: «Ita connexus Patris in Filio et Filli in Paracleto tres efficit cohaerentes alterum ex altero, qui tres unum sint, non unus» (Adv. Prax. 25. PL 2. 188).

H περί Αγίου Πνεύματος διδασκαλία του Τερτυλλιανού δεν είναι πάντοτε απηλλαγμένη ασαφειών και συγχύσεως. Ενίοτε ο συγγραφεύς δεν διακρίνει το Πνεύμα του Υιού, συνάπτων αμφότερα εις μίαν ενότητα. «Spiritus in Sermone» (Adv. Prax. 12. PL 2, 168). Αλλαχού πάλιν: «Hic Spiritus Dei idem erit Sermo. Sicut enim Joanne dicente: «Sermo caro factus est», Spiritum quoque intelligimus in mentione Sermonis, ita et hic (Luk. I, 35). Sermonem quoque agnoscimus in nomine Spiritus. Nam et spiritus substantia et sermonis et sermo operatio spiritus, et duo unum sunt» (Adv. Prax. 26. PL 2, 189). Εν τη αυτή μάλιστα σειρα σκέψεως δεν διστάζει να αποδώση την θείαν ενανθρώπησιν εις το Πνεύμα τα άγιον: «De Spiritu sancto virgo concepit et quod concepit, id peperit, id ergo nasci habebat quod erat conceptum et pariendum, id est Spiritus, cujus et vocabitur nomen Emmanuel, quod est interpretatum nobiscum Deus» (Adv. Prax. 27. PL 2, 190).

Κατά τον A. d' Alès (μν. έργ., σελ. 98) τούτο οφείλεται εν μέρει εις το γεγονός ότι ο Τερτυλλιανός εις το έργον αυτού «Adversus Praxeam» καταπολεμεί τους μοναρχιανούς «qui, plutôt que de distinguer des personnes dans I' essence divine, les distinguaient en Jésus-Christ, mettant d'un côté le Christ, c' est à-dire Dieu, le Père, L’ Esprit; de l' autre Jésus, c' est a dire I' homme, la chair. Pour les réfuter, il importait de montrer la divinité même, l' esprit, se faisant chair. L' apologiste croit découvrir, dans l évangile même de l' incarnation, ce nom d' esprit appliqué à la personne du Verbe et il s' en empare, sans se préoccuper des complications inextricables introduites par ce langage dans la théologie de la troisième personne).673

Ως εν αρχή είπομεν, η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία του Τερτυλλιανού είναι λίαν σημαντική δια την ιστορίαν των δογμάτων. Το πρακτικόν και δικανικόν πνεύμα αυτού εξεύρε την κατάλληλον προς έκφρασιν του δόγματος ορολογίαν: «très personae una substantia», η οποία εξήρε τόσον το ομοούσιον των προσώπων, όσον και την υποστατικήν διαφορότητα αυτών. Η εν λόγω διατύπωσις κατέστη παγία εν τη λατινική θεολογία, έμελλε δε βραδύτερον να επηρεάσει αποφασιστικώς την επίσημον υπό της Εκκλησίας διατύπωσιν του Ορθοδόξου δόγματος.

Βεβαίως η σκέψις του αφρικανού θεολόγου δεν είναι πάντοτε απηλλαγμένη ασαφείας και κενών. Η ιδιοτυπία μάλιστα αυτής, δυναμένη ευχερώς να οδηγήση εις επικινδύνους προσανατολισμούς, είχεν ως αποτέλεσμα να χαρακτηρισθούν βραδύτερον τα έργα αυτού ως αιρετικά (495, δια του Γελασιανού Διατάγματος) και να απαγορευθή η ανάγνωσις αυτών.674

Παρά ταύτα όμως δεν νομίζομεν, ότι ο Τερτυλλιανός υπέπεσεν όντως εις τριαδολογικάς κακοδοξίας. Αι ασάφειαι, η σύγχυσις και τα κενά, τα παρατηρούμενα εις τα έργα του, εξεταζόμενα τούτα μεν υπό τα πρίσμα της ιδιομορφίας της θεολογικής του σκέψεως, τούτο δε εν τω πλαισίω της γενικωτέρας διδασκαλίας του, είναι δυνατόν να εξηγηθούν, κατά τρόπον μη παραβλάπτοντα κατ' ουσίαν την δογματικήν ορθοδοξίαν του. Εν πάση όμως περιπτώσει αι επικίνδυνοι τάσεις της θεολογίας του αφρικανού θεολόγου675 δεν παύουν να υφίστανται, ως δε συνέβη ενωρίτερον με ορισμένους εκ των Απολογητών, ο Τερτυλλιανός δεν δύναται εν τη περιοχή ταύτη ν' αντιπροσωπεύει κατά πάντα την γνησίαν θεολογικήν παράδοσιν της Εκκλησίας του.

 

Σημειώσεις


632. «Deos vestros colere desinimue, ex quo ilios non esse cognosci. Hoc igitur exigere debetis, uti probemus, non esse ilioe deos et idcirco non colendos, quie tunc demum coli debuissent, si dei fuissent» (Apol., 10. PL 1, 381).

633. Apol., 10. PL 1, 384.

634. Apol., 11. PL 1, 386.

635. Apol., 11. PL 1, 386.

636. De praescr., 13. PL 2, 26.

637. Apol., 17. PL 1, 432.

638. «eic omnie post ilium, quie omnie ab ilio; sic eb ilio, quie ex nihilo» (Adv. Hermoe. 17. PL 2, 212).

639. Adv. Hermog., 4. PL 2, 201.

640. Τούτον αναιρεί συστηματικής εν τω έργω του «Adversus Mercionem»: α) Ο «αγαθός Θεός» του Μαρκίωνος δεν υπάρχει (Βιβλ I). β) Ο δημιουργός είναι ο μόνος αληθής Θεός (Βιβλ. ΙΙ). γ) Ο είς και μόνος αληθής Χριστός είναι ο Υιός του Δημιουργού (Βιβλ. III). δ) Τούτο αποδεικνύεται εκ των ευαγγελίων (Βιβλ. ΙV), ως και εκ των επιστολών του Απ. Παύλου (Βιβλ. V). Παράβαλλε Karl Wölfl, Des Heilewirken Gottes durch den Sohn nech Tertullian, Roma 1960, σελ. 12).

641. «Deum summum esse magnum in eetemitate constitutum, innatum, sine initio, sine fine» (Adv. Marc. I, 3. PL 2, 249).

642. De orat. 2B. PL 1, 1302. De pud. 21. PL 2, 1023.

643. Adv. Prax. 7. PL 2, 161-162.

644. Adv. Prax. 7. PL 2, 162.

645. Η πεποίθησις περί της σωματικότητος πάσης περιοχής του είναι, αποτελεί το αποφασιστικότερον σημείον εν τω φιλοσοφικώ συστήματι της Στοάς (Παράβαλλε: Zeller Α., Die Philosophie der Griechen, Bd. Ill/I, 4. Aufl., Leipz. 1909, σελ. 119-136 — Pohlenz, Die Stoa. Geschichte einer geistigen Bewegung, Göt. 1948/9, σελ. 64 και εξής — Bonhöffer A., Epiktet und die Stoa. Stuttg. 1894, σελ. 40-67). Κατά την βασικήν αντίληψιν του συστήματος παν το πραγματικόν είναι και σωματικόν. Εκτός των σωμάτων δεν δύναται να υπάρξη άλλη πραγματικότης. Βεβαίως δεν πρόκειται ενταύθα περί ενός χονδροειδούς υλισμού. Η σωματικότης των πραγμάτων νοείται πάντοτε επί τη βάσει του χαρακτήρος αυτών ως όντων πραγματικών. Μόνον εν τη σημασία ταύτη εκτείνεται, παρά τη Στοά, η έννοια σώμα («corpus») εις ό,τι δι' ημάς είναι «πνευματικόν»: Ο Θεός, η ψυχή, η αρετή, η γνώσις, η φωνή (Ο θυμός, λ.χ., είναι «corpus», καθ' όσον μεταβάλλει την φυσιογνωμίαν του προσώπου λόγω, δηλαδή, της ενεργείας του). Τα όντα και αι καταστάσεις αύται είναι σωματικά («corporelis») ουχί εν τη εννοία της υλικής παχύτητας, αλλ' εν τη εννοία της πραγματικής υποστάσεως (Karl Wölfl, μν. έργ., σελ. 16).

646. R. Seeberg, Dogmengeschichte, σελ. 392.

647. Adv. Val. 4. PL 2, 646.

648. Adv. Marc. II, 12. PL 2, 299.

649. Adv. Marc. I, 26. PL 2, 277-278.

650. Adv. Marc. I, 26. PL 1, 278.

651. Adv. Merc. Il, 11. Pl, 2, 298.

652. Adv. Marc. Il, 16. PL 2, 302-303.

653. Adv. Marc. Il, 16 (Αυτ.) Ο Τερτυλλιανός ετόνισεν ισχυρότερον, ή όσον ο Ειρηναίος το στοιχείον της δικαιοσύνης του Θεού. Τούτο ασφαλώς προσδιορίζετο εκ της λατινικής περί δικαίου αντιλήψεως επί τη βάσει της οποίας ο αφρικανός θεολόγος συνελάμβανε την σχέσιν μεταξύ Θεού και ανθρώπων.

654. G. Bardy, μν. έργ., σελ. 148.

655. De bapt. 13. PL 1, 1323-1324.

656. «Regula est autem fidei ut… profiteamur… Unum omnino deum esse… verbum filium elus… mielsse vicariam vim spiritus sancti» (De praescr. 13. PL 2, 26).

657. Ο Τερτυλλιανός ήτο ολιγότερον φιλόσοφος παρά νομικός. Ούτω δια τής νομικής σημασίας των όρων, τους οποίους χρησιμοποιεί, δυνάμεθα καλύτερον να κστανοήσωμεν την περί Τριάδος διδασκαλίαν του. Ούτως ο όρος «substantia» εν τη νομική γλώσσα εσήμαινε την «περιουσίαν», ό,τι ο άνθρωπος κατέχει ως ιδιοκτησίαν αυτού, ως και το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίον επροστάτευεν ο Ρωμαϊκός νόμος. Παραλλήλως ο όρος «Persona» (πρόσωπον) εσήμαινεν ον με νομικά δικαιώματα, «άτομον» ή «ομάδα», των οποίων την ιδιότητα ταύτην ανεγνώριζεν ο νόμος, πραγματικήν ύπαρξιν (res) εντός των ιδικών της ορίων κινουμένην. Η θέσις ως και αι συνθήκαι ενός τοιούτου προσώπου απαρτίζουν την ιδιαιτέραν του κατάστασιν (status), είναι δε φυσικόν ορισμένος αριθμός προσώπων να κατέχουν το αυτό status, ή να ευρίσκονται εις την αυτήν θέσιν ή να έχουν την αυτήν φύσιν. Ομοίως είναι δυνατόν να υπάρχουν πολλά είδη ουσίας έκαστον φέρον τας ατομικάς του χαρακτηριστικάς ιδιότητας ή την ιδικήν του «φύσιν» (proprietas, natura).

Τοιουτοτρόπως αν αι ανθρώπιναι αύται αναλογίαι χρησιμοποιηθούν δια την ερμηνείαν της Χριστιανικής αποκαλύψεως, η μία ουσία θα είναι η θεότης (ό,τι δηλαδή ανήκει εις την θείαν ύπαρξιν), έν είδος ιδιοκτησίας. Ουδέν όμως εμποδίζει την θείαν ταύτην ουσίαν να κατέχουν συνδεδυασμένως τρία άτομα με ίσα επ' αυτής δικαιώματα και επί ίσοις όροις. Ούτω δε η περιγραφή της θείας υπάρξεως θα είναι: μία ουσία, συμμεριζομένη υπό τριών προσώπων, εν μια καταστάσει (una substantia, tres personae, in uno statu) (βλέπε J. F. Béthune - Baker, An Introduction to the early History of Christian Doctrine to the time of the Council of Chalcedon, London 1951, σελ. 138-139).

658. Adv. Prax. 2. PL 2. 157. Παράβαλλε K. Wölfl, μν. έργ., σελ. 50.

659. «The term monarchy was introduced into Christian theology by the apologists as a protest against polytheism» (Ε. Evans, Tertulliani Adversus Praxeam liber. London 1948, σελ. 6).

660. Adv. Prax. 3. PL 2, 158.

661. Η λέξις Οικονομία, εισαχθείσα υπό του Απ. Παύλου εν τη εκκλησιαστική γλώσση (Εφ. 1, 10. Κολοσσαείς 1,25. 1 Τιμ. 1,14) και χρησιμοποιούμενη γενικώς εν τη μικρασιατική θεολογία (κυρίως παρ' Ειρηναίω), καταλαμβάνει σημαντικήν θέσιν εν τη περί Αγίας Τριάδας διδασκαλία του Τερτυλλιανού. Πρόκειται καθόλου περί της θείας διακυβερνήσεως του κόσμου, εν όψει της οποίας ο Πατήρ προβάλλει τον Υιόν, στέλλει τούτον επί της γης, ο Πατήρ δε και ο Υιός ή ο Πατήρ εν τω Υιώ πέμπουν ακολούθως το Πνεύμα το Άγιον. Δια του έργου τούτου ασφαλώς δεν περιορίζεται η θεία του Πατρας μοναρχία (dominatio), καθ' όσον ο Πατήρ ασκεί τούτην δια των δύο άλλων προσώπων, τα οποία κοινωνούν της αυτής μετά του Πατρός ουσίας, την οποίαν και αποκαλύπτουν εις τον κόσμον. Εν τω έργω της θείας οικονομίας δεν τίθεται εν κινδύνω η προΰπαρξις ενός των τριών προσώπων του Θεού. Η Αγία Τριάς προϋπάρχει μεν αΐδίως εν τη θεία ουσία, εις τους ανθρώπους όμως φανερούται σταδιακώς προς εκπλήρωσιν του έργου της δημιουργίας, διακυβερνήσεως και σωτηρίας του κόσμου. Παράβαλλε: Adv. Prax. 2. PL 2, 156: «Unicum quidem deum credimus, sub hac tamen dispensatione, quam οικονομίαν dicimus, ut unici dei sit et filius sermo ipsius, qui ex ipso processerit… Hunc missum a patre in νirgine…, qui exinde miserit, secundum promissionem suum a patre spiritum sanctum paracletum, sanctificatorem fidei eorum, qui credunt in patrem et filium et spiritum sanctum». Adv. Prax. 4: «Filium non adinde deduco, sed da substantia patris, nihil facientum sine patris voluntate… Hoc mihi et in tertium gradum dictum sit, quia spiritum non aliunde puto quam a patre per filium. Vide ergo, ne tu potius monarchiam destruas, qui disposltionem et dispositionem eius evertis in tot nominibus constitutam, in quot deus voluit».

662. «Ceterum qui filium non aliunde deduco, sed de substantia patris, nihil facientem sine Patris voluntate, omnem a Patre consecutum potestatem, quomodo possum de fide destruere monarchiam quam a Patre filio tradltam in filio servο?» (Adv. Prax. 4. PL 2, 159).

663. Περί της σημασιολογίος του όρου βλέπε σχετικώς: Schlossmann S. Persona und Πρόσωπον im Recht und im christlichen Dogma. Kiel 1906.

664. K. Wölfl. μν. έργ., σελ. 105.

665. Adv. Prax. 3. PL 2, 158.

666. Adv. Prax. 2. PL 2, 157.

667. «Non enim desinit esse qui habet filium ipse unicus, suo scilicet nomine, quotiens sine Filio nominatur, cum principaliter determinatur ut prima persone, quae ante Filii nomen erat proponenda quia Pater ante cognoscitur et post Patrem Filius nominatur. Itaque unus Deus Pater et absque ao alius non est. Quod ipse inferens non Filium negat, sed alium Daum; ceterum alius a Patre Filius non est» (Adv. Prax. 18. PL 2, 177).

668. Adv. Prax. 6. PL 2, 161.

669. Adw. Prax. 7. PL 2, 161.

670. «Quaecumque ergo substantia Sermonis fuit, illam dice personam at illi nomen Filii vandico, et Deum Filium agnosco, secundum a Patre defendo… Omne quod ex origine profertur, progenies est, multo magis Sermo Dei, qui etiam proprie nomen Filii eccepit» (Adv. Prax. 7-8. PL 2, 162-163).

671. J. F. Bethune-Baker, μν. έργ., σελ. 143.

672. «Pater enim tota substentia est; Filius vero derivatio totius et portio, sicut ipse profitetur, quia Pater major me est» (Adv. Prax. 9. PL 2, 164). «Dicens autem: Spiritus Dei… (Luc. I, 35), non directo Deum nominans, portionem totius intelligi voluit quae cessura erat in Filli nomen… Quod Deus Dei tanqusm substantiva res, non erit ipse Deus, sad hactenus Deus qua ex ipsius Dei substantia est et ut portio aliqua totius» (Adv. Prax. 26,. PL 2, 189). Το γεγονός ότι ο Πατήρ, ως έχων την πληρότητα της Θείας Ουσίας, είναι η πηγή του είναι, των δύο άλλων προσώπων, εμφαίνει ότι ούτος είναι ανώτερος του Υιού και του Πνεύματος, οι οποίοι κατ' επέκτασιν είναι υποτεταγμένοι τω Πατρί. Και την μεν σημασίαν του όρου «portio» είδομεν ανωτέρω. Όμως η όλη διδασκαλία του Τερτυλλιανού (οι χρησιμοποιούμενοι όροι) δυσκόλως δύναται να εκφύγη της επί υποταγή (subordinatio) μομφής και να εναρμονισθή πλήρως προς την Ορθόδοξον περί σχέσεως των θείων προσώπων διδασκαλίαν (Βλέπε Β. Bardy, μν. έργ., σελ. 149).

673. Παρά G. Bardy, μν. έργ., σελ. 151.

674. Alfr. Adam. μν. έργ., σελ. 168.

675. Ως τοιαύτας ο Harnack (παρά Bethuneaker, μν. έργ., σελ. 144, σημ. 2) επισημαίνει τας κάτωθι: 1) Ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται εκ του Πατρός μόνον εν όψει της δημιουργίας και της αποκαλύψεως. 2) Ο Υιός και το Πνεύμα δεν κατέχουν ολόκληρον την ουσίαν του Θεού, αλλ' είναι «portiones» (μέρη) αυτής. 3) Είναι υποτεταγμένοι εις τον Πατέρα. 4) Είναι παροδικαί εκδηλώσεις - Ο Υιός τουλάχιστον θα επιστρέψει κάθε τι εις τον Πατέρα, ο οποίος είναι απολύτως αόρατος, ενώ ο Υιός καθίσταται ορατός και πράττει πράγματα ανάξια τού Πατρός.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 7-3-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 15-3-2019.

ΕΠΑΝΩ