Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Πατέρες και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Γ΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Aντιγνωστικών Πατέρων

β) Η θεολογία του Τερτυλλιανού

Εισαγωγικά

1. Ο Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertullianus) εγεννήθη εν Καρθαγένη μεταξύ των ετών 155-160 μ.Χ. εκ γονέων εθνικών. Έλαβε μόρφωσιν πολυμερή, σπουδάσας ρητορικήν, φιλοσοφίαν, ιατρικήν και κυρίως νομικά.

Πλην της λατινικής γλώσσης, εξέμαθε και την Ελληνικήν, την οποίαν ηδύνατο να ομιλή και να γράφη ευχερώς. Αι σπουδαί του Τερτυλλιανού οδήγησαν αυτόν εις Ρώμην, όπου επέρασε σημαντικόν μέρος της νεότητός του, διάγων βίον εμπαθή και άστατον.

Το 195 εγκατέλειψεν οριστικώς την πρωτεύουσαν, επανελθών εις την γενέτειράν του Καρθαγένην. Ήδη είχε γνωρίσει τον Χριστιανισμόν, τον οποίον ησπάσθη ενθέρμως, αναλαβών ως κύριον έργον του την υπεράσπισιν αυτού και την καταπολέμησιν των διαφόρων αιρέσεων. Βαθμηδόν όμως και δια λόγους οι οποίοι δυσκόλως δύνανται να εξιχνιασθούν,618 απεσπάσθη ούτος εκ των κόλπων της καθολικής Εκκλησίας, προσχωρήσας εις τον Μοντανισμόν, εις τον οποίον παρέμεινεν επί 14 έτη (207-220), δηλαδή 3 έτη προ του θανάτου του (223).

2. Ο Τερτυλλιανός είχεν ιδιοσυγκρασίαν εκρηκτικήν. Εν αντιθέσει προς το ήρεμον ήθος του Ειρηναίου, ο χαρακτήρ του ήτο βίαιος και εριστικός. Το πάθος και η σφοδρότης εκυριάρχουν εις όλας τας εκδηλώσεις της ζωής του. Αφωσιούτο ολοψύχως εις ό,τι εθεώρει ορθόν, το οποίον και ανελάμβανεν ανενδότως να υπερασπίση. Μετά της αυτής ευκολίας, γενόμενος Χριστιανός, κατεπολέμησε τας αιρέσεις και τον εθνισμόν, μεθ' όσης, προσχωρήσας εις τον Μοντανισμόν, κατεπολέμησε την Εκκλησίαν, η εις ωρισμενα ζητήματα ελαστικότης της οποίας, εφαίνετο εις αυτόν αντίθετος προς την καθαρότητα του Χριστιανικού ήθους. Ήτο ευεπίφορος εις ακρότητας και υπερβολάς, το δε μέτρον ήτο άγνωστον εις τας κρίσεις και την συμπεριφοράν του. Ήτο ο ανένδοτος μαχητής, εις τον οποίον ήτο άγνωστος οιασδήποτε φύσεως συμβιβασμός.

3. Η εμπάθεια και η βιαιότης του χαρακτήρος του πολλάκις τον οδήγουν εις θέσεις απαραδέκτους. Εν τούτοις η σιδηρά του λογική σπανίως τον εγκατέλειπε, συνοδεύουσα αυτόν και εις αυτάς ακόμη τας εκρηκτικός εκσπάσεις της νευρώδους ρητορείας του. Η ασύγκριτος ευγλωττία του εν συνδυασμώ προς την αρτίαν μόρφωσίν του εις ό,τι αφεώρα την διαλεκτικήν, σοφιστικήν και ρητορικήν, του παρείχον την δυνατότητα να εκφράζη τας ιδέας του με δύναμιν και ύφος απαράμιλλον. Περαιτέρω η καταπλήσσουσα ευφυΐα του να δημιουργή νέους εκάστοτε όρους δια των οποίων να εκφράζη λεπτάς εννοίας θεολογικάς — βοηθούντος εις τούτο σημαντικώς και του πρακτικού δικανικού του πνεύματος — συνέτεινον ώστε ν' αναδειχθή ούτος ο ιδρυτής της λατινικής Θεολογικής ορολογίας, η οποία επηρέασε σημαντικώς την θεολογίαν τόσον της Δύσεως, όσον και της Ανατολής. Βεβαίως ενιαχού το ύφος του είναι σκοτεινόν, η δε γλώσσα του δυσκόλως δύναται να κατανοηθή και ερμηνευθή. Παρά ταύτα και εν μέρει χάρις εις αυτά, ο Τερτυλλιανός δε παύει να είναι είς των μεγαλυτέρων εκκλησιαστικών συγγραφέων, προς τον οποίον δυσκόλως δύναται να παραβληθή άλλος εν τη Εκκλησία συγγραφεύς, φθινούσης της β' μ.Χ. εκατονταετηρίδας.619

4. Η θεολογία του Τερτυλλιανού κινείται εν ταις γενικαίς αυτής γραμμαίς επί της αυτής τροχιάς επί της οποίας κινείται και η θεολογία του Ειρηναίου, την οποίαν ο Αφρικανός θεολόγος φέρεται γνωρίζων και χρησιμοποιών. Εν τούτοις φέρει αυτή και ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα κυριότερα στοιχεία αυτής είναι τα ακόλουθα:

α) Ο Κανών της αληθείας (Regula veritatis). Ως τοιούτον ο Τερτυλλιανός δέχεται την ομολογίαν πίστεως620 (βαπτισματικήν), την όποιαν αναπτύσσει πλουσίως εις το έργα του.

β) Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Κ. Διαθήκη), την οποίαν εξηγεί κατά την γραμματικήν μέθοδον, κατά κανόνα δε φρονίμως και επιτυχώς.

γ) Η Ιερά Παράδοσις, ως παράλληλος πηγή της αληθείας και μάλιστα ευρυτέρα της Αγίας Γραφής,

δ) ορισμένα στοιχεία εκ της Ελληνικής φιλοσοφίας, ιδίως του Στωικισμού (κυρίως αι περί σώματος και φύσεως αντιλήψεις του συστήματος).

ε) Το δικανικόν πνεύμα αυτού, το οποίον δεσπόζει ασφυκτικώς επί της όλης θεολογικής του σκέψεως, επί της τροχιάς του οποίου θα κινηθή βραδύτερον και επί πολλάς εκατονταετηρίδας η θεολογική σκέψις εν τη Δύσει,

στ) Η αντιαιρετική γενικώς και ειδικώτερον η αντιγνωστική τοποθέτησίς του (παρομοία τοποθέτησις των Απολογητών, μάλιστα δε του Ειρηναίου). Και

ζ) Η μορφολογική ιδιοτυπία του πνεύματος αυτού, η οποία προσδιορίζει τόσον την δομήν όσον και την γενικωτέραν διάρθρωσιν της θεολογικής του σκέψεως.

Η μεγάλη σημασία του Τερτυλλιανού δια την Ιστορίαν των Δογμάτων έγκειται κυρίως εις δύο σημεία:

α) εις την διατύπωσιν της λατινικής θεολογικής ορολογίας, η οποία μεγάλως υπεβοήθησε την ανάπτυξιν και μορφολογικήν διατύπωσιν του δόγματος (κυρίως την τριαδολογικήν και χριστολογικήν ορολογίαν) και

β) εις την δια δικανικών εννοιών ανάπτυξιν του χριστιανικού δόγματος, η οποία εν τη Δύσει έμελλε να καταλάβη θέσιν κυριαρχικήν και δεσπόζουσαν.

5. Ο Τερτυλλιανός παρά την φιλοσοφικήν μόρφωσιν την οποίαν έλαβε και η οποία επηρέασεν εν τίνι μέτρω την θεολογίαν αυτού, εν τούτοις γενικώτερον δεν φαίνεται να εκτιμά και πολύ την Ελληνικήν φιλοσοφίαν. Εν τω σημείω τούτω ακολουθεί πιστώς εις τα ίχνη ορισμένων εκ των προ αυτού Απολογητών, κυρίως δε του Επισκόπου της Λυώνος Ειρηναίου. Όπως ο τελευταίος ούτος, ούτω και ο Τερτυλλιανός όπισθεν όλων των αιρέσεων621 βλέπει ελλοχεύουσαν την Ελληνικήν φιλοσοφίαν.

Συγκεκριμένως: Ο Βαλεντίνος, ο θεολόγος των αιώνων, ήτο Πλατωνιστής, ο δε Μαρκίων, ο απόστολος του αγαθού και δημιουργού θεού, Στωικός. Την αθανασίαν της ψυχής ηρνούντο εμφανώς οι Επικούρειοι, ενώ την ανάστασιν του σώματος απέρριπτον γενικώς όλοι οι φιλόσοφοι. Περαιτέρω την ύλην είχε θεοποιήσει ο Ζήνων, το δε πυρ ο Ηράκλειτος. Ο Αριστοτέλης, τέλος, εις χείρας των ψευδών της γνώσεως διδασκάλων έθεσε την διαλεκτικήν, εργάτιν όχι μόνον της συνθέσεως αλλά και της αποσυνθέσεως, χαμαιλέοντα της γλώσσης, βιαίαν εις τας υποθέσεις της, σκληράν εις τους συλλογισμούς της, γόνιμον εις έριδας και συζητήσεις. Εξ αυτού (του Αριστοτέλους) προέκυψαν οι μύθοι και αι ατέρμονες γενεαλογίαι, τας οποίας, κατά τον Απόστολον, πρέπει να αποφεύγουν οι πιστοί.622 Η φιλοσοφία αποτελεί την μητέρα όλων των αιρέσεων,623 δημιουργούσα τον θεόν των φιλοσόφων,624 δηλαδή εικόνα περί θεού ανυπόστατον και φανταστικήν.625

Εκ τοιούτου πνεύματος κατεχόμενος ο Τερτυλλιανός εντόνως αναφωνεί: «Τι κοινόν υπάρχει μεταξύ του φιλοσόφου και του Χριστιανού; μεταξύ του μαθητού της Ελλάδος και του μαθητού του ουρανού; μεταξύ του θηρευτού της φήμης και του θηρευτού της ζωής; του φίλου της πλάνης και του εχθρού αυτής; μεταξύ εκείνου ο οποίος νοθεύει την αλήθειαν, και εκείνου ο οποίος ζητεί να εκφράση αυτήν εις την ζωήν του; μεταξύ εκείνου, ο οποίος την κλέπτει και εκείνου, ο οποίος την διατηρεί;»626 Είναι προτιμότερον να αγνοή κανείς εκείνο, το οποίον δεν είναι ανάγκη να γνωρίζη. Η περιέργεια πρέπει να έρχεται μετά την πίστιν, η λάμψις του πνεύματος μετά την σωτηρίαν της ψυχής. Το να αγνοή ο άνθρωπος ό,τι απάδει προς τον Κανόνα της αληθείας, είναι ως να γνωρίζη τα πάντα.627

Ο Τερτυλλιανός όμως κάμνει και έν περαιτέρω βήμα: Οι Χριστιανοί κατ' αυτόν, πρέπει να πιστεύουν τόσον περισσότερον, όσον ολιγώτερον είναι εις θέσιν δια του λόγου των να γνωρίζουν: «Quid ergο? Nonne mirandum et lavacro diluí mortem? Atquin eo magis credendum si, quia mirandum est, idcirco non creditur. Qualia enim decet esse opera divina, nisi super omnem admirationem? Nos quoque ipsi miramur, sed quia credimus. Ceterum incredulitas miratur, non credit.»628 Το βάπτισμα εγείρει τον θαυμασμόν, είναι λογικώς απίστευτον· ακριβώς όμως δια τον λόγον αυτόν, ημείς πρέπει να το αποδεχώμεθα και να το πιστεύωμεν περισσότερον. Ουδέποτε ο Θεός είναι τόσον μέγας, όσον όταν σμικρύνεται εθελουσίως δια τον άνθρωπον· ουδέποτε τόσον αγαθός, όσον όταν γίνεται κακός δια τον άνθρωπον· ουδέποτε τόσον είς, όσον όταν φαίνεται πολλαπλούς δια τον άνθρωπον.629

Εν τη συναφείς δε τούτη, απευθυνόμενος προς τον Μαρκίωνα, παρατηρεί: «Parce unicae spei totius orbis, qui destruís necessarium dedecus fidei. Quodcumque Dei indignum est, mihi expedit. Salvus sum, si non confundar de Domino meo… Crucifixus est Dei Filius: non pudet, quia pudentum est. Et mortuus est Dei Filius: prorsus credibile est, quia ineptum est. Et sepultus resurrexit: certum est quia impossible est».630 Η πίστις, κατά τον Τερτυλλιανόν, καθίσταται τοσούτον ισχυροτέρα και αξιωτέρα, όσον περισσότερον παρουσιάζεται εις τον άνθρωπον ως ανοησία, ως τι το λογικώς μωρόν και φυσικώς αδύνατον. Αι σκέψεις αύται αποτελούν παράφρασιν της περιβοήτου φράσεως «credo quia absurdum est», η οποία αποδίδεται μεν εις τον Τερτυλλιανόν, όμως η προέλευσίς της είναι σκοτεινή. Είναι σκέψεις στηριζόμεναι επί του χωρίου του Παύλου Α΄ Κορινθίους 1, 18, ένθα ο λόγος του Σταυρού παρίσταται ως μωρία εις την σοφίαν του κόσμου τούτου631 και εις την λαμπρότητα του πνεύματος των ανθρώπων επί της γης.

Και ταύτα μεν εισαγωγικώς. Εν συνεχεία μεταβαίνομεν εις σύντομον εξέτασιν των κυριωτέρων σημείων της θεολογίας του Τερτυλλιανού, τα οποία παρουσιάζουν ενδιαφέρον δια την Ιστορίαν των Δογμάτων.

 

Σημειώσεις


618. Τι ήτο εκείνο το οποίον ώθησε τον Τερτυλλιανόν να προσχωρήση εις την Μοντανιστικήν κίνησιν, δεν είναι εύκολον να ορισθή επακριβώς, Πολλαί εικασίαι είναι δυνατόν να διατυπωθούν:

α) Η φιλοδοξία του — η οποία παρέμεινεν απραγματοποίητος — να ανέλθη εις το επισκοπικόν αξίωμα.

β) Το ότι ο αυστηρός χαρακτήρ του και η ακραία τοποθέτησίς του εις ζητήματα καθαρότητας του Χριστιανικού ήθους τον έφεραν εις σύγκρουσιν προς την ανεκτικότητα της Εκκλησίας και την χαλαράν στάσιν, την οποίαν ετήρει αυτή έναντι των αμαρτωλών μελών αυτής (γνωστού όντος ότι ο Μοντανισμός εδείκνυεν αυστηρότητα ηθών).

γ) Το γεγονός, ότι το φιλελεύθερον πνεύμα του δεν ηδύνατο να υποταχθή εις τον «Κανόνα της πίστεως», ευρίσκον εν τη «νέα προφητεία» (τω Μοντανισμώ) την ελευθερίαν. Την οποίαν ματαίως εζήτει εν τη Εκκλησία κ.ά. (Βλέπε G. Bardy, Tertyllien, εν DTC, t. 15, Paris 1946, σελ. 131).

619. G. Bardy, Tertyllien, μν. έργ., σελ. 133.

620. De praescr. naeret. 13. 36. Adv. Prax. 2. PL 2, 25. 49. 156-7.

621. Ως γνωστόν, ο Τερτυλλιανός κατεπολέμησεν όλας σχεδόν τας αιρέσεις της εποχής του. Ούτω, εναντίον του Μαρκίωνος έγραψε το βαρυσήμαντον έργον του «Adversus Marcionem», εν τω οποίω απαντά εις όλα το επιχειρήματα του αιρεσιάρχου, τα διατυπούμενα εις τας «Αντιθέσεις» του. Ομοίως έγραψε κατά του Ερμογένους, του Απελλού, του Πραξέου, των Βαλεντινιανών και των Μοναρχιανών Πατροπασχιτών. Κατά τον Τερτυλλιανόν μία μόνον μέθοδος ασφαλής υπάρχει καταπολεμήσεως των αιρετικών: ο αποκλεισμός τούτων εκ της χρησιμοποιήσεως των βιβλίων της Αγ. Γραφής. Κατ’ αυτόν, νομικώς σκεπτόμενον, η Αγ. Γραφή αποτελεί αναφαίρετον κτήμα της Εκκλησίας. Επ' αυτής η Εκκλησία κατέχει τίτλους ιδιοκτησίας. Οι αιρετικοί αποσκιρτήσαντες της Εκκλησίας είναι εντελώς αποξενωμένοι αυτής. Επομένως η απ' αυτών χρησιμοποίησις της Γραφής αποτελεί υπέρβασιν δικαιώματος, σφετερισμόν αλλοτρίου αγαθού (De praescr. 37. ΡL 2, 61). Αν δε ληφθή υπ' όψιν το γεγονός, ότι οι Γνωστικοί την διδασκαλίαν των εστήριζον ομοίως επί των. Αγ. Γραφών, τότε αντιλαμβανόμεθα πλήρως την βαρύτητα των συλλογισμών και των επιχειρημάτων του Τερτυλλιανού.

622. Α. d’ Alés, La Theologie du Tertyllien, Paris 1905, σελ. 202-203.

623. De anlm. 3. PL 1, 686.

624. Adv. Marc. 2, 27. PL 2, 317.

625. Alfr. Adam, Lehrbuch der Dogmengeschichte, Band 1, Gütersloh 1965, σελ. 163.

626. Apol., 46. PL 1, 580-581.

627. De praescr., 13-14. PL 2, 26-28.

628. De bapt., 2. PL 1, 1309.

629. Adv. Marc., 2, 2. PL 2, 286.

630. De carne Christi, 5. PL 2, 760-761.

631. Alfr. Adam, μν. έργ., σελ. 163.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 14-2-2019.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-3-2019.

ΕΠΑΝΩ