Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Παπισμός

Οικουμενισμός

 
Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Αι αιρέσεις τού Παπισμού

Τού Επισκόπου Σεραφείμ Μητροπολίτου Πειραιώς

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.

ΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ»[1] ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ - ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ


Α.  Τα χωρία της Γραφής, εφ’ ων ο Παπισμός στηρίζει τας περί «πρωτείου» αξιώσεις του, και η αληθής αυτών έννοια κατά την ομόφωνον γνώμην μεγάλων Πατέρων της Αδιαιρέτου Καθολικής Εκκλησίας

Επί τριών κυρίως χωρίων της Καινής Διαθήκης διενοήθησαν και προσεπάθησαν κατ’ αρχήν να θεμελιώσωσι και στηρίξωσιν οι επίσκοποι - πάπαι Ρώμης τας περί «πρωτείου διοικήσεως και εξουσίας» εφ' όλης της Χριστιανικής Εκκλησίας αξιώσεις των, εν γνώσει και εκ προθέσεως παραποιούντες τας εννοίας των χωρίων τούτων και υποστηρίζοντες ότι δι' αυτών εδόθη υπό του Κυρίου εις τον Απόστολον Πέτρον ηγετική χάρις και εξουσία επί των λοιπών Αποστόλων και εφ’ όλης της Εκκλησίας, την οποίαν αυτοί, ως διάδοχοι δήθεν του Αποστόλου Πέτρου, εκληρονόμησαν. Προτιθέμενοι να αποδείξωμεν πλήρως εν τη παρούση το από πάσης απόψεως αβάσιμον, το αναληθές, αλλά και το αντι-Γραφικόν των αξιώσεων τούτων, αρχόμεθα από της παραθέσεως και της ερμηνείας των τριών τούτων χωρίων, άτινα είναι τα εξής:

α. Ματθ. ΙΣΤ΄ 13-19. «Ελθών δε ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας της Φιλίππου ηρώτα τους μαθητάς αυτού, λέγων. Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου; οι δε είπον. Οι μεν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι δε Ηλίαν, έτεροι δε Ιερεμίαν... Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπε· συ ει ο Χριστός, ο Υιος του Θεού του ζώντος. Και αποκριθείς ο Ιησούς είπεν αυτώ· μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι, αλλ' ο Πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλείς της Βασιλείας των ουρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς».

β. Λουκ. KB΄ 31-32. «Είπε δε ο Κύριος· Σίμων, Σίμων, ιδού ο Σατανάς εξητήσατο υμάς, του συνιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου...». Και

γ. Ιωάν. ΚΑ΄ 15-22 «...Ότε ουν ηρίστησαν, λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ· ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτώ το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με; και είπεν αυτώ∙ Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γιγνώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς· βόσκε τα πρόβατά μου. Αμήν, αμήν λέγω σοι... και τούτο ειπών λέγει αυτώ∙ ακολούθει μοι. Επιστραφείς δε ο Πέτρος βλέπει τον μαθητήν ον ηγάπα ο Ιησούς ακολουθούντα.., λέγει τω 'Ιησού· Κύριε ούτος δε τι; λέγει αυτώ ο Ιησούς· εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τι προς σε; συ ακολούθει μοι».

Επί των χωρίων λοιπόν τούτων της Κ.Δ. διενοήθησαν κατ’ αρχήν οι επίσκοποι Ρώμης να θεμελιώσωσι και να στηρίξωσι τας περί «πρωτείου εξουσίας» εφ' όλης της Εκκλησίας αξιώσεις των. Υποστηρίζοντες ότι δια μεν της ρήσεως «...επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν...» εθεώρει ο Κύριος προσωπικώς τον απόστολον Πέτρον, δια δε των λοιπών τοιούτων του αυτού χωρίου (ως και των ετέρων χωρίων «και συ… επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου», και «...ποίμαινε τα πρόβατά μου... κλπ») ότι έδωκεν εις αυτόν ιδιαιτέραν εξουσίαν πνευματικής και διοικητικής ηγεσίας επί των λοιπών αποστόλων, ως και εφ' όλης της Εκκλησίας, προέβαλον και διεξεδίκησαν ομοίαν εξουσίαν επί των λοιπών επισκόπων και επί της όλης Εκκλησίας, ως διάδοχοι δήθεν του αποστόλου Πέτρου, πρώτου, κατ' αυτούς, ιδρυτού και επισκόπου της Εκκλησίας της Ρώμης, καίτοι, ως θα αποδείξωμεν εν τη συνεχεία, και τούτο δεν είναι αληθές. Διότι πρώτος ιδρυτής και επίσκοπος της Εκκλησίας της Ρώμης δεν υπήρξεν ο απόστολος Πέτρος αλλ' ο απόστολος Παύλος. Ίδωμεν όμως, προ παντός άλλου, τι περί της αληθούς εννοίας των χωρίων τούτων γράφει ο θείος Χρυσόστομος, τον οποίον σέβεται και τιμά και η Ρωμαϊκή «Εκκλησία» ως τον κατ' εξοχήν ερμηνευτήν της Γραφής[2].

(Ομιλ. ΝΔ΄ § Β΄, Ε.Π. Migne, τ. 58, σελ. 534). «...Αλλ' επειδή είπεν υιόν Θεού, ίνα δείξη ότι ούτός εστιν υιος του Θεού, ώσπερ εκείνος υιος Ιωνά της αυτής ουσίας τω γεγενηκότι, δια τούτο προσέθηκε: Και εγώ σοί λέγω· συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν· τουτέστι, «τη πίστει της ομολογίας»[3]. Και εν συνεχεία, αυτόθι: «Είτα και ετέραν λέγει τιμήν. Και εγώ δε σοί δώσω τας κλείς των ουρανών. Τι δε εστι και εγώ σοί δώσω; Ώσπερ ο Πατήρ σοί έδωκε το εμέ γνώναι, ούτω και εγώ σοί δώσω. Και ουκ είπε παρακαλέσω τον Πατέρα... αλλ' εγώ σοί δώσω. Τι δίδως; ειπέ μοι, τας κλείς των ουρανών· ίνα όσα αν δήσης επί της γης έσται δεδεμένα εν τοις ουρανοίς· και όσα αν λύσης επί της γης έσται λελυμένα εν τοις ουρανοίς».

(Εις Ιωάν. Ομιλ. 21, 1. Ε.Π. τ. 59, σ. 128, πρβλ. και «εις Γαλάτ. κεφ. Α΄ 1, Ε.Π. τ. 61, σ. 611»). «...Τω γουν Πέτρω ειπών, μακάριος ει Σίμων βάρ Ιωνά και επαγγειλάμενος τα θεμέλια της Εκκλησίας επί της ομολογίας αυτού καταθήσεται...».

(Ομιλ. ΠΒ΄, Ε.Π. τ. 58, σελ. 741). «...Ο επί τη ομολογία του Πέτρου οικοδομήσας την Εκκλησίαν».

Τοιουτοτρόπως την αληθή έννοιαν του πρώτου χωρίου ερμηνεύων ο άγιος Πατήρ ρητώς τονίζει ότι αι λέξεις «επί ταύτη τη πέτρα...» σημαίνουσι την «ομολογίαν της πίστεως ότι ο Κύριος είναι ο Υιος του Θεού, και ουχί τον απόστολον Πέτρον προσωπικώς. Δια την έννοιαν δε των «κλειδών» της βασιλείας των Ουρανών, αντικαθιστών, εν τη πρώτη ομιλία του, τον συνδετικόν σύνδεσμον του χωρίου «και» («...και όσα αν δήσης...») δια του τελικού και συμπερασματικού τοιούτου «ίνα», επεξηγεί σαφώς ότι αύται έχουσι την έννοιαν «… δώσω σοι, τας κλείδας... ίνα όσα αν δήσης... έσται δεδεμένα... και όσα αν λύσης, έσται λελυμένα εν ουρανοίς». Αύτη είναι η αληθής σημασία των «κλειδών» της βασιλείας των ουρανών. «Η εξουσία του δεσμείν και λύειν...». Την εξουσίαν όμως ταύτην έδωκεν εξ ίσου ο Κύριος και εις τους άλλους μαθητάς, ως αποδεικνύεται εξ άλλων χωρίων της Γραφής, άτινα θα παραθέσωμεν εν συνεχεία. Τούτο δε τονίζει και ο Θεοφύλακτος εν τη αυτή Ομιλία του, εις το κατά Ματθ. ιστ΄ 18, γράφων: «Το δώσω μέλλοντα χρόνον σημαίνει, ο καιρός δε του δώρου ην η της Αναστάσεως ώρα, ότε είπε. Λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς... Το δώρον τούτο και των άλλων αποστόλων γέγονεν».

Δια την αληθή ωσαύτως έννοιαν των εν τω τρίτω χωρίω ρήσεων του Κυρίου «...βόσκε τα αρνία μου, ποίμαινε τα πρόβατά μου...», ο αυτός άγιος πατήρ εν τη ΚΘ΄ § Ε΄ Ομιλία του «περί ηγουμένων και ποιμένων εν τη Εκκλησία (Ε.Π. τ. 60, σ. 660) γράφει τα ακόλουθα: «...Ο γαρ καλός ποιμήν και τοιούτος οίον Χριστός βούλεται... ταύτα δε μοι περί αρίστων είρηται ποιμένων, ου περί εμαυτού και των καθ' ημάς, αλλ' ει τις τοιούτος οίος ο Πέτρος[4], οίος ο Μωϋσής». Ομιλεί ρητώς πάλιν περί «ποιμένων» εν τη Εκκλησία[5] και ουχί περί ενός ποιμένος η αρχιποίμενος. Προκειμένου δε περί των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ως τοιούτων, προτάσσει του πρώτου τον δεύτερον, τον Παύλον, όπως πράττει και εις άλλας Ομιλίας του (αποσπάσματα των οποίων θα παραθέσωμεν εν τοις επομένοις), ας αφιέρωσε τιμητικώς ειδικώς εις αυτόν.

Την ερμηνείαν λοιπόν ταύτην δίδει ο άγιος 'Ιωάννης ο Χρυσόστομος εις τα δύο εκ των μνημονευθέντων τριών χωρίων της Κ.Δ. Εις το πρώτον (Ματθ. ΙΣΤ΄ 18-19) ότι ως πέτραν κατ' αρχήν, εφ' ης έμελλε να οικοδομηθή η Εκκλησία, ενόει ο Κύριος την «ομολογίαν της πίστεως του αποστόλου Πέτρου ότι Αυτός ήτο – «ο Υιος του Θεού του ζώντος» και ουχί τον απόστολον Πέτρον προσωπικώς. Βεβαιούται δε ως απολύτως αληθής η ερμηνεία αύτη και εκ πολλών άλλων Γραφικών και Πατερικών μαρτυριών και αποδείξεων, τας οποίας εν συνεχεία θα παραθέσωμεν, αλλά και εκ του ότι, κατά την αυτήν ώραν, και ολίγον μετά την περί ης ρήσιν, επετίμησεν αυστηρώς ο Κύριος τον απόστολον Πέτρον (το πνεύμα της ανθρωπίνης αδυναμίας, το οποίον εξεδήλωσεν ούτος προτρέπων τον Κύριον να αποφύγη τον θάνατον) δια της αυστηράς επιτιμήσεως «...ύπαγε οπίσω μου, σατανά· σκάνδαλόν μοι ει ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Εάν επί του αποστόλου Πέτρου επρόκειτο να οικοδομηθή η Εκκλησία, ήτο δυνατόν, αμέσως μετά την γενομένην προς αυτόν επαγγελίαν, να αποκληθή ούτος υπό του Κυρίου «σατανάς»;

Ωσαύτως ερμηνεύει ο άγιος Πατήρ ότι «ως κλείδας της βασιλείας των ουρανών» νοεί ο Κύριος την εξουσίαν του λύειν και δεσμείν τας αμαρτίας των ανθρώπων. Αποδεικνύεται δε το απολύτως ακριβές και της ερμηνείας ταύτης, ου μόνον διότι άλλας κλείδας της βασιλείας των ουρανών δεν είναι δυνατόν να νοήσωμεν, αλλά και εκ της όλης γραμματικής και λεκτικής διατάξεως του περί ου χωρίου. Διότι, εφόσον η προσωπική αντωνυμία «σοί» – δώσω σοι – δεν προτάσσεται του ρήματος «δώσω», άλλως δε, και επομένη, δεν έχει τόνον, δεν είναι δυνατόν να νοηθή έχουσα αποκλειστικήν έννοιαν, ήτοι έννοιαν παροχής αποκλειστικώς εις τον απόστολον Πέτρον προσωπικής τινος εξουσίας η υπεροχής. Πρόκειται άρα περί της γενικής εξουσίας του «δεσμείν και λύειν αμαρτίας», ην ο Κύριος έδωκεν ολίγον μετά τα προς τον απόστολον Πέτρον λεχθέντα και εις τους λοιπούς μαθητάς. «Αμήν λέγω υμίν, όσα αν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ. Και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ». Ωσαύτως, μετά την ανάστασίν Του εκ νεκρών: «...Είπεν ουν αυτοίς ο Ιησούς πάλιν... καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς. Και τούτο ειπών ενεφύσησε και λέγει αυτοίς· λάβετε πνεύμα άγιον· αν τινων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς, αν τινων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιωάν. Κ΄ 21-23). Ισοτίμως και μετά την Ανάστασιν πέμπονται υπό του Κυρίου πάντες οι απόστολοι, ίνα βαπτίσωσι τα έθνη..., ισοτίμως λαμβάνουσι πνεύμα άγιον και ισοτίμως παρέχεται εις πάντας η εξουσία του «λύειν και δεσμείν...» (Ματθ. κη΄ 19, πρβλ. και Μάρκ. ιστ΄ 15). «Όπως απ' αρχής ισοτίμως απεστάλησαν εις το κήρυγμα και ισότιμος εξουσία εδόθη εις πάντας... «κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ώστε αυτά εκβάλλειν και θεραπεύειν πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. Ι΄ 1, Μάρκ. Στ΄ 7-13, Λουκ. Θ΄ 1, πρβλ. και Μάρκ. Στ΄ 30 και Λουκ. Θ΄ 10).

Ότι δε αι περί ων ο λόγος ρήσεις του Κυρίου προς τον απόστολον Πέτρον δεν είχον έννοιαν παροχής προς αυτόν πνευματικής τινος υπεροχής έναντι των λοιπών μαθητών-αποστόλων, πολύ δε περισσότερον παροχής εξουσίας τινός διοικητικής κλπ. επ' αυτών βεβαιούται προσέτι σαφώς και εκ των εν τη αρχή του επομένου ΙΗ΄ κεφ. του Ματθαίου αναφερομένων (πρβλ. Μάρκ. Θ΄ 34 και Λουκ. Θ΄ 46), ένθα πάντες οι μαθηταί, υπό την επήρειαν προφανώς και των ρήσεων τούτων, προ ολίγου χρόνου λεχθεισών, προσέρχονται και ερωτώσιν τον Κύριον «...τις άρα μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών...». Εάν τα προς τον απόστολον Πέτρον λεχθέντα είχον την έννοιαν παραχωρήσεως εις αυτόν πρωτείου τινός έναντι των λοιπών αποστόλων, και δη του πρωτείου του μείζονος, θα αντελαμβάνοντο αναμφιβόλως ούτοι τούτο και δεν θα υπέβαλον το ως ανωτέρω ερώτημα. Και εκ τούτου συνάγεται ότι τα προς τον απόστολον Πέτρον λεχθέντα δεν είχον τοιαύτην έννοιαν· δι’ ό και ο Κύριος, συμβολικώς αλλά και σαφώς επιβεβαιών τούτο, «προσκαλεσάμενος παιδίον...», απαντά: «Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ΙΗ΄ 2-5). Η απάντησις αύτη δεν ήτο βεβαίως δυνατόν να δοθή, εάν τα ολίγον προηγουμένως προς τον απόστολον Πέτρον λεχθέντα είχον την έννοιαν παραχωρήσεως προς αυτόν «πρωτείου» τινός η διακρίσεως έστω έναντι των λοιπών αποστόλων[6].

Το αυτό δε συμπέρασμα συνάγεται και εκ της ολίγον μετά τα ως ανωτέρω υποβληθείσης αιτήσεως της μητρός των υιών Ζεβεδαίου, ίνα οι υιοί αυτής καθίσωσιν εκ δεξιών και εξ ευωνύμων του Κυρίου εν τη βασιλεία του. (Αυτόθι Κ΄ 20-22). Και η παράκλησις αύτη μαρτυρεί ώσαύτως ότι δεν είχε γίνει υπό του Κυρίου, δια των λεχθέντων προς τον απόστολον Πέτρον, παραχώρησις προς αυτόν πρωτείου τινός. Άλλως δεν ήτο δυνατόν και αύτη να υποβληθή. Πολύ δε περισσότερον επιβεβαιοί τούτο η υπό του Κυρίου δοθείσα και πάλιν γενική απάντησις προς όλους τους αποστόλους, δι’ ης κατεδίκασε και απέκλεισε πάσαν μεταξύ αυτών φιλόδοξον τάσιν. «...Οίδατε –είπε προς πάντας– ότι οι άρχοντες των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αυτών. Ουχ ούτως δε έσται εν υμίν, αλλ’ ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έστω υμών διάκονος. Και ος εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έστω υμών δούλος· ώσπερ ο Υιος του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι...». Τονίζει ρητώς και πάλιν ο Κύριος ότι ουδένα εξ αυτών εθεώρει «πρώτον η μείζονα» και μετά τα προς τόv απόστολον Πέτρον λεχθέντα. Ο δε επιθυμών «πρωτεία», ώφειλεν απλώς να γίνει «διάκονος» και «δούλος» των λοιπών (Αυτόθι Κ΄ 25-28, Μάρκ. Ι΄ 42-45, πρβλ. και Ματθ. ΚΓ΄ 8-11)»[7].

Η αληθής λοιπόν σημασία του μεν πρώτου εκ των επιμάχων χωρίων είναι ότι «ως πέτραν», εφ' ης έμελλεν ο Κύριος να οικοδόμηση την Εκκλησίαν, δεν ενόει τον απόστολον Πέτρον προσωπικώς, αλλά την υπ’ αυτού γενομένην ομολογίαν ότι ο Κύριος είναι «ο Υιος του Θεού του ζώντος», του δε τρίτου ότι αποκατεστάθη απλώς υπό του Κυρίου ο Πέτρος εις την χάριν του αποστόλου και ποιμένος, μετά την τριπλήν βεβαίωσίν του, ότι αγαπά τον Κύριον. Η τριττή εκείνη βεβαίωσις και αι ισάριθμοι ερωτήσεις του Κυρίου ήσαν προφανώς απαραίτητοι δια την πλήρη απάλειψιν και συγχώρησιν της υπό του αποστόλου Πέτρου απαρνήσεως του Κυρίου τρίς (Μάρκ. ΙΔ΄ 66-72 και Λουκ. KB΄ 34). Διότι μετά την απάρνησιν είχεν εκπέσει ούτος της χάριτος του μαθητού και αποστόλου, δι' ό και ο άγγελος λέγει προς τας γυναίκας μετά την ανάστασιν: «...Είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω..» (Μάρκ. ιστ΄ 7). Δεν αποκαλεί τον Πέτρον μαθητήν. 'Ερωτηθείς όθεν τρίς επί τούτω υπό του Κυρίου ο Πέτρος και τρίς απαντήσας προς απάλειψιν της τριπλής αρνήσεως[8], αποκατεστάθη υπό του Κυρίου εις την θέσιν του αποστόλου και πνευματικού ποιμένος της Εκκλησίας. Τοιούτοι όμως ποιμένες, όπως ρητώς τονίζει και ο θείος Χρυσόστομος, ήσαν και οι λοιποί απόστολοι. Και θα έχη ομοίους η 'Εκκλησία, «μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του Υιού του Θεού...» (Εφεσ. Δ΄ 11, Πράξ. Κ΄ 28, Α΄ Πέτρ. Ε΄ 1-5).

Πριν η προβώμεν όμως εις την ανάπτυξιν της αληθούς εννοίας και του ετέρου, δευτέρου εκ των τριών επιμάχων χωρίων «...συ δε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκ. KB΄ 32), καλόν εθεωρήσαμεν να προσθέσωμεν ότι, δια την αληθή έννοιαν του πρώτου των χωρίων τούτων (Ματθ. ιστ΄ 13-20), και την πραγματικήν σημασίαν της εν αυτώ λέξεως «πέτρα», εν τη Α΄ επιστολή του Λέοντος, Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, «Περί αζύμων και προς τους λέγοντας ως η Ρώμη πρώτος θρόνος», αναφέρονται συν άλλοις[9] και τα ακόλουθα:

«...Ει δε προσφέρεις μοι το, συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και τα εξής, ίσθι ως ου δια την εν Ρώμη Εκκλησίαν είρηται, άπαγε· 'Ιουδαϊκόν γαρ τούτο και ταπεινόν την χάριν και την θειότητα αυτής μέρεσί τισι και τόποις περιγράφειν, αλλά μην ανά πάσαν την οικουμένην ομοίως ενεργείν. Αλλά και το «εν ταύτη τη πέτρα», πως αν τις και λίαν θρασύς η, και το μη αισχύνεσθαι κλέος έχων, εκβιάσοιτο επί της εν Ρώμη Εκκλησίας ειρήσθαι; Είρηται δε δήλον επί τη θεολογησάση τον Χριστόν ομολογία Πέτρου και δι' αυτής εφ' όλη τη εις τα πέρατα της γης ταις διδαχαίς των Αποστόλων εξαπλωθείση Εκκλησία εις ην και το Πανάγιον Πνεύμα δια των προφητικών σαλπίγγων κατά την υφήγησιν του ιερωτάτου και σεβασμίου όρου ανομολογούμεν λελαληκέναι, το λαλήσαν δια των Προφητών εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν, ου Πετριανήν η Ρωμαϊκήν, ως το φιλόκενον της Ρωμαϊκής απαιδευσίας βούλεται» (Συν/μα Θ. και Ι. Καν. Ράλλη-Ποτλή, τόμ. Δ΄, σελ. 109-110).

Ωσαύτως ο Συμεών, Αρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης (Ε.Π. Migne τ. 155, σελ. 796), τονίζων ότι η Εκκλησία εθεμελιώθη επί των προφητών και των αποστόλων και ουχί μόνον επί του αποστόλου Πέτρου, δια την έννοιαν της λέξεως πέτρα του αυτού χωρίου επάγεται: «...επεί και αυτός ο Σωτήρ ου την άρνησιν αλλά την ομολογίαν του Πέτρου πέτραν ωνόμασε, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομηθήναι αυτού έφη την Εκκλησίαν».

Τέλος εν τη «λειτουργία του Ιακώβου» (ήτις δεν είναι βεβαίως δυνατόν να υποστηριχθή βασίμως ότι υφ' ην διεσώθη εις ημάς μορφήν εγράφη όντως υπ' αυτού του αποστόλου Ιακώβου του αδελφοθέου και πρώτου επισκόπου Ιεροσολύμων, προερχομένη όμως αναντιρρήτως εκ των εν Παλαιστίνη Εκκλησιών των πρώτων αιώνων είναι προδήλως αρχαιοτάτη και λόγω της ομοιότητός της προς την εκ των κατηχήσεων του Κυρίλλου συναγομένην λειτουργίαν) αναφέρονται και τα ακόλουθα: «Ίνα γένηται πάσι τοις εξ αυτών μεταλαμβάνουσιν εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον, εις αγιασμόν ψυχών και σωμάτων, εις καρποφορίαν έργων αγαθών, εις στηριγμόν της αγίας Σου Καθολικής Εκκλησίας, ην εθεμελίωσας επί την πέτραν της πίστεως...». Απ' αρχής της συστάσεώς της πιστεύει η Εκκλησία ότι θεμέλιον έχει την «πέτραν της πίστεως», ήτοι την «ομολογίαν» της φύσει και ουσία Θεότητος του ιδρυτού Της, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Μετά τα προεκτεθέντα καθίσταται, φρονούμεν, λίαν ευχερής η εξεύρεσις της αληθούς εννοίας και του τελευταίου εκ των εν αρχή της παρούσης μνημονευθέντων τριών χωρίων «...και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκ. ΚΒ΄ 22), εφαρμοζομένης πάντοτε της ερμηνευτικής αρχής των συμφραζομένων και του παραλληλισμού. Ουδέποτε δηλ. είναι δυνατόν να γίνη δεκτόν ότι και δια της φράσεως ταύτης υπενόει ο Κύριος την παροχήν εις τον απόστολον Πέτρον «πρωτείου» τινός η και διακρίσεως έστω έναντι των λοιπών αποστόλων. Ολίγον προηγουμένως –κατά την αυτήν ώραν– και ενώπιον των λοιπών τον απεκάλεσε σατανάν και προείπε προς αυτόν την πτώσίν του μετά την τριπλήν άρνησιν. Πως λοιπόν είναι δυνατόν να γίνη δεκτόν ότι, προαναγγέλλων ακολούθως την πτώσιν του και την άρνησίν του, θα προσέθετε κατά την αυτήν ώραν φράσιν ενέχουσαν έστω και συγκεκαλυμμένως την έννοιαν της παροχής εις αυτόν –και δη μετά την πτώσιν– ιδιαιτέρας τινός χάριτος η ευλογίας και «πρωτείου» υπεροχής έναντι των λοιπών αποστόλων, και μάλιστα «πρωτείου» διοικήσεως και εξουσίας επ' αυτών;

Βεβαιούται δε το απολύτως αληθές και της ερμηνείας ταύτης ου μόνον εκ της αντιπαραβολής, ως προείπομεν, και του παραλληλισμού της αληθούς εννοίας των ετέρων δύο επιμάχων χωρίων, άτινα εν τοις προηγουμένοις ηρμηνεύσαμεν, αλλά και εκ πολλών άλλων σαφών και κατηγορηματικών μαρτυριών της Γραφής, εξ ων πανηγυρικώς διακηρύσσεται ότι η Χριστιανική Εκκλησία, από της ημέρας της ιδρύσεώς της, διοικείται και αποφασίζει συνοδικώς, εν ισοτιμία, και κατά την αποστολικήν περίοδον πάντων των αποστόλων, χωρίς εν τη συλλογική ταύτη πνευματική διοικήσει της να κατέχη ο απόστολος Πέτρος ούτε διοικητικόν τι πρωτείον – και δη «πρωτείον εξουσίας» – ούτε πνευματικήν τινα υπεροχήν έναντι των λοιπών αποστόλων. Αντιθέτως, ρηταί και σαφείς μαρτυρίαι της Γραφής, αλλά και της παραδόσεως, βεβαιούσιν ωσαύτως ότι την προεδρίαν της πρώτης «συνοδικής» Αποστολικής διοικήσεως της Εκκλησίας κατείχεν ο απόστολος 'Ιάκωβος (ο επικληθείς αδελφόθεος), ο πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Τας μαρτυρίας ταύτας ευρίσκομεν:

α. Εις το κεφ. ΙΕ΄ (1-30) των Πράξεων, εν ω εξιστορούνται τα της πρώτης Αποστολικής συνόδου, ης προήδρευσεν ο απόστολος 'Ιάκωβος, και όπερ αναλυτικώτερον θα ερμηνεύσωμεν εν τοις επομένοις· β) εις το κεφ. Η΄ (14-17) των Πράξεων επίσης, ένθα βεβαιούται ότι ο απόστολος Πέτρος απεστάλη υπό των εν Ιεροσολύμοις αποστόλων ομού μετά του Ιωάννου εις Σαμάρειαν (και αποστέλλεταί τις μόνον υπό ανωτέρου η ισοτίμου, τουλάχιστον). Αμφότεροι δε, Πέτρος και 'Ιωάννης[10], ομοτίμως «προσηύξαντο περί των Σαμαρειτών, όπως λάβωσι Πνεύμα Άγιον… και ομοτίμως επίσης επέθεσαν επ' αυτούς τας χείρας...» και γ) εις την προς Γαλ. (Γ΄ 9) επιστολήν του αποστόλου Παύλου, ένθα, γράφων ούτος περί των «στύλων» της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων (ης μέλη ήσαν και πάντες οι απόστολοι), προτάσσει του αποστόλου Πέτρου τον Ιάκωβον. Εις βεβαίωσιν δε των μαρτυριών τούτων, όπως και των σχετικών μαρτυριών της Ι. Παραδόσεως, ο άγιος 'Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εν τω λόγω του εις την περικοπήν, «... ότε δε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην», γράφει επί λέξει τα εξής: «...'Ιάκωβος ο αδελφός του Κυρίου την Εκκλησίαν τότε επεσκόπευεν εν αρχή την εν Ιεροσολύμοις και των εξ 'Ιουδαίων πιστευσάντων παρειστήκει πάντων» (Ε.Π. Migne, τ. 51, σελ. 383)[11].

Ανακεφαλαίωσιν δε πάντων των προαναπτυχθέντων (συν τη προσθήκη πολυτίμων σχετικών μαρτυριών και αγ. Πατέρων της Δύσεως) αποτελούσιν όσα δια το επίμαχον θέμα γράφει και ο δολοφονηθείς Επίσκοπος Ναζιανζού Paul Fr. Ballester Convalier της Αρχιεπισκοπής Αμερικής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως (καθολικός-Φραγκισκανός μοναχός, προσελθών εις την Αδιαίρετον Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν) εν τω συγγράμματί του «Η μεταστροφή μου εις την Ορθοδοξίαν», Αθήναι 1954, σελ. 64-77, εξ ων αποσπώμεν τα ακόλουθα:

Ολίγα πράγματα εις τας αγίας Γραφάς είναι τόσον πρόδηλα και σαφή, όσον το ότι «θεμέλιον... άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. Γ΄ 11). Ο Ιησούς Χριστός είναι το μόνον αληθές θεμέλιον της Εκκλησίας, λέγει ο άγιος Αθανάσιος («Κατά Αρειανών»). Ο Κύριος είναι το μοναδικόν θεμέλιον, το οποίον ο απόστολος Παύλος, έθεσεν, όταν ομού μετά του αγίου Πέτρου ωκοδόμησε την Εκκλησίαν της Ρώμης[12]. Διότι «μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι το θεμέλιον όλων των μερών της Εκκλησίας αυτού»[13]. «Οσάκις εις τας αγίας Γραφάς γίνεται λόγος δι' εν θεμέλιον, λέγει ο άγ. Γρηγόριος ο Μέγας, δεν σημειούται δι' ουδένα άλλον ειμή δια τον Κύριον[14]. Φαίνεται απίστευτον να δύναταί τις, να τολμά να αρνήται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η πέτρα και το θεμέλιον της Εκκλησίας, εάν αναγνώση έστω και δια μίαν φοράν τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης (Γένεσ. 49, 24. Δευτερον. 32,4 και 15. Β΄ Σαμουήλ 23, 3. Ψαλμ. 18, 3, 47, 19, 35, 28, 31, 3, 73, 26, 89, 27, 118, 22. Ησ. 8, 14, 17, 10, 28, 16. Ζαχ. 3, 8, 9 (πρβλ. Αποκ. 5, 6). Ματθ. 21, 42 και 44. Μάρκ. 12, 10. Λουκ. 20, 17. Πράξ. 4, 11. Ρωμ. 9, 33, Εφεσ. 2, 20, Α' Κορ. 3, 10 -12, Κολ. 2, 7, Α' Πέτρ. 2, 4-8)...

»Εις τους αμέσους μαθητάς των αποστόλων κατά την δευτέραν γενεάν του χριστιανισμού δεν ανευρίσκομεν ίχνη υπαινιγμού εις το χωρίον Ματθ. ιστ΄ 18-19. Εις τα έργα των αποστολικών πατέρων, εις τα οποία περιέχονται 412 παραπομπαί των αγίων Γραφών, απουσιάζει τελείως τι το σχετικόν με την ομολογίαν του Πέτρου, την μοναδικώς υπό του Ματθαίου αναφερομένην. Το αυτό ακριβώς συμβαίνει και με τα άλλα ευαγγελικά χωρία, άτινα επικαλούνται υπέρ του παπικού πρωτείου (Λουκ. KB΄ 31-32 και Ιωάν. ΚΑ΄ 15-22).

»Ούτε εις την «Διδαχήν» («Διδασκαλίαν των 12 Αποστόλων»), ούτε εις τον Κλήμεντα, ούτε εις τον Ιγνάτιον, ούτε εις τον Πολύκαρπον, ούτε εις τον Βαρνάβαν, ούτε εις την προς Διόγνητον επιστολήν, ούτε εις τα αποσπάσματα του Παπία, ούτε ακόμη εις τον Ποιμένα του Ερμά, όπου μόνον γίγεται λόγος περί οργανώσεως και συγκροτήσεως της Εκκλησίας, είναι δυνατόν να ανεύρη τις και το ελάχιστον ίχνος περί του υπό των Ρωμαιοκαθολικών φημιζομένου «Συ ει Πέτρος...»…

»Η σημαντική αύτη παράλειψις είναι περισσότερον αισθητή εις τον «Ποιμένα του Ερμά», ο οποίος ακριβώς υπήρξεν αδελφός του Πίου, επισκόπου Ρώμης. Επί πλέον γνωρίζομεν εκ του κανόνος του Μορατόρι ότι έγραψε το έργον τούτο κατά την διάρκειαν της επισκοπείας του αδελφού του. Εκεί ο Ερμάς περιγράφει τας θέσεις των Αποστόλων, επισκόπων, διδασκάλων και διακόνων (όρασις 3η, 5, 1), ηγουμένων (όρασις 2α, 2, 6), πρωτοκαθεδριτών και των προεδρευόντων της Εκκλησίας πρεσβυτέρων (όρασις 3η, 5, 1). Αλλ’ όμως εις τον «Ποιμένα», τον πληρέστατον εις εικόνας και συμβολισμούς, περί της οργανώσεως και ιεραρχίας της Εκκλησίας δεν συναντώμεν ουδαμού μίαν μαρτυρίαν περί της μοναδικής θέσεως ενός επισκόπου ως γενικού αρχηγού όλου του Χριστιανισμού. Σπουδαιότατον λοιπόν τυγχάνει ότι και αυτός ο αδελφός του επισκόπου Ρώμης παρουσιάζεται αγνοών τα περί παπικού πρωτείου.

»Η πρώτη ένδειξις του ευαγγελικού χωρίου περί της ομολογίας (...του αποστ. Πέτρου) εμφανίζεται περί το 160, ότε εγράφη ο προς τον Ιουδαίον Τρύφωνα διάλογος υπό του μάρτυρος Ιουστίνου. Το αδιάφορον ύφος, με το οποίον ο Ιουστίνος εξιστορεί την ομολογίαν του αποστόλου, είναι σαφές. «Εις ένα των μαθητών του, ο οποίος, κατ' αποκάλυψιν του Πατρός, τον ωμολόγησεν Υιόν Θεού, ενώ πριν ωνομάζετο Σίμων, τον ωνόμασε Πέτρον» (όρασις 3η, 5, 1).

»Περί το τέλος του αυτού αιώνος εμφανίζεται δια πρώτην φοράν εις την Εκκλησιαστικήν Γραμματολογίαν, καίτοι ουχί πολύ πιστή, μία παραπομπή του προκειμένου χωρίου. Το κείμενον, εις το οποίον εμπεριέχεται, ανήκει εις το Διατεσσάρων Ευαγγέλιον του Συρίου κληρικού Τατιανού. Τούτο το έργον είναι τοσαύτης σημασίας, ώστε εις την Συριακήν Εκκλησίαν αντικατέστησε σχεδόν τελείως τα κανονικά

Ευαγγέλια, τουλάχιστον έως το ήμισυ του 4ου αιώνος. Η παραπομπή είναι ως εξής: «Μακάριος είσαι Σίμων. Και αι θύραι του Άδου δεν θα σε νικήσουν»[15]. Εκ δε της σημασίας της ανατολικής εκφράσεως «θύραι» δυνάμεθα μόνον να συμπεράνωμεν την νίκην του Πέτρου επί του θανάτου[16], κατά την ιδίαν έννοιαν, την οποίαν ο Κύριος εχρησιμοποίησε λέγων περί του Ιωάννου «ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει» (Ιωάν. ΚΑ΄ 23).

»Από τον Ιουστίνον πρέπει να μεταπηδήσωμεν εις τον χρυσούν αιώνα της Εκκλησίας, δια να εύρωμεν άλλας παραπομπάς του χωρίου.

»Κατ' αρχήν, το πρώτον, όπερ παρετήρησαν οι άγιοι Πατέρες είναι ότι ο Ιησούς ωνόμασε τον απόστολόν του Πέτρον, εις αρσενικόν γένος, ενώ είπε ότι θα οικοδομήση την Εκκλησίαν «επί τη πέτρα» χρησιμοποιών γένος θηλυκόν, του οποίου είναι προφανής η διάκρισις αποκλείουσα εντελώς την συνταύτισιν του Πέτρου με την πέτραν. Η διάκρισις αύτη ωδήγησε τους πατέρας και λοιπούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς εις το να πιστεύσουν, ότι η «πέτρα», επί της οποίας ωκοδομήθη η Εκκλησία, δεν ήτο η προσωπικότης του αγίου Πέτρου, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει ο Κύριος θα εχρησιμοποίει την έκφρασιν «επ’ αυτώ τω Πέτρω»[17].

»Συνεπώς, το πλείστον των αγίων τούτων... απέκλινε προς την ερμηνείαν της «πέτρας» ως ομολογίας πίστεως... ερμηνείαν, την οποίαν προ πολλού ήδη είχε χαράξει και ο απόστολος 'Ιούδας συμβουλεύων «να οικοδομώμεν εαυτούς επί τη αγιωτάτη ημών πίστει».

»Άλλοι τινες συνέλαβον την έννοιαν της «πέτρας» ως τον ίδιον τον Χριστόν... (Ψαλμ. 117, 22-23), πράγμα το οποίον ο ίδιος ανάγει εις τον Εαυτόν τoυ (Ματθ. ΚΑ΄ 42, Μάρκ. ΙΒ΄ 10, Λουκ. Κ΄ 17). Τέλος, άλλοι, ελάχιστοι συγγραφείς, ως ο Τερτυλιανός, μολονότι ωρισμένας φοράς ταυτίζουν την «πέτραν» με τον Απόστολον, αποδίδουν εις αυτήν μεταφορικήν ερμηνείαν, πνευματικήν μόνον σημασίαν, χωρίς να θεω-

ρούν ταύτην ως εν ιδιαίτερον προνόμιον του Αποστόλου εν

συγκρίσει προς τους άλλους, και πολύ ολιγώτερον (ως ο άγ. Αυγουστίνος), διαδοχικόν.

»Ο αγ. Αυγουστίνος γράφει εις τας Retractationes του (Ι, 21) ότι «...κατ' αρχήν ενόμισεν ότι η «πέτρα» δύναται να ταυτισθή με τον απόστολον, αλλ' αργότερον, μελετών μετά προσοχής ενόησεν, ότι η ορθή ερμηνεία είναι, ότι η «πέτρα», επί της οποίας η Εκκλησία είναι κτισμένη, δεν είναι ειμή Εκείνος, Ον ο απόστολος Πέτρος ωμολόγησεν Υιόν του Θεού...». Και αναφέρει τους λόγους της τοιαύτης ερμηνείας. «Διότι η «πέτρα» είναι το κύριον όνομα και δια τούτο ο Πέτρος λαμβάνει αυτό το όνομα από την πέτραν, ουχί δε η πέτρα από τον Πέτρον. Ως και ημείς οι χριστιανοί λαμβάνομεν το όνομα τούτο εκ του Χριστού...».

»Το αυτό επαναλαμβάνει ο Αυγουστίνος εν τη 1η αυτού Ομιλία (CCVC) επί της εορτής των πρωτοκορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Επίσης εν τη 5η Ομιλία του της Πεντηκοστής (CCLXX, 2) λέγει έτι πλέον σαφώς: «επί ταύτην την πέτραν οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν, ουχί επί του Πέτρου, όστις είσαι συ, αλλ' επί την πέτραν, ην συ ωμολόγησας». Και προσθέτει, εις το Tractatus 124ον επί του Ευαγγελιστού Ιωάννου (CXXIV): «επί ταύτην την πέτραν, ην ωμολόγησας, οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν· επειδή ο ίδιος ο Χριστός ήτο η πέτρα».

»Ο αυτός άγ. πατήρ ειρωνεύετο ετεροδόξους, οίτινες εταύτιζον τον απόστολον Πέτρον προς την πέτραν. Ερμηνεύων δε τα χωρία της αποστασίας του Πέτρου (Ομιλία CCXIL, 1) ερωτά αυτούς... «Και που είναι τώρα η πέτρα σας; Που η στερεότης αυτής; Ο ίδιος ο Χριστός ήτο η πέτρα, ενώ ο Σίμων δεν υπήρξεν ειμή εις Πέτρος... πέτρινος...».

»Επ' αυτής της θείας πέτρας, ήτις είναι ο αληθής αυτού Υιος, ο Θεός έθεσε τα «σχετικά θεμέλια», δηλαδή τα πρώτα ανθρώπινα υλικά της Εκκλησίας. Ταύτα είναι όλοι οι απόστολοι ομού, μεταξύ των οποίων ο Σίμων Πέτρος ουδεμίαν ειδικήν θέσιν εξουσίας κατέχει. Τούτο διδάσκουν ο άγιος Παύλος (Εφεσ. 2, 20) και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος εις εν εκ των θαυμαστών προφητικών οραμάτων του είδεν ότι το οικοδόμημα της Εκκλησίας, το ιδρυθέν επί της «πέτρας», είχε θεμελίους δώδεκα» (Αποκάλ. 21, 14) και επ' αυτών τα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων... Δια τούτο ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς γράφει εν τη επιστολή του προς τους Τραλλιανούς (3, 1) ότι «έξω αυτών (των Αποστόλων) δεν υπάρχει ούτε το όνομα της Εκκλησίας». Και ο άγιος Κυπριανός (Επιστ. XXXIII, in initio και Επιστ. XMVII, de lapsis) το διακηρύττει με άλλας λέξεις, διδάσκων ότι η Εκκλησία στηρίζεται «super episcopos», δηλαδή «επί των αποστόλων και των διαδόχων των, οι οποίοι ωκοδομήθησαν επί του αμεταθέτου βράχου Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

»Το να παραδεχθώμεν ότι η Εκκλησία ωκοδομήθη μόνον επί του αποστόλου Πέτρου ... ισοδυναμεί με τον μωρόν εκείνον άνδρα της παραβολής «όστις ωκοδόμησε την οικίαν αυτού επί την άμμον, η οποία οικία «έπεσεν και ην η πτώσις αυτής μεγάλη» (Ματθ. Ζ΄ 26-27). «Συ λέγεις, γράφει ο άγιος Ιερώνυμος εις τον αιρετικόν Lovinianus» (Adversus Lovinianum 1, πρβλ. και Ι Evangeliο S. Matth. lib. VI), ότι η Εκκλησία εστηρίχθη επί του αγίου Πέτρου, αλλ' η αλήθεια είναι ότι εστηρίχθη επί πάντων των Αποστόλων. Και η δύναμις της Εκκλησίας αποκατεστάθη επί όλων αυτών».


 

 

Β.   Το συνοδικόν πολίτευμα, η συνοδική διοίκησις της πρώτης εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας και το εν τη διοικήσει «ισότιμον» των δώδεκα αποστόλων

Ότι η Εκκλησία έχει απ’ αρχής της ιδρύσεώς της ως σύστημα διοικήσεως τον συνοδικόν θεσμόν βεβαιούται απολύτως, ως προείπομεν, ου μόνον εκ πολλών ιστορικών πηγών, αλλά και υπό της Γραφής[18]. Ούτω, κατ' αρχήν συνοδικώς εισάγεται εις την χορείαν των Αποστόλων ο Ματθίας, εις αντικατάστασιν του Ιούδα του Ισκαριώτου. Το σχετικόν χωρίον έχει ως εξής:

α. Πράξ. Α΄ 15-26. «Και εν ταις ημέραις ταύταις αναστάς Πέτρος εν μέσω των μαθητών είπεν∙ ην τε όχλος ονομάτων επί το αυτό ως εκατόν είκοσι. Άνδρες αδελφοί, έδει πληρωθήναι την Γραφήν ταύτην ην προείπε το Πνεύμα το Άγιον δια στόματος Δαυΐδ περί Ιούδα του γενομένου οδηγού τοις συλλαβούσι τον Ιησούν. Ότι κατηριθμημένος ην συν ημίν... και την επισκοπήν αυτού λάβοι έτερος. Δεί ουν των συνελθόντων ημίν ανδρών εν παντί χρόνω εν ω εισήλθε και εξήλθεν εφ’ υμάς ο Κύριος Ιησούς, αρξάμενος από του βαπτίσματος Ιωάννου έως της ημέρας ης ανελήφθη αφ' ημών, μάρτυρα της αναστάσεως αυτού γενέσθαι συν ημίν ένα τούτων. Και έστησαν δύο, Ιωσήφ τον καλούμενον Βαρσαβάν, ος επεκλήθη Ιούστος, και Ματθίαν. Και προσευξάμενοι είπον συ∙ Κύριε, καρδιογνώστα πάντων, ανάδειξον ον εξελέξω εκ τούτων των δύο ένα, λαβείν τον κλήρον της διακονίας ταύτης και αποστολής, εξ ης παρέβη Ιούδας... Και έδωκαν κλήρους αυτών, και έπεσε κλήρος επί Ματθίαν, και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων».

Εκ της απλής αναγνώσεως του χωρίου τούτου βεβαιούται, ότι ο απόστολος Πέτρος εισηγείται απλώς εις τους λοιπούς μαθητάς, οίτινες μετά των αποστόλων ήσαν «ως εκατόν είκοσι...» (διότι αυτήν την έννοιαν έχει το «ην τε όχλος ονομάτων ... ως 120, της λέξεως «όχλος» σημαινούσης ενταύθα το «πλήθος», πρβλ. και Πράξ. ΣΤ΄ 7), την λήψιν υφ’ όλων των μαθητών της συνοδικής - συλλογικής αποφάσεως. Εμφανίζεται ούτος εις την πρώτην ταύτην συνοδικήν απόφασιν της πρώτης Εκκλησίας – όλων των μαθητών – ως εισηγητής του θέματος, εκ τούτου δε –και εξ άλλων τινών ομοίων εισηγήσεων η ενεργειών, με τας οποίας εν συνεχεία θα ασχοληθώμεν– φαίνεται η διακεκριμένη τιμητική θέσις[19], ην είχεν εν τω σώματι των αποστόλων και δι’ ην τω απενεμήθη υπό της Εκκλησίας ο τιμητικός τίτλος του «κορυφαίου» –του πρώτου τη τάξει– όπως ο αυτός τίτλος απενεμήθη και εις τον απόστολον Παύλον. Δεν διοικεί όμως αυτός μόνος την πρώτην Εκκλησίαν, δεν αποφασίζει μόνος. Η εκλογή του Ματθίου γίνεται υφ’ όλων των μαθητών – του «σώματος» της Εκκλησίας (Πράξ. Β΄ 47, ΙΕ΄ 22, Κ΄ 17 κ.α.) και ουχί μόνον υπό του αποστόλου Πέτρου η και υπό μόνον των ένδεκα αποστόλων, δι’ ους γίνεται και ειδική διάκρισις εις το τέλος του χωρίου (στίχ. 26). «Και έδωκαν κλήρους αυτών... Και συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα αποστόλων»[20].

Εκ των εν τω χωρίω λοιπόν τούτω αναφερομένων «...ην τε όχλος ονομάτων –μαθητών– επί το αυτό ως εκατόν είκοσι...», «...και προσευξάμενοι είπον...», «και έδωκαν κλήρους αυτών...», βεβαιούται ότι υφ' όλων των μαθητών και ουχί μόνον υπό του αποστόλου Πέτρου (η και των ένδεκα αποστόλων μόνον) εγένετο η εκλογή του Ματθίου. Δεν προσηυχήθησαν και δεν έδωκαν κλήρους ούτε οι απόστολοι μόνοι. Αν συνέβαινε τοιούτόν τι, θα ελέγετο εν τω χωρίω «...Και προσευξάμενοι οι απόστολοι...», «και έδωκαν κλήρoυς οι απόστολοι...», δι’ ους, επαναλαμβάνομεν, γίνεται εις το τέλος του χωρίου ειδική διάκρισις. Η λήψις άρα της αποφάσεως δια την εκλογήν του Ματθίου εγένετο συνοδικώς - συλλογικώς, υφ’ όλων των μαθητών-μελών του σώματος της πρώτης Εκκλησίας και εν ισοτιμία αυτών, θεωρουμένου μάλιστα και αυτού του Κυρίου ως «παρόντος» και άρα μη δυναμένου άλλου τινός όπως αντιπροσωπεύση αυτόν. Και περί τούτου δε ο Άγ. Ιωάν. ο Χρυσόστομος εν τη 3η Ομιλ. εις τας Πράξ. Αποστ. (Ε.Π. τ. 60, σ. 33) γράφει: «...ότι του παρείναι αυτοίς τον Χριστόν τεκμήριον μέγιστον τούτο. Καθάπερ γαρ παρών εξελέγετο, ούτω και απών...».

β. Μετά την δια συνοδικής αποφάσεως εκλογήν του αποστόλου Ματθίου συνοδικώς επίσης εισήχθησαν εις την ιερατικήν διακονίαν της Εκκλησίας οι πρώτοι διάκονοι. Το σχετικόν χωρίον (Πράξ. ΣΤ΄ 1-7) έχει ως εξής:

«Εν δε ταις ημέραις ταύταις πληθυνόντων των μαθητών[21] εγένετο γογγυσμός των Ελληνιστών προς τους Εβραίους, ότι παρεθεωρούντο εν τη διακονία τη καθημερινή αι χήραι αυτών. Προσκαλεσάμενοι δε οι δώδεκα το πλήθος των μαθητών είπον∙ ουκ αρεστόν εστιν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις. Επισκέψασθε ουν, αδελφοί, άνδρας εξ υμών μαρτυρουμένους επτά πλήρεις Πνεύματος Αγίου, και σοφίας, ους καταστήσομεν επί της χρείας ταύτης. Ημείς δε τη προσευχή και τη διακονία του λόγου προσκαρτερήσομεν. Και ήρεσεν ο λόγος ενώπιον παντός του πλήθους και εξελέξαντο Στέφανον, άνδρα πλήρη πίστεως και Πνεύματος Αγίου, και Φίλιππον και..., ους και έστησαν ενώπιον των αποστόλων, και προσευξάμενοι επέθηκαν αυτοίς τας χείρας.

Εκλέγονται λοιπόν και οι πρώτοι διάκονοι της Εκκλησίας υπό του όλου σώματος αυτής –του πλήθους των μαθητών– συνοδικώς, όπως και ο απόστολος Ματθίας, και εισάγονται εις την διακονίαν ουχί μόνον υπό του αποστόλου Πέτρου, αλλ’ υπό των δώδεκα, ισοτίμως και ομαδικώς ενεργούντων. Οι δώδεκα, και ουχί μόνον ο απόστολος Πέτρος, προσκαλούσι το πλήθος των μαθητών, οι δώδεκα δηλούσιν ότι θα καταστήσωσι –θα διορίσωσι, θα αναδείξωσι– τους εκλεγησομένους υπό του πλήθους των μαθητών επί της περί ης επρόκειτο διακονίας∙ οι δώδεκα προσεύχονται ομού προ της χειροτονίας και οι δώδεκα, πάλιν ομού, ισοτίμως επιθέτουσιν αυτοίς τας χείρας, ίνα μεταδώσωσιν εις αυτούς χάρισμα. Ουδεμία διάκρισις πρωτείου τινός, τιμής απλώς έστω (πολύ δε περισσότερον «πρωτείου» διοικητικής εξουσίας κλπ. επί των λοιπών αποστόλων και επί της όλης Εκκλησίας...) γίνεται δια τον απόστολον Πέτρον. Οι δώδεκα ισοτίμως και ομαδικώς εμφανίζονται ως ενιαίον σώμα διοικήσεως της Εκκλησίας και αποφασίζουσιν και ενεργούσιν ομαδικώς, συνοδικώς.

Αλλά και ολίγον προηγουμένως (αυτόθι, Δ΄ 34) ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει: «Όσοι γαρ κτήτορες χωρίων η οικιών υπήρχον, πωλούντες έφερον τας τιμάς των πιπρασκομένων και ετίθουν παρά τους πόδας των αποστόλων». Και εν συνεχεία – «Ιωσής δε ο επικληθείς Βαρνάβας υπό των αποστόλων..., υπάρχοντος αυτώ αγρού, πωλήσας ήνεγκε το χρήμα, και έθηκε παρά τους πόδας των αποστόλων». Και κατωτέρω (στίχ. 36-37). «...Ανήρ δε τις Ανανίας ονόματι... επώλησε κτήμα και ενοσφίσατο από της τιμής... και ενέγκας μέρος τι παρά τους πόδας των αποστόλων έθηκε...». Δεν προσφέρονται αι δωρεαί μόνον εις τον απόστολον Πέτρον, προσφέρονται εις όλους τους αποστόλους, ως εις ενιαίαν διοίκησιν της Εκκλησίας, διοίκησιν συνοδικήν, συλλογικήν. Ωσαύτως δε ο Ιωσής δεν μετονομάζεται Βαρνάβας μόνον υπό του αποστόλου Πέτρου, αλλ' υφ’ όλων των αποστόλων συνοδικώς.

Και ομιλεί βεβαίως προς τον Ανανίαν και την σύζυγόν του πάλιν ο απόστολος Πέτρος (αυτόθι, Ε΄ 3-5 και 8-9), όπως ακριβώς ωμίλησε και κατά την εκλογήν του Ματθίου, τούτο όμως ουδόλως σημαίνει, ότι είχεν ούτος ηγετικήν θέσιν μεταξύ των αποστόλων. Απλώς ομιλεί εξ ονόματος και των λοιπών, όπως ακριβώς όταν εξέφρασε την ομολογίαν «...Συ ει ο Χριστός, ο Υιος του Θεού του ζώντος...» (Ματθ. ΙΣΤ΄ 16). Το ότι ωσαύτως επακολουθούσι θαυμαστώς οι θάνατοι του Ανανίου και της συζύγου του μετά τας επιτιμήσεις του αποστόλου Πέτρου, ουδόλως δέον να θεωρηθή ότι είχεν ούτος παρά Κυρίου ιδιαιτέρας θαυματουργικάς ιδιότητας, μείζονας των άλλων αποστόλων. Δια τούτο δε προφανώς (ίνα μη γίνη δηλ. παρερμηνεία της σημασίας των θαυμάτων τούτων του αποστόλου Πέτρου) προσθέτει αμέσως ο ευαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι Ε΄ 12). «…Δια δε των χειρών των αποστόλων εγίνετο σημεία και τέρατα εν τω λαώ πολλά...». Εν τω αυτώ χωρίω διακρίνει βεβαίως πάλιν τον απόστολον Πέτρον, δια των «...ώστε κατά τας πλατείας εκφέρειν τους ασθενείς... ίνα ερχομένου Πέτρου καν η σκιά επισκιάση αυτών...». Αλλά και περί του αποστόλου Παύλου ιδιαιτέρως εν τοις επομένοις τονίζει: (Πράξ. ΙΘ΄ 11-12) «...Δυνάμεις δε ου τας τυχούσας εποίει ο Θεός δια των χειρών Παύλου, ώστε και επί τους ασθενούντας επιφέρεσθαι από του χρωτός αυτού σουδάρια η συμικίνθια και απαλλάσσεσθαι απ’ αυτών τας νόσους, τα τε πνεύματα τα πονηρά εξέρχεσθαι απ' αυτών...». Εξ άλλου η Γραφή βεβαιοί ότι εις όλους τους αποστόλους άνευ διακρίσεως έδωκεν ο Κύριος την αυτήν, ισοδύναμον, θαυματουργικήν και ιαματικήν χάριν και εξουσίαν (Ματθ. Ι΄ 1, Μάρκ. ΣΤ΄ 7, Λουκ. Θ΄ 1-6 και 10). Ου μόνον δε υπό της Γραφής, αλλά και υπό της παραδόσεως και της ιστορίας είναι βεβαιωμένον ότι πάντες οι απόστολοι επετέλεσαν θαύματα..., «σημεία και τέρατα πολλά» (Πράξ. Ε΄ 12).

γ. Συνοδικώς εισήχθησαν εις την αποστολικήν διακονίαν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας. Το σχετικόν χωρίον (Πράξ. ΙΓ΄ 1-4) έχει ως εξής:

«Ήσαν δε τινες εν Αντιοχεία κατά την ούσαν Εκκλησίαν προφήται και διδάσκαλοι, ό τε Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, Μαναήν τε Ηρώδου του τετράρχου σύντροφος, και Σαύλος. Λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων, είπε το Πνεύμα το Άγιον· αφορίσατε δη μοι τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον εις το έργον ό προσκέκλημαι αυτούς. Τότε νηστεύσαντες και προσευξάμενοι και επιθέντες αυτοίς τας χείρας απέλυσαν».

Ο απόστολος Παύλος εκλήθη βεβαίως εις την αποστολικήν διακονίαν υπ' αυτού του Χριστού (Πράξ. Θ΄ 4-17), επίσης δε υπό του Αγίου Πνεύματος, ως ανωτέρω. Διακηρύσσει τούτο ο ίδιος επανειλημμένως (Ρωμ. Α΄ 1, Γαλ. Α΄ 1, 11, 12, 15-17 και Β΄ 7-15, Α΄ προς Κορ. Θ΄ 1 και Β΄ προς Κορ. ΙΑ΄ 5, 12 και 18 κ. α.), διακρίνων και θεωρών εαυτόν ανεξάρτητον από των λοιπών αποστόλων και ιδιαιτέρως από του αποστόλου

Πέτρου, δι' ό και προς τους Γαλάτας (Β΄ 8) τονίζει: «Ο γαρ ενεργήσας τω Πέτρω εις αποστολήν της περιτομής, ενήργησε και εμοί εις τα έθνη». Η κλήσις εγένετο, ως γνωστόν, υπό του Χριστού δια του μαθητού Ανανίου, όστις πρώτος επέθεσεν αυτώ χείρας, κατ' εντολήν του Κυρίου (Πράξ. Θ΄ 10-17). Η κλήσίς του υπό του Αγίου Πνεύματος εγένετο απ’ ευθείας. Δια δε των «προφητών και διδασκάλων της ούσης εν Αντιοχεία Εκκλησίας», χωρίς να είναι καν μεταξύ αυτών ο απόστολος Πέτρος εγένετο η αποστολή εις το κήρυγμα. Και πάλιν συνοδικώς, δια κοινής νηστείας, προσευχής και επιθέσεως των χειρών. Πάσας τας περιοδείας του ενεργεί και πάσας τας επιστολάς του γράφει όλως ανεξαρτήτως από του απ. Πέτρου, ως έπραξαν άλλως τε και οι λοιποί απόστολοι[22]. Αποχωριζόμενος των Εφεσίων και αποχαιρετών αυτούς, λέγει: «...Και τα νυν παρατίθεμαι υμάς, αδελφοί, τω Θεώ και τω λόγω της χάριτος αυτού τω δυναμένω εποικοδομήσαι και δούναι υμίν κληρονομίαν...» (Πράξ. Κ΄ 31-32). Τους Κορινθίους ελέγχει ως σαρκικούς, διότι έλεγον ότι είναι του «Απολλώ και του Κηφά» (Πέτρου) και τονίζει ότι «θεμέλιον... άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ προς Κορ. Α΄ 12, και Γ΄ 4 και 11). Εν τη προς Εφεσ. (Β΄ 20-22) γράφει ότι «... επωκοδομήθησαν επί τω θεμελίω των αποστόλων –και ουχί μόνον του αποστόλου Πέτρου– και των προφητών...». Ουδαμού των επιστολών του ποιείται και τον ελάχιστον υπαινιγμόν περί «πρωτείου» τινός, έστω και τιμής απλώς του αποστόλου Πέτρου μεταξύ των λοιπών αποστόλων, ως πράττουσιν άλλως τε και οι άλλοι απόστολοι 'Ιάκωβος, 'Ιωάννης και 'Ιούδας εις τας Καθολικάς αυτών επιστολάς. Ήτο όμως δυνατόν να γίνουν πάντα ταύτα, αν ο απόστολος Πέτρος ήτο η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και ο μόνος αντιπρόσωπος του Κυρίου επί της Γης;

δ. Συνοδικώς επελύθη η μεταξύ των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα αφ' ενός, και των εξ Ιουδαίας εις Αντιόχειαν (όπου ευρίσκοντο τότε οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας) κατελθόντων διαφωνία περί του τρόπου της εις τους κόλπους της Εκκλησίας εισαγωγής των εξ εθνικών προσερχομένων. Το σχετικόν χωρίον των Πράξεων (ΙΕ΄ 1-29) έχει ως εξής:

«Και τινες κατελθόντες από της Ιουδαίας εδίδασκον τους αδελφούς ότι αν μη περιτέμνησθε τω έθει Μωϋσέως, ου δύνασθε σωθήναι. Γενομένης ουν στάσεως και ζητήσεως ουκ ολίγης τω Παύλω και τω Βαρνάβα προς αυτούς έταξαν αναβαίνειν Παύλον και Βαρνάβαν και τινας άλλους εξ αυτών προς τους αποστόλους και πρεσβυτέρους εις Ιερουσαλήμ περί του ζητήματος τούτου. Οι μεν ουν προπεμφθέντες υπό της Εκλησίας διήρχοντο... Παραγενόμενοι δε εις Ιερουσαλήμ απεδέχθησαν υπό της Εκκλησίας... ανήγγειλάν τε όσα ο Θεός εποίησε μετ' αυτών, και ότι ήνοιξε τοις έθνεσι θύραν πίστεως. Εξανέστησαν δε τινες από της αιρέσεως των Φαρισαίων πεπιστευκότες, λέγοντες ότι δεί περιτέμνειν αυτούς, παραγγέλλειν τε τηρείν τον νόμον Μωϋσέως. Συνήχθησαν δε οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι ιδείν περί του λόγου τούτου. Πολλής δε συζητήσεως γενομένης αναστάς Πέτρος είπε προς αυτούς∙ άνδρες αδελφοί, υμείς επίστασθε ότι αφ' ημερών αρχαίων ο Θεός εν ημίν εξελέξατο δια του στόματός μου ακούσαι τα έθνη τον λόγον του Ευαγγελίου και πιστεύσαι. Και ο καρδιογνώστης Θεός εμαρτύρησεν αυτοίς δους αυτοίς το Πνεύμα το Άγιον καθώς και ημίν, και ουδέν διέκρινε μεταξύ ημών τε και αυτών τη πίστει καθαρίσας τας καρδίας αυτών. Νυν ουν τι πειράζετε τον Θεόν επιθείναι ζυγόν επί τον τράχηλον των μαθητών… Εσίγησέ τε παν το πλήθος και ήκουσαν Βαρνάβα και Παύλου εξηγουμένων όσα εποίησεν ο Θεός σημεία και τέρατα εν τοις έθνεσι δι' αυτών. Μετά δε το σιγήσαι αυτούς απεκρίθη Ιάκωβος λέγων∙ άνδρες αδελφοί, ακούσατέ με... Τότε έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία εκλεξαμένους άνδρας εξ αυτών πέμψαι εις Αντιόχειαν συν τω Παύλω και Βαρνάβα..., γράψαντες δια χειρός αυτών τάδε. Οι απόστολοι και οι πρεσβύτεροι και οι αδελφοί τοις κατά την Αντιόχειαν... αδελφοίς τοις εξ εθνών, χαίρειν. Επειδή ηκούσαμεν ότι τινές εξ υμών εξελθόντες ετάραξαν υμάς λόγοις ανασκευάζοντες τας ψυχάς ημών, λέγοντες περιτέμνεσθαι και τηρείν τον νόμον, οίς ου διεστειλάμεθα, έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν εκλεξαμένους άνδρας πέμψαι προς υμάς συν τοις αγαπητοίς ημών Βαρνάβα και Παύλω... Απεστάλκαμεν ουν Ιούδαν και Σίλαν και αυτούς δια λόγου απαγγέλλοντας τα αυτά. Έδοξε γαρ τω αγίω Πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλήν των επάναγκες τούτων... Έρρωσθε».

Είναι βεβαίως αληθές ότι και κατά την λήψιν της συνοδικής ταύτης αποφάσεως –μετά την γενομένην πολλήν συζήτησιν– λαμβάνει πρώτος τον λόγον ο απόστολος Πέτρος και ποιείται μάλιστα σχετικήν εισήγησιν σύμφωνον προς τας απόψεις των αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, ομιλούσι δε ούτοι εν τη συνόδω μετά τον απόστολον Πέτρον. Αλλά μετ’ αυτούς ομιλεί ο απόστολος 'Ιάκωβος αποκρινόμενος, εκ τούτου δε σαφώς εμφαίνεται ότι προήδρευεν ούτος της συνόδου και... «απεκρίθη» εις τα λεχθέντα υπό των λοιπών αποστόλων (ως ακριβώς γίνεται εις πάσαν συνοδικήν απόφασιν), μετά δε την απόκρισίν του ελήφθη, εν ισοτιμία πάντων, η συνοδική απόφασις. Πάντως τονίζεται ρητώς και εν τη αποφάσει ταύτη ότι «…έδοξε τοις αποστόλοις και τοις πρεσβυτέροις συν όλη τη Εκκλησία...», και «έδοξεν ημίν γενομένοις ομοθυμαδόν...», δια την λήψιν αυτής. Και διακηρύσσεται ούτω και πάλιν σαφώς και κατηγορηματικώς ότι ελήφθη και αύτη συνοδικώς[23]. Προστίθενται όμως τελικώς εις την απόφασιν ταύτην και τα εξής: «...έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Δια της προσθήκης δε ταύτης διακηρύσσεται επί πλέον ότι την Εκκλησίαν διοικεί και διευθύνει κατ’ αρχήν προσωπικώς αυτό το Άγιον Πνεύμα και εκ παραλλήλου η συνοδική-συλλογική διοίκησίς της υπό των πιστών. Και καταφαίνεται πόσον αντίθετος προς τας τόσον ρητάς, σαφείς και κατηγορηματικάς διατάξεις της Γραφής είναι η παρ' οιουδήποτε μέλους της Εκκλησίας προσωπική διεκδίκησις της διευθύνσεως και διοικήσεως του όλου σώματος αυτής. Ωσαύτως δια της αποφάσεως ταύτης της πρώτης συνόδου της Εκκλησίας μετά την Πεντηκοστήν βεβαιούται απολύτως, ότι ουχί την διοίκησιν και την ηγεσίαν της όλης Εκκλησίας, αλλά και την προεδρίαν απλώς της συνόδου της δεν είχεν ο απόστολος Πέτρος, αλλ' ο απόστολος 'Ιάκωβος, ως πρώτος επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Τούτο δε ρητώς, ως προείπομεν, προσεπιβεβαιοί και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Ε. Π. Migne, τ. 51, σελ. 383)[24].

ε. Εις την Εκκλησίαν, ως εις συνοδικόν - συλλογικόν δικαστήριον, παρέπεμψεν ο Κύριος την επίλυσιν των αδελφικών διαφορών. Το σχετικόν χωρίον της Γραφής (Ματθ. ΙΗ΄ 15-17) έχει ως εξής:

«Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνον· εάν σου ακούση εκέρδησας τον αδελφόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα η δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων η τριών σταθή παν ρήμα· εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης».

Ότι η εντολή του Κυρίου «ειπέ τη εκκλησία...» έχει την έννοιαν της «προσφυγής εις την εκκλησίαν», την σύναξιν των πιστών, ίνα ελέγξη αύτη και κρίνη τελικώς τον αμαρτήσαντα αδελφόν, είναι προδήλως αναμφισβήτητον. Και επιβάλλει μεν βεβαίως ο Κύριος, προ της εις την εκκλησίαν προσφυγής, τον κατ’ ιδίαν έλεγχον του αμαρτήσαντος (ως και τον έλεγχον ακολούθως παρουσία μαρτύρων), ίνα και ο αδικηθείς επιτελέση το καθήκον της αγάπης προς τον αμαρτήσαντα και καταβάλη πάσαν προσπάθειαν δια την μετάνοιαν και σωτηρίαν του, αι εντολαί όμως αύται ουδόλως έχουσι την έννοιαν της επιτελέσεως του μυστηρίου της εξομολογήσεως, ως ισχυρίσθησαν απολογηταί τινες του «Παπισμού». Το μυστήριον της εξομολογήσεως προϋποθέτει μετάνοιαν του αμαρτήσαντος και εκουσίαν προσφυγήν του εις αυτό. Επομένως όλον το προμνησθέν χωρίον έχει γενικήν έννοιαν αφορώσαν εις όλους τους χριστιανούς, καθώς και εις τον τρόπον της επιλύσεως των μεταξύ αυτών διαφορών. Και αποτελεί και τούτο αμάχητον βεβαίωσιν ότι ως πολίτευμα διοικήσεως της Εκκλησίας ωρίσθη ρητώς και υπ' Αυτού του Κυρίου το «συνοδικόν».

Ότι δε και την επίλυσιν των μεταξύ των αδελφών διαφορών είχεν απ’ αρχής η Εκκλησία –η συνοδική διοίκησις της Εκκλησίας[25]– βεβαιοί ρητώς και κατηγορηματικώς και ο απόστολος Παύλος εν τη Α΄ προς Κορ. ΣΤ΄ 1-4 επιστολή του: «...Τολμά τις υμών, πράγμα έχων προς έτερον, κρίνεσθαι επί των αδίκων και ουχί επί των αγίων; ουκ οίδατε ότι οι άγιοι τον κόσμον κρινούσι; Και ει εν υμίν κρίνεται ο κόσμος, ανάξιοί εστε κριτηρίων ελαχίστων;... βιωτικά μεν ουν κριτήρια εάν έχητε, τους εξουθενημένους εν τη εκκλησία τούτους καθίζετε».

ς. Ισοτίμους θεωρών τους αποστόλους ο Χριστός υπεσχέθη εις αυτούς λέγων: «Αμήν λέγω υμίν, ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι, εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο Υιος του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, καθίσεσθε και υμείς επί δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ» (Ματθ. ΙΘ΄ 28). Και[26].

ζ. Επίσης παρέσχεν εις τους δώδεκα αποστόλους εις την αποστολήν του Αγίου Πνεύματος (Ιωάν. ΙΔ΄ 16 και 26 και ΙΣΤ΄ 13 και Πράξ. Α΄ 7-8), άνευ διακρίσεώς τινος.

Όταν αι προς τους αποστόλους ως ισοτίμους επαγγελίαι συνδυασθώσι μετά της απ’ αρχής ισοτίμου παροχής εις αυτούς θείας χάριτος και ευλογίας, ήτοι «εξουσίας πνευμάτων ακαθάρτων και θεραπείας πάσης νόσου και πάσης μαλακίας» (Ματθ. Ι΄ 1 πρβλ. και Μάρκ. ΣΤ΄ 7-13) και της ισοτίμου ωσαύτως αποστολής των εις την αποστολικήν διακονίαν (Ματθ. Ι΄ 5 και Λουκ. Θ΄ 1)[27]. Και όταν ληφθή υπ' όψιν, ότι η προμνησθείσα επαγγελία περί αιωνίου δόξης ως ισοτίμων των δώδεκα αποστόλων εγένετο υπό του Κυρίου μετά την προς τον απόστολον Πέτρον περιμάχητον ρήσιν «...Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν...» (ης την αληθή έννοιαν –όπως και του όλου χωρίου– εκτενώς ανεπτύξαμεν), όπως και μετά την συμβολικήν μεν, αλλά σαφή βεβαίωσίν του προς όλους και πάλιν –και εις απάντησιν των σχετικών διαλογισμών των περί του μεταξύ των «μείζονος»– ότι ουδένα εξ αυτών, παρά τα προς τον απόστολον Πέτρον ολίγον προηγουμένως λεχθέντα, εθεώρει «μείζονα» των άλλων∙ όταν τέλος προστεθή ότι και μετά την Ανάστασιν, καθ’ α προανεπτύξαμεν, ισοτίμως και άνευ διακρίσεώς τινος απεστάλησαν οι «ένδεκα», ίνα «μαθητεύσωσι», ήτοι εκχριστιανίσωσι πάντα τα έθνη και ισοτίμως επίσης και άνευ ουδεμιάς διακρίσεως κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον εφ' όλων των αποστόλων και των μαθητών, κατά την ημέραν της Πεντηκοστής (Πράξ. Β' 1-3), συνάγεται και πάλιν η αμάχητος και αναντίρρητος αλήθεια, ότι ισότιμον συνοδικήν-συλλογικήν διοίκησιν και κυβέρνησιν, αποτελουμένην αρχικώς εκ των δώδεκα αποστόλων, εξελέξατο και, απερχόμενος του κόσμου τούτου, κατέλιπε τη Εκκλησία ο Κύριος. Άλλως τε, αυτή αύτη η έννοια της «Εκκλησίας» προϋποθέτει πολίτευμα, σύστημα διοικήσεως συλλογικόν - Συνοδικόν. Ουδέποτε δε «μοναρχικόν» και «απολυταρχικόν».

Ότι δε και κατά την ημέραν της Πεντηκοστής ωμίλησε πάλιν και ιδιαιτέρως ο απόστολος Πέτρος, μετά τας ομιλίας πάντων... πλησθέντων Πνεύματος Αγίου (αυτόθι Πράξ. Β΄ 4, 6, 8 και 11-13), «σταθείς όμως συν τοις ένδεκα...», ουδόλως και τούτο δύναται να θεωρηθή και ουδ’ ένδειξις καν, ότι κατέλαβεν ούτος «πρωτείόν τι» και τιμής έστω, μεταξύ των δώδεκα, πολύ δε περισσότερον «πρωτείον εξουσίας και διοικήσεως» επ’ αυτών και επί της όλης Εκκλησίας. Η ολίγον προηγουμένως γενομένη συνοδική εκλογή του αποστόλου Ματθίου, η μετά την ομιλίαν ταύτην εις τους δώδεκα (και ουχί εις τον απόστολον Πέτρον, ως ηγούμενον των λοιπών η και πρώτον εν ίσοις) παράδοσις των προς την Εκκλησίαν εισφορών, «...των τιμών των πιπρασκομένων χωρίων η οικιών» (Πράξ. Δ΄ 34 και 37), η επακολουθήσασα συνοδική απόφασις δια τον τρόπον της εισαγωγής εις την Εκκλησίαν των εξ εθνικών προσερχομένων, η υπό της ολομελείας των εν Ιεροσολύμοις αποστόλων αποστολή του αποστόλου Πέτρου μετά του Ιωάννου εις Σαμάρειαν (και ο αποστελλόμενος, ως προείπομεν, αποστέλλεται είτε υπό ανωτέρου τινός είτε υπό ίσου, τουλάχιστον) και η ισότιμος υπ' αμφοτέρων «προσευχή και επίθεσις χειρών επί των εκεί βεβαπτισμένων εις το όνομα του Κυρίου» (Πράξ. Η΄ 14-18), περί ης και εν τοις προηγουμένοις λόγος εγένετο, και, τέλος, ο έλεγχος του αποστόλου Πέτρου υπό των «αποστόλων... και των αδελφών εκ περιτομής...» (Πράξ. ΙΑ΄ 2), πολύ δε περισσότερον ο έλεγχος αυτού υπό του αποστόλου Παύλου (προς Γαλ. Β΄ 11-16) αποτελούσιν αδιαφιλονίκητον και αμάχητον της αυτής αληθείας απόδειξιν, ότι δηλ. ο απ. Πέτρος ουδέν «πρωτείον» είχεν έναντι των λοιπών αποστόλων και ουδεμίαν πνευματικήν η διοικητικήν εξουσίαν επ' αυτών[28], η δε διοίκησις της πρώτης εν Ιεροσολύμοις Εκκλησίας ήτο απ’ αρχής «συνοδική» και «ισότιμος». Δια τούτο, εκτός των προεκτεθέντων (και πολλών άλλων σχετικών) και εν τη «εις Άγ. ιερομάρτυρα Ιγνάτιον» Ομιλία του (Ε.Π., τ. 50, σ. 588) ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει:

«Όταν δε Παύλον είπω, ου τούτον μόνον λέγω, αλλά και Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην και πάντα αυτόν τον χορόν...». Εν δε τη 7η «Ομιλ. «εις απόστολον Παύλον» (Ε.Π., τ. 50, σ. 59), προσθέτει: «Τα μεν γαρ του παρόντος βίου αξιώματα τότε μείζονα φαίνεται, όταν εις ένα περιστή μόνον. Επί δε των πνευματικών... τότε λάμπει το της τιμής, όταν πολλούς της προεδρίας έχη κοινωνούς και όταν ο μετέχων μη εις η, αλλά πολλούς έχη των αυτών απολαύοντας».

 

Γ.   Ο προσωπικός έλεγχος του αποστόλου Πέτρου υπό του αποστόλου Παύλου

Σπουδαιοτάτην μαρτυρίαν εναντίον του παπικού «πρωτείου» αποτελεί ωσαύτως, ως προείπομεν, ο υπό του αποστόλου Παύλου σοβαρός έλεγχος του αποστόλου Πέτρου. Το σχετικόν χωρίον έχει ως εξής:

«...Ότε δε ήλθε Πέτρος εις Αντιόχειαν κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην, ότι κατεγνωσμένος ην. Προ του γαρ ελθείν τινας από Ιακώβου μετά των εθνών συνήσθιεν· ότε δε ήλθον, υπέστελλε και αφώριζεν εαυτόν, φοβούμενος τους εκ περιτομής. Και συνυπεκρίθησαν αυτώ και οι λοιποί Ιουδαίοι, ώστε και Βαρνάβας συναπήχθη αυτών τη υποκρίσει. Αλλ' ότε είδον ότι ουκ ορθοποδούσι προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου, είπον τω Πέτρω έμπροσθεν πάντων∙ Ει συ Ιουδαίος υπάρχων εθνικώς ζής και ουκ Ιουδαϊκώς, τι τα έθνη αναγκάζεις ιουδαΐζειν;» (Γαλ. Β΄ 11-16)[29].

Αφιερώσας ειδικήν ομιλίαν ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δια την διαφωνίαν ταύτην υπό τον τίτλον «Λόγος εις την περικοπήν, ότε ήλθεν ο Πέτρος εις Αντιόχειαν κατά πρόσωπον αυτώ αντέστην» (Ε.Π., τ. 51, σελ. 373 εξ.), γράφει εν αυτή, συν άλλοις, και τα εξής:

«Β΄...» Άρα ουν θορυβεί έκαστος των ακουόντων τούτο· ότι Παύλος αντέστη τω Πέτρω, ότι στύλοι της Εκκλησίας

συγκρούονται και αλλήλοις προσπίπτουσι; Στύλοι γαρ όντως εισίν ούτοι, την οροφήν της πίστεως ανέχοντες και διαβαστάζοντες, και στύλοι και πρόβολοι και οφθαλμοί του σώματος της Εκκλησίας και πηγαί των αγαθών και θησαυροί και λιμένες...». Και κατωτέρω (σελ. 381 § IB΄): «...» Ότι Θεός Χριστός... ομοίως Παύλος και Πέτρος εκήρυττον. Εν τίσι ουν η διαφορά; Εν τη παρατηρήσει των βρωμάτων, εν τη περιτομή, εν τοις άλλοις Ιουδαϊκοίς έθεσιν. Ο μεν γαρ Πέτρος ουκ ετόλμα τοις εαυτού μαθηταίς φανερώς λέγειν και διαρρήδην, ότι δεί τούτων αποστήναι καθάπαξ. Εδεδοίκει γαρ, μήποτε προ καιρού την συνήθειαν τούτων ανασπάσαι βουλόμενος... Δια τούτο ηνείχετο ο μακάριος Πέτρος Ιουδαϊζόντων αυτών... Αλλ’ ουχ ο Παύλος ούτως...». Και εν σελ. 388: « Αλλ' ώσπερ επετίμα Παύλος και ταύτα ακούων Πέτρος εσίγα..., κατεδέχετο ως ουκ ορθώς πεποιηκώς, δέχεσθαι την επίπληξιν». Ταύτα, συν άλλοις, γράφει ο θείος Χρυσόστομος δια την διαφωνίαν μεταξύ των κορυφαίων αποστόλων.

Και τονίζει βεβαίως ο άγιος Πατήρ εν τη αυτή ομιλία (αυτόθι, σελ. 385-388) ότι η διαφωνία αύτη δεν ήτο διαφωνία ουσίας, αλλά τοιαύτη «τακτικής» και «οικονομίας» του αποστόλου Πέτρου, ίνα μη βλαβώσιν οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί· εξηγεί ότι «ηνείχετο αυτών Ιουδαϊζόντων», ήτοι ότι ηνείχετο την υπ' αυτών τήρησιν και των εθών του Μωσαϊκού νόμου (της περιτομής, των περί βρωμάτων διατάξεων κλπ.), φοβούμενος μήπως προ καιρού την συνήθειαν ταύτην αποκόπτων βλάψει αυτούς και αναμένων την κατάλληλον πνευματικήν των ανάπτυξιν, ίνα υποδείξη εις αυτούς το ανωφελές πλέον των εθών τούτων· αποδεικνύει ότι η τε διαφωνία και ο έλεγχος εγένοντο προς ωφέλειαν των εξ Ιουδαίων πιστών, όπως και των εξ εθνών τοιούτων, γενικώτερον· όμως δεν δύναται να υπάρξη αντίρρησις ότι υπήρξε διαφωνία, έστω και τακτικής, και ότι εξ αιτίας ταύτης εγένετο έλεγχος - επιτίμησις και επίπληξις, και κατά τον θείον Χρυσόστομον του αποστόλου Πέτρου υπό του αποστόλου Παύλου, καθ' ον ο πρώτος δεν προέβαλεν ούτε «πρωτείον», μήτε «αλάθητον». Εσιώπησε, «δεχόμενος κατά τον θείον Χρυσόστομον και πάλιν – την επίπληξιν και αποδεχόμενος ως ουκ ορθώς πεποιηκώς».

Ούτω, και δια της υπερόχου ταύτης ομιλίας του αγίου Πατρός, δεν διευκρινίζεται μόνον, και εν θαυμαστή μάλιστα αναλύσει, ο βαθύτερος πνευματικός λόγος της μεταξύ των «κορυφαίων» αποστόλων διαφωνίας· παρέχονται συνάμα και ανεκτίμητα πνευματικά στοιχεία περί της θέσεως του αποστόλου Πέτρου εν τω σώματι των αποστόλων και της Εκκλησίας καθόλου. Οι δύο απόστολοι χαρακτηρίζονται «στύλοι», την οροφήν της πίστεως ανέχοντες και διαβαστάζοντες, στύλοι και πρόβολοι και οφθαλμοί του σώματος της Εκκλησίας και πηγαί αγαθών, ο δε απόστολος Πέτρος χαρακτηρίζεται επανειλημμένως συναπόστολος απλώς του αποστόλου Παύλου και διδάσκαλος των Ιουδαίων, ενώ ο Παύλος χαρακτηρίζεται «διδάσκαλος εθνών». «Αν ο απόστολος Πέτρος ήτο η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και ο ορατός εκπρόσωπος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επί της γης, πως ήτο δυνατόν να θεωρηθή υπό του αγίου Πατρός απλώς «στύλος» η «οφθαλμός» του σώματος της Εκκλησίας ισότιμος με τον απόστολον Παύλον και ουχί η «ορατή οροφή», η «ορατή κεφαλή» της Εκκλησίας;[30]

Απ' αρχής δε και της ομιλίας ταύτης και μέχρι τέλους αυτής εκδηλούται υπό του αγίου Πατρός η ιδιαιτέρα προτίμησις και ο ιδιαίτερος σεβασμός του προς τον απόστολον Παύλον. Προκειμένου ν’ αναφέρη τα ονόματα των δύο «κορυφαίων» αποστόλων, προτάσσει, σχεδόν πάντοτε, όπως και εις άλλας ομιλίας του, το όνομα του αποστόλου Παύλου. Ονομάζει πολλάκις τον απόστολον Πέτρον «διδάσκαλον» απλώς των 'Ιουδαίων, ενώ τον απόστολον Παύλον «διδάσκαλον εθνών». Εις άλλας ομιλίας ονομάζει βεβαίως τον απόστολον Πέτρον κορυφαίον των λοιπών αποστόλων, των ένδεκα. Προκειμένου όμως περί του αποστόλου Παύλου, δι' ον έγραψε επτά ειδικάς Ομιλίας εγκωμιαστικάς, ιδού τι γράφει ιδιαιτέρως, μεταξύ άλλων:

«...Πόθεν ουν εύκαιρον είη αν άψασθαι των εγκωμίων; Πόθεν άλλοθεν, η απ' αυτού του πρώτου, του δείξαι τα απάντων αγαθά; Είτε γαρ προφήται επεδείξαντό τι γενναίον, είτε πατριάρχαι, είτε δίκαιοι, είτε απόστολοι (εν οίς συμπεριλαμβάνεται βεβαίως και ο απόστολος Πέτρος), είτε μάρτυρες, πάντα ταύτα ομού συλλαβών έχει μετά τοσαύτης υπερβολής, μεθ' όσης ουδείς εκείνων, όπερ έκαστος είχε καλόν εκέκτητο». (Ομιλία Α΄ εις τον απόστολον Παύλον, Ε.Π. Migne, τ. 50, σελ. 473). Και «...Οράς πως πάντα προεώρα η αγία και θεία κεφαλή, ο των Ουρανών υψηλότερος, ο ψυχήν έχων πάντα ομού περιλαβείν δυναμένην, ο τα πρώτα κατέχων Παύλος;» (Ομιλία ΝΕ΄, αυτόθι, τ. 60, σελ. 381 § γ). Και κατωτέρω, σελ. 392, εν τη ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους: «...Και γαρ υπέρ τον ήλιον έλαμψεν η τούτου γλώττα και των άλλων απάντων επλεονέκτησε τω της διδασκαλίας λόγω». Παρίσταται μήπως ανάγκη και άλλων αποδείξεων δια την επί του επιμάχου θέματος γνώμην των μεγάλων πατέρων, ους τιμά και η Ρωμαιοκαθολική Κοινότης;

Συνοπτικήν δε περίληψιν των προαναπτυχθέντων αποτελούσιν αι κατά τα έτη 1722 και 1727 εκδοθείσαι αποφάσεις της εν Κων/πόλει συγκληθείσης ενδημούσης συνόδου, της πρώτης των οποίων συμμετέσχον και οι Πατριάρχαι Αντιοχείας Αθανάσιος και Ιεροσολύμων Χρύσανθος, της δε δευτέρας οι Πατριάρχαι Αντιοχείας Σίλβεστρος (1724-1766) και Ιεροσολύμων Χρύσανθος. Περί των αποφάσεων των συνόδων τούτων, εν τω προμνησθέντι συγγράμματι του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, σελ. 269-276, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Εν αρχή του ΙΗ΄ αιώνος είχεν επιταθή η λατινική προπαγάνδα μεταξύ των Ορθοδόξων της Συρίας ιδίως. Όθεν τω 1722 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ΄ (1716-26, 1732-33) συνεκάλεσεν εν Κωνσταντινουπόλει ενδημούσαν σύνοδον, ης συμμετέσχον ο Αντιοχείας Αθανάσιος Γ΄ (1686-1724), ο Ιεροσολύμων Χρύσανθος (1707-1731) και ικανοί των μητροπολιτών του Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Η σύνοδος αύτη συνέταξεν αναίρεσιν της διδασκαλίας της λατινικής Εκκλησίας, ης αναιρέσεως το πρώτον κεφάλαιον ανεφέρετο εις το πολύκροτον «πρωτείον», απέστειλε δε την πράξιν αυτής ταύτην υπό τύπον εγκυκλίου, εν απλουστέρα γλώσση, προς τους Ορθοδόξους της Συρίας. Απέδειξε δια λεπτομερούς εκθέσεως, ότι ο απ. Πέτρος «δεν έγινε μοναχός (=μοναδικός) άρχων από τον Χριστόν, αλλά και οι άλλοι απόστολοι, καθώς μαρτυρεί η θεία Γραφή (Ψαλμ. ΙΗ΄ 4, Μάρκ. ΚΕ΄, Ιω. Κ΄, 21). Προσαγαγούσα τα σχετικά χωρία, λέγει η σύνοδος, ότι «εκ τούτων φανερόν γίνεται, ότι καθώς ο Πέτρος δεν ήτο μονάρχης αναμεταξύ εις τους αποστόλους, ουδέ ο Πάπας δεν έχει καμμίαν πρόφασιν εύλογον να αντιποιήται την υπερήφανον αυτήν μοναρχίαν, προβάλλοντας πως είναι του αγίου Πέτρου διάδοχος, μάλιστα όπου και όσα προνόμια είχεν ο άγιος Πέτρος, αυτά ταύτα έχουσι και οι λοιποί άγιοι απόστολοι». Εις απόδειξιν τούτου προσάγει ότι ούτοι κοινώς όλοι εκλέγονται υπό του διδασκάλου Χριστού (Ματθ. Δ΄ 19, ΙΘ΄, 28, Λουκ. ΣΤ΄, 13), κοινώς αποστέλλονται εις το βάπτισμα, κοινώς παραδίδεται εις αυτούς το μυστήριον της θείας ευχαριστίας (Λουκ. ΚΒ΄ 19) και κοινώς λαμβάνουσι την εξουσίαν κατά πνευμάτων ακαθάρτων, ως και το λύειν και δεσμείν τας των ανθρώπων αμαρτίας. Μετά τούτο αποκρούεται η γνώμη των Λατίνων, καθ' ην ο Πέτρος ήτο μόνος επίσκοπος της Οικουμένης, προσάγεται δε το εξής χωρίον του ιερού Αυγουστίνου «τίνι τρόπω ο Κύριος Ιησούς Χριστός και θύρα είη και ποιμήν; Θύρα μεν ανοίγων εαυτόν, ποιμήν δε εισερχόμενος δι' εαυτού· ότι δε ποιμήν εστι δέδωκε και τοις εαυτού μέρεσιν, ότι και ο Πέτρος ποιμήν και ο Παύλος ποιμήν και οι επίλοποι των αποστόλων ποιμένες και οι καλοί επίσκοποι ποιμένες»[31]. Προσάγεται εφεξής χωρίον του Αμβροσίου Μεδιολάνων, καλούντος τους αποστόλους πάντας «επιτρόπους Χριστού», εις αναίρεσιν της γνώμης ότι μόνος ο Πέτρος υπήρξεν επίτροπος, ήτοι αντιπρόσωπος Χριστού, και χωρίον του αγίου Χρυσοστόμου εις αναίρεσιν της γνώμης, καθ' ην μόνος ο Πέτρος ενεπιστεύθη την προστασίαν της οικουμένης. Δι' άλλων χωρίων του αυτού Πατρός και του Κυπριανού Καρχηδόνος η σύνοδος αποδεικνύει ότι πάντες οι απόστολοι είχον την αυτήν χάριν και δωρεάν και ήσαν ισότιμοι. Εξηγεί εφεξής ότι το λεγόμενον εν τη Γραφή, ότι έδωκεν ο Κύριος τας κλείς της Βασιλείας των ουρανών, έχει μεταφορικήν σημασίαν. «Τα κλειδία δεν σημαίνουν άλλο, παρά την εξουσίαν και πνευματικήν δύναμιν, δια της οποίας λύοντες οι πνευματικοί τας των εξομολογουμένων και μετανοούντων αμαρτίας ανοίγουσι τους ουρανούς και εισέρχονται, καθώς πάλιν δένοντες κανονικώς τους ανθρώπους, κλείουσι τους ουρανούς και δεν δύνανται να εισέλθουν». Το συμπέρασμα τούτο κατοχυροί η σύνοδος δια των χωρίων των Πατέρων. Αξιοσημείωτον είναι το χωρίον του αγίου Θεοδώρου Στουδίτου: «Μανθάνω ότι εν Ρώμη και τας κλείς του κορυφαίου των αποστόλων δια τιμής άγουσι· καίτοι γε ο Κύριος ου κλείς αυτώ δίδωσιν αισθητάς, αλλά τας δια λόγου εις το δεσμείν και λύειν»[32]. Ως δε παρατηρεί η σύνοδος, το «σοί δώσω τας κλείς» υπήρξεν επαγγελία του Κυρίου προς τον Πέτρον (δεν είπε «σοί δίδωμι») εκπληρωθείσα μετά την Ανάστασιν, ότε τω Πέτρω και τοις λοιποίς «ενεφύσησε και λέγει αυτοίς: Λάβετε Πνεύμα Άγιον, αν τινων αφήτε κλπ.». Ο ιερός Αυγουστίνος εσημείωσε το ανωτέρω χωρίον ερμηνεύων «τας κλείς ουχί ενί, αλλά τη ενότητι έδωκεν ο Χριστός» (κυρίως: «Has claves non homo unita sed unitas accepit ecclecia». Jerm 295). Και ο Θεοφύλακτος. «Ει γαρ και προς Πέτρον μόνον είρηται το δώσω σοι, αλλά πάσι τοις αποστόλοις δέδοται»[33].

«Περαιτέρω η σύνοδος ερμηνεύει το χωρίον «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα, οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», αποδεικνύουσα, ότι υπό την πέτραν νοείται η ομολογία του Πέτρου, ωσαύτως το χωρίον «ποίμαινε τα πρόβατα μου», αποδεικνύουσα, ότι ποιμένες ήσαν και οι άλλοι απόστολοι και οι διάδοχοι αυτών, ουχί δε μόνος ο Πέτρος. Το ρηθέν εις τον Πέτρον «ποίμαινε τα πρόβατα μου» νοείται δια πάντας τους αποστόλους, ως και το «εγώ δε εδεήθην υπέρ σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου» νοείται δι' όλους τους αποστόλους, επίσης και δι' όλην την του Χριστού Εκκλησίαν. «Μάλιστα δε επειδή ο μακάριος Πέτρος δια της αρνήσεως εξέπεσεν από την τιμήν και αξίαν της επισκοπής, δια τούτο ο Χριστός πρώτος με την τριττήν ερώτησίν του ιάτρευσε την πληγήν της αρνήσεως και ακολούθως πάλιν του ενεχείρησε την ποιμαντικήν εξουσίαν, ιδίως εις αυτόν λέγων, «ποίμαινε τα πρόβατά μου», καθώς ο Χρυσόστομος 'Ιωάννης ερμηνεύων το ΚΑ΄ του κατά Ιωάννην λέγει» «...άμα δε και δεικνύς αυτώ ότι χρή θαρρείν, λοιπόν ως της αρνήσεως εξεληλαμένης, εγχειρίζεται την προστασίαν των αδελφών».

Προσάγουσα τα χωρία της Γραφής, εν οίς ο Κύριος απαγορεύει εις τους μαθητάς να λέγωνται διδάσκαλοι η καθηγηταί και να εξουσιάζωσι των αδελφών (Ιωάν. ΙΓ΄ 13, Ματθ. ΚΓ΄ 8, 9, 20, 25), λέγει, ότι ο απόστολος Παύλος, ως και οι λοιποί απόστολοι, ήσαν ισότιμοι προς τον Πέτρον (άλλως δεν θα ηδύνατο ο Παύλος να ελέγξη τον Πέτρον ενώπιον πάντων (Γαλ. 2, 11, 14). Ερμηνεύουσα το χωρίον «Σίμων, Σίμων, ιδού ο Σατανάς εξητήσατο υμάς του συνιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτέ επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου» (Λουκ. ΚΒ΄ 32), διδάσκει ότι «ο κοινός εχθρός Διάβολος θέλοντας να βλάψη και να σκανδαλίση όχι μόνον τον Πέτρον, αλλά και τους λοιπούς αποστόλους, και να σηκώση την υποταγήν και την αγάπην όπου είχον εις τον Χριστόν, καθώς το έκαμεν εις τον Ιούδαν, δια τούτο λέγει ο Χριστός «εξητήσατο υμάς του συνιάσαι». Και επειδή πάλιν, όταν ηρώτησεν ο Χριστός τους αποστόλους «υμείς δε τίνα με λέγετε είναι» αποκριθείς πρώτος ο Πέτρος είπε: «Συ ει ο Χριστός ο Υιος του Θεού του ζώντος», δι' αυτήν την πίστιν και την ομολογίαν είπεν ο Χριστός «εγώ παρεκάλεσα ίνα μη εκλίπη η πίστις σου», η οποία και ποτέ δεν έλειψε ούτε θα λείψη από την θείαν Του Εκκλησίαν. Και πάλιν, επειδή ο Χριστός ως καρδιογνώστης προγνωρίζοντας τον ξεπεσμόν και την άρνησιν του μακαρίου Πέτρου, όπου έμελλεν ύστερον να πάθη, του προείπεν ότι «και συ ποτε επιστρέψας», ήγουν επίστρεψον δια μετανοίας και πικρών δακρύων, ήγουν όταν επιστρέψης, και μετανοήσης δια το αμάρτημα αυτό της αρνήσεως, στήριξον τους αδελφούς σου, ευγάνοντάς τους δηλαδή από κάθε αμφιβολίαν, όπου έχουν, δια λόγου σου· βεβαίωσέ τους να μένωσιν εις την αυτήν αγάπην και την πίστιν, όπου έχεις και συ προς εμέ. Τοιαύτην έvvoιav έχει το «στήριξον», ήγουν στηριγμόν και νουθεσίαν και παραγγελίαν και συμβουλήν, ουχί αρχήν και εξουσίαν και κυριότητα του Πέτρου προς τους άλλους αποστόλους, καθώς οι Λατίνοι λέγουσιν, ότι μόνον εις τον Πέτρον εδόθη να στηρίξη και να βεβαιώση τους άλλους αποστόλους, και ακολούθως ο Πάπας τους άλλους Πατριάρχας, και με τον τρόπον τούτον σπουδάζουσι να του δώσουν μίαν τυραννικήν μοναρχίαν. Και αν ο Πέτρος ήτο τοιούτος, καθώς λέγουσιν οι Λατίνοι, όπου αυτός να βεβαιώνη τα χαρίσματα του Χριστού προς τους αποστόλους και χωρίς την βεβαίωσιν εκείνην να μη έχωσι κύρος και ισχύν, ακολουθεί ο Πέτρος να ήτον ου μόνον των λοιπών αποστόλων πρώτος, αλλά και του Χριστού ανώτερος, το οποίον, ουδείς νουν έχων ήθελε τολμήση να ειπή. Αλλά και από τας Πράξεις των αποστόλων, τας οποίας έγραψεν ο άγιος Λουκάς, γίνεται φανερόν ότι ο μακάριος Πέτρος δεν είχε καμμίαν εξουσίαν και αυθεντίαν επάνω εις τους αγίους Αποστόλους, αλλά μόνον να είναι πρώτος τη τάξει και τη πρωτοκαθεδρία. Εκθέτουσα το γεγονός της εκλογής του Ματθίου (Πράξ. 1, 15 εξ.) αποδεικνύει η σύνοδος, ότι ο Πέτρος «δεν ήτο μονάρχης, μήτε εξουσιαστής, αλλ' ένας της συνόδου και πρώτος τη τάξει». Το αυτό αποδεικνύει και εξ άλλων γεγονότων (Πράξ. Δ΄ 35, ΣΤ΄ 2 και ΣΤ΄ 11, ΚΒ΄ 15, 23). Ότι δε δεν ήσαν υποκείμενοι οι απόστολοι εις τον Πέτρον, μαρτυρεί το γεγονός ότι ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος, ο Ιούδας, έγραψαν τας επιστολάς των ανεξαρτήτως του Πέτρου. Ότι επίσης ο Πέτρος δεν ήτο ανώτερος βασιλέων, ως ισχυρίζονται οι Λατίνοι, μαρτυρεί η προτροπή αυτού προς τους πιστούς όπως υποτάσσωνται τοις άρχουσι (Α΄ Πέτρ. Β΄ 13-15), ομοίως και η του Παύλου (Ρωμ. ΙΓ΄ 1-4). «Αν ο Πέτρος λοιπόν και οι λοιποί απόστολοι ήσαν υποτεταγμένοι εις τας εξουσίας τας κοσμικάς, πως αποτολμώσιν οι διάδοχοι του Πέτρου να λέγουν, ημείς ορίζομεν μόνοι και εξουσιάζομεν και κρίνομεν τας βασιλείας του κόσμου και διαμοιράζομεν τας εξουσίας και κυβερνώμεν όχι μόνον τα εκκλησιαστικά, αλλά και τα πολιτικά; Αλλά και όσα άλλα προνόμια δίδουσι σήμερον οι Παπισταί εις τον Πάπαν και με πολλήν αδιακρισίαν, φαίνεται φανερά, ότι είναι εκτός πάσης ευσέβειας και φρονήσεως υγιούς. Και πρώτον μεν τον ονομάζουσι Θεόν επί γης, το οποίον κανένας θεοσεβής ποτέ δεν το εδέχθηκε, αλλ' ως βλάσφημον και αντίθετον φωνήν το αποφεύγουσι...».

«Η σύνοδος εφεξής ελέγχει τους Λατίνους μοναχούς, οίτινες παρά των εξομολογουμένων απήτουν πίστιν εις τον Πάπαν, αποδεικνύει δε τελείως αβάσιμον και ψευδή τον ισχυρισμόν των Λατίνων περί του αλαθήτου του Πάπα,

υπομιμνήσκουσα ότι πολλοί Πάπαι περιέπεσαν εις αίρεσιν. Επίσης αναιρεί τον ισχυρισμόν ότι ο Πάπας είναι ανώτερος των συνόδων, παραπέμπουσα εις την αποστολικήν σύνοδον (Πράξ. ΙΕ΄ 6 εξ.) και εις άλλα γεγονότα των Πράξεων, εξ ων καταφαίνεται ότι ο Πέτρος υπετάσσετο εις την Εκκλησίαν. Προσάγουσα τον 39 Αποστολικόν Κανόνα αποδεικνύει ότι οι σύνοδοι ήταν υπέρτεραι παντός επισκόπου. Ειδικώτερον δε προσάγει παραδείγματα Παπών της Ρώμης καθαιρεθέντων η αθωωθέντων υπό συνόδων. Τέλος βάσει του 28 Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής. συνόδου, του 36 της ΣΤ΄ και της 131 Νεαράς του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄, η σύνοδος αποδεικνύει, ότι «από τας συνόδους έλαβε το πρωτείον της τάξεως η παλαιά Ρώμη δια την βασιλείαν και ουχί δια τον Πέτρον».

«Ούτω δια αναντιρρήτων μαρτυριών εκ τε της αγίας Γραφής και της Ιεράς παραδόσεως της Εκκλησίας η Ορθόδοξος σύνοδος του 1722 κατέρριπτε πάντα τα σοφιστεύματα, δι' ων εζητείτο να υποστηριχθή το Παπικόν πρωτείον. Κατά μήνα Φεβρουάριον του 1727 νέα σύνοδος ενδημούσα συνεκροτήθη εν Κων/πόλει υπό του Πατριάρχου Παϊσίου Β΄ κατά την πρώτην αυτού Πατριαρχίαν (1726-1732) τη συμμετοχή του Σιλβέστρου Αντιοχείας (1724-1766), του Χρυσάνθου Ιεροσολύμων και δώδεκα Μητροπολιτών του Οικουμενικού θρόνου, ήτις σύνοδος εξέδωκεν Ομολογίαν πίστεως της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας[34]. Εν τη αρίστη ταύτη από πάσης επόψεως Ομολογία εκτίθεται η διδασκαλία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και θετικώς και εν αντιθέσει προς την της Ρωμαϊκής Κοινότητος. Το ια΄ κεφ. έχει ως εξής: «Ουδεμίαν άλλην ουν τινα κεφαλήν αποδέχεσθαι εν αυτή τη Ανατολική Εκκλησία, ειμή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μόνον παρά του Πατρός δοθέντα κατά πάντα τη Εκκλησία και θεμέλιον τον αυτόν, κατά τον μακάριον απόστολον φάσκοντα, «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστι Ιησούς Χριστός (Α΄ Κορ. Γ΄ 11) και αυτός εστιν «η κεφαλή της Εκκλησίας» (Εφεσ. Ε΄ 23). Τον δε Πάπαν της Ρώμης ου κεφαλήν ηγείσθαι της αγίας Καθολικής Εκκλησίας, αλλά, μέλος όντα, υποκείσθαι ταις συνόδοις, και ως δυνάμενον αμαρτήσαι (ου μόνον ως άνθρωπον απλώς, αλλά και απ’ αυτής της καθέδρας διδάσκοντα) του ορθού και του αληθούς, κρίνεσθαί τε και ανακρίνεσθαι και διορθούσθαι και παιδείαις Εκκλησιαστικαίς υποβάλλεσθαι, ότε τύχοι αν πταίσαι, υπό της Ιεράς συνόδου, ως μέλος ων, ου κεφαλή της αγίας Καθολικής Εκκλησίας, και τούτο δε οπηνίκα συμφρονή τοις λοιποίς αγιωτάτοις Πατριάρχαις εν τοις περί ευσεβείας και πίστεως λόγοις και τα αυτά δοξάζων η δόγματα της καθόλου του Χριστού Εκκλησίας, ου μην δε όταν σχισματικά εστι και ξένα και αλλότρια και απάδοντα τη ευσεβεία φρονή· τότε γαρ ουδ' ως μέλος αυτόν αποδέχεσθαι χρή. Όσα δε υπέρογκα και φορτικά αυχήματα προσοικειούσιν αυτώ τινες, το είναι δηλ. υπεράνω κανόνων και νόμων και το άπταιστον και αναμάρτητον και το πάντας τους άλλους αρχιερείς αυτώ υποκείσθαι και αυτόν μόνον επίτροπον είναι και εκπρόσωπον του Χριστού, καθολικόν εις πάντα και πάντας, την κεφαλήν ορατήν, αντί του Σωτήρος ημών, της Καθολικής Εκκλησίας και όσα τούτοις συγγενή και παραπλήσια, λήρον ηγείσθαι μακρόν και κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρήματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα».

Ταύτα εν συνόψει περιέχουσιν αι ρηθείσαι ιστορικαί αποφάσεις της εν Κων/πόλει ενδημούσης συνόδου, απηχούσαι την γνώμην απάσης της Μιας, Αγίας, Ορθοδόξου, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και εξαντλούσαι το επίμαχον θέμα από πάσης πλευράς. Εις τα αμάχητα όμως των αποφάσεων τούτων επιχειρήματα, άτινα τόσον από Γραφικής επόψεως, όσον και εξ επόψεως Κανονικού Δικαίου εκτενέστερον αναπτύσσομεν, καλόν θεωρούμεν να προσθέσωμεν και τα ακόλουθα:

α. Εάν ο απόστολος Πέτρος ήτο ο ορατός εκπρόσωπος του Κυρίου και ο ορατός αρχηγός της Εκκλησίας, πως εδόθη υπό του Κυρίου η «Αποκάλυψις» εις τον Ιωάννην, «...ίνα δείξη τοις δούλοις αυτού α δεί γενέσθαι εν τάχει...» (Αποκ. Α΄ 1) και ουχί εις τον εκπρόσωπόν Του, και πως έδωκε τας «ειδικάς» εντολάς Του ο Κύριος προς τους επισκόπους-αγγέλους των επτά Εκκλησιών (Αποκ. Β΄-Γ΄) δια του Ιωάννου και ουχί δια του ορατού εκπροσώπου Του και της ορατής κεφαλής... της Εκκλησίας;[35]

β. Πως υπό της αδιαιρέτου Εκκλησίας δεν προετάχθησαν εν τη Κ.Δ. τιμητικώς αι επιστολαί του αποστόλου Πέτρου των επιστολών του αποστόλου Παύλου και Ιακώβου, αλλ' ετέθησαν κατά σειράν μετά την επιστολήν του Ιακώβου;

γ. Εάν ο επίσκοπος Ρώμης προωρίζετο υπό του Θεού να είναι ο ορατός εκπρόσωπος του Κυρίου και αρχηγός και κεφαλή της Εκκλησίας, πως εδόθη υπό του Κυρίου ιδιαιτέρα ευλογία εις το Ελληνικόν έθνος – μετά την έκπτωσιν του Ιουδαϊσμού; Πως δηλ. ήτο δυνατόν να ευλογηθή ιδιαιτέρως υπό του Θεού (εν τη απείρω Αυτού περί πάντων προγνώσει) το Ελληνικόν έθνος, αρχηγός δε της Εκκλησίας Του και ορατός εκπρόσωπος του Κυρίου να ορισθή Λατίνος; Μήπως δεν προεγνώριζεν ο Θεός την μέχρι και της σήμερον παράτασιν της μεταξύ των δύο ιστορικών εθνών διαμάχης, με τα απερίγραπτα, δια μέσου των αιώνων, κακουργήματα των Λατίνων εις βάρος του Ελληνισμού, εμπνευσταί, αλλά και διατάκται των οποίων υπήρξαν πάντοτε, κατά την μεταχριστιανικήν εποχήν, οι κατά καιρούς Πάπαι;

δ. Πως ήτο δυνατόν να γραφώσι τα Ι. Ευαγγέλια, αι Πράξεις και αι επιστολαί των αποστόλων και η «Αποκάλυψις» εις την Ελληνικήν[36] γλώσσαν, εφόσον η «Ρωμαϊκή Εκκλησία» θα ήτο προωρισμένη να προΐσταται της όλης Εκκλησίας (ο δε ηγούμενος αυτής, της λατινικής γλώσσης ποιούμενος χρήσιν, έμελλε να είναι η κεφαλή και ο καθολικός ηγούμενός της), ωσαύτως δε πως του αρχικού και του τελευταίου γράμματος του Ελληνικού και πάλιν αλφαβήτου (του Α και Ω) εποιήσατο χρήσιν αυτός ο Κύριος, ίνα χαρακτηρίση Εαυτόν – ως άπειρος και αιώνιος Λόγος – ως «την αρχήν και τέλος του παντός;» (Αποκαλ. Α΄ 8).

Εις τα ερωτήματα ταύτα δεν θα καταστή ασφαλώς ποτέ δυνατόν να απαντήση ο Παπισμός. Αλλ' επί πάσι τούτοις, δέον να επαναλάβωμεν ότι «Εκκλησίαν» ίδρυσεν ο Κύριος (Ματθ. ΙΣΤ΄ 18) και ουχί «μοναρχίαν» η «απολυταρχίαν...». Και την «ετυμολογίαν» δε, την «έννοιαν» απλώς της λέξεως ταύτης εάν επρόσεχον οι απολογηταί του Παπισμού και δη οι Έλληνες τοιούτοι, θα ήσαν υποχρεωμένοι να ομολογήσωσιν ότι αύτη σημαίνει «τελείαν Δημοκρατίαν, με πολίτευμα και σύστημα διοικήσεως απολύτως δημοκρατικόν-συνοδικόν, και ουδέποτε «μοναρχικόν, απολυταρχικόν, δεσποτικόν». Την εκ των άνω δε προς τα κάτω ιεραρχίαν και την κατά τάξιν διαβάθμισιν της πνευματικής ηγεσίας του σώματος - οργανισμού της Εκκλησίας περιγράφων ο απόστολος Παύλος, γράφει σαφώς τα εν τη Α΄ Κορ. ΙΒ΄ 28 αναφερόμενα, «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις... κλπ.». Ουδαμού αναφέρει αυτός τε, όπως και η Κ.Δ. εν τω συνόλω της, περί υπεραποστόλου τινος η υπερπροφήτου, η τοποτηρητού και αντιπροσώπου του Κ. η Ι. Χριστού και περί «ορατής» και «αοράτου» κεφαλής της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία είναι μία και ενιαία, επί γης και εν ουρανοίς, και μίαν έχει κεφαλήν, τον Κ. η. Ι. Χριστόν (Εφεσ. Α΄ 22, Ε΄ 23, Κολ. Α΄ 18).

 

Δ. Αι κατά του «πρωτείου» μαρτυρίαι της Ι. Παραδόσεως.

Περί των μαρτυριών τούτων, εκ της «Δογματικής της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας» του αοιδίμου καθηγητού + Παν. Τρεμπέλα, τόμ. Β΄, σελ. 398-401 μεταφέρομεν τα εξής:

«1. Αλλά και τα εκ της εν τη Εκκλησία ιεράς Παραδόσεως αναζητηθέντα υπό των περί τον Πάπαν στηρίγματα των περί πρωτείου αξιώσεων αυτού παρουσιάζονται σφόδρα ασθενή και ανίσχυρα. Ούτω το ότι ο 'Ιγνάτιος ο Θεοφόρος καλεί την Εκκλησίαν των Ρωμαίων «προκαθημένην της αγάπης»[37] ημπορεί μεν να αποτελή ένδειξιν, ότι ο Ιγνάτιος εξετίμα αυτήν ως εξόχως σπουδαίαν Εκκλησίαν εν τω Χριστιανισμώ, κατ' ουδένα όμως λόγον αποδεικνύει, ότι και ανεγνώριζεν εις τον επίσκοπον αυτής πρωτείον κυριαρχίας επί πάσης της Εκκλησίας. Όσον δ' αφορά εις το χωρίον του Ειρηναίου[38], εις το οποίον αναφέρεται, ότι προς την Εκκλησίαν της Ρώμης (δια το υπερέχον πρωτείον - «propter potentiorem principalitatem») ανάγκη είναι ίνα συμφωνή πάσα η Εκκλησία, ήτοι οι απανταχού πιστοί, διότι εν αυτή διετηρήθη η αποστολική παράδοσις, θα ηδύνατο να παρατηρηθή πρωτίστως μεν, ότι δεν έχομεν προ ημών αυτό το πρωτότυπον κείμενον του Ειρηναίου, αλλά μετάφρασιν αυτού λατινικήν, ήτις υπό των εν τη Δύσει γενομένη δεν είναι απίθανον να μη αποδίδη ακριβώς το νόημά του. Πάντως προς διακρίβωσιν τούτου δέον να λαμβάνωνται υπ’ όψιν και τα συμφραζόμενα, δια των οποίων ο Ειρηναίος συνιστά, ίνα προκειμένου να αποφασίση τις μεταξύ αιρετικών και Ορθοδόξων, προσφεύγη εις την διδασκαλίαν των Εκκλησιών, και μάλιστα εκείνων, αίτινες δια της διαδοχής των ποιμένων των ανάγονται μέχρι των αποστόλων. Επειδή δε θα ήτο μακρόν να διατρέξη ταύτας, αρκεί να εξετάση τις ποία είναι η διδαδασκαλία της Εκκλησίας της Ρώμης. Κατά τα συμφραζόμενα λοιπόν ταύτα η potentior principalitas της Εκκλησίας της Ρώμης δεν προβάλλεται υπό έννοιαν απόλυτον, αλλά μόνον («quoniam longum est in hoc tali volumine omnium ecclesiarum enumerare successiones») προς διευκόλυνσιν του εκζητούντος την αποστολικήν παράδοσιν, μη διαμφισβητουμένου, αλλά τουναντίον διακηρυττομένου, ότι ου μόνον εις την εν Ρώμη, αλλ’ εις πάσαν Αποστολικήν Εκκλησίαν θα ηδύνατό τις να πληροφορηθή περί της αληθείας.

2. «Άλλως τε την έννοιαν του όρου potentior principalitas, εάν όντως ούτος εγράφη υπό του Ειρηναίου, αποσαφεί και η Εκκλησιαστική πράξις, περί της οποίας πληροφορούσιν ημάς δύο γεγονότα, των οποίων δεν υπήρξε ξένος και αυτός ο Ειρηναίος. Αναφέρονται δε τα γεγονότα ταύτα εις το ζήτημα του χρόνου της τελέσεως του Πάσχα, επί του οποίου η Ρώμη ηκολούθει άλλην παράδοσιν της υπό των Εκκλησιών της Μ. Ασίας τηρουμένης. «Του μακαρίου δε Πολυκάρπου επιδημήσαντος τη Ρώμη επί Ανικήτου», καθά αναφέρει ο μαθητής αυτού Ειρηναίος, ούτε ο Ανίκητος τον Πολύκαρπον πείσαι ηδύνατο, ούτε μην ο Πολύκαρπος τον Ανίκητον έπεισεν, αλλά μετ' ειρήνης απ’ αλλήλων απηλλάγησαν, μη αποπειραθέντος του Ανικήτου δια χρήσεως του ανυπάρκτου πρωτείου εξουσίας να επιβάλη την παράδοσιν της εν Ρώμη Εκκλησίας εις τον Πολύκαρπον. Ότε δε πάλιν βραδύτερον, ζώντος έτι του Ειρηναίου, Βίκτωρ ο επίσκοπος Ρώμης εξεδήλωσε δια το αυτό ζήτημα διάθεσιν, όπως αποκόψη τας εν Ασία Εκκλησίας της μετ' αυτού κοινωνίας, «ου πάσι τοις επισκόποις ταύτα ηρέσκετο, αλλά πολλοί εξ αυτών, εν οίς και ο Ειρηναίος, εκ προσώπου ων ηγείτο κατά την Γαλλίαν αδελφών, αντιτάσσονται, φέρονται δε και τούτων αι φωναί πληκτικώτερον καθαπτόμεναι του Βίκτωρος»[39]. Και ματαιούται η πρόθεσις του επισκόπου Ρώμης, από της διοικήσεως του οποίου παρουσιάζονται ανεξάρτητοι ου μόνον οι εν τη Ανατολή, αλλά και οι εν τη Δύσει επίσκοποι.

3. Παρόμοιον θα ηδύνατο να παρατηρήση τις και περί των υπέρ του Παπικού πρωτείου προβαλλομένων μαρτυριών εκ των συγγραφών του Κυπριανού. Ονομάζει μεν ο Κυπριανός την Εκκλησίαν της Ρώμης μητέρα και ρίζαν της καθολικής Εκκλησίας, καθώς και καθέδραν του Πέτρου και προϊσταμένην Εκκλησίαν, εξ ης η επισκοπική ενότης προήλθεν[40]. Αλλ' εξ άλλου αναφερόμενος εις τας διαφοράς γνωμών, αίτινες περί του βαπτίσματος ιδία των αιρετικών παρατηρούνται μεταξύ των επισκόπων, γράφει και εξ ονόματος άλλων, προς τον Στέφανον επίσκοπον Ρώμης, ότι «δεν αξιούμεν να βιάσωμεν ούτε να δώσωμεν νόμον εις κανένα, διότι έκαστος επίσκοπος έχει πάσαν ελευθερίαν εν τη διακυβερνήσει της Εκκλησίας του, ων υπόλογος περί της διαγωγής αυτού ενώπιον του Θεού[41]. Παρά την επιμονήν δε του Στεφάνου, όπως μη αναβαπτίζωνται οι αιρετικοί, και παρά τας απειλάς αυτού ο Κυπριανός, και οι περί αυτόν επίσκοποι, «συμφωνήσαντες μετά των επισκόπων Ελένου και Φερμιλιανού και πάντων τε των από Κιλικίας και Καππαδοκίας και Γαλατίας και πάντων των εξής ομορούντων εθνών» αντέστησαν και δια συνοδικών έτι αποφάσεων εφήρμοσαν πράξιν αντίθετον προς την εν Ρώμη κρατούσαν. Ρητώς δε αλλαχού ο Κυπριανός διακηρύττει, ότι και οι λοιποί απόστολοι ήσαν ό,τι υπήρξεν ο Πέτρος, κεκτημένοι τα ίσα δικαιώματα τιμής και εξουσίας»[42].

4. Τοιούτον υπήρξε το φρόνημα και τοιαύτη η πράξις των κατά την Δύσιν Εκκλησιών κατ' αυτούς έτι τους πρώτους αιώνας. Ό,τι δε συναντώμεν έπειτα είτε ως επευφημίας και ως αβρόφρονας επαίνους προς τους επισκόπους Ρώμης[43] είτε ως εκφράσεις τιμής και σεβασμού προς τον θρόνον του Πέτρου, είτε ως εξάρσεις του Πέτρου, ως κορυφαίου του σώματος των Αποστόλων και ως θεμελίου της Εκκλησίας, δεν αποδεικνύει τίποτε περί πρωτείου εξουσίας, το πολύ δε μαρτυρεί πρωτείον τιμής, όπερ ουδέποτε ηρνήθη η Καθολική Ορθόδοξος Εκκλησία εις τον επίσκοπον Ρώμης. Και ίνα επισφραγίσωμεν τα ανωτέρω ειρημένα και δι’ ετέρας εκ Δύσεως μαρτυρίας, επικαλούμεθα τους λόγους του Ιερωνύμου, καθ’ ους «οπουδήποτε και αν ώσιν επίσκοποι, είτε εν Ρώμη, είτε εν Κων/πόλει, είτε εν Ρηγίω... της αυτής αξίας εισί και την αυτήν ιερωσύνην έχουσι. Πάντες των Αποστόλων διάδοχοι εισι»[44].

 

Ε. Η αμφισβήτησις της ιδρύσεως της Εκκλησίας της Ρώμης υπό του αποστόλου Πέτρου

Απεδείξαμεν δια της ερμηνείας όλων των σχετικών προς το επίμαχον θέμα χωρίων της Γραφής ότι ο απόστολος Πέτρος ουδέν «πρωτείον» διοικήσεως η εξουσίας επί των λοιπών αποστόλων και της όλης Εκκλησίας έλαβε παρά του Κυρίου (κατά την σύμφωνον περί της αληθούς εννοίας των χωρίων τούτων γνώμην των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας), ώστε να δύναται να μεταδώση τοιαύτην εξουσίαν εις οιονδήποτε πνευματικόν διάδοχόν του (καίτοι οι απόστολοι δεν είχον προσωπικούς πνευματικούς διαδόχους, ως ιδρυταί πολλών Εκκλησιών). Απεδείξαμεν ωσαύτως ότι εν τη συνοδική διοικήσει της πρώτης Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, ην απετέλεσαν ισοτίμως οι δώδεκα απόστολοι (μετά την συνοδικήν και πάλιν εκλογήν του Ματθίου) είχε μεν ο απ. Πέτρος τιμητικήν τινα διάκρισιν, εισηγούμενος τα υπό συζήτησιν θέματα η ομιλών πρώτος, δεν είχεν όμως ούτε την ηγεσίαν της διοικήσεως, ούτε την τιμητικήν αυτής απλώς προεδρίαν, διότι και ταύτην κατείχεν ο αποστολος 'Ιάκωβος. Θα παραθέσωμεν δε τώρα συνοπτικώς τας σαφείς ωσαύτως μαρτυρίας της Γραφής, αλλά και της ιστορίας, εξ ων πλήρως, και καθ’ ημάς, αποδεικνύεται ότι ο απόστολος Πέτρος ούτε ιδρυτής υπήρξε της Εκκλησίας της Ρώμης, ούτε εν τη πόλει ταύτη εμαρτύρησε· ούτε καν μετέβη εις αυτήν.

Μεταξύ των μαρτυριών τούτων, αι πλείσται των οποίων εκτενέστερον αναπτύσσονται εν τη περισπουδάστω ιστορική μελέτη του αγίου Νεκταρίου, σελ. 12-40[45], θα προτάξωμεν και ημείς την Α΄ καθολ. επιστολήν του αποστόλου Πέτρου «προς τους εκλεκτούς παρεπιδήμους διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καπαδοκίας, Ασίας, και Βιθυνίας...», γραφείσαν περί το 62 μ.Χ.. Εν τη επιστολή ταύτη, καίτοι είναι καθολική, αποσιωπάται το όνομα της Ρώμης, η διότι εγράφη αύτη εκ Ρώμης, η διότι μέχρι της γραφής της δεν εδίδαξεν ούτος εν αυτή. Η πρώτη όμως εκδοχή αποκλείεται εξ αυτής της επιστολής, εφόσον αναφέρεται ρητώς εν αυτή ότι εγράφη εν Βαβυλώνι, πρόκειται δε προφανώς περί της εν Αιγύπτω Βαβυλώνος (εφόσον κατά τας σαφείς μαρτυρίας της Ιστορίας αποκλείεται η αρχαία) προς νότον της 'Ηλιουπόλεως, ένθα υπήρχε και μεγάλη Ιουδαϊκή κοινότης και ναός Ιουδαϊκός, εν ω και ο τάφος του προφήτου Ιερεμίου σωζόμενος. Και τούτο ενισχύεται και εκ της αξιώσεως των εν Αιγύπτω Χριστιανών ότι ιδρυτής της Εκκλησίας Αλεξανδρείας είναι ο απ. Πέτρος, όστις ενεπιστεύθη την Εκκλησίαν τω ακολούθω του Ευαγγελιστή Μάρκω. Συνάγεται όθεν εκ τούτων ότι μέχρι της συγγραφής της Α΄ καθολ. επιστολής του, ήτοι μέχρι του 62 περίπου μ.Χ., ο απόστολος Πέτρος δεν είχε μεταβή εις Ρώμην[46].

Ότι δε και μετά την συγγραφήν της πρώτης επιστολής του δεν μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην μαρτυρεί η δευτέρα καθολική επιστολή του, εφόσον μάλιστα αύτη εγράφη προφανώς δια τους εξ εθνών χριστιανούς, ενώ η πρώτη εγράφη δια τους εξ Εβραίων. Διότι και εν αυτή ουδόλως αναφέρεται το όνομα της Ρώμης. Και τέλος, ότι και περί τα τέλη του βίου του δεν μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην, βεβαιούται εκ της Β΄ προς Τιμόθεον επιστολής του αποστόλου Παύλου, εν η ρητώς ούτος γράφει: (Δ΄ 16-17) «...εν τη πρώτη μου απολογία ουδείς μοι συμπαρεγένετο, αλλά πάντες με εγκατέλιπον· ο δε Κύριος μοι παρέστη και ενεδυνάμωσέ με, ίνα δι' εμού το κήρυγμα πληροφορηθή και ακούση πάντα τα έθνη». Εκ της επιστολής ταύτης του αποστόλου Παύλου, γραφείσης περί τα τέλη του βίου του, βεβαιούται σαφώς, ότι κατά την συγγραφήν της ο απόστολος Πέτρος δεν ήτο εν Ρώμη, άλλως ο απόστολος Παύλος θα εμνημόνευεν αυτού αναγκαίως. Αποδεικνύεται όμως προσέτι, ότι και προ της συγγραφής της επιστολής ταύτης ουδόλως είχε μεταβή ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην, διότι δεν ήτο δυνατόν να γράψη ο απόστολος Παύλος, ότι «και εν Ρώμη δι' αυτού επληροφορήθησαν και ήκουσαν το κήρυγμα τα έθνη», εάν προηγουμένως ο απόστολος Πέτρος είχε διδάξει εκεί.

Όταν εις τας μαρτυρίας ταύτας της Γραφής προστεθώσι τα εν ταις Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) αναφερόμενα περί της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου, άτινα αναπτύσσομεν εν τη συνεχεία, εν συνδυασμώ προς την προς Ρωμ. επιστολήν του, συνάγεται το αναμφισβήτητον συμπέρασμα ότι προ της εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου, αλλά και προ της συγγραφής της Β΄ προς Τιμόθ. επιστολής του, ο απόστολος Πέτρος δεν μετέβη εις Ρώμην. Αποκλείεται όμως ωσαύτως το ενδεχόμενον της εκεί μεταβάσεώς του και μετά την συγγραφήν της επιστολής ταύτης, γραφείσης, ως προείπομεν, εν Ρώμη ολίγον χρόνον προ του θανάτου του αποστόλου Παύλου[47], διότι και λόγος πλέον δεν υπήρχεν, εφόσον η Εκκλησία της Ρώμης, ιδρυθείσα υπό του αποστόλου Παύλου, ηρίθμει ήδη πλήθος μαρτύρων, αλλά και χρόνος ομοίως, λόγω του ότι μετ' ολίγον εκινήθη ο επί Νέρωνος μέγας διωγμός, καθ' ον πιθανώς εμαρτύρησαν αμφότεροι οι απόστολοι, ουχί όμως εν Ρώμη. Διότι και περί τούτου ουδεμία σοβαρά ιστορική μαρτυρία υπάρχει. Πάσαι αι σχετικαί τοιαύται, ως θα αποδειχθή εν τοις επομένοις, εστηρίχθησαν καλή τη πίστει επί της αρχαίας παραδόσεως, αύτη όμως εβασίσθη επί αποκρύφων βιβλίων και αναληθών πηγών. Πλήν τούτου, αναμφισβήτητοι ιστορικαί μαρτυρίαι βεβαιούσι τα εναντία. Μεταξύ δε των μαρτυριών τούτων η του αγίου Κλήμεντος Ρώμης (88-97 μ.Χ.) έχει ως εξής:

«...Αλλ' ίνα των αρχαίων υποδειγμάτων παυσώμεθα, έλθωμεν επί τους έγγιστα γενομένους αθλητάς. Λάβωμεν της γενεάς ημών τα γενναία υποδείγματα. Δια ζήλον και φθόνον οι μέγιστοι και δικαιότατοι στύλοι[48] εδιώχθησαν και έως θανάτου ήλθον. Λάβωμεν προ οφθαλμών ημών τους πρώτους αποστόλους. Πέτρος δια ζήλον άδικον ουχ ένα ουδέ δύο, αλλά πλείονας υπήνεγκε πόνους και ούτω μαρτυρήσας επορεύθη εις τον οφειλόμενον τόπον δόξης. Δια ζήλον και ο Παύλος υπομονής βραβείον υπέσχε, επτά δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς. Κήρυξ γενόμενος εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει, το γενναίον της πίστεως κλέος έλαβε δικαιοσύνην διδάξας όλον τον Κόσμον και επί το τέρμα της Δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων, ούτως απηλλάγη του Κόσμου».

Εκ των λόγων τούτων του αγίου πατρός συνάγεται το βέβαιον συμπέρασμα ότι αμφότεροι οι κορυφαίοι δεν απέθανον εν Ρώμη, άλλως ούτος θα εποιείτο τούτου μνείαν ότι δεν απέθανον ωσαύτως δια την κατηγορίαν του εμπρησμού της Ρώμης..., αλλ' ένεκα ζήλου και φθόνου· και τέλος, ότι μόνον ο απόστολος Παύλος εγένετο κήρυξ εν τη Δύσει, «επί το τέρμα της Δύσεως ελθών». Βεβαιούται δηλ. προσέτι ότι ο απόστολος Παύλος μετέβη και εις Ισπανίαν (ήτις αποτελεί το τέρμα της Δύσεως), ως έγραφε εν τη προς Ρωμ. επιστολήν (ΙΕ΄ 23-24): «... επιποθίαν δε έχων ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν πορεύομαι εις την Σπανίαν, ελεύσομαι προς υμάς∙ ελπίζω γαρ διαπορευόμενος θεάσασθαι υμάς και υφ' υμών προπεμφθήναι εκεί...». Και ότι προφανώς εμαρτύρησεν εκεί, «...επί το τέρμα της Δύσεως, και κατά τον Άγιον Κλήμεντα, ελθών»[49].

Ασχέτως όμως του τόπου και του χρόνου του θανάτου των «κορυφαίων», η σοβαρωτέρα καθ' ημάς μαρτυρία της προ του αποστόλου Παύλου μη μεταβάσεως του αποστόλου Πέτρου εις Ρώμην και συνεπώς της μη ιδρύσεως της Εκκλησίας της Ρώμης υπ' αυτού εξάγεται εκ του παραλληλισμού της προ Ρωμαίους επιστολής, μεθ' όσων αναφέρονται εν ταις Πράξεσι των αποστόλων (ΚΗ΄ 14-31) περί της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου. Οι εν Ρώμη Χριστιανοί (προς τους οποίους εγράφη η προς Ρωμαίους επιστολή) προήρχοντο προφανώς εξ εθνικών εκ Συρίας, Μακεδονίας και Ελλάδος, μαθητευσάντων προηγουμένως παρά τω αποστόλω Παύλω, προφανώς δε και τινων Ιουδαίων, εκ της εν Ρώμη πολυαρίθμου τότε Ιουδαϊκής κοινότητος. Χωρίς να αποτελώσιν ούτοι ωργανωμένην Εκκλησίαν, συνήρχοντο προφανώς και εδιδάσκοντο εις διαφόρους οίκους, ως εν τη οικία του Ακύλα και της Πρισκίλλης (Ρωμ. ΙΣΤ΄ 3-4)[50]. Ταύτα συνάγονται εκ των εν κεφ. Α΄ 6 και 15, της επιστολής ταύτης αναφερομένων (ένθα ο απόστολος τονίζει ότι είναι «απόστολος εθνών» και... «είναι πρόθυμος να ευαγγελισθή και τοις εν Ρώμη...»), εκ των αναφερομένων εν Κεφ. ΙΑ΄ 13 της αυτής επιστολής «...υμίν γαρ λέγω τοις έθνεσι...».

Γράφων λοιπόν ο απόστολος Παύλος εκ Κορίνθου, κατά το 58 μ.Χ.[51], προς τους χριστιανούς της Ρώμης τονίζει: «...ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρις Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το Ευαγγέλιον του Χριστού, ούτω δε φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι, ουχ όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μη επ' αλλότριον θεμέλιον οικοδομώ» (Ρωμ. ΙΕ΄ 19-20) Και προσθέτει: «...Διο και ενεκοπτόμην τα πολλά του ελθείν προς υμάς... επιποθίαν δε έχων του ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν πορεύωμαι εις την Σπανίαν ελεύσομαι προς υμάς» (Ρωμ. ΙΕ΄ 22-24). Μήπως και μόνον ταύτα δεν είναι ικανή μαρτυρία ότι γράφων ο απόστολος Παύλος προς τους χριστιανούς της Ρώμης, εγνώριζε καλώς ότι προ αυτού «παρ' άλλου δεν ωνομάσθη εις αυτούς Χριστός» και ότι, «ουδείς άλλος προ αυτού θεμέλιον παρ' αυτοίς τέθεικε», διο και φιλοτιμούμενος είχεν επιποθίαν να τους επισκεφθή;

Δεν είχε συνεπώς ο απόστολος Πέτρος μεταβή εις Ρώμην προ της συγγραφής της επιστολής ταύτης, ήτοι προ του 58 μ.Χ. Μήπως όμως μετέβη κατά το από της συγγραφής της επιστολής και μέχρι της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου μεσολαβήσαν διετές περίπου χρονικόν διάστημα; Καθ' ημάς και μόνον τα εν ταις Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) αναφερόμενα περί της εις Ρώμην πρώτης μεταβάσεως και της εκεί επί διετίαν παραμονής του αποστόλου Παύλου αποκλείουσι τούτο απολύτως. Έχουσι δε ταύτα εν συνόψει ως εξής:

Τον απόστολον Παύλον και τους μετ' αυτού υποδέχονται, «εξελθόντες μέχρις Αππίου φόρου...» (Πράξ. ΚΗ΄ 15), οι εν Ρώμη χριστιανοί αδελφοί, γνωστοί, προφανώς, κατά τα προεκτεθέντα, τω αποστόλω Παύλω, εξ ου και ούτος ιδών αυτούς «έλαβε θάρσος»· αλλ' εν τοις αδελφοίς τούτοις δεν υπάρχει προδήλως «επίσκοπος» της εν Ρώμη Εκκλησίας η πρεσβύτερος, άλλως θα εγίνετο αυτού ειδική μνεία, ως εγένετο δια τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου (Πράξ. ΚΗ΄ 17 εξ.).

Λαβών ακολούθως άδειαν ο απόστολος Παύλος να μείνη «εν ιδίω μισθώματι» (Πράξ. ΚΗ΄ 30) (όπου και έμεινε επί διετίαν), καλεί τρεις ημέρας μετά την εις Ρώμην άφιξίν του τους «όντας των Ιουδαίων...» (Πράξ. ΚΗ΄ 17) και ομιλεί προς αυτούς περί του Κ. η Ι. Χριστού, «...της ελπίδος του Ισραήλ, δι' ην την άλυσιν περιεβάλλετο» (Πράξ. ΚΗ΄ 20). Ούτοι απαντώντες ότι δεν έλαβον γράμματα περί αυτού και δηλούντες ως 'Ιουδαίοι –και μάλιστα οι πρόκριτοι των εν Ρώμη– ότι ουδείς άλλος των αδελφών Ιουδαίων προηγουμένως απήγγειλεν η ελάλησέ τι περί αυτού πονηρόν, αξιούσι να ακούσωσι παρά του ιδίου τα της διδασκαλίας του, ην αποκαλούσιν αίρεσιν, γνωστού όντος εις αυτούς, ότι «πανταχού αντιλέγεται». Ορισθείσης ημέρας, άρχεται της διδασκαλίας «πείθων» τινάς εξ αυτών..., ενώ άλλοι «ηπίστουν» (Πράξ. ΚΗ΄ 24). Εκ των πειθομένων δε προδήλως και των άλλων προϋπαρχόντων αδελφών χριστιανών, προς ους έγραψε την προς Ρωμ. επιστολήν του, ιδρύει την Εκκλησίαν της Ρώμης, ης επίσκοπον χειροτονεί τον μαθητήν του Λίνον. Πως λοιπόν ήτο δυνατόν εν τη λεπτομερεστάτη ταύτη περιγραφή της πρώτης εις Ρώμην μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου και της επί διετίαν εκεί παραμονής του, να μη γίνη και η ελαχίστη νύξις περί τυχόν προηγουμένης εκεί μεταβάσεως του αποστόλου Πέτρου και της υπάρξεως εν Ρώμη ωργανωμένης Εκκλησίας, ιδρυθείσης υπ' αυτού, ως και του ονόματος του επισκόπου της; Πως δε και οι «όντες», οι πρόκριτοι των εν Ρώμη Ιουδαίων, αποσιωπώσι την εκεί προηγουμένην μετάβασιν του «αδελφού»[52] και «διδασκάλου» των Ιουδαίων αποστόλου. Πέτρου, όλως δ' αντιθέτως δηλούντες, ότι «ουδείς των αδελφών παρεγένετο» μέχρι τότε προς αυτούς, αξιούσι παρά του αποστόλου Παύλου να ακούσωσι τα της χριστιανικής διδασκαλίας; Εάν ο απόστολος Πέτρος μετέβαινε προηγουμένως εις Ρώμην και εδίδασκε και ίδρυεν Εκκλησίαν, ήτο δυνατόν να μη γνωρίζωσι τούτο οι «όντες» των εκεί Ιουδαίων; Και ήτο δυνατόν να μη γίνη και νύξις καν περί αυτής και του επισκόπου της εις τας μεταξύ αυτών και του απ. Παύλου συζητήσεις;

Αλλά και αι προς Φιλιππησίους, προς Κολοσσαείς και προς Τίτον επιστολαί του απ. Παύλου, αι αναμφισβητήτως γραφείσαι εν Ρώμη, κατά το διετές διάστημα της εκεί παραμονής του, εν αις ουδεμία νύξις γίνεται περί του αποστόλου Πέτρου, ενώ, και δη εν τη προς Κολοσσαείς, γίνεται ονομαστική μνεία τόσων άλλων, αποτελούσιν αδιαφιλονίκητον μαρτυρίαν, ότι προ του απ. Παύλου δεν μετέβη εις Ρώμην ο απόστολος Πέτρος, ούτε δε και μετ’ αυτόν και καθ' ον χρόνον ούτος παρέμεινεν εκεί. Εκ δε της Β΄ προς Τιμόθεον γραφείσης, ως προανεπτύξαμεν, εν Ρώμη ολίγον προ του θανάτου του αποστόλου Παύλου (64-67 μ.Χ.), προσεπιβεβαιούται ότι δεν μετέβη ούτος εις Ρώμην.

Και άλλα όμως εξηκριβωμένα ιστορικά γεγονότα, εν συνδυασμώ προς τας μνησθείσας μαρτυρίας της Γραφής, αποδεικνύουσιν ως τελείως αναληθείς τους ισχυρισμούς των θεολόγων της Παπικής Κοινότητος ότι ο απόστολος Πέτρος μεταβάς εις Ρώμην τω 41 μ.Χ.! παρέμεινεν εκεί συνεχώς! , μέχρι του 66 μ.Χ., ότε και επί Νέρωνος εμαρτύρησεν.

Ούτως είναι βεβαιωμένον ότι ο απόστολος Παύλος επεστράφη τω 37 μ.Χ., «μετά τρία δε έτη ανήλθεν εις Ιεροσόλυμα ιστορήσαι Πέτρον και επέμεινε παρ' αυτώ ημέρας δέκα πέντε» (Γαλ. Α΄ 18). Η πρώτη λοιπόν συνάντησις των δύο αποστόλων εγένετο εν Ιεροσολύμοις τω 39 μ.Χ. Συνεχίζων ο απ. Παύλος εν τη αυτή επιστολή (Β΄ 1), βεβαιοί, ότι ανέβη το δεύτερον εις Ιεροσόλυμα «μετά δέκα τέσσαρα έτη», μετά των αποστόλων Βαρνάβα και Τίτου, κατά την δευτέραν δε ταύτην μετάβασίν του εγένετο και η πρώτη εν Ιεροσολύμοις αποστολική σύνοδος δια τον τρόπον της εισδοχής εις την Εκκλησίαν των εξ εθνών προσερχομένων (Πράξ. ΙΕ΄ 5-30). Ώστε και μετά δέκα τέσσαρα (14) έτη από του 39 μ.Χ., ήτοι τω 53 μ.Χ., ο απόστ. Πέτρος ευρίσκεται εις «Ιεροσόλυμα και λαμβάνει μέρος εις την Α΄ Αποστολικήν σύνοδον, κατά τον αυτόν δε προδήλως χρόνον δίδει τοις αποστόλοις Παύλω και Βαρνάβα –μετά του Ιωάννου– «δεξιάς κοινωνίας» και ακολούθως ελέγχεται υπό του αποστόλου Παύλου εις Αντιόχειαν.

Τω 58, ως προείπομεν, γράφεται εκ Κορίνθου η προς Ρωμαίους επιστολή, εν η ο απ. Παύλος φέρεται καλώς γνωρίζων ότι ουδείς άλλος απόστολος είχε μεταβή μέχρι τότε εις Ρώμην, και τω 60 μ.Χ. αναβαίνει ούτος το τελευταίον εις Ιεροσόλυμα (Πράξ. ΚΑ΄ 17), όπου προφανώς δεν ευρίσκεται ο απ. Πέτρος, διότι επισκέπτεται μόνον τον Ιάκωβον, παρ' ω «παραγίνονται πάντες οι πρεσβύτεροι». Συλλαμβανόμενος εν Ιεροσολύμοις άγεται εις Καισάρειαν, όπου παραμένει δέσμιος επί διετίαν (Πράξ. ΚΔ΄ 27) και όπου προδήλως γράφει την προς Εφεσίους επιστολήν[53] και εκείθεν μετάγεται το πρώτον εις Ρώμην, κατά το 62 μ.Χ.

Όταν λοιπόν ληφθή υπ’ όψιν: α. ότι ο απόστολος Πέτρος γράφων την Α΄ Καθολικήν επιστολήν του προς τους εν διασπορά εξ Ιουδαίων χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας κλπ.» είχε γνώσιν της προς Εφεσίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, γραφείσης περί το 62 μ.Χ. β. ότι ολίγον προ της συγγραφής της επιστολής ταύτης – κατά την τελευταίαν μετάβασιν του αποστόλου Παύλου εις Ιεροσόλυμα – δεν ευρίσκετο εκεί· και c. ότι από της συγγραφής της προς Ρωμαίους επιστολής (58 μ.Χ.) και ακολούθως της προς Εφεσίους (60-62 μ.Χ.) μέχρι της πρώτης συνοδεία μεταγωγής δεσμίου του αποστόλου Παύλου εις Ρώμην δεν είχεν ούτος ουδόλως μεταβή εις Ρώμην (ως τούτο αποδεικνύεται εκ της εν ταις Πράξεσι λεπτομερούς περιγραφής της πρώτης εκεί μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου, ην προανεπτύξαμεν), δεν καθίσταται αναμφισβήτητον ότι απουσιάζων ο απόστολος Πέτρος εξ Ιεροσολύμων, κατά την τελευταίαν εκεί μετάβασιν του αποστόλου Παύλου, ευρίσκετο όντως κατά τον αυτόν χρόνον εις την Βαβυλώνα της Αιγύπτου, όπου και έγραψε την Α΄ Καθολικήν επιστολήν του, εν η ουδόλως ανέφερε την Ρώμην, ακριβώς διότι δεν είχε ουδόλως μέχρι τότε μεταβή εκεί;

Εκ του συνδυασμού λοιπόν πασών των μαρτυριών τούτων συνάγεται το αμάχητον πλέον συμπέρασμα ότι προ του αποστόλου Παύλου δεν μετέβη εις Ρώμην ο απόστολος Πέτρος. Εκ του συνδυασμού επίσης των επιστολών του αποστόλου Παύλου προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς και Τίτον, αίτινες αναντιρρήτως εγράφησαν εν Ρώμη κατά το πολυετές διάστημα της εκεί παραμονής του (και εν αις ουδεμία νύξις γίνεται περί του αποστόλου Πέτρου, καίτοι γίνεται ονομαστική μνεία τόσων άλλων εν τη προς Κολασσαείς) συνάγεται ωσαύτως το αναμφισβήτητον συμπέρασμα ότι ούτε κατά το διάστημα της εν Ρώμη παραμονής του αποστόλου Παύλου μετέβη εκεί ο απόστολος Πέτρος, εφ’ όσον άλλως τε, ως προείπομεν, ουδείς πλέον υπήρχε προς τούτο λόγος, αφού η Εκκλησία της Ρώμης υπό του αποστόλου Παύλου ιδρυθείσα ήκμαζε, ηγέρθη δε μετ' ολίγον και ο μέγας επί Νέρωνος διωγμός. Τέλος, εκ της Β΄ προς Τιμόθεον επιστολής του αποστόλου Παύλου, γραφείσης εν Ρώμη ολίγον προ του θανάτου του, προσεπιβεβαιούται, κατά τα προαναπτυχθέντα, ότι ουδέποτε μετέβη ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην. Και αποδεικνύονται ούτως όλως αβάσιμοι και αναληθείς οι περί του εναντίου ισχυρισμοί των θεολόγων της Παπικής Κοινότητος, ως και αι σχετικαί πληροφορίαι του Ευσεβίου, του Ειρηναίου (Λουγδούνου), του Διονυσίου Κορίνθου και του πρεσβυτέρου Γαΐου, τας οποίας ούτοι επικαλούνται∙ διότι και αι πληροφορίαι αύται προδήλως εστηρίχθησαν επί αποκρύφων βιβλίων και αναληθών πηγών. Περί των πληροφοριών δε τούτων εκ της αυτής «...Μελέτης» του αγίου Νεκταρίου (σελ. 32-40) μεταφέρομεν τα εξής:

«Είδομεν ότι και μέχρι τέλους του 66 μ.Χ. ο Παύλος ην εν Ρώμη ελεύθερος και ζων. Επειδή δε ουδαμού αναφέρεται ο Πέτρος, άρα ο Πέτρος δεν ήτο εν Ρώμη...

»Αλλ' ο Πέτρος και μετά ταύτα δεν μετέβη εις Ρώμην, τουλάχιστον μέχρι του 81 έτους, ως εκ των ιστορουμένων υπό του Ευσεβίου δείκνυται, εαυτόν αναιρούντος.

»Ο Ευσέβιος εν βιβλ. III κεφ. α΄, β΄, και εν βιβλ. IV α΄ και αλλαχού λέγει περί Πέτρου ότι μετέβη εις Ρώμην και ότι εχειροτόνησεν εκεί τον Λίνον πρώτον επίσκοπον Ρώμης, και εν βιβλ. ΙΙ κε΄, ότι εθανατώθη επί Νέρωνος εν Ρώμη... Αλλ' ο αυτός εν τω III βιβλ., κεφ. ιγ΄, λέγει: «Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας Τίτου, Λίνος επίσκοπος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δύο και δέκα ενιαυτοίς την λειτουργίαν κατασχών, Ανεγκλήτω ταύτην παραδέδωκεν.

»Ίδωμεν ήδη ποίω έτει αντιστοιχεί το δεύτερον έτος της βασιλείας Τίτου, καθ' ό παρέλαβε τον θρόνον ο Ανέγκλητος.

»Ο Κλαύδιος εβασίλευσεν από του 40 μέχρι του 54. Ο Νέρων από του 54 μέχρι του 68. Ο Ουεσπεσιανός από του 69 μέχρι του 79. Ο Τίτος από του 79 μέχρι του 81 και πλέον 1/3 του έτους. Ώστε από του 81 έτους, αφαιρουμένων 12 ετών της επισκοπής Λίνου, μένουσι 81-12= 69· ώστε κατά το 69-70 μ.Χ. εχειροτονήθη ο Λίνος κατά την ακριβή χρονολογίαν και την μαρτυρίαν του Ευσεβίου. «Ήδη ερωτώμεν· πως εχειροτονήθη υπό του Πέτρου, μαρτυρήσαντος κατά το 66 κατά τους Παπικούς; Πως δε εν τω τρίτω βιβλίω, κεφ. Δ΄, λέγει τα αντιφατικά ταύτα «Λίνος δε ου μέμνηται συνόντος επί Ρώμης αυτώ (τω Παύλω) πρώτος μετά Πέτρον της Ρωμαίων Εκκλησίας την επισκοπήν ήδη πρότερον κληρωθείς δεδήλωται»; Πως συμβιβάζεται «το πρότερον κληρωθείς μετά Πέτρον», με την είδησιν, την οποίαν μας δίδει με τα εννέα μόνον κεφάλαια του αυτού βιβλίου του; Πως ο πρότερον υπό του Πέτρου κληρωθείς χειροτονείται επίσκοπος Ρώμης κατά το 69 έτος; Ώστε ορθώς υπεστηρίξαμεν, ότι το «μετά Πέτρον» ήτο «μετά Παύλον». Η πληροφορία αυτή της χειροτονίας του Λίνου κατά το 69-70 μ.Χ. βεβαιοί την δευτέραν εις Ρώμην επιδημίαν του απ. Παύλου, ίσως μετά την εις Ισπανίαν μετάβασίν του· προσέτι μαρτυρεί αυτόν έτι ζώντα· τα δε περί μαρτυρίου του μετά του απ. Πέτρου κατά το 66ον επί Νέρωνος, ελέγχονται ανακριβή. Ότι Παύλος ην και ουχί Πέτρος, μαρτυρείται και εκ των διαταγών των Αποστόλων, Βιβλ. Ξ΄ κεφ. ΜΕ΄, εν αις μόνον περί του απ. Παύλου γίνεται λόγος, περί δε του απ. Πέτρου ουδείς.

»Ο Ανέγκλητος, κατά τον Ευσέβιον, επεσκόπευσε 12 έτη (Βιβλ. III ιε΄). Δωδεκάτω δε έτει της αυτής ηγεμονίας (Δομιτιανού) των Ρωμαίων Εκκλησίας· Ανέγκλητον έτεσιν επισκπεύσαντα δέκα δύο διαδέχεται Κλήμης.

»Κατά την ακριβή χρονολογίαν ο Τίτος απέθανεν, ως είδομεν, το 81 μ.Χ. και παρέλαβε την ηγεμονίαν Δομιτιανός... ώστε προστιθεμένων 12 προς τοις 81 έχομεν 93, το έτος καθ’ ό εχειροτονήθη ο Κλήμης τρίτος διάδοχος του Ρωμαϊκού επισκοπικού θρόνου, και όμως παρά τοις Παπικοίς φέρεται, ότι και ούτος υπό του Πέτρου εχειροτονήθη!!!

»Παρ' Ευσεβίω φέρεται το εξής απόσπασμα του Ειρηναίου: «Θεμελιώσαντες ουν και οικοδομήσαντες οι μακάριοι απόστολοι την Εκκλησίαν, Λίνω την της επισκοπής λειτουργίαν ενεχείρισαν» (Ευσεβ. Βιβλ. V στ΄). Επίσης εν Κεφ. Η΄ του αυτού Βιβλ. φέρεται έτερον του Ειρηναίου απόσπασμα, το εξής: «Ο μεν δη Ματθαίος εν τοις Εβραίοις τη ιδία διαλέκτω αυτών και γραφή εξήνεγκεν Ευαγγέλιον, του Πέτρου και του Παύλου εν Ρώμη ευαγγελιζομένων και θεμελιούντων την Εκκλησίαν. Μετά δε την τούτων έξοδον Μάρκος, ο μαθητής και ερμηνευτής Πέτρου, και αυτός τα υπό του Πέτρου κηρυσσόμενα εγγράφως ημίν παρέδωκε». Κατά τα δύο ταύτα αποσπάσματα εκ της ιστορίας του Ειρηναίου μανθάνομεν επτά τινα: i. «Ότι ο Πέτρος και ο Παύλος συνεθεμελίωσαν και ωκοδόμησαν την Εκκλησίαν της Ρώμης»∙ ii. ότι αμφότεροι ενεχείρισαν την λειτουργίαν της επισκοπής Ρώμης τω Λίνω· iii. ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος Εβραΐδι διαλέκτω συνέγραψε το Ευαγγέλιόν του· iv. ότι έγραφε, καθ' ον χρόνον Πέτρος και Παύλος ευηγγελίζοντο και ωκοδόμουν την Εκκλησίαν Ρώμη∙ v. ότι ο Πέτρος και ο Παύλος είχον σύγχρονον την έξοδον· vi. ότι ο Μάρκος εγένετο ερμηνευτής του Πέτρου εν Ρώμη και vii. ότι ο Μάρκος συνέγραψε μετά την έξοδον των αποστόλων το κατ' αυτόν Ι. Ευαγγέλιον. Δεύτε ίδωμεν, εάν ταύτα ούτως έχει.

»Πρώτον ο Ειρηναίος λέγει, ότι ο Πέτρος και Παύλος συνεθεμελίωσαν την Εκκλησίαν της Ρώμης· ο Ειρηναίος ήκμασε κατά τον δεύτερον αιώνα (140-202 μ.Χ.). Την πληροφορίαν του ταύτην έλαβεν εν Ρώμη πιστεύσας ως αληθή ιστορίαν τον περί Σίμωνος μάγου μύθον, διότι γράφει, ότι όντως εν Ρώμη, προς τιμήν του Σίμωνος μάγου, ηγέρθη ανδριάς δια την μαγικήν αυτού τέχνην... Η παραδοχή του μύθου ως ιστορικής αληθείας εξηγεί την παραδοχήν της μεταβάσεως του Πέτρου εις Ρώμην επί Κλαυδίου Καίσαρος, διότι εν τω μύθω τούτω ιστορείται όλη η κατά του Σίμωνος μάγου ενέργεια του Πέτρου και Παύλου και η εις Ρώμην μετάβασις του Πέτρου. Προ του Ειρηναίου ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, ακμάσας κατά το ήμισυ του δευτέρου αιώνος, επίστευσε τον μύθον, πεισθείς εις τας διαβεβαιώσεις των εν Ρώμη χριστιανών. Ιδού οι λόγοι του Ιουστίνου. «Σίμωνα μεν τινα Σαμαρέα τον από κώμης λεγομένης Τιττών, ος επί Κλαυδίου Καίσαρος δια της των ενεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς εν τη πόλει ημών Βασιλίδι Ρώμη Θεός ωνομάσθη και ανδριάντι παρ’ ημών ως Θεός τετίμηται· ος ανδριάς ανεγήγερται εν τω ποταμώ Τίβερι μεταξύ δύο γεφυρών έχων επιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην «Simoni deo sancto»[54]. Κατά τα ψευδοκλημέντεια ο Σίμων ο μάγος προείπεν ότι έμελλε να τιμηθή εν Ρώμη ως Θεός, και ανδριάς χάριν αυτού έμελλε να στηθή εν αυτή.

»Τα ψευδοκλημέντεια καίτοι εφάνησαν κατά την εποχήν ταύτην, ο μύθος όμως του Σίμωνος μάγου και των διωγμών του υπό του Πέτρου είναι πολύ προγενέστερος, εφάνη από τας αρχάς του δευτέρου αιώνος. Αι Πράξεις των αποστόλων Πέτρου και Παύλου και το απολεσθέν κήρυγμα του Πέτρου είναι έργα έχοντα την αρχήν εις αυτόν τον πρώτον αιώνα, εγένοντο δε υπό των 'Ιουδαίων χριστιανών, των μη αποσπασθέντων της νομικής λατρείας, των πολεμούντων τον Παύλον δια τας κατά της νομικής λατρείας διδασκαλίας του, οίτινες δια την προσήλωσίν των εις την Ιουδαϊκήν λατρείαν απετέλεσαν τας αιρέσεις των Εβιωναίων και Εσσαίων· ώστε ουδεμία αμφιβολία υπολείπεται περί της πηγής, εξ ης ήντλησαν αμφότεροι, ό τε Ιουστίνος και ο Ειρηναίος∙ η του Ειρηναίου άρα πληροφορία περί της θεμελιώσεως και οικοδομήσεως της Εκκλησίας της Ρώμης υπό του Πέτρου και Παύλου στερείται ιστορικού κύρους. Ήδη εξετάσωμεν την ιστορικήν αλήθειαν και της δευτέρας ειδήσεως.

»Εν τη δευτέρα ειδήσει λέγει, ότι αμφότεροι οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος ενεχείρησαν την λειτουργίαν της επισκοπής Ρώμης τω Λίνω (ενώ εν Βιβλ. III δ΄, λέγει υπό του Πέτρου μόνον κατεστάθη ο Λίνος επίσκοπος). Η είδησις αύτη δύναται να διακριθή εις δύο μέρη· εις πόρισμα εσφαλμένον εξ εσφαλμένης παραδόσεως εξαχθέν, και εις ιστορικήν αλήθειαν. Το πόρισμα εξήχθη εκ της ψευδούς του μύθου παραδόσεως· η δε τω Λίνω εγχείρισις της επισκοπής υπό του Παύλου είναι ιστορική αλήθεια.

»Η τρίτη είδησις, ότι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος Εβραΐδι διαλέκτω συνέγραψε, κατά τοσούτον είναι ημίν χρήσιμος καθόσον συνδέεται μετά της τετάρτης ειδήσεως. Εν ταύτη λέγει, ότι έγραψεν ο Ματθαίος, καθ' ον χρόνον ο Πέτρος και ο Παύλος ευηγγελίζοντο και ωκοδόμουν την Εκκλησίαν της Ρώμης.

»Είδομεν ήδη, ότι ο Ειρηναίος καλή τη πίστει δέχεται τον μύθον του Σίμωνος μάγου ως ιστορικήν αλήθειαν· εντεύθεν δε και η του Πέτρου ομόχρονος μετά του Παύλου συνεργασία εν Ρώμη, όπερ ήδη απεδείξαμεν ως εστερημένον κύρους ιστορικού. Αλλά και το σύγχρονον της συγγραφής του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου πόθεν δήλον; Πως είναι σύγχρονα δύο τινά, ων το έτερον δεν έσχε χρόνον;

»Την μαρτυρίαν του Ειρηναίου εξελέγχει ανακριβή αυτό το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, όπερ μαρτυρεί, ότι εγράφη κατά την αρχήν του Ιουδαϊκού πολέμου, ως δηλούται εκ του 24 κεφ., στίχ. 15, ήτοι τω 67 μ.Χ., όθεν μετά το μαρτύριον των αποστόλων (Πέτρου και Παύλου). Τούτο μαρτυρεί, ότι η είδησις του Ειρηναίου είναι ανακριβής, διότι ο κριτικός έλεγχος αποδεικνύει αυτήν τοιαύτην, και ότι δεν δυνάμεθα να στηριχθώμεν επί της μαρτυρίας ταύτης του Ειρηναίου, όστις καλή τη πίστει παρέλαβεν αυτήν.

»Η δε πέμπτη είδησις, ότι ο Πέτρος και ο Παύλος σύγχρονον έσχον την έξοδον (εν Ρώμη), ουδαμόθεν άλλοθεν μαρτυρείται η εκ των αποκρύφων πηγών, των στερουμένων κύρους· διότι και η του Διονυσίου Κορίνθου, ακμάσαντος κατά το 170 σ.έ. μαρτυρία, γράφοντος προς τον επίσκοπον Ρώμης, «ότι την υπό Πέτρου και Παύλου φυτείαν γεννηθείσαν Ρωμαίων τε και Κορινθίων συνεκεράσατε· και γαρ άμφω και εις την ημετέραν Κόρινθον φυτεύσαντες ημάς ομοίως εδίδαξαν, ομοίως δε και εις την Ιταλίαν ομόσε διδάξαντες εμαρτύρησαν κατά τον αυτόν καιρόν» στερείται κύρους∙ διότι εκ των αυτών ηντλήθη πηγών.

»Εάν αύτη έχη αλήθειάν τινα, αύτη ευρίσκεται εν τη ειδήσει, ότι ο Πέτρος ως και ο Παύλος, εκήρυξαν εν Κορίνθω, όπερ μαρτυρείται και εκ της προς Κορινθίους Α΄ επιστολής του Παύλου, ελέγχοντος τους Κορινθίους δια τας έριδας τας μεταξύ των, ότι έκαστος έλεγεν «εγώ μεν ειμι Παύλου, εγώ δε Απολλώ, εγώ δε Κηφά» (Α΄ Κορ. Α΄ 12). Περί του κηρύγματος όμως του Πέτρου εν Ρώμη ουδέν προσθέτει· αλλ' εάν οι της Ρώμης θεολόγοι φρονώσι τα εναντία, τότε αποδότωσαν τα πρωτεία και πρεσβεία τη Εκκλησία Κορίνθου· διότι θα είναι άπορον η μεν πρεσβυτέρα να στερήται, η δε νεωτέρα να κατακαυχάται.

»Επίσης και η του πρεσβυτέρου Γαΐου μαρτυρία, ακμάσαντος κατά το σ.έ. 200 (παρ. Ευσεβ. β΄ 25) και γράφοντος προς Πρόκλον περί των τροπαίων, ήτοι τάφων των αποστόλων εν Ρώμη, ερχομένη μετά την μαρτυρίαν του Ειρηναίου και του Ιουστίνου, μηδέν περί τροπαίων ιστορούντων, και μετά την συγγραφήν των ψευδοκλημεντείων, των συνταχθέντων προς υποστήριξιν των φιλοδόξων αρχών των Παπών, δεν δύναται να έχη κύρος· διότι οι τα ψευδοκλημέντεια γράψαντες, και τρόπαια αποστόλων ηδύναντο να ιδρύσωσι∙ άλλως τε υπήρχον τα τρόπαια του Παύλου (αι αλύσεις), άτινα ηδύναντο να αποδοθώσιν εις αμφότερους τους αποστόλους∙ ώστε ουδέν προσθέτει η του Γαΐου μαρτυρία δια της επιδείξεως των τροπαίων των αποστόλων.

»Ο Γάϊος λέγων τα τρόπαια των ιδρυσάντων την εν Ρώμη Εκκλησίαν, πόθεν δήλον, ότι εννοεί τον Πέτρον; Τούτο είναι το εν τη λογική καλούμενον pelitio principii. Ανάγκη να ήτο ήδη αποδεδειγμένον, ότι εκ των θεμελιωτών της εν Ρώμη Εκκλησίας υπήρξε και ο Πέτρος, δια να παραδεχθώμεν, ότι ο Γάϊος μνημονεύει την εν Ρώμη ύπαρξιν τροπαίου, τουτέστι τάφου του Πέτρου. Τίνας λοιπόν εννοεί θεμελιωτάς της εν Ρώμη Εκκλησίας; Τον Παύλον και τους μαθητάς αυτού. Διότι απόστολοι δεν εκαλούντο μόνον oι μαθηταί του Χριστού, αλλά και οι συνεργάται και οι μαθηταί αυτών. Ούτως ο Λουκάς καλεί τον Βαρνάβαν απόστολον· ο Παύλος καλεί πολλάκις αποστόλους τον Τίτον, τον Τιμόθεον, τον Σίλαν· ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καλεί απόστολον Κλήμεντα τον Ρώμης, σύγχρονον του Γαΐου. Αλλά το σπουδαίον επιχείρημα κατά της γνώμης των αντιφρονούντων είναι τα παρά του Γαΐου λεγόμενα περί τροπαίων των αποστόλων εν Ρώμη, άτινα είναι αδύνατον να είναι αληθή, διότι άντικρυς αντιμάχονται προς τα πράγματα. Ο Γάϊος μνημονεύει «τρόπαια αποστόλων», τα οποία δύναται πας τις να ίδη παρά τω Βατικανώ η παρά την Ωστίαν οδόν, τουτέστιν εις τόπους περιφανείς. Αλλ' ήτο τούτο δυνατόν, καθ' ον χρόνον οι Χριστιανοί δια να σωθώσιν έπρεπε να είναι κεκρυμμένοι;

»Εάν υπήρχον τω όντι οι τάφοι, ως μνημονεύει ο Γάϊος, θα κατεσκευάσθησαν τον δεύτερον αιώνα, τουτέστιν επί Τραϊνού η επί Αδριανού, διότι μόνον τότε οι χριστιανοί απήλαυσαν ελευθερίας τινός. Αλλά τότε διατί ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, επίσκοπος Αντιοχείας, γράψας περί το 260, ουδέν περί του πράγματος αναφέρει; Διατί ο Αμμώνιος ο Αλεξανδρεύς, ο περί το 250 συγγράψας την των Ευαγγελίων ερμηνείαν, ουδέν μνημονεύει; Διατί ο Μινούκιος (213), ο Φήλιξ εν τω περί θρησκείας διαλόγω αυτού ουδέν έγραψεν; Ομοίως ο Λουκιανός, ο εν Αντιοχεία πρεσβύτερος, και Διονύσιος ο επίσκοπος Αντιοχείας, γράψαντες περί το 240, ουδέν μνημονεύουσι;

»Η του Ωριγένους μαρτυρία περί του θανάτου του Παύλου εν Ρώμη επί Νέρωνος αναιρείται υπό του Κλήμεντος Ρώμης, ιστορούντος, ότι ο Παύλος «επί το τέρμα της Δύσεως ελθών και μαρτυρήσας επί των ηγουμένων απηλλάγη», όπερ και ως αόριστον εάν νοηθή και μη ακριβώς δηλούν ως τόπον μαρτυρίου την Ισπανίαν, δεν εννοεί όμως και την Ρώμην δια την αοριστίαν.

»Ουδέ του Ευσεβίου η μαρτυρία, ιστορούντος, κατά τα προαναπτυχθέντα, τον θάνατον των δύο αποστόλων εν Ρώμη, έχει κύρός τι, διότι και ούτος, ως προελέχθη, εν πολλοίς αντιφάσκει και τας ειδήσεις ήντλησεν εκ τεθολωμένων πηγών. Απόδειξις, ότι αναφέρει ως ιστορικήν αλήθειαν τον μύθον του Σίμωνος μάγου, ενώ αναφέρει και την είδησιν περί του θανάτου των δύο αποστόλων, και αβασανίστως δέχεται πάσαν παράδοσιν η είδησιν ως ιστορικήν αλήθειαν...

»Η έκτη είδησις, ότι ο Μάρκος εγένετο ερμηνευτής Πέτρου εν Ρώμη, αναιρείται υπ' αυτών των αγίων Γραφών. Ο Μάρκος δυνατόν να υπήρξεν ερμηνευτής του Πέτρου, αλλ' ουχί εν Ρώμη· πολύ πιθανόν εν Αιγύπτω, διότι εν Αιγύπτω ωμιλούντο η Κοπτική, η Ελληνική και η Λατινική γλώσσα. Εν Ρώμη δεν ήτο δυνατόν, α) διότι ο Πέτρος δεν μετέβη εις Ρώμην, και β) διότι, ως είδομεν, ο Μάρκος μέχρι μεν το 62 προς 63 ήτο εν Αιγύπτω συν τω Πέτρω, από δε του χρόνου τούτου αναφέρεται εις τας επιστολάς του Παύλου, ως είδομεν, ως συνεργός αυτού, εν αις ουδεμία γίνεται μνεία του ονόματος του Πέτρου· ώστε και αυτή η είδησις του Ειρηναίου στερείται του κύρους του εκ της μαρτυρίας των Γραφών και ως υπ' αυτών αθετουμένη πίπτει. Η είδησις αύτη εν φαίνεται ότι ενέχει το αληθές· ότι ο Μάρκος εγένετο ερμηνευτής του Πέτρου. Επειδή δε δεν εγένετο εν Ρώμη, πιθανόν ότι εγένετο εν Αιγύπτω, και τότε υποστηρίζεται η γνώμη ημών περί του τόπου της συγγραφής της Α΄ Καθολικής επιστολής.

»Η δε εβδόμη είδησις, ότι μετά την έξοδον των αποστόλων ο Μάρκος μετέδωκε το κατ' αυτόν Ευαγγέλιον γραπτώς, ουδόλως υποστηρίζει την είδησιν και ότι έγραψεν εν Ρώμη και ότι μάλιστα «εκύρωσε την γραφήν ο απ. Πέτρος», ως ιστορεί ο Ευσέβιος εν Βιβλ. II κεφ. ιε΄, αλλά και ταύτα στερούνται κύρους, διότι η κριτική έρευνα εξελέγχει αυτά ανακριβή και προς την αλήθειαν αντιμαχόμενα· Ιδού δε η απόδειξις:

Το Ευαγγέλιον το κατά Ματθαίον μετεφράσθη εις την Ελληνικήν, εκ δε της συγκρίσεως των τριών Ευαγγελίων, ήτοι της μεταφράσεως του κατά Ματθαίον, του κατά Λουκάν και του κατά Μάρκον, δείκνυται, ότι και ο Λουκάς και ο Μάρκος γράφοντες είχον την μετάφρασιν ταύτην υπ' όψει· διότι 42 περικοπαί του Ευαγγελίου του Μάρκου και του Λουκά είναι καθ' όλα όμοιαι προς τας του Ευαγγελίου του Ματθαίου· επομένως ο Μάρκος έγραψεν πολύ ύστερον. Πολύ πιθανόν, και ίσως βέβαιον, ότι έγραψεν εν Αλεξανδρεία, όπου ως ερμηνευτής του Πέτρου εχρημάτισε και τα υπ' αυτού κηρυσσόμενα εγγράφως τοις πιστεύουσι παρέδωκε· ώστε η του Ειρηναίου μαρτυρία, τοσαύτα έχουσα τα τρωτά, δεν δύναται να χρησιμεύση ως θεμέλιον δια να οικοδομηθή το πρωτείον του Πάπα. Το αυτό κύρος έχουσι πάσαι αι προμνημονευθείσαι μαρτυρίαι. Ώστε ο απόστολος Πέτρος ουδαμόθεν αποδεικνύεται, ότι μετέβη εις Ρώμην, η ότι εκήρυξεν εν Ρώμη, η ότι απέθανεν εν Ρώμη. Μάλιστα όλως ταναντία μαρτυρούνται υπό τε της Ιεράς Γραφής και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας»[55].

Εκ της λεπτομερούς και αναλυτικής ταύτης κριτικής των πληροφοριών του Ειρηναίου (Λουγδούνου), του Διονυσίου Κορίνθου, του πρεσβυτέρου Γαΐου, του Ωριγένους και εν συνεχεία του Ευσεβίου περί μεταβάσεως και του αποστόλου Πέτρου εις Ρώμην και της ιδρύσεως υπ' αυτού, εν συνεργασία μετά του αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ρώμης, αποδεικνύεται, φρονούμεν, πλήρως ότι όντως αι πληροφορίαι αύται επί αναληθών παραδόσεων και πηγών εστηρίχθησαν, προδήλως άλλως τε προς τας σαφείς αντιθέτους μαρτυρίας της Γραφής και της Ιστορίας αντικείμεναι[56]. Τας αναληθείς ταύτας πηγάς και παραδόσεις πολύ εγκαίρως, προφανώς, ως εκ των «ψευδοκλημεντείων» (με τα οποία και εν τη συνεχεία θα ασχοληθώμεν) συνάγεται, επενόησε και κατά τα τέλη του Β΄ αιώνος έθεσεν εις κυκλοφορίαν ο Παπισμός, έκτοτε διανοηθείς να υποκαταστήση το κοσμικόν «imperium» και το «Pontifex maximus» των Ρωμαίων αυτοκρατόρων δια του πνευματικού τοιούτου ως δήθεν χριστιανικού. Και ήτο όλως φυσικόν, υπό το κράτος των εν γένει πνευματικών συνθηκών της εποχής εκείνης, των δυσχερειών της πνευματικής μεταξύ των μεγάλων και απομεμακρυσμένων απ' αλλήλων πόλεων επικοινωνίας και της ελλείψεως μέσων ελέγχου της γνησιότητος των επί περγαμηνών τότε κυκλοφορούντων συγγραμμάτων, να μη είναι δυνατός ο προσήκων άμεσος έλεγχος των σχετικών παραδόσεων και πηγών.

Αλλά και αν παρά πάντα ταύτα εγίνετο δεκτόν ότι με-

τα τον απόστολον Παύλον η και προ αυτού ακόμη μετέβη και ο απόστολος Πέτρος εις Ρώμην (καίτοι η δευτέρα εκδοχή αποκλείεται κατά τα προεκτεθέντα) και ότι μετά του αποστόλου Παύλου, η και προ αυτού, ίδρυσε την εκκλησίαν της Ρώμης, και πάλιν ο Παπισμός ουδέν επιχείρημα θα ηδύνατο να πορισθή δια την δικαιολόγησιν και θεμελίωσιν του επί της όλης Εκκλησίας «πρωτείου» του διότι, ως προαπεδείξαμεν, ουδέν τοιούτον «πρωτείον» είχεν ο απόστολος Πέτρος. Και η ενδεχομένη όθεν υπ' αυτού ίδρυσις της Εκκλησίας Ρώμης, αλλά και ο τυχόν θάνατός του εν Ρώμη δεν ήτο δυνατόν να μεταδώσωσιν εις τον επίσκοπον της Εκκλησίας της Ρώμης ιδιαιτέραν τινά εξουσίαν η δικαιοδοσίαν επί της όλης Εκκλησίας. Πολύ ορθώς δε και ως προς τούτο ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων τονίζει εν αρχή της εν τοις προηγουμένοις μνημονευθείσης επιστολής του και τα εξής:

«Ει η Ρώμη, ότι εδέξατο τον κορυφαίον επίσκοπον, πρώτη, η Αντιόχεια μάλλον έχει το πρωτείον∙ και γαρ προ της Ρώμης ο απ. Πέτρος επεσκόπησεν εν Αντιοχεία. Έτι, ει δια τον κορυφαίον των αποστόλων η Ρώμη... τον μαρτυρικόν... τελειώσαντα δρόμον, πολλώ δικαιότερον τα Ιεροσόλυμα της Ρώμης πρωτεύειν. Έτι ει από της προσώπων ποιότητος το πρωτείον τοις θρόνοις περίεστι, πως ου λαμπρώς κατά πάντων τα Ιεροσόλυμα το κράτος έξει; Αυτός γαρ ο και Πέτρου και ημών απάντων κοινός πλάστης και δεσπότης, ο πρώτος και Μέγας Αρχιερεύς, η πηγή πάσης ζωής και Αρχιερατικής τάξεως, εν αυτοίς... και την διατριβήν έσχε και Εαυτόν υπέρ της του Κόσμου σωτηρίας εκών ιεράτευσε. Έτι, ει δια τον κορυφαίον η Ρώμη ζητεί το πρωτείον, δι' Ανδρέαν τον πρωτόκλητον και γενέσει πρότερον αδελφόν, το Βυζάντιον πρώτον...».

 

ΣΤ. Το συνοδικόν πολίτευμα της όλης Εκκλησίας από των αποστολικών χρόνων μέχρι της Α΄ Οικουμενικής συνόδου και αι περί αυτού διατάξεις των ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστολικών Κανόνων[57]

Αι μαρτυρίαι περί του συνοδικού αλλ' ελευθέρου συνάμα και ανεξαρτήτου πολιτεύματος διοικήσεως των διαφόρων Εκκλησιών των τριών πρώτων αιώνων είναι ωσαύτως πολλαί, αι σπουδαιότεραι όμως τούτων είναι αι εξής:

i. Η επιστολή της Εκκλησίας της Κορίνθου, περί τα τέλη του α΄ αιώνος, προς την Εκκλησίαν της Ρώμης (και ουχί προς τον επίσκοπον αυτής) και η απάντησις της Εκκλησίας ταύτης προς την Εκκλησίαν της Κορίνθου. «...η Εκκλησία του Θεού η παροικούσα Ρώμην, τη Εκκλησία του Θεού τη παροικούση Κόρινθον»[58] η επιστολή του αγίου Κυπριανού προς τον Πάπαν Κορνήλιον, εν η, αποκρουομένης ρητώς πάσης εννοίας διακρίσεως και πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, τονίζονται υπό του αγίου πατρός και αι «ιδιαίτεραι» και «ανεξάρτητοι» δικαιοδοσίαι των Εκκλησιών Ρώμης και Αφρικής, ως και η επιστολή του Φιρμιλιανού, επισκόπου Καισαρείας (Καππαδοκίας) προς τον άγιον Κυπριανόν, εν η αι αυταί αλήθειαι εντονώτερον επαναλαμβάνονται[59] ωσαύτως πάσαι αι καθολικαί και μη επιστολαί των αποστολικών Πατέρων Ιγνατίου Αντιοχείας, Πολυκάρπου Σμύρνης, Διονυσίου Κορίνθου και Ειρηναίου Λουγδούνου, τας οποίας έγραψαν ούτοι ανεξαρτήτως όλως και εν αγνοία του επισκόπου Ρώμης, καθ' ον ακριβώς τρόπον εγράφησαν υπό των αποστόλων Παύλου, Ιακώβου, Ιωάννου και Ιούδα επιστολαί αι καθολικαί αυτών, όλως ανεξαρτήτως του απ. Πέτρου.

ii. Αι αποφάσεις (Κανόνες) πασών των τοπικών συνόδων του Β΄ και Γ΄ αιώνος (μέχρι της Α΄ Οικουμενικής συνόδου) των Εκκλησιών της Ανατολής (Ασίας, Πόντου, Καισαρείας, Ικονίου, Κορίνθου), της Αφρικής, της Νουμιδίας και της Μαυριτανίας, αλλά και αι αποφάσεις των συνόδων της Δύσεως, εν ταις παροικίαις της Γαλλίας και τη Οσροηνή[60], αι ληφθείσαι ωσαύτως ανεξαρτήτως όλως του επισκόπου Ρώμης, επανειλημμένως δε και εν αντιθέσει προς τας δοξασίας και γνώμας αυτού περί τε του ζητήματος του Πάσχα και του βαπτίσματος των αιρετικών[61].

iii. Επιστολή του αποστόλου Βαρνάβα, εν η γίνεται λόγος περί της σχέσεως των κατά τόπους Εκκλησιών προς τον σωτήρα Χριστόν και τονίζεται ότι ο νόμος του Κυρίου ουδένα γιγνώσκει ζυγόν ανάγκης, αλλ' είναι «νόμος ελευθερίας»[62].

iv. Αι επιστολαί του αγίου Κλήμεντος προς Κορινθίους, εν αις πολλά διδάσκονται περί Εκκλησιαστικής τάξεως, ιεραρχίας και ειρήνης εν τη Εκκλησία[63].

v. Η επιστολή του αγίου Ιγνατίου προς Εφεσίους, εν η, προς τοις άλλοις, γράφει: «...εστέ ουν σύνοδοι πάντες, θεοφόροι και ναοφόροι, Χριστοφόροι, αγνοφόροι».

vi. Επιστολή του ιδίου πατρός προς τον Πολύκαρπον, επίσκοπον Σμύρνης, προς ον περί της ενότητος γράφει και τα εξής: «Της ενώσεως φρόντιζε, ης ουδέν άμεινον· πάντας βάσταζε, ως και σε Κύριος (σ.σ. και ουχί ο επίσκοπος Ρώμης)· πάντων τας νόσους βάσταζε...».

vii. Επιστολή του ιδίου προς Μαγνησιείς, εν η επαινών την ενότητα της Εκκλησίας γράφει: «Άδω τας Εκκλησίας εν αις ένωσιν εύχομαι σαρκός και πνεύματος Χριστού».

viii. Η επιστολή του αυτού προς Ρωμαίους, ην δεν αποστέλλει προς τον επίσκοπον Ρώμης αλλά προς την Εκκλησίαν, και εύχεται ίνα την εαυτού επισκοπήν επισκοπήση μόνον ο Χριστός[64].

ix. Αι περί Εκκλησίας γνώμαι του αποστολικού πατρός Ερμά, εν ταις «Παραβολαίς» αυτού και τω «Ποιμένι», καθ' ας η Εκκλησία παραβάλλεται προς μέγα οικοδόμημα, υψηλόν πύργον, τεθεμελιωμένον επί του παντοδυνάμου ονόματος του 'Ιησού Χριστού και συντηρούμενον υπό της αοράτου του Θεού δυνάμεως· η δε πύλη η άγουσα εις τον πύργον είναι ο Υιος του Θεού, δι' ης μόνης είναι δυνατή η είσοδος. Ωσαύτως επιστολή του αυτού πατρός προς Διόγνητον, εν η ενωτικόν κέντρον της Εκκλησίας θεωρεί μόνον τον «Λόγον» (κεφ. Ζ΄ ια)[65].

x. Αι περί Εκκλησίας γνώμαι του Κλήμεντος Αλεξανδρείας ότι η Εκκλησία είναι σύστημα, πλήθος ανθρώπων, διοικούμενον υπό του θείου Λόγου· πόλις απολιόρκητος και ακατάθλιπτος από πάσης τυραννίδος· (Παιδαγ. α΄ 6, Στρωμ. ζ΄ 5)∙ ότι είναι μήτηρ άμα και παρθένος και νύμφη Χριστού, ημείς δε εσμεν μέλη Χριστού (Στρωμ. γ΄ 6)· ότι βασιλική κεφαλή της Εκκλησίας εστίν ο Χριστός (Παιδ. α΄)[66].

xi. Αι περί Εκκλησίας γνώμαι του Ωριγένους ότι η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού παρά του Υιού του Θεού ζωοποιούμενον[67].

xii. Αι περί της ενότητος, αλλά και της ανεξαρτησίας των Εκκλησιών γνώμαι του Τερτυλλιανού, καθ' ας ουδεμία υποταγή νοείται της μιας εις την άλλην, διότι πάσαί εισιν αδελφαί, τιμώσαι αι νεώτεραι τας αρχαίας και αποστολικάς ως μητέρας, ούτως ειπείν, εκάστη[68].

xiii. Αι περί Εκκλησίας γνώμαι του ιερού Αυγουστίνου ότι αποτελεί αύτη «θείον καθίδρυμα», το σώμα του Χριστού, ου τα μέλη δια της αγάπης συνδέονται προς άλληλα και προς την κεφαλήν[69]. Ουδεμία βεβαίως διάκρισις γίνεται υπό του αγίου Πατρός, όπως και υπό πάντων των προμνησθέντων αποστολικών πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, του επισκόπου Ρώμης, ότι δηλ. εν τω καθολικώ σώματι της Εκκλησίας έχει ούτος θέσιν διακεκριμένην, έστω και τιμητικήν.

xiv. Λεπτομερής υπό του ιστορικού Γίββωνος ιστορική περιγραφή του τρόπου της ιδρύσεως και της διοικήσεως των Εκκλησιών των πρώτων αιώνων εν τη ιστορία του περί «της παρακμής και πτώσεως του Ρωμαϊκού Κράτους» (Τόμ. β΄, σελ. 149, εκδ. 1809, εν Λονδίνω). Αι Εκκλησίαι αποκαλούνται υπό του ιστορικού τούτου «εταιρείαι» η «αυτοτελείς πολιτείαι», το σύνολον δ' αυτών αυτοτελής ομοσπονδία πολιτειών» εχουσών ιδίαν περιουσίαν, νομοθεσίαν και ενέργειαν και συνδεομένων προς αλλήλας δια των συνόδων, κατ' αρχήν τοπικών η επαρχιακών, ακολούθως δε Οικουμενικών[70]. Το πολίτευμα δε τούτο πασών των Εκκλησιών των τριών πρώτων αιώνων, το συνοδικόν, αλλά και ανεξάρτητον, διετυπώθη και περιελήφθη εις τας διατάξεις των ΙΔ΄, ΙΕ΄, ΙΣΤ΄, ΛΔ΄, ΛΕ΄, ΛΖ΄, ΛΗ΄, ΟΔ΄ και ΠΓ΄ αποστολικών Κανόνων, εξ ων οι ΛΔ΄ και ΛΖ΄ έχουσιν ως εξής:

α. Κανών ΛΔ΄: «Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρή των εαυτοίς πρώτον, και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν πράττειν περιττόν άνευ της εκείνου γνώμης, εκείνα δε μόνον πράττειν έκαστον, όσα τη αυτού παροικία επιβάλλει και ταις υπ' αυτήν χώραις. Αλλά μηδέ εκείνος άνευ της πάντων γνώμης ποιείτω τι. Ούτω γαρ ομόνοια έσται και δοξασθήσεται ο Θεός, δια Κυρίου, εν Αγίω Πνεύματι, ο Πατήρ, ο Υιος και το Άγιον Πνεύμα»[71].

Τον Κανόνα τούτον ερμηνεύων ο Ζωναράς λέγει ότι επιβάλλει τοις επισκόποις «έκαστον τα της οικείας Εκκλησίας και των υποκειμένων αυτώ χωρών πράττειν ιδιαζόντως καθ' εαυτούς. Πλήν ουδέ τω πρώτω επισκόπω παραχωρεί, τη τιμή καταχρώμενον, εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν και χωρίς γνώμης κοινής των συλλειτουργών ποιείν τι των ειρημένων η των ομοίων αυτοίς (πρβλ. Αντιοχ. Θ΄).

β. ο ΛΖ΄ αποστολικός Κανών ρητώς ωσαύτως επιτάσσει όπως αι σύνοδοι των επισκόπων εκάστου έθνους συνέρχωνται δις του έτους, ορίζεται δε και το έργον των περιοδικών τούτων συνόδων δια των εξής: «...Ανακρινέτωσαν αλλήλως τα δόγματα της ευσεβείας και τας εμπιπτούσας Εκκλησιαστικάς αντιλογίας διαλυέτωσαν»[72].

Ορίζεται ούτω ρητώς δια των δύο τούτων αποστολικών

Κανόνων η σύστασις των κατ' έθνος Εκκλησιών – αυτοκεφάλων, αναντιρρήτως – με τους ιδιαιτέρους επισκόπους και τον πρώτον εκάστης και καθορίζεται, εν Πνεύματι Αγίω και εν απολύτω συμφωνία προς τας προαναπτυχθείσας ρητάς ωσαύτως και κατηγορηματικάς σχετικάς μαρτυρίας της Γραφής, και της «ζώσης» –ιδία τότε– αλλά και εγγράφου Ιεράς παραδόσεως, ο τρόπος της διοικήσεως αυτών και η πνευματική δικαιοδοσία του πρώτου, του προκαθημένου εκάστης κατ' έθνος Εκκλησίας. Ουδεμία νύξις και καθ' οιονδήποτε τρόπον γίνεται εις όλους τους αποστολικούς Κανόνας περί διακρίσεώς τινος, έστω και τιμητικής, του επισκόπου Ρώμης εις το καθολικόν σώμα της Εκκλησίας, όπερ έμελλε να σχηματισθή προϊόντος του χρόνου εξ Εκκλησιών πολλών εθνών. Και είναι όλως ευνόητον ότι τα γενικά της Καθολικής, της Οικουμενικής Εκκλησίας ζητήματα θα έπρεπε να επιλύωνται δια συνόδων Οικουμενικών, αποτελουμένων ουχί μόνον εκ των πρώτων – των αρχιεπισκόπων δηλ. των Εκκλησιών των διαφόρων εθνών αλλ' εξ όλων των επισκόπων των Εκκλησιών των εθνών η ειδικών εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων των.

Γνωστόν βεβαίως τυγχάνει ότι οι αποστολικοί Κανόνες, συνταγέντες κατά τα τέλη του Β΄ και αρχάς του Γ΄ αιώνος, εκρίθησαν ως ψευδεπίγραφοι. Επικυρωθέντες όμως ούτοι υπό της εν Τρούλλω Οικουμενικής συνόδου εν γνώσει της μη γνησιότητός των, απέκτησαν το προσήκον Οικουμενικόν κύρος και την δέουσαν νομικήν ισχύν, ην και διατηρούσιν εν τη Αδιαιρέτω Εκκλησία μέχρι σήμερον. Η κριτική άλλως τε περί αυτών συμφωνεί ότι περιέχουσι διατάξεις απολύτως συμφώνους ου μόνον προς το πνεύμα της Κ.Δ., αλλά και προς την αρχαιοτάτην Εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Έχουσιν επομένως ιδιαιτέραν σημασίαν δια το επίμαχον θέμα, εφόσον μάλιστα κυρωθέντες, ως προείπομεν, υπό της εν Τρούλλω Οικουμενικής συνόδου απέκτησαν ισχύν Κανόνων συνόδου Οικουμενικής[73].

Και προ της ειδικής όμως κυρώσεώς των υπό της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, οι μνησθέντες αποστολικοί Κανόνες ΛΔ΄ και ΛΖ΄, αναφερόμενοι ειδικώς εις τον τρόπον της διοικήσεως της Καθολικής της όλης Εκκλησίας, εκυρώθησαν εμμέσως και υπό των Ε΄ και ΣΤ΄ Κανόνων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου. Διότι δια των Κανόνων τούτων επεκυρώθη η δικαιοδοσία εκάστης των Εκκλησιών Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας «κατά τε την “ανεξαρτησίαν” και την “αυτοτέλειαν”» αυτών, ως και «πάντα όσα κατ’ έθος από χρόνων αρχαιοτάτων εκάστη αυτών είχεν υπό την δικαιοδοσίαν αυτής»∙ εθεσπίσθη δια του Ε΄ Κανόνος η «δις του έτους σύγκλησις εις σύνοδον πάντων των επισκόπων εκάστης επαρχίας» και τέλος, επεκυρώθη η απ' αρχής καθιερωθείσα εν τη συνοδική διοικήσει της Εκκλησίας αρχή της «πλειοψηφίας» εν ταις διασκέψεσι δια της ειδικής διατάξεως «κρατείτω η των πλειόνων ψήφος» δια του ΣΤ΄ Κανόνος.

 

Ζ. Ειδικοί Κανόνες των επτά Οικουμενικών συνόδων[74] περί του τρόπου της διοικήσεως της Εκκλησίας, και οι Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Κανόνες της συνόδου της Σαρδικής

α. Οι ειδικοί Κανόνες των Οικουμενικών συνόδων

Οι Ε΄ και Στ΄ Κανόνες της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, δι' ων, ως προείπομεν. εκυρώθησαν εμμέσως και οι ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστολικοί Κανόνες έχουσιν ως εξής[75]:

Κανών Ε΄. «Περί των ακοινωνήτων και του χρόνου των επαρχιακών συνόδων».

«Περί των ακοινωνήτων γενομένων, είτε εν τω κλήρω είτε εν τω λαϊκώ τάγματι, υπό των καθ' εκάστην επαρχίαν επισκόπων, κρατείτω η γνώμη, κατά τον Κανόνα τον διαγορεύοντα, τους υφ’ ετέρων αποβληθέντας υφ' ετέρων μη προσίεσθαι. Εξεταζέσθω δε, μη μικροψυχία, η φιλονικεία, η τινι τοιαύτη αηδία του επισκόπου αποσυνάγωγοι γεγένηνται. Ίνα ουν τούτο την πρέπουσαν εξέτασιν λαμβάνη, καλώς έχειν έδοξεν εκάστου ενιαυτού, καθ' εκάστην επαρχίαν δις του έτους συνόδους γενέσθαι· ίνα κοινή πάντων των επισκόπων της επαρχίας επί το αυτό συναγομένων τα τοιαύτα ζητήματα εξετάζηται, και ούτως οι ομολογουμένως προσκεκρουκότες τω επισκόπω, κατά λόγον ακοινώνητοι παρά πάσιν είναι δόξωσι, μέχρις ου τω κοινώ των επισκόπων δόξη την φιλανθρωποτέραν υπέρ αυτών εκθέσαι ψήφον». Αι δε σύνοδοι γινέσθωσαν, μία μεν, προ, της Τεσσαρακοστής, ίνα πάσης μακροψυχίας αναιρουμένης, το δώρον καθαρόν προσφέρηται τω Θεώ∙ δευτέρα δε, περί τον του μετοπώρου καιρόν. (Απ. ιβ΄, ιγ΄, λβ΄, Αντιοχ. στ΄, Σαρδ. ιδ΄, Καρθαγ. κστ΄, λζ΄, ρμα΄).

Κανών ΣΤ΄. «Περί της των Μητροπολιτών τάξεως».

«Τα αρχαία έθη κρατείτω, τα εν Αιγύπτω και Πενταπόλει, ώστε τον Αλεξανδρείας επίσκοπον πάντων τούτων έχειν την εξουσίαν. Επειδή και τω εν Ρώμη επισκόπω τούτο σύνηθές εστι. Ομοίως δε κατά την Αντιόχειαν και εν ταις άλλαις επαρχίαις τα πρεσβεία σώζεσθαι ταις εκκλησίαις[76]. Καθόλου δε πρόδηλον εκείνο, ότι, ει τις χωρίς γνώμης του μητροπολίτου γένοιτο επίσκοπος, τον τοιούτον η μεγάλη σύνοδος ώρισε μη δείν είναι επίσκοπον. Εάν μέντοι τη κοινή πάντων ψήφω ευλόγω ούση, και κατά Κανόνα Εκκλησιαστικόν, δύο η τρεις δι' οικείαν φιλονικείαν αντιλέγωσι, κρατείτω η των πλειόνων ψήφος».

Αι διατάξεις των Κανόνων τούτων υπό της Α΄ Οικουμενικής συνόδου επανελήφθησαν, κατά το πλείστον αυτών μέρος επεξετάθησαν και επεξηγήθησαν υπό του Β΄ Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής συνόδου έχοντος ούτως:

«Τον επίσκοπον μη επιέναι άκλητον εις άλλην παροικίαν».

«Τους υπέρ διοίκησιν επισκόπους ταις υπερορίοις Εκκλησίαις μη επιέναι, μηδέ συγχέειν τας Εκκλησίας· αλλά κατά τους Κανόνας τον μεν Αλεξανδρείας επίσκοπον τα εν Αιγύπτω μόνον οικονομείν τους δε της Ανατολής επισκόπους, την Ανατολήν μόνον διοικείν, φυλαττομένων των εν τοις Κανόσι της κατά Νίκαιαν πρεσβείων τη Αντιοχέων Εκκλησία και τους της Ασιανής διοικήσεως επισκόπους τα κατά την Ασιανήν μόνον διοικείν και τους της Ποντικής τα της Ποντικής μόνον και τους της Θράκης τα της Θρακικής μόνον οικονομείν. Ακλήτους δε επισκόπους υπέρ διοίκησιν μη επιβαίνειν επί χειροτονία η τισιν άλλαις οικονομίαις Εκκλησιαστικαίς. Φυλαττομένου δε του προγεγραμμένου περί των διοικήσεων Κανόνος, εύδηλον ως τα καθ' εκάστην επαρχίαν η της Επαρχίας Σύνοδος διοικήσει κατά τα εν Νικαία ωρισμένα. Τας δε εν τοις βαρβαρικοίς έθνεσι του Θεού Εκκλησίας οικονομείσθαι χρή κατά την κρατήσασαν συνήθειαν των Πατέρων».

Δια του Γ΄ Κανόνος της αυτής Οικουμενικής συνόδου καθωρίσθησαν τα προνόμια-πρεσβεία του επισκόπου Κων/πόλεως, δεύτερα μετά τα πρεσβεία- τιμής ωσαύτως και ουχί εξουσίας του επισκόπου Ρώμης, προταχθέντος κατά τάξιν τιμής του επισκόπου Κων/πόλεως των άλλων Πατριαρχών. Ο Κανών έχει ως εξής[77]:

«Περί των προνομίων του Κων/πόλεως».

«Τον μέντοι της Κων/πόλεως Επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης Επίσκοπον «δια το είναι αυτήν νέαν Ρώμην»[78].

Εν τω Α΄ ακολούθως Κανόνι της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου εθεσπίσθησαν ωσαύτως γενικαί διατάξεις διοικητικής φύσεως. Ο Κανών έχει ούτως[79]:

«Περί Κελεστίνου και των δοξασιών αυτού». «...Ει τις μητροπολίτης της επαρχίας, αποστατήσας της αγίας και Οικουμενικής Συνόδου, προσέθετο τω της αποστασίας συνεδρίω η μετά τούτο προστεθείη, η τα του Κελεστίνου εφρόνησεν, η φρονήσει, ούτος κατά των της επαρχίας επισκόπων διαπράττεσθαί τι ουδαμώς δύναται, πάσης Εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένος και ανενέργητος υπάρχων. Αλλά και αυτοίς τοις της επαρχίας Επισκόποις και τοις πέριξ Μητροπολίταις τοις τα της Ορθοδοξίας φρονούσι υποκείσεται εις το πάντη και του βαθμού της επισκοπής εκβληθήναι».

Δια του Θ΄ Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, καθορισθείσης της ειδικής δοσιδικίας των κληρικών, παρεσχέθη εις τον επίσκοπον της Κωνσταντινουπόλεως ως θρόνον της βασιλευούσης η ανωτάτη δικαστική δικαιοδοσία (το περίφημον έκκλητον του Πάπα) της εκδικάσεως των εναντίον των Μητροπολιτών διαφορών, περιοριζομένη βεβαίως εις τα όρια της πνευματικής δικαιοδοσίας του, συμφώνως προς τον ΚΗ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και τον Β΄ της Β΄ Οικουμενικής συνόδου. Ο Κανών έχει ούτως:[80]

«Υπό τίνος δικάζονται οι κληρικοί». «Ει τις κληρικός προς κληρικόν πράγμα έχει, μη εγκαταλιμπανέτω τον οικείον επίσκοπον, και επί τα κοσμικά δικαστήρια μη κατατρεχέτω... Ει δε κληρικός πράγμα έχει προς τον ίδιον η και προς έτερον επίσκοπον, παρά τη Συνόδω της επαρχίας δικαζέσθω. Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας Μητροπολίτην Επίσκοπος η κληρικός αμφισβητείη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως η τον της βασιλευούσης Κων/πόλεως θρόνον και επ' αυτώ δικαζέσθω».

Δια του ΙΖ΄ Κανόνος της αυτής Οικουμενικής συνόδου εθεσπίσθησαν όμοιαι γενικαί διατάξεις δικαστικής φύσεως, παρέχουσαι εκ νέου εις τον επίσκοπον Κων/πόλεως δικαιοδοσίαν ανωτάτης δικαστικής εξουσίας. Ο Κανών έχει ούτως:[81]

«Μη μετακινείν παροικίαν υπό τινι επαρχία λ΄ έτη υποκειμένην».

«Τας καθ' εκάστην επαρχίαν αγροικικάς παροικίας, η εγχωρίους, μένειν απαρασαλεύτους παρά τοις κατέχουσιν αυτάς Επισκόποις, και μάλιστα ει τριακονταετή χρόνον ταύτας αβιάστως διακατέχοντες ωκονόμησαν. Ει δε εντός των τριάκοντα ετών γεγένηταί τις, η γένοιτο περί αυτών αμφισβήτησις, εξείναι τοις λέγουσιν ηδικείσθαι, περί τούτων κινείν παρά τη Συνόδω της επαρχίας. Eι δε τις αδικοίτο παρά του ιδίου μητροπολίτου παρά τω εξάρχω της διοικήσεως, η τω Κων/πόλεως Θρόνω δικαζέσθω, καθά προείρηται».

Δια του ΙΘ΄ Κανόνος της αυτής Οικουμενικής Συνόδου εθεσπίσθη εκ νέου η τακτική, δις του έτους, σύγκλησις των επαρχιακών συνόδων. Ο Κανών έχει ούτως[82]: «Περί επαρχιακών Συνόδων».

«Ήλθεν εις τας ημετέρας ακοάς, ως εν ταις επαρχίαις αι κεκανονισμέναι Σύνοδοι ου γίνονται· και εκ τούτου πολλά παραμελείται των διορθώσεως δεομένων Εκκλησιαστικών πραγμάτων. Ώρισε τοίνυν η αγία Σύνοδος κατά τους των αγίων πατέρων Κανόνας, δις του ενιαυτού επί το αυτό συντρέχειν καθ' εκάστην επαρχίαν τους Επισκόπους, ένθα ο της Μητροπόλεως Επίσκοπος δοκιμάση και διορθούν έκαστα τα ανακύπτοντα. Τους δε μη συνιόντας Επισκόπους, ενδημούντας ταις εαυτών πόλεσι... αδελφικώς επιπλήττεσθαι».

Δια του ΚΗ΄ Κανόνος της αυτής Δ΄ Οικουμενικής συνόδου επεκυρώθησαν και ανεγνωρίσθησαν και αύθις τα ειδικά προνόμια – πρεσβεία τιμής του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, άτινα παρέσχεν αυτώ η Β΄ Οικουμενική σύνοδος δια του προμνησθέντος Γ΄ Κανόνος αυτής. Ο Κανών έχει ούτως:[83]

«Περί των του Κων/πόλεως προνομίων».

«Πανταχού τοις των αγίων Πατέρων όροις επόμενοι, και τον αρτίως αναγνωσθέντα Κανόνα των εκατόν πεντήκοντα Θεοφιλεστάτων Επισκόπων[84] των συνταχθέντων επί του της ευσεβούς μνήμης μεγάλου Θεοδοσίου, του γενομένου βασιλέως εν τη βασιλίδι Κων/πόλεως, Νέα Ρώμη, γνωρίζοντες, τα αυτά και ημείς ορίζομέν τε και ψηφιζόμεθα περί των πρεσβείων της αγιωτάτης Εκκλησίας της αυτής Κων/πόλεως Νέας Ρώμης∙ Και γαρ τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην οι πατέρες εικότως απεδεδώκασι τα πρεσβεία».

«Και τω αυτώ σκοπώ κινούμενοι και oι εκατόν πεντήκοντα Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι, τα ίσα πρεσβεία απένειμαν τω της Νέας Ρώμης αγιωτάτω θρόνω, ευλόγως κρίναντες την βασιλεία και συγκλήτω τιμηθείσαν πόλιν και των ίσων απολαύουσαν πρεσβείων τη πρεσβυτέρα βασιλίδι Ρώμη, και εν τοις Εκκλησιαστικοίς, ως εκείνην, μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δευτέραν μετ’ εκείνην υπάρχουσαν. Και ώστε τους της Ποντικής και της Ασιανής και της Θρακικής διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, έτι δε και τους εν τοις βαρβαρικοίς επισκόπους των προειρημένων διοικήσεων χειροτονείσθαι υπό του προειρημένου αγιωτάτου θρόνου της κατά Κων/πολιν αγιωτάτης Εκκλησίας· δηλαδή εκάστου μητροπολίτου των προειρημένων διοικήσεων μετά των της επαρχίας επισκόπων χειροτονούντος τους της επαρχίας επισκόπους, καθώς τοις θείοις Κανόσι διαγορεύεται· χειροτονείσθαι δε καθώς είρηται τους μητροπολίτας των προειρημένων διοικήσεων παρά του Κων/πόλεως αρχιεπισκόπου, ψηφισμάτων συμφώνων κατά το έθος γινομένων και επ' αυτόν αναφερομένων»[85].

Δια του Η΄ ακολούθως Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου ετροποποιήθη ο Ε΄ κανών της Α΄ Οικουμενικής συνόδου «περί συγκλήσεων επαρχιακών συνόδων», περιορισθείσης της συγκλήσεώς των άπαξ του έτους. Ο Κανών έχει ούτως:[86]

«Εν πάσι τα υπό των αγίων Πατέρων ημών θεσπισθέντα και ημείς κρατείν βουλόμενοι ανανεούμεν και τον Κανόνα τον διαγορεύοντα, καθ' έκαστον έτος συνόδους των εν εκάστη επαρχία γίνεσθαι επισκόπων, ένθ' αν ο της μητροπόλεως δοκιμάση επίσκοπος. Επειδή δε δια τε τας των βαρβάρων επιδρομάς, δια τε τας προσπιπτούσας ετέρας αιτίας αδυνάτως οι των Εκκλησιών πρόεδροι έχουσι δις του ενιαυτού τας συνόδους ποιείσθαι, έδοξεν, ώστε τρόπω παντί άπαξ του ενιαυτού την των προγεγραμμένων επισκόπων, δια τα ως εικός αναφυόμενα Εκκλησιαστικά κεφάλαια, εν εκάστη επαρχία γίνεσθαι σύνοδον, από της αγίας του Πάσχα εορτής και μέχρι συμπληρώσεως του Οκτωβρίου μηνός εκάστου έτους κατά τον αυτόν τόπον, ον της μητροπόλεως, καθ' α προείρηται, δοκιμάσει επίσκοπος, τους δε μη συνιόντας επισκόπους αδελφικώς επιπλήττεσθαι».

Δια του ΛΣΤ΄ Κανόνος της αυτής Πενθέκτης Οικουμε-

νικής συνόδου ανενεώθησαν και αύθις τα προνόμια του

Πατριάρχου Κων/πόλεως. Ο Κανών έχει ούτως[87]: «Περί των προνομίων του Κων/πόλεως».

«Ανανεούμενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη θεοφυλάκτω ταύτη Βασιλίδι πόλει συνελθόντων[88], και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων[89], νομοθετημένα, ορίζομεν, ώστε τον Κων/πόλεως θρόνον των ίσων απολαύειν πρεσβείων του της πρεσβυτέρας Ρώμης θρόνου και εν τοις Εκκλησιαστικοίς ως εκείνον μεγαλύνεσθαι πράγμασι, δεύτερον μετ' εκείνον υπάρχοντα, μεθ' ον της των Αλεξανδρέων μεγαλουπόλεως αριθμείσθω θρόνος, είτα ο Αντιοχείας, και μετά τούτον ο της Ιεροσολύμων πόλεως».

Και, τέλος, δια του ΣΤ΄ Κανόνος της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου ου μόνον ανενεώθη ο προμνησθείς Η΄ Κανών της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου περί συγκλήσεως των επαρχιακών συνόδων ουχί δις αλλ' άπαξ του έτους, αλλά προσετέθη και συνοδικός αφορισμός εναντίον παντός άρχοντος κωλύοντος ενδεχομένως την σύγκλησιν αυτών. Ο Κανών έχει ούτως:[90]

«Περί συγκλήσεως των επαρχιακών συνόδων».

«Επειδή περ Κανών εστιν ο λέγων δις του έτους καθ' εκάστην επαρχίαν χρήναι γίνεσθαι δια συναθροίσεως των επισκόπων τας κανονικάς συζητήσεις· δια το συντριβήν και το ενδεώς έχειν προς οδοιπορίαν τους συναθροιζομένους, ώρισαν οι της Έκτης Συνόδου όσιοι Πατέρες, εξάπαντος τρόπου και προφάσεως άπαξ του ενιαυτού γίγνεσθαι και τα εσφαλμένα διορθούσθαι. Τούτον ουν τον Κανόνα και ημείς ανανεούμεν. Και ει τις ευρεθή άρχων τούτο κωλύων, αφοριζέσθω...».

Εκτός όμως των ειδικών τούτων Κανόνων, και δι' όλων σχεδόν των λοιπών τοιούτων των προμνησθεισών Οικουμενικών συνόδων, εψηφίσθησαν γενικαί διατάξεις διοικητικής φύσεως ρυθμίζουσαι τον τρόπον της διοικήσεως της όλης Εκκλησίας. 'Ιδιαιτέρως ο Γ΄ Κανών της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, «μη έχειν τους κληρικούς συνεισάκτους», ο Δ΄, «υπό πόσων καθίστασθαι τον επίσκοπον...», ο ΙΕ΄, «περί του μη μεταβαίνειν τους κληρικούς από Εκκλησίας εις Εκκλησίαν» και ο ΙΣΤ΄ της αυτής, «περί των επιμενόντων τη τοιαύτη μεταβάσει», ο Β΄, της Γ΄ Οικουμενικής συνόδου, «περί αποστατών επισκόπων» οι Κανόνες Γ΄, Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ της αυτής· ο Η΄ της ιδίας, εις το τέλος του οποίου και δια της γενικής και πάλιν διατάξεως «...έδοξε τοίνυν τη αγία και Οικουμενική συνόδω σώζεσθαι εκάστη επαρχία καθαρά και αβίαστα τα αυτής προσόντα δίκαια εξ αρχής άνωθεν, κατά το πάλαι κρατήσαν έθος...», κατωχυρώθησαν και αύθις τα απαραβίαστα προσόντα και δίκαια εκάστης Εκκλησίας, ο Ε΄ Κανών της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και οι ΣΤ΄, Ζ΄, Γ΄, IB΄ και ΚΕ΄ της αυτής· πάντες οι Κανόνες της Πενθέκτης και πάντες ωσαύτως οι της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου περιέχουσι διατάξεις γενικής διοικητικής η δικαστικής φύσεως, δι' ων αι Οικουμενικαί αύται σύνοδοι (τας οποίας και μόνον αναγνωρίζει ως τοιαύτας η Αδιαίρετος Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία) ως η ανωτάτη πνευματική, διοικητική και δικαστική αρχή και εξουσία της ηνωμένης μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, Ανατολικής και Δυτικής, αληθώς θεοπνεύστως και εν Πνεύματι Αγίω ερρύθμισαν πάντα τα γενικής διοικητικής η δικαστικής φύσεως θέματα, άτινα μέχρι τότε απησχόλησαν την όλην Εκκλησίαν. Ουδαμού των διατάξεων τούτων υπάρχει και η ελαχίστη νύξις περί ιδιαιτέρας τινός διοικητικής η δικαστικής εξουσίας του επισκόπου-Πάπα Ρώμης. Αντιθέτως, πάσαι αι επτά Οικουμενικαί σύνοδοι ρητώς, σαφώς και απεριφράστως διεκήρυξαν, ότι αύται μόναι αποτελούσι την υπάτην, την ανωτάτην αρχήν και εξουσίαν της Εκκλησίας. Μάλιστα, πλήν των τόσων άλλων ειδικών και γενικών διατάξεων διοικητικής φύσεως, η Πενθέκτη Οικουμενική σύνοδος δια του ΙΓ΄ Κανόνος της ηκύρωσε Κανόνα της Εκκλησίας της Ρώμης περί της αγαμίας του κλήρου, πλήν των επισκόπων. Ο Κανών έχει ούτως:[91]

«Έξεστι πρεσβυτέροις, διακόνοις και υποδιακόνοις γαμείν.

'Επειδή τη Ρωμαίων Εκκλησία εν τάξει Κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν, τους μέλλοντας διακόνους η πρεσβυτέρους χειροτονίας αξιούσθαι, καθομολογείν, ως ουκέτι ταις αυτών συνάπτονται γαμεταίς, ημείς τω αρχαίω εξακολουθούντες Κανόνι της αποστολικής ακριβείας και τάξεως τα των ιερών ανδρών κατά νόμους συνοικέσια και από του νυν ερρώσθαι βουλόμεθα...». Η αυτή σύνοδος δια του ΝΕ΄ Κανόνος της επέβαλε και εις την Εκκλησίαν της Ρώμης την μη τήρησιν της νηστείας του Σαββάτου (πλήν του Μ. Σαββάτου), διατάξασα και την καθαίρεσιν παντός κληρικού νηστεύοντος κατά την Κυριακήν η το Σάββατον και τον αφορισμόν παντός λαϊκού, δια δε του Α΄ Κανόνος της κατεδίκασε πάσαν προσθήκην εις το Σύμβολον της πίστεως επί ποινή αφορισμού και αναθεματισμού. Και τέλος η Ζ΄ Οικουμενική σύνοδος, δια του προμνησθέντος ΣΤ΄ Κανόνος της «περί συγκλήσεως επαρχιακών συνόδων», απήγγειλεν, ως προείπομεν, και αφορισμόν εναντίον παντός άρχοντος, όστις ενδεχομένως να εκώλυε την σύγκλησιν αυτών.

Τοιουτοτρόπως, όπως η πρώτη μετριοπαθής πάντως απόπειρα προβολής του Παπικού «πρωτείου» υπό του Πάπα Ανικήτου, η υπό την επίδρασιν των «Ψευδοκλημεντείων» κατά τα τέλη του Β΄ αιώνος γενομένη και υπό των διαδόχων αυτού Βίκτωρος και Στεφάνου συνεχισθείσα, δια τας έριδας περί το Πάσχα και το βάπτισμα των αιρετικών, απεκρούσθη εντόνως υπό των αποστολικών Πατέρων Πολυκάρπου (Σμύρνης), Πολυκράτους (Εφέσου), Ειρηναίου (Λουγδούνου), Κυπριανού (Καρχηδόνος) κ.α., ως και υπό τοπικών συνόδων εν Αφρική, Αραβία και Γαλλία, συγκληθεισών όλως ανεξαρτήτως και εν αγνοία ακόμη του επισκόπου Ρώμης[92]· Ούτω, δια μεν των ειδικών κανόνων των Οικουμενικών συνόδων Β΄ και Δ΄, τους οποίους εμνημονεύσαμεν, ρητώς και κατηγορηματικώς διεκηρύχθη η ανυπαρξία «πρωτείου» διοικήσεως η εξουσίας του επισκόπου Ρώμης. Διότι ετονίσθη ότι είχεν ούτος, κατ' επικρατήσαν έθος, πρεσβεία τιμής απλώς, και ταύτα ουχί ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου, αλλά δια το «είναι την πρεσβυτέραν Ρώμην πρωτεύουσαν». Δι' όλων δε των Κανόνων, διοικητικής και δικαστικής φύσεως, τους οποίους αι μνησθείσαι εξ Οικουμενικαί σύνοδοι (αι αναγνωριζόμεναι ως τοιαύται και υπό της Ρωμαϊκής Κοινότητος) εψήφισαν, απεκλείσθη και κατεδικάσθη ρητώς πολυειδώς και πολυτρόπως πάσα και απλή έστω έννοια «πρωτείου». Η σύγκλησις άλλως τε πασών των Οικουμενικών συνόδων, και της Πενθέκτης (το κύρος των οποίων ανεγνώριζον πάντοτε οι εκάστοτε Πάπαι) υπό των αυτοκρατόρων της Κων/πόλεως[93] και η δια των υπ' αυτών δογματισθέντων «όρων», των ψηφισθέντων «Κανόνων» και των κατ' αυτάς προσφωνήσεων κλπ., σαφής και κατηγορηματική διακήρυξις ότι αποτελούσιν αύται την υπάτην πνευματικήν, διοικητικήν και δικαστικήν εξουσίαν της όλης Εκκλησίας, είναι, φρονούμεν, μαρτυρίαι αμάχητοι ότι υπό της ηνωμένης Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών συνόδων, στερρώς εχομένης του «συνοδικού πολιτεύματος» της πρώτης αποστολικής τοιαύτης (περί ου εν τοις προηγουμένοις είπομεν), ουδέποτε ανεγνωρίσθη διοικητική τις εξουσία η διάκρισις εις τον επίσκοπον Ρώμης, πέραν του πρωτείου «τιμής», του «πρώτου τη τάξει». Τα αυτά όμως ίσα πρεσβεία τιμής, δεύτερα τη τάξει, ρητώς ανεγνωρίσθησαν εις τον Πατριάρχην Κων/πόλεως δια τε των προμνησθέντων Κανόνων των Β΄ και Δ΄ Οικουμενικών συνόδων, αλλά και δια της 131 νεαράς του Ιουστινιανού του Α΄, όπως και της «Επαναγωγής» του Αυτοκράτορος Βασιλείου[94]. Δι' ειδικής δε αποφάσεως της εν Κων/πόλει συνόδου του 879-880 (υπό την προεδρίαν του Μ. Φωτίου), εις ην μετέσχον και υπέγραψαν τα πρακτικά αυτής και οι κανονικοί αντιπρόσωποι του τότε Πάπα Ρώμης Ιωάννου του Η΄ και ήτις φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της Οικουμενικής συνόδου, καίτοι δεν επεκράτησεν ως τοιαύτη υπό της Εκκλησίας, ου μόνον κατεδικάσθη και απηγορεύθη άπαξ έτι πάσα προσθήκη εις το Σύμβολον της πίστεως, αλλά και διεκηρύχθη εκ νέου το ισότιμον των «προσόντων» και «πρεσβείων» των δύο Εκκλησιών Ρώμης και Κων/πόλεως δια των εξής:[95]

«...Ώρισεν η αγία και Οικουμενική σύνοδος, ώστε, ει τινες των εξ Ιταλίας κληρικών η λαϊκών η επισκόπων εν τη Ασία η Ευρώπη η Λιβύη διατρίβοντες υπό δεσμόν η καθαίρεσιν η αναθεματισμόν παρά του αγιωτάτου Πάπα Ιωάννου εγένοντο, ίνα ώσιν οι τοιούτοι και παρά Φωτίου του αγιωτάτου Πατριάρχου Κων/πόλεως εν τω αυτώ της επιτιμίας όρω, τουτέστιν η καθηρημένοι, η αναθεματισμένοι, η αφωρισμένοι. Ους μέντοι Φώτιος, ο αγιώτατος ημών Πατριάρχης, κληρικούς η λαϊκούς η του αρχιερατικού τάγματος και ιερατικού εν οιαδήποτε παροικία υπό αφορισμόν η καθαίρεσιν η αναθεματισμόν ποιήσει, ίνα έχη αυτούς και ο αγιώτατος Πάπας Ιωάννης και η κατ' αυτόν αγία του Θεού Ρωμαίων Εκκλησία εν τω αυτώ της επιτιμίας κρίματι· μηδέν των προσόντων πρεσβείων τω αγιωτάτω θρόνω της Ρωμαίων Εκκλησίας, μηδέ το ταύτης προέδρω το σύνολον καινοτομουμένων μηδέ νυν, μήτε εις το μετέπειτα». Τοιουτοτρόπως, ου μόνον διεκηρύχθη άπαξ έτι η τελεία πνευματική, διοικητική κλπ. ισότης των δύο Εκκλησιών, αλλά και απεκλείσθη προσέτι πάσα καινοτομία εις τα «προσόντα» και «πρεσβεία» του Πάπα Ρώμης και μελλοντικώς.

Εις την τοιαύτην συρροήν μαρτυριών εναντίον του «πρωτείου εξουσίας» του επισκόπου Ρώμης εκ τε του τρόπου της συγκλήσεως των υπό της Αδιαιρέτου Εκκλησίας ανεγνωρισμένων επτά – ίνα μη είπωμεν οκτώ – Οικουμενικών συνόδων (δι' ας δεν θα υπήρχε και λόγος συγκλήσεως, εάν ο επίσκοπος Ρώμης ανεγνωρίζετο υπό της μέχρι του σχίσματος Εκκλησίας ως απόλυτος αυτής μονάρχης και αλάθητος διότι οιονδήποτε θέμα περί τα δόγματα και την διοίκησιν αυτής θα υπήγετο εις την αποκλειστικήν του αρμοδιότητα...), αλλά και της προεδρίας και της διευθύνσεως των εργασιών αυτών, ιδία δε εκ των «ειδικών» και «γενικών» Κανόνων διοικητικής και δικαστικής φύσεως, τους οποίους αύται εψήφισαν, μετεχόντων και συνυπογραφόντων κανονικών πληρεξουσίων αντιπροσώπων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (ως και του προκαθημένου αυτής επισκόπου - Πάπα Ρώμης), ο Παπισμός αντιτάσσει: α) Τας κατά τας εναρκτηρίους συνεδρίας των Γ΄ και Δ΄ Οικουμενικών συνόδων αποπείρας προβολής του παπικού πρωτείου υπό των παπικών αντιπροσώπων δια των υπ' αυτών γενομένων προσφωνήσεων[96], β) τας αναφωνήσεις των Πατέρων των αυτών Οικουμενικών συνόδων υπέρ των Παπών Κελεστίνου και Λέοντος Δ΄[97] και γ) τους περιφήμους Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Κανόνας της συνόδου της Σαρδικής.

Αλλ' εις μεν τας αποπείρας προβολής του παπικού «πρωτείου», τας υπό των αντιπροσώπων του Πάπα κατά τας ρηθείσας Οικουμενικάς συνόδους γενομένας, συντριπτικήν απάντησιν αποτελούσι: α) ο προηγηθείς αυτών Γ΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, δι' ου παρεσχέθησαν και εις τον επίσκοπον Κων/πόλεως ίσα «πρεσβεία τιμής» προς τα «πρεσβεία» του επισκόπου Ρώμης («δια το είναι την Κων/πολιν νέαν Ρώμην») και διηυκρινίσθη και ούτως ότι τα πρεσβεία, άτινα κατ' έθος και κατά τον ΣΤ΄ Κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου είχεν ο επίσκοπος Ρώμης ήσαν απλώς «πρεσβεία τιμής», δια το «είναι αυτήν πρωτεύουσαν»· και β) οι προμνησθέντες Θ΄ και ΙΖ΄, ιδία δε ο ΚΗ΄ Κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, δι' ων, παρά την νέαν και κατά την σύνοδον ταύτην απόπειραν προβολής του παπικού «πρωτείου» υπό των αντιπροσώπων του Πάπα Λέοντος Δ΄, ου μόνον επεκυρώθησαν τα υπό του Γ΄ Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου αναγνωρισθέντα «πρεσβεία τιμής» του Επισκόπου-Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και επηυξήθησαν ταύτα ως προς τα όρια της δικαιοδοσίας του κλπ., κατά τα προεκτεθέντα. Αι δε αναφωνήσεις των Πατέρων κατά τας αυτάς συνόδους υπέρ των Παπών Κελεστίνου και Λέοντος Δ΄ «...αυτή δικαία κρίσις νέω Παύλω Κελεστίνω, νέω Παύλω Κυρίλλω...» και «...Πέτρος δια Λέοντος ταύτα εξεφώνησε..., οι απόστολοι ούτως εδίδαξαν...»[98], όπως και εν τοις προηγουμένοις είπομεν, δεν είναι ειμή «ενθουσιώδεις εκφράσεις χαράς», όλως συνήθεις κατά την εποχήν εκείνην, καθ' ας όμως αμφότεροι οι επευφημηθέντες Πάπαι εξισούντο και εξωμοιούντο με τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Κύριλλον[99]. Όσον δ’ αφορά εις τους προμνησθέντας τρεις Κανόνας της συνόδου της Σαρδικής, ου μόνον δεν δύνανται να χρησιμεύσωσιν ούτοι ως «έρεισμα» δια το παπικόν «πρωτείον», αλλ' όλως αντιθέτως αποτελούσιν, ως θα αποδείξωμεν, μίαν των σπουδαιοτέρων μαρτυριών εναντίον αυτού.

 

β. Οι Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Κανόνες της συνόδου της Σαρδικής

Οι Κανόνες ούτοι της συνόδου της Σαρδικής έχουσιν εν τω Ελληνικώ κειμένω ως εξής[100]:

«Κανών Γ΄. Όσιος επίσκοπος είπε: Και τούτο προστεθήναι αναγκαίον, ίνα μηδείς επισκόπων από της εαυτού επαρχίας εις ετέραν επαρχίαν εν η τυγχάνουσιν όντες επίσκοποι, διαβαίνει, ειμή παρά των αδελφών των εν αυτή κληθείη τις, δια το μη δοκείν ημάς τας της αγάπης αποκλείειν πύλας. Και τούτο δε ωσαύτως προνοητέον, ώστε, εάν εν τινι επαρχία επισκόπων τις άντικρυς αδελφού εαυτού και συνεπισκόπου πράγμα σχοίη, μηδένα έτερον εκ τούτων από ετέρας επαρχίας επισκόπους επιγνώμονας επικαλείσθαι ει δε άρα τις των επισκόπων εν τινι πράγματι δόξη κατακρίνεσθαι, και υπολαμβάνει εαυτόν μη σαθρόν, αλλά καλόν έχει το πράγμα, ίνα και αύθις η κρίσις ανανεωθή, ει δοκεί υμίν, τη αγάπη Πέτρου του αποστόλου την μνήμην τιμήσωμεν, και γραφήναι παρά τούτων των κρινάντων Ιουλίω τω επισκόπω Ρώμης, ώστε δια των γειτνιώντων τη επαρχία επισκόπων, ει δέοι, ανανεωθήναι το δικαστήριον, και επιγνώμονας αυτός παράσχοι. Ει δε μη συστήναι δύναται τοιούτον αυτού είναι το πράγμα, ως παλινδικίας χρήζειν, τα άπαξ κεκριμένα μη αναλύεσθαι, τα δε όντα βέβαια τυγχάνειν».

«Κανών Δ΄. Γαυδέντιος επίσκοπος είπεν: Εάν τις επίσκοπος καθαιρεθή τη κρίσει των Επισκόπων των εν γειτνία τυγχανόντων και φάσκη πάλιν εαυτώ απολογίας πράγμα επιβάλλειν, μη πρότερον εις την καθέδραν αυτού έτερον αποκαταστήναι, εάν μη ο της Ρώμης Επίσκοπος επιγνούς, περί τούτου όρον εξενέγκη».

«Κανών Ε΄. Όσιος επίσκοπος είπεν: Ήρεσεν, ίν' ει τις επίσκοπος καταγγελθείη, και συναθροισθέντες οι επίσκοποι της ενορίας της αυτής, του βαθμού αυτού αποκινήσωσι, και ος περ εκκαλεσάμενος καταφύγη επί τον μακαριώτατον της Ρωμαίων Εκκλησίας Επίσκοπον, και βουληθείς αυτού διακούσαι, δίκαιόν τε είναι νομίση ανανεώσασθαι αυτού την εξέτασιν του πράγματος, γράφειν τούτοις τοις Επισκόποις καταξιώση τοις αγχιστεύουσι τη επαρχία, ίνα αυτοί επιμελώς και μετά ακριβείας έκαστα διερευνήσωσι, και κατά την της αληθείας πίστιν, ψήφον περί του πράγματος εξενέγκωσιν. Ει δε τις αξιών και πάλιν αυτού το πράγμα ακουσθήναι, και τη δεήσει τη εαυτού τον Ρωμαίον Επίσκοπον κρίνειν δόξη, από του ιδίου πλευρού πρεσβυτέρους αποστείλαι, ίνα η εν τη εξουσία αυτού του επισκόπου, όπερ αν καλώς έχειν δοκιμάση και ορίση δείν αποσταλήναι τους μετά των Επισκόπων κρινούντας, έχοντάς τε την αυθεντίαν τούτου, παρ' ου απεστάλησαν, και τούτο θετέον. Ει δε εξαρκείν νομίσοι προς την του πράγματος επίγνωσιν και απόφασιν του Επισκόπου, ποιήσει όπερ αν τη εμφρονεστάτη αυτού βουλή καλώς έχειν δόξη Απεκρίναντο οι Επίσκοποι· τα λεχθέντα ήρεσεν».

Υπεραμυνόμενος ο καθηγητής Β. Στεφανίδης της γνησιότητας των Κανόνων τούτων, αμφισβητηθείσης εξ ολοκλήρου υπό του καθηγητού I. Eriedrich (1902) εις την Ακαδημίαν του Μονάχου και υπό του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χρυσοστ. Παπαδοπούλου[101], ορθώς κατ' αρχήν τονίζει εν ταις προμνημονευθείσαις δύο διατριβαίς του ότι οι Κανόνες ούτοι δεν παρέχουσιν εις τον Πάπαν Ρώμης μεγάλα δικαιώματα ουδ’ αναγνωρίζεται δι' αυτών το παπικόν πρωτείον· ότι κυρίως στρέφονται κατά των επεμβάσεων των επισκόπων εις ξένας επαρχίας και άρα θέλουσι να εμποδίσωσι την ανάμιξιν ξένων επισκόπων εις την καταδίκην επισκόπου τινός και ορίζουσιν η πρώτη και η δευτέρα αναθεώρησις της δίκης να γίνεται υπό των πλησιοχώρων αυτών επισκόπων· και ότι, επειδή εν τη Ανατολή είχεν επικρατήσει ο Αρειανισμός και οι πατριαρχικοί θρόνοι κατελήφθησαν υπό των Αρειανών, εις τον επίσκοπον Ρώμης εδόθη απλώς το δικαίωμα να αποφαίνεται αν δίκη τις χρήζη πρώτης η δευτέρας αναθεωρήσεως[102]. Ήτοι «ανετέθη» εις αυτόν η «επιστασία» της εφαρμογής των Κανόνων τούτων. Εις τας κρίσεις ταύτας περί της αληθούς σημασίας των εν λόγω Κανόνων προσθέτει ο αυτός και όσα ως ανωτέρω εν τη παραπομπή 100 αναφέρομεν περί της αλλοιώσεως και παραποιήσεως αυτών υπό των Παπών της Ρώμης.

Πριν όμως προβώμεν και ημείς εις την γενικωτέραν ανάλυσιν της εν γένει πνευματικής, ιδία δε της νομικής σημασίας των Κανόνων τούτων, επάναγκες θεωρούμεν, την γνησιότητα αυτών, ως εν τω Ελληνικώ κειμένω έχουσι, εξ ολοκλήρου παραδεχόμενοι, να παραθέσωμεν το περί του ιστορικού της συγκλήσεως της συνόδου της Σαρδικής σχόλιον του Ζωναρά (εις τον Ε΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής συνόδου), έχον ως εξής[103]:

«Περί του Τόμου των Δυτικών. Κωνστάντιος ο Βασιλεύς υιος του Μεγ. Κων/νου, αρειανίσας, έσπευδε ανατρέψαι την Α΄ Οικουμενικήν σύνοδον. Τούτο ο της πρεσβυτέρας Ρώμης Πάπας ανήνεγκε προς Κώνσταντα, τον αδελφόν του Κωνσταντίου, ος πόλεμον ηπείλησε δια γραμμάτων τω αδελφώ αυτού, ει μη παύσοιτο κυμαίνων την Εκκλησίαν και την Ορθόδοξον πίστιν διασαλεύων. Ο δε το ακριβές της πίστεως ζητείν τω αδελφώ ανταπέστειλε... Έδοξε ουν τοις βασιλεύσι σύνοδον γενέσθαι... Συνηθροίσθησαν ουν εν Σαρδική επίσκοποι τριακόσιοι τεσσαράκοντα και εις, οι και όρον εξέθεντο, βεβαιούντα το άγιον Σύμβολον των εν Νικαία Πατέρων... Τόμον ουν των δυτικών τον όρον τούτον φησίν η δευτέρα σύνοδος... Δυτικούς δε τους εν Σαρδική αθροισθέντας φησίν επισκόπους. Σαρδική δε εστιν η νυν λεγομένη Τριάδιτζα. Τόμον δε είπε των Δυτικών, ότι μόνοι οι Δυτικοί επίσκοποι τούτον εξέθεντο. Οι γαρ εξ Εώας Ο΄ όντες έλεγον. Ως μη του συνεδρίου εξέλθωσι ο Άγιος Παύλος ο ομολογητής και ο Μ. Αθανάσιος, ου κοινωνήσωσι τη συνόδω. Τούτο δε ποιήσαι μη ανασχομένων των Δυτικών, αυτίκα απέστησαν της συνόδου οι της Εώας επίσκοποι· διο και μόνον οι Δυτικοί τον της Νικαίας όρον εβεβαίωσαν και ανεθεμάτισαν τον Ανόμιον, και των Εώων επισκόπων κατεψηφίσαντο». Τα αυτά επαναλαμβάνει αυτόθι εις ακολουθούν σχόλιόν του ο Βαλσαμών.

Συνεκλήθη λοιπόν και η σύνοδος της Σαρδικής ουχί υπό του Πάπα της Ρώμης αλλ' υπό των βασιλέων Κωνσταντίου και Κώνσταντος, και τούτο αποτελεί πρόσθετον μαρτυρίαν εναντίον του παπικού «πρωτείου». Συνεκλήθη δε ουχί δια την αναθεώρησιν εις β΄ βαθμόν της δίκης του Μ. Αθανασίου ως ο Παπισμός ισχυρίζεται, αλλά δια να καταπαύση τον σάλον τον προελθόντα εκ της διδασκαλίας του Αρείου, όστις συνεχίζετο και μετά την Α΄ Οικουμενικήν σύνοδον και εξ αιτίας του οποίου το σώμα των επισκόπων της Ανατολικής Εκκλησίας είχε διαιρεθή εις Ορθοδόξους υπό τον Μ. Αθανάσιον και εις ημιαρειανούς η Ευσεβιανούς, προς ους είχε

προσχωρήσει και ο αυτοκράτωρ της Ανατολής Κωνστάντιος. Και καταδικάσασα και αύτη την διδασκαλίαν του Αρείου, δια της βεβαιώσεως των εν Νικαία δογματισθέντων, εδικαίωσε και τον Μ. Αθανάσιον[104].

Χωρισθείσα δε αύτη απ' αρχής δια της απομακρύνσεως των επισκόπων της Ανατολικής Εκκλησίας (πλήν του Μ. Αθανασίου και των περί αυτόν ευαρίθμων επισκόπων) και της υπ' αυτών συγκροτήσεως ετέρας συνόδου εν Φιλιππουπόλει, δικαίως εχαρακτηρίσθη ου μόνον ως τοπική τοιαύτη, αλλά και ως τοπική της Δυτικής Εκκλησίας, εφόσον το σύνολον σχεδόν των απαρτισάντων αυτήν επισκόπων ήσαν Δυτικοί. Δικαίως, ωσαύτως, το τε πνευματικόν αλλά και το νομοθετικόν-κανονικόν αυτής έργον ωνομάσθη, κατά το προμνησθέν σχόλιον του Ζωναρά, υπό της Β΄ Οικουμενικής συνόδου «Τόμος των Δυτικών», διότι «μόνοι οι Δυτικοί επίσκοποι τούτον εξέθεντο». Εν τούτοις, εκτός της ιδιαιτέρας πνευματικής και νομικής σημασίας των υπ' αυτής ψηφισθέντων Κανόνων (την οποίαν εν συνεχεία θα αναπτύξωμεν), οίτινες, ως προείπομεν, αποτελούσι μίαν των σπουδαιοτέρων μαρτυριών εναντίον του Παπικού «πρωτείου», και μόνον το γεγονός ότι συγκληθείσα και η σύνοδος αύτη υπό των βασιλέων Κωνσταντίου και Κώνσταντος και ουχί υπό του Πάπα Ρώμης – επελήφθη, επέλυσε και εδίκασε, ως ανωτάτη πνευματική και δικαστική αρχή, και την υπόθεσιν του Μ. Αθανασίου, αποδεικνύει ότι ο επίσκοπος Πάπας Ρώμης ουδέν δικαίωμα είχε μέχρι της συγκλήσεως της συνόδου ταύτης και της υπ' αυτής εκδόσεως των «ειδικών» 3, 4 και 5 κανόνων της – προς εκδίκασιν διαφορών μεταξύ επισκόπων είτε εις α΄ είτε εις β΄ βαθμόν. Άλλως η σύνοδος δεν θα εδικαιούτο να επιληφθή καν της υποθέσεως του Μ. Αθανασίου· πολύ δε περισσότερον να παράσχη αύτη, ως νομοθετικόν σώμα, το δικαίωμα του «Εκκλήτου» εις τον επίσκοπον Ρώμης δια των περί ων τριών ειδικών Κανόνων αυτής.

Οπωσδήποτε όμως, το μεν δια την ολικήν σχεδόν σύνθεσιν αυτής εκ Δυτικών επισκόπων (και τον δίκαιον ως εκ τούτου χαρακτηρισμόν της ως τοπικής συνόδου της Δυτικής Εκκλησίας), άμα δε και δια το ότι το νομοθετικόν - κανονικόν αυτής έργον και δικαίωμα ετέλει υπό τον περιορισμόν του ΣΤ΄ Κανόνος της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, οι όλοι υπ' αυτής ψηφισθέντες Κανόνες, ιδία δε οι 3, 4 και 5, ουδέποτε ήτο δυνατόν να έχωσιν ισχύν πέραν των ορίων της δικαιοδοσίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Εάν παρά ταύτα οι οπαδοί και υπερασπισταί του Παπισμού επιμένουν εις αντίθετον γνώμην, θα απαντήσωμεν ότι η ισχύς των τριών τούτων Κανόνων και πάλιν περιωρίσθη εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της Δυτικής Εκκλησίας μετά την ψήφισιν των Θ΄, ΙΖ΄ και KΗ΄ Κανόνων της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, της οποίας προήδρευσε ο Πάπας Λέων ο Ε΄ δια των αντιπροσώπων Αυτού, δι’ ων παρεσχέθησαν και εις τον επίσκοπον - Πατριάρχην Κων/πόλεως τα αυτά δικαστικά δικαιώματα, περιοριζόμενα, αναντιρρήτως και ταύτα, εκ των διατάξεων του ΣΤ΄ Κανόνος της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, εις τα όρια της δικαιοδοσίας του, άτινα, κατά τα προεκτεθέντα, ρητώς και δι' ειδικών Κανόνων ωρίσθησαν. Διότι οι Κανόνες ούτοι της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου είναι κανονικώς και νομικώς επικρατέστεροι των Κανόνων της συνόδου της Σαρδικής, υπό στενήν δε έννοιαν ερμηνευόμενοι δύνανται να θεωρηθώσιν ως καταργούντες τελείως τους αντιστοίχους 3, 4 και 5 Κανόνας της συνόδου ταύτης, τας διατάξεις των οποίων κατά το πλείστον αντιγράφουσιν. Ουδόλως δε μεταβάλλει την «νομικήν» ταύτην αλήθειαν το ότι οι Κανόνες της συνόδου της Σαρδικής εκυρώθησαν υπό της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου. Διότι υπό της αυτής συνόδου δεν κατηργήθησαν ουδέ ετροποποιήθησαν καν και οι προμνησθέντες αντίστοιχοι τοιούτοι της Δ΄ Οικουμενικής, οίτινες αναντιρρήτως διατηρούσι την ειδικήν αυτών ισχύν. Και ευλόγως δύναται να υποστηριχθή ότι η υπό της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου κύρωσις των Κανόνων και της συνόδου της Σαρδικής απέβλεπε και εις τούτο, «να μη θεωρηθώσι δηλονότι ως καταργηθέντες οι Κανόνες ούτοι, και δη οι 3, 4 και 5, υπό των προμνησθέντων αντιστοίχων Κανόνων της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, ως μεταγενεστέρων και επικρατεστέρων. Επιπροσθέτως, υπό της αυτής Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου εκυρώθησαν και απέκτησαν ισοδύναμον νομικήν ισχύν Κανόνων Οικουμενικής και οι αποστολικοί Κανόνες[105], και δη οι ΛΔ΄ και ΛΖ΄, δι' ων η εν γένει πνευματική δικαιοδοσία του επισκόπου - Πάπα Ρώμης ρητώς περιορίζεται εντός των ορίων του Ρωμαϊκού έθνους. Εν συνδυασμώ όθεν και προς τους Ε΄ και Στ΄ Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, δι' ων, ως και εν τοις προηγουμένοις είπομεν, εμμέσως επεκυρώθησαν η επανελήφθησαν και οι προμνησθέντες ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστολικοί Κανόνες, η ισχύς των 3, 4 και 5 Κανόνων της εν Σαρδική συνόδου είναι οπωσδήποτε τοπική, περιορίζεται δηλαδή εντός του πλαισίου των ορίων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, όπως εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του Πατριάρχου Κων/πόλεως περιορίζεται η ισχύς των αντιστοίχων Κανόνων της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, διατηρηθέντων απαραβιάστων των «ειδικών προσόντων» και «δικαίων» των λοιπών τριών Ανατολικών Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, άτινα ρητώς κατωχυρώθησαν ου μόνον δια των μνησθέντων αποστολικών Κανόνων και των Ε΄ και ΣΤ΄ Κανόνων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, αλλά και υπό τόσων άλλων Κανόνων των επτά Οικουμενικών συνόδων, δι' ων καθωρίσθη και η κατά σειράν τιμητική τάξις της Πατριαρχικής «πενταρχίας», ως και τα «ισότιμα δίκαια και προσόντα» και η εν γένει ισότιμος πνευματική δικαιοδοσία των πέντε Πατριαρχών[106].

Εξ όλων τούτων των αδιαφιλονικήτων μαρτυριών πανηγυρικώς, φρονούμεν, καταφαίνεται πόσον δικαίως ο Μ. Φώτιος εν μικρά πραγματεία του υπό τον τίτλον «προς τους

λέγοντας ως η Ρώμη πρώτος θρόνος», δια διαφόρων επιχειρημάτων υποστηρίζει ότι η σύνοδος της Σαρδικής «απέβλεπε μόνον εις την εν τη Δύσει Εκκλησίαν και δεν έχει κύρος Οικουμενικής συνόδου, πολλώ μάλλον ότι εδέχθη τον αιρετικόν Μάρκελλον Αγκύρας, οι δε εν αυτή συνελθόντες καθήρεσαν και ανεθεμάτισαν τους εν Φιλιππουπόλει συνελθόντας και αποδόντας τα αυτά»[107]. Βεβαιούται ωσαύτως η αλήθεια των όσων ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων προσθέτει δια το επίμαχον θέμα εν τη συνεχεία της προμνησθείσης επιστολής του[108], άτινα έχουσιν ως εξής:

«...Έτι δε η πρώτη σύνοδος εκάστη επαρχία εκανόνισε τα οικεία δίκαια προσείναι, και μηδέτερον ετέρου επεισπηδάν τοις ορίοις μηδέ τας αλλοτρίας υποστάν τε και εαυτών ποιείσθαι διοικήσεις. Η δε δευτέρα σύνοδος, δια το βασιλεία την Ρώμην λαμπρυνθήναι προέχειν αποφηναμένη, ου δια τους κορυφαίους Πέτρον και Παύλον, ομοίως και την Κων/πολιν, ως βασιλεία τιμηθείσαν τα ίσα μετ' εκείνης έχειν προνόμια εψηφίσατο. Η δε τετάρτη προκρίνει πάσι την Κων/πολιν, μη ανασχομένη προκαθίσαι Βιγίλιον, εξ ου αταξίαι κατά Μηνά εποιήθησαν, και ποινήν παιδικήν Βιγίλιος έτισεν.

»Έτι δε και προ Βιγιλίου Ιωάννης ο της Ρώμης ανελθών ουδέν περί πρωτείου διηνέχθη (εβασίλευε δε τότε Ιουστινιανός), αλλά την ιερατικήν στολήν, ως έθος τοις εν Κων/πόλει, περιβαλών, προς τοις ευωνύμοις μέρεσι του κατ' εκείνου καιρού πατριαρχούντος Επιφανίου καθεσθείς, ουδέν εδυσχέρανε...»

»Eι δε λέγεις, ότι εν Σαρδική διατάσσεται τον Ρώμης εξετάζειν τας των ετέρων ενοριών ψήφους, πολλαχόθεν έχει το ευκατάλυτον, πρώτον μεν, ότι τοπική ούσα ανατέτραπται υπό της Οικουμενικής Δ´ συνόδου∙ αύτη γαρ τω Κων/πόλεως Αρχιερεί μάλλον τας των ετέρων κρίσεις εξετάζειν απένειμε.

»Δεύτερον, ότι ο ταύτης προεδρεύσας όσιος Κορδούης τω Αρειανισμώ επί τω τέλει του βίου, και τη του Αγίου Αθανασίου καθαιρέσει υπέγραψε, εναντία τη τε οικεία χειρογραφία και τη γνώμη, ην έχειν εν Σαρδική εγνωρίζετο, διαπραξάμενος.

»Άλλως τε ότι ούτος, ο Κορδούης, της Ρωμαϊκής προεδρίας έχων το πρόσωπον, και του δικαίου μείζονα την χάριν αυτή συνεισενέγκας μάλιστα τηνικαύτα, ου μόνον ου παρόντος του Κων/πόλεως, αλλά και αιρέσει προσανακειμένου, ου την τυχούσαν σπουδήν εποιήσατο∙ πλήν ει αύτη τας έμπροσθεν Οικουμενικάς συνόδους, και μάλιστα την πρώτην, υπερορά, η εκάστη επαρχία τα οικεία διασώζεσθαι αβίαστα παντελώς κανονίζει δίκαια· ει, ουν αύτη τοπική ούσα την οικουμενικήν υπερορά, εν αυτώ μάλιστα τω μέρει τούτω, τις αν αυτή επιβλέψαι;

»Τρίτον, ότι Μάρκελλον και άλλους τινάς αιρεσιώτας, ει και της ακριβείας αγνοία, όμως αθώους αποφηναμένη αισχύνην ώφλησε. Και γαρ η Εκκλησία του Θεού τας εκείνης αλογήσασα υπέρ αυτών ως αμαθείς και ανεξετάστους ψήφους, πάσης αυτούς ιερωσύνης εις τέλος εξεκήρυξε.

»Τέταρτον, ότι μερισθέντες oι συνελθείν ομολογήσαντες αλλήλοις, οι μεν την Σαρδικήν, oι δε τους Φιλίππους κατέλαβον, και καταστασιάζοντες αλλήλους καθαιρέσεις και αναθεματισμούς εψηφίσαντο.

»Πέμπτον, ότι η εν Καρθαγένη σύνοδος… έτη δύο και δέκα εις ακρίβειαν εξαναλώσασα των ζητουμένων, ου μόνον ουδέν αινέσιμον απένειμε τη εν Σαρδική, αλλ' ουδ' ότι γέγονεν ειδέναι ηξίωσεν. Εις δε τους Κανόνας εγκύψασα της Α΄ συνόδου, γράφει αποτόμως προς Κελεστίνον (ήδη γαρ ούτος τρίτος από Ζωσίμου τον θρόνον εχειρίζετο Ρώμης) μηκέτι τολμάν τον αρχιερέα της Ρώμης τας ετέρας αναψηλαφάν ψήφους, ως μηδενός Κανόνος τούτου κελεύοντος.

»Ότι και η εν Βενεθάλοις σύνοδος πάλιν τοις της Α΄ εξακολουθήσασα Κανόσι, τους μεν υπό τον Ρώμης επισκόπους ταις εκείνου συνοδικαίς ψήφοις υπείκειν εκέλευσε, τους δε υπό τον Αλεξανδρείας του σφών αρχιερέως, και τους άλλους ομοίως».

Τοιαύτας κρίσεις περί της συνόδου της Σαρδικής και των απαρτισάντων αυτήν Δυτικών επισκόπων προσθέτει εν τη προμνησθείση επιστολή του και ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων. Εις πάσας όμως τας περί της συνόδου ταύτης κρίσεις και παρατηρήσεις θα προσθέσωμεν και ημείς ότι οι μεν Γ΄ και Δ΄ Κανόνες της συνόδου ταύτης δεν είναι καν, καθ' ημάς, «Κανόνες δικαίου», διότι απέμειναν απλαί εισηγητικαί προς την σύνοδον προτάσεις μη περιβληθείσαι την έγκρισιν της συνόδου· πάντες δε οι Κανόνες της και ιδιαιτέρως οι περί ων ο λόγος Γ΄, Δ΄ και Ε΄ αποτελούσιν ακριβώς, ως προείπομεν, μίαν των σοβαρωτέρων μαρτυριών εναντίον του παπικού «πρωτείου εξουσίας κλπ.».

Αποδεικνύεται δε ευχερώς, φρονούμεν, το ορθόν και βάσιμον της πρώτης ημετέρας παρατηρήσεως εκ του ότι ούτε εις την αρχήν, ούτε εις το μέσον, ούτε εις το τέλος των ρηθέντων Γ΄ και Δ΄ Κανόνων υπάρχει η «ρητή» υπό της συνόδου έγκρισις και κύρωσίς των, η εις όλους τους λοιπούς Κανόνας της (πλήν του ΙΗ΄) στερεοτύπως αναφερομένη δια των «ήρεσεν, τα λεχθέντα ήρεσεν...κλπ.». Εις όλους δηλαδή τους λοιπούς Κανόνας και της συνόδου ταύτης αναφέρεται ρητώς η υπό της συνόδου έγκρισις της δι' έκαστον Κανόνα γενομένης προτάσεως υπό των διαφόρων εισηγητών. Ούτως ο Α΄ Κανών άρχεται ως εξής: «Όσιος επίσκοπος πόλεως Κορδούης είπεν...» και καταλήγει· « άπαντες είπον αρέσκει πάσιν». Ο Β΄ άρχεται επίσης, « Όσιος επίσκοπος είπεν...», και καταλήγει, «.. ει τοίνυν αρέσκει η γνώμη αύτη αποκρίνεσθε. Απεκρίναντο, τα λεχθέντα ήρεσεν». Εν τω Γ΄ όμως και τω Δ΄ Κανόνι δεν αναφέρεται ουδεμία αποδοχή των υπό του Οσίου Κορδούης και του επισκόπου Γαυδεντίου γενομένων σχετικών προτάσεων. Ο Ε΄ αντιθέτως, ου μόνον άρχεται δια των «Όσιος επίσκοπος είπεν· ήρεσε κλπ...», αλλά και καταλήγει: «..Απεκρίναντο πάντες∙ αρέσκει». Ο ΣΤ´, ωσαύτως, καταλήγει: «…απεκρίναντο πάντες∙ αρέσκει». Ο Ζ΄, επίσης· «απεκρίναντο πάντες∙ και τούτο οριζέσθω». Ο Η΄, ομοίως με την αυτήν φράσιν. Ο Θ΄ με την φράσιν «...άπαντες απεκρίναντο αρέσκει αυτοίς... την συμβουλήν ταύτην». Ο Ι΄ επίσης· «...άπαντες είπον∙ αρέσκει αυτοίς την συμβουλήν ταύτην». Ο ΙΑ΄ καταλήγει: «...οι επίσκοποι ειρήκασι∙ και την γνώμην ταύτην πρεπωδεστάτην ορίζομεν». Ο IB΄, με την φράσιν «…άπαντες οι επίσκοποι είπον αρέσκει η διατύπωσις». Ο ΙΓ΄, «άπαντες εις τον αρέσκει η κρίσις». Ο ΙΔ΄ έχει την έγκρισιν εις το μέσον: «... πάντες οι επίσκοποι ειρήκασι...». Ο ΙΕ΄, καταλήγει «...άπαντες ειρήκασι∙ και ούτος ο όρος έσται ασάλευτος». Ο ΙΣΤ΄, ομοίως... «...ούτοι οι όροι φυλαττέσθωσαν». Ο ΙΖ' «...άπαντες ειρήκασιν ήρεσε∙ και τούτο». Ο ΙΗ΄ αρχόμενος δια των «Γαυδέντιος επίσκοπος είπεν...», δεν αναφέρει συνοδικήν έγκρισιν. Ο ΙΘ΄ καταλήγει με την φράσιν: «πάντες είπον∙ η γνώμη αρέσκει». Ο Κ΄ ομοίως: «...άπαντες απεκρίναντο∙ πρέπει και αρέσκει η γνώμη αύτη»· και τέλος ο ΚΑ΄, καταλήγει επίσης δια των «...άπαντες είπον∙ οριζέσθω και τούτο».

Εφ’ όσον λοιπόν εν τω Γ´ και Δ´ Κανόνι (περί ων ήδη ο λόγος) δεν αναφέρεται η απαραίτητος ρητή έγκρισις των γενομένων προτάσεων υπό των λοιπών μελών της συνόδου, απέμειναν αύται, καθ' ημάς, «απλαί εισηγητικαί προτάσεις» μη περιβληθείσαι την ισχύν «Κανόνων δικαίου». Επιπροσθέτως, και ως συνάγεται εκ της όλης διατυπώσεως του Ε΄ Κανόνος (αρχομένου δια των: «Όσιος επίσκοπος είπεν∙ ήρεσεν ίν’ ει τις επίσκοπος καταγγελθείη...», και καταλήγοντος «...απεκρίναντο οι επίσκοποι, τα λεχθέντα ήρεσεν»), ικανά σημεία των προτάσεων των Γ΄ και Δ΄ Κανόνων περιελήφθησαν εις τον Κανόνα τούτον. Είναι όθεν πρόδηλον και εκ τούτου ότι αι προτάσεις των Γ΄ και Δ΄ Κανόνων, μη γενόμεναι δεκταί υπό της συνόδου δια της επακολουθησάσης σιωπής, συνεχωνεύθησαν υπό του Οσίου Κορδούης ως προέδρου εις την πρότασιν του Ε΄ Κανόνος, ήτις και ενεκρίθη υπό της συνόδου και τοιουτοτρόπως μόνον ο Κανών ούτος περιεβλήθη και έχει δια το επίμαχον θέμα νομικήν-κανονικήν ισχύν.

Δια τούτο δε προφανώς και εν τω κώδικι του Μονάχου (122 Αν. IB΄ σ. 78)[109] υπάρχει χαρακτηριστικόν σχόλιον του Νομοκάνονος εις τον Ε΄ μόνον Κανόνα της εν Σαρδική συνόδου, ουχί άσχετον προς τον Μ. Φώτιον (Η. Jugie, Hergenrother III, 117-119), έχον ως εξής: «Εκ τούτου του Κανόνος το ρωμαϊκόν ήρται εις αλαζονείαν, και τούτον ως της εν Νικαία συνόδου πάλαι προβαλλόμενοι, υπό της εν Καρθαγένη συνόδου εάλωσαν κακούργοι οι τότε των ρωμαίων προεδρεύοντες, ως αυτό δηλοί το συνοδικόν προίμιον της εν Καρθαγένη. Πλήν ουδέ ούτος αυτοίς ο Κανών πλέον τι χαρίζεται των άλλων Κανόνων, καν αλόγως τούτο δοκώσι... Πρόδηλον, ότι ούτος περί μόνον των εν Δύσει εκπεφώνηται, διότι και ο Όσιος και οι συν αυτώ εκθέμενοι τους Κανόνας εκ των μερών εκείνων ήσαν∙ εν γαρ τη Ανατολή ουδαμώς μέχρι του νυν συνήθεια τοιαύτη κεκράτηκε».

Δια τούτο ωσαύτως και ο Ζωναράς εξηγών τον αυτόν Κανόνα επαναλαμβάνει σχεδόν τα αυτά[110]. «...Εκ τούτου του Κανόνος οι της πρεσβυτέρας Ρώμης αρχιερείς αυχούσι εκδεδόσθαι αυτοίς τας εκκλήτους πάσας των επισκόπων προς αυτούς αναφέρεσθαι, της πρώτης Οικουμενικής συνόδου, της εν Νικαία, τούτον είναι τον Κανόνα ψευδώς λέγοντες· όπερ εν τη κατά την Καρθαγένην αθροισθείση συνόδω προταθέν ηλέγχθη μη αληθεύειν, ως η προ των Κανόνων της αυτής συνόδου γραφή παριστά. Ούτε ουν της εν Νικαία συνόδου εστίν ο Κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους των επισκόπων ανατίθησιν αυτώ, αλλά των υποκειμένων αυτώ. Υπέκειντο δε τότε τη Ρωμαίων Εκκλησία αι Δυτικαί πάσαι σχεδόν Εκκλησίαι».

Ασχέτως όμως του βασίμου η μη της ενστάσεως ημών περί των Γ΄ και Δ΄ Κανόνων της περί ης συνόδου, και αν έτι ήθελον ούτοι θεωρηθή ως «Κανόνες δικαίου» (διότι περιελήφθησαν μεταξύ των Κανόνων της συνόδου ταύτης), εκ της όλης διατυπώσεως τόσον αυτών, όπως και πάντων των λοιπών Κανόνων της αυτής συνόδου, προβάλλει η αναντίρρητος αλήθεια ότι oι εισηγηταί των –όπως και όλων των λοιπών– Όσιος Κορδούης και επίσκοπος Γαυδέντιος αναγνωρίζουσι δια των προτάσεών των μόνον την σύνοδον ως ανωτάτην πνευματικήν, διοικητικήν και δικαστικήν εξουσίαν και αρχήν της Εκκλησίας και παρ' αυτής ζητούσι την έγκρισιν των προτάσεών των. «Ει δοκεί υμίν τη αγάπη Πέτρου του αποστόλου την μνήμην τιμήσωμεν και γραφήναι...κλπ.», λέγει ο προεδρεύων της συνόδου Όσιος Κορδούης εν τη προτάσει του εις τον Γ΄ Κανόνα, και δια των «...ήρεσεν...» – τη συνόδω – άρχεται ο Ε΄ Κανών. Η τοιαύτη λοιπόν των προτάσεων των επιμάχων τούτων Κανόνων (αλλά και όλων, επαναλαμβάνομεν, των λοιπών Κανόνων της συνόδου ταύτης) διατύπωσις και η «κυριαρχικώ δικαίω» έγκρισις και κύρωσίς των υπό της συνόδου δεν αποτελούσι την τρανοτέραν απόδειξιν της προ τούτων ανυπαρξίας «θείω δικαίω» του Παπικού «πρωτείου...»; Διότι, εάν ο επίσκοπος - Πάπας Ρώμης είχε «θείω δικαίω» και ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου το ύπατον δικαίωμα της μοναρχικής διοικήσεως της Εκκλησίας και της εκδικάσεως κατ' έφεσιν των μεταξύ των επισκόπων η μητροπολιτών διαφορών, αναντιρρήτως ουδέ λόγος καν υπήρχε ψηφίσεως και ειδικών συνοδικών Κανόνων προς κύρωσιν η αναγνώρισιν του δικαιώματος τούτου. Αλλά και ως εκ περισσού εάν εκρίνετο αναγκαία η συνοδική αναγνώρισις του τοιούτου δικαιώματος, οι προτείναντες τους Γ΄ και Δ΄ Κανόνας, όπως και τον Ε΄ δυτικοί, μάλιστα, επίσκοποι ώφειλον να είπωσι προς την σύνοδον: «Επεί δε τω μακαριωτάτω επισκόπω Ρώμης ανήκει το δικαίωμα, η εξουσία, ως διαδόχω του αποστόλου Πέτρου, του κρίνειν και δικάζειν κατ' έκκλησιν τας μεταξύ των επισκόπων διαφοράς, δεί το δικαίωμα τούτο και υφ' ημών κυρωθήναι..». Ουδέποτε θα έλεγον, «...ει δοκεί ημίν τη αγάπη Πέτρου του αποστόλου την μνήμην τιμήσωμεν, εξαρτώντες ούτω από την κρίσιν και την… αγάπην της συνόδου την παροχήν εις τον επίσκοπον Ρώμης του δικαιώματος του περιφήμου «εκκλήτου» και αναγνωρίζοντες αυτήν ως την μόνην «δικαιοπάροχον και δικαιοδότιδα» εξουσίαν και αρχήν. Εάν, επαναλαμβάνομεν, είχεν ο απόστολος Πέτρος το δικαίωμα τούτο «θείω δικαίω» και ακολούθως ο επίσκοπος Ρώμης ως διάδοχός του, δεν θα παρεκαλείτο η σύνοδος «να τιμήση την μνήμην» του αποστόλου Πέτρου. Θα υπεδεικνύετο το πολύ απλώς και ως εκ περισσού η πρόσθετος βεβαίωσις και αναγνώρισις του εν λόγω δικαιώματος.

Οι τρεις λοιπόν ούτοι Κανόνες της εν Σαρδική συνόδου, τους οποίους επικαλείται ο Παπισμός προς θεμελίωσιν του «πρωτείου του» επί του «κανονικού δικαίου», αποτελούσι ακριβώς μίαν εκ των σπουδαιοτέρων μαρτυριών εναντίον του «πρωτείου». Διότι είναι όλως πρόδηλον εξ αυτών, ότι εις τας συνειδήσεις των εισηγητών των δυτικών επισκόπων (ων ο πρώτος, ο Όσιος Κορδούης, αντιπρόσωπος του επισκόπου Ρώμης Ιουλίου) δεν υπήρχε έννοια προϋπάρξεως υπεροχής, «πρωτείου» τινός του επισκόπου Ρώμης, είτε πνευματικού είτε διοικητικού η δικαστικού επί άλλων επισκόπων, και της δικαιοδοσίας του ακόμη (πολύ δε περισσότερον επί της όλης Εκκλησίας), ως επίσης έννοια υπάρξεως «θείω δικαίω» παρεμφερούς δικαιώματος εις τον απόστολον Πέτρον. Δια τούτο παρακαλείται η σύνοδος να «τιμήση» δια των Κανόνων τούτων την μνήμην του αποστόλου Πέτρου, παρέχουσα εις τον επίσκοπον Ρώμης τα προτεινόμενα δικαιώματα. Εκ της όλης δε διατυπώσεώς των διακηρύσσεται πανηγυρικώς ότι: α. η περί ης σύνοδος ήτο η υπερτάτη αρχή και εξουσία της Δυτικής βεβαίως Εκκλησίας, εφόσον αναντιρρήτως ήτο τοπική· β. ότι, ως ορθώς παρατηρούσιν ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος και ο μακαριστός καθηγητής Αρχ. Β. Στεφανίδης, «απλή επιστασία» ανετέθη δια των Κανόνων τούτων, και δη του Ε΄, υπό της συνόδου εις τον επίσκοπον Ρώμης προς δικαίαν αναθεώρησιν δίκης επισκόπου, εφ’ όσον, δικασθείς ούτος υπό επισκόπων της αυτής επαρχίας και θεωρών εαυτόν αδικηθέντα ήθελε προσφύγη εις αυτόν και γ. ότι η «δοτή» αύτη εξουσία της επιστασίας προς εξασφάλισιν «δικαίας κρίσεως» προς εκκαλούντας επισκόπους αναντιρρήτως περιωρίζετο, κατά τα προεκτεθέντα, μόνον εις τους επισκόπους της δικαιοδοσίας της Δυτικής Εκκλησίας. Διότι μόνον επ' αυτών είχε δικαιοδοσίαν ο επίσκοπος Ρώμης κατά τας ρητάς διατάξεις των Ε΄ και Στ΄ Κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και των ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστολικών τοιούτων. Συνεπώς, μόνον οι επίσκοποι της Δυτικής Εκκλησίας, εάν έκριναν εαυτούς αδικηθέντας υπό των ομοχωρίων των – της επαρχίας της αυτής – επισκόπων, είχον το δικαίωμα να προσφύγωσι προς αυτόν κατ’ έφεσιν δια την αναθεώρησιν της δίκης των υπό γειτνιώντων επισκόπων η δια την κρίσιν της εφέσεώς των και υπό άλλων επισκόπων εκλεγομένων κατά τον Ε΄ Κανόνα υπό του επισκόπου-Πάπα Ρώμης κατά την κρίσιν αυτού.

 

Η. Η επιστολή της εν Καρθαγένη συνόδου προς τον Πάπαν Κελεστίνον

Η εν Καρθαγένη σύνοδος συνεκροτήθη την 1ην Μαΐου του έτους 418 εξ αφορμής της επεμβάσεως του Πάπα Ρώμης Ζωσίμου εις την διοίκησιν της Εκκλησίας της Αφρικής δια της υπ' αυτού αποδοχής της προς αυτόν προσφυγής - εκκλήσεως του πρεσβυτέρου Αφρικής Απιαρίου και της εις Ρώμην κλητεύσεως, κατόπιν της προσφυγής ταύτης, του καθαιρέσαντος τον Απιάριον επισκόπου Σίκκης (Αφρικής) Ορβανού.

Προς την σύνοδον ταύτην εκδώσασαν Κανόνα, δι' ου απεκόπτετο της Εκκλησιαστικής κοινωνίας πας Αφρικανός ποιούμενος έκκλησιν εις δικαστήριον πέραν της θαλάσσης, δηλαδή εις Ρώμην, ο Πάπας Ζώσιμος έπεμψε λεγάτους τον επίσκοπον Φωστίνον και τους πρεσβυτέρους Φίλιππον και Έσελον μετ' εγγράφων οδηγιών - κομμιντορίου, εν ω επικαλούμενος τον προμνησθέντα Ε΄ Κανόνα της συνόδου της Σαρδικής, ως κανόνα δήθεν της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, υπεστήριζεν, ότι είχε το δικαίωμα της τοιαύτης επεμβάσεως.

Το κομμιντόριον τούτο ανεγνώσθη προς την σύνοδον, άμα τη αναγνώσει του όμως υπεβλήθη υπό του Αλυπίου, επισκόπου Θεαγαστέων, τοποτηρητού της Νουμιδικής επαρχίας, η ένστασις ότι ο εν αυτώ Κανών δεν ήτο Κανών της Α΄ Οικουμενικής συνόδου[111].

Κατόπιν τούτου, και προς διαπίστωσιν της αληθείας, η σύνοδος εζήτησεν επίσημα αντίγραφα των Κανόνων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου παρά των Πατριαρχών Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, ανήγγειλε δε τούτο και εις τον Πάπαν Βονιφάτιον, διάδοχον του Ζωσίμου, δι' επιστολής

τονίζουσα ότι «...πλείστοις εντυχόντες βιβλίοις ουδαμού

ανέγνωμεν εις την εν Νικαία σύνοδον... εν τρόπον εν τω προλεχθέντι κομμιντορίω αυτόθεν απεστάλησαν... δι' ό και των Ανατολικών Εκκλησιών, ένθα λέγονται τα αυτά ψηφίσματα δύνασθαι τα αυθεντικά ημίν προσενεχθήναι, ταύτα μάλλον ποθούμεν...»[112]. Όταν τα αιτηθέντα επίσημα αντίγραφα ελήφθησαν, αποσταλέντα υπό των Πατριαρχών Κων/πόλεως Αττικού και Αλεξανδρείας Κυρίλλου, απεδείχθη δι' αντιπαραβολής ότι ο εν τω κομμιντορίω κανών δεν ήτο κανών της Α΄ Οικουμενικής συνόδου.

Μετά εν περίπου έτος ο Πάπας Κελεστίνος, διάδοχος του Βονιφατίου, επεχείρησε να ασκήση προς την ιδίαν σύνοδον το αυτό δικαίωμα επεμβάσεως και «εκκλήτου» και απέστειλε πάλιν προς αυτήν τον αυτόν πρεσβύτερον Απιάριον αξιώσας την βιαίαν επιβολήν του. Η σύνοδος όμως προεδρευομένη υπό του επισκόπου Καρχηδόνος Αυρηλίου απέστειλε προς αυτόν την ιστορικήν επιστολήν της, δι' ης όχι μόνον κατηγγέλλετο επισήμως το πλαστόν του εν τω κομμιντορίω Κανόνος, αλλά κατεφέρετο και καίριον πλήγμα κατά τε του παπικού «πρωτείου» και του «εκκλήτου», εφ' όσον, ως απεδείχθη, δεν εστηρίζοντο ταύτα ουδαμού[113]. Η επιστολή, μετά την περί της υποθέσεως του Απιαρίου έκθεσιν, έχει ως εξής: «...Εν προσφάτω τοίνυν, του καθήκοντος της οφειλομένης προσκυνήσεως εκπληρουμένου, ικετεύομεν, ίνα του λοιπού προς τας ημετέρας ακοάς τους εντεύθεν παραγινομένους ευχερώς μη προσδέχησθε, μηδέ τους παρ' ημών αποκοινωνήτους εις κοινωνίαν του λοιπού θελήσητε δέξασθαι. 'Επειδή τούτο και της εν Νικαία συνόδου ορισθέν ευχερώς εύροι η ση σεβασμιότης· ει γαρ και περί κατωτέρων κληρικών και περί λαϊκών φαίνεται εκεί παραφυλάττεσθαι, πόσω μάλλον τούτο περί επισκόπων βούλεται παραφυλαχθήναι; Μη ουν εν τη ιδία επαρχία από της κοινωνίας αναρτηθέντες παρά της σής αγιωσύνης, σπουδαίως και καθώς μη χρή, φανώσιν αποκαθιστάμενοι τη κοινωνία. Και των πρεσβυτέρων δε ομοίως και των επομένων κληρικών τας αναιδείς αποφυγάς, ως έστι σου άξιον, αποδιώξει η αγιωσύνη η ση· επειδή και ου δια τινός όρου των Πατέρων τούτο απηγόρευται τη εν Αφρική Εκκλησία, και τα ψηφίσματα της εν Νικαία συνόδου είτε κληρικούς του κατωτέρου βαθμού είτε αυτούς τους επισκόπους τοις ιδίοις μητροπολίταις φανερώτατα κατέπεμψαν. Συνεπώς γαρ και δικαίως συνείδεν, άτινα δήποτε πράγματα αναφυώσι, ταύτα εν τοις ιδίοις οφείλειν περατούσθαι τόποις· ούτε γαρ μια και εκάστη προνοία ελογίσαντο ελλείπειν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, δι' ης η δικαιοσύνη από των του Χριστού ιερέων και οράται φρονίμως και κατέχεται σταθερώς, μάλιστα ότι και ενί εκάστω συγκεχώρηται, εάν περί της δίκης των διαγνωστών προΐσταται αυτώ προς τας συνόδους της ιδίας επαρχίας, η έτι μην εις Οικουμενικάς συνόδους εκκαλέσασθαι. ει μη άρα τις εστιν όστις πιστεύσει, ενί ω τινι δήποτε δύνασθαι τον Θεόν ημών της κρίσεως εμπνεύσαι την δικαιοσύνην, τοις δε αναριθμήτοις εις σύνοδον συναθροισμένοις ιερεύσιν αρνείσθαι. Πως δε αυτή η πειραματική κρίσις βεβαία έσται, προς ην των μαρτύρων τα αναγκαία πρόσωπα η δια την της φύσεως, η δια την του γήρως ασθένειαν, η πολλοίς άλλοις εμποδισμοίς ενεχθήναι ου δύναται; Περί γαρ του τινος ωσανεί εκ του πλευρού της σής αγιωσύνης πέμπεσθαι ουδεμιά των πατέρων συνόδω ορισθέν ευρίσκομεν, επειδή όπερ πάλαι δια του αυτού συνεπισκόπου ημών Φαιστίνου, ωσανεί εκ μέρους της εν Νικαία συνόδου αυτόθεν απέσταλτο, εν τοις αληθεστέροις απογραφαίς της εν Νικαία, ας περ εδεξάμεθα από του αγιωτάτου Κυρίλλου, του της Αλεξανδρέων Εκκλησίας συνεπισκόπου ημών, και παρά του προσκυνητού Αττικού, του εν Κων/πόλει επισκόπου, πεμφθείσας εκ των αυθεντικών, αίτινες έτι μην προ τούτου δια Ιννοκεντίου του πρεσβυτέρου, και Μαρκέλλου του υποδιακόνου, δι' ων προς ημάς παρ' εκείνων απεστάλησαν τω της προσκυνητής μνήμης Βονιφατίω τω επισκόπω τω προεγνωσμένω υμάς παρ' ημών εξεπέμφθησαν, τοιούτόν τι ουκ ηδυνήθημεν ευρείν. Εκβιαστάς τοίνυν κληρικούς ημών τινων αιτούντων μη θέλετε αποστέλλειν, μήτε παραχωρείν, ίνα μη τον καπνώδη του κόσμου τύφον δόξωμεν εισάγειν τη Εκκλησία... ότι τούτο τη δοκιμή και ρυθμίσει της σής αγιωσύνης εν τω σώζεσθαι την αδελφικήν αγάπην περαιτέρω η Αφρική ουδαμώς υπομείνη»[114].

 

Θ.  Η απάντησις της συνόδου της Αντιοχείας (340-341) προς τον Πάπαν Ιούλιον

Μαρτυρίαν ίσης πνευματικής σημασίας με την επιστολήν της συνόδου της Καρθαγένης προς τον Πάπαν Κελεστίνον αποτελεί η πολύ προ ταύτης απάντησις της εν Αντιοχεία συνόδου προς τον τότε Πάπαν Ιούλιον. Ότε ούτος ηθέλησε να εξετάση την κανονικότητα του υπό της συνόδου ταύτης εκλεγέντος αρειανού επισκόπου Αλεξανδρείας Γρηγορίου του Καππαδόκου, υπεδείχθη εις αυτόν υπό της συνόδου ότι «ουδέν δικαίωμα αναμίξεως έχει εις τα Εκκλησιαστικά πράγματα της Ανατολής...και ότι, όπως η Ανατολή δεν ανεμίχθη εις ζητήματα της Ρώμης, οίον το μεταξύ Κορνηλίου και Νοβατιανού, ούτω και η Ρώμη δεν δύναται να επεμβαίνη εις τα της Ανατολής». Ειδικώς δε τω υπεδείχθη ότι το ζήτημα του Παύλου Σαμοσατέως ελύθη άνευ οιασδήποτε αναμίξεως του Ρώμης και ετονίσθη ότι ο επίσκοπος Ρώμης δεν πρέπει να φαντάζεται εαυτόν ανώτερον των λοιπών επισκόπων, διότι είναι επίσκοπος Ρώμης. Εάν η Ρώμη δύναται να καυχηθή δια τον πλούτόν της, η Ανατολή καυχάται δια την ανωτάτην θεολογικήν γνώσιν και αρετήν. Το φως της πίστεως εκ της Ανατολής μετεδόθη εις την Δύσιν. Όθεν δεν είναι πρέπον οι της Ανατολής επίσκοποι να ακολουθώσι τους Δυτικούς[115]. Ο Πάπας Ιούλιος απαντήσας δεν ηθέλησε να υποστηρίξη «πρωτείον η δικαίωμα» επί τω ότι είναι επίσκοπος Ρώμης, αλλ' ότι «κατά τινα συνήθειαν» («τούτο έθος ην») εζήτησε να εξετάση το περί ου ζήτημα, προσθέσας ότι και ο Μ. Αθανάσιος εζήτησε την εξέτασιν της υποθέσεώς του υπό της συνόδου των Δυτικών επισκόπων[116].

Αλλ' ότι μεν ουδέν «έθος» υπήρχε παρέχον εις τον επίσκοπον Ρώμης τοιούτον δικαίωμα, πανηγυρικώς, φρονούμεν, απεδείχθη εκ των μνημονευθέντων ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστ. Κανόνων, των Ε΄ και ΣΤ΄ Κανόνων της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, του Β΄ Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, αλλά και των Γ΄, Δ΄ και Ε΄ Κανόνων της εν Σαρδική συνόδου, δια των προτάσεων των οποίων προς την σύνοδον εκείνην (γενομένων μάλιστα υπό δυτικών επισκόπων, και δη του προέδρου αυτής, Οσίου Κορδούης) το πρώτον εζητήθη η παρά της συνόδου παροχή του δικαιώματος του «εκκλήτου» εις τον επίσκοπον Ρώμης «προς τιμήν του απ. Πέτρου»· προσέτι, και εκ του Θ΄ Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου, δι’ ου παρεσχέθη το αυτό δικαίωμα του «εκκλήτου» εις τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως.

Ότι ωσαύτως τα κατ' έθος «πρεσβεία» του επισκόπου Ρώμης ήσαν απλώς «πρεσβεία τιμής» («δια το είναι την πρεσβυτέραν Ρώμην πρωτεύουσαν») και ουχί «πρωτείον διοικήσεως η εξουσίας» επί της όλης Εκκλησίας, τούτο βεβαιούται επίσης εκ των προμνησθέντων Γ΄ Κανόνος της Β΄ Οικουμενικής συνόδου και ΚΗ΄ της Δ΄, συνελθούσης υπό την προεδρίαν των αντιπροσώπων του Πάπα, δι' ων παρεσχέθησαν «ίσα πρεσβεία τιμής» και εις τον επίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως – δια το είναι και ταύτην πρωτεύουσαν και νέαν Ρώμην», – άτινα και ανενεώθησαν δια του ΛΣΤ΄ Κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου και καθωρίσθη άπαξ έτι η κατά σειράν τάξις των «πρεσβείων τιμής» της πενταρχίας, των πέντε Πατριαρχών.

Και ότι, τέλος, ο Μ. Αθανάσιος δεν προσέφυγε εις τον επίσκοπον Ρώμης ως εις προϊσταμένην αρχήν ζητών

προστασίαν η βοήθειαν, μαρτυρεί απολύτως η εγκύκλιος αυτού, δι' ης ανήγγειλεν απλώς εις τον επίσκοπον Ρώμης τα της βιαίας εξορίας του και συνίστα να μη αναγνωρισθή ο παρείσακτος αρειανός επίσκοπος Πιστός. Εκ τούτου δε και οι αντιπρόσωποι των αρειανών συναντηθέντες εν Ρώμη μετά των αντιπροσώπων του Μ. Αθανασίου απέτυχον εις τας ενεργείας των. Η αίτησις του Μ. Αθανασίου, όπως η υπόθεσίς του εκδικασθή υπό της εν Σαρδική συνόδου, εξηγείται ευκόλως και εκ του ότι η σύνοδος εκείνη συνεκλήθη, ως προανεπτύξαμεν, υπό των βασιλέων Κώνσταντος και Κωνσταντίου ως σύνοδος Οικουμενική. Ήτο άρα όλως φυσικόν να ζητήση ο Μ. Αθανάσιος, όπως κριθή η υπόθεσίς του και δικασθή υπ' αυτής. Η υπό της συνόδου δε ταύτης, και μετά τον χωρισμόν της, εκδίκασις της υποθέσεώς του αποτελεί, ως προετονίσαμεν, πρόσθετον μαρτυρίαν εναντίον του Παπικού «πρωτείου», διότι άλλως δεν θα είχεν αύτη το δικαίωμα να επιληφθή καν της εκδικάσεως της υποθέσεως του Μ. Αθανασίου. Επί πλέον και αύτη, δι' όλων των υπ' αυτής ψηφισθέντων Κανόνων, διεκήρυξεν εαυτήν ως την υπάτην πνευματικήν, διοικητικήν και δικαστικήν αρχήν της τότε Ορθοδόξου Δυτ. Εκκλησίας, αυτή το πρώτον παραχωρήσασα εις τον επίσκοπον Ρώμης το δικαίωμα του εκκλήτου, περιοριζόμενον, ως προανεπτύξαμεν, μόνον εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του. Προσέτι όμως πάντες οι θρόνοι των Πατριαρχείων της Ανατολής είχον τότε καταληφθή υπό αρειανιζόντων επισκόπων. Η εκδίκασις όθεν της υποθέσεως του Μ. Αθανασίου υπό της εν Σαρδική συνόδου ουδόλως είχε την έννοιαν της εις τον επίσκοπον Ρώμης, ως εις ανωτάτην της Εκκλησίας πνευματικήν κλπ. αρχήν, προσφυγής του αγίου τούτου Πατρός[117].

Πολύ δε περισσότερον δεν είχε την έννοιαν της προσφυγής εις τον επίσκοπον - Πάπαν Ρώμης Ιννοκέντιον τον Α΄ η προς αυτόν εγκύκλιος επιστολή του αγίου ’Ιωάννου του

Χρυσοστόμου, δι' ης και ούτος ανήγγειλεν αυτώ την άδικον ωσαύτως καταδίκην του υπό της παρά την Δρύν συνελθούσης συνόδου. Διότι ομοίας επιστολάς απέστειλεν ο άγιος Πατήρ και προς τον επίσκοπον Ιεροσολύμων Ιωάννην και προς άλλους επισκόπους της Δυτικής Εκκλησίας, ως τον Βρίξης Γαυδέντιον, τον Μεδιολάνων Βενέριον και τον Ακηλυΐας Χρωμάτιον, και εζήτει την συγκρότησιν συνόδου και ουχί την επέμβασίν των. Ο δε Ιννοκέντιος Ρώμης παρά την υπό του προκατόχου του Ζωσίμου γενομένην, κατά τα προεκτεθέντα, απόπειραν προβολής δικαιώματος «εκκλήτου» προς την σύνοδον της Καρθαγένης, δια της επικλήσεως του Ε´ Κανόνος της εν Σαρδική συνόδου, ως δήθεν Κανόνος της Α΄ Οικουμενικής (ην απόπειραν επανέλαβε και αυτός, προκαλέσας την προμνησθείσαν επιστολήν της συνόδου), υπεστήριξεν απλώς την ανάγκην της συγκλήσεως τοιαύτης συνόδου, χωρίς να διεκδικήση δικαίωμα επιλύσεως της διαφοράς, ήτοι το δικαίωμα του περιφήμου «εκκλήτου», καίτοι η υπόθεσις του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου παρείχε προς τούτο ευκαιρίαν μοναδικήν[118].

 

I.    Aι διατάξεις του αυτοκράτορος Γρατιανού (379) και αι σχετικαί αποφάσεις της συνόδου εν Ρώμη (380)

Τω 379 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Γρατιανός, υποστηρίζων τον επίσκοπον Ρώμης Δάμασον εναντίον του αντιποιουμένου του επισκοπικού θρόνου Ρώμης Ουρσίνου, εξέδωκε διάταξιν, δι' ης ώριζεν, ίνα ο επίσκοπος Ρώμης εξετάζη και δικάζη πάσας τας υποθέσεις της θρησκείας μεταξύ των συλλειτουργών αυτού (cum consortibus) προς κατάπαυσιν των σχισμάτων. Εκ της διατάξεως ταύτης καταφαίνεται ότι το 379, ήτοι τριάκοντα εξ (36) περίπου έτη μετά την σύνοδον της Σαρδικής, δεν είχεν εισέτι ο επίσκοπος Ρώμης δικαιοδοσίαν επί όλων των Δυτικών επισκόπων. Τούτο επιμαρτυρείται και υπό της μετά εν έτος συγκροτηθείσης εν Ρώμη συνόδου υπό των επισκόπων της Ιταλίας προς καταστολήν των ταραχών[119]. Η δε Β΄ Οικουμενική σύνοδος συνελθούσα κατά το επόμενον έτος 381, ώρισε και πάλιν δια του Β΄ Κανόνος της «τους υπέρ διοίκησιν επισκόπους ταις υπερορίαις Εκκλησίαις μη επιέναι μηδέ συγχέειν τας Εκκλησίας». Κατά την έννοιαν του Κανόνος τούτου και ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος δια διατάξεως αυτού παρέσχε εις τον Πάπαν Αλεξανδρείας Τιμόθεον, εν τη δικαιοδοσία του, τη περιοχή της Αιγύπτου, τα αυτά οία και ο Γρατιανός τω επισκόπω Ρώμης εν τη διοικήσει της Ιταλίας δικαιώματα, ως άλλως τε είχε καθορίσει ο ΣΤ΄ Κανών της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μη ποιούμενος διάκρισιν μεταξύ των επισκόπων Ρώμης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Η διάταξις του Γρατιανού εγένετο δεκτή εν Ρώμη μετ' ευγνωμοσύνης. Η εν αυτή συνελθούσα σύνοδος το 380 παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα να ορίση προς εφαρμογήν της διατάξεως όπως, εάν ο Δάμασος η η εν Ρώμη σύνοδος προσκαλέσωσιν εις δίκην επίσκοπόν τινα η καθαιρέσωσιν αυτόν, μη θελήση δε ούτος να υποταχθή, αι πολιτικαί αρχαί να εκβιάζωσιν αυτόν προς τούτο. Εάν συμβή ο υπόδικος επίσκοπος να υπόκειται υπό μεμακρυσμένην μητρόπολιν, δύναται να δικάζεται υπό του οικείου μητροπολίτου. Εάν όμως αυτός ο μητροπολίτης συμβή να είναι κατηγορούμενος, δέον τότε εκβιαζόμενος να εμφανίζεται εις Ρώμην ενώπιον δικαστηρίου επισκόπων οριζομένου υπό του επισκόπου Ρώμης. Έκαστος δε επίσκοπος δικαιούται να ποιήται έφεσιν προς τον Ρώμης η προς δέκα πέντε (15) γείτονας επισκόπους. Προκειμένου περί του επισκόπου Δαμάσου η σύνοδος παρεκάλει τον αυτοκράτορα όπως και αυτός, ως ίσος μεν προς τους λοιπούς επισκόπους, αλλ' υπερέχων μόνον κατά την εξαίρεσιν του αποστολικού θρόνου, μη στερηθή του προνομίου των λοιπών επισκόπων δηλαδή να μη υπάγεται εις τα κοσμικά δικαστήρια. Αλλ', εάν ο Δάμασος δεν θελήση να εμπιστευθή την υπόθεσίν του εις επισκοπικόν δικαστήριον, να εξετάζεται apud consilium imperial, παρά τω αυτοκρατορικώ συμβουλίω. Απαντών ο Γρατιανός εις την αίτησιν ταύτην της συνόδου εξέδωκε διαταγήν επ' ονόματι Ακηλίνου, βικαρίου του επισκόπου Ρώμης, ορίσας όπως το δικαστήριον, όπερ έμελλε να δικάζη τους επισκόπους, απαρτίζηται, ουχί μόνον από ενός επισκόπου, έστω και του Ρώμης, αλλά και από ετέρων πέντε η επτά επισκόπων[120].

Εκ των διατάξεων τούτων του αυτοκράτορος Γρατιανού, αίτινες κατ' ουσίαν αποτελούσιν εκτελεστικά διατάγματα προς εφαρμογήν των μνησθέντων Κανόνων της εν Σαρδική συνόδου, και εκ των αποφάσεων της εν Ρώμη συνόδου του 380 μ.Χ. αποδεικνύεται απολύτως, ότι ο επίσκοπος - Πάπας Ρώμης δεν είχε μέχρι τότε αποκτήση δικαστικήν δικαιοδοσίαν –το «έκκλητον»– εφ' όλων των επισκόπων της τότε Ορθοδόξου Δυτικής Εκκλησίας. Ωσαύτως, ότι ουδεμία έννοια υπήρχε τότε παρά τοις επισκόποις και της Δυτικής Εκκλησίας, ότι ούτος υπέρκειται παντός νόμου και δεν δικάζεται παρ' ουδενός, αυτός δικάζων τους πάντας. Τέλος, ότι δεν υπήρχε παρ' αυτοίς ουδεμία επίσης έννοια του καρπού της δοξασίας ταύτης, ήτοι του περιφήμου «αλαθήτου» του Πάπα. Διότι η προμνησθείσα εν Ρώμη σύνοδος ρητώς ώρισεν όπως δικάζηται και ούτος παρά τω αυτοκρατορικώ συμβουλίω, εάν δεν θα ενεπιστεύετο την υπόθεσίν του εις επισκοπικόν δικαστήριον. Όταν δε εις τας μαρτυρίας ταύτας προστεθή και η υπό του Πάπα Πελαγίου (555 μ.Χ.) αναγνώρισις του δικαιώματος του αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, όπως επικυροί την εκλογήν και των Παπών της Ρώμης, καθ’ ον τρόπον επεκύρου ούτος την εκλογήν και των λοιπών τεσσάρων Πατριαρχών[121], πανηγυρικώς διακηρύσσεται άπαξ έτι η αυτή αλήθεια, ότι δηλ. ο επίσκοπος-Πάπας Ρώμης μέχρι του τέλους του Δ΄ αιώνος, ουδεμίαν εξουσίαν είχε και εν τη Δυτική ακόμη Εκκλησία διάφορον η μείζονα εκείνης, ην και οι λοιποί τέσσαρες Πατριάρχαι είχον έκαστος εις τας δια των Κανόνων της Α΄ και των λοιπών ακολούθως Οικουμενικών συνόδων ρητώς ορισθείσας ιδιαιτέρας επαρχίας και δικαιοδοσίας των. Τούτο δε σαφώς εβεβαίωσε και ο αληθώς άγιος Πάπας Γρηγόριος ο Α΄, όταν το πρώτον ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωάννης ο Νηστευτής (582-595) έκαμεν επίσημον χρήσιν του τίτλου «Οικουμενικός».

 

ΙΑ. Αι επιστολαί του Πάπα Γρηγορίου του Α΄

Καταπολεμών ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄ την υπό του Πατριάρχου Κων/πόλεως Ιωάννου του Νηστευτού χρήσιν του τίτλου «Οικουμενικός» (ενώ η χρήσις του τίτλου τούτου εγένετο υπό των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως πολύ προηγουμένως)[122], απέστειλε προς αυτόν επιστολάς διαμαρτυρίας, εν τη πρώτη των οποίων κατά τας αρχάς του 595 μεταξύ άλλων περιέχονται και τα εξής[123]:

«... Ότι ο 'Ιωάννης θα μείνη αναπολόγητος κατά την Β΄ παρουσίαν ενώπιον του Κυρίου, της κεφαλής της Εκκλησίας, διότι δια της προσηγορίας του «Οικουμενικού» προσπαθεί να υπόταξη όλα τα μέλη αυτής. Ότι δια της διεφθαρμένης λέξεως μιμείται τον Εωσφόρον, διότι τι άλλο δι' αυτής λέγει, ειμή αναβήσομαι εις τον ουρανόν και θήσω τον θρόνον μου υπεράνω των αστέρων; Αστέρες δε είναι οι επίσκοποι της οικουμενικής Εκκλησίας, ους πάντας ζητεί να υπερβή ο Ιωάννης. Όταν μετά θλίψεως σκεφθώ περί πάντων τούτων, έγραφε, και μετά φόβου απίδω τας ανεξερευνήτους βουλάς του Θεού, πνίγομαι υπό δακρύων, αναστέλλονται οι παλμοί της καρδίας μου επί τη σκέψει, ότι τοιούτος αγιώτατος ανήρ επέτρεψεν εις κόλακας γλώσσας να παρασυρθή εις τοιαύτην έπαρσιν, ώστε, οικειωθείς διεφθαρμένον όνομα, αγωνίζεται να μιμηθή τον Εωσφόρον, όστις, θελήσας να εξισωθή προς τον Θεόν, απώλεσε και την δόξαν της ομοιότητος. Ότι αληθώς ο απ. Πέτρος είναι το πρώτον μέλος της αγίας και Οικουμενικής Εκκλησίας, ο δε Παύλος, Ανδρέας, Ιωάννης τι άλλο εισίν η κεφαλαί επί μέρους λαών; Και όμως υπό μίαν κεφαλήν εισίν πάντα τα μέλη της Εκκλησίας, και άγιοι προ του νόμου, άγιοι μετά τον νόμον, άγιοι υπό χάριν, άπαντες ούτοι, πληρούντες δι' εαυτών το σώμα του Κυρίου, συναριθμούνται μετά των μελών της Εκκλησίας, και ουδείς αυτών ουδέποτε ηθέλησε να καλήται οικουμενικός».

Ωσαύτως, προς τον αυτοκράτορα Μαυρίκιον και τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Ευλόγιον και Αντιοχείας Αναστάσιον έγραψε κατά το 597, συν άλλοις, ότι «....θεωρεί πρόδρομον του αντιχρίστου η μάλλον ανώτερον του αντιχρίστου τον τολμώντα να ονομάζη εαυτόν «Οικουμενικόν Πατριάρχην»∙ ότι ου μόνον αυτός, αλλ' άπασα η Εκκλησία εσκανδαλίσθη εκ του υπερηφάνου τίτλου, του αντιμαχομένου προς τους Κανόνας των συνόδων και προς αυτάς τας εντολάς του Κ. η. Ι. Χριστού∙ ότι ο οικειοποιούμενος τον νέον τίτλον, παρά τας εντολάς του Ευαγγελίου και τας διατάξεις των συνόδων, δύναται να είναι πρώτος χωρίς να ταπεινώση τους λοιπούς; ότι, εάν τις της Εκκλησίας Κων/πόλεως προσλάβη τοιούτον όνομα, δι' ου έμελλε να γίνη δικαστής πάντων[124], η οικουμενική Εκκλησία έμελλε να σαλευθή εν ταις βάσεσιν αυτής. Ότι ο αποκαλών εαυτόν Οικουμενικόν Πατριάρχην καταργεί την πατριαρχικήν αξίαν των άλλων Πατριαρχών. Ιδιαιτέρως δε παρεκάλει τους Πατριάρχας να προσεύχωνται εις τον Θεόν, ίνα μη δια του δηλητηρίου της λέξεως δηλητηριασθώσι τα ζώντα μέλη του σώματος του Χριστού και όπως μη η διαβολική αύτη επινόησις του τίτλου προσβάλη και τους λοιπούς Πατριάρχας, οίτινες ώφειλον ούτε να δίδουν, ούτε να δέχωνται τον τίτλον, αλλά να προσέχωσιν, όπως και οι υπ' αυτούς επίσκοποι προφυλάσσωνται από της μιάνσεως της λέξεως ταύτης. Εάν δε συμβή το αντίθετον, ημείς μένοντες ολόψυχοι οφείλομεν να αντιστώμεν μέχρι θανάτου, όπως καταδικάζοντες την οικουμενικότητα μη παρασυρθώμεν υπό ιδιοτελείας τινός».

Εκ των επιστολών τούτων του Πάπα Γρηγορίου σαφώς διακηρύσσεται, ως ορθώς παρατηρεί ο αοίδιμος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εν τω αυτώ συγγράμματί του (σελ. 105-108 και 320), ότι ο Πάπας Γρηγόριος ανιδιοτελώς κατέκρινε τον τίτλον «Οικουμενικός» φοβούμενος μήπως ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θελήση να κυριαρχήση εφ' ολοκλήρου της Εκκλησίας και διαταράξη την μεταξύ των Πατριαρχών επικρατούσαν ισότητα. Αποκρούων οιονδήποτε πρωτείον εν τη διοικήσει της Εκκλησίας, αναπτύσσει λαμπρώς την ισότητα ταύτην και αγωνίζεται υπέρ αυτής. Πολεμεί τον τίτλον «Οικουμενικός», ουχί διότι θεωρεί εαυτόν Οικουμενικόν Πατριάρχην, αλλά διότι ουδείς των Πατριαρχών δύναται να αξιώση, όπως άρχη των λοιπών. Αποκρούει δηλονότι πάσαν ιδέαν διοικητικού «πρωτείου» και μοναρχικής εξουσίας εν τη Εκκλησία. Τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας και Αντιοχείας θεωρεί εξ ίσου προς εαυτόν διαδόχους του απ. Πέτρου, χωρίς να αποκρούη και την πατριαρχικήν αξίαν του Κων/πόλεως. Εις ιδιαιτέραν δε επιστολήν του προς τον Αλεξανδρείας Ευλόγιον, γράψαντα προς αυτόν ότι συμφώνως προς την εντολήν του δεν μετεχειρίσθη πλέον την λέξιν «Οικουμενικός» δια τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και ονομάσαντα αυτόν «Οικουμενικόν Πάπαν», ο όντως άγιος εκείνος Ιεράρχης παρετήρησε: «...παρακαλώ όπως μη ομιλής περί διαταγής, διότι γιγνώσκω τις είμαι εγώ και τις είσαι συ, κατά το αξίωμα αδελφός, κατά την αγιότητα πατήρ μου. Δεν διέταξα, αλλ' απλώς υπέδειξα το τι δέον γενέσθαι. Λέγω, ότι δέον να μη απονέμης μοι τον τίτλον «Οικουμενικός Πάπας», διότι δεν θέλω να μοί απονεμηθή αξία εις βάρος των αδελφών μου... Εάν η υμετέρα αγιότης με ονομάζη «Οικουμενικόν Πάπαν», αφαιρεί αφ' εαυτής την ιδιότητα του επισκόπου, επειδή υποτίθησιν, ότι ειμί «Οικουμενικός». Μη γένοιτο! Μακράν ημών λέξεις υποθάλπουσαι την ματαιότητα και πληγώνουσα την αγάπην»[125]. Τι να λέγη άρα γε εν τω πνευματικώ κόσμω η αγία αύτη ψυχή δια τους από του σχίσματος ιδία και μέχρι σήμερον εκπεσόντας διαδόχους του;

 

ΙΒ. Αι αποφάσεις των εν Κων/πόλει συνόδων των ετών 869-870 και 879-880 και η επακολουθήσασα έκπτωσις και σχάσις της Ρώμης εκ της Αδιαιρέτου Εκκλησίας

Σημαντικήν μαρτυρίαν εναντίον του παπικού «πρωτείου» αποτελούσιν, ωσαύτως, και αι αποφάσεις των προμνησθεισών δύο και τελευταίων εν Κων/πόλει συνόδων της ηνωμένης και αδιαιρέτου Εκκλησίας, ων η μεν δευτέρα είναι όντως Οικουμενική – καίτοι δεν εχαρακτηρίσθη ως τοιαύτη υπό της Εκκλησίας – η δε πρώτη θεωρείται μεν υπό των Λατίνων ως Η΄ τοιαύτη (διότι νομίζουσιν, ότι δύνανται να αρυσθώσιν εξ αυτής επιχειρήματα υπέρ του παπικού πρωτείου), είναι όμως πράγματι παρωδία συνόδου η, κυριολεκτικώς, ληστρική[126]. Διότι και εν τη πρώτη των συνόδων τούτων, παρά τας συνθήκας, υφ’ ας συνεκλήθη, και τας δραματικάς σκηνάς, αίτινες κατά την διάρκειαν αυτής διεδραματίσθησαν, απεκρούσθη πάσα ιδέα πρωτείου και μοναρχικής εξουσίας του Πάπα επί της όλης Εκκλησίας και ετονίσθη η ιδέα της ισοτίμου «πενταρχίας», των πέντε Πατριαρχών, Ρώμης, Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως «θείω δικαίω» καθιδρυμένης εν τη Εκκλησία[127]. Εν δε τη δευτέρα, τη συγκληθείση υπό του Μ. Φωτίου μετά την αποκατάστασίν του, ου μόνον αι αυταί διακηρύξεις επανελήφθησαν, και κατωχυρώθησαν και δια το μέλλον δια της εν τοις πρόσθεν μνημονευθείσης ειδικής αποφάσεως της «περί των υπό του Πάπα της Ρώμης και του Πατριάρχου Κων/πόλεως αφοριζομένων, καθαιρουμένων κλπ.», αλλά προσέτι απεκηρύχθη αφ' ενός η προμνησθείσα ληστρική σύνοδος του 869-870, ρητώς δ' αφ' ετέρου απεκρούσθη και κατεδικάσθη η άθεσμος προσθήκη του «Filioque», δι' ης, ως εν τοις επομένοις θα αποδείξωμεν, αφανίζεται κυριολεκτικώς και αυτή η έννοια της υπάρξεως του τρισυποστάτου Θεού. Ανεγνώσθη ωσαύτως το Σύμβολον της πίστεως χωρίς της προσθήκης, και εβεβαιώθη και υπό των αντιπροσώπων του Πάπα. Τα πρακτικά δε και της συνόδου ταύτης υπέγραψαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και ανεγνωρίσθη και αύτη, κατ' αρχήν, και υπό του τότε Ορθοδόξου Πάπα Ιωάννου, αφού ούτος έλαβε γνώσιν των πρακτικών αυτής[128].

Παρά τας αποφάσεις όμως και της ιστορικής ταύτης και αληθώς Οικουμενικής συνόδου, δι' ων επανελήφθησαν και εβεβαιώθησαν άπαξ έτι τόσοι σχετικοί προς το επίμαχον θέμα Κανόνες των επτά Οικουμενικών, ως και πολλών τοπικών συνόδων, τους οποίους εν τοις προηγουμένοις εμνημονεύσαμεν (ωσαύτως δε και οι ΛΔ΄ και ΛΖ΄ αποστ. Κανόνες, οι οποίοι, κυρωθέντες υπό της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου, προσέλαβον ισχύν οικουμενικήν), οι Πάπαι της Ρώμης δεν απηλλάγησαν δυστυχώς του εωσφορικού πνεύματος της επιβολής του παπικού πρωτείου εξουσίας επί του όλου σώματος της Εκκλησίας. Επωφελούντο πάσης ευκαιρίας προς προβολήν του. Και ούτως επανελαμβάνετο ο κίνδυνος της διασπάσεως της ενότητος της Εκκλησίας, όστις επηυξήθη μετά την υπό του Πάπα Βενεδίκτου Η΄ (1012-1024) επίσημον παραδοχήν της προσθήκης του Filioque εις το Σύμβολον της πίστεως, τη αξιώσει του αυτοκράτορος Ερρίκου Β΄[129], όστις ήθελε δια αυτού του τρόπου να αποδείξη εαυτόν ως τον μόνον ηγεμόνα, ο οποίος προασπίζει την αληθή πίστιν στηλιτεύων τον αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως ως δήθεν αιρετικόν μη δεχόμενον την εκ του Υιού εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος.

Ως κατάλληλος δε ευκαιρία προβολής εκ νέου του επαράτου πρωτείου εθεωρήθη η υπό της Εκκλησίας Κων/πόλεως καταπολέμησις της καινοτομίας των αζύμων, ήτις είχεν επικρατήσει εν τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Μιχ. Κηρουλάριος (1043-1059), παρακωλύσας την τέλεσιν της θείας λειτουργίας δι' αζύμων και εν τοις Λατινικοίς Ι. Ναοίς Κων/πόλεως, ανέθεσεν εις τον Λέοντα, Αρχιεπίσκοπον Αχρίδος, όπως γράψη επιστολήν εις τον επίσκοπον της εν Απουλία Τρανίας Ιωάννην (υποκείμενον εις το Πατριαρχείον Κων/πόλεως) προοριζομένην δια πάντας τους αρχιερείς των Φράγκων και τον Πάπαν Ρώμης, δι' ης επεκρίνετο η χρήσις των αζύμων εν τη θεία ευχαριστία, η κατά Σάββατον, γενικώς, και την Μ. Τεσσαρακοστήν, νηστεία και η παράλειψις του ύμνου «Αλληλούια» κατά την Μ. Τεσσαρακοστήν. Της επιστολής λοιπόν ταύτης λαβών γνώσιν ο τότε Πάπας Λέων Θ΄ (1048-1054) απέστειλε προς τον Πατριάρχην Μιχ. Κηρουλάριον επιστολήν, δι' ης, αντί να αναιρέση την επιστολήν του Λέοντος Αχρίδος και να εξετάση τα εν αυτή ζητήματα, προέβαλε και πάλιν το παπικόν πρωτείον, ουχί μάλιστα υφ' ην έννοιαν παρέστησεν αυτό ο Νικόλαος Α΄, επί πατριαρχίας του Μ. Φωτίου (υπό του οποίου, αλλά και της υπ' αυτού συγκληθείσης εν Κων/πόλει Συνόδου του 879-880 απεκρούσθη τούτο, ως προείπομεν, και κατεδικάσθη και πάλιν, συνυπογραψάντων τα πρακτικά της συνόδου εκείνης και των αντιπροσώπων του τότε Πάπα Ιωάννου), αλλά πολλώ χείρον και μετά νέων στοιχείων και αξιώσεων.

Και ως εξιστορεί εν τω αυτώ συγγράμματί του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (σελ. 190-193), ψέγει προ παντός ο Πάπας Λέων εν τη επιστολή του ταύτη δι' ύφους υπεροπτικού τον Πατριάρχην Μ. Κηρουλάριον, διότι ετόλμησε να ελέγξη την Ρωμαϊκήν «Εκκλησίαν». Θεωρεί τούτο πρωτοφανή θρασύτητα, ανήκουστον τόλμην! «Εάν δεν συνέλθετε, προσθέτει, θα συμπεριληφθήτε εις την ουράν του δράκοντος (της Αποκαλύψεως) του περισπάσαντος το τρίτον του ουρανού! Η Ρωμαϊκή «Εκκλησία», συνεχίζει, δεν δύναται να ανεχθή να διδάσκεται παρ' άλλων, αύτη δε οφείλει να είναι οδηγός πάντων των λοιπών... Ο απ. Πέτρος υπήρξεν ο θεμέλιος λίθος της «Εκκλησίας», ου μόνον διότι ανεσταυρώθη μετά της κεφαλής προς τα κάτω, αλλά και διότι και η σκιά του είχε θαυματουργόν δύναμιν, ενώ τοιαύτην δύναμιν δεν είχεν ούτε ο άγιος των αγίων, ο Κ. η Ι. Χριστός! Ότι δια του προνομίου τούτου ο απ. Πέτρος κατέστη κύριος ρυθμιστής των «Εκκλησιών»! Όπως δε δια της στρόφιγγος κινείται η θύρα, ούτω δια του απ. Πέτρου και των διαδόχων του καθορίζεται η τάξις και ο οργανισμός απάσης της Εκκλησίας. Και όπως η στρόφιγξ άγει και φέρει προς την θύραν, μένουσα ακίνητος, ούτω και ο απ. Πέτρος και οι διάδοχοί του έχουσι δικαίωμα ελευθέρως να εκφέρωσι δικαστικήν απόφασιν περί πάσης Εκκλησίας, ενώ η ανωτάτη έδρα παρ' ουδενός δικάζεται» (summa sedes a nemini judicatur!).

Επί της βάσεως ταύτης ήθελε να στηρίξη την κυριαρχίαν επί της όλης Εκκλησίας ο Πάπας ούτος. Περαιτέρω όμως, γράφων προς τον Πατριάρχην Μιχ. Κηρουλάριον (επί τη βάσει του οικτρού πλαστογραφήματος της «Δωρεάς Κωνσταντίνου») πως ανεπτύχθη και το Κοσμικόν αξίωμα του Πάπα Ρώμης –εξ ου και ήτο δήθεν ούτος αρχιερεύς και βασιλεύς από των χρόνων του Μ. Κων/νου– και επικαλούμενος αποσπάσματα εκ του πλαστογραφήματος τούτου, καταλήγει λέγων, «ότι ο Πάπας Ρώμης είναι περιβεβλημένος και ουρανίαν και επίγειον εξουσίαν»! Προτρέπει δε τον Πατριάχην Κηρουλάριον να έλθη εις συναίσθησιν της ταπεινής θέσεώς του έναντι του εγκοσμίου και Ουρανίου μεγαλείου του Πάπα, να δείξη απόλυτον υποταγήν εις αυτόν και να παραδεχθή παν ό,τι πρεσβεύει η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Προς αποφυγήν του προφανούς κινδύνου διασπάσεως της Εκκλησίας εκ της επιστολής ταύτης, ο Πατριάρχης Μιχ. Κηρουλάριος έκρινε καλόν να αφήση αυτήν άνευ απαντήσεως.

Κατακλείδα δε έμπρακτον της επιστολής ταύτης του Πάπα Λέοντος Θ΄ προς τον Πατριάρχην Μιχ. Κηρουλάριον και προμεμελετημένην απόπειραν εφαρμογής των εν αυτή διακηρυχθεισών παπικών διεκδικήσεων αποτελεί η κατόπιν των προς αυτόν επιστολών του αυτοκράτορος Κων/πόλεως Κων/νου του Μονομάχου και του Πατριάρχου Μιχ. Κηρουλαρίου αποσταλείσα υπό του Πάπα τούτου εις Κων/πολιν πρεσβεία, αποτελούμενη εκ του καρδιναλίου Ουμβέρτου, του Αρχιεπισκόπυπου Αμαλφηνών Πέτρου και του διακόνου Φρειδερίκου, ως και τα εν Κωνσταντινουπόλει έργα αυτής. Καίτοι δε σοβαραί υποψίαι ηγέρθησαν εν Κωνσταντινουπόλει, ότι η πρεσβεία αύτη, αφιχθείσα εις Κωντινούπολιν περί τα τέλη Ιουλίου 1054, δεν απεστάλη πράγματι υπό του Πάπα Λέοντος Θ΄, θανόντος τη 11 Απριλίου 1054, ωσαύτως δε και τα υπό του Ουμβέρτου προσκομισθέντα έγγραφα, ως από μέρους του Πάπα, εθεωρήθησαν πλαστά, όμως τα έργα αυτής εν Κων/πόλει, εξ ων προήλθεν οριστικώς πλέον η έκπτωσις εκ της αδιαιρέτου Εκκλησίας της Ρώμης, ήσαν απολύτως σύμφωνα προς την προμνησθείσαν επιστολήν και αποτελούσιν έμπρακτον έκφρασιν και εφαρμογήν των εν αυτή διατυπωθεισών αξιώσεων του Πάπα Λέοντος Θ΄.

Διότι, ως συνεχίζει εν τω αυτώ συγγράμματί του ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (σελ. 194-196), παρουσιασθείς κατ' αρχάς ο Ουμβέρτος εις τον αυτοκράτορα «μετά σοβαρού και γαύρου φρονήματος και βαδίσματος», προσήλθεν έπειτα υπερηφάνως και αλαζονικώς και αυθαδώς τον Πατριάρχην, χωρίς καν να προσαγορεύση αυτόν η να αποδώση τον προσήκοντα σεβασμόν, έστω και δι' ελαχίστης υποκλίσεως της κεφαλής. Παρέδωκε τα παρά του Πάπα γράμματα και εζήτησε λόγον δια την υπό του Πατριάρχου απαγόρευσιν της λειτουργίας εν τοις Λατινικοίς ναοίς της Κων/πόλεως και δια την τάσιν προς περιστολήν των δικαιωμάτων των λοιπών Πατριαρχών. Ταύτα ελέγοντο εν τοις προσκομισθείσι γράμμασιν, ως από μέρους του Πάπα, εν οίς ήλεγχεν ο Πάπας τον Πατριάρχην, διότι... ζητών να επεκτείνη την κυριαρχίαν του και επί των λοιπών πατριαρχικών θρόνων της Ανατολής, έγραψεν, ότι εν γενικοίς Εκκλησιαστικοίς ζητήμασιν, η ενέργεια της Εκκλησίας της Ρώμης έχει κύρος μόνον, αν τελήται εν συμφωνία προς την Εκκλησίαν Κων/πόλεως, όπως και ταύτης η ενέργεια εν συμφωνία προς την Εκκλησίαν της Ρώμης. Ο Πάπας, κατά τας ψευδοϊσιδωρείους διατάξεις και την πλαστήν δωρεάν Κωνσταντίνου, εθεώρει εαυτόν «κεφαλήν της Εκκλησίας» και συνεπώς, προσέθετε, πάσα Εκκλησία, μη συμφωνούσα προς την της Ρώμης, παύει να είναι τοιαύτη, συναγωγή καθίσταται… του Σατανά! Όθεν εκαλείτο ο Πατριάρχης να υποταγή εις την Εκκλησίαν Ρώμης και να δεχθή ως ορθόν παν ό,τι διδάσκει αυτή. Τα αυτά περίπου ελέγοντο και προς τον αυτοκράτορα εν τοις προς αυτόν γράμμασιν, εν οίς προσετίθετο και το παράδοξον, ότι η Ρωμαϊκή Εκκλησία εκόσμησε δια στέμματος την κεφαλήν των αυτοκρατόρων της Ανατολής[130]. Επί τη βάσει των εγγράφων τούτων εζήτησεν ο Ουμβέρτος παρά του Πατριάρχου να δηλώση προς αυτόν αν είναι διατεθειμένος να υποταγή εις τον Πάπαν της Ρώμης και να δεχθή την διδασκαλίαν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Προς δε τον αυτοκράτορα επέδωκε προσέτι και αναιρετικήν πραγματείαν της προμνησθείσης επιστολής του Λέοντος Αχρίδος (την οποίαν έγραψεν ούτος κατ' εντολήν του Πατριάρχου Μιχ. Κηρουλαρίου) εν τη οποία απεκάλει τους Έλληνας «αιρετικούς», τα δε επιχειρήματά των εναντίον του Filioque, των αζύμων, της νηστείας του Σαββάτου και της αγαμίας του κλήρου ωνόμαζε «δυσώδη και βεβορβορωμένην φλυαρίαν των Μανιχαίων και αποτρόπαιον βάραθρον απιστίας»! «Ω θαυμασία των Γραικών φιλοσοφία, ανέκραζεν ειρωνικώς, ω τέχνη Πελασγική, ω Αθηναϊκή και Ακαδημαϊκή οξυδέρκεια.., ω εξαίσιοι του λόγου ερευνηταί, ω ευμαθείς του Μ. Βασιλείου μαθηταί, από της λαμπράς του οποίου πηγής ουδέν άλλο η βόρβορον ηδυνήθητε να αντλήσητε...». Τοιούτον το όλον ύφος της εις τον αυτοκράτορα επιδοθείσης πραγματείας του Ουμβέρτου.

Και ο μεν Πατριάρχης Μιχ. Κηρουλάριος ηνέχθη και του καρδιναλίου Ουμβέρτου την ιταμότητα και απέφυγε πάσαν συζήτησιν, ίνα αποτραπή το σχίσμα, δηλώσας μόνον, ότι άνευ των άλλων Πατριαρχών δεν δύναται να εξετάση τοιαύτα ζητήματα· ο λόγιος όμως μοναχός Νικήτας Στηθάτος, ο και πρότερον γράψας κατά των αζύμων, ανήρεσε την πραγματείαν του Ουμβέρτου μετριοπαθώς, και προσεπάθησε δι' ηπίου και ευγενεστάτου τρόπου να πείση τους Λατίνους, ότι ευρίσκοντο εν πλάνη. Αλλ' ο Ουμβέρτος εφρύαξεν εκ της τόλμης του Έλληνος μοναχού να παραστήση πλανωμένην την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν. Και προς αυτόν μεν έγραψεν απάντησιν χυδαιοτάτου υβριστικού περιεχομένου, αποκαλών αυτόν, εκτός των άλλων, Σαραβαΐτην, μωρότερον όνου, παίδα κατάρατον εν κακοίς γηράσαντα, επίκουρον, κλπ. Τη 15η δε Ιουλίου 1054, ενώ ετελείτο η θεία λειτουργία εν τω Ναώ της του Θεού Σοφίας, εισήλθεν αίφνης εις τον Ναόν μετά των περί αυτόν και έρριψεν επί της αγίας Τραπέζης έγγραφον, δι’ ου εκ μέρους της Λατινικής Εκκλησίας ανεθεματίζοντο ο Πατριάρχης και πάντες οι Ορθόδοξοι και απεκαλούντο «αντίχριστοι και προζυμίται», ως αποδεχόμενοι πάσας τας αιρέσεις και απορρίπτοντες την διδασκαλίαν της Λατινικής Εκκλησίας. Εν τω εγγράφω εκείνω απεκαλούντο προσέτι ο Πατριάρχης και οι συνεργάται του «Σιμωνιακοί», διότι πωλούσι την δωρεάν του Θεού, «Βαλέσιοι», διότι τους παροίκους αυτών εξονυχίζουσι και προάγουσιν εις Εκκλησιαστικά αξιώματα, «Αρειανοί», διότι αναβαπτίζουσι τους εν ονόματι της Αγίας Τριάδος βεβαπτισμένους και μάλιστα τους Λατίνους, «Δονατισταί», διότι ισχυρίζονται ότι οι εκτός της Ελληνικής Εκκλησίας απωλέσθησαν, «Νικολαΐται», διότι επιτρέπουσι τον γάμον των κληρικών, «πνευματομάχοι η θεομάχοι», διότι απέκοψαν από του Συμβόλου την εκπόρευσιν του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, και τέλος «Ναζαρηνοί», διότι τηρούσι τον σαρκικόν καθαρισμόν των Ιουδαίων και τρέφουσι την κόμην της κεφαλής και του πώγωνος.

Τοιούτον εν συνόψει το περιεχόμενον του εγγράφου του καρδιναλίου Ουμβέρτου, όπερ ανέγνωσεν εν μεταφράσει ο Πατριάρχης Μιχαήλ και προσπάθησε δια του αυτοκράτορος να φέρη ενώπιον αυτού και της συνόδου τους δράστας του σκανδάλου, απομακρυθέντας του Ναού, άμα τη αποθέσει του επί της αγίας Τραπέζης. Τούτων όμως αρνηθέντων να προσέλθωσι και προστατευομένων υπό του αυτοκράτορος ως πολιτικών απεσταλμένων, συνεκάλεσεν ο Πατριάρχης την ενδημούσαν εν Κων/πόλει σύνοδον, τη 20ή Ιουλίου 1054, η οποία απαρτισθείσα εκ 12 μητροπολιτών και 2 αρχιεπισκόπων πασών των επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεθεμάτισε τους κατά της Ορθοδόξου πίστεως βλασφημήσαντας. Μετά τινας ημέρας, εν τω «μεγάλω Σεκρέτω» του Πατριαρχείου, επί παρουσία επτά έτι αρχιεπισκόπων και επισκόπων και των αντιπροσώπων του αυτοκράτορος, εξεδόθη ανάθεμα ου μόνον κατά του ασεβούς λατινικού εγγράφου, αλλά και «κατά πάντων των εκθεσάντων η γραψάντων αυτό η συναίνεσιν η βουλήν εις την τούτου ποίησιν δεδωκότων», και πέντε ημέρας βραδύτερον κατεκάη το πρωτότυπον του μυσαρού εγγράφου ενώπιον του πλήθους. Κατετέθη μόνον εν αντίγραφον αυτού εις το αρχείον του χαρτοφύλακος «...εις διηνεκή έλεγχον των τηλικαύτα κατά του Θεού ημών βλασφημησάντων και εις μονιμωτέραν κατάγνωσιν»[131].

Το βλάσφημον λοιπόν και μυσαρόν έγγραφον του καρδιναλίου Ουμβέρτου επέφερεν οριστικώς την εκ της αδιαιρέτου Εκκλησίας απόσχισιν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ως εκ του περιεχομένου του εγγράφου τούτου, των προηγηθεισών αυτού επιστολών του Πάπα Λέοντος Θ΄ προς τον Πατριάρχην Μιχαήλ Κηρουλάριον και τον αυτοκράτοραν Κων/ντίνον τον Μονομάχον και της εις τον αυτοκράτορα επίσης επιδοθείσης ιδιαιτέρας πραγματείας του ιδίου καρδιναλίου πανηγυρικώς αποδεικνύεται ότι τα κύρια αίτια τα προκαλέσαντα την αποκοπήν της Ρώμης εκ της Εκκλησίας δεν ήσαν αι διαφοραί δια τα άζυμα και άλλους δευτερευούσης σημασίας τύπους λατρείας. Ο κύριος λόγος της διαστάσεως ήτο η οριστική πλέον απόφασις του Πάπα Ρώμης όπως υποτάξη πάσαν την Εκκλησίαν υπό την προσωπικήν μοναρχικήν εξουσίαν του και επιβάλη επ' αυτής πάσας τας δοξασίας και θελήσεις του, αξιών όπως «κρίνη τους πάντας, αυτός δε μη κρίνηται υπ' ουδενός, όπως διδάσκη τους πάντας, αυτός δε μη διδάσκηται παρ' ουδενός»[132]. Τα άζυμα εχρησιμοποιήθησαν απλώς ως πρόσχημα. Και απεδείχθη απολύτως τούτο, κατ' αρχήν μεν εκ του ότι και ο διάδοχος του Πάπα Λέοντος Θ΄, ο Βίκτωρ Β΄ (1055-1057), δεν απεκήρυξε το επάρατον έγγραφον του καρδιναλίου Ουμβέρτου[133], καίτοι έλαβε ταχέως γνώσιν αυτού και των επακολουθησασών εν Κων/πόλει εξ επιστολών του πατριάρχου Αντιοχείας Πέτρου τας οποίας απέστειλεν ούτος προς αυτόν κατά παράκλησιν του Πατριάρχου Κων/ πόλεως Μιχ. Κηρουλαρίου, προσέτι δε διότι την αίρεσιν του Filioque, και προ του σχίσματος ήδη ο Πάπας Βενέδικτος Η΄ (1012-1024) κατέστησε δογματικήν αλήθειαν, η δε εν Βάρι σύνοδος του 1098 κατεδίκασεν ως αιρετικούς πάντας τους μη αποδεχομένους αυτήν.

Ενώ δε άλλοτε, ως εν τοις προηγουμένοις ανεπτύξαμεν, ο Πάπας Γρηγόριος Α' διεμαρτύρετο εντόνως κατά πάσης ιδέας μοναρχικής εξουσίας εν τη Εκκλησία, εξ αφορμής της λέξεως «Οικουμενικός», υπεραμυνόμενος της ισοτιμίας εις την «πενταρχίαν» μεταξύ δηλαδή των πέντε Πατριαρχών (Ρώμης, Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), ήδη το μοναρχικόν πρωτείον του Πάπα εφ' όλης της Εκκλησίας ανήγετο εις δόγμα. Ενώ επίσης ο Πάπας Δάμασος (379 μ.Χ.) ώριζεν εν Ρώμη «...ει τις μη είπη το Άγιον Πνεύμα εκ του Πατρός είναι αληθώς και κυρίως, ως και τον Υιόν εκ της θείας ουσίας και Θεόν εκ Θεού Λόγον, ανάθε-

μα έστω», και ο Πάπας Λέων Γ΄ απέκρουε το Filioque μετ' αγανακτήσεως, διατάξας να αναγραφή επί πλακών προς ανάρτησιν εν τω ναώ του Αγ. Πέτρου, εν Ρώμη, το γνήσιον Σύμβολον της πίστεως άνευ της νόθου προσθήκης[134], ο δε Πάπας Ιωάννης Η΄ εν τη προς τον Πατριάρχην Φώτιον επιστολή του έγραφεν ότι «...τάττομεν μετά του Ιούδα τους μεταποιητάς του Αγίου Συμβόλου...», ήδη θεωρείται αιρετικός ο μη αποδεχόμενος την εκπόρευσιν του Αγ. Πνεύματος και εκ του Υιού. Πως ήτο δυνατόν κατόπιν τούτων να μη επέλθη η έκπτωσις και αποκοπή εκ της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, τουτέστιν εκ του σώματος του Κ. η. Ι. Χριστού (Εφεσ. Α΄ 22) του Πατριαρχείου της Δύσεως;

 

ΙΓ. Αποφάσεις συνόδων της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας» -Θρησκευτικής Κοινότητος μετά το σχίσμα εναντίον του παπικού «πρωτείου εξουσίας» και η απόφασις της συνόδου της «Φερράρας - Φλωρεντίας»

Δια τας μετά το σχίσμα αποφάσεις γενικών συνόδων της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας» εναντίον του παπικού πρωτείου ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εν τω μνημονευθέντι συγγράμματί του, σελ. 235-237, γράφει τα εξής: «Η εν Πίζη συνελθούσα σύνοδος (25 Μαρτίου - 7 Αυγούστου 1409) ηναγκάσθη να καθαιρέση τους τότε αντιμαχομένους προς αλλήλους δύο Πάπας Βενέδικτον ΙΓ΄ και Γρηγόριον ΙΓ΄, εξέλεξε δε τον Έλληνα την καταγωγήν, εκ της Ενετοκρατουμένης Κρήτης, Πέτρον Φιλάργυρον, υπό το όνομα Αλέξανδρον Ε΄ (1409-1418). Αλλά το σχίσμα δεν κατέπαυσε, διότι οι καθαιρεθέντες επέμενον υπερασπιζόμενοι το αξίωμά των, ο δε Αλέξανδρος Ε΄ τάχιστα και λίαν υπόπτως απέθανε. Διεδέχθη αυτόν ο χείριστος και μάλλον διεφθαρμένος των ανθρώπων της εποχής εκείνης Βαλτάσαρ Δα-Κόσσα υπό το όνομα Ιωάννης ΚΓ΄ (1410-1415), όστις δια πολλών πεισθείς εδέχθη την σύγκλησιν της εν Κωνσταντία συνόδου (5 Απριλίου 1414-22 Απριλίου 1418). Εν τη δ΄ συνεδρία αυτής η σύνοδος απεφάνθη: «Ipsa synodus in spiritu congregata legitine generule consiliam Farien le eclesiam catolicam militantem representans, potetatem a Christo immediate habet, cui qui bibet ruguscunque status dignitatis etiam si papalis existate, obedire tenetur in his guar pertinente ad fidem et exstirpationem dieti se quis matis et refermationen generalem ecclesiae dei in capite et in memeris».

»Κατά την απόφασιν αυτής ταύτην η εν Κωνσταντία σύνοδος θεωρεί εαυτήν ανωτέραν του Πάπα, επομένως καταργεί το πρωτείον, ως τούτο είχε διαμορφωθή υπό του Νικολάου Α΄ και Λέοντος Θ΄. Η σύνοδος λέγει, ότι κανονικώς συνεκλήθη εν Πνεύματι και απετέλεσε γενικήν σύνοδον, ότι αντιπροσωπεύει την στρατευομένην Εκκλησίαν, αρυομένη την δύναμιν αυτής αμέσως παρ' αυτού του Κυρίου, ότι εις αυτήν οφείλει υποταγήν πας τις, οιουδήποτε αξιώματος και δη και του παπικού αξιώματος, εις ό,τι αφορά εις την πίστιν, την άρσιν του σχίσματος και την μεταρρύθμισιν της Εκκλησίας, κατά την κεφαλήν και τα μέλη. Κατά την ε΄ συνεδρίαν επανελήφθη και συνεπληρώθη η απόφασις αύτη της συνόδου, απεδέχθη δε αυτήν ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄, ότε η σύνοδος ητοιμάσθη να καταδικάση αυτόν δι' αναρίθμητον πλήθος αμαρτημάτων. Ο Ιωάννης ΚΓ΄ καθηρέθη τέλος, αντικατασταθείς υπό του Μαρτίνου Ε΄ (1417-1431) του αναγνωρισθέντος παρά πάντων. Ούτως ανεγνωρίζοντο αι αποφάσεις της συνόδου και επομένως κατηργείτο το πολυθρύλητον prima sedes a nemine judicatur. Η σύνοδος καθήρεσε τον αμαρτωλόν Πάπαν και εξελέξατο νέον, όστις δε δεν θεωρεί κανονικήν την απόφασιν αυτής, δεν δύναται να θεωρή κανονικήν την υπό του Μαρτίνου Ε΄ και εξής ιεραρχίαν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο Hefele ανομολογεί, ότι υπήρξε σκόπιμος η ενέργεια της συνόδου προς ειρήνευσιν της Εκκλησίας ταρασσομένης υπό των τριών τότε υπαρχόντων Παπών, αλλά παραδοξολογών φρονεί, ότι δικαιώματα «Οικουμενικής» συνόδου δύναταί τις να αναγνώριση εις την εν Κωνσταντία σύνοδον μόνον κατά τας τελευταίας συνεδρίας, καθ' ας ήτο ηνωμένη μετά του Πάπα Μαρτίνου Ε΄[135]. Αλλ' αν η σύνοδος αυτή δεν ήτο εξ αρχής κανονική, δεν ήσαν και αι πράξεις αυτής κανονικαί, εν αις η εκλογή του Μαρτίνου∙ δεν ηδύνατο η σύνοδος να αποβή κανονική μετ' αντικανονικού και ψευδούς Πάπα. Ακριβώς ο Ιωάννης Ραγουσαίος, εν Βιέννη, τη 15η Μαΐου 1430, διετύπου περί της εν Κωνσταντία συνόδου τους εξής συλλογισμούς: «aut fecit quod potuit an quod non porait.... Si fecit quod non potuit, sequitur quod Joannes non fuit depositus, et per consequens ne Papa Martinus non fuit Papa, ne qui ei succesit Eugenius»[136]. Άλλως τε ο Μαρτίνος επεκύρωσε πολλάς αποφάσεις της συνόδου, ανακηρύξας αυτήν «Οικουμενικήν», η δε Ρωμαϊκή Εκκλησία αποδέχεται έκτοτε τας δογματικάς αυτής αποφάσεις[137].

Ωσαύτως εν σελ. 239-241 γράφει τα ακόλουθα:

«Η καταδίκη ως αιρετικού και η καύσις του προδρόμου της μεταρρυθμίσεως 'Ιωάννου Χιούζ υπό της εν Κωνσταντία συνόδου[138], παρά τον μεταρρυθμιστικόν αυτής χαρακτήρα, είχε προκαλέσει εξέγερσιν πανταχού του κόσμου και στάσιν του λαού της Βοημίας κατά του αυτοκράτορος της Γερμανίας Σιγισμούνδου (1410-1487) και κατά της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας». Πάντες απήτουν την σύγκλησιν Οικουμενικής συνόδου, όθεν ο Πάπας Μαρτίνος Ε΄ το 1424 συνεκάλεσε την σύνοδον ταύτην εν Βασιλεία δια την 20ήν Φεβρουαρίου 1431, αλλ' αμέσως απέθανεν. Ο νέος Πάπας Ευγένιος Δ΄ (1431-1437) έδωκεν όρκον κατά την ανάρρησιν αυτού, ότι έμελλε να αφήση απολύτως ελευθέραν την σύνοδον, ανεγνώρισε δε ως πρόεδρον αυτής τον καρδινάλιον Ιούλιον Καισαρίνην. Αλλ' επειδή η σύνοδος προήλθεν εις συνεννοήσεις μετά των Βοημών, ο Πάπας διέταξε τον Καισαρίνην να διαλύση την σύνοδον και να συγκαλέση άλλην σύνοδον μετά εξάμηνον. Ο Καισαρίνης αντέστη εις τας βουλάς του Πάπα, αλλ' ούτος τη 18η Δεκεμβρίου 1431 εκήρυξε την διάλυσιν της συνόδου επί τη προφάσει, ότι η Βασιλεία δεν ήτο κατάλληλος τόπος της συνόδου, επειδή διεξήγοντο διαπραγματεύσεις προς τους Έλληνας περί συγκλήσεως συνόδου υπέρ της Ενώσεως. Αλλ' η σύνοδος της Βασιλείας διεμαρτυρήθη, αρνηθείσα εις τον Πάπαν το δικαίωμα να διαλύση αυτήν. Ο Καισαρίνης παρέμεινεν εν τη συνόδω ουχί πλέον ως αντιπρόσωπος του

Πάπα, αλλ' εκπληρών επιθυμίαν της συνόδου, όπως εξακολουθήση προεδρεύων αυτής εναντίον του Πάπα. Προσεπάθησε δε η σύνοδος να ελκύση προς εαυτήν τους Έλληνας, απέστειλεν αντιπροσώπους εις Κων/πολιν και προχωρήσασα εις τα έργα αυτής εκήρυξε σχισματικόν τον Πάπαν Ευγένιον, επανέλαβε την απόφασιν της εν Κωνσταντία συνόδου, ως ανωτέρας του Πάπα, και προσέθεσεν ότι μόνον ο Θεός και η Οικουμενική σύνοδος είναι αλάθητοι, ενώ και οι άγγελοι δύνανται να σφάλλωνται και οι Πάπαι να πλανηθώσιν, ως επλανήθησαν ο Αναστάσιος και ο Λιβέριος. Ο Πάπας, κατά την σύνοδον, είναι της Εκκλησίας μόνον caput ministeriale, ουχί τι πλέον, η δε plenitude-potestatis ανήκει εις την σύνοδον[139]. Η σύνοδος ώρισε προθεσμίαν συμμορφώσεως του Πάπα προς τας αποφάσεις αυτής, απειλήσασα, ότι θα θεωρήση αυτόν «μη πειθόμενον τη Εκκλησία», ως εθνικόν και τελώνην. Τέλος προέβη εις την καθαίρεσιν του Πάπα Ευγενίου. Ούτος τη 1η Αυγούστου με την βούλλαν Dudum sacra είχεν αναγνωρίσει πλήρως την σύνοδον, υπό τον όρον να προεδρεύωσιν αυτής αντιπρόσωποι αυτού, αλλά λαβών γνώσιν των κατ' αυτού στρεφομένων συνοδικών αποφάσεων ανήρεσε τα πάντα. Τη 16η Οκτωβρίου, παρόντος και του αυτοκράτορος της Γερμανίας Σιγισμούνδου, διεξήχθησαν συζητήσεις περί του πρωτείου μεταξύ του προέδρου της συνόδου καρδιναλίου Ιουλίου Καισαρίνη και του Παπικού λεγάτου. Ο Καισαρίνης υπεστήριξε την ιδέαν, καθ’ ην η σύνοδος είναι ανωτέρα του Πάπα, παρέπεμψε δε εις τας αποφάσεις της εν Κωνσταντία συνόδου, εις τας Οικουμενικάς συνόδους, και ιδίως της Δ΄ εν Χαλκηδόνι, εις τας γνώμας Αυγουστίνου, Ιερωνύμου και Γρηγορίου Α΄. Ο Καισαρίνης ηρνήθη εις τον Πάπαν το δικαίωμα του διαλύειν την σύνοδον. Ο Καισαρίνης ενίκησεν, ηναγκάσθη δε ο Πάπας να δεχθή με βούλλαν τους προταθέντας όρους ειρήνης, αναγνωρίσας την σύνοδον και καταργήσας παν ό,τι έγραψε κατ' αυτής[140]. Βραδύτερον ο ανακόλουθος Πάπας είπεν, ότι είχε συμφωνήσει προς την σύνοδον ως προς την εξακολούθησιν των εργασιών αυτής, ουχί δε ως προς τας ειλημμένας υπ' αυτής αποφάσεις[141]. Εν τω μεταξύ η σύνοδος, αναγνωριζομένη και υπό του Πάπα, εν τη συνεδρία της 18ης Ιουνίου 1434, ανενέωσεν αύθις τας αποφάσεις της εν Κωνσταντία συνόδου. Ανωμολόγησαν δε και οι παπικοί λεγάτοι, Καρδινάλιοι, Νικόλαος Αλβεργάτης de Santa Groce και τρεις έτεροι, ότι αι Οικουμενικαί σύνοδοι είναι ανώτεραι του Πάπα, όστις υπόκειται αυταίς, άλλως τιμωρείται»[142].

Τοιαύτας αποφάσεις εξέδωκαν περί του παπικού «πρωτείου εξουσίας» αι προμνησθείσαι γενικαί σύνοδοι της Ρωμαϊκής «Εκκλησίας» μετά το σχίσμα. Είναι δε γνωστοί, ως προσθέτει ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εν σελ. 241 του αυτού συγγράμματός του, οι επί τετραετίαν όλην αγώνες, ους κατέβαλον ό τε Πάπας Ευγένιος και η σύνοδος της Βασιλείας, ίνα ελκύσωσι τους Έλληνας προς σύγκλησιν «ενωτικής Οικουμενικής συνόδου», οι εμφύλιοι σπαραγμοί των αντιπροσώπων αυτών και αι δολοφονίαι[143]. Κατά τους εμφυλίους εκείνους αγώνας μεταξύ των αντιπροσώπων της συνόδου της Βασιλείας και των τοιούτων του Πάπα Ευγενίου επεκράτησαν βεβαίως οι αντιπρόσωποι του Πάπα και παρεσύρθησαν οι ημέτεροι εις την σύγκλησιν της ενωτικής ψευδοσυνόδου της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439), αλλ' είναι γνωσταί επίσης αι συνθήκαι υπό τας οποίας οι ημέτεροι, θανόντος μάλιστα του Πατριάρχου Ιωσήφ Β΄, υπέγραψαν τον «ενωτικόν όρον», δια του οποίου άπαξ έτι ο Πάπας προσεπάθησε να επιβάλη το επάρατον πρωτείον εξουσίας, ως και την αιρετικήν δοξασίαν του Filioque επί της Εκκλησίας. Τας συνθήκας ταύτας, καθ' ας τελικώς οι ημέτεροι, μηδέ του αυτοκράτορος και του Πατριάρχου εξαιρουμένων, μετεβλήθησαν εις αιχμαλώτους του Πάπα Ευγενίου, ησκήθη δε επ' αυτών, και δη των επισκόπων και των λοιπών κληρικών, ως και των λαϊκών οι οποίοι μετέσχον της συνόδου, πάσα ψυχολογική πίεσις και βία δι' όλων των πιεστικών μέτρων, εκβιασμών, στερήσεων κλπ., εξιστορούσι λεπτομερώς ο μεν μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εις τας σελ. 242-263 του αυτού συγγράμματός του, ο δε Άγ. Νεκτάριος εν σελ. 210-246 του μνημονευθέντος επίσης συγγράμματός του, στηριζόμενοι επί αναμφισβητήτων ιστορικών πηγών, εις τας οποίας εν σχετικαίς παραπομπαίς και υποσημειώσεσι παραπέμπουσιν. Υπό το κράτος δε των σκληροτάτων στερήσεων, των πιέσεων και των εκβιασμών εκείνων υπεγράφη ο περίφημος ενωτικός όρος, εν τω οποίω περί του «πρωτείου» του Πάπα διάταξις έχει ως εξής:[144]

«...Έτι ορίζομεν την αγίαν αποστολικήν καθέδραν και τον Ρωμαϊκόν αρχιερέα εις πάσαν την οικουμένην το πρωτείον κατέχειν, αυτόν τε τον Ρωμαϊκόν αρχιερέα διάδοχον είναι του μακαρίου Πέτρου, του κορυφαίου των Αποστόλων και αληθή τοποτηρητήν του Χριστού και πάσης της Εκκλησίας και πάντων των χριστιανών πατέρα τε και διδάσκαλον υπάρχειν, και αυτώ εν τω μακαρίω Πέτρω του ποιμαίνειν και διευθύνειν και κυβερνάν την καθολικήν Εκκλησίαν υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πλήρη εξουσίαν παραδεδόσθαι, καθ' ον τρόπον και εν τοις πρακτικοίς των Οικουμενικών συνόδων και εν τοις Ιεροίς Κανόσι διαλαμβάνεται· ανανεούντες έτι και την εν τοις Κανόσι παραδεδομένην τάξιν των λοιπών σεβασμίων Πατριαρχών, ώστε τον Κων/πόλεως Πατριάρχην δεύτερον είναι μετά τον αγιώτατον Πάπαν Ρώμης, τρίτον δε τον Αλεξανδρείας, τέταρτον τον Αντιοχείας και πέμπτον τον Ιεροσολύμων, σωζομένων δηλ. και των προνομίων απάντων και των δικαίων αυτών».

Ωσαύτως η περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού διάταξις έχει ως ακολούθως:

«...Προσκομισθεισών δε μαρτυριών από της θείας Γραφής και πλείστων ρήσεων των αγίων διδασκαλιών ανατολικών και δυτικών, των μεν εκ Πατρός και Υιού, των δε εκ Πατρός δι' Υιού λεγόντων το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι, και εις την αυτήν έννοιαν αποβλεπόντων απάντων εν διαφόροις λέξεσι, oι μεν Γραικοί διϊσχυρίσαντο, ότι τούθ' όπερ λέγουσι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός εκπορεύεσθαι ου ταύτη τη διανοία προφέρουσιν, ώστε αυτούς τον Υιόν αποκλείειν, αλλ' επειδή παρ' αυτοίς εδόκει, φασί, τους Λατίνους διαβεβαιούσθαι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και Υιού ως από δύο αρχών και δύο πνεύσεων εκπορεύεσθαι, δια τούτο εφυλάξαντο λέγειν το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι εκ του Πατρός και Υιού. Οι δε Λατίνοι διεβεβαιώσαντο μη κατά ταύτην την διάνοιαν σφάς αυτούς λέγειν το Πνεύμα το Άγιον εκ Πατρός και Υιού εκπορεύεσθαι, ως αποκλείειν τον Πατέρα του είναι πηγήν και αρχήν της όλης θεότητος, του Υιού δηλονότι και του Αγίου Πνεύματος, η ότι το εκ του Υιού εκπορεύεσθαι το Άγιον Πνεύμα ο Υιος ουκ έχει παρά του Πατρός, ήδη δύο τιθέασιν αρχάς, η δύο πνεύσεις, αλλ' ίνα μίαν μόνην δηλώσωσιν είναι αρχήν και μοναδικήν προβολήν του Αγίου Πνεύματος, καθώς μέχρι τούδε διϊσχυρίσαντο. Επειδή δε εκ τούτων απάντων μία και μόνη συνάγεται έννοια, τέλος εις την υπογεγραμμένην αγίαν και θεοφιλή τη αυτή διανοία και τω αυτώ νοΐ συνεφώνησαν και συνήνεσαν ομοθυμαδόν ένωσιν. Εν τω ονόματι τοίνυν της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ταύτης της ιεράς και Οικουμενικής της εν Φλωρεντία επιφημιζομένης συνόδου ορίζομεν, ίνα αύτη η της πίστεως αλήθεια υπό πάντων πιστευθείη και αποδεχθείη των χριστιανών και ούτως πάντες ομολογώσι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και εκ του Υιού αϊδίως εστί, και την εαυτού ουσίαν και το υπαρκτικόν αυτού είναι έχειν εκ του Πατρός άμα και εκ του Υιού και εξ αμφοτέρων αϊδίως ως από μιας αρχής και μοναδικής προβολής εκπορεύεσθαι, διασαφούντες, ότι τούθ' όπερ οι άγιοι διδάσκαλοι και πατέρες εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορεύεσθαι λέγουσι το Πνεύμα το Άγιον εις ταύτην φέρει την έννοιαν, ώστε δια τούτου δηλούσθαι και τον Υιόν είναι κατά μεν τους Γραικούς αιτίαν, κατά δε τους Λατίνους αρχήν της του Αγίου Πνεύματος υπάρξεως, ώσπερ και τον Πατέρα. Και επεί πάντα όσα εστί του Πατρός, αυτός ο Πατήρ τω μονογενεί αυτού Υιώ εν τω γεννάν δέδωκε, πλήν του είναι Πατέρα, τούτ' αυτό, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Υιού εκπορεύεσθαι αυτός ο Υιος παρά του Πατρός έχει αϊδίως, αφού αϊδίως και γεγένηται. Έτι διοριζόμεθα την των ρημάτων εκείνων ανάπτυξιν την και εκ του Υιού χάριν του την αλήθειαν σαφηνισθήναι ανάγκης τε τότε επικειμένης θεμιτώς και ευλόγως εν τω Συμβόλω προσθείναι»[145].

Ούτω διετυπώθη εν τω περιφήμω «ενωτικώ όρω» της εν Φλωρεντία συνόδου η διάταξις περί «εκπορεύσεως του Αγ. Πνεύματος και εκ του Υιού», μεθ' ην έπονται αι ειδικαί αποφάσεις περί «αζύμων», περί «μετανοίας», “καθαρτικών τιμωριών” κλπ.» (με τα οποία θα ασχοληθώμεν και εν τοις επομένοις, εν τω οικείω κεφ.) και καταλήγει ούτος εις την προμνησθείσαν περί του «πρωτείου» του Πάπα διάταξιν[146].

Υπέγραψαν δε τον όρον, καθ’ α λεπτομερώς εξιστορεί ο αυτός άγ. Νεκτάριος εν τω αυτώ έργω του (σελ. 245-246), «εκ των ημετέρων δέκα οκτώ αρχιερείς και ένδεκα κληρικοί «εν μυχοίς καρδίας στένοντες και δακρύοντες οι πλείους», ως γράφει ο συνυπογράψας Συρόπουλος. Τον όρον δεν υπέγραψαν ο έξαρχος της συνόδου και τοποτηρητής των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων Μάρκος, ο Εφέσου Μητροπολίτης, ο Σταυρουπόλεως Ησαΐας, λάθρα αναχωρήσας εκ Φλωρεντίας προ της υπογραφής του όρου, ο της 'Ιβηρίας επίσκοπος, ος επέδειξε πρώτον τοις Έλλησι γράμμα του Πατριάρχου Αντιοχείας, εντελλομένου αυτώ μηδόλως συνθέσθαι εις προσθήκην η εις αφαίρεσιν μέχρις ιώτα ενός η μιας κεραίας, επίσης ο αδελφός του Μάρκου Εφέσου, Ιωάννης ο Ευγενικός, διάκονος και νομοφύλαξ της Μεγάλης Εκκλησίας, ο οποίος και λόγον έγραψε κατά του όρου· ελλείπει επίσης εν ταις υπογραφαίς και το όνομα του επισκόπου Λακεδαιμονίας».

Και συνεχίζει ο αυτός Άγ. Νεκτάριος (αυτόθι σελ. 246):

«...Μετά την υπογραφήν του όρου ο Πάπας μαθών ότι ο Μάρκος ηρνήθη να υπογράψη τον όρον, εφώνησε· «λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν» ου μόνον διότι ούτος ήτο έξαρχος της συνόδου, αλλά και διότι ήτο και τοποτηρητής των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Δια της αρνήσεως της υπογραφής του Μάρκου η σύνοδος υπ' ουδενός εκυρούτο Πατριάρχου της Ανατολής· διότι ο μεν Ιωσήφ απέθανε προ της συντάξεως του όρου, κατά θείαν οικονομίαν, οι Πατριάρχαι Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ηρνήθησαν δια του Μάρκου Ευγενικού υπογραφήν και κύρωσιν του όρου, ο δε Αλεξανδρείας, μη εκπροσωπούμενος, δεν υπέγραψεν ώστε ουδείς των Πατριαρχών ανεγνώρισε την γενομένην ένωσιν.

» Άκοντες υπέγραψαν ο Συρόπουλος, ο Ηρακλείας Αντώνιος και Αγχιάλου Σωφρόνιος. Ο Ηρακλείας έλεγε προς τινας: «Το γεγονός της Φλωρεντίας κακόν εστι και ολέθριον και φθορά της Ορθοδόξου πίστεως, και εγένετο βιαίως· εποίησα δε και εγώ κακώς, ότι υπέγραψα, αναγκασθείς όμως». Περί του εξαναγκασμού τούτου λέγει ο Συρόπουλος τω προσβιαζομένω αυτόν εξ ονόματος του αυτοκράτορος Φιλανθρωπινώ: «Εξ ανάγκης έπομαι τοις πολλοίς, μαρτυρούμενος και νυν (διεμαρτύρετο και πρότερον), ότι ούτε τη γνώμη, ούτε τη προαιρέσει μου δοξάζω το γεγονός ως υγιά δόξαν της Εκκλησίας ημών. Οίδε γαρ ο Θεός την διάθεσιν της ψυχής μου, ότι ου στέργω τούτο, ουδ' εκουσίως υπογράφω» (Συροπ. σελ. 241). Ο Συρόπουλος εξιστορεί επίσης, ότι τους Έλληνας εβίαζε και εστενοχώρει ένθεν μεν ο βασιλεύς, ετέρωθεν δε η ένδεια, ήτις ην τοιαύτη, ώστε και τα ενδύματα και τα λοιπά αυτών πράγματα ενεχυρίαζον και επώλουν, όπως οικονομήσωσιν τα προς το ζήν αναγκαία. Ουκ εδίδετο δε αυτοίς υπό των Λατίνων το ορισθέν σιτηρέσιον, ίνα εξ ανάγκης και την ένωσιν δεχθώσι και τον όρον υπογράψωσιν»[147].

Και περί μεν της διατάξεως του όρου, της αναφερομένης εις το «πρωτείον» του Πάπα Ρώμης, και γενικώτερον περί του όλου όρου της Φλωρεντιανής συνόδου, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος γράφει εν τω αυτώ έργω του, σελ. 259, 263, τα ακόλουθα:

«...Σώζονται διάφοροι εκδόσεις του όρου τούτου, εν τισι των οποίων, και δη εν τω αποσταλέντι εις τον Βασιλέα της Αγγλίας αντιγράφω, δεν υπάρχει η ανωτέρω διάταξις περί του παπικού πρωτείου. Όθεν διετυπώθη υπό τινων αμφιβολία περί της γνησιότητος αυτής. Αι αμφιβολίαι αύται είναι καθ’ ημάς αβάσιμοι. Αλλ' έχοντες υπ' όψει τας ανωτέρω τραγικάς λεπτομερείας, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η ανωτέρω διάταξις, ληφθείσα υπό το κράτος της βίας, ουδέν κύρος έχει. Εν πάση περιπτώσει και κατ' αυτήν έτι την διάταξιν το αναγνωρισθέν υπό των Ελλήνων πρωτείον εν Φλωρεντία είναι πρωτείον τιμής. Βεβαίως λέγεται, ότι ο επίσκοπος Ρώμης είναι διάδοχος του αποστόλου Πέτρου και τοποτηρητής του Χριστού, κεφαλή πάσης Εκκλησίας, πατήρ και διδάσκαλος, διευθύνων και κυβερνών την καθολικήν Εκκλησίαν, αλλά ταύτα τα προνόμια έχει «καθ' ον τρόπον εν τοις πρακτικοίς των Οικουμενικών συνόδων και τοις ιεροίς Κανόσι διαλαμβάνεται». Οι δε ιεροί Κανόνες και τα πρακτικά των αρχαίων επτά Οικουμενικών συνόδων, τας οποίας είχον υπ' όψιν οι Έλληνες, ορίζουσι πρωτείον τιμής, ουχί δε «πρωτείον εξουσίας». Το Λατινικόν κείμενον του όρου, την φράσιν «καθ' ον τρόπον εν τοις πρακτικοίς των Οικουμενικών συνόδων και τοις ιεροίς Κανόσι διαλαμβάνεται» απέδωκεν ως εξής: quemadmodum etiam in gestis oecumenicorum conciliorum et in sacris canonibus continetur»· οι δε Λατίνοι εξέλαβον, ότι η προσθήκη του etiam συνηγορεί μάλλον υπέρ των ιδίων αυτών αντιλήψεων περί «πρωτείου»[148]. Αλλ' ως παρετηρήθη ήδη, πρόκειται περί παραποιήσεως του κειμένου, όπως καταφαίνεται εκ του «quemadmodum etiam – et – continetur». Αλλά και μετά της προσθήκης ταύτης η διατύπωσις του όρου περί πρωτείου συνηγορεί μάλλον υπέρ των Ελληνικών ορθών αντιλήψεων, ιδίως δε υπέρ αυτών συνηγορεί η προσθήκη της φράσεως «σωζομένων δηλαδή και των προνομίων απάντων και των δικαίων των Πατριαρχών, ων ανενεώθη η εν τοις Κανόσι παραδεδομένη τάξις». Τα δίκαια και προνόμια των Πατριαρχών αποκλείουσι το αυταρχικόν πρωτείον του επισκόπου Ρώμης. Ου μόνον δε θετικώς, αλλά και αρνητικώς ενισχύεται η έννοια αύτη εκ τούτου, ότι οι περί τον Πάπαν απέφυγον να δηλώσωσιν εν τω όρω, εναντίον της εν Βασιλεία συνόδου, ότι ο Πάπας είναι ανώτερος της συνόδου, διότι οι Έλληνες δεν εδέχοντο τοιούτον τι και διότι υπήρχον και εν αυτή τη Φλωρεντία συνόδω των Δυτικών μέλη υποστηρίζοντα την σχετικήν απόφασιν της εν Βασιλεία συνόδου περί του ότι ο Πάπας υπόκειται τη Οικουμενική συνόδω. Κατ' Οκτώβριον του 1439, μετά τρεις και πλέον μήνας από της διαλύσεως της Φλωρεντινής συνόδου, εν Φλωρεντία, επί παρουσία του Πάπα Ευγενίου, μεταξύ των καρδιναλίων και άλλων διεξήχθησαν συζητήσεις περί του θέματος τούτου, και ο καρδινάλιος Καισαρίνης υπεστήριξε τας αποφάσεις της εν Βασιλεία συνόδου, άλλοι δε απέκρουσαν αυτάς, επομένως δεν εθεωρείτο το ζήτημα λελυμένον[149], ο δε όρος της εν Φλωρεντία συνόδου δεν προϋποθέτει, ότι ο Πάπας είναι ανώτερος της Οικουμενικής συνόδου. Όθεν, παρά τας υπό των Λατίνων παρερμηνείας του κειμένου

της αποφάσεως περί «πρωτείου»[150], εκ πασών των ανωτέρω

λεπτομερειών αποδεικνύεται αναντιρρήτως, ότι οι Έλληνες εν τη Φλωρεντινή συνόδω εδέχθησαν πρωτείον τιμής του Πάπα, την αντίληψιν δε ταύτην, ως παρετηρήθη ήδη, υποστηρίζει και η διατύπωσις αυτής, γενομένη δι' αορίστων και εικονικών εκφράσεων[151].

Ως γνωστόν δε, η εκβιαστικώς γενομένη υπογραφή του όρου της εν Φλωρεντία συνόδου, παρά την υπό του Αγίου Μάρκου Εφέσου, του μη υπογράψαντος αυτόν, και άλλων Ελλήνων ιεραρχών απόδειξιν της μη ορθότητος των παρεισαχθεισών εις αυτόν διδασκαλιών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, και εν γένει η διακηρυχθείσα ένωσις απεδοκιμάσθησαν υπό της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας.

»Οι Ορθόδοξοι λαοί εθεώρησαν την εν Φλωρεντία σύνοδον ληστρικήν. Είναι δε γνωσταί αι μεγάλαι ανωμαλίαι, αι οποίαι προεκλήθησαν εν Κων/πόλει εκ των αποπειρών προς επιβολήν των αποφάσεων της συνόδου ταύτης. Εκτός της εκεί γενομένης καταδίκης αυτής, το 1443, συνελθόντες εν Ιεροσολύμοις οι Πατριάρχαι Ιεροσολύμων Ιωακείμ (1431-50), ο Αλεξανδρείας Φιλόθεος (1453-1459), ο Αντιοχείας Δωρόθεος (1435-1452) και ο μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας Αρσένιος κατεδίκασαν την «συναθροισθείσαν κουστωδίαν, ήτοι μιαράν σύνοδον εν τη Φλωρεντία της Ιταλίας την τα των Λατίνων συν τω Ευγενίω Πάπα δοξάσασαν, άπερ ουκ έδει»[152]. Αλλά και μετά την άλωσιν της Κων/πόλεως συνήλθε εν αυτή μεγάλη σύνοδος, εν τη οποία αντεπροσωπεύθησαν και τα Πατριαρχεία της Ανατολής, η οποία κατεδίκασε τα «κακώς και απερισκέπτως εν Φλωρεντία συνοδικώς πραχθέντα και δογματισθέντα, ως δόγματα νόθα και της καθολικής

Εκκλησίας αλλότρια». Η Φλωρεντινή σύνοδος εκηρύχθη «αργή, ανενέργητος και ως μηδέ το κατ' αρχάς όλως συστάσα».

Ταύτα γράφει περί του όρου της εν Φλωρεντία συνόδου και ειδικώς δια την διάταξιν αυτής την αναφερομένην εις το «πρωτείον» του Πάπα ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος[153]. Ο δε άγ. Νεκτάριος δια την διάταξιν του αυτού όρου περί του «Filioque» εν τω αυτώ έργω του, σελ. 247-249, προσθέτει τα ακόλουθα[154]:

«Έλεγχος του όρου ενώσεως.

»... Γ. Η αιτιολογία... της προσθήκης «αλλ' επειδή παρ' αυτοίς εδόκει τοις Λατίνοις διαβεβαιούσθαι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και εκ του Υιού ως από δύο αρχών και από δύο πνεύσεων εκπορεύεσθαι και δια τούτο εφυλάξαντο λέγειν το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεσθαι εκ Πατρός και Υιού, δεν είναι αληθής. Διότι το σύμβολον προηγήθη αιώνας όλους προ της προσθήκης, όπερ κηρύττει, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός· οι δε Έλληνες εξ άκρας ευλαβείας προς τους αγίους Πατέρας τους συγκροτήσαντας τας ιεράς συνόδους τας συνταξάσας την ομολογίαν της ορθής πίστεως αποκρούουσι πάσαν προσθήκην δι' ό αποκρούουσι την προσθήκην ουχί εξ αγνοίας του Λατινικού φρονήματος, αλλ' εκ σεβασμού προς την ορθήν ομολογίαν της πίστεως ώστε ο λόγος της αποδοχής προσθήκης εκ της επιγνώσεως του Λατινικού φρονήματος είναι αναληθής.

Δ. Η προσθήκη εις το Σύμβολον «δια λόγους ερμηνευτικούς» δεν επιτρέπεται. Το Σύμβολον ανάγεται εις την δογματικήν, η δε ερμηνεία του Συμβόλου εις την ερμηνείαν των δογμάτων. Τα Σύμβολα μένουσιν άθικτα. Αι προσθήκαι της Β΄ Οικουμενικής συνόδου ήσαν δογματικαί και ουχί ερμηνευτικαί και εγένοντο υπό Οικουμενικής συνόδου· εγένοντο δε δεκταί υφ' απασών των Οικουμενικών και επαρχιακών και τοπικών συνόδων, ενώ η προσθήκη «εκ του Υιού» είναι άδηλον υπό τίνος χειρός προσετέθη και πως λεληθότως εισήχθη εις το Σύμβολον της πίστεως παρά τοις Λατίνοις. Προσθήκη εις το Σύμβολον της πίστεως δια λόγους ερμηνευτικούς δεν επιτρέπεται· η ερμηνεία είναι έργον θεολογικόν και δια θεολογικών συζητήσεων διασαφηνίζεται το πνεύμα του δόγματος και επέρχεται συνεννόησις, εάν υπάρχη διαφωνία τις μεταξύ αυτών περί της δηλουμένης φράσεως. Εάν η Λατινική «Εκκλησία» εφρόνει, ότι η Εκκλησία απαγγέλλει μεν ορθώς το Σύμβολον της πίστεως, ερμηνεύει δε εσφαλμένως, ηδύνατο να ποιήσηται επερώτησιν, να δεχθή την ορθήν ερμηνείαν και αρκεσθή εις τούτο και τηρήση και αύτη, ευλαβουμένη το Σύμβολον, αφού εύρη τους Έλληνας ορθώς ομολογούντας και ορθώς φρονούντας και ουχί να επιβάλη μετά την ερμηνείαν, ην εδέχθη ως ορθήν, προσθήκην εις το Σύμβολον. Το συμπέρασμα «επειδή δε εκ τούτων απάντων μία και η αυτή της αληθείας συνάγεται έννοια, τέλος εις την υπογεγραμμένην και θεοφιλή τη αυτή διανοία και τω αυτώ νοΐ συνεφώνησαν και συνήνεσαν ομοθυμαδόν ένωσιν. Εν τω ονόματι τοίνυν της Αγίας Τριάδος, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ταύτης της συνόδου ορίζομεν, ίνα αύτη και της πίστεως αλήθεια υπό πάντων πιστευθείη τε και αποδεχθείη των χριστιανών και ούτω πάντες ομολογώσι, ότι το Πνεύμα το Άγιον εκ του Πατρός και εκ του Υιού αϊδίως εστί και την εαυτού ουσίαν και το υπαρκτικόν αυτού είναι έχει εκ του Πατρός άμα και του Υιού, και εξ αμφοτέρων αϊδίως, ως από μιας αρχής και μοναδικής προβολής, εκπορεύεται κλπ.». Το συμπέρασμα τούτο, δι' ου εισάγεται η προσθήκη εις το ιερόν Σύμβολον της πίστεως, έχει λογικήν ανακολουθίαν· διότι ορίζει να πιστευθή και γίνη αποδεκτή ως νέα αλήθεια η πάλαι υπ' αμφοτέρων των Εκκλησιών ως πιστευτή και αποδεκτή ομολογουμένη, ως ήδη ωμολογήθη δια της αναπτύξεως των λόγων της ταυτότητος της ομολογίας. Η λογική ανακολουθία εύρηται εν τούτω, «επειδή μία συνάγεται έννοια της αληθείας, ορίζομεν την προσθήκην εν τω Συμβόλω». Ενώ η λογική ακολουθία απήτει αντίθετον συμπέρασμα: «αφίεμεν την προσθήκην και ου προσθέτομεν εν τω Συμβόλω».

»Το συμπέρασμα περιέχει και αντίφασιν· διότι, ενώ δέχεται ως αρχαίαν την ορθήν πίστιν εν αμφοτέραις ταις Εκκλησίαις, ως ισχυρίσθη ότι απέδειξεν, ορίζει αυτήν ως νέαν. Εάν η ορθή πίστις ήτο αρχαία, δεν δύναται να πιστευθή ως νέα, εάν ήτο νέα, άρα δεν ήτο αρχαία· δεν δύναται εν και το αυτό να είναι και αρχαίον και νέον. Οι συντάξαντες τον όρον περιέπεσαν εις τε την λογικήν ανακολουθίαν και εις την αντίφασιν, διότι εζήτησαν να στηρίξωσι την εαυτών δόξαν και ουχί την αλήθειαν.

Η αιτιολογία της προσθήκης εν τω Συμβόλω «έτι δε οριζόμεθα την των ρημάτων εκείνων ανάπτυξιν την και «εκ του Υιού», χάριν του την αλήθειαν σαφηνισθήναι ανάγκης τε τότε επικειμένης θεμιτώς τε και ευλόγως εν τω Συμβόλω προσθείναι», δεν είναι αληθής· διότι ουδεμία υφίσταται ανάγκη, πλήν δε τούτου ούτε θεμιτώς, ούτε ευλόγως προσετέθη. Ήτο αθέμιτος, διότι ωρίσθη υπό της Β΄ Οικουμενικής συνόδου μη γενέσθαι προσθήκην εις το ιερόν Σύμβολον της πίστεως και ετηρήθη η διάταξις υπό πασών των ακολούθων Οικουμενικών συνόδων. Ήτο παράλογος, διότι ήτο λογικώς ανακόλουθος. Εν τω όρω η Λατινική Εκκλησία εξέθηκε και διετύπωσε την εαυτής πίστιν ανεπτυγμένην προς υποστήριξιν της εαυτής δόξης. Ο όρος έχει αξίαν δια μόνην την Λατινικήν Εκκλησίαν, διότι επισήμως διετύπωσε την εαυτής ομολογίαν πίστεως, δια τους Έλληνας ουδεμίαν έχει σημασίαν· διότι η Εκκλησία ίσταται επί του βάθρου των αγίων Οικουμενικών συνόδων, ων δέχεται τον θείον χαρακτήρα και την αγιότητα των εαυτών δογμάτων, ων την ορθότητα ομολογεί η Λατινική Εκκλησία. Προσθήκη εις το ιερόν Σύμβολον δεν επιτρέπεται, διότι ουδεμία υφίσταται ανάγκη».

 

ΙΔ. Νεώτεραι Ρωμαιοκαθολικαί κινήσεις εναντίον του παπικού «πρωτείου»

Σύγχρονον αναβίωσιν του πνεύματος των συνόδων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αίτινες, ως εν τοις προηγουμένοις ανεπτύξαμεν, κατεδίκασαν απολύτως μετά το σχίσμα, το παπικόν πρωτείον εξουσίας (ούτω δε, εμμέσως και το μεταγενέστερον παπικόν δόγμα του 1870 περί του «αλαθήτου» του Πάπα) αποτελούσιν αναντιρρήτως αι δια το επίμαχον θέμα γνώμαι του Ρωμαιοκαθολικού θεολόγου και πρίγκηπος Μάξ της Σαξωνίας, ιδία όμως η προηγηθείσα αυτού κίνησις των αποκληθέντων «Παλαιοκαθολικών». Περί τούτων ο αοίδιμος καθηγητής της Δογματικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μακαριστός Ιωάννης Καλογήρου εν τω αυτώ περισπουδάστω συγγράμματί του και εν σελ. 93-97 γράφει τα εξής:

»Το εν τη συνόδω του Βατικανού (1870) καταρτισθέν παπικόν δόγμα παρά παν κύρος, ό προσδίδει αυτώ το γεγονός, ότι διεκηρύχθη υπό Ρωμαιοκαθολικής «Οικουμενικής» συνόδου και επεκυρώθη υπό του κατά την Ρωμαιοκαθολικήν αντίληψιν υπέρ την Οικουμενικήν σύνοδον ισταμένου Ρωμαίου Ποντίφηκος, δεν έπαυσε μέχρι σήμερον να αποτελή αντικείμενον συζητήσεως και θεολογικής εξετάσεως εντός των κόλπων του Ρωμαιοκαθολικισμού. Παρατηρούμεν, ότι τα προβλήματα, άτινα προκύπτουσι, εκ του παπικού δόγματος δια την Εκκλησιολογίαν, δεν διαφαίνονται μόνον εκ των θεολογικών εκείνων τάσεων, των στρεφομένων ειδικώτερον προς την ανατολικήν θεολογικήν ιδεολογίαν και επιδιωκουσών την εκ ταύτης συμβολήν προς αναθεώρησιν της σχετικής παπικής αντιλήψεως· το παπικόν δόγμα αποτελεί και θα αποτελή επί μακρόν πρόβλημα δια την Ρωμαιοκαθολικήν διανόησιν και έρευναν. Εφ' όσον δε το κυρίως παλαιοκαθολικόν κίνημα κατά του δόγματος τούτου έπαυσε να υφίσταται εντός των κόλπων του Ρωμαιοκαθολικισμού, αφ' ότου περί τα τέλη του 19ου αιώνος προέκυψεν εξ αυτού «νέα Δυτική Καθολική Εκκλησία», ο προβληματικός χαρακτήρ του παπικού δόγματος εντός αυτού τούτου του Ρωμαιοκαθολικισμού διαφαίνεται εκ των έκτοτε καταβαλλομένων προσπαθειών υπό Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων προς ερμηνείαν της εννοίας του αλαθήτου.

»Δια των τοιούτων ερμηνειών επιδιώκεται ο μετριασμός της εντυπώσεως, την οποίαν διεγείρει εις πάσαν χριστιανικήν συνείδησιν το ότι δια του δόγματος του 1870 καταργείται οριστικώς το συνοδικόν σύστημα εν τη Εκκλησία...

»Ως ήτο επόμενον, πρωτοπόρος εις τον κατά του παπικού δόγματος αγώνα ανεδείχθη η εν τη συνόδω του Βατικανού (του 1870) αντιπολίτευσις. Μετά την εν τη συνόδω αποτυχίαν των προσπαθειών της, ένεκα της βαθμιαίας υπαναχωρήσεως, κατόπιν πιέσεων πολλών κατά του αλαθήτου αρχικώς ταχθέντων, ιδία Γερμανών επισκόπων, συνεπής προς τας αρχάς αυτής η υπό επιφανών Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων εκπροσωπουμένη αύτη μερίς, καταπολεμήσασα μέχρις εσχάτων την δογματοποίησιν του απολύτου παπισμού, απεχώρησεν απ' αυτού. Επεδίωξε δε και επέτυχεν ιδίαν εκκλησιαστικήν οργάνωσιν και έτη τινά βραδύτερον (1889) συνεπτύχθη μετά του ήδη από της εποχής των Ιανσενιστικών ερίδων (18η εκατον.) προϋπάρχοντος «παλαιοκαθολικού» Εκκλησιαστικού πυρήνος της Αρχιεπισκοπής της Ουτρέχτης (εν Ολλανδία)[155].

»Η ούτω προελθούσα νέα Δυτική Εκκλησιαστική «καθολική» μερίς ανεκήρυξεν εαυτήν Καθολικήν Εκκλησίαν της Δύσεως, ανεξάρτητον από της παπικής κυριαρχίας και της Ρωμαιοκαθολικής δογματικής πίστεως Παλαιοκαθολικήν, ονομασθείσαν. Ούτω προέκυψαν Εκκλησιαστικαί κοινότητες και επισκοπαί, περιλαμβάνουσαι τέως Ρωμαιοκαθολικούς εν Γερμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Κροατία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία (βραδύτερον και εν Αμερική). Αύται απορρίψασαι μετά του παπικού δόγματος και τους εξ αυτού απορρέοντας Ρωμαιοκαθολικούς δογματικούς νεωτερισμούς, συνείδον εαυτάς ως αναβίωσιν της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας εν τη Δύσει και δια τούτο, ως φυσικώς, προς την μετά της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, της γνήσιας Παλαιοκοθολικής Εκκλησίας, ένωσιν φερομένας.

»Δια του Δυτικού τούτου παλαιοκαθολικού κινήματος προέκυψεν, ως ήτο φυσικόν, πλουσιωτάτη και εμβριθεστάτη επιστημονική γραμματεία κατά του παπικού δόγματος και του παπικού εν γένει θεσμού. Ακμήν παρουσιάζει η εν λόγω γραμματεία κατά την εποχήν της πρώτης παλαιοκαθολικής γενεάς, ήτις είχετο μετά μεγαλυτέρου ενθουσιασμού και ενεργητικότητος του καθολικού χαρακτήρος της Εκκλησίας[156].

Εν τη παρούση μελέτη δεν συμπεριελήφθησαν οι υπό της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962) ψηφισθέντες δέκα εξ όροι και διατάγματα, ως και αι μετά ταύτα κυκλοφορήσασαι βούλαι και διατάξεις του Παπισμού διότι δι’αυτών ουδεμία νεωτέρα κακοδοξία προσετέθη, ει μη μόνον η επικαιροποίησις των κακοδοξιών και αιρέσεων του Παπισμού και επεβλήθη η εν τοις πράγμασι πλήρης εκκοσμίκευσις Αυτού.


Σημειώσεις


[1] . Το «πρωτείον» του επισκόπου - πάπα Ρώμης νοείται υπό του Παπισμού υπό τας εξής εννοίας: α) της εγκαθιδρύσεως του «Αποστολικού πρωτείου» εν τω Αποστόλω Πέτρω [de apostolici primatus in beato Petro institutione]∙ β) της διηνεκούς συνεχείας του πρωτείου εις τους Ρωμαίους Ποντίφηκας [de perpetuitate primatus Petri Romani pontificis]· γ) της φύσεως και της ουσίας του πρωτείου του Ρωμαίου Ποντίφηκος [de vi et ratione primatus Romani Pontificis]· και δ) της αλαθήτου αρχής του Ρωμαίου Ποντίφηκος [De Romani Pontificis infallibili magisterio]. Πρβλ. Αγ. Νεκταρίου «Μελέτη Ιστορική περί των αιτίων του σχίσματος» σ. 8.

[2] . Πρβλ. + Παν. Μπρατσιώτου «Η εργασία κατά τους τρεις Ιεράρχας», σελ. 12 και + Κ. Μουρατίδου «Η ουσία και το πολίτευμα της Εκκλησίας», σελ. 37.

[3] . Πρβλ. και Θεοφυλάκτου εις το κατά Ματθ. ιστ΄ 18. «Αύτη η ομολογία, ην ωμολόγησε Πέτρος, θεμέλιον μέλλει είναι των πιστευόντων, ώστε πάντα άνθρωπον μέλλοντα κτίζειν τον της πίστεως οίκον, ταύτην την ομολογίαν υποτιθέναι θεμέλιον». Ορθώς δε παρατηρεί και ο καθηγητής Κ. Καβαρνός εν τω συγγράμματί του «Το ζήτημα της ενώσεως των δύο Εκκλησιών», σελ. 8-9, ότι, εάν η θεμελίωσις της Εκκλησίας εγίνετο υπό του Κυρίου προσωπικώς επί του αποστόλου Πέτρου, το θεμέλιον τούτο θα ήτο καθαρώς ανθρώπινον, με όλας τας συνακολουθούσας συνεπείας. Αλλ' η Γραφή ρητώς διακηρύσσει ότι «θεμέλιον της Εκκλησίας είναι μόνον ο Κ. η. Ι. Χριστός» (Α΄ Κορ. Γ΄ 11 κ.α).

[4] . Πρβλ. και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου μν. έργ., σελ. 9, ένθα και σχετική γνώμη του αγίου Αυγουστίνου περί της αληθούς εννοίας του χωρίου «...Εκείνο όπερ διετάχθη τω Πέτρω – η ποίμανσις δηλ. των προβάτων και η βοσκή των αρνίων – ου μόνον Πέτρος έλαβεν, αλλά πάντες οι Απόστολοι ήκουσαν, έλαβον και διεφύλαξαν». Εφεσ. Δ΄ 11, Πράξ. Κ΄ 28, Α΄ Πέτρ. Ε΄ 2.

[5] . Εφεσ. Δ΄ 11, Πράξ. Κ΄ 28, Α΄ Πέτρ. Ε΄ 2.

[6] . Αγ. Ιωάν. Χρυσοστόμου Ομιλ. ΜΗ΄, Ε.Π. Migne τ. 53, σ. 568 «...Ανακαλύπτει αυτών το συνειδός και προς το πάθος (σ.σ. της φιλαρχίας) αποκρίνεται, ουχ απλώς προς τα ρήματα· προσκαλεσάμενος γαρ παιδίον, είπεν. Εάν μη στραφήτε και γίνεσθε ως το παιδίον τούτο ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών. Ημείς μεν γαρ, φησίν, εξετάζετε τις μείζων, και περί πρωτείων φιλονικείτε· εγώ δε τον μη πάντων ταπεινότερον γενόμενον ουδέ της εισόδου της εκεί άξιον είναι φημί». Και κατωτέρω, αυτόθι, σ. 570. «...Είδες πως... ιάσατο της κενοδοξίας το έλκος; πως επαίδευσε μηδαμού των πρωτείων εράν;».

[7] . Πρβλ. Αγ. Ιωάν. Χρυσόστ, Ομιλ. ΞΕ΄, Ε.Π. Migne τ. 58, σελ. 617.

[8] . Πρβλ. Αγ. Ιωάν. Χρυσοστόμου «Εις Ιωάν. Ομιλ. 88.1, Ε.Π. τ. 59, σ. 477 εξ. και εις Ματθ. Ομιλ. 77, 6. Ε.Π. τ. 58, σ. 709. Ωσαύτως, Δογματ. Π. Τρεμπελ. τ. β΄, σελ. 395, εξ. και βιβλ. αυτόθ. «...Κατά τον Κύριλλον Αλεξανδρείας, επειδή ο Πέτρος «ακράτω δείματι καταληφθείς ηρνήσατο τρίς τον Κύριον» εν τη αυλή του αρχιερέως, «θεραπεύει το πεπονθός ο Κύριος και ανταπαιτεί ποικίλως την εις τρίτον ομολογίαν», ίνα «το εν τριπλώ γεγονός εις απάρνησιν καταργηθή πλημμέλημα». Και «δια του φάναι τον Κύριον βόσκε τα αρνία μου, ανανέωσις ώσπερ τις της ήδη δοθείσης αποστολής αυτώ γενέσθαι νοείται, τον μεταξύ λύουσα των πταισμάτων ονειδισμόν και την εκ της ανθρωπίνης ασθενείας μικροψυχίαν εξαφανίζουσα... Εξαιτεί δε ειπείν ει και πλέον των άλλων αγαπά, ως πλείονα των άλλων την άφεσιν κομισάμενος...». Επιμαρτυρεί δε περί της σημασίας του επεισοδίου τούτου και ο Ισίδωρος παρατηρών, ότι «η τριπλή του Κυρίου προς τον Πέτρον περί αγάπης ερώτησις δεν ωφείλετο εις άγνοιαν του δεσπότου, αλλά το τριπλούν της αρνήσεως τω τριπλώ της συγκαταθέσεως ο αγαθός ιατήρ εξωστράκισε» .

[9] . Το υπόλοιπον μέρος της βαρυσημάντου ταύτης επιστολής, δι' ης πανηγυρικώς ωσαύτως αποδεικνύεται το όλως αβάσιμον και αστήρικτον των διεκδικήσεων του Παπισμού περί «πρωτείου κλπ.» του επισκόπου Ρώμης, θα δημοσιεύσωμεν εν τω οικείω κεφ., εν τοις επομένοις.

[10] . Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης ονομάζει τον Ιωάννην «ισόπετρον» (Ε. Π. Migne, τ. 99, 784)· ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας καλεί αμφοτέρους τους αποστόλους «ισομόρους αξίας», «ισομόρους αυθεντίας» (αυτόθι 77, 112)· ο άγιος 'Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι «ο Πέτρος και 'Ιωάννης ανεδέξαντο την επιστασίαν («επιτροπήν») της Οικουμένης» (αυτ. 56, 476), εις άλλην δε Ομιλίαν του προσθέτει ότι πάντες οι απόστολοι «άρχοντές εισι υπό του Θεού χειροτονηθέντες» άρχοντες ουκ έθνη και πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, αλλά πάντες κοινή την οικουμένην εμπιστευθέντες» (αυτόθι τ. 51 σ. 93]. Επίσης ο άγιος Κυπριανός γράφει: «... Όπερ ην πάσι τοις αποστόλοις το αυτό και παρά τω Πέτρω, τουτέστι πάντες ήσαν πεπροικισμένοι τη ιδία τιμή και εξουσία».

[11] . Πρβλ. και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 9-10.

[12] . Αγ. Ειρηναίου, Adversus Haereses III 3, 3-Apud Euseb. V, 6, 1-3.

[13] . Homiliac Aelfric, Passio S. S. Apostol. Petri et Pauli (London, 1844, σελ. 369, 371).

[14] . Αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου, Muralis, in Iob, 28, 14.

[15] . Διατεσσάρων Ευαγγέλιον [Εις Άγ. Εφραίμ, Sir. S. Mg.].

[16] . Η ανατολική έκφρασις «Θύραι» σημαίνει τας δυνάμεις, επειδή εις περιπτώσεις πολέμου η άλλου εξωτερικού κινδύνου αύται συνεκεντρούντο εις τας θύρας των ωχυρωμένων πόλεων. Η έννοια αύτη..., περισσότερον γενικευμένη, χρησιμοποιείται μέχρι των ημερών μας. Εκ τούτου αι εκφράσεις όπως «η Υψηλή Θύρα»... Αύτη η μεταφορά ήτο συνήθης μεταξύ των Εβραίων…

[17] . Πρβλ. Αγ. Αυγουστίνου, In concion II super Psalmum XXX΄ In Psalm. LXXXVI· Epistola CLXV ad Generosum· traetati VII CXXIII et CCXXlY in Ιoannem. Serme CCLXX in di Pentecostes, V· Sermo CCXLlV και CCXlV' in Psalm LXlX· Sermo XXIX de Sanetis. De Baptism, II, 1. Αγ. Χρυσοστ. Ομιλ. 4 εις Ευαγ. Ματθ. 16, 18, Ομιλ, 51η. 55η, 65η και 83η. Αγ. Κυρίλλ. Αλεξανδρείας, «εις Ησαΐαν», Βιβλ. 4ον, Λογ. 2ος «περί Αγ. Τριάδος» 4΄ «εις το κατά Ιωάν. Ευαγ. 21, 42. Αγ. Ιερωνύμου. In Setum. Matthaeum Liber VI' Adversus Iovinianum, lib. l· In Psalmun LXXXVl' Epistola XV ad Dama-sum, 2· Αγ. Κυπριανού Epist. XXVII de Lapsis, Epist XXXIII, in initid. Epist. LXXHI ad Lubaianum. De Unitate Ecclesiae, IV Αγ. Αμβροσίου, De Lucarnatione Domin, Sacrament, 5, Liber VI Comment, in Evang. Lucae 9. Comment, in Ephes, 2· Epist, ad Damasum Αγ. Ιωάν. του Δαμασκηνού. Ομιλία περί Μεταμορφώσεως, Τερτυλλιανού, De Pudiedia, 21 · De Praescriptionibus Haeriticorum XVl et XXII· Αγ. Αθανασίου κατά Αρειανών 3. Αγ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Ομιλία 2α, 18· Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εγκώμιον εις τον Αγ. Στέφανον, 2. Περί της ελεύσεως του Κυρίου Αγ. Βασιλείου, «εις το Β΄ κεφ. του Ησαΐου», Κατά Ευνομίου» 2, 4* Αγ. Επιφανίου, «Κατά αιρέσεων, 59· Αγ. Ιλαρίου, De S. S. Ininitate liber II et VI· Αγ. Γρηγορίου του μεγάλου [Ρώμης], Moralia in lob, XXVIII, 14' Comment in Psalm. CI, 27΄ Αγ. 'Ισιδώρου του Ισπάλεως, de Officiis lib, II, 5· αγ. Βέδα, In qua est, super Exoduni, cap. XIII, in recapitulatione' Homil, de Feria III Palmarum in cap. XXI Ιoannem· Βασιλείου Σελευκείας, Λόγος 25ος· Αγ. Πέτρου Χρυσολόγου. «Ομιλία 55, περί του πρωτομάρτυρος Στεφάνου και Ομιλία 74΄· Ωριγένους εις Ιερεμίαν, Ομιλία 16΄ «Κατά Κέλσου, βιβλ. 3ον, 28· «Σχόλια εις την προς Ρωμ. επιστ. 5»· Ομιλία 7΄ εις Ησαΐαν Αγ. Εύσεβίου Αλεξανδρείας [επισκόπου Λαοδικείας], Ομιλία περί Αναστάσεως· Θεοδωρήτου, επιστ. 77΄ εις την Α΄ Κορινθ. 3, 10, προς Ευάλιον, επίσκοπον Περσίας· Αγ. 'Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, επιστ. 235΄, 1· Θεοφύλακτου εις Ματθ. 16, 18΄ Αγ. Hinemari της Reims, in Opusculi XXXIII adversus Hinemarum Laudunensis episcopum, Vet XIV· Αγ. Ιππολύτου, εις τα Άγ. Θεοφάνεια, 9· Αγ. Παυλίνου, επιστολή XXVII ad Severum, 10.

[18] . Πρβλ. + Νικολ. Μητροπ. Αξώμης, «Το Συνοδικόν πολίτευμα εν τη Εκκλησία της Αλεξανδρείας», σελ. 8-20, 23-34 και 57-66.

[19] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 1, και + Παν. Τρεμπέλα, μνημ. έργ., τ. Β΄, σελ. 396 και βιβλ. αυτόθι.

[20] . Περί της διακρίσεως των αποστόλων από τους λοιπούς μαθητάς ιδέ Λουκ. στ' 13.

[21] . Μαθηταί ονομάζονται ενταύθα οι πιστοί όπως και οι μετά την Πεντηκοστήν πιστεύσαντες.

[22] . 'Ορθώς παρετήρει ο ξένος θεολόγος Α. Bengel ότι, αν «αι κλείδες» είχον δοθή αποκλειστικώς εις τον απόστολον Πέτρον, ουχί δε και εις τους λοιπούς αποστόλους, με την έννοιαν της παροχής «πρωτείου» εις αυτόν, μετεβιβάζετο δε υπ' αυτού η εξουσία αυτή κατά πνευματικήν κληρονομικήν διαδοχήν εις τον επίσκοπον Ρώμης, τότε ου μόνον ο απόστολος Πέτρος έδει να έχη ηγετικόν «πρωτείον» έναντι των λοιπών αποστόλων, αλλά και ο επίσκοπος Ρώμης, μετά τον θάνατόν του, έδει να έχη το αυτό «πρωτείον» και έναντι των λοιπών επιζώντων έτι αποστόλων. [Πρβλ. + Ιωάν. Κολιτσάρα, «Η Δυτική Εκκλησία», σελ. 43]. Ως θα αποδείξωμεν όμως απολύτως εν τη παρούση ουδέν «πρωτείον» και δη «εξουσίας» είχεν ο απόστολος Πέτρος επί των λοιπών αποστόλων, εξ ου και έγραφον ούτοι και ενήργουν εν γένει όλως ανεξαρτήτως αυτού. Ο δε επίσκοπος Ρώμης, μετά τον θάνατόν του, ου μόνον έναντι των επιζώντων αποστόλων δεν είχε «πρωτείόν» τι, αλλά και επί αιώνας όλους αργότερον και μέχρι της Α΄ Οικουμ. Συνόδου, ουδ' έναντι των λοιπών επισκόπων είχεν έστω και «τιμητικήν» απλώς διάκρισιν.

[23] . Πρβλ. και + Παν. Τρεμπέλα, μνημ. έργ., τ. Β΄, σελ. 396.

[24] . Πρβλ. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 312.

[25] . Αγ. Ιωάν. Χρυσοστ. Ομιλ· ΝΘ΄, Ε.Π. Migne τ. 58, σελ. 586, «…Εάν δε και τούτων παρακούση, ειπέ τη Εκκλησία· τουτέστι τοις προεδρεύουσιν».

[26] . Αγ. Ιωάν. Χρυσοστ. Ομιλ· ΞΔ΄, Ε.Π. Migne, τ. 58, σελ. 612 «Όταν καθίση ο υιος του ανθρώπου επί θρόνου δόξης αυτού, τότε και υμείς καθίσεσθε επί δώδεκα θρόνους φησί· δηλών ότι και συμβασιλεύσουσι και κοινωνήσουσι της δόξης εκείνης».

[27] . Περί της ισοτίμου αποστολικής χάριτος η ιδιότητος πάντων των Αγ. Αποστόλων ο Αγ. Ιωάν. ο Χρυσόστ. γράφει επίσης [Ε.Π. τ. 61, σ. 62]. «Εις Α΄ Κορ. ομιλ. 8, 4: «Άρχοντες γαρ υπό του Θεού χειροτονηθέντες οι απόστολοι · άρχοντες ουκ έθνη και πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, αλλά πάντες κοινή την οικουμένην εμπιστευθέντες». Τα αυτά επαναλαμβάνει και εν τη 44 Ομιλ. εις Ψαλμ. [Ε.Π., τ. 55, σ. 202] ως και εν τη «Ότι χρήσιμος η των Γραφών ανάγνωσις» [Ε.Π., τ. 51, σ. 93].

[28] . Η αυτή αλήθεια σαφώς διακηρύσσεται και εν τη Α΄ Καθολ. επιστολή [Ε΄ 1] του αποστόλου Πέτρου, ένθα ούτος παρακαλεί τους «πρεσβυτέρους» των εν «διασπορά» Εκκλησιών ως απλούς συμπρεσβύτερος και ουχί ως ηγούμενος-μονάρχης της Εκκλησίας και των λοιπών αποστόλων και αντιπρόσωπος του Κυρίου.

[29] . Υψίστην σημασίαν έχουσι και τα εν τω στιχ. 9 του αυτού Κεφ. της προς Γαλ. επιστολής αναγραφόμενα, «Ιάκωβος και Κηφάς (Πέτρος) και 'Ιωάννης, οι δοκούντες στύλοι είναι...», διότι ουχί μόνον χαρακτηρίζεται δι' αυτών και ο απόστ. Πέτρος ως απλούς «στύλος» της Εκκλησίας, όμοιος με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, αλλά και εις την σειράν της αναγραφής των ονομάτων αναφέρεται μετά τον απόστ. Ιάκωβον. Γράφων δε αυτόθι ο θείος Παύλος περί των «δοκούντων», εντόνως τονίζει την ισοτιμίαν του προς αυτούς.

[30] . Ρητώς τονίζεται εν τη Κ.Δ., ότι «κεφαλή» της Εκκλησίας είναι ο Κ. η .Ι. Χριστός [Εφεσ. Α΄ 22.23 και Κολ. Α΄ 18]. 'Εφόσον δε το σώμα της Εκκλησίας είναι εν, κατά τας σαφείς επίσης μαρτυρίας της Γραφής [απλώς χωριζόμενον εις δύο τμήματα, ήτοι το Θριαμβεύσαν – και ευρισκόμενον ήδη εν τω παραδείσω – και το στρατευόμενον, το ευρισκόμενον επί της Γης], δεν δύναται, αναντιρρήτως, να έχη δύο κεφαλάς, άλλην δηλ. ορατήν και άλλην αόρατον, ως εξαρτώμενον, άλλως τε, εκ της μοναδικής κεφαλής του, ήτοι εκ του Κ. η. Ι. Χριστού και απ' ευθείας διοικούμενον, αλλά και ζωογονούμενον υπ’ αυτού. [Αποκαλ. Β΄ και Γ΄, Εφεσ. Δ΄ 11-16 κ.α.]. Ρητώς επίσης και επανειλημμένως διακηρύσσεται εν αυτή, ότι πάντες οι πιστοί [είτε απόστολοι, είτε προφήται κλπ.] είναι απλώς μέλη της Εκκλησίας [Α΄ Κορ. IB΄ 12-31 κ.α.], συναρμολογούνται δε υπό του Κυρίου και συλλειτουργούσιν, όπου έκαστον ετάχθη, προς αποτέλεσιν, εν τω πληρώματι των καιρών, του σώματος αυτής.

[31] . Augustine, in. Joh. traete, 47, 3. Πρβλ. και «Αγ. Κυπριανού, De Unitate Ecclesiae, V. «Πάντες ομοίως εισί ποιμένες, παρ’ ότι εν εστι το ποίμνιον. Και τούτο ομοφρόνως υπό των Αποστόλων ποιμαίνεται».

[32] . Ε. Auvray, Theodori Studitis praepositi paria catecliesis, Paris ii 1891, σελ. 55. Παρά Mansi XXXVII, 138, σημ. 1.

[33] . Ε.Π. Migne, τ. 123, σ. 320.

[34] . Mansi XXXVII, 889-909. Εδημοσιεύθη υπό Μ. Γεδεών, ως ανέκδοτος εγκύκλιος του Οικουμ. Πατριάρχου Ιερεμίου Γ΄ (727), εξ ανεκδότου κώδικος του Κριτίου, εν Κωνσταντινουπόλει 1872. Ο L. Petit εδημοσίευσε την Ομολογίαν εν τη σειρά Μansi εξ αγιοταφικού κώδικος.

[35] . Κατά του επιχειρήματος τούτου διετυπώθη η ένστασις, ότι ηδύνατο ο Κύριος να δώση την «Αποκάλυψιν» εις τον Ιωάννην, ως ιδιαιτέραν πνευματικήν-προφητικήν δωρεάν η χάριν, ασχέτως της ηγετικής η μη θέσεως του αποστόλου Πέτρου εν τω σώματι των 12 Αποστόλων – η και της όλης Εκκλησίας, αλλά και η ένστασις αυτή είναι αβάσιμος. Διότι η «Αποκάλυψις» δεν είναι απλή πνευματική (προφητική) δωρεά-χάρισμα. Εν αυτή περιελήφθησαν προσέτι και ειδικαί κρίσεις, αλλά και εντολαί του Κυρίου προς τους Επισκόπους-Αγγέλους των επτά Εκκλησιών της Ασίας, ίνα διαβιβασθώσιν, ως προείπομεν, αύται προς αυτούς δια του Ιωάννου. Εάν λοιπόν ο απόστολος Πέτρος ήτο ο εν τη Εκκλησία τοποτηρητής και εκπρόσωπος του Κυρίου και η... ορατή κεφαλή της Εκκλησίας, θα ήτο αδύνατον ο Κύριος να τον αγνοήση και να διαβιβιβάση τας δια τους ρηθέντας επισκόπους κρίσεις και εντολάς Του δια του Ιωάννου. Διότι τούτο θα απετέλει περιφρόνησιν του... αντιπροσώπου του, η έλλειψιν εμπιστοσύνης εις αυτόν...

[36] . Το κατά Ματθαίον μόνον Ι. Εύαγγέλιον εγράφη απ' αρχής εις την Αραμαϊκήν, αλλά και τούτο ταχέως μετεφράσθη εις την Ελληνικήν και πάλιν, καίτοι, εκτός των ως ανωτέρω, επίσημος τότε γλώσσα του Ρωμαϊκού Κράτους ήτο η Ρωμαϊκή και ουχί η Ελληνική.

[37] . Ρωμ. εν προοιμίω Β΄ 274.

[38] . Ειρηναίου III, 3, 2-Μ. 7, 849.

[39] . Παρ’ Ευσεβ. Εκκλ. Ιστορ. V, 24, 16 και 9-11, Μ. 20, 508 και 497.

[40] . «Eccleciae catolicae matrix et radix». Epist. Ad Cornelium 4 § 3, m. 3, 733. «Ad Petri cathedram adque ad ecclesiam principalem unde unitas sacerdotalis exorta est». Epist. XII ad Cornelium § 14 in. 3. 844.

[41] . Epist. 72, 3 m. 3, 1039.

[42] . De eccl. unit., 4. m 4,515.

[43] . «Σχετικώς και Ηλίας ο Μηνιάτης (παρά Sugie, μν. έργ. IV, σελ. 410) παρατηρεί: «Και αν είναι και τινας των Αγ. Πατέρων όστις γράφων προς τον Ρώμης επίσκοπον ηθέλησε να τον εγκωμιάση… τα εγκώμια πρέπει να νομίζωνται δόγματα; Όχι.». Ματαίως ο Sugie (μν. έργ. 52) εκβιάζει το σαφώς εκπεφρασμένον νόημα του 28ου κανόνος της εν Χαλκηδόνι συνόδου, καθ’ ον «...τω θρόνω της πρεσβυτέρας Ρώμης δια το βασιλεύειν την πόλιν εκείνην οι πατέρες εικότως αποδεδώκασι τα πρεσβεία...», και αντιβάλλων αυτόν προς τον 3ον κανόνα της Β΄ Οικουμ., καθ' ον «τον της Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον της Ρώμης επίσκοπον...», ζητεί να αποδείξη ότι τα πρεσβεία της Ρώμης δεν ήσαν απλά πρεσβεία τιμής [Mansi VII 445... Το νόημα αμφοτέρων των κανόνων είναι σαφές... Το εάν δε ο Θεοδώρητος ο Κύρου γράφει προς τον Λέοντα τον μέγαν..., ότι «δια πάντα υμίν το πρωτεύειν αρμόττει» [Μ. 54, 847] και ότι «είτε πολλών προνομίων κοσμείται ο υμέτερος θρόνος, ον Πέτρος και Παύλος θρόνον ευγενέστατον κατέστησαν», οι δε πατέρες της εν Χαλκηδόνι συνόδου, μετά την ανάγνωσιν της προς αυτήν δογματικής επιστολής του Λέοντος, ανεφώνησαν «Πέτρος δια Λέοντος ταύτα εξεφώνησε» [Mansi VI, 971], και οι Μάξιμος Αντιοχείας, Ιωάννης ο Σεβαστείας, και Νουνέχιος ο Λαοδικείας αποκαλούσι... τον Λέοντα πατέρα ημών [Mansi αυτόθι 1055], καθώς και άλλαι τινές φράσεις φιλοφροσύνης είτε ελέχθησαν, είτε εγράφησαν εν τοις πρακτικοίς, ταύτα ουδέν αποδεικνύουσιν, εφόσον ήθελον εξετασθή... και ερμηνευθή και υπό της ανέκαθεν επικρατησάσης εν τη διοικήσει πασών των εν Ανατολή Εκκλησιών πράξεως...».

[44] . Hieronym. Epist. 146 ad Evangelum § 1 «Ubicumque fuerit episcopus sive Romae. Sivi Constantinopoli... ejusdem meriti, ejusdem est et sacerdotium... Omnes Apostolorum successores sunt». Εκ των νεωτέρων συμβολικών βιβλίων η Ομολογία Κριτοπούλου θίγει ειδικώτερον τα κατά την ισότητα των τεσσάρων πατριαρχών... «Ουδείς γαρ τούτων κατεπαίρεται των άλλων, ουδέ καθόλου κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας αξιοί τις εκείνον καλείσθαι... Ταύτα ουν ειδότες οι αγιώτατοι... πατριάρχαι της καθόλου Εκκλησίας... ουδένα θέλουσι καθόλου κεφαλήν ονομάζειν, αρκούμενοι τη τεθεωμένη και παντοδυνάμω κεφαλή, τη δεξιά του πατρός καθημένη... Ου μόνον δ’ εν άλλου πατριάρχου διοικήσει κωλύονται οι λοιποί αρχιερατικόν τι τελέσαι, άνευ προτροπής του γνησίου, αλλά και αν εις τινα των υπ' αυτόν τελουσών διοικήσεων γένοιτό ποτε πατριάρχης, ουδέν αρχιερατικόν τι δύναται ενεργήσαι άκοντος του γνησίου...» [Ι. Καρμίρη II σελ. 560-561]. Και Μελέτιος ο Πηγάς εν τω «Λόγω περί του τι εστιν η αληθής Καθολική Εκκλησία..,», γράφει: «Πέτρος ουδένα τρόπον των Αποστόλων ην αρχή, ει και πρωτεία εν Αποστόλοις απενεγκάμενος, αλλ' ως συναπόστολος, ουχ ως άρχων αποστόλων..., ως κορυφαίος, ένα συν τοις λοιποίς συμπεραίνων χορόν» [σελ. 586]. «Πέτρος αδελφός εν αδελφοίς, τουτέστιν ου κεφαλή ουδέ πατήρ· τούτο γαρ Χριστός» [σελ. 596, παρά Jungie, μνημ. έργ. VI, σελ. 349].

[45] . Πρβλ. και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 10-15.

[46] . Η Α' καθολ. επιστολή του αποστόλου Πέτρου εγράφη, κατά την ομολογίαν πάντων σχεδόν των ερευνητών, μετά την προς Εφεσίους επιστολήν του αποστόλου Παύλου, ην προφανώς είχεν υπ' όψιν του ο απόστολος Πέτρος, εκ τούτου δε αι πολλαί των επιστολών τούτων ομοιότητες. Δεδομένου λοιπόν ότι η προς Εφεσίους επιστολή εγράφη μεταξύ του 60-62 μ.Χ. εκ του δεσμωτηρίου, προφανώς της Καισαρείας [Πράξ. ΚΔ΄ 27], άρα η Α΄ καθολική του αποστόλου Πέτρου εγράφη αργότερον, εν Βαβυλώνι της Αιγύπτου, και δεν απευθύνεται αύτη και προς τους χριστιανούς της Ρώμης, διότι ακριβώς μέχρι τότε δεν είχε μεταβή ο απόστολος Πέτρος εκεί, η επινόησις δε θεολόγων τινων της Παπικής Κοινότητος, ότι γράφων ο απόστολος Πέτρος «Βαβυλώνα» ηννόει αλληγορικώς την Ρώμην, είναι αναξία και ανασκευής. Διότι ουδείς λόγος συνέτρεχε να προσφύγη ούτος εις τοιαύτην αλληγορίαν, υπαρχούσης, ως προείπομεν, Βαβυλώνος, με ανθούσαν μάλιστα Ιουδαϊκήν παροικίαν. Η αναφορά εις άλλην Βαβυλώνα με αλληγορικήν έννοιαν προφανώς θα εδημιούργει σύγχυσιν.

[47] . Π. Τρεμπέλα, Ερμην. των επιστ. του αποστόλου Παύλου, σελ. 624 και του ιδίου «Δογματική…», τόμ. Β΄, σελ. 397.

[48] . Ο άγιος πατήρ ονομάζει επίσης τους «κορυφαίους» αποστόλους απλώς «στύλους» της Εκκλησίας, όπως και ο Άγιος Χρυσόστομος.

[49] . Π. Τρεμπέλα, «Ερμην. των Επιστ. του αποστόλου Παύλου, σ. 624. «...Το ότι δε –ο απόστολος Παύλος– επεχείρησε μετά την απόλυσίν του εκ της πρώτης φυλακίσεώς του [εν Ρώμη] και τετάρτην περιοδείαν..., ευρίσκεται μεν σύμφωνον και προς υπαινιγμόν του Κλήμεντος Ρώμης [Α΄ Κορ. 5 «επί το τέρμα της Δύσεως ελθών»], αποτελεί δε την μόνην φυσικήν εξήγησιν της εν τω κανόνι του Moratori απαντώσης φράσεως «profectionem Pauli ab urbe ad Spaniam», των δύο τούτων μαρτυριών υποδηλουσών πιθανώτατα και την προς τα μέρη της Σπανίας μετάβασιν του Παύλου κατά τον εν τη προς Ρωμ. εκφρασθέντα πόθον... ως χρόνος της οδοιπορίας ταύτης καθορίζεται υπό των νεωτέρων το μεταξύ των ετών 64-67 μ.Χ. χρονικόν διάστημα, του έτους 67 θεωρουμένου υπό τούτων ως έτους μαρτυρίου του Παύλου».

[50] . Π. Τρεμπέλα, ερμην. της προς Ρωμ. επιστολής, σελ. 10-11 και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 313.

[51] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 10.

[52] . Και ο απόστολος Παύλος ονομάζει τους «όντας» των εν Ρώμη Ιουδαίων «αδελφούς» εν τη εννοία της φυλετικής αδελφωσύνης.

[53] . Πρβλ. + Π. Τρεμπέλα, υπομν. εις τας επιστ. του Παύλου, σελ. 433-434, αποκλίνοντος υπέρ της γνώμης πολλών ερμηνευτών, ότι η προς Εφεσ. επιστολή εγράφη εις Ρώμην, άμα τη εκεί αφίξει του αποστόλου, εν αντιθέσει προς την γνώμην άλλων φρονούντων, ότι εγράφη εν Καισαρεία κατά την εκεί διετή εν «δεσμωτηρίω» φυλάκισίν του. Συμφωνούντες μετά των δευτέρων, διότι εν Ρώμη ο απόστολος δεν εκρατήθη εν «δεσμωτηρίω κατά την πρώτην «συνοδεία» μετάβασίν του, αλλά τω επετράπη να παραμείνη «εν ιδίω μισθώματι» [Πράξ. ΚΗ΄ 30], θα παρατηρήσωμεν, ότι, είτε εν Καισαρεία, είτε εν Ρώμη εγράφη η επιστολή αυτή, αποτελεί πάντως αμάχητον μαρτυρίαν, ότι, εφόσον ο απόστολος Πέτρος είχε ταύτην υπ' όψιν του, όταν έγραφε την Α΄ Καθολ. επιστολήν του, άρα έγραψε ταύτην οπωσδήποτε μετά την πρώτην μετάβασιν του αποστόλου Παύλου εις Ρώμην. Το ενδεχόμενον της μεταβάσεώς του κατά το ενδιάμεσον χρονικόν διάστημα από της τυχόν εν Καισαρεία συγγραφής της προς Εφεσ. επιστολής μέχρι της εις Ρώμην πρώτης μεταβάσεως του αποστόλου Παύλου αποκλείεται ωσαύτως απολύτως, ως προανεπτύξαμεν, εκ της εν ταις Πράξεσι [ΚΗ΄ 15-31] λεπτομερούς περιγραφής της μεταβάσεως ταύτης. Εάν δε γίνη δεκτόν, ότι και η προς Εφεσίους επιστολή εγράφη εκ Ρώμης, τότε προσεπιβεβαιούται περισσότερον ου μόνον η μη μετάβασις του αποστόλου Πέτρου εις Ρώμην προ του αποστόλου Παύλου, αλλά και η μετ' αυτόν και δη κατά την διάρκειαν της εκεί παραμονής του. Διότι αποκλείουσιν τούτο και αι λοιπαί επιστολαί του αποστόλου Παύλου αι γραφείσαι εν Ρώμη, εν αις, και κατά τα προλεχθέντα, δεν μνημονεύεται ο απόστολος Πέτρος παντελώς.

[54] . Έργα Ιουστίνου εκδ. Otto, Απολ. κεφ. 26-56. Κατά το έτος 1574 ανεκαλύφθη εν Ρώμη η επιγραφή αύτη «Semoni Sancto deo Fidiu...», ήτοι «τω Σίμωνι Σάγκω θεώ των Σαβίνων». Η επιγραφή αύτη καταδεικνύει, ότι ο ανδριάς ην αφιερωμένος ουχί τω Σίμωνι μάγω, αλλά τω Σίμωνι Σάγκω, θεώ των Σαβίνων. Οι δε εν Ρώμη χριστιανοί δια την διπλήν προφοράν του Simoni και Sancto, διότι επροφέρετο και Simoni Sancto, υπεστήριζον τον μύθον και την επί του μύθου στηριζομένην πορείαν του Πέτρου εις Ρώμην, δεικνύοντες τον ανδριάντα. Αλλ’ ήδη πλέον το στήριγμα κατέπεσε και μετ' αυτού ο μύθος και η παράδοσις.

[55] . Πρβλ. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 326. « ... Και Λατίνοι θεολόγοι της περιωπής του L. Duchense αμφιβάλλουσι η μάλλον δεν πιστεύουσι, ότι ο απόστολος Πέτρος επεσκόπευσεν εν Ρώμη»· και αυτόθι υπ. 1. «L. Duchense, Histoire ancienne de l' Eglise, Paris I, 58».

[56] . Tό σχετικόν ωσαύτως χωρίον του Τερτυλλιανού, ότι ο απόστ. Πέτρος εχειροτόνησεν επίσκοπον Ρώμης τον Κλήμεντα, αποδεικνύεται προδήλως παρεφθαρμένον εκ μόνου του γεγονότος ότι ο Κλήμης εχειροτονήθη επίσκοπος περί το 88 έτος, ήτοι είκοσι τουλάχιστον έτη μετά τον θάνατον του αποστόλου Πέτρου. (Πρβλ. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 11). Αλλά και εάν γίνη δεκτόν ότι ο Κλήμης εχειροτονήθη όντως υπό του αποστόλου Πέτρου, εφόσον ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης Λίνος εχειροτονήθη υπό του αποστόλου Παύλου, άρα είναι όλως πρόδηλον, ότι ο απόστολος Παύλος υπήρξεν ο ιδρυτής της Εκκλησίας ταύτης, χειροτονήσας και τον πρώτον επίσκοπον αυτής. Δια τας χειροτονίας δε ταύτας και εις τας «Διαταγάς των Αποστόλων» (Β.Ε.Π. τομ. Β', σελ. 136-137) αναφέρονται τα εξής: «...Της δε Ρωμαίων Εκκλησίας Λίνος μεν ο Κλαυδίας πρώτος υπό Παύλου, Κλήμης δε, μετά τον Λίνου θάνατον, υπ’ εμού Πέτρου δεύτερος κεχειροτόνηται».

[57] . Ανωτάτη αρχή πάσης κατ' έθνος η αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι η υπό του συνόλου των επισκόπων αυτής συγκροτουμένη Σύνοδος, της δε «καθόλου» τοιαύτης η «Οικουμενική». Έργον δε των Ι. Συνόδων, και δη των Οικουμενικών, είναι όπως την εν τη Γραφή και τη Ι. Παραδόσει αλήθειαν, την αποτελούσαν συνείδησιν και ζων φρόνημα πάντων των μελών της Εκκλησίας, διαμφισβητουμένην τυχόν η νοθευομένην, καθορίζωσιν επί το σαφέστερον, συνεργούντος του Αγ. Πνεύματος, ώστε «της ουρανίας φιλοσοφίας τα δόγματα» να προσλάβωσι μεν σαφήνειαν, αποδεικτικότητα και ακρίβειαν, χωρίς όμως να αλλοιωθώσι, κολοβοθώσιν η διαστραφώσι...». Κριτήριον της ιερότητος των Συνόδων και της «συνεργείας του Αγ. Πνεύματος» εις τας αποφάσεις αυτών είναι η συμφωνία της «συνειδήσεως» της όλης Εκκλησίας, του όλου πληρώματος αυτής. Εκ τούτου όμως δεν έπεται ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας, ο λαός, χρίει τας Ιεράς, Οικουμενικάς η μη Συνόδους, ουδ' ότι αποφαίνονται οι επίσκοποι εξ ονόματος του λαού. Αλλ' αι Ι. Σύνοδοι αποφαίνονται συνεργεία του Αγ. Πνεύματος περί της εν τη Εκκλησία υπαρχούσης απολύτου «αληθείας», ο δε λαός – το πλήρωμα της Εκκλησίας, αναγνωρίζει εκ των υστέρων, ότι αύται δεν εξετράπησαν του προορισμού και της δικαιοδοσίας αυτών. Λεπτομερεστέραν ανάπτυξιν του θέματος ιδέ εις + Παν. Τρεμ., «Δογματική», τ. Β΄, σελ. 401-408 και βιβλ. αυτ.

[58] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 13.

[59] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 50-57 και 60-63.

[60] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 48-49, 58-60 και 66-67.

[61] . Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 13-17.

[62] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 74.

[63] . Ιδίου, μν. έργ., σελ. 75.

[64] . Ιδίου, μν. έργ., σελ. 75-76.

[65] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 76-77.

[66] . Ιδίου, μν. έργ., σελ. 77.

[67] . Ιδίου, μν. έργ., σελ. 78.

[68] . 'Ιδίου, μν. έργ., σελ. 79. «Ο Τερτυλλιανός αποδίδει τιμήν εις την Εκκλησίαν της Ρώμης, μόνον διότι αύτη είναι η μόνη εν τη Δύσει Αποστολική Εκκλησία· δι' ό και κατατάσσει αυτήν μετά των αποστ. Εκκλησιών της Κορίνθου, των Φιλίππων, της Θεσ/νίκης και της Εφέσου. Τερτυλ. De praescripte XXXVJ).

[69] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 80.

[70] . Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 80-82.

[71] . Συν/μα Θ. και Ι. Κανόνων Ράλλη-Ποτλή, τόμ. Β΄, σελ. 45, πρβλ. και Αμίλκα Αλιβιζάτου «Οι Ι. Κανόνες», σελ. 143.

[72] . Ράλλη και Ποτλή, Συν/μα των θείων και Ι. Κανόνων, Β΄, σελ. 58, πρβλ. και Αμίλκα Αλιβιζάτου «Οι Ι. Κανόνες», σελ. 144.

[73] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 135-136.

[74] . Η Ε΄ και η Στ΄ Οικουμεν. σύνοδοι δεν εξέθεντο Κανόνας, περιορισθείσαι εις την επίλυσιν των απασχολησάντων αυτάς Χριστολογικών ζητημάτων, το έργον δε τούτο επετέλεσε συμπληρωματικώς δι' αμφοτέρας η ταύταις επομένη «Πενθέκτη».

[75] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ, σελ. 27-28.

[76] . Εν τω Κανόνι τούτω της Α΄ Οικουμεν. συνόδου δεν εγένετο μνεία του επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, διότι τότε δεν είχε καν ιδρυθή εισέτι η Κωνσταντινούπολις, ιδρυθείσα τω 330 μ. Χ. Ετονίσθη δ' εν αυτώ ότι ο επίσκοπος Αλεξανδρείας «έχει την εξουσίαν πάντων των εν Αιγύπτω, Λιβύη και Πενταπόλει, διότι, εγένετο αμφισβήτησις της επ' αυτών «εξουσίας και δικαιοδοσίας» του, εξ αιτίας της καθαιρέσεως υπ' αυτού του επισκόπου Λυκοπόλεως Μελετίου. Η προστεθείσα ακολούθως πρότασις «επειδή και τω Ρώμης επισκόπω τούτο σύνηθες εστί, ουδέν άλλο αποτελεί ειμή επεξήγησιν και βεβαίωσιν της «ταυτότητος», της «ομοιότητος» της «κατ' έθος» εξουσίας του επισκόπου Αλεξανδρείας, επί πάντων των εν Αιγύπτω κλπ. προς την εξουσίαν, ην είχεν ο επίσκοπος Ρώμης «επί πάντων των υποκειμένων αυτώ». Η λέξις «επειδή» έχει την έννοιαν του «καθώς, του όπως» (Πηδάλ. σελ. 129-130, ερμ. Στ' Καν. Α΄ Οικ. συνόδου, πρβλ. Αγ· Νεκταρίου, μν. έργ., 98-99).

[77] . Αμίλκα Αλιβιζάτου. μν. έργ., σελ. 36.

[78] . Δια του κανόνος τούτου της Β΄ Οικουνομ. συνόδου διηυκρινίσθη προσέτι, ότι τα «πρεσβεία» άτινα «κατ' έθος είχεν ο επίσκοπος Ρώμης, ήσαν απλώς «πρεσβεία τιμής» (primatus honoris) «δια το είναι την πρεσβυτέραν Ρώμην πρωτεύουσαν-βασιλεύουσαν», και ουχί «πρωτεία εξουσίας» (primatus potestatis). Ο επίσκοπος Pώμης εθεωρείτο «πρώτος εν ίσοις» (primus inter parie), η «πρώτος τη τάξει», μόνον διότι ήτο επίσκοπος της βασιλευούσης και ουχί ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου. Η αυτή διευκρίνισις εγένετο σαφέστερον δια του ΚΗ΄ Κανόνος της Δ΄ Οικουμεν. συνόδου, ον παραθέτομεν εν τη συνεχεία. (Πρβλ. και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 23).

[79] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 42

[80] . Ιδίου, μν. έργ., σελ. 52.

[81] . Ιδίου, μν· έργ., σελ. 55.

[82] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 55.

[83] . 'Ιδίου, μν. έργ., σελ. 58.

[84] . Της Β΄ Οικουμ. συνόδου.

[85] . Είναι πρόδηλον, ότι δια του Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου ου μόνον ανανεούται και επεξηγείται ο Γ΄ Κανών της Β΄ Οικουμενικής συνόδου, δι' ου παρεσχέθησαν εις τον επίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως ίσα «πρεσβεία τιμής» προς τον επίσκοπον Ρώμης, αλλά τροποποιείται προσέτι και ο Β΄ Κανών της αυτής συνόδου, δια της υπαγωγής και των επισκόπων της Ασιανής, της Ποντικής και της Θράκης, έτι δε και των εν τοις βαρβαρικοίς έθνεσι Εκκλησιών εις την δικαιοδοσίαν του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Κατά του Κανόνος τούτου διεμαρτυρήθη ο τότε Πάπας της Ρώμης Λέων ο Α΄, αλλά μετά την κατ' επανάληψιν επικύρωσίν του δια διαταγμάτων των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Ζήνωνος και της 131 Νεαράς του Ιουστινιανού Α΄ ανεγνώρισεν ούτος de facto τας εις τον επίσκοπον-πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως χορηγηθείσας υπ' αυτού προνομίας (Πρβλ. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 44-48).

[86] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 80.

[87] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 92

[88] . Της Β΄ Οικ. Συνόδου.

[89] . Της Δ΄ Οικ. Συνόδου.

[90] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 125.

[91] . Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 82.

[92] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 15-17.

[93] . Η Α΄ Οικουμεν. σύνοδος συνεκλήθη υπό του Μ. Κωνσταντίνου εν Νικαία, η Β΄ υπό του Θεοδοσίου του Μεγάλου εν Κωνσταντινουπόλει, η Γ΄ υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Μικρού εν Εφέσω, η Δ΄ υπό της αυτοκρατ. Πουλχερίας και του Μαρκιανού εν Χαλκηδόνι, η Ε΄ υπό του αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ εν Κωνσταντινουπόλει, η ΣΤ΄ υπό του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου εν Κωνσταντινουπόλει, η Πενθέκτη υπό του 'Ιουστινιανού του Β΄ εν Κωνσταντινουπόλει, επίσης και η Ζ΄ υπό της βασιλίσσης Ειρήνης εν Νικαία. Προήδρευσαν δε της μεν ΙΑ΄ ο όσιος Κορδούης, ουχί ως αντιπρόσωπος του Πάπα, αλλά ως των μάλλον πεφημισμένων επισκόπων «δια τας αρετάς και την ηλικίαν» (πρβλ. Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 96), της Β΄ ο επίσκοπος Αντιοχείας Μελέτιος, της ΙΓ΄ ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος, της Δ΄ ο Πάπας Λέων ο Ε΄, δια των αντιπροσώπων του, της Ε΄ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευτύχιος, της ΣΤ΄ ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, της Πενθέκτης, ο αυτοκράτωρ 'Ιουστινιανός, ο ρινότμητος, και της Ζ΄ ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος. Και εκ τούτων πανηγυρικώς, φρονούμεν αποδεικνύεται, ότι οι Πάπαι της Ρώμης δεν είχον καν το δικαίωμα συγκλήσεως των Οικουμεν. Συνόδων μέχρι της αποκοπής των εκ της Εκκλησίας και ουδέποτε εξήρτησαν το κύρος των υπό των αυτοκρατόρων συγκληθεισών οικ. Συνόδων εκ της εγκρίσεώς των. Πάντα δε ταύτα όπως και το ότι εις τινας Οικουμεν. Συνόδους δεν παρέστησαν καν αυτοπροσώπως, είναι αμάχητοι επίσης μαρτυρίαι, ότι πλέον του πρωτείου «τιμής» ουδεμίαν διακεκριμένην θέσιν είχον ούτοι εν τη Εκκλησία μέχρι του σχίσματος. (Πρβλ. και Ιωάν. Καρμίρη. Τα Δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τ. Α΄, εκδ. 2α, σελ. 105 εξ.).

[94] . Ράλλη-Ποτλή, Συν/μα Θ΄ και Ι. Καν. τόμ. σελ. 44 και + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 176-177.

[95] . Πρβλ. Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 276-288.

[96] . +Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 30-40.

[97] . Ιδίου, αυτόθι.

[98] . + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 30-36.

[99] . Ιδίου, αυτόθι και + Ιωάν. Καλογήρου, μν. έργ., σελ. 104 και υποσ. 2, και σελ. 105 υπ' 1, και βιβλ. αυτόθι.

[100]. + Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 182-186. Κατά τον μακαριστόν καθηγητήν + Αρχ. Β. Στεφανίδην τους Κανόνας τούτους ηλλοίωσαν, ηύρυναν και επεξέτειναν αργότερον οι Πάπαι και κατέστησαν αυτούς τοιούτους, ώστε να ανταποκρίνωνται εις τας παπικάς αξιώσεις. Παρεμέρισαν ολοτελώς τα εν αυτοίς αναφερόμενα δικαιώματα των πλησιοχώρων επισκόπων και παρουσίασαν εαυτούς ως δυνάμει του παπικού αξιώματος δικαιουμένους να αναθεωρήσωσι τας κατά των επισκόπων και κληρικών συνοδικάς αποφάσεις. Ως εκ τούτου το Λατινικόν κείμενον διαφέρει του Ελληνικού (Ιδέ διατριβάς του εν λόγω καθηγητού υπό τους τίτλους: α) «Ιννοκέντιος Α΄», εις Επετηρ. Θεολ. Σχολ. Πανεπ. Αθηνών 1924, σελ. 363, και β) «η γνησιότης των τριών κανόνων της εν Σαρδική συνόδου», εις την αυτήν Επετηρ. έτους 1931, σελ. 389-392).

[101]. Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 21, υποσ. 1.

[102]. Πρβλ. ιδίου, αυτόθι.

[103]. Ράλλη-Ποτλή, Συν/μα Θ. και Ι. Καν., τομ. Β', σελ. 178-179.

[104]. Αμίλκα Αλιβιζάτου., μν. έργ., σελ. 182.

[105]. Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 76.

[106]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 93 εξ., 112, 117, 203 και 211.

[107]. Ιδίου, μν. έργ., σελ. 175-176.

[108]. Πρβλ. Ράλλη-Ποτλή, Συν/μα Θ΄ και Ι. Καν. τομ. Δ΄, σελ. 410-414.

[109]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 172-173.

[110]. Συν/μα Θ. και Ι. Καν., Ράλλη-Ποτλή, τόμ. 3, σελ. 241.

[111]. Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 228.

[112]. Ιδίου, αυτόθι, σελ. 295-297.

[113]. Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 27-28 και Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 124-127.

[114]. Αμίλκα Αλιβιζάτου, μν. έργ., σελ. 299-302. Σ.σ.: Η εν Καρθαγένη σύνοδος εξέδωκε και ιδιαίτερον όρον, δι' ου απηγόρευσεν εις τον επίσκοπον Ρώμης να ονομάζεται του λοιπού «Άρχων επισκόπων» η «Άκρος αρχιερεύς» (Pontifex maximus), διότι τον τίτλον τούτον έλαβον οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως περιβληθώσι δύο εξουσίας· την κοσμικήν, του αυτοκράτορος, και την πνευματικήν, του «μεγίστου αρχιερέως». Πρβλ. Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 65-66.

[115]. +Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 18-19 και Σωζομένου. Εκκλ. Ιστορ. 3, 8.

[116]. Ε.Π. Migne (παρ' Αθανασίω, 25, 308). Σ.σ. Το αναληθές όμως του ισχυρισμού του Πάπα Ιουλίου, ως προς την αιτίαν της προσφυγής του Μ. Αθανασίου εις σύνοδον Δυτικών επισκόπων, αποδεικνύομεν ευθύς εν τη συνεχεία.

[117]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 18.

[118]. Ιδίου, μν. έργ., σελ. 26-27.

[119]. Mansi, III, 625 εξ.

[120]. Mansi, III 628. Την μαρτυρίαν ταύτην μετεφέραμεν ως έχει, με ελαχίστας προσθήκας, εκ των σελ. 24-25 του αυτού συγγράμματος του αοιδίμου αρχ/που + Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου.

[121]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 91

[122]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 96.

[123]. Ιδίου, αυτόθι, σελ. 101-103 και βιβλ. αυτόθι.

[124]. Είναι όλως πρόδηλον, ότι ούτε δι' εαυτόν διεξεδίκει ο Πάπας Γρηγόριος τοιαύτην εξουσίαν και δικαιοδοσίαν 250 όλα έτη μετά την σύνοδον της Σαρδικής.

[125]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 108.

[126]. Ιδίου, αυτόθι, σελ. 147-169.

[127]. Ιδίου, μν. έργ., σελ. 152-153. Περί δε της «Πενταρχίας» των πέντε Πατριαρχών, ιδέ πλείονα αυτόθι, σελ. 77-93.

[128]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 167-171.

[129]. Ιδίου, αυτόθι, σελ. 182-185.

[130]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 194.

[131]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 200-201.

[132]. 'Ιδίου, μν. έργ., σελ. 207.

[133]. Το περί ου ανάθεμα ήρθη ήδη υπό του Πάπα Παύλου του ΣΤ΄.

[134]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 207 και βιβλ. αυτόθι, και Β. Στεφανίδου Εκκλ. Ιστορία, σελ. 274.

[135]. Hefele, Concitingeschichte, VII 104.

[136] . Ν. Valois, les papes et le consile 1418-1450, Paris 1909, T. I. Introductione.

[137] . Hefele, ένθ. αν., υπ’ 318, 368, Denzinger ένθ. αν., σελ. 224.

[138] . Περί της εν Κωνσταντία συνόδου. Πρβλ. Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 176-179, και βιβλ. αυτόθι.

[139]. Hefele, ένθ. ανωτ., VII, 477-8.

[140] . Hefefe, ένθ. αν., VII 563.

[141]. Valois, ένθ. αν., 305-6.

[142]. Ιδίου, ένθ. αν., Ι, 176, Hefele, VII, 565-7.

[143] . Σιλβέστρου Σπυροπούλου, ένθ. αν. Β΄ 5 σ. 4 εξ. Α.5, πρβλ. και Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 181-210.

[144]. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 259.

[145]. Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., 234-244.

[146]. Ιδίου, μν. έργ., σελ. 244-245.

[147]. Συροπούλου, σελ. 284. Πρβλ. + Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, μν. έργ., σελ. 259.

[148]. Hefele, ένθ. αν. VII, 733.

[149]. Valois, ένθ. αν. Ι, σελ. 202-205.

[150]. Pichler, ένθ. αν. Ι, σελ. 295, σημ. 6.

[151]. Th. Frommann, εν. αν., σ. 18, 19, πρβλ. του αυτού: Zur kritik de Florentiner Unionsdeerets und seiner dogmatischeng Wirmerthung bein Vaticanischen comeile der legennart, Leipzig 1870.

[152]. Σακελλίωνος, Κατάλογος χειρογράφων της Εθν. Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Αθήναι 1892, σελ. 25-28, και + Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, Ιστορ. της Εκκλησίας Ιεροσολ. Εν Ιεροσολ. και Αλεξανδρεία 1910, σελ. 439 εξ.

[153]. Ανδρ. Δημητρακοπούλου, Ναθαναήλ Χύχα, Εγχειρίδιον περί του πρωτείου του Πάπα, Λειψία 1869, σ. θ΄ ιδ΄, Ε. Σταματιάδου, Εκκλησιαστικά σύλλεκτα, εν Σάμω 1891, σ. 26-29, +Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου «Πρώται σχέσεις Ορθοδόξων και Λατίνων μετά την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, εν Ιερουσαλ. 1908, σελ. 25 εξ.

[154]. Πρβλ. και Αγ. Νεκταρίου, μν. έργ., σελ. 255-257, ένθα, και δη εν σελ. 257, είτε την εν Κωνσταντινουπόλει αποκήρυξιν της ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας, αναγράφονται τα ακόλουθα: «Τον αποθανόντα Αυτοκράτορα διαδέχεται ο αδελφός αυτού Κωνσταντίνος, ος αφίκετο εν Κωνσταντινουπόλει τη 12η Μαρτίου 1450 επί της αυτοκρατορίας αυτού ηθροίσθη σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει εν τω Ναώ της αγίας Σοφίας, εν η παρήσαν οι Πατριάρχαι ο Αλεξανδρείας Φιλόθεος, ο Αντιοχείας Ανανίας (εν τόμω καταλλαγής Δοσιθέου ο Αντιοχείας καλείται Δωρόθεος και ο Ιεροσολύμων Θεοφάνης) εκκαίδεκα αρχιερείς της Μεγάλης Εκκλησίας, κληρικοί και ηγούμενοι. Η σύνοδος αύτη καθείλε τον Πατριάρχην Γρηγόριον ως αναγνωρίζοντα την εν Φλωρεντία σύνοδον... και ανέδειξεν αντ' εκείνου Πατριάρχην Αθανάσιόν τινα, άνδρα Ορθόδοξον, ον και εχειροτόνησαν, όστις και προήδρευσε της συνόδου. Η σύνοδος αύτη απεκήρυξε την Φλωρεντινήν σύνοδον, ονομάσασα αυτήν «ψευδοσύλλογον, απατηλόν φενακισμόν, εγκόσμιον και βίαιον»· Οι δε Πατριάρχαι ανεκήρυξαν άκυρον το επιτροπικόν αυτών λέγοντες: «Επειδή πανουργίαις και φενακισμοίς και ανάγκαις και μη εξετάσει της αληθείας τα της ψευδοσυνόδου εκείνης πέρας έλαβε και παρά την ημετέραν διάνοιαν, άκυρον το επιτροπικόν μενέτω· αθετείσθω δε και η σύνοδος εκείνη ως τολμηρά και ταις αγίαις και Οικουμενικαίς συνόδοις ανθισταμένη... Άκυροι άρ' έστωσαν και αι υπογραφαί και η κακή εκείνη συνέλευσις και των συνόδων απαλλοτριωμένη, ως βίας και απάτης γέμουσα. Τας γαρ Οικουμενικάς συνόδους επεκύρωσαν οι Πατριάρχαι και η Οικουμένη, ταύτην δε οι Πατριάρχαι ως θεομισή μετά της Ανατολής ηθέτησαν» (De perpet Gonsens, p. 1383, 1306).

[155] . Η «παλαιοκαθολική Εκκλησία» είναι η ούτω πως γνωριζομένη Εκκλησία των Ιανσενιστών, ήτις προήλθεν από τας κατά τους αιώνας ΙΖ΄ και ΙΗ΄ εν Γαλλία και αλλαχού συγκρούσεις των Ιησουϊτών και του υπ’ αυτών κηρυττομένου και εφαρμοζομένου ουλτραμοντανιστικού πνεύματος της Ρώμης κατά των τοπικών ελευθεριών των εκασταχού Εκκλησιών. Αύτη διωργανώθη το 1713 με επί κεφαλής τον αρχιεπίσκοπον Ουτρέχτης και δύο επισκόπους του Χάρλεμ και Ντέβεντερ εις έγγραφον διακήρυξίν της, εκδοθείσαν κατά το εν Ουτρέχτη της Ολλανδίας συνέδριόν της, της 14ης Σ/βρίου 1889, τονίζει δε τα εξής: α) Εμμένομεν σταθεροί εις την πίστιν της αρχαίας Εκκλησίας, όπως αυτή εθεσπίσθη εις τα Σύμβολα των Οικουμενικών συνόδων της αδιαιρέτου και μη χωρισμένης Καθολικής Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, β) Απορρίπτομεν τα του Βατικανού παπικά δόγματα της 18ης Ιουλίου 1870 περί αλαθήτου του Πάπα και της κοσμικής αυτού εξουσίας, και υπεροχής αυτού και των πρωτείων. Απορρίπτομεν δε ταύτα ως αντικείμενα εις την πίστιν και τα δόγματα της αρχαίας Εκκλησίας και ως καταστρέφοντα το πολίτευμα αυτής. Τούτο όμως δεν μας εμποδίζει να αναγνωρίσωμεν το ιστορικόν πρωτείον, ως το εθέσπισαν και το εδέχθησαν αι Οικουμενικαί σύνοδοι και οι πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο επίσκοπος της Ρώμης θεωρήται πρώτος τη τάξει μεταξύ ίσων (primus inter pares), τη συναινέσει της όλης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, γ) Απορρίπτομεν επίσης το δόγμα του Πάπα Πίου IX, του 1854, περί αμώμου συλλήψεως της Παρθένου Μαρίας, ως μη στηριζόμενον επί της αγίας Γραφής και της ιεράς Παραδόσεως του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων, δ) Όσον αφορά τας άλλας, τας κατά τας τελευταίας εκατονταετίας εκδοθείσας υπό του επισκόπου Ρώμης δογματικάς αποφάσεις, δηλαδή τα Decreta, τας βούλλας, τας συλλάβους του 1854 κλπ., τα απορρίπτομεν, εφόσον αντίκεινται εις την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας και δεν τα αναγνωρίζομεν ως έγκυρα. Προς τούτοις, ανανεούμεν όλας εκείνας τας διαμαρτυρίας, τας οποίας η παλαιοκαθολική Εκκλησία της Ολλανδίας ήγειρεν εναντίον του Πάπα Ρώμης εις προγενεστέρους χρόνους, ε) Δεν παραδεχόμεθα τας αποφάσεις της εν Τριδέντω συνόδου, αι οποίαι αφορώσι την πειθαρχίαν και την ευταξίαν και παραδεχόμεθα τας δογματικάς της αποφάσεις, τόσον μόνον, όσον συμφωνούσι με την διδασκαλίαν της αρχαίας Εκκλησίας, στ) «Έχοντες υπ' όψιν, ότι η αγία ευχαριστία εν τη καθολική Εκκλησία αποτελεί πάντοτε απ' αρχής την βάσιν και το κέντρον της θείας λειτουργίας, θεωρούμεν καθήκον μας να δηλώσωμεν ότι εμμένομεν πιστοί εις την αρχαίαν καθολικήν διδασκαλίαν ότι, όταν κοινωνώμεν εκ του άρτου και του οίνου, δεχόμεθα ότι κοινωνούμεν του σώματος και του αίματος του Κυρίου Ιησού υπό την μορφήν του άρτου και οίνου, ζ) Ελπίζομεν, ότι δια της εμμονής εις την διδασκαλίαν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας, θα επιτευχθή συνεννόησις επί των διαφορών, αίτινες εγεννήθησαν μετά τον χωρισμόν των Εκκλησιών. Ημείς νουθετούμεν τους υφ' ημάς ιερείς, όπως εν τω κηρύγματι, εν τη διδασκαλία, εν τη κατηχήσει και αλλαχού, τονίζουσι πάντοτε τας ουσιώδεις χριστιανικάς αληθείας, τας οποίας κοινώς αναγνωρίζουσι πάσαι αι Εκκλησίαι∙ περί δε των υπαρχουσών αντιθέσεων, συνιστώμεν να αποφεύγωσι πάσαν προσβολήν και να καθοδηγώσι και κατευθύνωσι τους πιστούς δια του λόγου και του παραδείγματός των εις τον αληθή χριστιανικόν βίον, απέναντι δε των άλλων Εκκλησιών να φέρωνται κατά το πνεύμα του Χριστού, όστις είναι πάντων ημών Σωτήρ, η) Δια της πιστής εμμονής εις την διδασκαλίαν του Χριστού και της απορρίψεως όλων των εξ ανθρωπίνων πλανών εισαχθεισών εις την Εκκλησίαν κακοδοξιών και καταχρήσεων πιστεύομεν, ότι θα αντενεργήσωμεν τελεσφόρως κατά της απιστίας και της θρησκευτικής αδιαφορίας, αίτινες είναι το μεγαλύτερον κακόν της εποχής μας» (πρβλ. και + Ιωάν. Κολιτσάρα «Η Δυτική Εκκλησία», σελ. 120-123).

[156] . «Εκ της εν λόγω παλαιοκαθολικής επιστημονικής γραμματείας μνημονεύομεν τα εξής: Sosep Lange, Das vatikanische Dogma von dem Universale Episkopat un der Unfehlbarkeit des Papstes in Seinem Verhi'ltnis zum Neuen testament und zur kirchlichen Veberlieferung – 4 μέρη ενί τόμω –2 έκδ. Βonn 1876. Του αυτού, Ceschichte der romischen kirche quellenmassig dargestellt, 4 τόμ., Bonn 1881-1888. Εν τω μνημειώδει τούτω έργω επεξεργάζεται ο συγγραφεύς μετ' οξυδερκούς κρίσεως το πλούσιον υλικόν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, εν ω εκφαίνεται η εξέλιξις της παπικής δυνάμεως από της αρχαιότητος μέχρι του Πάπα 'Ιννοκεντίου του 30ού. Ας σημειωθούν ενταύθα και δύο έτερα έργα του αυτού, ενδιαφέροντα αμέσως την Ορθόδοξον ανατολικήν θεολογίαν. Die trimitarische Lehreifferenk zwischen der abendlandischen und morgenbandischen kirche, Bonn 1876 και Johannes von Damaskus – βιογραφία και έκθεσις διδασκαλίας του.  Ignaz von Dölliuger, Der Papst und das Konzil, 2 έκδ. 1892, υπό J. Friedrich (Janus), υπό τίτλον Das Papsttum.


Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 23-8-2009.

Τελευταία ενημέρωση: 24-8-2009.

Πάνω