Kεφάλαιο 7ο Περιεχόμενα Kεφάλαιο 9ο
Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"
Η Επιβολή του νέου δόγματος
Ο τίτλος του κεφαλαίου Ζ’ είναι: «Πως επεβλήθη το νέο δόγμα» (σελ. 150-197). Όσο πλησίαζε η ημέρα της ψηφίσεως του νέου δόγματος, τόσο πλήθαιναν οι διαρροές των συνοδικών. Άλλοι «αρρώστησαν» απότομα, άλλοι αναχώρησαν εσπευσμένα. Το αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας έδωσε, στις 13 Ιουλ. 1870, 88 αρνητικές ψήφους και 62 που ψήφισαν «ναι», αλλά με επιφυλάξεις. «Ναι» έδωσαν μόνο 451 επίσκοποι, δηλαδή ούτε οι μισοί από τους 1084, που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στη Σύνοδο και λιγότεροι από τα 2/3 των παρόντων κατά την έναρξη της Συνόδου (700). Κατά την τελευταία όμως συνεδρία της Συνόδου (18 Ιουλ. 1870) ο αριθμός των θετικών ψήφων έφθασε τις 535. Ήδη όμως είχαν αναχωρήσει 55 επίσκοποι της αρνητικής μειοψηφίας που από σεβασμό προς τον «Άγιον Πατέρα» δεν κάθισαν να ψηφίσουν στην τελευταία συνεδρία. Κατά την ψήφιση του νέου δόγματος ξέσπασε πάνω από τον Άγιο Πέτρο σφοδρή καταιγίδα. Για άλλους αυτό ήταν δείγμα της θείας οργής, για άλλους όμως δείγμα θείας ευνοίας...
Με την ψήφιση του νέου δόγματος η μειοψηφία, όπως ήταν επόμενο, έχασε την συνοχή της και διασπάσθηκε. Εν τούτοις μερικοί επίσκοποι αποφάσισαν να συνεχίσουν την αντίσταση, προσβάλλοντας την ίδια την οικουμενικότητα της Συνόδου. Γρήγορα όμως, συνεπεία διαφόρων γεγονότων, κατέρρευσε η αντίσταση. Η Ρώμη έθεσε σε κίνηση ένα ολόκληρο σύστημα, για να υποτάξει τους αντιτιθεμένους. Έτσι στα τέλη του 1871, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, όλη η μειοψηφία είχε υποταχθή. Τα χρησιμοποιηθέντα μέσα ήταν διωγμοί διαφόρων ειδών π.χ. απολύσεις. Η οργή του πάπα δεν έκαμε εξαιρέσεις. Η «κάθαρση» άρχισε από το ίδιο το Βατικανό. Ο παπικός Τύπος έπαιξε και εδώ ένα σημαντικό ρόλο, ιδιαίτερα για τους λιγότερο εξαρτημένους από το Βατικανό επισκόπους και καρδιναλίους. Και σ’ αυτή την σκληροτράχηλη Γερμανία είχε το Βατικανό επιτυχία, με την διαίρεση των επισκόπων της Γερμανικής Συνόδου στην Φούλντα (τέλος Αυγούστου 1870). Πολλοί πρώην πολέμιοι του αλαθήτου τώρα δέχθηκαν όχι μόνο το παπικό αλάθητο, αλλά και την οικουμενικότητα και ελευθερία της Α’ Βατικανής. Γενική όμως πίστη ήταν, ότι οι επίσκοποι στη Σύνοδο της Φούλντας θυσίασαν την εντιμότητα και τις πεποιθήσεις τους...
Η ρωμαϊκή Κούρια επίσης χρησιμοποίησε διάφορα μέσα, για να υποτάξει τους αντιτιθεμένους. Ο υποκινητής όμως όλων των σκληρών μέτρων ήταν ο ίδιος ο πάπας. Κυρίως υποχρεώνονταν όσοι είχαν γράψει εναντίον του νέου δόγματος να ανακαλέσουν, όπως π.χ. ο Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής της Σορβόννης Μαρέ. Άλλοι επίσκοποι έχασαν το θρόνο τους. Στις σελ. 165-177 του βιβλίου βρίσκει κανείς πολύ σχετικό υλικό. Οι περισσότεροι επίσκοποι, που υποτάχθηκαν, βρήκαν ως δικαιολογία, ότι αφού αποφάνθηκε μια Οικουμενική Σύνοδος, η έριδα είχε ουσιαστικά λήξει (πρβλ. την περιβόητη, αποδιδόμενη στον ι. Αυγουστίνο, φράση: «Roma locuta est. Causa finita est»). Πολλοί δυναμικοί αντίπαλοι του αλαθήτου δήλωσαν τελικά υποταγή από φόβο μη μείνουν μόνοι. Άλλοι υποτάχθηκαν από το φόβο της δημιουργίας σχίσματος, όπως π.χ. ο ιστορικός Χέφελε.
Βρέθηκε όμως και ο μετριοπαθής δρόμος της θεολογικής «ερμηνείας» του νέου δόγματος σαν κάποια λύση. Πολλοί επίσκοποι προσπάθησαν αρχικά να περιορίσουν κατά το δυνατόν τις περιπτώσεις των αλαθήτων παπικών αποφάσεων. Έτσι θα αποφευγόταν η σύγκρουση με την ιστορία. Σπουδαιότερο όμως ήταν γι’ αυτούς να συνδυάσουν το αλάθητο του πάπα με την όλη Εκκλησία. Μολονότι η Σύνοδος διακήρυξε σαφώς, ότι ο πάπας είναι «αφ’ εαυτού» αλάθητος, χωρίς δηλαδή την συγκατάθεση της Εκκλησίας, επιδίωξαν να εξαρτήσουν τον πάπα από την συμφωνία της Εκκλησίας. Σ’ αυτήν την ομάδα ανήκαν ο Χέφελε, ο Μαρέ κ.ά. Ο Μαρέ προσπάθησε ν' αποδείξει, ότι η Σύνοδος δεν αναγνώρισε κανένα προσωπικό ή απόλυτο αλάθητο του πάπα.
Νεότεροι θεολόγοι (Χ. Φρις, Κλ. Σατζ) θα υποστηρίξουν, ότι η Α’ Βατικανή απέρριψε μόνο την ανάγκη της εκ των υστέρων επιδοκιμασίας της Εκκλησίας. Πάντως ο Μαρέ δεν έπαυσε να έχει αμφιβολίες για την ορθότητα μιας τέτοιας θεωρίας, γι’ αυτό και απέφυγε να δημοσιεύσει τις θέσεις του.
Η Ρώμη δεν ήταν βέβαια ικανοποιημένη με τις ερμηνευτικές αυτές προσπάθειες. Σκοπός της ήταν η καθολική αναγνώριση του νέου δόγματος. Τον Οκτώβριο του 1870 ο πάπας Πίος Θ’ ίδρυσε, στα πλαίσια της Ιεράς Εξετάσεως, μία ειδική επιτροπή «για όλες τις υποθέσεις της Βατικανής Οικουμενικής Συνόδου και της συγχρόνου καταστάσεως της Ρώμης». Εκείνο που επιδιωκόταν ήταν η υποταγή των αντιφρονούντων. Καθηγητές και επίσκοποι προτίμησαν να συμφωνήσουν. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε, ότι η συγκατάθεση πολλών δεν ήταν ειλικρινής, αλλά διπλωματικής φύσεως. Κίνδυνος σχίσματος όμως δεν υπήρχε λόγω της κυριαρχούσας γενικής θρησκευτικής αδιαφορίας. Κανείς επίσης επίσκοπος δεν φαινόταν διατεθειμένος να αντισταθή μέχρι τέλους. Ακόμη και η αντίδραση των καθηγητών, παρά τον αρχικό δυναμισμό της, αδυνάτησε κατόπιν. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που ενώ δεν πίστευσαν ποτέ στο νέο δόγμα, δεν τολμούσαν να αντισταθούν. Δεν έλειψαν όμως οι συνεπείς καθηγητές. Μέσα σε λίγο χρόνο στις γερμανόφωνες περιοχές αφορίσθηκαν 20 θεολόγοι και φιλόσοφοι καθηγητές. Τα 2/3 των καθολικών ιστορικών των γερμανικών Πανεπιστημίων εγκατέλειψαν την Εκκλησία. Στο Μόναχο 5 ιστορικοί έκαμαν αυτό το βήμα. Και σε άλλες χώρες συνέβη το ίδιο. Κύριο επιχείρημά τους δεν ήταν βέβαια ο ανελεύθερος και αντι-οικουμενικός χαρακτήρας της Συνόδου, αλλά η αντίφαση του δόγματος προς την ιστορία. Πρωταγωνιστές αυτού του αγώνα ήσαν ο Ιγνάτιος φον Ντέλλιγκερ του Μονάχου, ο Γιόχαν φον Σούλτε της Πράγας και οι Γιόζεφ Λάγκεν και Φραντζ Ρόυς στην Βόννη. Οι επίσκοποι βέβαια έκριναν σκόπιμο να καλούν τους καθηγητές σε υποταγή...
Πριν ακόμη τελειώσει η Σύνοδος, οι οπαδοί του α-λαθήτου αποφάσισαν να γραφεί η ιστορία της. Τον Ιούνιο του 1870 ο Πίος Θ’ κάλεσε τον «κανονικό» Ευγένιο Τσεκόνι από την Φλωρεντία στη Ρώμη. Ο Τσεκόνι είχε ήδη αναλάβει την υπεράσπιση της Συνόδου της Φλωρεντίας. Εκφράσθηκε όμως από πρόσωπα του Βατικανού η γνώμη, ότι ο Τσεκόνι έδωσε μόνο το όνομά του, ενώ την ιστορία την έγραψαν στην πραγματικότητα οι Ιησουΐτες. Το έργο του Τσεκόνι περιλαμβάνει 4 ογκώδεις τόμους. Ο εκ των αντιπάλων του δόγματος αρχιεπίσκοπος Βιντσέντσο Τιτσάνι, παρά το ογκώδες υλικό, που είχε συγκεντρώσει, δεν εδημοσίευσε ποτέ την ιστορία, που σχεδίαζε να γράψει. Μετά το θάνατό του (1892) το Βατικανό αγόρασε τα χειρόγραφά του! Μέχρι σήμερα όμως λείπει μια ιστορία της Συνόδου αυθεντική, δηλαδή στηριζόμενη στις πηγές.
Οι πιέσεις του Βατικανού επέδρασαν και στην τύχη των αρχείων των συνοδικών πατέρων. Αρκετοί επίσκοποι της μειοψηφίας έκαυσαν (!) ό,τι σχετικό με την Σύνοδο είχαν γράψει, ακόμη και την αλληλογραφία τους. Το ίδιο έκαμαν όμως και πολλοί από τους επισκόπους της πλειοψηφίας. Στο αρχείο των Ιησουϊτών λείπει λ.χ. η αλληλογραφία από την Γερμανία των ετών 1860-1870. Ίσως να καταστράφηκε, πριν από την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην Ρώμη. «Χάθηκε», επίσης, το ημερολόγιο της «Civiltà Cattolica» από το 1860-1890, που πολλά θα είχε να πει για τον ρόλο των Ιησουϊτών στη Σύνοδο... Η παπική αστυνομία επίσης έκαυσε ένα μεγάλο μέρος του μυστικού αρχείου της, πριν από την κατάληψη της Ρώμης από τα ιταλικά στρατεύματα. Το αρχειακό υλικό επίσης, που σώθηκε, κατά την μαρτυρία του συγγραφέα μένει απρόσιτο. Τον Δεκέμβριο του 1966 επέτρεψε το Βατικανό τη μελέτη του αρχείου της εποχής του Πίου Θ’. Γρήγορα, όμως, το αρχείο αυτό έκλεισε τις πύλες του! Τρεις υπάλληλοι του αρχείου είχαν ετοιμάσει την έκδοση ενός λεπτομερούς καταλόγου. Το 1969 ο πάπας Παύλος ΣΤ’ ανήγγειλε την ετοιμαζόμενη κριτική έκδοση των Πρακτικών της Συνόδου. Θα προηγείτο όμως η έκδοση του Καταλόγου. Και ο μεν Κατάλογος δεν δημοσιεύθηκε ποτέ, η έκδοση δε των Πρακτικών ήταν ένα πρόσχημα, για να μείνει απρόσιτο το Αρχείο. Αλλά και η χρήση του υπολοίπου υλικού σχετικά με τον Πίο Θ’ δυσχεραίνεται.
Χαρακτηριστικότερο όμως είναι ότι δύο κεντρικά όργανα της Ρωμαϊκής Κούρια κρατούν πεισματικά τα αρχεία τους για ολόκληρο τον ιθ’ αι. κλειστά· Η «Επιτροπή για τις ιδιαίτερες υποθέσεις της Εκκλησίας» και η «Επιτροπή Πίστεως», δηλαδή η διάδοχος της Ιεράς Εξετάσεως.
Kεφάλαιο 7ο Περιεχόμενα Kεφάλαιο 9ο
Δημιουργία αρχείου: 19-2-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 19-2-2005.