Kεφάλαιο 12ο Περιεχόμενα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Πώς έγινε ο Πάπας "αλάθητος"
Κριτικές παρατηρήσεις
1. Το βιβλίο αυτό του Α. Μπ. Χάσλερ έρχεται να προστεθή στη σειρά των έργων εκείνων, που γράφονται από δυτικούς χριστιανούς με αυξημένο το αίσθημα της ευθύνης και αξιοπρέπειας, αλλά και του σεβασμού προς την αλήθεια. Γι’ αυτό δεν θα είναι υπερβολή, αν το χαρακτηρίζαμε ως μία από τις μεγαλύτερες προσφορές στον χριστιανισμό σήμερα και θετικότατη υπηρεσία στη δυτική χριστιανοσύνη, που εξακολουθεί να παραπαίει σε μια μακραίωνη συσκότιση του αποκεκαλυμμένου γνησίου τρόπου υπάρξεως της Εκκλησίας, και να πνίγεται στο αδυσώπητο χάος ενός θλιβερού ανθρωποκεντρισμού, που εκφράζεται ως Παπισμός ή Προτεσταντισμός. Βέβαια δεν γνωρίζουμε, αν αντικρούοντας το παράλογο του παπικού αλαθήτου ο συγγραφεύς δέχεται τον φωτισμό της πατερική Ορθοδοξίας ή δεν επαναλαμβάνει την τραγική πορεία της Διαμαρτυρήσεως του 16ου αι., που δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για την επιστροφή στην υπαρκτική αλήθεια, αλλά για την μονομερή εξουθένωση του Παπισμού, που συνιστά πράγματι μία από τις τραγικότερες αναιρέσεις της ευαγγελικής αληθείας. Σε εποχές, όπως η δική μας μάλιστα, που εν ονόματι μιας συμβατικής ενότητος πολιτικού – διπλωματικού χαρακτήρα σχετικοποιείται ανεπανόρθωτα η χριστιανική αλήθεια και γίνεται αναρυθρίαστα δεκτός ο συμφυρμός και η σύγκραση αλήθειας και αιρετικής πλάνης, το βιβλίο του Χάσλερ αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Γιατί έρχεται να δώσει την καλύτερη απάντηση σ’ εκείνους, που από αφέλεια ή σκοπιμότητα, από αθωότητα ή δόλο, αμνηστεύουν την τρομερή αλλοίωση, που επέφερε στον Χριστιανισμό ο Παπισμός και «γυμνή τη κεφαλή» διακηρύσσουν το δυνατόν ενώσεως της Ορθοδοξίας με το παπικό έκτρωμα, όπως εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα.
2. Το βιβλίο του Χάσλερ πραγματοποιεί μια τολμηρή ανατομία των εξελίξεων του παπικού οικοδομήματος κατά τα τελευταία 150 χρόνια, υπό το πρίσμα των αγώνων για την επίτευξη της δογματοποιήσεως του αλαθήτου. Το «δόγμα» αυτό αποτελεί την αποκορύφωση της μακράς διαδικασίας αλλοτριώσεως του Χριστιανισμού στο χώρο της παπικής χριστιανοσύνης. Αν δηλαδή προηγουμένως υπήρχε κάποια δυνατότητα προσεγγίσεως Παπισμού – Ορθοδοξίας, με την εκκλησιαστική θεσμοποίηση του αλαθήτου το χάσμα έγινε κυριολεκτικά αγεφύρωτο. Με το δόγμα αυτό ο πάπας ξεπερνά τα όρια του πρωτείου, που παρά τον αντιχριστιανικό του χαρακτήρα δεν παύει να «κρατά» τον πάπα μέσα στην Εκκλησία, και τον τοποθετεί πάνω από την Εκκλησία. Στην πραγματικότητα τον απομονώνει και τον αποξενώνει από την Εκκλησία, δηλαδή τον βγάζει έξω από την Εκκλησία. Εδώ έγκειται και η τραγικότητα των φανατικών οπαδών του αλαθήτου, που με το δόγμα αυτό εζημίωσαν ανεπανόρθωτα τη δυτική χριστιανοσύνη και την ιερά υπόθεση της ενότητος. Όπως χαρακτηριστικά εσημείωσε ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως:
«Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, απώλεσε τον στολισμόν αυτής, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· από πνεύματος δε και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα...» Ενεκρώθη δηλαδή.
Με το αλάθητο αλλοτριώθηκε τελεσίδικα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία σε «ιδεολογία» και «κοσμοθεωρία», σε «καθεστώς» και «σύστημα» εγκοσμιοκρατικό, σ’ αυτό που εκφράζει ο όρος «Παπισμός», με την ειδική απόχρωση, που παίρνει στον χώρο της κοινωνιολογίας κάθε –ισμός. Βέβαια ήδη με την εκκοσμίκευσή του και την πολιτικοποίησή του ο Παπισμός είχε αποκτήσει τραγικά εγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα. Η καταξίωση όμως του «παπικού συστήματος» συντελέσθηκε στην Α’ Βατικανή. Γι’ αυτό, όσο και αν ο συγγραφεύς αρνείται το αλάθητο ως εκκλησιαστικό δόγμα, όσο και αν τονίζει, ότι κάτι τέτοιο ήταν άγνωστο στην αρχαία Εκκλησία, πουθενά δεν αφήνει έστω κάπως να νοηθή, ότι η γνησιότητα, για την οποία αγωνίζεται βρίσκεται στην Ορθοδοξία, παρά την αθλιότητα βέβαια πολλές φορές των προσώπων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό, ότι ενώ επανειλημμένα αναφέρεται σε μη παπικούς πολεμίους του αλαθήτου, αγνοεί τους ορθοδόξους θεολόγους – και αυτούς της ρωσικής διασποράς, που κινούνται στον δικό του γεωγραφικό χώρο. Ο αγώνας συνίσταται στο να σώσει τον Ρωμαιοκαθολικισμό, δηλαδή την Εκκλησία του – και σ’ αυτό φαίνεται πράγματι πιστό της τέκνο. Επίσης εδώ αποκαλύπτεται το άδικο των επικριτών του, γιατί και ο Χάσλερ, όπως και ο Κυνγκ, δεν καταδικάζουν τον Παπισμό ως όλο, αλλά κάποια – γι’ αυτούς εξωφρενική – απαίτησή του. Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψει, ότι υπερβολικά τονίζεται η αστοχία της παπικής εγκυκλίου «Humanae Vitae» (σχετικά με την πρόληψη των γεννήσεων) και ότι αυτήν συνεχώς και οι δύο επικαλούνται, για να κλονίσουν την ιδέα του παπικού αλαθήτου, καταλαβαίνουμε, ότι στο βάθος δεν έχουν γνήσια ορθοδοξο-πατερικά εκκλησιολογικά κριτήρια, αλλά ανθρωπολογικά – ανθρωπιστικά, και κοινων(ιολογ)ικές προϋποθέσεις στο στοχασμό τους. Κρίνουν δηλαδή περισσότερο ως άνθρωποι «του αιώνος τούτου» και λιγότερο ως ενσυνείδητοι φορείς του αρχαιο-εκκλησιαστικού - πατερικού – ορθοδόξου πνεύματος.
Γι’ αυτό και παρά την σοφία τους και οι δύο δεν φαίνεται να διακρίνουν μεταξύ Εκκλησίας και πάπα. Θύματα και αυτοί του καταθλιπτικού βάρους της παπικής τους παραδόσεως δεν μπορούν να απελευθερωθούν – αποδεσμευθούν από την έννοια «πάπας». Διότι, αν γινόταν τούτο, θα ήταν εύκολο να αντιληφθούν, ότι η παρουσία του παπικού θεσμού καθ’ εαυτόν συνιστά την ουσιαστικότερη αλλοτρίωση της «Εκκλησίας» τους. Το αλάθητο, όπως άλλωστε τονίσθηκε ιδιαίτερα και στην Α’ και στην Β’ Βατικανή, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το «πρωτείο». Εν τούτοις και ο Κυνγκ και ο Χάσλερ προσπαθούν να «διασώσουν» τον πάπα από έναν καταποντισμό, που του επιφέρει το αλάθητο. Αυτό δείχνει η ερώτηση: Δεν μπορεί να υπάρξει πάπας μη αλάθητος; Το δικό μας αντερώτημα είναι: Μπορεί να υπάρξει Εκκλησία όπου υπάρχει πάπας;... Γιατί και αν ακόμη προβληθή η ένσταση ότι από τον κύκλο του Κυνγκ και των ομοφρόνων του προβάλλεται ένα «πρωτείο διακονίας» και όχι «εξουσίας», πάλι λόγος για «πρωτείο» γίνεται, πουθενά δε για (δημοκρατική) ισότητα και συνοδική ομοτιμία όλων των επισκόπων της Εκκλησίας! Ούτε ως απλή υποψία φαίνεται να περνά από τους σημερινούς παπικούς, απλούς πιστούς και σοφούς καθηγητές, ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και γενικά ο δυτικός χριστιανισμός είναι αιχμάλωτος του Παπισμού και δηλητηριάζεται θανατηφόρα από το παπικό πνεύμα, που εκληρονόμησε και ο Προτεσταντισμός ως τέκνο του Παπισμού, με μόνη την διαφορά, ότι στην θέση του ενός πάπα ετοποθέτησε μυρίους πάπες (κάθε «πιστός» αυτοανακηρύσσεται αλάθητος και πάπας), και στην ατομοκρατία του ενός αντέταξε τον προσωπικό ατομικισμό του κάθε ανθρώπου. Στην παπική διδακτορία ρωμαϊκού τύπου δηλαδή αντιπαρέθεσε ο Προτεσταντισμός την δικτατορία του χριστιανικού προλεταριάτου!... Η ρίζα όμως του κακού είναι το παπικό πρωτείο, που οδήγησε αναπόφευκτα στο παπικό αλάθητο. Όπως ορθά εν προκειμένω ομολογούν ο Χάσλερ και ο Κυνγκ, όπου επικρατεί η πίστη στον «ελέω Θεού» άρχοντα, λανθάνει και η έννοια του αλαθήτου, κύριο χαρακτηριστικό της απολυταρχίας από την απώτατη αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είναι μάλιστα σπουδαίο, ότι ο Χάσλερ εργάζεται τώρα στη Ρώμη πάνω στο θέμα: Λατρεία των Ηγετών (Δικτατόρων) στα ολοκληρωτικά – φασιστικά καθεστώτα. Αν η εργασία αυτή λάβει και αναγκαία εκκλησιολογική διάσταση, θα έχει ασφαλώς πολλά να προσφέρει στην θεολογία, στην ιστορία αλλά και στην Εκκλησία...
3. Μια αναπόφευκτη αδυναμία, που διαβλέπει κανείς στο έργο του Χάσλερ, και τα παράλληλα έργα άλλων συγγραφέων, είναι η προσπάθεια να ρίψουν όλα τα βάρη σε ένα πρόσωπο, στον μέντορα του αλαθήτου πάπα Πίο Θ’. Βέβαια γράφεται επανειλημμένως, ότι υπήρχε μια πλειονοψηφία, που ευνοούσε την παπική απόφαση και μια μειοψηφία, που φάνηκε τόσο χλιαρή και «νομοταγής», ώστε γρήγορα να καταρρεύσει. Άρα η ευθύνη μοιράζεται σε όλη την ιεραρχία (βέβαια όχι και στο ανυποψίαστο συνήθως για ό,τι συμβαίνει πλήρωμα...). Ο τονισμός όμως, με κάθε επιστημονικό μέσο, της προσωπικής ευθύνης του πάπα, δείχνει μιαν ενδόμυχη προσπάθεια να γίνει αυτός ο «αποδιοπομπαίος τράγος», για να μπορέσει να απαλλαγεί η ρωμαιοκαθολική οικογένεια από το «μίασμα» και την «γελοιότητα» του παπικού αλαθήτου. Αυτό όμως δείχνει ότι διαφεύγει την αντιληπτική ικανότητα (τουλάχιστον...) των συγχρόνων μας Ρωμαιοκαθολικών, ότι ο Παπισμός δεν νοσεί ως ένα πρόσωπο, αλλά ως καθίδρυμα. Ότι Παπισμός και Εκκλησία είναι έννοιες ολότελα ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Ότι Παπισμός είναι η επιβίωση και «εκκλησιαστική» αναγνώριση και καταξίωση κάθε είδους ολοκληρωτισμού – απολυταρχίας. Αν δεν πέσει, λοιπόν, ο εφιαλτικός ογκόλιθος του Παπισμού ως συστήματος, δεν μπορεί ο Ρωμαιοκαθολικισμός να αναπνεύσει τον αέρα της εν Χριστώ ελευθερίας. Η τόσο παραπλανητική για πολλούς και από τους Ορθοδόξους αποδοχή υπάρξεως «μυστηρίων», «ιερωσύνης», λατρείας κ.λπ. στο χώρο του Παπισμού, δεν σημαίνει αναπόφευκτα, ότι εκφράζουν την έννοια της Εκκλησίας. Διότι και μεγάλες αρχαίες αιρέσεις είχαν πολλά από τα vestigial (γνωρίσματα) αυτά, αλλά έμειναν «ιδεολογικά κατασκευάσματα» και αναιρέσεις της εκκλησιαστικής αληθείας (π.χ. Μαρκιωνιτισμός, Αρειανισμός κ.λπ.).
4. Το κεντρικό σημείο του προβλήματός μας είναι άρα ο Παπισμός, η ρίζα όλων των συγχρόνων κακών στον εκκλησιαστικό και κοινωνικό χώρο (πρβλ. σχέση Παπισμού – Προτεσταντισμού με αστισμό, σύγχρονη αθεΐα, φασισμό κ.λπ.). Όπως ορθότατα σημειώνει ο π. Γεώργιος Καψάνης, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους:
«Η παρέκκλισις του Παπισμού δεν συνίσταται μόνον εις την χρήσιν διαφόρου διοικητικού συστήματος ή διαφόρων εκκλησιαστικών εθίμων, αλλ’ ότι πρόκειται περί μιας βαθυτέρας αλλοιώσεως του ευαγγελικού πνεύματος».
Από δογματικής πλευράς ο Παπισμός είναι ένας «νεοαρειανισμός» (κατά τον αείμνηστο π. Ι. Πόποβιτς). Εκκλησιολογικά στον Παπισμός «η Εκκλησία εκπίπτει εις νομικόν ίδρυμα παροχής της σωτηρίας και της κτιστής Χάριτος». Εκκλησιαστικά – κοινωνικά η διαφοροποίηση του Παπισμού συνίσταται στο ότι η «τριαδικά συνοδική αρχή αντικατεστάθη δια της αντιτριαδικής ολοκληρωτικής συγκεντρωτικής αρχής». Έτσι:
«ο Παπισμός κατήντησε κοσμικόν κράτος με στρατόν, με οικονομίαν, διπλωματίαν. Μέχρι σήμερον το Βατικανόν είναι κράτος, ασκεί διπλωματίαν και επηρεάζει την διεθνή οικονομίαν δια συμμετοχής εις μεγάλας εταιρείας και επιχειρήσεις» (Βλ. την σπουδαία μελέτη του π. Γεωργίου Καψάνη, «Ορθόδοξος παράδοσις και Παπισμός», Άγιον Όρος 1979, έκδ. «Ορθ. Τύπου»).
5. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθή στο Η’ κεφάλαιο της εργασίας (σελ. 198 κ.ε.), όπου φαίνεται καθαρά η διασύνδεση του Παπισμού ως απολυταρχικού συστήματος με τις ολοκληρωτικές δυνάμεις του Φασισμού και Ναζισμού. Όλ’ αυτά βέβαια είναι ως ιστορία πλήρως γνωστά. Σημασία έχει εδώ η τονιζόμενη από τον συγγραφέα εσωτερική σχέση του Παπισμού με τον κάθε μορφής ολοκληρωτισμό και την κάθε λογής δικτατορία. Τούτο συμβαίνει, γιατί ο Παπισμός είναι στην ουσία του η συνεπέστερη μορφή δικτατορίας με εκκλησιαστική καταξίωση. Η χειρότερη δε μορφή απολυταρχίας – ολοκληρωτισμού και δικτατορίας είναι ως γνωστόν η σφετεριζόμενη την άνωθεν προέλευση, την «ελέω Θεού» καταγωγή. Το εγκληματικό δε στην περίπτωση του Παπισμού, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, είναι η δι’ αυτού ταύτιση του χριστιανισμού στη Δύση με διάφορα πολιτικά, αστικής προελεύσεως κόμματα, με σαφείς φασιστικές ή δικτατορικές τάσεις, και έτσι δικαιολογείται η πανηγυρική επιβεβαίωση της εντυπώσεως του Λαού, ότι ο Χριστιανισμός ευνοεί τον ολοκληρωτισμό. Δεν αρνούμεθα βέβαια την σύμπραξη πολλών «χριστιανών» με φανερές ή κρυφές αντιχριστιανικές δυνάμεις, αλλά εδώ εννοούμε την ανάμειξη του Χριστιανισμού ως Εκκλησίας – Οικοδομήματος με τις δυνάμεις αυτές.
Στην συνάφεια αυτή είναι κατ’ αρχήν πολύ διαφωτιστικό το έργο των R. Timel και P. Wilbacher, «Wie christlich sind die christlichen Parteien», Βιέννη 1970, σελ. 296. Επίσης πρβλ. την πρόσφατη διένεξη στην πατρίδα μας, που ενσαρκώθηκε στα έργα: Λιλής Ζωγράφου, «Αντιγνώση. Τα δεκανίκια του καπιταλισμού», Αθήνα 1974· και, απάντηση σ’ αυτό, πρωτ. Ε. Κ. Μαντζουνέα, «Είναι ο Χριστιανισμός τα δεκανίκια του καπιταλισμού;», Αθήναι 1977.
Ο Παπισμός είναι από την ίδια του την φύση ολοκληρωτικός – δικτατορικός – φασιστικός. Γιατί είναι αναίρεση της τριαδικής – συνοδικής ουσίας της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Γιατί ο Παπισμός είναι τάση και κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου. Είναι μια άλλη συγκεκριμένη έκφραση του δεσποτισμού ως καταστροφής της εννοίας της κοινωνίας και επικράτηση του ενός πάνω από άλλους, αντίθετα προς το θέλημα του Θεού για την απόλυτη «ισότητα» και «αδελφοσύνη» όλων των ανθρώπων (βλ. π.χ. Πράξ. 17, 26 ε.). Όπου λοιπόν επικρατεί ως πνεύμα και τάση ο Παπισμός – δεσποτισμός, εκεί εμφανίζεται αναπότρεπτα και ουσιαστική στροφή προς την δικτατορία, και ευνοούνται τα δικτατορικά καθεστώτα. Είναι λοιπόν το παπικό πνεύμα, που και κοινωνικά νοθεύει την γνήσια δημοκρατικότητα της Εκκλησίας – Χριστιανισμού, και που συντηρεί στον κόσμο την απολυταρχία και τη βία, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος και γεωγραφικού χώρου...
6. Θα πρέπει ακόμη να εξαρθούν δύο άλλα σημεία, διότι συνιστούν ουσιώδη προσφορά της μελέτης του Χάσλερ.
Το πρώτο είναι η δεόντως εξαιρουμένη καταπάτηση, διαστρέβλωση και παραμόρφωση από την Α’ Βατικανή και τους υποστηρικτές της της ιστορίας και της ιστορικής επιστήμης. Πόσο αισθητό έγινε τούτο αποδεικνύει το γεγονός, ότι οι καθηγητές της Εκκλησιαστικής Ιστορίας ήταν και είναι οι βασικότεροι αντίπαλοι του αλαθήτου, με πρώτο τον Ιγνάτιο Ντέλλιγκερ, τον αρχηγό του Παλαιοκαθολικισμού. Η αποστροφή εξ άλλου της Α’ Βατικανής για την ιστορία (θα μπορούσαμε να μιλούμε και για απέχθεια) οδηγεί τη σκέψη σε μια παράλληλη στάση, που αν και όχι expressis verbis ισχύει στους κόλπους του συγχρόνου μας Οικουμενισμού. Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς, στους οικουμενιστικούς κύκλους καλλιεργείται συστηματικά – αδιόρατα βέβαια και επιφυλακτικά – ένα πνεύμα αντι-ιστορισμού. Συνεχώς εξαίρεται ο στοχασμός (θεολογικο-φιλοσοφικός) και η (φιλοσοφική) ερμηνεία των κειμένων, όχι όμως και η συστηματική αναφορά στο παρελθόν της ζωής της Εκκλησίας.
Η σπουδή για μια όσο το δυνατόν στενότερη προσέγγιση, που συνοδεύεται από έντονη διάθεση ελαχιστοποιήσεως των δογματικών διαφορών, οδηγεί στην απροθυμία προβολής της ιστορίας, διότι έτσι κατ’ ανάγκην υπογραμμίζονται οι διαφορές. Βέβαια προβάλλονται οι δυσκολίες συμφωνίας των διαφόρων a priori ιστορικών ερμηνειών και η κατ’ ανάγκην παραμέρισή τους, χάριν της ενότητος. Η επιδιωκόμενη όμως πολύ συχνά νέα ερμηνεία, υπό πνεύμα έντονα οικουμενιστικό, διαφόρων σημαντικών ιστορικών γεγονότων, δείχνει ότι, και στον οικουμενιστικό χώρο επαναλαμβάνεται η ίδια διαλεκτική διαδικασία, που παρατηρήθηκε και στην Α’ Βατικανή. Εκεί το επιδιωκόμενο ήταν το παπικό αλάθητο, εδώ η ένωση με κάθε μέσο!
Το δεύτερο σημείο είναι η τραγική απάτη εκείνων, που πίστευαν ότι η επιβολή του αλαθήτου θα έσωζε το ετοιμόρροπο παπικό οικοδόμημα. Λίγες μέρες μετά το τέλος της Α’ Βατικανής κατελήφθη η Ρώμη από τον ιταλικό στρατό! Μια κάποια αντιστοιχία των σκέψεων εκείνων βλέπει κανείς πάλι στη σημερινή βεβιασμένη και αθεμελίωτη πορεία του Οικουμενισμού, κατά την οποία επιδιώκεται η προσέγγιση (ας μη πούμε: ένωση) με στόχο διάφορα κοσμικής και διπλωματικής φύσεως οφέλη. Πέρα δε από εκείνους, που κινούμενοι μέσα στο χώρο της ηγεσίας των οικουμενιστικών ομάδων «γνωρίζουν καλά», προς τα που οδεύουν τα πράγματα, οι πολλοί μαθαίνουν να βλέπουν τον Οικουμενισμό υπό το πρίσμα του διαρκώς προβαλλομένου αιτήματος της παγχριστιανικής και πανανθρώπινη ενότητος. Ο καθ’ όλα βέβαια ευκταίος και ευλογημένος αυτός σκοπός δυστυχώς «αγιάζει» τα μέσα, και έτσι μιλούμε όλοι για ένωση χωρίς να ξεκαθαρίζουμε το ερώτημα: Ναι, αλλά πάνω σε ποια βάση; Και αυτό ισχύει περισσότερο για μας, τους λεγομένους Ορθοδόξους. Είναι δυνατή και επιτρεπτή μια παγχριστιανική ένωση χωρίς τους αγίους μας Πατέρες, τους Ομολογητές και Οσίους μας; Είναι δυνατή μια ένωση χωρίς την συγκατάθεση του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, του Αγ. Μάρκου Ευγενικού, του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού, του Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, του Αγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως; Διότι δυοίν θάτερον: ή εκείνοι είναι έξω του ορθοδόξου τρόπου σκέψεως ή εμείς. Τρίτον δεν χωρεί... Ή εκείνοι έκαμαν λάθος, χαρακτηρίζοντας τον δυτικό χριστιανισμό ως αίρεση, παραχάραξη της αληθείας και αλλοτρίωση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, ή εμείς είμεθα αγιότεροι, σοφότεροι και δικαιότεροι εκείνων. Και τα δύο να ισχύουν δεν γίνεται...
Βρέθηκαν π.χ. κάποιοι να ισχυρισθούν, ότι οι όροι «αίρεση» και «αιρετικός» παλαιότερα αναφέρονταν στους μη χριστιανούς (αλλοδόξους) και όχι στους (δυτικούς) ετεροδόξους. Η νέα αυτή «ερμηνεία» που επιβεβαιώνει και το παραπάνω λεχθέν περί τεχνητής αρνήσεως της ιστορίας, ήταν ολότελα άγνωστη – όπως η ιστορία αποδεικνύει – την εποχή μάλιστα, που εμφανιζόταν σε όλη της την οξύτητα και σοβαρότητα η διαφοροποίηση του δυτικού χριστιανισμού από την Ορθοδοξία (9ος αι., 11ος αι., 14ος αι., 16ος αι., 18ος αι. κ.ε.).
7. Μετά από αυτά φθάνουμε σε ένα κρίσιμο σημείο, που αγγίζει την σημερινή μας στάση έναντι της Δύσεως και μάλιστα του Παπισμού. Ο εγκαινιασθείς από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα «διάλογος της αγάπης» έφθασε σε ανεπίτρεπτα σημεία. (Μυστηριακή διακοινωνία χωρίς πανορθόδοξο απόφαση και πριν από την ένωση. «Επιστροφή» παπικών στην Ορθοδοξία όχι με μόνο έστω χρίσμα, αλλά με μια απλή ομολογία και εξομολόγηση. Παπικοί ιερείς γίνονται δεκτοί από την Ορθοδοξία με την ιερωσύνη των, ως να μεταθέτονταν από την μία ορθόδοξη ενορία στην άλλη... Οι συμπροσευχές και μάλιστα με λειτουργικά άμφια έγιναν, κυρίως στην Δύση, κάτι το πολύ συνηθισμένο κ.λπ.). Οπότε ερωτά κανείς: Σε ποια λογική βάση γίνονται όλ’ αυτά; Με ποια πανορθόδοξη απόφαση; Να γιατί, λοιπόν, η προετοιμαζομένη Πανορθόδοξος Σύνοδος, ενώ τόσο ενδιαφέρον έδειξε για το θέμα «των πηγών» (!) της πίστεως και την νηστεία (!) άφησε τα «βαρύτερα του νόμου», δηλαδή το θεολογικό ξεκαθάρισμα με τον Παπισμό και τον Προτεσταντισμό, ορίζοντας με βάση την ορθόδοξη εκκλησιολογία την ουσία τους. Αλλά και αν ακόμη οι «βεβιασμένες» αυτές ενέργειες γίνονται καλή τη πίστει έχουν κανένα έρεισμα; Δυστυχώς όχι.
άλλαξε τίποτε στην εσωτερική δομή του Παπισμού και μετά την Β’ Βατικανή; Όχι. Το ομολογούν πρώτα οι ίδιοι οι παπικοί, όπως στην παραπάνω ανάλυση του βιβλίου του Χάσλερ είδαμε. Ο Παπισμός μένει! Οι εξωτερικές ενέργειες, όπως η επίσκεψη του πάπα στην Πολωνία, δεν είναι παρά προπετάσματα καπνού για την συσκότιση των πνευμάτων. Παρ’ όλο που τέτοιες ενέργειες επιτυγχάνουν να ενισχύσουν τον Παπισμό, παρουσιάζοντας κοινωνικό και φιλάνθρωπο ένα «σύστημα» τυφλής δικτατορίας και απολυταρχίας. Όπως ο π. Γ. Καψάνης γράφει:
«Δια να είμεθα δίκαιοι πρέπει να είπωμεν, ότι παρατηρείται εις ωρισμένους δυτικούς θεολόγους, κληρικούς και λαϊκούς, κάποια αναζήτησις της γνησίας εκκλησιαστικής πίστεως και ζωής. Αι μεμονωμέναι όμως αύται αναζητήσεις δεν ηδυνήθησαν να επηρεάσουν τον παπικόν εκκλησιαστικόν οργανισμόν εις τοιούτον σημείον, ώστε να ημπορή να ομιλήση τις δια κάποιαν ελπιδοφόρον άνοιξιν, η οποία θα επέτρεπεν εις τους ορθοδόξους να αισιοδοξούν. Αντιθέτως μάλιστα υπάρχουν όχι μόνον ενδείξεις αλλά και αποδείξεις περαιτέρω σκληρύνσεως του Ρωμαιοκεντρικού παπικού ολοκληρωτισμού...».
Στη συνέχεια δε, παραθέτει σπουδαιότατες και αναμφισβήτητες αποδείξεις – δηλώσεις των ιδίων των τελευταίων παπών. (Τέτοιες αποδείξεις βλ. στο βιβλίο του Αναστ. Κ. Πιερίου, «Η ένωσις των Εκκλησιών και τα ‘’σημεία των καιρών’’». Εν Αθήναις 1979, σελ. 27 ε.ε., 30 ε.ε.).
Αλλά και αυτός ο παπικός θεσμός, που βασικά ενδιαφέρει το κρινόμενο βιβλίο, τι είναι μέχρι σήμερα κατά την επίσημη πίστη του Ρωμαιοκαθολικισμού; Σύμφωνα με τα επίσημα κείμενά του ο πάπας, ως κορυφή της πυραμίδος του παπικού συστήματος, είναι: Επίσκοπος Ρώμης, Αντιπρόσωπος (Βικάριος) Ιησού Χριστού, Διάδοχος των Αποστόλων – Πριγκήπων, Υπερτάτη Κεφαλή της Παγκοσμίου Εκκλησίας, Πατριάρχης της Δύσεως, Προκαθήμενος της Ιταλίας, Αρχιεπίσκοπος και Μητροπολίτης της Επαρχίας Ρώμης, Ηγεμών του Κράτους του Βατικανού, Ύπατος Διδάσκαλος, Νομοθέτης, Δικαστής, Διοικητής. Διατηρεί Υπουργεία, Υπουργούς και Πρωθυπουργό στο Κράτος του – μικρογραφία βέβαια του παλαιού τεραστίου παπικού Κράτους, αλλά πάντως Κράτος. Ορίζει επίσης Πρεσβευτές (Νούντσιοι) στις διάφορες χώρες και κλείνει μαζί τους πολιτικές συμφωνίες – Κονκορδάτα. Διαθέτει στρατό – φρουρά (έστω λεγομένη «τιμητική») και είναι ο κύριος των πολιτών του Βατικανού. «Πολίτης του Βατικανού» βέβαια δεν γίνεται κανείς με την γέννησή του, ούτε από τον τόπο κατοικίας του. Είναι τίτλος, που δίνεται – σήμερα – από τον πάπα!
Όσο και αν ισχυρίζονται μερικοί, ότι τα λόγια έχασαν πια την σημασία τους λόγω των πολιτικών εξελίξεων και σημερινών κοινωνικών μεταβολών, ερωτάται: Ως χριστιανοί είναι δυνατόν να παίζουμε με τις λέξεις; Με αυτή την έννοια κάθε βλασφημία μπορεί να θεωρηθή αθώο λογοπαίγνιο! Το Ευαγγέλιο όμως μας λέγει: «Έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου» (Ματθ. 5, 47). Είναι δυνατόν επίσης να θεωρηθή η δομή αυτή του Ρωμαιοκαθολικισμού ως απλώς εσωτερική του «υπόθεσις», όπως επανειλημμένως έχει λεχθή και γραφή; Όταν λοιπόν γίνεται λόγος περί ενώσεως και προετοιμασίας «θεολογικού διαλόγου», είναι δυνατόν να συζητεί καν κανείς περί τοιούτων βημάτων, ενώ δέχεται ως συζητητή της Ορθοδοξίας, ως πνευματικού μεγέθους, ένα ολότελα κοσμικό και αντικοινωνικό σύστημα; Κάθε ένωση πραγματική προϋποθέτει ως γνωστόν την σύγκραση ομοειδών πραγμάτων...
8. Το βιβλίο του Χάσλερ, και το πολύτιμο υλικό που χρησιμοποιεί, πείθει ότι ο Παπισμός βάλλεται ένδοθεν και καταρρέει εσωτερικά. Γι’ αυτό και τόσες καταβάλλονται προσπάθειες για την υποστύλωση του, για την διάσωσή του. Στους υποστηρικτές του ανήκουν όλοι εκείνοι, που ποτισμένοι από ένα νοσηρό συντηρητισμό προσπαθούν να διασώσουν μαζί με τον Παπισμό την απολυταρχία και τον δεσποτισμό στο σημερινό κόσμο. Είναι τα υπολείμματα του σκοτεινού μεσαίωνος! Είναι όμως και όλοι εκείνοι, οι οποίοι στην συντήρηση του Παπισμού βλέπουν να διαιωνίζεται η αλλοίωση του Χριστιανισμού και η υπονόμευσή του στα μάτια των Λαών της γης, που έτσι μαθαίνουν να δέχονται τον Χριστιανισμό ως το στήριγμα της βίας και απολυταρχίας!
Το ερώτημα όμως είναι : Τι κάνουμε εμείς ως Ορθόδοξοι απέναντι στον Παπισμό; Έχουμε αντιληφθή, ότι του δίνουμε το καλύτερο στήριγμα και τον δικαιώνουμε στα μάτια της οικουμένης; Τι άλλο είναι η μορφή της αλληλογραφίας, που από την εποχή του Αθηναγόρα έχει εγκαινιασθή μεταξύ Βατικανού και Κωνσταντινουπόλεως;
Τι άλλο κάνουμε, όταν με κάθε ευκολία ονομάζουμε τον πάπα (ως πάπα...): «αδελφόν εν Χριστώ», «αγιώτατον αδελφόν της πρεσβυτέρας Ρώμης», «αδελφόν πρώτον τη τάξει», και τον αναγνωρίζουμε «εν τη κοινωνία πίστεως και αγάπης»; Τι άλλο παρά τυφλή αναγνώριση του Παπισμού αποτελούν οι παρόμοιες εκδηλώσεις;
Ενώ δηλαδή η μόνη δυνατότητα να ακούσει ο Παπισμός, αλλά και ο υπόδουλος στην παποσύνη Χριστιανισμός της Δύσεως την αλήθεια, είναι από το στόμα της συγχρόνου μας Ορθοδοξίας, ερχόμεθα εμείς οι εκπρόσωποί της να καταξιώνουμε και αναγνωρίζουμε τον Παπισμό, θυσιάζοντας στην σκοπιμότητα την υπαρκτική μας αλήθεια. Η αναγνώριση του Παπισμού, όπως είναι, από μας τους Ορθοδόξους συνιστά διαστροφή μέσα μας, στα λόγια και τα έργα μας, της ορθοδόξου αγιοπατερικής παραδόσεως, καθόλου λιγότερο κατακριτέα από εκείνη που συντελέσθηκε στους κόλπους του Παπισμού στο πέρασμα τόσων αιώνων.
9. Το βιβλίο του Χάσλερ είναι μια ηχηρή νότα από την πολυφωνική κραυγή της υποδουλωμένης στον Παπισμό και τα προϊόντα του δυτικής χριστιανοσύνης. Μια λυτρωτική κραυγή – αναζήτηση της υπαρκτικής αληθείας. Απλώνουν με απόγνωση τα χέρια οι αδελφοί μας αυτοί – θύματα μιας στυγνής κοσμικής δικτατορίας – και ζητούν από μας βοήθεια.
Τι θα κάνουμε; Θα απαντήσουμε στο τραγικό κάλεσμά τους με την αλήθεια της πίστεως και παραδόσεώς μας; Τα πράγματα δεν δείχνουν να έχουμε αυτή την διάθεση. Ηγετικά πρόσωπα, θεολογικά και εκκλησιαστικά ανυποψίαστα, προχωρούν σε ουσιαστικές έναντι του Παπισμού παραχωρήσεις.
Η σύναψη «Κονκορδάτου» (= αναγνώριση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως Κράτους) δεν έχει ακόμη υλοποιηθή. Γίνεται όμως πολύ λόγος, και πολλά πράγματα από απλές διαδόσεις καταντούν μια μέρα πραγματικότητα! Αλλά τότε θα επαναλάβουμε το ασυγχώρητο έγκλημα, που διαπράξαμε το 1438, πάλι απέναντι στον δυτικό χριστιανισμό, την υπόδουλη και τότε στον πάπα δυτική χριστιανοσύνη.
Και τότε μας κάλεσαν από δύο πλευρές. Μας κάλεσαν οι αντι-παπικοί Ρωμαιοκαθολικοί, που με την Σύνοδό τους στην Βασιλεία (1431-37/1448) αγωνίζονταν να απελευθερωθούν από την παπική καταδυνάστευση και να αποτινάξουν τα δεσμά της παπικής τυραννίας. Μας κάλεσε όμως και ο πάπας (Ευγένιος Δ’, 1431-1447) που με την Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας προσπαθούσε να σώσει το «βασίλειο» και την εξουσία του πάνω στη δυτική χριστιανοσύνη. Και μεις – οι Βυζαντινοί τότε πρόγονοί μας – ταχθήκαμε στο πλευρό του πάπα και αφήσαμε, ως μη ώφειλε, τους δυτικούς χριστιανούς αδελφούς μας αβοήθητους. Αυτό ήταν το έγκλημά μας! Άλλο αν η «ένωση» λόγω του Αγίου Μάρκου και μερικών «ξεροκέφαλων» μοναχών δεν έγινε, και έτσι αρνηθήκαμε στους δυτικούς χριστιανούς αδελφούς μας βοήθεια και βοηθήσαμε τον τύραννό τους και μαζί την τυραννία.
Μπρος στην ίδια ιστορική ευθύνη βρισκόμαστε ως Ορθοδοξία, αλλά και ως Έθνος, ως Λαός, ως Κράτος αυτή τη στιγμή. Τώρα που συνάπτονται πολιτικές συμφωνίες (έστω όχι Κονκορδάτο απ’ ευθείας), που προετοιμάζεται ο «θεολογικός διάλογος» με το Βατικανό. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος – και αυτοί οι Ρωμαιοκαθολικοί – όταν ακούουν να γίνεται λόγος για «πρωτείο» και «αλάθητο», γελούν με περιφρόνηση. Οι πολλοί τα θεωρούν ως κατάλοιπα ενός τυφλού μεσαιωνισμού. Αρκετοί όμως μπορούν να καταλάβουν πόσο τρομερή αλλοίωση της ευαγγελικής αληθείας συνιστούν τα δύο αυτά «δόγματα».
Το βιβλίο του Χάσλερ μας θέτει το αδυσώπητο δίλημμα: Θα τολμήσουμε (Μάρκ. 15, 43) να απαντήσουμε στους δυτικούς χριστιανούς αδελφούς μας, προσφέροντάς τους, την Ορθόδοξη αλήθεια και ζωή, και βοηθώντάς τους να αποτινάξουν το ζυγό του Παπισμού, ή θα επαναλάβουμε την κατά το 1438 αχαρακτήριστη συμπεριφορά μας απέναντί τους; Νομίζω ότι το δίλημμα αυτό δεν αφορά μόνο την εκκλησιαστική μας Ιεραρχία και εμάς του ειδικούς – «επαγγελματίες» - θεολόγους, αλλά σ’ ολόκληρο το ορθόδοξο πλήρωμα. Κάθε Ορθόδοξος πιστός καλείται από το Θεό – και προκαλείται από την ιστορία – να αναλάβει την δική του ευθύνη.
[Σημείωση 24 Αυγούστου 2001: Αν αυτά γράφονταν το 1979, είναι ευνόητο τι έπρεπε να γραφή σήμερα, που (ακόμη και) η Εκκλησία της Ελλάδος αναγνώρισε τον Παπισμό ως Εκκλησία και Κράτος κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα στην Αθήνα.]
Οι πέντε Ήπειροι της γης προσκυνούν τον πάπα Πίο Θ’, όπως από τα χρόνια του αποστόλου Πέτρου – κατά την επιγραφή στον παπικό θρόνο.
Kεφάλαιο 12ο Περιεχόμενα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Δημιουργία αρχείου: 19-2-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 19-2-2005.