Η ενότητα της Εκκλησίας, "εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω" κατά τους 3 πρώτους αιώνες
ΜΕΡΟΣ 2o
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ «ΕΝ ΤΗ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΤΩ ΕΠΙΣΚΟΠΩ» ΚΑΙ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ «ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α: Μία Ευχαριστία και ένας Επίσκοπος σε κάθε Εκκλησία
2. Η μία υπό τον Επίσκοπο Ευχαριστία και οι Χριστιανοί της υπαίθρου
Ο Χριστιανισμός εμφανίσθηκε ως θρησκεία των πόλεων. [33] Τις πρώτες μαρτυρίες περί διάδοσης του Χριστιανισμού στην ύπαιθρο, τις παίρνουμε γύρω στις αρχές του β' ή τα τέλη του α' αιώνα[34]. Ήδη περί τα μέσα του β' αιώνα ο Ιουστίνος μας πληροφορεί, ότι στα χωριά γύρω από τη Ρώμη υπήρχαν χριστιανοί[35]. Από άποψη πολιτικής διοργάνωσης οι Χριστιανοί αυτοί υπάγονταν σε υπαίθριες επαρχίες. Οι επαρχίες αυτές ήταν γνωστές στο Ρωμαϊκό κράτος ως pagi (χώρες) ή vici (κώμες). Σε αντίθεση με αυτές, υπήρχαν οι πόλεις (civitas, urbs, oppidum). Και οι πόλεις ήταν οι μόνες που απολάμβαναν πλήρη αυτοδιοικήσεως, αποτελώντας respublicas[36]. Οι υπαίθριες αυτές «χώρες» και «κώμες» για τους εθνικούς αποτελούσαν ανεξάρτητες θρησκευτικές κοινωνίες ενωμένες γύρω από τη λατρεία των θεών. Είχαν μάλιστα πολλές φορές genius pagi[37] Όμως οι Χριστιανοί των χωρών εμφανίσθηκαν από την αρχή ως προσκολλημένοι στην τελούμενη λατρεία στην πόλη. Αυτό είναι βαρυσήμαντο για την ιστορία. Και μαρτυράει, ότι κακώς αναζητήθηκε το πρότυπο της υπαίθριας ενορίας και η γένεσή της στην πολιτική διαίρεση του Ρωμαϊκού κράτους[38]. Η διοργάνωση της Εκκλησίας φαίνεται ότι ακολούθησε δική της εξέλιξη, υπαγορευμένη από τις θεμελιώδεις Εκκλησιολογικές αρχές που είδαμε. Η Εκκλησία εμφανίσθηκε εξ αρχής ως μία ευχαριστιακή σύναξη κάτω από τον Επίσκοπο. Και στη συνέχεια οργανώθηκε με τρόπο που δεν απομακρύνθηκε από την αρχική αυτή μορφή της. Μια μορφή, που συνδεόταν, όπως είδαμε, αναπόσπαστα με σοβαρές θεολογικές προϋποθέσεις. Έτσι, οι πηγές μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε το εξής: Ότι τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του β' αιώνα (συγγραφή Α΄ Απολογίας Ιουστίνου), οι Χριστιανοί των χωριών αποτελούσαν μία Εκκλησιαστική ενότητα με τους Χριστιανούς της πόλης, κοντά στην οποία ζούσαν. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον στη Ρώμη, απ’ όπου γράφει ο Ιουστίνος. Δεν αποκλείει όμως και τις Εκκλησίες της Ανατολής. Γιατί ο συγγραφέας αυτός δεν αγνοεί τον τρόπο ζωή τους, και φαίνεται ότι περιλαμβάνει και αυτές, μέσα στην περιγραφή των Ευχαριστιακών συνάξεων. [39] Συνεπώς κάθε αναζήτηση της απόσπασης των Χριστιανών των χωριών από την πόλη για δημιουργία δικής τους ευχαριστιακής συνάξεως είναι καλό ν' αρχίσει μετά τα μέσα του β' αιώνα. [40] Αυτό συμπίπτει με τη ραγδαία διάδοση του Χριστιανισμού και την αύξηση του αριθμού των Χριστιανών. Περί τα μέσα του β' αιώνα η δύση γνωρίζει την ίδρυση πολλών νέων Εκκλησιών. Τότε η εξυπηρέτηση της υπαίθρου μέσω της θρησκευτικής συνάξεως στην πόλη, δεν είναι πλέον εύκολη. Γι’ αυτό και η σύμπηξη ξεχωριστής παροικίας στην ύπαιθρο καθίσταται επιβεβλημένη. Πώς πραγματοποιήθηκε αυτή και ποιες συνέπειες είχε πάνω στην ενότητα της Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό του προβλήματος υπεισέρχεται ένας βασικός για την αρχαία Εκκλησία θεσμός. Ένας θεσμός του οποίου η σημασία δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Πρόκειται περί του Χωρεπισκόπου. Η εξέταση του θεσμού αυτού αποκαλύπτει το χρόνο, κατά τον οποίο άρχισε η διαμόρφωση των χωριών σε ξεχωριστές Εκκλησιαστικές ενότητες. Αποκαλύπτει όμως και τον τρόπο, δια του οποίου η αρχαία Εκκλησία διατήρησε την αρχική αντίληψη περί ενότητας.
Ως προς τον χρόνο της εμφανίσεως των Χωρεπισκόπων, και συνεπώς της απόσπασης των χωριών από την εκκλησιαστική ενότητα της πόλης, διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις από τους ερευνητές. Ο F. Gillmann σε αξιόλογη μελέτη του[41] φρονεί, ότι οι αρχές του θεσμού είναι καλό ν’ αναζητηθούν στον ίδιο τον α' μ. Χ. αιώνα. Και αυτό το λέει επειδή ο Χριστιανισμός είχε ήδη τότε αρχίσει να διαδίδεται στην ύπαιθρο. Όμως τις πρώτες σαφείς μαρτυρίες περί Χριστιανισμού στην ύπαιθρο, δεν τις έχουμε πριν από τις αρχές του β' αιώνα[42]. Εκτός όμως από το γεγονός αυτό, η γνώμη του GilImann δεν φαίνεται ορθή και επειδή προϋποθέτει ότι οι Χωρεπίσκοποι εμφανίσθηκαν αυτόματα με τους Χριστιανούς των χωριών. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβιβασθεί με το γεγονός, ότι αρχικά οι Χριστιανοί των χωριών συναθροίζονταν γύρω από τον Επίσκοπο της πόλεως[43]. Όμως αν και ο α' αιώνας ή και αυτές οι αρχές του β' δεν μαρτυρούν περί Χωρεπισκόπου, υπάρχουν άλλα στοιχεία. Αμέσως μετά τα μέσα του β' αιώνα ο θεσμός εμφανίζεται σαφώς και μάλιστα στη Δύση[44]. Έτσι επί του αυτοκράτορα Αντωνίνου (138-161), κάποια υπαίθρια περιοχή της Ιταλίας (στο Tuscia καλούμενη vicus Baccanensis) είχε Επίσκοπο με το όνομα Αλέξανδρο[45]. Λίγο αργότερα, περί τα τέλη του β' αιώνα, έχουμε μια μαρτυρία που προέρχεται από τα «Acta Caecciliae». Και ο ιστορικός τους πυρήνας δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' αμφισβητηθεί. Η μαρτυρία αυτή αναφέρει κάποιον Επίσκοπο κάτω από τη φράση urbanus papa. Από αυτή τη φράση γίνεται δεκτό[46], ότι νοείται ο Triopius, ο Επίσκοπος του «pagus Appiae» στην Ιταλία. Έτσι έχουμε κατά το β' μισό του β' αιώνα δύο συγκεκριμένα παραδείγματα Επισκόπων pagi ή vici στην Ιταλία, δηλαδή Χωρεπισκόπων, αν και δεν κατανομάζονται με τον τίτλο αυτό. Μετά απ’ αυτά τα παραδείγματα, ο αριθμός των Χωρεπισκόπων στην Ιταλία εμφανίζεται αυξημένος. Υπάρχει μαρτυρία, ότι στο 249 ο Νοβατιανός στη Ρώμη είχε χειροτονηθεί από Επισκόπους «πολιχνίων» [47], δηλαδή από Χωρεπισκόπους. Έτσι την ίδια εποχή πληροφορούμαστε για συγκρότηση συνόδου των Επισκόπων της Αφρικής, που ο αριθμός τους ανερχόταν σε 71. Πρόκειται δηλαδή για αριθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τις υπάρχουσες τότε πόλεις στην περιοχή εκείνη. Στην Ανατολή περί Χωρεπισκόπων μαθαίνουμε πρώτα από τον Ευσέβιο. Εξιστορώντας τα σχετικά με τον Αντιοχείας Παύλο τον Σαμοσατέα (267-270), ο Ευσέβιος παραθέτει επιστολή της Συνόδου της Αντιοχείας που τον καταδίκασε. Σε αυτή την επιστολή διαβάζουμε περί Επισκόπων «τών ομόρων αγρών τε και πόλεων», οι οποίοι περιέβαλλαν και υποστήριζαν τον Παύλο[48]. Αν και βέβαια η πληροφορία αυτή ανάγεται μόλις στα μέσα του γ' αιώνα, ο θεσμός ασφαλώς υπήρχε από καιρό στην Ανατολή. [49] Και αυτό το μαρτυρεί το γεγονός, ότι ο δ’ αιώνας αποτελεί όχι την αρχή, αλλά το τέλος του θεσμού αυτού. [50]
Τι ακριβώς ήταν οι Χωρεπίσκοποι; Είχαν πλήρη δικαιοδοσία Επισκόπου, ή ήταν μάλλον Πρεσβύτεροι; Έγιναν αμφότερες οι υποθέσεις[51]. Ατυχώς οι πρώτες πληροφορίες περί της φύσεως του Χωρεπισκοπικού θεσμού μας παρέχονται μόνο αφού αυτός είχε αρχίσει να εκλείπει. Πηγές μας εν προκειμένω είναι οι εξής Κανόνες των τοπικών συνόδων: 13ος Αγκύρας (314), 14ος Νοεκαισαρείας (314-325), 10ος Αντιοχείας (341), 6ος Σαρδικής (343-344) και 57ος Λοδικείας (343-385). Χάριν της σημασίας, την οποία περικλείει για την ιστορία της ενότητας της Εκκλησίας η φύση του θεσμού του Χωρεπισκόπου, θα επιχειρήσουμε εδώ τη διαφώτισή του με συγκριτική εξέταση των λίγων αυτών πηγών[52].
Ο κανόνας της Συνόδου της Άγκυρας, έχει πολυάριθμες παραλλαγές των χειρογράφων του[53] και εμφανίζει ερμηνευτικές δυσχέρειες[54]. Παρ’ όλα αυτά όμως, αναμφίβολα μεταχειρίζεται τους Χωρεπισκόπους με τρόπο διαφορετικό απ’ ότι οι επόμενοι Κανόνες και ιδιαίτερα οι δύο τελευταίοι. Γενικά, από τη συγκριτική εξέταση των Κανόνων αυτών, προκύπτει μία διαρκής μείωση των δικαιωμάτων και της σπουδαιότητας του Χωρεπισκόπου. Δηλαδή ο Κανόνας της Άγκυρας αποβλέπει αφ’ ενός μεν στο να περιορίσει τα επισκοπικά δικαιώματα του Χωρεπισκόπου μέσα στη δική του παροικία, αφ’ ετέρου δε στο να τα θέσει σε στενή εξάρτηση από τον Επίσκοπο της πόλης[55]. Ο Κανόνας της Αντιοχείας όμως, (μία περίπου γενεά αργότερα), προχωρεί ακόμα πιο πέρα. Έχει μια ελαφριά παραλλαγή, η οποία περικλείει ιδιαίτερη σημασία για την Ιστορία[56]. Στον Κανόνα αυτό, δύο πράγματα παρατηρούνται: (α) Αναγνωρίζεται σαφώς, ότι οι Χωρεπίσκοποι ανήκουν στον βαθμό του Επισκόπου («ει και χειροθεσίαν είεν Επισκόπου ειληφότες»). Αυτό αποτελεί σύνδεση με το παρελθόν. Αλλά όμως (β) θετικά συνίσταται σε αυτούς να αρκούνται στην χειροτονία κατώτερων μόνο κληρικών. («Καθιστάν Αναγνώστες και Υποδιακόνους και Εξορκιστές και τη τούτων αρκείσθαι προαγωγή») [57]. Αυτό αποτελεί προετοιμασία για το μέλλον. Η συνείδηση που διαμορφώθηκε στο μεταξύ ως προς τους Χωρεπισκόπους, εκφράζεται μέσω της Συνόδου στη Σαρδική (344): Στις χώρες και κωμοπόλεις αρκεί ο πρεσβύτερος. Εκεί όπου αρκεί ο Πρεσβύτερος, λόγω του μικρού αριθμού των κατοίκων[58], η εγκατάσταση Επισκόπου σημαίνει κατεξευτελισμό του ονόματος και της αυθεντίας του[59].
Η επομένη γενιά, η οποία εκπροσωπείται από τη Σύνοδο της Λαοδικείας (381) [60], προχωρεί στο επόμενο βήμα. Στο βήμα της πλήρους αχρήστευσης του θεσμού («Ου δει εν ταις χώραις καθίστασθαι Επισκόπους») [61]. Απ’ αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: α) Η μείωση και η εξαφάνιση του θεσμού τών Χωρεπισκόπων γίνονταν βαθμιαία. Οι Χωρεπίσκοποι ήταν αρχικά πλήρεις επίσκοποι. («χειροτονίαν Επισκόπου ειληφότες»), και (β) Η κίνηση αυτή από τους πολλούς προς τους λιγότερους[62] επιταχύνθηκε κατά τον δ' αιώνα[63]. Ήταν μάλιστα συνδεδεμένη Ιστορικά με την αυξανόμενη λειτουργική δικαιοδοσία των Πρεσβυτέρων. Και αυτό το μαρτυρεί και ο 60ός Κανόνας της συνόδου στη Σαρδική, τον οποίο μόλις εξετάσαμε, και ο 57ος της εν Λαοδικεία συνόδου. Ο οποίος 57ος Κανόνας, καταργώντας τους Χωρεπισκόπους τους αντικαθιστά με περιοδεύοντες Πρεσβυτέρους[64].
Από τα συμπεράσματα αυτά ως
προς την εξέλιξη του Χωρεπισκοπικού θεσμού, γίνεται εμφανές
το εξής: Ότι οι Χριστιανοί της υπαίθρου, αποσπασμένοι από
την Εκκλησιαστική ενότητα στην πόλη, αποτέλεσαν ξεχωριστές
Εκκλησίες. Αυτές οι Εκκλησίες βρίσκονταν κάτω από δικούς
τους Επισκόπους και δική τους Θεία Ευχαριστία. Κατά συνέπεια,
δεν γεννήθηκε ζήτημα διάσπασης της ενότητας κάθε Εκκλησίας
στη Θεία Ευχαριστία, από την απόσπαση των Χριστιανών των
χωριών από την Εκκλησία της πόλης. Η απόσπαση αυτή δεν
δημιούργησε ενορίες, αλλά νέες πλήρεις τοπικές Εκκλησίες με
δικούς τους Επισκόπους[65].
Με αυτόν τον τρόπο διατηρήθηκε η αρχή, κατά την οποία κάθε
Εκκλησία ενώνεται σε μια Ευχαριστία κάτω από ένα Επίσκοπο.
Και αυτή η αρχή διατηρήθηκε και μετά τη διάδοση του
Χριστιανισμού στην ύπαιθρο.
[33] A. HARNACK, Mission, II, s. 278. R. KNOPF, Nachapostolicher Zeitalter, 1905, σ. 61 και K. S. LATOURETTE, A History of the Expansion of Christianity, I, 1953 σ. 110.
[34] Πλίνιου του Νεότερου, Epist. X, 97 και 98. Παρ’ όλα αυτά νομίζουμε, ότι ήδη στις επιστολές του Παύλου υπονοείται η ύπαρξη Χριστιανών στην ύπαιθρο. Η φράση: «συν πάσι τοις αγίοις τοις ούσιν εν όλη τη Αχαϊα» (Β΄Κορ. 1,1), που τίθεται σε αντιδιαστολή με τους Χριστιανούς της πόλης της Κορίνθου, υποδηλώνει πιθανώς την ύπαρξη Χριστιανών και εκτός των πόλεων. Παράβαλλε ανωτ. σ. 31 και εξής.
[35] Ιουστίνου Α' Απολ. 67.
[36] J. TOUTAIN, “Paganl, Pagus”, στο Diction. Des antiquites grecques et romaines, VI, σ. 273 και εξής. A. GRENIER, “Vicus, vicani”, Στο ίδιο, V, σ. 854 και εξής.
[37] Ο. GRENIER, Manuel d' Archeologie gallo-romaine, III, σ. 696, όπου δημοσιεύεται και η επιγραφή εν που βρέθηκε στη Solicia με χρονολογία 28 Ιουνίου 232: «Genio pagi Derveti. peregrini qui posuer (unt) vico Soliciae…»
[38] Την θεωρία αυτή πρώτος την ανέπτυξε ο IMPART DE LA TOUR στο έργο του Les paroisses rurales du IVe au Xle siecle, 1900. (Το βιβλίο αυτό δεν έγινε σ’ εμάς προσιτό, αλλά το κύριο περιεχόμενό του το βρήκαμε στο La Revue Historique, τόμοι LX, LXI, LXVII και LXVΙII). Η θεωρία αυτή, τουλάχιστον ως προς ό,τι αφορά στη δύση, είχε επικρατήσει για πολύ. Αναίρεσή της επιχείρησε με επιτυχία ο W. SESTON, στο «Note sur les origines religieuses des paroisses rurales», στο Revue d' Hist. et Philos. relig., 15 (1935) 243-54.
[39] Την υπόθεση αυτή, τη στηρίζουμε στο γενικό χαρακτήρα, τον οποίο έχει η Απολογία του Ιουστίνου, που γράφθηκε εξ ονόματος όλων των Χριστιανών γενικά. Τη στηρίζουμε και στο γεγονός ότι ο Ιουστίνος γνωρίζει και άλλες Εκκλησίες, εκτός από τη Ρωμαϊκή.
[40] Τη θέση αυτή, τη στηρίζει και το αξιοσημείωτο γεγονός, ότι ο Κορίνθου Διονύσιος, ο οποίος γράφει κατά την εποχή αυτή, γνωρίζει Εκκλησίες μόνο «κατά πόλεις». Βλ. Ευσεβ. Εκκλησ. Ιστορία, IV, 23, 10: «εξ αρχής γαρ υμίν έθος εστίν τούτο, πάντας μεν αδελφούς ποικίλως ευεργετείν, Εκκλησίαις τε πολλαίς ταις κατά πάσαν πόλιν εφόδια πέμπειν».
[41] Das Institut der Chorbischofe im Orient; historisch-kanonisch Studie (Veroffentlichungen aus dem Kirchenhistorischen Seminar, II, 1), 1903.
[42] Δες πιο πάνω από την αρχή του κεφαλαίου.
[43] Ιουστίνου Α' Απολ. 65 και 67.
[44] Γι’ αυτό δεν ευσταθεί η γνώμη παλαιότερων ερευνητών, όπως ο BERGERE (Etudes historiques sur les choreveques, 1905). Κατά τη γνώμη αυτή, η Δύση δεν είχε γνωρίσει τον Χωρεπίσκοπο προ του 8ου αιώνα. Ο τίτλος βέβαια δεν εμφανίσθηκε από την αρχή, αλλ’ ο θεσμός, όπως θα δούμε, υπήρχε ενωρίτερα.
[45] Βλ. HEFELE-LECLERCQ, Histoire des Conciles, II/2, στ. 1210.
[46] Βλ. Στο ίδιο, 1210.
[47] Θεοδώρητου Κύρου, Αιρ. κακομ. 3. (P. G. 83, 408 Α).
[48] Ευσεβίου Εκκλησ. Ιστ. VII, 30, 10. Παράβαλλε Χ. ΠΑΠΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Περί Χωρεπισκόπων και τιτουλαρίων Αρχιερέων, 1935, σ. 6 και εξής.
[49] Ο Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ (Εκκλησ. Ιστορία σελ. 87) παραπέμπει και στο χωρίο Ευσεβίου Εκκλησ. Ιστορ. VII, 24, 6. Πρόκειται όμως εκεί περί Επισκόπων ή περί Πρεσβυτέρων κατά το σύστημα της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας;
[50] Οι σύνοδοι Σαρδικής (Κανόνας 6) και Λαοδικείας (Κανόνας 57) απαγόρευσαν στο εξής εγκατάσταση Χωρεπισκόπων. Βλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, μν. έργ., σ. 87. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας μας πληροφορεί τα εξής: Ότι ο Ιωάννης βρισκόμενος στην Έφεσο, (Τις ο σωζόμ. 42), «απήει παρακαλούμενος και επί τα πλησιόχωρα των εθνών όπου μεν Επισκόπους καταστήσων, όπου δε όλας Εκκλησίας αρμόσων». Όμως μάλλον αναφέρεται σε Επισκοπές και Εκκλησίες της υπαίθρου γύρω από την Έφεσο, οι οποίες είχαν αρχαία καταγωγή.
[51] Η γνώμη ότι οι Χωρεπίσκοποι ήταν Πρεσβύτεροι με ημιεπισκοπική δικαιοδοσία υποστηριζόταν παλαιότερα. Το ότι αυτοί ήταν αρχικά πλήρεις Επίσκοποι υποστηρίχθηκε από νεότερους ερευνητές και κυρίως τον F. GILLMANN (μν. έργ. ). Παράβαλλε LECLERCQ, όπως και πιο πάνω., III) 1, 1435 και εξής. και ΧΡΥΣ. ΠΑΠΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Περί Χωρεπισκόπων, σ. 8.
[52] Το κείμενο λήφθηκε από την έκδοση τού καθηγητή Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, Οι Ιεροί Κανόνες (έκδ. Αποστ. Διακονίας), 19492, σ. 161 και εξής.
[53] Δες λεπτομερή εξέταση των χειρογράφων από LECLERCQ εν D.A.L.C. ΙΙΙ)1, 1425 και εξής. Από την εξέταση των χειρογράφων προκύπτει, ότι το κείμενο τού Καθηγητή Αλιβιζάτου που χρησιμοποιήθηκε εδώ, είναι και το πιθανότερο.
[54] Κυρίως ως προς την έννοια τού «αλλά μην μηδέ πρεσβυτέρους πόλεως» και τού «εν ετέρα παροικία». Γι’ αυτά δες στο ίδιο, 1428 και εξής.
[55] Έτσι ερμηνεύουν τον Κανόνα και οι Βυζαντινοί Κανονολόγοι Βαλσαμών και Αριστηνός (P. G. 137, 1160), όπως και νεότεροι ξένοι. Σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο R. B. SECKHAM, The Text of the Canons of Ancyra, (Studia Ecclesiastica, III), 1891, σ. 192. Το κείμενο του Κανόνα έχει ως εξής: «Χωρεπισκόποις μη εξείναι Πρεσβυτέρους ή Διακόνους χειροτονείν, άλλα μην μηδέ Πρεσβυτέρους πόλεως, χωρίς τού επιτραπήναι υπό τού Επισκόπου μετά γραμμάτων, εν ετέρα παροικία».
[56] Ενδεικτικό της σημασίας αυτής πρέπει να θεωρηθεί το εξής: Ότι ο κανόνας της Νεοκαισαρείας, (ο οποίος είναι περίπου σύγχρονος αυτού της Άγκυρας), δεν τονίζει τόσο τη μείωση των Χωρεπισκόπων, όσο την εξίσωσή τους με τους Επισκόπους κατά το βασικό λειτούργημα της Θ. Ευχαριστίας. Και αυτό το κάνει αποκαλώντας τους συλλειτουργούς των Επισκόπων.
[57] Παρόμοιο σαφές σημείο βαθμιαίας μείωσης της σημασίας των Χωρεπισκόπων εμφανίζει ο 8ος Κανόνας τής ίδιας συνόδου. Ο κανόνας αυτός αφαιρεί από τους Χωρεπισκόπους το δικαίωμα εκδόσεως ειρηνικών γραμμάτων.
[58] Ο Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ (μν. έργ. σ. 68) ρωτάει μη τυχόν πρόκειται εδώ περί κατεξευτελισμού τού επισκοπικού ονόματος λόγω των ερίδων μεταξύ Χωρεπισκόπων και Επισκόπων των πόλεων. Αλλ’ η προσεκτική μελέτη τού Κανόνα καθιστά σαφές, ότι πρόκειται περί εξευτελισμού λόγω της μικρής κωμόπολης: «ει δε ευρίσκοιτο ούτω πληθύνουσά τις εν πολλώ αριθμώ λαού πόλις ως αξίαν αυτήν επισκοπής νομίζεσθαι, λαμβανέτω (Επίσκοπο) ». Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, ένθ' αν., σ. 187.
[59] «Μη εξείναι δε απλώς καθιστάν Επίσκοπον εν κώμη τινί ή βραχεία πόλει ήτινι και είς μόνος Πρεσβύτερος επαρκεί. ουκ αναγκαίον γαρ Επισκόπους εκείσε καθίστασθαι, ίνα μη κατεξευτελίζηται το του Επισκόπου όνομα και η αυθεντία» (Στο ίδιο).
[60] Στη γενεά αυτή ανήκει και ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος και συντέλεσε στην μείωση της σημασίας των Χωρεπισκόπων. (Επιστ. προς Χωρεπ. στο ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, όπου και πιο πάνω σ. 390 και εξής).
[61] Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, ίνθ' αν., σ. 207.
[62] Το φαινόμενο της εξαφάνισης των Χωρεπισκόπων επιβεβαιώνει ότι συνέβαινε το αντίθετο από την επικρατούσα γνώμη. Ο αριθμός των Επισκόπων ελαττωνόταν σταδιακά και δεν αυξανόταν με το πέρασμα του χρόνου. Για τους αμέσως μετά τον δ' αιώνα χρόνους αξίζει τον κόπο να ερευνηθεί αυτή η ελάττωση του αριθμού των Επισκόπων με βάση τις πηγές. Αξίζει να ερευνηθούν και τα Πρακτικά των Συνόδων, τα Τακτικά κλπ., όπως και οι εργασίες των Gerland-Gelzor και Γ. Κονιδάρη.
[63] Παλαιότερα κανείς δεν διανοείτο, ότι ο μικρός αριθμός των Χριστιανών αποτελούσε κατεξευτελισμό του ονόματος και της αυθεντίας του Επισκόπου, όπως φρονούσε η Σύνοδος της Λαοδικείας αργότερα. Είναι ενδεικτικό της εξέλιξης που ακολούθησε, ότι π. χ. ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός όταν έγινε Επίσκοπος Νεοκαισαρείας τού Πόντου ποίμαινε αρχικά 17 Χριστιανούς! (Κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, P. G. 46, 953).
[64] «Ότι ου δει εν ταις κώμαις και εν ταις χώραις καθίστασθαι Επισκόπους, αλλά περιοδευτάς» (Α. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ, όπου και πιο πάνω, σ. 207).
[65] Η χειροτονία Χωρεπισκόπου «αόριστα» και όχι για ορισμένη Εκκλησία, για την οποία κάνει λόγο ο ΧΡΥΣ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (Περί Χωρεπισκόπων σ. 9), δεν μαρτυρείται καθόλου από τις πηγές. Επίσκοπος χωρίς ορισμένη Εκκλησία δε βρίσκεται στους πρώτους αιώνες. Αυτό μάλιστα ίσχυε ως βασική Εκκλησιολογική αρχή και ως προς τον Χωρεπίσκοπο.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Διαμόρφωση σελίδας: 18-1-2008.
Τελευταία ενημέρωση: 18-1-2008.