Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο

Βιβλία

Διωγμοί

 
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην Προκωνσταντίνεια εποχή

Τού Αποστόλου Αθ. Γλαβίνα

Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.

Ο διωγμός του Δομετιανού


Ο Ευσέβιος Καισαρείας όχι μόνο στην εκκλησιαστική του Ιστορία αλλά και στο βιβλίο των Χρονικών (ΒΕΠΕΣ, τόμ. 20, ς. 295) αναφέρει το Δομετιανό ως το δεύτερο, ύστερα από το Νέρωνα, διώκτην των Χριστιανών: δεύτερος μετά τον Νέρωνα Δομετιανός Χριστιανούς εδίωξεν. Ο Τερτυλλιανός στον Απολογητικό του (κεφ. 5), σχετίζοντας το διωγμό του Δομετιανού με τον προηγούμενο του Νέρωνα, δέχεται ότι ο διωγμός του Δομετιανού ήταν οπωσδήποτε μικρότερης σημασίας αφού χαρακτηρίζει το Δομετιανό ημινέρωνα κατά τη θηριωδία (Domitianusportio Neronis de crudelitate). Και ο Ιερώνυμος (De viris illustribus IX) αναφέρει ότι ο Δομετιανός ήταν ο δεύτερος διώκτης των Χριστιανών.

Ο διωγμός του Δομετιανού ξέσπασε στο τέλος της βασιλείας του (81-96), όπως σαφώς καταφαίνεται από τη μαρτυρία του Ευσεβίου (Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ' 18) και του Δίωνα Κασσίου (67,1). Ο Ευσέβιος στο ίδιο σημείο δεν παραλείπει να αναφέρει ότι την εποχή των Φλαβίων έλαμπε τόσο η διδασκαλία της Χριστιανικής πίστης ώστε και οι Εθνικοί ακόμη συγγραφείς να μη διστάζουν να αναφέρουν στα έργα τους το διωγμό του Δομετιανού και τα μαρτύρια των Χριστιανών. Οι ίδιοι, προσθέτει ο Ευσέβιος, με ακρίβεια επισήμαναν το χρόνο του διωγμού χωρίς να παραλείψουν να υπογραμμίσουν ότι ανάμεσα σ' αυτούς που τιμωρήθηκαν ήταν και επίσημα πρόσωπα της ρωμαϊκής κοινωνίας: εις τοσούτον δε άρα κατά τους δηλουμένους η της ημετέρας πίστεως διέλαμπεν διδασκαλία, ως και τους άποθεν του καθ' ημάς λόγου συγγραφείς μη αποκνήσαι ταις αυτών ιστορίαις τον τε διωγμόν και τα εν αυτώ μαρτύρια παραδούναι, οι γε και τον καιρόν επ’ ακριβές επεσημήναντο, εν έτει πεντεκαιδεκάτω Δομετιανού μετά πλείστων ετέρων και Φλαυίαν Δομέτιλλαν Ιστορήσαντες, εξ αδελφής γεγονυίαν Φλαυίου Κλήμεντος, ενός των τηνικάδε επί Ρώμης υπάτων, της εις Χριστόν μαρτυρίας ένεκεν εις νήσον Ποντίαν κατά τιμωρίαν δεδόσθαι. Σε άλλο έργο του ο Ευσέβιος (Βιβλίον των Χρονικών, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 20, ς. 296) αναφέρει ότι την εποχή του Δομετιανού μαρτύρησαν πολλοί Χριστιανοί, χαρακτηρίζοντας δε το Φλαύιο Κλήμεντα και τη Φλαυία Δομιτίλλα ως Χριστιανούς, στηρίζεται στη σχετική πληροφορία του Εθνικού ιστορικού Βρεττίου ή Βρουττίου, που άκμασε τον τρίτο αιώνα. Και ο Δίων ο Κάσσιος αναφέρει πολλούς μάρτυρες, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Κλήμης και η Δομιτίλλα: καν τω αυτώ έτει άλλους τε πολλούς και τον Φλάουιον τον Κλήμεντα υπατεύοντα, καίπερ ανεψιόν όντα και γυναίκα και αυτήν συγγενή εαυτού Φλαυίαν Δομιτίλλαν έχοντα, κατέσφαξεν ο Δομιτιανός. Επηνέχθη δ΄ αμφοίν έγκλημα αθεότητος, υφ’ ης και άλλοι ες τα των Ιουδαίων ήθη εξοκέλλοντες πολλοί κατεδικάσθησαν, και οίμεν απέθανον, οι δε των γουν ουσιών εστερήθησαν· η δε Δομιτίλλα υπερωρίσθη μόνον εις Πανδετερίαν (Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία 67, 14. Για το Φλαύιο Κλήμεντα. Παράβαλλε και Σουετωνίου, Vita Domitiani XV).

Επίσης ο Δομετιανός καταδίωξε, όπως και ο Βεσπασιανός, τους Δαβιδίδες, αυτούς δηλαδή που κατάγονταν από τη γενιά του βασιλιά των Εβραίων Δαβίδ, ίνα μη τις Ιουδαίων βασιλικού γένους απολειφθή (Ευσεβίου, Βιβλίον των Χρονικών, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 20, ς. 296). Στην εκκλησιαστική του Ιστορία ο Ευσέβιος με περισσότερα λόγια αναφέρεται στη συμπεριφορά του Δομετιανού απέναντι στους Δαβιδίδες: Τον ο αυτού Δομετιανού τους από γένους Δαυίδ αναιρείσθαι προστάξαντος, παλαιός κατέχει λόγος των αιρετικών τινας κατηγορήσαι των απογόνων Ιούδα (τούτον ο είναι αδελφόν κατά σάρκα τον Σωτήρος) ως από γένους τυγχανόντων Δαυίδ και ως αυτού συγγένειαν του Χριστού φερόντων. Ταύτα δε δήλοι κατά λέξιν ώδε πως λέγων ο Ηγήσιππος.

«Έτι δε περιήσαν οι από γένους τον Κυρίου υιωνοί Ιούδα τον κατά σάρκα λεγομένου αυτού αδελφού ους εδηλατόρευσαν ως εκ γένους όντας Δαυίδ. Τούτους ο ηουοκάτος ήγαγεν προς Δομετιανόν Καίσαρα. Εφοβείτο γαρ την παρουσίαν του Χριστού ως και Ηρώδης. Και επηρώτησεν αυτούς ει εκ Δαυίδ εισιν, και ωμολόγησαν. Τότε ηρώτησεν αυτούς πάσας κτήσεις έχουσιν ή πόσων χρημάτων κυριεύουσιν. Οι δε είπαν αμφοτέροις εννακισχίλια δηνάρια υπάρχειν αυτοίς μόνα, εκάστω αυτών ανήκοντος του ημίσεος, και ταύτα ουκ εν αργυρίοις έφασκον έχειν, αλλ' εν διατιμήσει γης πλέθρων λθ' μόνων, εξ ων και τους φόρους αναφέρειν και αυτούς αυτουργούντας διατρέφεσθαι».

Είτα δε και τας χείρας τας εαυτών επιδεικνύναι, μαρτύρων της αυτουργίας την του σώματος σκληρίαν και τους από της συνεχούς εργασίας εναποτυπωθέντας επί των ιδίων χειρών τύλους παριστάντας. Ερωτηθέντας δε περί του Χριστού και της βασιλείας αυτού οποία τις είη και ποι και πότε φανησομένη, λόγον δούναι ως ου κοσμική μεν ουδ’ επίγειος, επουράνιος δε και αγγελική τυγχάνοι, επί συντελείς του αιώνος γενησομένη, οπηνίκα ελθών εν δόξη κρίνει ζώντας και νεκρούς και αποδώσει εκάστω κατά τα επιτηδεύματα αυτού εφ’ οις μηδέν αυτών κατεγνωκότα τον Δομετιανόν, αλλά και ως εντελών καταφρονήσαντα, ελευθέρους μεν αυτούς ανείναι, καταπαύσαι σε δια προστάγματος τον κατά της Εκκλησίας διωγμόν. Τους δε απολυθέντας ηγήσασθαι των Εκκλησιών, ως αν δη μάρτυρας ομού και από γένους όντας του Κυρίου, γενομένης τε ειρήνης, μέχρι Τραϊανού παραμείναι αυτούς τω βίω.

Ταύτα μεν ο Ηγήσιππος· ου μην αλλά και ο Τερτυλλιανός του Δομετιανού τοιαύτην πεποίηται μνήμην· «πεπειράκει ποτέ και Δομετιανός ταυτό ποιείν εκείνω, μέρος ων της Νέρωνος ωμότητος· αλλ’ οίμαι, άτε έχων τι συνέσεως, τάχιστα επαύσατο ανακαλεσάμενος και ους εξηλάκει» (Γ' 19-20).

Λίγο πιο μπροστά ο Ευσέβιος (Γ' 17) αναφέρει ότι ο Δομετιανός έδειξε πολλή ωμότητα σε πολλούς, φόνευσε χωρίς λόγο πολλούς από τους ευπατρίδες και τους επίσημους άνδρες της Ρώμης, τιμώρησε πολλούς άλλους επιφανείς με εξορία και δήμευσε τις περιουσίες τους και έτσι έκαμε τον εαυτό του διάδοχο της θεοεχθρίας και θεομαχίας του Νέρωνα: Πολλήν γε μην εις πολλούς επιδειξάμενος ο Δομετιανός ωμότητα ουκ ολίγον τε των επί Ρώμης ευπατριδών τε και επισήμων ανδρών πλήθος ου μετ' ευλόγου κρίσεως κτείνας μυρίους τε άλλους επιφανείς άνδρας τας υπέρ την ενορίαν ζημιώσας φυγαίς και ταις των ουσιών αποβολαίς αναιτίως, τελευτών της Νέρωνος θεοεχθρίας τε και θεομαχίας διάδοχον εαυτόν κατεστήσατο.

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι ο δεσποτικός αυτός αυτοκράτορας, που ευνοούσε τις καταμηνύσεις και ευχαρίστως έβγαζε από τη μέση όσους υποπτευόταν και όσων επιθυμούσε να αποκτήσει την περιουσία, έδιωξε τους Χριστιανούς 1) για λόγους οικονομικού συμφέροντος, όπως φαίνεται από την πιο πάνω μαρτυρία του Ευσεβίου (Γ' 17). Βέβαια, στην περίπτωση αυτή ως αφορμή παρουσιάστηκε το γεγονός ότι αυτοί των οποίων οι περιουσίες δημεύτηκαν ήταν Χριστιανοί. 2) Φοβήθηκε ανατροπή του πολιτικοκοινωνικού συστήματος από τους Δαβιδίδες. Στα αυτιά του Δομετιανού είχαν φτάσει πληροφορίες ότι στην Παλαιστίνη ζούσαν άνδρες από τη γενιά του Δαβίδ και του Ιησού Χριστού, οι οποίοι ετοίμαζαν στάση. Αποτέλεσμα της καχυποψίας του Δομετιανού ήταν να κληθούν αυτοί στη Ρώμη για ανάκριση. Αφού ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι αυτοί ήταν άνθρωποι φτωχοί και απλοί γεωργοί, όπως φάνηκε από τους ρόζους των χεριών τους, και δεν είχαν καμιά σχέση με ανατρεπτικά σχέδια και πολιτικές επιδιώξεις, τους άφησε ελεύθερους. Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι ο Δομετιανός και η ρωμαϊκή πολιτεία δεν μπορούσαν ακόμη να διαχωρίσουν σωστά τους Χριστιανούς από τους Εβραίους. Οι Χριστιανοί προσδοκούσαν την επικράτηση της βασιλείας του Θεού (του θελήματος του Θεού) στη γη και οι Ρωμαίοι υποπτεύονταν την έλευση κάποιου επιγείου βασιλιά από το Δαβίδ, που θα ανέτρεπε την καθεστωτική τάξη του ρωμαϊκού κράτους. Έτσι στην αντίληψη των Ρωμαίων η πνευματική βασιλεία των Χριστιανών ταυτιζόταν με τον αναμενόμενο από τους Εβραίους επίγειο Μεσσία και γι’ αυτό ο Δομετιανός κάλεσε στη Ρώμη τους εγγονούς του Ιούδα (συγγενούς του Ιησού), τους οποίους κατηγόρησαν ως απογόνους του βασιλιά των Εβραίων Δαβίδ. 3) Πολλοί καταδιώχτηκαν γιατί κατηγορήθηκαν ως άθεοι, όπως αναφέρει ο Δίων Κάσσιος: επηνέχθη δε αμφοίν έγκλημα αθεότητος, υφ΄ ης και άλλοι εις τα των Ιουδαίων ήθη εξοκέλλοντες (Ρωμαϊκή Ιστορία 67,14) ή της εις Χριστόν μαρτυρίας ένεκεν, όπως αναφέρει ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία, V 18). Με τη φράση εις τα των Ιουδαίων ήθη δεν πρέπει να εννοήσουμε την Ιουδαϊκή θρησκεία. Οι Εβραίοι λάτρευαν ένα Θεό, δεν μπορούσαν επομένως να θεωρηθούν άθεοι και η θρησκεία τους ήταν licita (επιτρεπόμενη). Οι Χριστιανοί ήταν οι άθεοι γιατί η Χριστιανική θρησκεία, ως Ιουδαϊκή αίρεση, θεωρήθηκε ως άθεη. Ότι οι Χριστιανοί θεωρούνταν από τις ρωμαϊκές αρχές αίρεση Ιουδαϊκή φαίνεται και από το φόρο που πλήρωναν. Γιατί ο Δομετιανός επέβαλε φόρο και σ' εκείνους, που χωρίς να λένε δημόσια ότι είναι Ιουδαίοι, ζούσαν όμως την πίστη των Ιουδαίων. Μέχρι τότε υπήρχε ειδικός φόρος για τους Ιουδαίους και πολλοί για να απαλλαγούν από αυτόν έλεγαν ότι δεν είναι Ιουδαίοι. Σ' αυτούς ανάμεσα πρέπει να συναντήσουμε και τους Χριστιανούς, γιατί αυτοί ζούσαν Ιουδαϊκά χωρίς όμως να δέχονται ότι είναι Ιουδαίοι (Σουετωνίου, Vita Domitiani XII). Ο Σουετώνιος (Vita Domitiani, Χ) αναφέρει ότι ο συγκλητικός Acilius Glabrio (Γλαβρίων) και άλλοι καταδικάστηκαν με βάση την κατηγορία ότι ήταν molitores rerum novarum (δημιουργοί νέων καταστάσεων εισηγητές νέων ηθών). Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα «νέα» αυτά «ήθη» ήταν το περιεχόμενο του Χριστιανικού μηνύματος, που αποτελούσε πρόκληση στην επικρατούσα τότε πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και ηθική τάξη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Η αθεότητα, για την οποία κατηγορούνταν οι Χριστιανοί, σχετιζόταν με το πρόσωπο του αυτοκράτορα και γι’ αυτό οι ποινές ήταν σκληρές. Ο ίδιος ο Δομετιανός ανύψωσε υπέρμετρα την αυτοκρατορική λατρεία και επέτρεψε να ονομάζεται Dominus et Deus (Κύριος και Θεός). Έτσι κατέληξε να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς τρόμου και βαρβαρότητας από το οποίο σκληρή πείρα είχαν οι Χριστιανοί. Για τη ρωμαϊκή πολιτεία άθεος ήταν όχι εκείνος που δεν πίστευε στους θεούς αλλά αυτός που δεν εκπλήρωνε τις απαιτήσεις των νόμων για απόδοση τιμής και σεβασμού στα ιερά και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, που ήταν η συνισταμένη της πολιτικής και θρησκευτικής ενότητας της αυτοκρατορίας. Κάθε «ασεβής» πράξη των Χριστιανών πρόσβαλε οπωσδήποτε την αυτοκρατορική μεγαλειότητα. Οποίος δεν εκπλήρωνε τις διατυπώσεις για τις θρησκευτικές τελετές, που πρόβλεπαν οι νόμοι, οποίος δεν πρόσφερε θυσία στον αυτοκράτορα και αθετούσε τα αυτοκρατορικά διατάγματα για προσφορά θείων τιμών στον αυτοκράτορα, για ορκωμοσία στο όνομα του, για θυσίες στα είδωλα, με άλλα λόγια οποίος εντασσόταν στο Χριστιανισμό, διέπραττε έγκλημα αθεότητας και συγχρόνως εξύβριζε την αυτοκρατορική μεγαλειότητα (lex Julia majestatis). Οι Χριστιανοί, συνεπώς, μπορούσαν να κατηγορηθούν για προσβολή της μεγαλειότητας και μη υποταγής στους νόμους του (impietas, sacrilegium), για έγκλημα καθοσίωσης (crimen laesae majestatis), για αθεότητα, επειδή δε δέχονταν να προσκυνήσουν τους ρωμαϊκούς θεούς (crimen laesae publicae religiones). Πρώτιστα καθήκοντα του νομιμόφρονα πολίτη ήταν να χύνει νερό μπροστά στο άγαλμα του αυτοκράτορα και να το θυμιατίζει, να ορκίζεται στο όνομα του ή στο πνεύμα του και το δαιμόνιο του ή στην τύχη του. Από τη στιγμή που ο ρωμαίος αυτοκράτορας θεοποιήθηκε, τα πιο πάνω καθήκοντα ήταν απαραίτητα, υποχρεωτικά, και η ολιγωρία στην εκτέλεση τους τιμωρούνταν με σκληρά βασανιστήρια και με θάνατο.

Το γεγονός ότι δεν ήταν λίγοι οι Χριστιανοί της Ρώμης και το ακόμη σπουδαιότερο ότι μέλη της Εκκλησίας της Ρώμης ήταν πρόσωπα της ανώτατης ρωμαϊκής κοινωνίας, όπως μας αναφέρει ο Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ' 17) και όπως δείχνουν οι περιπτώσεις του Φλαυίου Κλήμη και της Δομιτίλλας και του υπάτου Γλαβρίωνα, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ο Δομετιανός σκλήρυνε ακόμη περισσότερο τη στάση του να δημεύσει περισσότερες περιουσίες, να προλάβει φανταστικές εναντίον του στάσεις, να εκμηδενίσει ασεβείς προς το πρόσωπο του διαθέσεις, να ξεκαθαρίσει την «καλή» κοινωνία της Ρώμης από τους «αθέους» και να αναζωογονήσει τη θρησκευτικότητα των πολιτών του.

Ο διωγμός του Δομετιανού ήταν αρκετά σκληρός και όπως έγραψε ο Επίσκοπος της Ρώμης Κλήμης στους Κορινθίους πολλοί εμαρτύρησαν εξαιτίας του διωγμού αυτού. Άλλωστε ο λόγος για τον οποίο εβράδυνε ο Κλήμης Ρώμης να απαντήσει στους Κορινθίους ήταν οι αιφνίδιες και αλλεπάλληλες —συνεχείς και σχεδόν χωρίς διαλείμματα— συμφορές και λυπηρές συμπτώσεις που έγιναν στη Ρώμη: δια τας αιφνίδιους και επαλλήλους γενόμενος ημίν συμφοράς και περιπτώσεις (Κλήμεντος, προς Κορινθίους, A I).

Κατά το διωγμό του Δομετιανού ο ευαγγελιστής Ιωάννης μεταφέρθηκε βίαια στη Ρώμη, ρίχτηκε σε πιθάρι με ζεματιστό λάδι και βγήκε από αυτό σώος: ubi apostolus Iohannes posteaquam in oleum igneum demersus nihil passus est, in insulam relegatur (Tertulliani, De praescriptione haereticorum, XXXVI, 4). Από τη Ρώμη ο Ιωάννης εξορίστηκε στην Πάτμο (Ευσεβίου, εκκλησιαστική Ιστορία, Γ' 18· Βιβλίο των Χρονικών, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 20, σ. 295). Στην Πέργαμο εμαρτύρησε ο Αντύπας (Αποκ. 2,12-13) και σε άλλες περιοχές πολύ γνωστά πρόσωπα της Αποστολικής εποχής. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψη του (20,4) αναφέρει τα εξής: Ύστερα είδα να κάθονται σε θρόνους αυτοί στους οποίους δόθηκε η εξουσία να κρίνουν: ήταν οι ψυχές αυτών που αποκεφαλίστηκαν για τη μαρτυρία που έδωσαν για τον Ιησού και για το λόγο του Θεού, και δεν προσκύνησαν το θηρίο ούτε το άγαλμα του, και ούτε δέχτηκαν το χάραγμα του στο μέτωπο και στο χέρι τους.

Υπάρχει μια πληροφορία στον Τερτυλλιανό (Απολογητικός 5) σύμφωνα με την οποία ο Δομετιανός στο τέλος της βασιλείας του κατέπαυσε το διωγμό και ανακάλεσε όσους είχε εξορίσει, γιατί είχε παραμείνει ακόμη κάτι το ανθρώπινο στην ψυχή του.

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, που γράφτηκε πιθανώς στην Πάτμο την εποχή του Δομετιανού, γίνεται λόγος και για ένα θηρίο: οποίος έχει μυαλό ας λογαριάσει τον αριθμό του θηρίου, που δηλώνει έναν άνθρωπο· ο αριθμός του είναι εξακόσια εξήντα έξι (Αποκ. 13,18). Από την εποχή του Ειρηναίου ακόμη (Κατά αιρέσεων Ε' 30,1 και Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 5, σσ. 168-169), έγιναν πολλές προσπάθειες να γίνει αποσαφήνιση του αριθμού αυτού για να διακριβωθεί τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τον αριθμό αυτό, καμιά όμως ερμηνεία δεν έγινε πλήρως αποδεκτή. Ο ιερός συγγραφέας ίσως από λόγους σύνεσης, αν πράγματι με τον αριθμό αυτό καλυπτόταν ένας συγκεκριμένος αυτοκράτορας της εποχής που γράφτηκε η Αποκάλυψη (ο Νέρωνας ή ο Δομετιανός), απέφυγε με τον τρόπο αυτό την οργή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων που θα ξεσπούσε εναντίον των Χριστιανών, με αυξημένη ένταση, εάν ο Ιωάννης ονόμαζε έναν από αυτούς ρητώς θηρίο.

Σε χειρόγραφα της εποχής του Ειρηναίου (+ 202) αναγράφεται το 616 αντί το 666 και αποδίδει το όνομα Γάιος Καίσαρ (αυτοκράτορας Καλιγούλας, 37-41) ή Καίσαρ Θεός (Θεός = αυτοκράτορας). Ο αριθμός 616 (Καίσαρ Θεός) είναι, σύμφωνα με την άποψη του Adolf Deİssmann, ο παλαιότερος μυστικός αριθμός με τον οποίο οι Ιουδαίοι καυτηρίαζαν τη λατρεία του αυτοκράτορα και ίσως ο αριθμός 666 αποτελεί Χριστιανική προσαρμογή του Ιουδαϊκού αριθμού 616 για να εναρμονιστεί αυτός προς τον αριθμό 888 ( = Ιησούς). Εκτός από τον Ειρηναίο και ο Ιππόλυτος Ρώμης (Απόδειξις εκ των Αγίων Γραφών περί Χριστού και περί του αντίχριστου, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 6, σσ. 214-215) προτείνει τα ονόματα Τειτάν, Ευάνθας και Λατείνος, των οποίων τα γράμματα δίνουν τον αριθμό 666. Και ο Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, στην ερμηνεία του της Αποκάλυψης (PG 106, 340-341· παράβαλλε και 384) μνημονεύει τον Ιππόλυτο και προσθέτει και άλλα ονόματα, όπως Λαμπέτις και Βενέδικτος (Ιδές και Αρέθα Καισαρείας, Συλλογή εξηγήσεων εκ διαφόρων Αγίων ανδρών εις την Ιωάννου ηγαπημένου και εύαγγελιστού Αποκάλυψιν PG 106, 680-681). Από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες προτάθηκε και ο Νέρων Καίσαρ· η πρόσθεση των συμφώνων στα Εβραϊκά δίνει τον αριθμό 666. Ανάμεσα στους εξηγητές γίνεται γενικότερα παραδεχτό ότι με τον αριθμό αυτό πρέπει να εννοήσουμε το Νέρωνα. Η λύση αυτή συνδυάζεται με την άποψη ότι η Αποκάλυψη γράφτηκε πριν από το 70, ανάμεσα στο 64 και 69. Αν δεχτούμε ως χρόνο συγγραφής της Αποκάλυψης τα έτη 90-95, τότε πρέπει να συνδέσουμε τον αριθμό με τον αυτοκράτορα Δομετιανό. Η λύση του Ethelbert Stauffer είναι η εξής:

Αυτοκράτωρ ΚΑΙσαρ ΔΟΜΕτιανός ΣΕΒαστός ΓΕρμανικός

Α = 1

Και = 20+1 + 10

Δομετ = 4+70 + 40 + 5 + 300

Σεβ = 200 + 5 + 2

Γε = 3 + 5

31 419 207

8

666

 

Αυτοκράτωρ

Καίσαρ

Δομιτιανός

Σεβαστός

Γερμανικός

 

ή

Α = 1

Και = 20+1 + 10

Δομιτ = 4 + 70 + 40+10 + 300

Σεβ = 200 + 5 +2

Γ = 3

1 31 424

207 3

666

Ο Stauffer προσθέτει μόνο τους αριθμούς των κεφαλαίων γραμμάτων για να φτάσει στον αριθμό 666. Στην πρώτη περίπτωση υπολογίζει με βάση τη γραφή του ονόματος Δομετιανός ενώ στη δεύτερη την άλλη γραφή Δομιτιανός. Για τη λύση του μυστηριώδους αυτού αριθμού προτάθηκαν και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, όπως ο Τίτος, ο Τραϊανός Ούλπιος, ο Αδριανός, ο Διοκλητιανός και ο Ιουλιανός. Στη Μεταρρύθμιση ο αριθμός έλαβε άλλη διάσταση και ο Λούθηρος υπόθεσε ότι το όνομα Λατείνος (666) σημαίνει τον πάπα ενώ ο Viegas τον ίδιο το Μαρτίνο Λούθηρο. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι ερμηνευτές της Αποκάλυψης, στο χώρο της ελληνικής Ορθοδοξίας (Θεοδώρητος, Νεκτάριος Τέρπος, Αναστάσιος Γόρδιος, Ζαχαρίας Γεργανός και άλλοι), ταύτισαν τον αντίχριστο (το θηρίο της Αποκάλυψης) με το Μωάμεθ, τον πάπα ή και με τους δυο μαζί [Ιδές τη συνοπτική έκθεση του Μητροπολίτη πρ. Λεοντοπόλεως Σωφρονίου, Αποκαλυπτικά  A'  Ο αριθμός του θηρίου της Αποκαλύψεως, «Θεολογία», τόμ. 1, 1923, σσ. 300-326 καθώς και τα νεώτερα έργα του Μάρκου Αντ. Σιώτου, 666 (χξστ'): Ο αριθμός της ταυτότητος του αντίχριστου, Αθήναι 1987 και του Αρχιμ. Εμμανουήλ Καλύβα, Το χάραγμα του αντίχριστου κατά την Γραφήν και τους Πατέρας, Αθήναι 1989]. Στα νεώτερα χρόνια ο αριθμός αυτός ήρθε και πάλι στην επιφάνεια. Και αυτός ακόμη ο Έγκελς ταύτισε τον αριθμό 666 με το Νέρωνα. Στην εποχή μας ο αριθμός 666 είναι ευρύτατα γνωστός, προβληματίζει έντονα τους θρησκευόμενους Χριστιανούς και αποτελεί αντικείμενο ποικίλης μορφής έρευνας, ενώ δεν παύουν να ταυτίζονται με τον αντίχριστο, σε μια εποχή που το δημιούργημα του ανθρώπου, ο τεχνολογικός δηλαδή πολιτισμός, γίνεται όλο και περισσότερο απάνθρωπος και αντίχριστος, και πρόσωπα της σύγχρονης πολιτικής ζωής.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 27-4-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 27-4-2010.

Πάνω