Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επίλογος
Παράρτημα
Ο Αλεξ. Στούρζας[366] είναι εκείνος που προκάλεσε την ανάμειξη του Κ. Οικονόμου, σύμφωνα με τα παραπάνω, στο ζήτημα της επιστροφής των Δυτικών στην Ορθοδοξία. Έτσι με επιστολή του από 6 Οκτωβρίου 1846 έθετε στον Οικονόμο το πρόβλημα της διαφοράς Οικουμενικού Πατριαρχείου και Δυτικών, ζητούσε δε επίλυση της απορίας του[367]. Παρά δε την απάντηση του Οικονόμου και τη σύνταξη ειδικής διατριβής πάνω στο πρόβλημα, ο Στούρζας επανέρχεται στο ζήτημα αυτό την 29 Ιουλίου 1851 σε επιστολή του προς τον Σχολάρχη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Κων. Τυπάλδο - Ιακωβάτο[368], Μητροπολίτη Σταυρουπόλεως, εξ αφορμής του διακόνου Πάλμερ, που ζητούσε να επιστρέψει στην Ορθοδοξία. Δημοσιεύουμε και το Γράμμα αυτό, πρώτον μεν για το περιεχόμενό του και δεύτερον, διότι συμπληρώνει την μεταξύ Στούρζα και Οικονόμου αλληλογραφία πάνω στο υπ’ όψει πρόβλημα. Βεβαίως ο Στούρζας είναι σαφώς επηρεασμένος από την πράξη της Ρωσικής Εκκλησίας του 1666/7. Σημασία όμως έχει ότι δείχνει το ενδιαφέρον του για ένα τόσο σπουδαίο πρόβλημα και προσπαθεί να κινήσει την Εκκλησία να άρει την υπάρχουσα διαφορά δια της «θεσπίσεως ομοφώνως και συνοδικώς νέου γενικού όρου και κανόνος περί της παραδοχής των ετεροδόξων». Και τούτο, για να μη φαίνεται στα μάτια των ξένων διηρημένη η Ορθοδοξία και εμποδίζεται το ιεραποστολικό της έργο. Και η ανάγκη μεν συνοδικού διακανονισμού του ζητήματος πανορθοδόξως υφίσταται ακόμη και σήμερα, ο δε Κων. Οικονόμος – ακολουθώντας τους Κολλυβάδες – έδωσε απάντηση στο αίτημα του φίλου και συνεργάτη του Αλεξ. Στούρζα περί των προϋποθέσεων και πλαισίων, μέσα στα οποία ένα τέτοιος διακανονισμός είναι δυνατόν να κινηθεί.
(Αρχείον Τυπάλδων – Ιακωβάτων, Κ12 χ. αρ.)[369]
Πανιερώτατε!
Αφ’ ης εποχής η Υμετέρα Πανιερότης ανέλαβε κατά θείαν οικονομίαν την διεύθυνσιν της εν τη νήσω Χάλκη, ιεράς Θεολογικής Σχολής, συνέλαβον καγώ μακρόθεν σέβας εγκάρδιον προς τους Θεοφιλείς αγώνας Υμών επ’ αγαθώ της Εκκλησίας του Χριστού και διετέλεσα εξαγγέλλων κατά καιρούς τα προς την Υμετέραν Πανιερότητα αισθήματά μου, πάντοτε όμως εμμέσως δια του κοινού ημών φίλου[370] και πώποτε μέχρι τούδε δι’ επιστολής μου. Εστοχάσθην, ότι ολίγοι την σήμερον οι ποιούντες και διδάσκοντες κατά τον ευαγγελικόν μακαρισμόν και επομένως, ότι του τοιούτους ου θεμιτόν απασχολείν του θεαρέστου και σωτηριώδους αυτών έργου. Εσχάτως πάλιν διεκοίνωσα σπουδαία τινα προς την Υμετέραν Πανιερότητα δια του αυτού Κυρίου Αλεξάνδρου Χαρίτωνος. Σήμερον δε αμέσως προς Αυτήν διευθύνομαι, ίνα εξαγορεύσω τους λογισμούς της καρδίας μου προς την Υμετέραν αγάπην και σύνεσιν, καθότι το πράγμα καίριον εστι και δείται της υμετέρας συνεργείας και αντιλήψεως.
Προ τινων ετών ήδη επέστησα τον νουν εις την επικρατούσαν μεταξύ Μητρός και Θυγατρός Εκκλησίας διαφωνίαν περί σπουδαίου τινός ζητήματος, εννοώ την βάπτισιν των προστιθεμένων τη Εκκλησία ετεροδόξων και επειδή εντολήν αποστολικήν έχομεν· «το αυτό φρονείν εν Κυρίω[371]», ελυπούμην κατ’ εμαυτόν προβλέπων, ότι η τοιαύτη διαφωνία μέλλει επενεγκείν όσον ούπω απαίσια επακόλουθα. Όθεν εξητησάμην ήδη ιδιαιτέρως τας περί του ζητήματος γνώμας του τε σοφού Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου και του Κυρίου Κωνσταντίνου Οικονόμου και άλλων τινών γεραρών επισκόπων της Ρωσσικής Εκκλησίας. Έλαβον προς τούτοις υπ’ όψιν τας κατά καιρούς αποφάσεις των ημετέρων Πατριαρχών και κατ’ εξοχήν την απάντησιν του Ιερεμίου του Γου (ημερολογουμένην από 31ης Αυγούστου 1718) προς την ερώτησιν της καθ’ ημάς Αγιωτάτης Συνόδου, εξ ης μάλιστα δηλόν γίνεται, ότι ούτος ο Πατριάρχης σκεψάμενος συνοδικώς ενέκρινε και επεκύρωσε τον τρόπον της παραδοχής των ετεροδόξων, τον εν Ρωσία νομοθετημένον, τουτέστι την χρίσιν αυτών τω Αγίω Μύρω μετά την απαιτουμένην παρ’ αυτών έγγραφον ομολογίαν της Ορθοδόξου Πίστεως. Παρασιωπώ ενταύθα, σοφώτατε Ιεράρχα, άλλα ικανά ιστορικά δόγματα της κατά τούτο εφετής ομονοίας των αγίων εκκλησιών, καίτοι πολλών κατά την Ανατολήν ετέρως πως φρονούντων και εμμόνως απαιτούντων παντός ετεροδόξου την αναβάπτισιν. Οι μεν αρχαίοι κανόνες ουδέν θεσπίζουσιν ευπροσάρμοστον εις τας αιρέσεις και τα σχίσματα των ημετέρων ημερών[372]. Η δε ενεστώσα Αγία Καθολική Εκκλησία, συμπρακτούσης και της Ρωσσικής Εκκλησίας, ως εικός, ουδέν μέχρι τούδε θετικώς και αποχρώντως ώρισε περί του διφορουμένου ζητήματος. Επικρατεί, ως ουκ ώφειλεν, αμφοτέρωθεν οικονομική τις σιωπή και παράβλεψις, δι’ ων επικαλύπτεται προσωρινώς η της διαφωνίας πληγή, ουδόλως όμως θεραπεύεται, μάλλον δε ημέρα τη ημέρα προφανής γίνεται τοις πάσιν. Πάμπολλοι των ετεροδόξων και πολλαχόθεν την ένωσιν επιζητούσι και τα αμετάτρεπτα δόγματα της Εκκλησίας προθύμως αποδέχονται. Αλλά, φευ, τι το όφελος; Σκανδαλίζονται οι τοιούτοι και αποσοβούνται, καθορώντες την περί τούτου διαφωνίαν των αδελφών ορθοδόξων εκκλησιών. Διπλούν λοιπόν υπάρχει το φθοροποιόν επακόλουθον ταύτης της αξιοθρηνήτου διαφωνίας περί το βάπτισμα.
Εν μεν, ότι κινδυνεύει η ποθουμένη ομόνοια και ενότης, και τούτο κακόν μέγιστον· δεύτερον δε ζημιούται η Εκκλησία του Χριστού πλήθη ενδιαθέτων ψυχών, αμφισβητούσα προς εαυτήν και έξω βάλλουσα τους προς αυτήν ερχομένους. Έπεμψα εσχάτως προς τον γνωστόν φίλον μετάφρασιν ακριβή της περί τούτου επιστολής του Κυρίου Ανδρέου Μουραβιέβου προς τον πρώην Πατριάρχην τον από Σιναίου Κυρ Κωνστάντιον. Ενέτυχον μετά ταύτα και άπαξ και πολλάκις και ως ενώπιον Θεού συνωμίλησα μετά του αξιοτίμου Κυρίου Παλμέρου, διακόνου της των Βρετανών Εκκλησίας[373]. Έγνων τον άνδρα στερρεόν μεν και δόκιμον περί τα δόγματα της προσφάτου εξομώσεως πολλών αρχαίων αυτού φίλων, οίτινες κατέφυγον εις το θρήσκευμα της Ρώμης. Ανέγνων προσέτι την του Παλμέρου ταπεινήν αναφοράν[374] προς τον νυν Οικουμενικόν Πατριάρχην την από βας Ιουλίου του παρόντος έτους, εν η προβάλλουσιν ευλαβώς και ευσυνειδήτως τα περί εαυτού και της παραδοχής αυτού εις τους κόλπους της μητρός Εκκλησίας. Ο ευ φρονών Πάλμερ, αφορών εις την ελπιζομένην κτήσιν και άλλων συναδελφών αυτού Άγγλων, οίτινες παρασύρονται αγεληδόν υπό των Λατίνων, επιθυμεί ίνα λάβη το χάρισμα της ενώσεως εξ αυτής της πηγής μάλλον ή εκ του αναβλύσαντος εξ αυτής ρυάκος. Στέργει υποκλινώς και αυτήν την εκ δευτέρου βάπτισιν, μη δυνάμενος όμως υποκριθήναι, ομολογεί ειλικρινώς, ότι φρονεί μεν ελλιπές το όπερ έλαβε βάπτισμα κατά τινας ουσιώδεις και ιερούς τύπους, αλλ’ ενταυτώ ου δύναται μεταπείσαι εαυτόν περί του, ότι ηξιώθη, βρέφος ων, του χαρίσματος της αφέσεως και αναγεννήσεως, υπείκει δε εις τον περί τούτου δισταγμόν της προσδεχομένης αυτόν Εκκλησίας. Κρίνατε, Πατέρες περί του πράγματος και περί της προαιρέσεως του ανδρός· έχει έτοιμον καταφύγιον προς επίτευξιν του ποθουμένου, το ιερόν έθιμον της ρωσσικής Εκκλησίας και όμως προκρίνει και ζητεί την άμεσον παραδοχήν εις τον μητρικόν κόλπον. Αφαιρεθήτω λοιπόν πάσα πρόφασις, ίνα μη δοθή αφορμή διαβολής και κατακρίσεως εκ μέρους των ετέρως φρονούντων. Το επί κλίνης βάπτισμα των αρρώστων ου δευτερούται· ο εν Ρωσσία τρόπος της παραδοχής των ετεροδόξων ενεκρίθη πολλάκις υπό πολλών ημετέρων ποιμεναρχών και ως εκ τούτου εκατομμύρια πεπλανημένων ανθρώπων επέστρεψαν και επιστρέφουσιν οσημέραι από της πλάνης αυτών προς την θείαν αλήθειαν. Θεία συνάρσει δια του Παλμέρου ανοιχθήσεται ίσως θύρα μεγάλη της Πίστεως. Τέλος η επικρατούσα των δύω εκκλησιών διαφωνία γέγοναι τοις πάσι γνωστή και ευλόγου μομφής παραίτιος. Τι λοιπόν, τούτων ούτως εχόντων και βοώντων μεγάλη τη φωνή, ποιητέον Πανιερώτατε; Αποτολμώ και λέγω, δίλημμα τη Εκκλησία πρόκειται χαλεπόν, και άλλο τρίτον ουχ υπάρχει. Το πράγμα καταπείγει, ου κρύπτεται πλέον, ου συσκιάζεται· ανάγκη τη Εκκλησία ή θεσπίσαι ομοφώνως και συνοδικώς νέον γενικόν όρον και κανόνα περί της παραδοχής των ετεροδόξων, ή δέξασθαι φιλοστόργως έστω και οικονομικώς τον επίσημον τούτον άνδρα και δι’ αυτού μυρίους άλλους, ους τω παραδείγματι τούτω ελκύσει ο ουράνιος Πατήρ εν Χριστώ. Εάν ποτε ο Παλμέριος προστεθείς τη Εκκλησία εν Ρωσσία επανέλθη εις τα αυτόσε, μήπως επιπλήξουσιν αυτόν ως μη ελθόντα δια της θύρας; Άπαγε! Προς τι λοιπόν η αμείλικτος αύτη αποδοκιμασία, ήτις και κατηγορίαν ενταυτώ προσάπτει εις την μητέρα τοσούτων και τηλικούτων εθνών, οία ομολογουμένως υπάρχει η των Ρώσσων κραταιά και πιστή Εκκλησία. Λέγω και προλέγω εν βάρει συνειδήσεως, ότι η αποδοκιμασία των εκ Δύσεως προσηλύτων πολλήν τέξεται την ζημίαν, ως προς την μέλλουσαν και ελπιζομένην εφάπλωσιν της αμωμήτου Πίστεως. Μη προς Θεού, μη επιμείνωμεν κρύπτοντες εν τη γη το θεόσδοτον τάλαντον, μη χορηγήσωμεν οίκοθεν νέας αφορμάς και προφάσεις εις τους υιούς της απειθείας και αλαζονείας του αιώνος. Αιτίαν γαρ ζητούσι προς το αποδείξαι, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μεμέρισται και ου έστι εν σώμα Χριστού. Η εν παραβύστω τήρησις των πατροπαραδότων δογμάτων ουκ αρκεί επί των εσχάτων τούτων και χαλεπών χρόνων. Και τι λέγω τους εσπερίους πεπλανημένους χριστιανούς; Μη τοι αυτών μόνον ολιγωρούμεν; Εμβλέψατε, αντιβολώ, εις τόσας και τόσας ανατολικάς χώρας, αίτινες «λευκαί εισι προς θερισμόν ήδη»[375], καθώς λόγου χάριν η γη του Μουσούλ, η άλλως των Νεστοριανών, η πολυάνθρωπος Αβυσσινία και άλλα πολλά έθνη παντί ανέμω της διδασκαλίας σαλευόμενα, μερικώς αποστατούντα και παρ’ ημών αβοήθητα. Μη τοι εκινήσαμεν καν τω άκρω του δακτύλου τα βάρη των αδελφών τούτων, οίτινες και θέσει και προαιρέσει και παραδόσει κλίνουσιν ομοθυμαδόν προς την Ανατολικήν τελετουργίαν μάλλον, ή προς την Δυτικήν; Απωλέσαμεν εξ αυτών πλήθη αναρίθμητα και η επανάκτησις αυτών ουκ έτσι τοσούτον δυσχερής ημίν τοις εγγύς ούσιν. Εν τοσούτω τι βλέπομεν; Σμήνη Λατίνων και Αναμορφωτών εισχωρούσι πανταχόθεν εις αυτάς τας εσχατιάς και λυμαίνονται τα της Εκκλησίας ημών τα γνησιώτατα σπλάγχνα.
Μηδέ καν απτόμεθα του θείου τούτου έργου, εν ω και το αποτυχείν ενδοξόν εστι και θεάρεστον. Τούτο λέγων, ουδόλως εξαιρώ και τους αδελφούς Ρώσσους, ουδέ φρονώ αυτούς αμετόχους της επικειμένης πάσιν ημίν ευθύνης. Ομολογώ προς τούτοις, ότι αφόρητος υπάρχει η προς ημάς επίβουλος και ακάματος έχθρα των Δυτικών. Αλλά το «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν»[376] έστω αιώνιον σύνθημα της πολεμουμένης του Χριστού Εκκλησίας.
Σύγγνωθι, Πανιερώτατε, και παράβλεψον το απότομον και απαρακάλυπτον της εμής προσλαλιάς, ο γαρ καιρός κατεπείγει και εσχάτη ώρα εστίν! Ουχί μόνον επιτρέπω, αλλά και εξαιτούμαι την προς τους ποιμενάρχας διακοίνωσιν της παρούσης επιστολής μου. Ως γνήσιον τέκνον της του Χριστού Εκκλησίας εξαγγέλλω τα ενδόμυχα της ψυχής μου προς την πνευματική μητέρα, πεποιθώς, ότι πάσα αποσιώπησις και υπόκρισις, ασύγγνωστόν εστιν αμάρτημα, ως εκ μέρους του υιικώς αυτήν προσαγορεύοντος. Είπα «αμαρτίαν ουκ έχω», συγγνώμην και απάντησιν εξαιτούμαι και τον ουράνιον Πατέρα των φώτων εκλιπαρώ, όπως νεύση η χάρις αυτού εις τας καρδίας των της Εκκλησίας κορυφαίων Ποιμεναρχών εις δόξαν του ονόματος του Χριστού και προς την των πολλών σωτηρίαν.
Ταύτα μεν εκ μέσης ψυχής και ζήλω κινούμενος εξομολογούμαι προς την Υμετέραν βαθύνοιαν και εύνοιαν. Μένω δε ισοβίως μετά του προσήκοντος σεβασμού.
Της Υμετέρας Πανιερότητος
ταπεινός θεράπων
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟΥΡΖΑΣ
Εξ Οδησσού τη 29 Ιουλίου έτει 1851
Τω Πανιερ. Αγίω Σταυρουπόλεως
Κυρίω Κωνσταντίνω Τυπάλδω
[366] Βλ. Κ. Οικονόμου εξ Οικονόμων, Αλέξανδρος ο Στούρζας, βιογραφικόν σχεδίασμα, Αθήναι 1855. Ο Στούρζας διέμενε στη Ρωσία.
[367] Βλ. Κ. Οικονόμου, Τα Σωζόμενα Εκκλησ. Συγγράμματα..., τόμος Α’, Αθήνησι 1862, σ. 486 ε.
[368] Έζησε 1795-1867. Εσχολάρχησε στη Χάλκη από 1844-1864. Βλ. την βιογραφίαν του στου Ηλ. Τσιτσέλη, όπ. παρ., σ. 669-690. Περαιτέρω βιβλιογραφία στου: Γ. Δ. Μεταλληνού, Επιφανών Μαθητών της Ι. Θεολογικής Σχολής Χάλκης Επιστολαί προς Κων. Τυπάλδον-Ιακωβάτον, Αθήναι 1980, σ. 5 ε. (= Ανάτυπο από την Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Α., τόμ. ΚΔ’).
[369] Βλ. την σημείωση 14 της προηγούμενης μελέτης.
[370] Τετράφυλλο, διαστ. 273 x 222 χιλ. Η τελευταία παράγραφος μέχρι τέλους γράφθηκε δια χειρός του αποστολέα. Το φ. 4 λευκό.
[371] Εννοεί τον μνημονευόμενο παρακάτω Αλέξανδρο Χαρίτωνα.
[372] Φιλιππ. 4, 2.
[373] Η γνώμη αυτή, φαίνεται, ότι διαδιδόταν ευρέως και πριν από αυτή την εποχή, προφανώς από τους αρνουμένους τον αιρετικό χαρακτήρα των Λατίνων και Λουθηροκαλβίνων.
[374] Βλ. για την υπόθεση αυτή στου π. Γεωρ. Φλωρόφσκυ, μετάφρ. Παν. Κ. Πάλλη, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 263 ε.ε. (εις το άρθρο: Ορθόδοξος Οικουμενισμός κατά τον ΙΘ’ αι.).
[375] Βλ. «Τοις αγιωτάτοις Πατριάρχαις της εν τη ανατολή Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και τη Πατριαρχική Συνόδω της Ρωσσικής Εκκλησίας ταπεινή αναφορά του Ουΐλλιαμ Πάλμερ, διακόνου της σκωτοβρεττανικής Εκκλησίας. Μετά μεταφράσεως εγγράφων τινών διασαφούντων την αυτών αναφοράν». Εν Αθήναις 1850.
[376] Ιωάνν. 4, 35.
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επίλογος
Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.