Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Παράρτημα1

 

Ομολογώ έν Βάπτισμα

 

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ


            Συνοψίζοντας όλα τα προλεχθέντα, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι συγγραφείς μας, ξεκινώντας από τις συγκεκριμένες εκκλησιολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, τις οποίες εκθέσαμε στην αρχή, και μένοντας πιστοί στην αρχή που έχουν θέσει ο άγιος Κυπριανός και ο Μ. Βασίλειος, τάσσονται υπέρ της εφαρμογής της ακριβείας κατά την αποδοχή των διαφόρων αιρετικών, δηλ. του (ανα)βαπτισμού των. Βεβαίως δεν αρνούνται την δυνατότητα χρήσεως της οικονομίας[320]. Κατά το πνεύμα όμως της Β’ (και Πενθέκτης) Οικουμενικής τούτο γίνεται, «όταν μη τα καίρια παραβλάπτη» την Εκκλησίαν[321] κατά τον Οικονόμο, όταν δηλαδή τηρείται η αμετάκλητη προϋπόθεση που έχει τεθεί από τις Οικουμενικές αυτές Συνόδους, δηλ. η τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος κατά τον αποστολικό τύπο. Η χρήση της οικονομίας, καθώς έχει καιρικό και τοπικό χαρακτήρα, δεν αίρει την ακρίβεια, η οποία συνιστά την κανονική τάξη της Εκκλησίας. Δια τούτο «η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία των Ορθοδόξων, προς τούτων αφορώσα την σωτηρίαν, και την ακρίβειαν των θείων κανόνων διατηρεί, και προς οικονομίαν κατά καιρούς και κατά τόπους αποβλέπουσα, ίνα προσλαμβάνη τους τη πίστει  ασθενούντας, και θεραπεύην μεν τας προσπιπτούσας ανάγκας και δυσχερείας, διαφεύγη δε τας επιδρομάς των της Ορθοδοξίας πολεμίων, έως αν πάλιν αποκαταστήση την ακρίβειαν»[322]

            Ακολουθώντας τους αντίθετα φρονούντες, που κατέτασσαν τους νεωτέρους ετεροδόξους (Λατίνους) στους αρχαίους εκείνους αιρετικούς, οι οποίοι κατά τον ζ’ της Β’ γίνονταν δεκτοί χωρίς (ανα)βαπτισμό, εφαρμόζουν και αυτοί τον ίδιο κανόνα στους ίδιους αιρετικούς, για να καταλήξουν όμως στο αντίθετο συμπέρασμα, δηλαδή στην απόρριψη της οικονομίας  στην περίπτωσή τους, διότι το ‘’ράντισμα’’ αυτών επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί βάπτισμα, και έτσι χωλαίνοντας στον τρόπο του μυστηρίου, εντάσσονται στην περιοριστική διάταξη του κανόνος: «εις μίαν κατάδυσιν». Την άποψη αυτή κατοχυρώνουν κανονικά, ιστορικά και δογματικά.

            Κατά την κρίση μας η στάση τους αυτή έναντι των δυτικών δεν μπορεί να θεωρηθεί προϊόν προκαταλήψεως ή μισαλλοδοξίας[323], αλλ’ ως συνέπεια του ακραιφνώς ορθοδόξου φρονήματός τους και της προσηλώσεώς τους στην πίστη και παράδοση της Εκκλησίας τους. Γνωρίζοντας τη ροπή της Δύσεως σε καινοτομίες[324] και την αλλοίωση της εκκλησιαστικής παραδόσεως που συντελέσθηκε εκεί με την πάροδο του χρόνου, φοβούνται, ότι κάθε υποχώρηση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερες πλάνες, όχι μόνο την Δύση, αλλά και την ίδια την Ανατολή[325]. Η εφαρμογή της ακριβείας, που δικαιώνεται κανονικά, προφυλάσσει και την Ορθοδοξία από κάθε είδους ολισθήματα[326]. Και οι συγγραφείς μας φαίνονται απολύτως πεπεισμένοι, ότι έτσι λύνεται το ζήτημα τελεσίδικα.

            Υπάρχει όμως και η διαφορά στην εκκλησιαστική πράξη, την οποία δεν μπορούν να παραβλέψουν. Πρόθεσή τους είναι, βέβαια, να οδηγηθεί η Εκκλησία στην εφαρμογή της ακριβείας επί των Δυτικών. Τούτο όμως σημαίνει ότι και αυτοί επιθυμούσαν κάποιο ενιαίο τρόπο ενεργείας, με την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και άρσεως της παρατηρουμένης αταξίας. Τόσο δηλαδή οι συγγραφείς μας, όσο και οι αντίπαλοί τους τάσσονταν υπέρ μιας πανορθοδόξου συμφωνίας πάνω στο πρόβλημα αυτό. Είναι δε γνωστό, ότι και μετά τους συγγραφείς μας η ανάγκη πανορθοδόξου συνοδικής αποφάσεως έχει κριθεί επιτακτική[327]. Ήδη το 1875 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέφρασε την ευχή, «όπως δυνηθώσιν αι κατά τόπους Ορθόδοξοι Εκκλησίαι συνελθείν επί το αυτό, (ίνα) τότε γενήσηται η ποθητή επίσημος συνεννόησις περί του ζητήματος τούτου»[328]. Έκτοτε επανειλημμένως υποστηρίχθηκε η ανάγκη συνοδικού διακανονισμού του προβλήματος από διακεκριμένους συγγραφείς[329].

            Με την ιδέα μιας πανορθοδόξου διευθετήσεως του ζητήματος ασχολούνται από τους συγγραφείς μας ο Νεόφυτος και ο Οικονόμος. Ο πρώτος θίγει πρόχειρα το θέμα, απαντώντας στην προβαλλομένη τότε ένσταση: «μη δειν προ συνόδου το τούτων (sc. των Λατίνων) αποτροπιάζεσθαι ράντισμα». Η απάντησή  του συντίθεται από λόγους του Μ. Αθανασίου περί των Αρειανών, είναι δε, «ως έστι μεν ικανωτέρα πάντων (και πασών) η θεία Γραφή, βαπτίζεσθαι, αλλ’ ουχί ραντίζεσθαι αξιούσα τους εις Χριστόν πιστεύοντας. ‘’Ει δε και συνόδου χρεία περί τούτου, έστι, φησίν (ο Αθανάσιος), τα των Πατέρων’’. Και τούτου γαρ ουκ ημέλησαν, αλλά και έγραψαν ούτω καλώς, ώστε τους γνησίως εντυγχάνοντας τοις εκείνων όροις δύνασθαι παρ’ αυτών υπομιμνήσκεσθαι την εν ταις θείαις Γραφαίς καταγγελλομένην αλήθειαν. Όθεν περί των σαφών ου δει συνόδου, της επί τοις ζητουμένοις συγκροτείσθαι πεφυκυίας»[330]. Καμμιά, άρα, σύνοδος κατ’ αυτόν δεν είναι αναγκαία, αλλά και ούτε θα μπορούσε να ανατρέψει την ήδη γνωστή απόφαση της Εκκλησίας.

            Ο λόγος περί συνοδικής λύσεως του προβλήματος ακούστηκε επανειλημμένως κατά τις διαμάχες του ιη’ αι. επί πατριαρχίας Κυρίλλου Ε’. Κατά την εποχή του Οικονόμου η ανάγκη αυτή κρινόταν άκρως επιτακτική, διότι για τους φρονούντες διαφορετικά, όπως οι συγγραφείς μας, το ζήτημα ήταν ήδη εκκλησιαστικά λυμένο. Υπό το πνεύμα αυτό γράφει και ο Οικονόμος τα ακόλουθα: «Καίτοι και τοιαύτη οικουμενική σύνοδος, όταν θείω νεύματι και εν ονόματι Χριστού προς ένωσιν των Εκκλησιών συγκροτηθή, πάντα μεν τα προς τον σύνδεσμον της θείας αγάπης και της ειρήνης εν αγίω Πνεύματι θεσπίσει τε και οροθετήσει (του τύφου της καινοτομίας ως καπνού αφανισθέντος)[331], προς δε τους περί τε των θείων δογμάτων και μυστηρίων και της όλης εκκλησιαστικής διατάξεως υπό τε των Αποστόλων και των υφ’ ενός και τους αυτού Πνεύματος ελλαμφθέντων αγίων ημών Πατέρων εν ταις θεολέκτοις συνόδοις τεθεσπισμένους κανόνας... ουδέν ουδόλως εναντίον (άπαγε!) και μαχόμενον η οικουμενική αύτη σύνοδος διατάξει»[332]. Διότι δεν μπορεί αυτή να «νομοθετήση τους ραντισμούς και τας επιχύσεις ίσα δύνασθαι τω ενί και μόνω αληθινώ βαπτίσματι»[333]. Τούτο επιτρέπει να συμπεράνουμε, ότι αν ο Ρωμαιοκαθολικισμός επανέλθει στον κανονικό τύπο του βαπτίσματος, δεν αποκλείεται από τον Οικονόμο, (αλλά «cum grano salis» και τους άλλους Κολλυβάδες) η χρήση της οικονομίας. Τούτο όμως οφείλει πανορθόδοξα να αποφασισθεί. Αυτή είναι η έννοια των κατωτέρω, λίαν σημαντικών, λόγων του Οικονόμου: «Εάν δε η σύνοδος – γράφει -  κρίνη πράγμα αναγκαίον, ίνα κατά τόπους η Εκκλησία (οίον εν επικρατεία μεγάλη και πολλών και διαφόρων αιρετικών εθνών περιεκτική) χάριν ευαγγελικής οικονομίας στέρξη προς βραχύ και τι των ουκ οφειλόντων (ως είπεν ο Ευλόγιος), και τινι συγκαταβάσει προς τους εξ αιρέσεων προσερχομένους εν δέοντι χρήσασθαι, όταν τινές τούτων ειλικρινώς μεν επιθυμώσιν εισελθείν εις την ζωήν, ραθυμότεροι δε γίνωνται δια την του κανόνος ακρίβειαν· πάντως ποιήσει το κριθέν η του Χριστού Εκκλησία,  μεθ’ ης αχώριστος έως της συντελείας ο νυμφίος αυτής διαμένει, ο και την ακρίβειαν των θείων δογμάτων και μυστηρίων αμώμητον και ακήρατον εν αυτή  διατηρών, και προς την εν δέοντι και τόπω και χρόνω οικονομίαν των έξωθεν προσιόντων... φωτίζων αυτήν και καθοδηγών»[334]. Βεβαίως μια τέτοια οικονομική αποδοχή του λατινικού βαπτίσματος καθόλου δεν θα σήμαινε και εγκυρότητά του ‘’καθ’ αυτό’’, αλλά μόνο δια της επιστροφής του ρωμαιοκαθολικού στην Ορθοδοξία. Περιττό επίσης είναι να πούμε ότι, όπως παραπάνω αποδείχθηκε, η πεισματική επιμονή των Παπικών στις καινοτομίες τους καθιστά προβληματική κάθε χρήση οικονομίας.

            Νομίζουμε δε ότι εκφράζει απολύτως το πνεύμα και των Κολλυβάδων, αλλά και συνοψίζει συνάμα την διδασκαλία τους, η ακόλουθη ομολογία του Κ. Οικονόμου: «Ημείς... ευχόμενοι νυκτός και ημέρας την ένωσιν των Εκκλησιών, και πάσαν οικονομίαν αποδεχόμενοι και τιμώντες, όταν μη τα καίρια παραβλάπτη, την μίαν της Εκκλησίας μητέρα,  αφορώμεν και προς την σωτηρίαν των ορθοδόξων αυτής υιών, επόμενοι κατ’ ίχνος τοις μακαρίοις ημών πατράσι και διδασκάλοις της Εκκλησίας»[335].

            Σε τελευταία ανάλυση, η θεολογική διένεξη που παραπάνω περιγράφηκε, η οποία από τον σημερινό άνθρωπο μπορεί εύκολα να χαρακτηρισθεί περιττή, ή έστω υπερβολικά σχολαστική, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά αγώνα προς διαφύλαξη της συνεχείας της παραδόσεως και απόκρουση, με τα συγκεκριμένα μέσα της εποχής, του νεωτεριστικού δυτικού πνεύματος.

            Ότι η παράδοση όμως που εκπροσωπούσαν οι Κολλυβάδες Πατέρες και ο Κων. Οικονόμος συνιστούσε την επικρατούσα πράξη της Εκκλησίας της Ελλάδος φαίνεται από την ακόλουθη μελέτη, δημοσιευμένη στα 1869, όταν (είχε αρχίσει) το δυτικό πνεύμα να εισβάλλει στην Ορθόδοξη Ανατολή εντονότερα και να διαφαίνεται το ροδοχάραμα του Οικουμενισμού. Η μελέτη φέρει τον τίτλο: «ΕΠΙΣΤΟΛΙΜΑΙΑ ΔΙΑΤΡΙΒΗ περί βαπτίσματος ή απόδειξις του ότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, βαπτίζουσα τους εκ των άλλων Εκκλησιών προσερχομένους, δεν αναβαπτίζει, αλλά βαπτίζει αυτούς, αβαπτίστους όντας», υπό Δ. Μαρίνου, διδάκτορος θεολογίας και καθηγητού, Εν Ερμουπόλει 1869, σσ. 70. Η Σύρος και η πρωτεύουσα της Ερμούπολις ήταν κέντρο της προτεσταντικής   ιεραποστολής και με ισχυρή παπική κοινότητα, και ο αείμνηστος συγγραφέας αντικρούει τους ισχυρισμούς τους. Μολονότι οι οικουμενικές σχέσεις αμβλύνουν αποδεδειγμένα την πιστότητα στην πατερικότητα, η Εκκλησία της Ελλάδος, τουλάχιστον στη βάση της, δεν απομακρύνθηκε από την καθιερωμένη πρακτική της. Για την διευκόλυνση όμως της οικουμενιστικής πολιτικής η Εκκλησία της Ελλάδος το 1932, επί αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’ (Παπαδοπούλου) παραθεώρησε τον Όρο του 1755 και εισήγαγε στο Ευχολόγιο την «Ακολουθίαν Επιστροφής εις την Ορθοδοξίαν από της Λατινικής Εκκλησίας», επαναφέροντας την πράξη του 1484, της δια χρίσματος δηλαδή και λιβέλλου επιστροφής των Λατίνων. Αλλά και στην περίπτωση αυτή ποτέ η Εκκλησία της Ελλάδος – σύμφωνε με την εκκλησιολογία της – δεν εθεώρησε έγκυρο «καθ’ εαυτό» το βάπτισμα των αιρετικών, εφ’ όσον μυστήρια, αγιαστικά και σωτήρια, δεν υπάρχουν έξω από το σώμα του Χριστού, την μία και αληθινή Εκκλησία.

            Αυτό λοιπόν που ως τεχνικό συμπέρασμα θα μπορούσε να λεχθεί, επί τη βάσει της διδασκαλίας των Οικουμενικών Συνόδων και των Αγίων Πατέρων, την οποία σαφέστατα και πληρέστατα εκθέτουν οι συγγραφείς μας, η οικονομία κατά την επιστροφή (= είσοδο) στην Ορθοδοξία Λατίνων και γενικά των Δυτικών χριστιανών, μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο στην περίπτωση, που κάποια χριστιανική Ομολογία τελεί το βάπτισμα με τριπλή κατάδυση και ανάδυση κατά την αποστολική και πατερική μορφή του. Όταν όμως αυτό δεν γίνεται, αλλ’ αντίθετα, παρά την γνώση μάλιστα της αληθείας, ακολουθείται κακόδοξα η καινοτομία του ραντισμού ή της επιχύσεως (πρβλ. σχετική απόφαση της Β’ Βατικανής), η εφαρμογή της ακριβείας κρίνεται επιβεβλημένη. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, που τα πάντα σχετικοποιούνται, ακόμη και στον εκκλησιαστικό χώρο, η εμμονή στην παράδοση των Αγίων είναι η ουσιαστικότερη αντίσταση στον γενικό κατήφορο, έστω και αν μια τέτοια στάση χλευάζεται ως ‘’φανατική’’ και ‘’στερουμένη αγάπης’’.

 

 

[320] Βλ. Π, σ. σ. 53· 56/7. Ο, σ. 511. Και ο Νεόφυτος (Ε, σ. 147 ια’), στηριζόμενος στον ρβ’ της Πενθέκτης σημειώνει: «Χρη γαρ, φησίν, ημάς αμφότερα ειδέναι, και τα της ακριβείας και τα της συνηθείας, έπεσθαι δε επί των μη καταδεχομένων την ακρότητα, είτ’ ουν ακρίβειαν, τω παραδοθέντι τύπω, ο εστι τη συνηθεία. Έστι δε και συνήθεια και ακρίβεια αναλόγως ου μόνον μην των μετανοούντων, αλλ’ ως δέδεικται, καπί των εξ αιρέσεως επιστρεφόντων».

[321] Ο, σ. 515.

[322] Ο, σ. 511. Και κατά τον άγ. Νικόδημο: «Ώστε, της οικονομίας παρελθούσης, η ακρίβεια και οι αποστολικοί κανόνες πρέπει να έχουν τον τόπον τους», Π, σ. 57.

[323] Ενδεικτικώς παρατηρεί ο άγ. Νικόδημος: «Τα κακόδοξα φρονήματα και τα παράνομα έθη των Λατίνων και των άλλων αιρετικών πρέπει να μισώμεν και να αποστρεφώμεθα· ει δε τι ευρίσκεται εν αυτοίς ορθώς έχον και υπό των Κανόνων των Ιερών Συνόδων βεβαιούμενον, τούτο δεν πρέπει να μισώμεν». Εορτοδρόμιον, Εν Βενετία 1836, σελ. 584, σημ. Πρβλ. Θεοκλήτου Μοναχού Διονυσιάτου, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθήναι 1959, σελ. 190-202, και 287.

[324] Βλ. Ο, σ. 48, 484/5.

[325] «Εάν δε και η κατά συγκατάβασιν αποδοχή των ετεροδόξων κοινώς διατυπωθή, κινδυνεύσει και παρ’ αυτοίς τοις Ορθοδόξοις το γνήσιον βάπτισμα παραμεληθήναι (μηδενός κατά δυστυχίαν όντος του προστατεύοντος)»! Ο, σ. 514. Υπάρχει δε μαρτυρία, ότι ήδη στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής χρησιμοποιείται και από Ορθοδόξους ο λατινικός ραντισμός και όχι το κανονικό βάπτισμα! Βλ. Chrysostomos Stratman, Ορθόδοξον Βάπτισμα και Οικονομία, Εν Αθήναις 1954, σελ. 60.

[326] «Έχει και η οικονομία τους ιδίους όρους και τα μέτρα των πραγμάτων, και τους καιρούς, ατάραχον εις το διηνεκές και αστασίαστον και ολόκληρον την Εκκλησίαν διατηρούσα, μήποτε λίαν οικονομούσα παρανομήση, και τας προς καιρόν ενδόσεις αυτής και συγκαταβάσεις ως κυρίας παραστήση, και ισοσθενείς της αφ’ ης συγκατέβη ακριβείας των θείων νόμων». Ο, σ. 433.

[327] Ήδη την 9.8.1755 ο Εφραίμ Αθηναίος, και μετά Πατριάρχης Ιεροσολύμων, εξ αφορμής όσων έγιναν επί Κυρίλλου Ε’, γράφει: «Επεί δε τα πράγματα εις σχίσμα μέγα έφερον την Εκκλησίαν, συνόδου χρεία υπερτελούς τα περί τούτου ορίσασθαι εν αληθεία μετά προσευχών και δεήσων». Mansi, τ. 38, σελ. 631 C. ΠΡβλ. 633Β.

[328] Βλ. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά...., ΙΙ, σελ. 978. Είναι εύγλωττο το γεγονός, ότι από την εποχή αυτή αναθέτονταν στους σπουδαστές της εν Χάλκη Ιεράς Θεολογικής Σχολής  επιστημονικές ‘’θέσεις’’ (και ‘’διατριβαί’’) με θέμα το ‘’βάπτισμα’’ των ετεροδόξων. Τέτοιες είναι: 1876: Νικηφόρος Ζερβός, ‘Ότι το Ορθόδοξον και κύρος έχον βάπτισμά εστι το τρισί καταδύσεσι και ισαρίθμοις αναδύσεσι τελούμενον. 1878: Αναστάσιος Χατζηπαναγιώτου, Ποίον το έγκυρον βάπτισμα. 1887: Αμβρόσιος Γαλανάκης,  ‘Ότι το ράντισμά εστι καινοτομία. 1913: Δημήτριος Καραγιαννίδης. Το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών. 1917: Γεώργιος Γαροφαλίδης, Το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών (εξεδόθη τύποις). 1922: Γεράσιμος Καλοκαιρινός, Το έγκυρον του βαπτίσματος, 1937: Ιωακείμ Λουκάς, Το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών, 1947: Δημήτριος Δημητριάδης, Η θέσις του βαπτίσματος των προσερχομένων εις την Ορθοδοξίαν Καθολικών και Διαμαρτυρομένων (Βλ. Βασ. Θ. Σταυρίδου, Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τόμος Α’ [1844-1923]. Αθήναι 1970 και τόμος Β’ [1923-μέχρι σήμερα], Αθήναι 1968). Μία συγκριτική μελέτη των εργασιών αυτών θα απεκάλυπτε την εξέλιξη της στάσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της θεολογίας του έναντι των ετεροδόξων.

[329] Βλ. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική..., ένθ’ ανωτ. σελ. 308. Του ιδίου, Συμβολική..., όπ. π. σελ. 306. Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά..., ΙΙ, σελ. 975.

[330] Ε, σ. 145. Πρβλ. Μ. Αθανασίου, Επιστολή, Περί των γενομένων... συνόδων, 6, 1. P. G. 26, 689 ΑΒ.

[331] Σαφής υπαινιγμός κατά του λατινικού ραντισμού.

[332] Ο, σ. 480.

[333] Στο ίδιο.

[334] Ο, σ. 480.

[335] Ο, σ. 515.

 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Παράρτημα1

Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.

Πάνω