Επίλογος // Περιεχόμενα // Επόμενο
Παράρτημα
† Πολλών όντων των μέσων, δι’ ων της σωτηρίας ημών αξιούμεθα και τούτων, ως ειπείν, κλιμακηδόν αλληλενδέτων και αλληλουχουμένων όντων, άτε δη πάντων προς το αυτό τέλος αφορώντων, πρώτον εστι το τοις ιεροίς Αποστόλοις θεοπαράδοτον βάπτισμα, οία δη των λοιπών τούτου χωρίς απρακτούντων· «εάν γαρ τις μη γεννηθή, φησίν, εξ ύδατος και πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών»[336]· έδει και γαρ αναγκαίως, της πρώτης γεννήσεως επί τον θνητόν τουτονί βίον παραγαγούσης τον άνθρωπον, γέννησιν ετέραν εξευρεθήναι και τρόπον μυστικώτερον, μήτε από φθοράς ανερχόμενον, μήτε εις φθοράν καταλήγοντα, δι’ ου γένοιτ’ αν ημίν δυνατόν μιμήσασθαι τον αρχηγόν της σωτηρίας ημών Ιησούν Χριστόν. Το γαρ εν τη κολυμβήθρα ύδωρ του βαπτίσματος εν τάξει μήτρας λαμβάνεται, και τόκος τω τικτομένω γίνεται, η φησιν ο Χρυσόστομος[337]· το δε εν τω ύδατι επιφοιτών Πνεύμα εν τάξει Θεού το έμβρυον διαπλάττοντος· και ώσπερ εκείνος μετά την εν τάφω κατάθεσιν τριταίος επί την ζωήν ανεφοίτησεν, ούτως οι πιστεύοντες, αντί της γης, το ύδωρ υποδυόμενοι, εν τρισί καταδύσεσι την τριήμερον εαυτούς χάριν της Αναστάσεως εξεικονίζουσιν[338], αγιαζομένου του ύδατος τη επιφοιτήσει του παναγίου Πνεύματος, ως αν τω μεν φαινομένω ύδατι το σώμα φωτίζοιτο, τω δε αοράτω Πνεύματι τον αγιασμόν η ψυχή λήψαιτο· ως γαρ το εν τω λέβητι ύδωρ της του πυρός μεταλαμβάνει θερμότητος[339], ούτω το εν τη κολυμβήθρα ύδωρ τη ενεργεία του Πνεύματος εις θείαν μεταστοιχειούται δύναμιν, καθαίρον μεν και υιοθεσίας αξιούν τους ούτω βαπτιζομένους, τους δε άλλως πως τελουμένους, αντί καθάρσεως και υιοθεσίας ακαθάρτους και σκότους υιούς αποφαίνον.
Επειδή τοιγαρούν προ χρόνων ήδη τριών ζήτημα ανεφύη, ει τα παρά την παράδοσιν των αγίων Αποστόλων και θείων Πατέρων και παρά την συνήθειαν και διαταγήν της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας επιτελούμενα βαπτίσματα των αιρετικών δεκτά εστι, προσερχομένων ημίν, ημείς, άτε θείω ελέει τη ορθοδόξω Εκκλησία εντραφέντες, και τοις κανόσι των ιερών Αποστόλων και θείων Πατέρων επόμενοι, και μίαν μόνην γινώσκοντες την ημετέραν αγίαν καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν, και ταύτης τα μυστήρια, επομένως και το θείον βάπτισμα, αποδεχόμενοι, τα δε υπό των αιρετικών, όσα μη ως το Πνεύμα το άγιον τοις ιεροίς Αποστόλοις διετάξατο και η Εκκλησία του Χριστού μέχρι της σήμερον ποιεί, επιτελούμενα, εφευρέματα ανθρώπων διεφθαρμένων όντα, ως αλλόκοτα και της αποστολικής όλης παραδόσεως αλλότρια γινώσκοντες, αποστρεφόμεθα κοινή διαγνώσει. Και τους εξ αυτών ημίν προσερχομένους ως ανιέρους και αβαπτίστους δεχόμεθα, επόμενοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ, τω τοις μαθηταίς αυτού εντειλαμένω βαπτίζειν «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος»[340] τοις τε ιεροίς και θείοις Αποστόλοις, διαταττομένοις[341] εν τρισί καταδύσεσι και αναδύσεσι τους προσερχομένους βαπτίζειν και εν εκάστη των καταδύσεων εν όνομα επιλέγειν της αγίας Τριάδος· τω τε ιερώ και ισαποστόλω Διονυσίω, λέγοντι «τρις εν κολυμβήθρα ύδωρ και έλαιον ηγιασμένα εχούση τον προσερχόμενον παντός αμφίου γεγυμνωμένον βαπτίζειν, την τρισσήν της θείας μακαριότητος επιβοήσαντα υπόστασιν, και ευθύς τω θεουργικωτάτω μύρω τον βαπτισθέντα επισφραγίζειν, και μέτοχον αποφαίνειν λοιπόν της ιεροτελεστικωτάτης ευχαριστίας»[342], τη τε δευτέρα[343] και πενθέκτη[344] αγίαις Οικουμενικαίς Συνόδοις, διαταττομέναις τους μη βαπτιζομένους εις τρεις αναδύσεις και καταδύσεις και εν εκάστη των καταδύσεων μίαν επίκλησιν των θείων υποστάσεων μη επιβοώντας, αλλ’ άλλως πως βαπτιζομένους, ως αβαπτίστους προσδέχεσθαι τη Ορθοδοξία προσιόντας.
Τούτοις τοίνυν τοις θείοις και ιεροίς διατάγμασιν επόμενοι και ημείς, τα μεν των αιρετικών βαπτίσματα, ως απάδοντα και αλλότρια της αποστολικής θείας διατάξεως και ύδατα ανόνητα, ως ο ιερός Αμβρόσιος και ο μέγας φησίν Αθανάσιος, και αγιασμόν μηδένα παρέχοντα τοις ταύτα δεχομένοις, και προς κάθαρσιν αμαρτημάτων ουδέν ωφελούντα, απόβλητα και αποτρόπαια ηγούμεθα. Τους δ’ εξ αυτών αβαπτίστως βαπτιζομένους ως αβαπτίστους αποδεχόμεθα, προσερχομένους τη ορθοδόξω πίστει, κι ακινδύνως αυτούς βαπτίζομεν, κατά τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνας, οις αραρότως επιστηρίζεται η αγία του Χριστού και αποστολική και καθολική Εκκλησία, η κοινή μήτηρ πάντων ημών. Και επί ταύτη τη κοινή ημών διαγνώσει και αποφάνσει σφραγίζομεν τον Όρον ημών τούτο, ταις αποστολικαίς και συνοδικαίς διαταγαίς συνάδοντα, διαβεβαιούντες αυτόν δι’ ημετέρων υπογραφών.
Εν έτει σωτηρίω αψνε’.
† Κύριλλος ελέω Θεού αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης και οικουμενικός πατριάρχης.
† Ματθαίος ελέω Θεού πάπας και πατριάρχης της μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας και κριτής της Οικουμένης.
† Παρθένιος ελέω Θεού πατριάρχης της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης.
Ο Όρος αυτός δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1756 στο έργο «Ραντισμού Στηλίτευσις», σ. ρογ’ – ρος’. Έκτοτε ανατυπώθηκε πολλές φορές. Βλ. Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος ΙΙ, Εν Αθήναις 1953, σ. 989-991, απ’ όπου και αναδημοσιεύεται εδώ.
[336] Ιωάνν. 3, 5.
[337] P. G. 59, 153.
[338] Πρβλ. και Γρηγόριον Νύσσης, Migne P.G. 46 585.
[339] Πρβλ. και Κύριλλον Αλεξανδρείας, Migne P.G. 73, 245.
[340] Ματθ.. 28, 19.
[341] Αποστ. Κανών 50.
[342] Περί Εκκλ. Ιεραρχ. ΙΙ, 7. P.G. 3, 396.
[343] Κανών 7.
[344] Κανών 95.
Επίλογος // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.