Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

 

Ομολογώ έν Βάπτισμα

 

Γ΄ Κριτική θεώρηση


1. Η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου

            Από την ανωτέρω ιστορικά αναδρομή, με βάση την μαρτυρία των συγγραφέων μας, αποκομίζουμε μια εικόνα αρκετά διαφορετική από ‘κείνη, την οποία μέχρι σήμερα γνωρίζαμε. Έτσι κατά τον Ι. Καρμίρη «αι ολίγαι (sic) περιπτώσεις αναβαπτισμού Λατίνων εξηγούνται εκ της οξύνσεως των παθών κατά την εποχήν των Σταυροφοριών και εξ αμφιβολιών Ορθοδόξων τινών (sic) περί της κανονικότητος και εγκυρότητος του δια ραντισμού  βαπτίσματος των Λατίνων, όπερ είχε γενικευθεί τότε εν τη Δύσει»[284]. Κατά τους συγγραφείς μας, όμως, ο (ανα)βαπτισμός των Δυτικών αποτελούσε ουσιαστικώς τον κανόνα. Η μεν πολιτική απειλή από την Δύση είχε ως συνέπεια την εφαρμογή της οικονομίας στην Ανατολή και όχι της ακριβείας, η τυχόν δε χρήση της οικονομίας από τους Ορθοδόξους είχε ως αναγκαία δογματικοκανονική προϋπόθεση την μέχρι  και τον ιη’ αιώνα ύπαρξη στη λειτουργική πράξη και του κανονικού βαπτίσματος στην Δύση, δηλαδή τον φόβο ‘’δευτερώσεώς’’ του. Βεβαίως και στις δυο ανωτέρω απόψεις διαβλέπουμε κάποια ‘’τάση’’. Έτσι η μεν πρώτη αποβλέπει στην δικαίωση της οδού της οικονομίας, η δε δεύτερη εκείνης της ακριβείας. Μάλλον δε με τον συνδυασμό και των δύο βοηθούμεθα στην ανεύρεση της αληθείας.

            Στην συνάφεια, όμως ανακύπτει αναπόφευκτα το ερώτημα, κατά πόσο τεκμηριώνεται ιστορικά η ερμηνεία των θεολόγων μας. Έτσι, βασική τους θέση είναι ότι ο (ανα)βαπτισμός των λατίνων δεν επιβλήθηκε εξ αρχής, διότι μέχρι την εν Τριδέντω Σύνοδο κρατούσε στην Δύση, πλην της καινοτομίας, και η κανονική μορφή του βαπτίσματος, και υπήρχε έτσι κίνδυνος «δευτερώσεώς» του. Το πρόβλημα καθίστατο ασφαλώς οξύτερο καθ’ όσον αφορά στους λατινίσαντες ορθοδόξους (Ουνίτες), και κυρίως κατά την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Να όμως πως εξηγεί τη στάση της Ορθοδοξίας ο γνωστός ιστορικός της Τουρκοκρατίας Steven Runciman. «Το πρόβλημα, λέγει, εμφανιζόταν συχνά εξ αιτίας των Ελλήνων, που είχαν γεννηθεί σε ενετικά εδάφη, όπως ήταν τα νησιά του Ιονίου, και οι οποίοι, είτε επειδή ήρθαν να εγκατασταθούν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, είτε επειδή είχαν νυμφευθεί ορθόδοξες γυναίκες, ήθελαν να επανέλθουν στην Εκκλησία των προπατόρων τους»[285]. Έτσι πρώτη η Σύνοδος του 1484 ανέλαβε να ρυθμίσει το ζήτημα, αφού εφάρμοσε την οικονομία, παρά την καταδίκη της λατινικής καινοτομίας. Έτσι αποφευγόταν οπωσδήποτε ο κίνδυνος «δευτερώσεως» του κανονικού βαπτίσματος. Εν τούτοις η απόφαση αυτή δεν έγινε καθολικά δεκτή, διότι προφανώς εξαπλωνόταν μέρα με τη μέρα η καινοτομία των Δυτικών ως προς το βάπτισμα. Έτσι συνεχίζει ο Runciman: «Όσο περνούσε ο καιρός, γεννήθηκαν αμφιβολίες αν αυτό (δηλ. η οικονομία) ήταν αρκετό... Αυτές οι αμφιβολίες δεν είχαν απλώς προκληθεί από την αντιπάθεια προς τους Λατίνους, αν και αυτό το κίνητρο ασφαλώς δεν απουσίαζε, αλλά και από μια ειλικρινή υποψία, ότι το λατινικό τυπικό του βαπτίσματος δεν ήταν κανονικώς ορθό»[286]. Έτσι εξηγείται η βαθμιαία αποσιώπηση της αποφάσεως του 1484 μεταξύ των Ορθοδόξων, και μάλιστα στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και το (τόλμημα) του Κυρίλλου Ε’ και των οπαδών του να  προβούν ουσιαστικώς και επισήμως στην κατάργηση της αποφάσεως εκείνης με τον όρο του 1755, με την συναίνεση μάλιστα και των πατριαρχών της Ανατολής. Και μόνον ο Όρος του 1755 αποδεικνύει ότι δεν ήταν ‘’ολίγοι’’ εκείνοι, που μετά το 1484 ‘’ανεβάπτιζαν’’ τους Λατίνους.

            Εξ άλλου βεβαιώνεται ιστορικά ότι η στάση απέναντι στο πρόβλημα τούτο μερικών Πατριαρχών και γενικώς Αρχιερέων, δηλ. των υπευθύνων εκκλησιαστικών προσώπων (και στην πράξη επισήμων διοικητικών οργάνων), υπήρξε συνήθως ηπιότερη εκείνης των θεολόγων της Τουρκοκρατίας, του Κλήρου και του Λαού, και ιδιαίτερα των Μοναχών[287]. Ο St. Runciman παρέχει ικανοποιητικά στοιχεία, ώστε να σχηματίσουμε στο σημείο τούτο σαφή εικόνα. Έτσι αναφερόμενος στην απάντηση του Πατριάρχη Ιερεμία Γ’ προς τον Μ. Πέτρο (1718), η οποία συνιστά στον τελευταίο τη μη εφαρμογή του (ανα)βαπτισμού των δυτικών, παρατηρεί: «Αλλά λέγοντας αυτό ο Ιερεμίας δεν μιλούσε για λογαριασμό του συνόλου της Εκκλησίας του. Είχε με το μέρος του τους Φαναριώτες αριστοκράτες και διανοουμένους, οι οποίοι υπερηφανεύονταν για την δυτική τους παιδεία και για την απαλλαγή τους από θρησκοληψίες, και το μεγαλύτερο μέρος της ανώτερης ιεραρχίας, ανθρώπων, που πολλοί απ’ αυτούς όφειλαν τις θέσεις τους στην επιρροή των Φαναριωτών και πολλοί προέρχονταν από τα νησιά του Ιονίου, όπου οι ορθόδοξοι είχαν καλές σχέσεις με τους καθολικούς και ο προσηλυτισμός ήταν συχνός. Αυτοί δεν έβλεπαν την ανάγκη να μεταβληθεί το σύστημα που υπήρχε»[288]. Δεν υπήρχαν άρα σ’ αυτούς οι εσωτερικές προϋποθέσεις, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν ορθοδόξως τα πράγματα. Είναι δε γνωστό, που οδηγεί ο συνεχώς αυξανόμενος συγχρωτισμός ορθοδόξων και δυτικών, σε ποια δηλαδή άμβλυνση των ορθοδοξοπατερικών κριτηρίων[289], και τούτο με την ανοχή και προτροπή κάποτε-κάποτε των τοπικών Αρχιερέων στις λατινοκρατούμενες περιοχές. Δεν θα πρέπει, άρα, να παραβλεφθεί και εδώ η αξιωματική αρχή, ότι μόνον των αυθεντικώς ορθοδόξων, δηλ. των θεοπτών Αγίων, οι ενέργειες συνιστούν έκφραση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας.

 

 

[284] Ι. Καρμίρη, μν. έργ., σελ. 981.

[285] Ράνσιμαν, μν. έργ., σ. 614.

[286] Στο ίδιο.

[287] Όπ. π. σελ. 615/6. Το ίδιο παρατηρήθηκε και στην περίπτωση του Κυρίλλου Ε’. Οι καλύτεροι θεολόγοι της εποχής (π.χ. Ε. Αργέντης, Ευγ. Βούλγαρις), ο λαός και οι μοναχοί τάχθηκαν ανεπιφύλακτα υπέρ αυτού.

[288] Μν. έργ., σ. 615.

[289] Αρκεί να μελετήσει κάποιος το έργο του Π. Γρηγορίου, Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων, Αθήναι  1958. Έτσι λ.χ. ο Μητροπολίτης Σεβαστείας, Πρόεδρος Παροναξίας Ιωσήφ ο Δόξας, με έγγραφό του ανέθεσε (το 1671) τα καθήκοντα του πνευματικού πατρός (!) και του ιεροκήρυκος (!) σε μοναχούς καπουκίνους! (σ. 11/12). Περισσότερα για το θέμα τούτο βλ. παρά G. D. Metallinos, Vikentios Damodos, Θεολογία Δογματική κατά συντομίαν ή τε Συνταγμάτιον Θεολογικόν, Athen 1980, σ. 36 ε.ε.

 

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Δημιουργία αρχείου: 4-10-2005.

Τελευταία ενημέρωση: 4-10-2005.

Πάνω