Ορθόδοξη
Ομάδα
Δογματικής Έρευνας Έρευνα για το κτιστό και το Άκτιστο |
Τού Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ:
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΤΩΝ ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ OIKOYMENIΣMΟΥ
Κεφάλαιο Γ΄: Οι σύγχρονες, ενωτικές πρωτοβουλίες και οι μεμονωμένες, οικουμενιστικές διακηρύξεις ορισμένων Ορθοδόξων δεν αποτελούν, κατά τους αγίους Πατέρας, λόγο διακοπής εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους
ια΄ Αλλοίωσις του εκκλησιαστικού φρονήματος ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών και περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές προσπάθειες με τους Λατίνους σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι δυσχερείς όμως περιστάσεις εκείνης της εποχής σε συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου, Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος.
Πλήθος μαρτυριών εκείνης της περιόδου φανερώνουν, ότι συνέβαιναν -όπως και στους πρώτους αιώνας της β΄ χιλιετίας- αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ιδίως σε περιοχές της Ελλάδος, στις οποίες είχαν ιδρυθή «παπικαί κοινότητες μετά επισκοπών, μοναστηρίων και μοναχικών ταγμάτων»276. Οι περιπτώσεις αυτές καταδεικνύουν την άγνοια και την σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, την αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.
Πράγματι, η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Λατίνους και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί ότι είχε χαθή η συνείδησις, πως το Μυστήριο αυτό διαστέλλει την Ορθόδοξο Εκκλησία από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. «Εκ των Πρακτικών της επαρχιακής Λατινικής Συνόδου της Κρήτης του 1486, κατά την οποίαν μετέσχον και “Έλληνες παπάδες”, πληροφορούμεθα, ότι Ορθόδοξοι ιερείς μετελάμβανον Λατίνους» «και ότι Λατίνοι ενεταφιάζοντο υπό Ορθοδόξων ιερέων»277.
Θλιβερή ήταν και η τακτική ορισμένων Ορθοδόξων αρχιερέων και ιερέων να συνεργάζωνται με τους λατίνους “ιεραποστόλους”.
«Οι παπικοί μισσιονάριοι, με την άδεια των ελλήνων Επισκόπων, ιερουργούν μέσα σε ορθοδόξους ναούς στήνοντας το δικό τους “αλτάρι” μπροστά στο εικονοστάσιο - τέμπλο, ή και μονιμότερα σε διπλανό κλίτος μέσα στον ίδιο ναό. Ορθόδοξοι μητροπολίτες δίνουν την άδεια στους Ιησουίτες να κηρύττουν στις ελληνικές εκκλησίες, να κατηχούν και να εξομολογούν τους ορθοδόξους πιστούς.
“Πήρα γραπτή άδεια από τον έλληνα Μητροπολίτη, να κάνω κήρυγμα και κατήχηση στις ελληνικές εκκλησίες”, γράφει ένας Ιησουίτης από την Νάξο το 1641. Ο έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, την ίδια περίπου εποχή, δίνει την άδεια σε Ιησουίτες να εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν τους Ιησουίτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς να εξομολογούν τον λαό.
Το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Θήρα έχει ως πνευματικούς πατέρες και εξομολόγους κάποιους μισσιονάριους Ιησουίτες. Και ορθόδοξος μητροπολίτης “εφησυχάζων” στην Αθήνα μαρτυρείται από τις πηγές ότι πηγαίνει τακτικά να εξομολογηθεί σε Γάλλο καπουτσίνο ιερέα. Το 1680 ο Μητροπολίτης της Αίγινας Δαμασκηνός γράφει στον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄ ζητώντας του να στείλει στο νησί δύο Ιησουίτες κατάλληλους να κηρύττουν και να εξομολογούν τον ελληνικό κλήρο και λαό. Η χρησιμοποίηση παπικών μισσιοναρίων ειδικά για την εξομολόγηση των ορθοδόξων πιστών, φαίνεται πως ήταν επί μακρό διάστημα μία συνηθισμένη μεταξύ των ελλήνων μητροπολιτών τακτική»278.
Είναι χαρακτηριστικά, τα όσα έγραφε κατά το 1651 ο Πάρου - Νάξου Ιωσήφ «εις χορηγουμένην υπ' αυτού άδειαν εις καπουτσίνους ιερομονάχους»: «...Η ημετέρα ταπεινότης ανατίθησι το μυστήριον τούτο και αναγκαίον έργον των πανοσιωτάτων και λογιωτάτων ιερών ανδρών Καπουτζίνων, των εν τω άστει της περιφήμου ταύτης πόλεως Ναξίας οικούντων, του αναδέχεσθαι και διακρίνειν τους λογισμούς και τα ποικίλα πάθη πάντων των εις εξομολόγησιν αυτοίς προσερχομένων και οικονομείν την σωτηρίαν και μετάνοιαν αυτών ως συνεργοί και υπηρέται παρά Θεού δοθείσης ημίν πνευματικής και αποστολικής ταύτης Χάριτος, επί σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών ... Συνιστώμεν ουν αυτούς προς πάντας υμάς τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς, ευλαβεστάτους ιερείς, πανοσιωτάτους Καθηγουμένους, οσιωτάτους ιερομονάχους, και μοναχούς, ευγενεστάτους άρχοντας και άπαξ απλώς εις πάντας του χριστεπωνύμου πληρώματος, ίνα αγαπάτε, τιμάτε, και ευλαβείσθε αυτούς ως δη εναρέτων και οσίων ανδρών τυγχάνει...»279.
Αξιομνημόνευτες είναι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν Έλληνες επίσκοποι και ηγούμενοι μονών εκείνης της εποχής προς τον πάπα. Τον αποκαλούσαν «πιστή κεφαλή και φύλακα της Αποστολικής Εκκλησίας», «ισάγγελο και υπέρτατο των επισκόπων», «καύχημα των Ορθοδόξων Χριστιανών», «βικάριο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»280.
Κατά τα μέσα επίσης του ιζ΄ αιώνος «η Μονή της Λαύρας προσέφερεν εις τους οπαδούς του αγίου Ιγνατίου (Ιησουίτας [Σημείωση ΟΟΔΕ: “αγίου Ιγνατίου” εννοεί προφανώς τον Ιγνάτιο Λογιόλα, ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών]) μικράν εκκλησίαν, αγρούς, αμπέλους και κατάλληλον χώρον παρά τα τείχη αυτής προς ίδρυσιν μονής... Τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν δια την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών. Το ανωτέρω επετεύχθη υπό του Έλληνος ουνίτου ιερομονάχου Κανάκη Ρώσση»281. «Το παπικό σχολείο μόρφωνε τους ορθοδόξους μοναχούς επί επτά χρόνια. Το 1641 υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στην Θεσσαλονίκη, επειδή αντέδρασαν όχι οι αγιορείτες μοναχοί, αλλά οι τουρκικές αρχές»282.
«Κατ άλλας ιστορικάς μαρτυρίας, εν Τήνω, περί το 1615, οι Ορθόδοξοι εχρησιμοποίουν από κοινού μετά των Δυτικών τον Μητροπολιτικόν Ναόν, εις τον οποίον ορθόδοξος ιερεύς ελειτούργει επί της αυτής αγίας Τραπέζης μετά του Δυτικού κλήρου, πάσας δε τας επισήμους τελετάς και λιτανείας ετέλουν από κοινού οι κληρικοί των δύο δογμάτων... Πολλαί εκκλησίαι εχρησίμευον από κοινού εις τους Έλληνας και τους Λατίνους δια την θείαν Λειτουργίαν. Αφού δηλαδή ο Λατίνος διάκονος είχεν αναγνώσει τον Απόστολον, ανεγίνωσκε πάλιν τούτον ο Έλλην διάκονος εις ελληνικήν γλώσσαν. Και όταν ο Λατίνος είχεν αναγνώσει το Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκε τούτο και ο Έλλην ιερεύς εις ελληνικήν γλώσσαν»283.
Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία αξιωματούχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας το 1653, «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν, και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»284. Επίσης «εν ταις Ιονίαις νήσοις... ο Ορθόδοξος κλήρος υπεχρεούτο να υποδέχεται τον λατίνον επίσκοπον εγκαθιδρυόμενον, να μνημονεύη αυτόν, να υποτάσσεται εις αυτόν, να πληρώνη φόρον και να συλλειτουργή εις ορισμένας λατινικάς εορτάς»285.
Τον εκκλησιασμό των Λατίνων και των Αρμενίων σε Ορθοδόξους ναούς, καθώς και την διανομή αντιδώρου στους ανωτέρω αιρετικούς επέτρεπαν κατ οικονομία ακόμη και οι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος ο Σχολάριος και Ιεροσολύμων Δοσίθεος286.
Από την Εγκύκλιο επίσης του Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ προς τους Ορθοδόξους ιερείς της Σίφνου και Μυκόνου το 1749 γίνεται φανερό, ότι υπήρχε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των Ορθοδόξων κληρικών και των Λατίνων. Πράγματι, ο πατριάρχης πρόσταζε μεταξύ άλλων: «Από τούδε και στο εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνήτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τε τα ιερά της καθ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας»287.
Τέλος γνωστά είναι και τα φρονήματα του επισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου (τέλη ιστ΄ αιώνος), ο οποίος «πίστευε πως μια υποχώρηση κι ένας συμβιβασμός με τους καθολικούς με βάση τον τόμο της Φλωρεντινής Συνόδου θα ωφελούσε την σκλαβωμένη Ανατολή»288. Πράγματι, ο Μαργούνιος δια των συγγραμμάτων του περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εζήτει να συμβιβάση τα ασυμβίβαστα, προκαλέσας πολλάς υποψίας και κατηγορίας κατ' αυτού»289.
Σημειώσεις:
276. Φ. Βαφείδου, ένθ ανωτ. Τόμος γ΄, § 205, 1, σελ. 29.
277. Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 98, § 29, σελ. 243.
278. Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 97.
279. Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, σελ. 36-37.
280. Χ. Γιανναρά, ένθ ανωτ. σελ. 99.
281. Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ ανωτ. σελ. 35-36.
282. Χ. Γιανναρά, ένθ ανωτ. σελ. 95.
283. Ι. Κοτσώνη, Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Λατινοκρατίας και Ενετοκρατίας, σελ. 4-8.
284. Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ ανωτ.
285. Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 51, σελ. 697.
286. Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 262-263.
287. Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, τόμος β΄, σελ. 367.
288. Γ. Βαλέτα, Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, σελ. 30.
289. Θ.Η.Ε., τόμος 8, στήλη 634.
Δημιουργία αρχείου: 6-6-2014.
Τελευταία ενημέρωση: 12-6-2014.