Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα | Ανατολικές Θρησκείες, Θρησκείες και Ιεραποστολή |
---|
Υπάρχει η Μετενσάρκωση; || Εκ της ανατολικής πύλης
Από τους Μπαχάι στην Ορθοδοξία |
Άνθρωποι από κάθε κατεύθυνση συρρέουν στην Ορθοδοξία, στη μόνη Αλήθεια. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι προς τους οποίους ο Κύριος του Σύμπαντος φανέρωσε τον εαυτό Του. Εκείνοι τους οποίους κάλεσε από το σκότος, στο θαυμαστό του Φως.
Αν είχα μεταστραφεί σε ευαγγελιστή Προτεστάντη, της ποικιλίας «άπαξ σωσμένος, για πάντα σωσμένος», θα μπορούσα τότε να περιγράψω πολύ απλά την εμπειρία της συνοπτικής μεταστροφής μου, και να ξεμπέρδευα. Καλώς ή κακώς, θα χρειαστώ λίγο περισσότερο χρόνο για να το κάνω. Το κρίνω σκόπιμο, να αρχίσω από την αρχή. Όταν γεννήθηκα, η μητέρα μου ήταν Ρωμαιοκαθολική (των ελαφρώς φιλελευθέρων πεποιθήσεων και από γόνους Ιρλανδών Καθολικών από τις δύο μεριές της οικογένειάς της), ενώ ο πατέρας μου ήταν ένας λαϊκός ουμανιστής/αγνωστικιστής μίας εκκλησίας με φονταμενταλιστικό Προτεσταντικό υπόβαθρο (“Εκκλησία του Χριστού”). Σήμερα και οι δυο τους είναι αφοσιωμένοι Επισκοπελιανοί, αλλά εγώ ήμουν ήδη σε προχωρημένη εφηβεία όταν μεταστράφηκαν. Παρ’ ότι είχα βαπτισθεί Ρωμαιοκαθολικός στην ηλικία των οκτώ, είχα ήδη εκδηλώσει ένα έντονο ενδιαφέρον για τις «θρησκείες του κόσμου», ακόμα και σε εκείνη την μικρή ηλικία. Θυμάμαι ακόμα εκείνα τα βιβλιαράκια του Χιούστον Σμιθ, και τα μεγαλύτερα βιβλία με τις πολύχρωμες εικόνες των θρησκευτικών τελετών, που ανακάλυπτα στις τοπικές βιβλιοθήκες. Στα 11, είχα ήδη διαβάσει πάρα πολλά (για ένα ενδεκάχρονο) πράγματα για θρησκείες διαφορετικές, όπως το Ζεν και το Ισλάμ, τον Μορμονισμό και τον Ινδουισμό. Μια μέρα, έτυχε να βρω ένα βιβλίο που λεγόταν «Η Πίστη Μπαχάι: Η ανερχόμενη Παγκόσμια Θρησκεία». Μέσα σ’ αυτό, βρήκα την περιγραφή μιας θρησκείας που στην ουσία διδάσκει πως όλες οι ποικίλες θρησκείες του κόσμου δεν είναι παρά μία θρησκεία. Αυτό ήταν ένα πολύ όμορφο εύρημα, και πολύ αληθοφανές για ένα παιδί 11 ετών που δεν γνωρίζει καμία από αυτές τις θρησκείες σε βάθος, αλλά μάλλον ελάχιστα πράγματα για την κάθε μια τους. Όσα περισσότερα και αν γνώριζα για όλες αυτές τις θρησκείες από το μέσο 11χρονο παιδί – ή τον μέσο Αμερικανό – δεν γνώριζα στ’ αλήθεια και πάρα πολλά, και εν πάση περιπτώσει, η όλη προσέγγισή μου στο ζήτημα της θρησκείας ήταν ουσιαστικά παιδιάστικη (αναμενόμενο, αφού ήμουν όντως μικρό παιδί!). Είχα φτάσει τα 13 μου, όταν κατάφερα τελικά να πείσω τους γονείς μου να με αφήσουν να παρακολουθήσω μια συνάντηση Μπαχάι, και μόλις δύο-τρεις μέρες μετά, είχα κιόλας υπογράψει και μια κάρτα δηλώνοντας την πίστη μου στον (ιδρυτή) Μπαχά-ου-λάχ (αυτό έγινε στο τέλος του 1994). Τι εννοώ, όταν λέω «ουσιαστικά παιδιάστικη» προσέγγιση στην θρησκεία; Εννοώ πως επέλεγα τα θρησκευτικά μου πιστεύω, βασιζόμενος κυρίως σε όσα μου φαίνονταν σωστά ή «νιώθονταν ωραία». Και δεν θα ήταν άσχημο αυτό, αν δεν υπήρχε εκείνη η μία, ενοχλητική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή: είμαστε αμαρτωλά πλάσματα, που είμαστε επιρρεπείς (όπως φαίνεται) στο να «αστοχούμε». Με το να κάνω τις δικές μου (και όχι ενδελεχώς μελετημένες) γνώμες το μέτρο βάσει του οποίου θα έκρινα μια θρησκεία, κινδύνευα να αρνηθώ (και όπως όντως αρνήθηκα) κάποια σημαντική αλήθεια, μόνο και μόνο επειδή δεν μου άρεσε η αλήθεια, ή, να αποδεχθώ μια βαρύτατη ψευτιά επειδή αυτό προτιμούσα να πιστεύω. Δεν ισχυρίζομαι πως η λογική μας και τα συναισθήματά μας δεν πρέπει να παίζουν κάποιο ρόλο στο πνευματικό μας μονοπάτι. Ίσα-ίσα, η τάση μας να βλέπουμε τον εαυτό μας σαν ένα μικρό «αλάθητο Πάπα», αποτελεί αλαζονεία της πιο παιδιάστικης κατηγορίας. Για παράδειγμα, στο σχολείο έκανα καβγάδες με τους φίλους μου (ήμουν μόλις 7 ή 8 ετών), για το αν ο Ιησούς Χριστός ήταν ή δεν ήταν τέλειος. Εγώ ισχυριζόμουν (έχοντας λάβει ελάχιστη πραγματική κατήχηση στα βασικά σημεία της ορθόδοξης Χριστιανικής διδασκαλίας, είτε στο σπίτι ή στο σχολείο) πως δεν ήταν τέλειος ο Χριστός, επειδή στο Ευαγγέλιο θυμώνει και δείχνει μάλλον ανυπόμονος. Πού να το ήξερα, πως δεν ήταν ο Χριστός εκείνος που ήταν ατελής ή ελαττωματικός… η ατέλεια βρισκόταν στην δική μου αντίληψη περί τελειότητας. Και πάλι, ο πειρασμός του να νομίζουμε πως κάτι είναι ψευδές (επειδή απλώς δεν μας αρέσει), μπορεί να μας καταστήσει τυφλούς ενώπιον μεγάλων αληθειών, όπως και ο πειρασμός του να νομίζουμε πως κάτι είναι αληθές (επειδή απλώς το θέλουμε να είναι), μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε σε παντός είδους ψεύδη. Μερικές φορές αναρωτιέμαι, τι θα έκανα αν κάποιος μου το είχε επισημάνει αυτό, στα ίσια και ξεκάθαρα. Είναι πολύ πιθανόν, μέσα στην αμαρτωλότητά μου και την ισχυρογνωμοσύνη μου, να θύμωνα μαζί τους. Τέλος πάντων, έγινα μέλος των Μπαχάι, πολύ βιαστικά μάλιστα, καθώς σας είπα. Και όλα έμοιαζαν ρόδινα για ένα διάστημα. Γνώρισα πολλούς ευγενικούς ανθρώπους, και είχα ευκαιρίες να συζητώ για διάφορα ενδιαφέροντα θέματα με φίλους που νοιάζονταν πάρα πολύ για μένα. Με εισήγαγαν στην πνευματική πειθαρχία της καθημερινής προσευχής, του διαλογισμού, και της νηστείας που και που (πειθαρχίες που δεν φαίνεται ποτέ να τονίζονται, στις περισσότερες μοντέρνες Καθολικές εκκλησίες). Όμως, σιγά-σιγά, με την πάροδο των χρόνων, κάποια πράγματα άρχισαν να με ενοχλούν. Ανακάλυψα πως αυτή η θρησκεία – που αυτοδιαφημίζεται ως αρκετά φιλελεύθερη και μοντέρνα – στην πραγματικότητα ελέγχεται από κάτι (μάλλον συντηρητικούς) θρησκευτικούς ηγέτες, το Παγκόσμιο Δικαστικό Μέγαρο, και την Εθνική Πνευματική Συνέλευση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Έχω φίλους που έχουν εκδιωχθεί από την Πίστη Μπαχάι, λόγω των πιο φιλελεύθερων στάσεών τους. Αυτό φυσικά με αναστάτωνε εμένα, τον νεαρό φιλελεύθερο Μπαχάι, που προσδοκούσε να γίνει μελετητής της Πίστεως αυτής. Όμως, αν επρόκειτο μόνο για τις κάπως αλαφρόμυαλες ενέργειες ολίγων Μπαχαϊτών, πιθανόν να παρέμενα εκεί, διότι η πίστη μου στον (ιδρυτή) Μπαχά-ου-λάχ ήταν πιο δυνατή από την δυσαρέσκειά μου για κάτι τέτοιους τύπους. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι κάποια άλλα πράγματα, που ήταν πιο ενοχλητικά στην πίστη μου ως Μπαχάι. Ένα από αυτά ήταν πως η θέση Μπαχάι για την ενοποίηση όλων των θρησκειών (αυτό μάλλον με προσέλκυσε στην Πίστη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο), είναι -κατηγορηματικά- ψευδής. Δεν διδάσκουν το ίδιο πράγμα όλες οι θρησκείες. Δεν ήταν κανένας φονταμενταλιστής Χριστιανός που με έκανε να το συνειδητοποιήσω αυτό: ήταν ένας Βουδιστής, ένας πρώην μοναχός, ονόματι Μπρους Μπάριλ. Τον Μπρους δεν τον έχω γνωρίσει προσωπικά, ούτε έχω μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο, αλλά έχω επικοινωνήσει μαζί του μέσω προσωπικών ηλεκτρονικών μηνυμάτων και σε ανοιχτές συζητήσεις του διαδικτύου. Αν και είναι ορισμένες φορές κάπως άξεστος, είναι παρά ταύτα ένας υπέροχος άνθρωπος, ο οποίος νομίζω ενδιαφέρεται πραγματικά να βοηθά τους Μπαχάι να εξετάσουν τα προβλήματα που παρουσιάζουν πολλά από τα έθιμά τους και τα δόγματά τους. Παραδείγματος χάριν, πώς μπορούν οι Μπαχάι να δηλώνουν ότι θρησκείες τόσο διαμετρικά διαφορετικές, όπως ο Βουδισμός (που διδάσκει την ανυπαρξία σχέσης μεταξύ Θεού ή θεών και τον διαφωτισμό του ανθρώπου) και ο Χριστιανισμός (που δηλώνει πως η σωτηρία, ο «φωτισμός», προέρχεται από -και έγκειται στο- να ασπάζεται κανείς μια Αλήθεια που είναι Κάποιος, ένας προσωπικός Θεός), απλώς αποτελούν διαφορετικές όψεις της μίας Παγκόσμιας Αλήθειας; Και όμως, με διαβεβαιώνει ο Μπρους και οι άλλοι, το πετυχαίνουν αυτό, εξαλείφοντας κάθε τι που κάνει αυτές τις θρησκείες να είναι αυτό που είναι, και στην συνέχεια, ό,τι απομένει από αυτές, το στριμώχνουν μέσα σε προδιαγραφές καθαρά Μπαχαϊκές. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι Μπαχάι δηλώνουν πως δεν γνωρίζουν πολύ καλά τι εδίδασκε ο Βούδας, και πως οι παραδόσεις των αληθινών Βουδιστών για το τι ακριβώς εδίδασκε είναι βασικά άσχετες (παρά μόνο στον βαθμό που μπορούν να διαστρεβλωθούν ώστε να επιβεβαιώνουν τις προϋποθέσεις των Μπαχάι). Έτσι, ο Βούδας – παρά τα όσα θα σας πούνε οι ιστορικοί του Βουδισμού και οι ίδιοι οι Βουδιστές – υποτίθεται πως πίστευε και θεωρούσε πως ήταν σημαντικό πράγμα ένας προσωπικός, απόλυτος Θεός. Οι πιο φιλελεύθεροι/«διανοούμενοι» Μπαχάι παίρνουν μια κάπως διαφορετική θέση, που μοιάζει περισσότερο εξευγενισμένη, αλλά στην πραγματικότητα είναι εξ ίσου βίαια με τα πιστεύω των αληθινών Βουδιστών. Αξιώνουν πως υπάρχει κάποιο αόριστο Απόλυτο εκεί έξω, και πως οι διδαχές των Μπαχάι, των Χριστιανών και των Βουδιστών απλώς μας δείχνουν τις διαφορετικές όψεις αυτού του Απόλυτου τις φαινομενικά αντιφατικές, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα είναι Ένα. Βέβαια, αυτή η θεωρία δεν λαμβάνει υπ’ όψιν πως παρόμοιες ιδέες περί ενός απρόσωπου Απόλυτου ήταν σύγχρονες ακόμα και την εποχή του Βούδα, και πως ο ίδιος τις είχε σθεναρά απορρίψει. Εδώ που τα λέμε, δεν θα ήταν αναληθές αν υπογραμμίζαμε εδώ, πως ένα από τα πράγματα που χαρακτηρίζει πάρα πολύ τον Βουδισμό, είναι πως απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή Απόλυτης Ύπαρξης, εφ’ όσον ο καθ’ εαυτού στόχος της Νιρβάνα είναι η υπαρξιακή συνειδητοποίηση πως ΟΛΑ – ο κόσμος, οι θεοί, ακόμα και ο ‘μεγάλος θεός’ Μπράχμα - είναι «άδεια». Ο Μπρους είχε υποστηρίξει την άποψή του με αρκετά πειστικά επιχειρήματα μεν, αλλά, αν επρόκειτο μόνο για τον Μπρους, πιθανόν να έλεγα: «Εντάξει, μπορεί ο Βουδισμός να μην ταιριάζει απόλυτα στο μοντέλο Μπαχάι, όμως, ο (ιδρυτής) Μπαχά-ου-λαχ και οι διδασκαλίες του συνεχίζουν να με αγγίζουν βαθύτατα, και μπορώ και βρίσκω πνευματική ολοκλήρωση μέσα από τον μυστικισμό του Μπαχάι». Και πράγματι, για ένα διάστημα έλεγα ακριβώς αυτό. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: κορόϊδευα τον εαυτό μου. Ήδη βρισκόμουν στο δεύτερο έτος φοίτησης στο κολλέγιο, και ήμουν αρκετά χαρούμενος από πολλές απόψεις. Έπαψα να μισώ την φοίτησή μου στο Πανεπιστήμιο του Κεντάκυ (οι οικονομικές δυσκολίες με εμπόδισαν να πάω στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο). Επί τέλους, έβγαινα και από την βαθειά μιζέρια του πρωτοετούς φοιτητή. Είχα περάσει υπέροχα το καλοκαίρι, ως σύμβουλος σε μια κατασκήνωση που πήγαινα και εγώ σαν παιδί. Απολάμβανα τα μαθήματά μου. Όμως σε εκείνους τους καιρούς, που δεν υπήρχε τόσος θόρυβος και δραστηριότητα τριγύρω ώστε να αμβλύνονται τα πνευματικά μου αισθητήρια, μέσα μου αντιλαμβανόμουν πως υπέφερα από ένα πολύ έντονο είδος πείνας. Η αλήθεια είναι πως δεν έβρισκα πνευματική ολοκλήρωση στον Μπαχάι μυστικισμό και προσευχή. Μόλις κόπασε ο πρώτος ενθουσιασμός της μεταστροφής μου, διέκρινα πως δεν αισθανόμουν πολύ κοντά στον Θεό ως Μπαχάι. Ναι, δεν λέω, ήμουν πολύ «θρήσκος» και μπορούσα να υποστηρίξω την Μπαχαϊκή θέση αρκετά καλά, όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε να κάνει με την σχέση σου με τον Θεό. Μέσα στην καρδιά μου, ήξερα πως υπήρχε ένα κενό, και δεν ήξερα πώς ακριβώς να το γεμίσω. Είχα μια αχνή εντύπωση πως η απάντηση βρισκόταν στην προσευχή. Βρισκόμουν σε εκείνο ακριβώς το σημείο, όταν αποφάσισα να ανέβω στον τέταρτο όροφο της Βιβλιοθήκης W. T. Young, όπου διάλεξα ένα βιβλίο με τίτλο «Προσευχή Προσήλωσης» ενός Ρωμαιοκαθολικού μοναχού ονόματι Τόμας Μέρτον. Είχα ακούσει για τον Μέρτον παλαιότερα (είχα δει μια πολύ διαδεδομένη προσευχή γραμμένη από τον Μέρτον, κρεμασμένη πάνω στον τοίχο του σπιτιού όπου έμενε μια φίλη από το γυμνάσιο), αλλά δεν την είχα διαβάσει ποτέ. Υπέγραψα για να δανειστώ το βιβλίο, και άρχισα να το διαβάζω. Αυτό που είδα ήταν μια πνευματική διείσδυση που δεν είχα ξαναδεί σε κανένα από τους Μπαχάι συγγραφείς που είχα διαβάσει, και ένα τρόπο προσευχής που με έκανε να καταλάβω το πραγματικό βάθος του Καθολικισμού, του Χριστιανισμού που είχα αφήσει πίσω. Πρέπει εδώ να αναφέρω πως έχω κάποια σοβαρά προβλήματα με ορισμένες απόψεις του σκεπτικού του Μέρτον. Παρά ταύτα, μπορώ να πω με σιγουριά, ότι ο σπόρος της μεταστροφής μου στον Χριστό είχε φυτευθεί, καθώς διάβαζα τα όσα ο Μέρτον είχε να πει για την Χριστιανική Ζωή. Μιλούσε για τον κάλπικο εαυτό που οι περισσότεροι από μας κουβαλάμε, και που έχουμε την τάση να πιστεύουμε πως είναι ο «αληθινός εαυτός» μας, ενώ στην πραγματικότητα αυτός μας απομακρύνει από αυτό που πραγματικά είμαστε. Κάποια στιγμή μάλιστα, είχα μια αόριστη αίσθηση πως ο δικός μου ο πραγματικός εαυτός ήταν ένας ακόλουθος του Χριστού. Όμως υπολειπόταν να διακόψω κάθε δεσμό με τους Μπαχάι. «Αυτή κινείται με μυστηριώδεις τρόπους» λέει ένα τραγούδι των U2, με αναφορά στο Άγιο Πνεύμα. Και ήταν αλήθεια. Μετά από δύο εξάμηνα, εγγράφηκα σε μαθήματα «Κλασσικού Μυστικισμού», όπου – λόγω του ελκυστικού όρου «κλασσικός» - είχα υποθέσει πως θα ήταν μαθήματα για τις μυστηριακές θρησκείες των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Έπεσα έξω. Ο δάσκαλός μας, Δρ. Ντον Νούτζεντ, ήταν ένας εν αποστρατεία καθηγητής ιστορίας και πιστός Καθολικός, ο οποίος περνούσε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του με τους μοναχούς στο Αββαείο της Γεσθημανή, εδώ στο Κεντάκυ, όπου ζούσε και ο Μέρτον. Στο μάθημά του διαβάσαμε το έργο «Φράννυ και Ζωη» του Σάλιντζερ (πρόκειται για την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που αρχίζει να εφαρμόζει την Ορθόδοξη Χριστιανική «προσευχή του Ιησού»), επίσης μερικά από τα γραπτά του Μέρτον, και ένα βιβλίο με ρητά του Τσουάνγκ-Τζου, καθώς και άλλα πνευματικά κλασσικά. Ακούγαμε και παρουσιάσεις από τον Λανς Μπρούνερ, Θιβετιανό μοναχό και καθοδηγητή διαλογισμού, επίσης από τον Αδελφό Παύλο Ουενόν, διευθυντής της χορωδίας στην Γεσθημανή, και από τον Νταν Ρώουλαντ, ο οποίος μας εισήγαγε στις Ορθόδοξες Χριστιανικές εικόνες. Όσο άρχιζα να καταλαβαίνω πόσο βάθος είχαν οι πνευματικές διδαχές των θρησκειών του παλαιού κόσμου – προπαντός ο Χριστιανισμός και ο Βουδισμός – τόσο η Πίστη Μπαχάι φάνταζε σαν μια παρέα από πολύ καλά ανθρωπάκια, που ασκούνται πολύ ατροφικά σε κάποιο είδος απομίμησης. Το λέω αυτό με κάθε φιλανθρωπικό αίσθημα: ακόμα έχω κάμποσους φίλους Μπαχάι τους οποίους αγαπώ βαθύτατα, και που είναι πολύ σοφοί άνθρωποι από πολλές απόψεις. Όμως, γνώριζα μέσα μου πως δεν μπορούσα πια να αποκαλώ τον εαυτό μου Μπαχάι. Πάντως, ακόμα δεν είχα σκοπό να γίνω Χριστιανός. Για τον ένα ή τον άλλο λόγο, πίστευα πως θα ήμουν καλύτερα, σαν Βουδιστής. Έγραψα ένα είδος «πνευματικής αυτοβιογραφίας» για το μάθημα εκείνο, η οποία όντως κατέληγε με την απόφασή μου να γίνω Βουδιστής. Τώρα που το επαναφέρω στο νου μου, μου είναι δύσκολο να εξηγήσω για ποιο λόγο ακριβώς πίστευα πως θα έπρεπε να γίνω Βουδιστής. Από μία άποψη, βρήκα πως η άσκηση του Βουδιστικού διαλογισμού με βοηθούσε να εκτιμώ τις εμπειρίες μου πιο εμπλουτισμένα, και να μην τις αφήνω να με προσπερνούν απαρατήρητες. Ίσως πάλι, ο πιο σοβαρός λόγος να ήταν πως, όταν έχασα την πίστη μου στην Πίστη Μπαχάι, για κάμποσο καιρό είχα χάσει γενικά την πίστη μου σε οποιαδήποτε θεϊστική θρησκεία. Άλλωστε, δεν ήταν όλες οι θρησκείες απλώς απολυταρχικές; Μήπως η πίστη στον Θεό δεν ήταν παρά το γέννημα ενός μυαλού που δεν ήθελε να βλέπει τον κόσμο όπως πραγματικά είναι, με όλη του την κολασμένη ασημαντότητα; Τα ζητήματα θεοδικίας ήταν για μένα ένα τεράστιο πρόβλημα: πώς είναι δυνατόν, ένας καλός Θεός να επιτρέπει τον κόσμο να είναι έτσι όπως είναι; Ναι, είναι πολύ πιθανό η απάντηση στο ερώτημά μου να βρίσκεται μέσα στα δύο τελευταία σημεία, δηλαδή (1) η εντύπωση πως ο Θεός είναι κατά κάποιο τρόπο το γέννημα ενός μυαλού που δεν θέλει να κοιτάξει την πραγματικότητα κατά πρόσωπο και (2) η θεοδικία. Πολλοί δυτικοί αθεϊστές αρνούνται τον Θεό για ακριβώς αυτά τα πράγματα, και, παρ’ ότι από μια αλλιώτικη προοπτική, αυτοί είναι οι ίδιοι λόγοι που οι περισσότεροι Βουδιστές διανοούμενοι από την εποχή του Βούδα έχουν απορρίψει τον θεϊσμό. Και είναι για τον λόγο αυτό, που ο Βουδισμός φαντάζει τόσο πολύ ελκυστικός στους Δυτικούς, που δεν θέλουν πια να βασίζονται πάνω σε «πίστη» αλλά μόνο σε «άμεση εμπειρία». Μόνο μέσα από μια τέτοια προοπτική θα μπορούσαν να γραφτούν βιβλία όπως «Βουδισμός Χωρίς Πίστεις». Βέβαια, και ο Βουδισμός απαιτεί ένα είδος πίστης, τουλάχιστον ως εκείνο το σημείο που κανείς «διαφωτίζεται». Πίστη, στο ότι οι διδασκαλίες του Βούδα πράγματι οδηγούν σε αυτό που ονομάζεται Νιρβάνα, και όχι απλώς σε περισσότερο αποτελεσματικές μεθόδους αυταπάτης και άρνησης της υπάρξεως του Θεού. Και παρ’ ότι μερικοί Δυτικοί Βουδιστές έχουν προσπαθήσει να με πείσουν για το αντίθετο, και μάλιστα χωρίς να πιστεύουν στην μετενσάρκωση (κάτι που –σύμφωνα με το προαναφερόμενο βιβλίο – ο νέος Βουδιστής πρέπει να το δεχθεί «εν τη πίστει»), εγώ δήλωνα πως «φυτεύοντας» μια σφαίρα στο μυαλό θα ήταν μια πολύ πιο αποδοτική μέθοδος να βάλει κανείς τέλος στο προσωπικό του dukkha (=βάσανα/δυσφορία/αγωνία κλπ), θα ήταν μια πολύ πιο αποδοτική μέθοδος «σβησίματος της φλόγας», παρά να ξοδεύουν ατελείωτες ώρες κάθε μέρα, καθισμένοι σε βουδιστική στάση zazen. Όσο για την θεοδικία, δεν μπορώ να πω ότι διαθέτω απαντήσεις σε εκείνο το σύμπλεγμα των ερωτήσεων που θα ικανοποιούσε τον αθεϊστή ή τον σκεπτικιστή. Κατέληξα να πιστεύω πως μέρος της απάντησης βρίσκεται στην λυτρωτική ιδιότητα του πόνου, και στο γεγονός πως ο Ένσαρκος Κύριος γνωρίζει τι σημαίνει να υποφέρεις και να πεθαίνεις σαν άνθρωπος. Όπως και να’ χει το πράγμα, σχεδόν ανεξήγητα, μόλις πέρασε ο νεωτερισμός του Βουδιστικού διαλογισμού, συνειδητοποίησα πως στην καθημερινή μου ζωή συνέχιζα να απευθύνομαι σε ένα Θεό που δήλωνα πως είχα πάψει πια να πιστεύω. Παρατηρούσα πως τα βήματά μου με ξαναπήγαιναν πίσω στον Χριστό. Ίσως στην αρχή απλώς θαύμαζα τον Ιησού, σαν ένα πολύ άγιο προφήτη ή δάσκαλο. Θαύμαζα την ριζοσπαστική στάση Του υπέρ της μη-βίας, και θαύμαζα τους οπαδούς Του, οι οποίοι δεν λύγιζαν ενώπιον αυτού που εγώ πίστευα (και ακόμα πιστεύω) πως ήταν η μεγαλύτερη τραγωδία της εποχής μας: την σφαγή 30 εκατομμυρίων αγέννητων παιδιών μετά από την δικαστική περίπτωση Ρόε εναντίον Ουέηντ. Πριν ποτέ αποκαλέσω τον εαυτόν μου Χριστιανό, θεωρούσα πως η δέσμευση για μη-βία πρέπει να είναι ολοκληρωτική και συνεπής, και πρέπει να απορρίπτει την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, προπαντός της αθώας ζωής - όσο έξυπνες και αν ακούγονται οι τυχόν δικαιολογίες μας, ή, όσο και αν μας διαβεβαιώνει η διαβρωμένη κοινωνία μας πως αυτό είναι αποδεκτό. Ανακάλυψα πως υπήρχαν και άλλοι που πίστευαν το ίδιο με μένα, και φυσικά δεν ήταν οι στερεοτυπικοί υποστηρικτές «Υπέρ Ζωής» (σ.τμ.: εννοεί το κίνημα κατά των αμβλώσεων ) οι οποιοι ρίχνουν βόμβες σε κλινικές αμβλώσεων. Ορισμένοι ήταν πραγματικά άγια ανθρωπάκια, οι περισσότεροί τους δε, ήταν αφοσιωμένοι οπαδοί του Ιησού Χριστού. (Στο σημείο αυτό, διευκρινίζω πως δεν θεωρώ ως μόνη εύλογη Χριστιανική θέση – είτε Ορθόδοξη είτε άλλη – τον απόλυτο φιλειρηνισμό όταν πρόκειται για πόλεμο. Όμως, νομίζω πως είναι μια θέση που υποστηρίζεται ένθερμα από την Αγία Γραφή και την Παράδοση. Στην δε περίπτωση των αμβλώσεων, θεωρώ την θέση «Υπέρ Ζωής» ως την μόνη εύλογη Χριστιανική θέση.) Όλοι οι σπόροι που είχαν φυτευθεί μέσα στην καρδιά μου, στα παιδικά μου χρόνια, στην ανάγνωση του Μέρτον, στην συνάντηση με αληθινούς Χριστιανούς στην διάρκεια της ζωής, είχαν μόλις αρχίσει να ξεμυτίζουν σαν νέα βλαστάρια από το φρεσκοποτισμένο έδαφος της καρδιάς μου. Όμως, το να γίνω πραγματικός Χριστιανός, πραγματικός οπαδός του Χριστού, δεν συνέβη σε μια απλή εμπειρία μεταστροφής, όπου θα γονάτιζα ξαφνικά πάνω σε κάποιο πεζοδρόμιο, «αποδεχόμενος τον Ιησού ως προσωπικό μου Σωτήρα». Τα πράγματα για μένα ήταν πιο δύσκολα. Έπρεπε να ξε-μάθω πολλά από την Μπαχαϊκή εμπειρία μου. Στο κάτω-κάτω, εδώ μιλάμε για ένα τύπο που έγραψε στα δεκατέσσερά του χρόνια ένα 17σέλιδο πόνημα για το πώς η Αγία Τριάδα ήταν ανυπόστατη λογικά, και αστήρικτη Αγιογραφικά! Κάπου καθ’ οδόν είχα γίνει και καλός θρησκευόμενος φιλελεύθερος (ριζοσπαστικά φιλελεύθερος). Ήμουν ο τύπος του ανθρώπου που έβλεπε εκείνους που πίστευαν σε αληθινά θαύματα και την δύναμη της προσευχής σαν οπισθοδρομικούς φονταμενταλιστές. Για να το πούμε ορθά-κοφτά, ήμουν ένα είδος διανοουμενίστικου σνομπ, ο τύπος του ανθρώπου που ενθουσιάζεται με τα βιβλία του John Dominic Crossan και του Robert Funk, που όμως του διαφεύγει πως εκείνοι δεν κατανοούσαν ούτε καν όπως κατανοούσε ο Αιθίοπας στο Βιβλίο των Πράξεων, ο οποίος, απαντώντας στην ερώτηση του Αποστόλου Φιλίππου «Καταλαβαίνεις τι διαβάζεις;» απάντησε «Πως μπορώ να καταλάβω, αν κάποιος δεν με καθοδηγήσει;» Τώρα που ήθελα να πιστέψω, ανακάλυψα πως δεν μπορούσα. Προσευχόμουν στον Θεό να με καθοδηγήσει, και με καθοδήγησε, αλλά εγώ δεν ανταποκρινόμουν πολύ γρήγορα τις περισσότερες φορές. Συνέχιζα να έχω την γνώμη πως ήταν στο χέρι μου να βρω τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα ο Θεός είναι Αυτός που βρίσκει και καθοδηγεί τους ειλικρινείς. Αποφάσισα πως η εκκλησία που μου ταίριαζε ήταν η Επισκοπελιανή Εκκλησία. Ήταν λειτουργική, και η λειτουργία ήταν όμοια σε «σχήμα» με την Θεία Λειτουργία του Καθολικισμού των παιδικών μου χρόνων. Άλλωστε, είχα ήδη αρχίσει να εκκλησιάζομαι στην τοπική Επισκοπελιανή Εκκλησία για αρκετό καιρό, παρέα με ένα φίλο μου, έτσι μου φάνηκε ιδανική η επιλογή μου. Η ειλικρίνεια με αναγκάζει να παραδεχθώ πως μου άρεσε η «κατανόηση» της Επισκοπελιανής/Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αυτός είναι ένας ευγενικός τρόπος να λέει κανείς πως μπορείς να πιστεύεις σε ό,τι σε ευχαριστεί, και συνάμα να συμμετέχεις στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δηλαδή, μπορείς να αρνείσαι την σωματική ανάσταση και να είσαι επίσκοπος, οπότε, δεν σκοτίζεσαι ιδιαίτερα αν ο μέσος ενορίτης πιστεύει στα άρθρα του Συμβόλου της Νικαίας. Η Επισκοπελιανή Εκκλησία λέγεται πως είναι η πιο ευρύχωρη εκκλησία της Χριστιανοσύνης, και γι’ αυτό πίστευα πως εκεί ήταν ο χώρος που θα με ωφελούσε (βλέπετε πώς πάλευα – και ακόμα παλεύω – με την παιδιάστικη νοοτροπία που περιέγραψα πιο πάνω). Αν δεν ξεπερνούσα εκείνο το είδος της ψευτο-Χριστιανοσύνης που είχα ενστερνισθεί, το «Χριστιανικό στάδιο» μου θα ήταν αναμφίβολα το ίδιο φευγαλέο, όσο το Βουδιστικό. Ήταν στο διάστημα που ήμουν Χριστιανός σε εμβρυακό στάδιο, που άρχισα να νοιώθω πως ίσως να υπάρχει το κάλεσμα ιεροσύνης για μένα, αλλά είχα δυστυχώς φτάσει στο βιαστικό συμπέρασμα πως θα έπρεπε να γινόμουν Επισκοπελιανός ιερέας. Νομίζω πως τα κίνητρά μου ήταν (μάλλον) αγαθά, αλλά όμως, το κάλεσμα προερχόταν από μένα και όχι από τον Θεό. Ακόμα πάλευα με ορισμένα αρκετά σοβαρά ζητήματα – ζητήματα στα οποία ένας Χριστιανός μάλλον οφείλει να δεσμευθεί ακλόνητα, πριν αποφασίσει να μπει στην ιεροσύνη: πράγματα όπως π.χ. ο σκοπός της θυσίας του Χριστού (ένα δόγμα που κατανοούσα μόνο σε επίπεδο αμιγώς διανοητικό, εναντίον του οποίου όμως η καρδιά μου και ο νους μου επαναστατούσαν). Δόξα τω Θεώ, όταν προσευχήθηκα να μου δοθεί βοήθεια προκειμένου να πιστέψω, ο Θεός πράγματι εισάκουσε τις προσευχές μου. Πρώτα και κύρια, ο Θεός μου παραχώρησε την χάρη της κατανόησης πως είμαι αμαρτωλός. Δεν νομίζω πως είναι στ’ αλήθεια δυνατόν να είναι κανείς οπαδός του Χριστού, παρά μόνο αν έχει κατανοήσει για ποιο πράγμα πέθανε ο Χριστός. Δεν ήταν ένας σκέτος προφήτης ή ένας «καλός άνθρωπος». Ο Χριστός είναι ο όντως Αμνός του Θεού, που ήρθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, όπως δηλαδή εμένα. Όμως, το να συνειδητοποιούμε τι σημαίνει να είσαι αμαρτωλός δεν είναι εύκολο πράγμα στην κοινωνία μας. Με τα χείλη μας ομολογούμε άνετα πως «κανείς δεν είναι τέλειος», αλλά, το πιστεύουμε άραγε αυτό που λέμε; Ο Χριστιανισμός διδάσκει πως ακόμα και αν στ’ αλήθεια θέλουμε να είμαστε καλοί, υπάρχει κάτι που μας κρατάει, και πως χρειαζόμαστε την σωτηρία που μόνο ο Χριστός θα μπορούσε να φέρει, προκειμένου να γεφυρώσει το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα σε μας και το Θεό, που οι αμαρτίες μας δημιούργησαν. Το μέγα πρόβλημα είναι πως (εκτός δια της Θείας Χάριτος) δεν αντιλαμβανόμαστε ποτέ το πόσο αμαρτωλοί είμαστε, μέχρι την στιγμή που θα προσπαθήσουμε να σταματήσουμε στην πράξη να αμαρτάνουμε, οπότε και διαπιστώνουμε πόσο δύσκολο είναι. Και είναι πάρα πολλοί εκείνοι οι οποίοι δεν το προσπάθησαν καν, είτε οι εκτός των εκκλησιών, είτε εκείνοι που ονομάζουν τους εαυτούς τους Χριστιανούς. Το άνοιγμα των ματιών μου από τον Θεό (προκειμένου να αντικρύσω την πραγματικότητα της δικής μου αμαρτωλότητας) ήταν κατά βάθος το θαύμα που μεταμόρφωσε ένα ψευτο-Χριστιανό σε κάποιον που τουλάχιστον προσπαθεί να γίνει πραγματικός ακόλουθος του Χριστού. Από αυτή την άποψη εννοούσα (παρά το μικρό μου σχόλιο για τους ευαγγελικούς και τις εμπειρίες συνοπτικής μεταστροφής τους) πως νοιώθω μια κάποια κοντινότητα στους ευαγγελιστές Προτεστάντες, παρά τις παρανοήσεις τους για την παραδοσιακή Χριστιανική σωτηριολογία και τις λανθασμένες τους εκκλησιολογίες. Αυτό με βοήθησε επίσης να κατανοήσω τι πραγματικά σημαίνει η Χριστιανική σωτηρία. Όλα τα Χριστιανικά δόγματα, όπως η Τριαδικότητα, η Ενσάρκωση και οι δύο φύσεις του Χριστού, η ενσώματη ανάσταση, ακόμα και η Γέννηση εκ Παρθένου, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την σωτηρία μας. Είναι οι Αλήθειες που μας επιτρέπουν να γίνουμε «μικροί Χριστοί» (η πραγματική έννοια της λέξης «Χριστιανοί»). Έτσι, άρχισα να διακρίνω πως η Αγία Τριάδα δεν ήταν κάποιο είδος παράλογου δόγματος που το «μαγείρεψαν» κάποιοι επίσκοποι παλιότερα, τον 4ο αιώνα, αλλά πως είναι μια αιώνια Αλήθεια που μας αποκαλύφθηκε από τον Θεό μέσω του Υιού Του, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Άρχισα να καταλαβαίνω πως ο Ιησούς έπρεπε να είναι ομοούσιος με τον Θεό και με τον άνθρωπο, για χάρη της σωτηρίας που ο Χριστιανισμός διδάσκει ότι είναι εφικτός. Εν ολίγοις, τα μάτια μου άνοιγαν σε πράγματα που πρωτύτερα ήμουν τυφλός. Έχοντας μια τέτοια αλλαγή καρδιάς και μυαλού, αναγκάσθηκα να ξανασκεφθώ πόσο βιαστικά μπήκα στην Επισκοπελιανή Εκκλησία (και ακόμα πιο βιαστικά να «διακρίνω» το ιερατικό κάλεσμα στο Επισκοπελιανό ιερατείο). Είναι αλήθεια πως, υπάρχουν πιστοί μέσα στην Επισκοπελιανή Εκκλησία που θα υποστήριζαν μέχρι θανάτου πολλές από τις αλήθειες που είχα αρχίσει να διαπιστώνω, αλλά, δυστυχώς, είναι και πολλοί που θεωρούν αυτές τις αλήθειες «χρήσιμους μύθους» στην καλύτερη των περιπτώσεων, και στην χειρότερη περίπτωση να τις θεωρούν ως τα καταπιεστικά πιστεύω μιας πατριαρχικής κουλτούρας, η οποία πρέπει να μεταρρυθμιστεί ολοκληρωτικά, για να χρησιμεύσει σε οτιδήποτε. Δυστυχώς, η μερίδα της Αγγλικανικής/Επισκοπελιανής Εκκλησίας που διατηρεί σταθερά τις διαρκείς αλήθειες της Ορθόδοξης και της Καθολικής Χριστιανοσύνης (οι «Αγγλο-Καθολικοί») συρρικνώνεται – όπως είπε ένας πολύ σοφός φίλος μου – «σαν ένα παγόβουνο στη μέση της Καραϊβικής». Είναι αλήθεια πως οι Χριστιανοί που διατηρούν την παραδοσιακή ή συντηρητική νοοτροπία, που πιστεύουν πως δεν μπορείς έτσι απλά να αλλάξεις την Χριστιανική διδασκαλία ή την πρακτική της Εκκλησίας για να είσαι «σύγχρονος» ή «σχετικός», είναι συχνότατα απρόσδεκτοι στην Επισκοπελιανή Εκκλησία, όπως ήταν απρόσδεκτοι οι φιλελεύθεροι φίλοι μου ανάμεσα στους Μπαχάι. Ήξερα σε εκείνη την φάση, πως έπρεπε να επιστρέψω στην «ρίζα» (τρόπος του λέγειν), στον Χριστιανικό κορμό που έχει περισσότερο δικαίωμα να δηλώνει πως είναι η αληθινή Εκκλησία, απ’ όσο αποδεικνυόταν πως είναι οι Αγγλικανοί/Επισκοπελιανοί. Σε μια Εκκλησία όπου οι επίσκοποι και οι ιερείς έπρεπε να είναι πραγματικοί Χριστιανοί για να γίνουν επίσκοποι και ιερείς. Με λύπη διαπιστώνω πως –κατά την γνώμη μου- πολλοί Αμερικανοί Καθολικοί έχουν αρχίσει να κατευθύνονται στον ίδιο δρόμο που ήδη περπάτησαν οι Επισκοπελιανοί. Εκείνο τον καιρό αποφάσισα να καλέσω τον πατέρα Τομ Γκάλαουεη, ένα τοπικό Ορθόδοξο ιερέα που είχα γνωρίσει προ ετών, όταν οι δυο μας παρακολουθούσαμε μαζί το μάθημα της ιστορίας της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο. Γνώριζα πως ήταν ένας ευγενικός και ευφυής άνθρωπος, που με είχε βοηθήσει πολύ με τις έρευνές μου στο παρελθόν. Μάλλον θα τον ξάφνιασα αρκετά, όταν του είπα πως ήθελα να έρθω σε μια Θεία Λειτουργία (η κυρίαρχη Ορθόδοξη λειτουργική τελετή, ανάλογη με αυτή που οι Ρωμαιοκαθολικοί ονομάζουν «Mass»). Νόμιζε πως ήμουν ακόμα Μπαχάι. Δεν μπορώ να πω ότι η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία υπήρξε εύκολη, και βέβαια δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα. (Άλλωστε, κατά κάποιον τρόπο δεν θα έχει ολοκληρωθεί, αν δεν γίνω τέλειος όπως ο Πατήρ μου στον Ουρανό είναι Τέλειος, και δεν συμμετέχω πλήρως στην ζωή της Αγίας Τριάδος εις τον αιώνα). Ιδιαίτερα δύσκολο ήταν να αποδεχθώ τις θέσεις της Εκκλησίας για πράγματα όπως: η ιεροσύνη μόνο για τους άνδρες, και η απαγόρευση της ομοφυλοφιλίας (παρ’ ότι είμαι άνδρας και η σεξουαλική μου ροπή είναι η στατιστικά πιο συνηθισμένη). Η προσέγγισή μου στα πράγματα αυτά όμως, έχει αλλάξει αρκετά δραστικά, αφ’ ότου ακολούθησα τον Χριστό. Τώρα, θέλω να μαθαίνω τι μας λέει ο Θεός μέσω της Χριστιανικής Παράδοσης (είτε της προφορικής, είτε μέσα από την Αγία Γραφή), και αναγνωρίζω πως εγώ, ένα αμαρτωλό πλάσμα, δεν μπορώ να γνωρίζω σώνει και καλά περισσότερα από τον τέλειο Δημιουργό μου. Επίσης, ξέρω πως ο λόγος του Θεού δεν επιδέχεται αναθεωρήσεις προκειμένου να συμφωνεί με τις επικρατούσες θεωρίες. Αν ήταν έτσι, τότε οι Χριστιανοί δεν θα είχαν πεθάνει στα χέρια των Ρωμαίων, και ούτε θα ήταν δυνατόν να αντισταθούν οι τότε ευσεβείς Χριστιανοί στους Ναζί, έτσι όπως αντιστάθηκαν. Αν και ακόμα δεν έχω καταλάβει τα πάντα γύρω από την Εκκλησία, πάντως γνωρίζω σίγουρα πως από την στιγμή που άρχισα να ζω Χριστιανικά, υπό την προστασία και την καθοδήγηση της Αγίας Ορθοδόξου Παραδόσεως, έχω νοιώσει πολύ πιο κοντά στον Χριστό, στον Θεό, απ’ ότι έχω νοιώσει ποτέ σε ολόκληρη την ζωή μου. Για πρώτη φορά στην ζωή μου, μπορώ να πω ειλικρινά, πως αισθάνομαι να έχω επιστρέψει στο σπίτι μου. Όμως η απόφασή μου να ενταχθώ στην Εκκλησία δεν ήταν μόνο επί τη βάσει των συναισθημάτων αυτών, όσο σημαντικά και αν ήταν. Εν ολίγοις, πιστεύω ακράδαντα πως η Ορθόδοξη εκκλησιολογική θέση περί μίας, ορατής επίγειας Εκκλησίας – που δεν διαφέρει από την Νύμφη του Χριστού που αναφέρεται στην Αγία Γραφή – είναι η εκκλησιολογική θέση που έχει ακλόνητη αγιογραφική και ιστορική υποστήριξη. Από τις μελέτες μου, πιστεύω ακράδαντα πως η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το πιο ισχυρό επιχείρημα πως αυτή είναι η «μία Εκκλησία», παρά την πολλή αμαρτωλότητα των ανθρώπων που βρίσκονται μέσα της, και τώρα, και στο παρελθόν. Επίσης πιστεύω ακράδαντα πως οι συνοδικές και επισκοπικές μέθοδοι της Εκκλησιαστικής διακυβέρνησης είναι οι μέθοδοι με την πιο ισχυρή αγιογραφική υποστήριξη. Αν δεν υπάρχει Θεός, αν δεν υπάρχει ουρανός, αν δεν υπάρχει κόλαση, τότε κανένα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Δεν θα έκανε καμία διαφορά αν έμενα Καθολικός, αν έμενα Μπαχάι, αν παρέμενα αγνωστικιστής, αν γινόμουν Επισκοπελιανός ιερέας, αν αποφάσιζα να ενωθώ με τους Χάρε Κρίσνα, αν σας μιλούσα τώρα για την υπέροχη εκκλησία των Μορμόνων, κλπ, κλπ, κλπ… Όπως πολύ εύστοχα υπέδειξε ο Ντοστογέφσκυ: «Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται»……. Θα ήταν τότε απολύτως εντάξει να κάνουμε «έρευνα αγοράς» προκειμένου να βρούμε την θρησκευτική κοινότητα που «ταιριάζει με τις ανάγκες μας» (διάβασε: τις επιθυμίες μας), ή, να γίνουμε «θρησκειώτες της καφετέριας», επιλέγοντας και παίρνοντας ό,τι και όποιους εμείς θέλουμε να πιστεύουμε… Αν πάλι ο Θεός είναι απλώς κάποιου είδους αφηρημένη αρχή ή αλληγορία, ή ένα αόριστο είδος «ανωτέρας δύναμης», τότε μάλλον ισχύει το ίδιο. Αν όντως τίποτε δεν έχει καμία σημασία, τότε μπορείς να εκκλησιάζεσαι στην Επισκοπελιανή Εκκλησία επειδή βρίσκεις την λειτουργία της «συγκινητική», μετά να περνάς τα Σαββατοκύριακά σου με τους Βουδιστές στο κέντρο «Σαμπάλα», και στην «κανονική» σου ζωή να πλαγιάζεις με οποιοδήποτε πρόσωπο και να «δίνεις το παρών» σε κάθε πάρτυ. Διότι, αν ο Θεός ΔΕΝ υπάρχει, ή είναι μια χαριτωμένη αλληγορία, τότε είναι επόμενο αυτά που μας κάνουν να «νοιώθουμε όμορφα» ή απλώς «φαίνονται εντάξει» θα είναι αυτά που μάλλον θα επιλέξουμε να κάνουμε. Όμως, αν ο Θεός – εκτός από Αρχική Αιτία, Υπέρτατο Ον, Ανωτέρα Δύναμη, είναι ΚΑΙ Πρόσωπο, ή μάλλον τρία Πρόσωπα (Πατήρ-Υιός-Αγιο Πνεύμα), ένας ζωντανός Θεός που μας έφτιαξε κατ’ εικόνα Του χάρη στην Αγάπη Του, τότε έχουμε ευθύνες. Αν υπάρχει Θεός, ένας ζωντανός Θεός των προφητών, ένας ζωντανός Θεός που φανερώθηκε στο Πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και όχι ένας απλός, ισχνός και χλωμός «Θεός των φιλοσόφων», τότε οι επιλογές που κάνουμε, σε σχέση με τον πνευματικό μας βίο, έχουν μεγάλη σημασία. Παρακαλώ τον Θεό να Τον ακολουθώ με τον τρόπο που ευχαριστεί Αυτόν, αν και γνωρίζω πως δεν είμαι παρά ένας άθλιος αμαρτωλός που θα συνεχίζει να περιπλανιέται και να σκοντάφτει.
Ο Jeremiah S. Davis είναι λαϊκός, και ανήκει στην Ορθόδοξη Χριστιανική Αντιοχειανή Αρχιεπισκοπή της Βορείου Αμερικής. Μετάφραση : Κ.Ν. Επιμέλεια: Θ. Δ. |
Δημιουργία αρχείου: 28-9-2005.
Τελευταία ενημέρωση: 12-10-2005.